῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (Β΄ Θε 2,16)

  THESSΣτίς Ἐπιστολές του ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει συχνά ὅτι ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός μᾶς ἀγάπησε καί παρέ­δωσε γιά μᾶς τόν ἑαυτό του (βλ. Γα 2, 20· ᾿Εφ 5,2.25). Τό ἴδιο ὑπενθυμίζει καί στούς Θεσσαλονικεῖς, γιά νά μπο­ρέ­σουν νά μείνουν σταθεροί, ἰδιαίτερα τώρα πού εἶναι στά πρῶτα τους βή­ματα καί ἀντιμετωπίζουν διώξεις: «...ὁ Κύ­ριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς καὶ ὁ Θε­ὸς καὶ πατὴρ ἡμῶν, ὁ ἀγαπήσας ἡμᾶς καὶ δοὺς παράκλησιν αἰωνίαν καὶ ἐλ­πίδα ἀγαθὴν ἐν χάριτι» (2,16).
  Στήν Καινή Διαθήκη, κάθε φορά πού γίνεται λόγος γιά τή θεία ἀγάπη, ἀ­μέσως ὑπογραμμίζεται ἡ προσφορά της: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μο­νο­­γενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰ­ώ­νιον» (᾿Ιω 3,16· πρβλ. Ρω 5,8· Γα 2,20). ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔνιωσε τήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί πυρ­πο­λήθηκε ἀπ᾿ αὐτή, ζεῖ μιά ἔκρηξη κάθε φορά πού ἀναφέρεται σ᾿ αὐτήν.
  ῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄν­θρω­πο στάθηκε ἡ θαλερή ρίζα κι ἡ τρο­φο­δότρα φλέβα κάθε καλοῦ, ἅγιου καί θεάρεστου ἔργου πάνω στή γῆ. Μέ τήν ἔμπνευσή της οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἀναδείχθηκαν νικητές τοῦ κακοῦ, πε­ρι­φρόνησαν τά θέλγητρα τοῦ κόσμου κι ἀψήφησαν τά φόβητρά του. ῏Ηταν ἡ κινητήρια δύναμη πού τούς φτέρωνε γιά νά ὑψώνονται πάνω ἀπό τά γήινα καί τούς ἐνίσχυε νά ἐφαρμόζουν μέ ἀ­κρίβεια τόν θεῖο νόμο καί νά πα­ρα­μέ­νουν σταθεροί καί ἄπτωτοι στή γραμμή τοῦ εὐαγγελίου καί στήν παράδοση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
῾  Ο Θεός ἀπό ἀγάπη πρός τόν ἄν­θρωπο δημιούργησε ὄχι μόνο τό σύ­μπαν ἀλλά καί ἐμᾶς τούς ἴδιους. Εἴ­μαστε τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης του. Αὐτή ἡ ἀγάπη ἐκδηλώνεται σέ δύο φά­σεις: α) στή φυσική δημιουργία· ἡ τάξη, ἡ ἁρμονία, ἡ σκοπιμότητα, ἡ ὀμορφιά τοῦ σύμπαντος μαρτυροῦν τήν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ καί β) στήν πνευματική ἀ­ναδημιουργία· στό σχέδιο τῆς θείας οἰ­­κονομίας γιά τή σωτηρία μας, στή σταυ­ρική θυσία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
  Τήν πρώτη φάση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τήν ἀπολαμβάνουν ὅλοι οἱ ἄν­θρωποι. ῾Ο Θεός «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀ­νατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Μθ 5,45). Δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί χαί­ρο­νται ἐξίσου τίς φυσικές δωρεές τοῦ Θεοῦ. Τή δεύτερη φάση τή γεύονται μόνον οἱ πιστοί, δηλαδή μόνον ἐκεῖνοι πού δέχονται νά κάνουν δική τους τή σωτηρία πού ὁ Θεός χαρίζει σέ ὅλους. ῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς στρώνει ἕνα πλούσιο τραπέζι. Θά χορτάσουν ὅμως μόνον ἐκεῖνοι πού θά δεχθοῦν νά κα­θί­σουν σ᾿ αὐτό καί νά φᾶνε τά ἐδέ­σμα­τά του. ῾Ο Χριστός θυσιάσθηκε γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ἐπιθυμεῖ τή σω­τη­ρία ὅλων· σώζονται ὅμως μόνον ὅσοι θέ­λουν, οἱ πιστοί (βλ. Α´ Τι 4,10).
  Τό πιό θαυμαστό εἶναι ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγάπησε ὅταν ἐμεῖς τόν ἀγνο­ού­σαμε καί ἤμασταν ἐχθρικοί ἀπέναντί του· «Συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄ­ντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέ­θα­νε» (Ρω 5,8). Δηλαδή τήν ὥρα πού ἐ­μεῖς ὁπλισμένοι μέ τήν ἀσέβεια προ­χω­ρούσαμε γιά νά πολεμήσουμε τόν Θεό, ἦλθε αὐτός ὁ ἴδιος νά μᾶς συ­να­ντήσει. ῎Ηξερε ὅτι κάπου στήν πορεία μας θά σκοντάφταμε, θά πέφταμε στήν ἄβυσ­σο, γι᾿ αὐτό ἅπλωσε τό στοργικό του χέ­ρι γιά νά μᾶς κρατήσει ἀπό τήν κα­ταστροφή.
  ῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο με­γάλη πού ἁπλώνεται καί στούς ἀν­θρώ­πους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν νά τόν πολεμοῦν· αὐτοί ἀντιστέκονται, ἀλ­λά ὁ Κύριος τούς καταδιώκει μέ τό ἔ­λεός του. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἐνα­ντιώνονται στόν Θεό μέ τήν ἀπιστία, μέ τήν αὐτάρκεια καί τήν πεποίθησή τους στόν τεχνικό πολιτισμό, μέ τή διε­φθαρ­μένη ζωή. Μέ πολλούς τρόπους μοιά­ζουν νά πετροβολοῦν τόν Θεό. ᾿Αλλά ὁ Θεός εἶναι ἀπαθής· οὔτε ἡ ἀγάπη μας τοῦ προσθέτει τίποτε οὔτε ὁ πόλεμός μας τόν βλάπτει. Αὐτός πού ἀγάπησε καί συγχώρεσε τούς σταυρωτές του εἶ­ναι ἕτοιμος νά δεχθεῖ καί νά συγχω­ρήσει μέ τή θεία του μακροθυμία κάθε σύγ­χρονο πολέμιό του, φθάνει νά τό θελήσει ὁ ἀποστάτης καί ἁμαρτωλός ἄνθρωπος καί νά ζητήσει συντριμμένος συγχώρεση. Ἡ ἱστορία ἔχει νά παρου­σιάσει πολλά τέτοια παραδείγματα καί τό συγκλονιστικότερο αὐτόν τόν ἴδιο τόν ἀπόστολο Παῦλο, τόν «πρότερον διώκτην» τῆς Ἐκκλησίας.
  Λείπει ἀπό τόν σύγχρονο κόσμο μας ἡ ἀγάπη, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι θέλησαν νά βγάλουν ἀπό τή ζωή τους τόν Θεό πού εἶναι «ἀγάπη» (Α´ ᾿Ιω 4,8.16). Μέ χί­λιους τρόπους τραγουδᾶνε καί ἐκ­φρά­ζουν τήν τραγικότητα τῆς ζωῆς τους καί τή δίψα τους γιά ἀγάπη. Μόνον ἄν ἀγαπήσουν τόν Θεό, θά γεμίσει τό κενό τῆς καρδιᾶς τους. Καί θά τόν ἀ­γαπή­σουν, ὅταν μάθουν πόσο πολύ μᾶς ἀ­γά­πησε αὐτός. ῞Ολο τό ὕψος καί τό βά­­θος, τό πλάτος καί τό μῆκος τῆς θεϊ­κῆς εὐσπλαχνίας ἑστιάζεται στόν μα­τωμένο καί φωτισμένο σταυρό˙ ματω­μένος ἀπό τό αἷμα τοῦ Θεανθρώπου καί φωτισμένος μέ τό φῶς τῆς Ἀναστά­­σεώς του. Αὐτός ὁ σταυρός ἀσί­γα­στα θά διακηρύττει καί θά διαλαλεῖ τό ἀπεριόριστο θεῖο ἔλεος. Μπροστά σέ μιά τέτοια ἀγάπη λειώνουν οἱ πάγοι τῆς καρδιᾶς μας. ῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν διδάσκεται, βιώνεται. Γι᾿ αὐτό παρα­κα­λοῦμε τόν Θεό νά μᾶς φανερώσει τήν ἀγάπη του, νά συγκινήσει τίς ψυχρές καρδιές μας, ὥστε νά τόν ἀγαπήσουν ἀληθινά καί δυνατά.

Στέργιος Ν. Σάκκος

"Ἀπολύτρωσις",

Τεῡχος Φεβρουαρίου, 2025