Καμπάνες ἀπ’ τίς ἐκκλησιές ξυπνούσανε τόν οὐρανό τῆς πόλης μου. Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ὕψωνε τό Σταυρό νά εὐλογήσει τήν καινούργια της χρονιά καί προσκαλοῦσε τά παιδιά της σταυρώνοντας μέ τή νηστεία τό σαρκικό τους φρόνημα νά ἔρθουν νά τόν προσκυνήσουνε.
Μπῆκα μές στό ναό, πρίν πάω στή δουλειά, νά προσκυνήσω ἔστω τήν εἰκόνα τῆς Ὑψώσεως. Μπροστά μου γράφτηκε ἡ πιό γλυκειά στιγμή τῆς πρώτης μου ζωῆς... Ἤτανε μιά μητέρα μέ τό κοριτσάκι της, περίπου τριῶν χρονῶν. «Κάμε τό σταυρό σου, ἀγάπη μου», ἔλεγε στό παιδί κι ἐκεῖνο προσπαθοῦσε ἀδέξια. Τότε ἡ μητέρα πῆρε τό δεξί χεράκι του, λύγισε ὅπως ἔπρεπε τά δάχτυλα κι ἔγραψε πάνω στό μικρό κορμί τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ. «Ἔτσι, παιδί μου!».
Αὐθόρμητα τῆς χαμογέλασα. «Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή γιά κεῖνο», σκέφτηκα. «Ἴδια μ’ αὐτήν πού ἔγινε γιά μένα, γιά τούς ἀδελφούς μου, γιά ὅλους ὅσους μεγαλώσαμε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ».
Αὐτό τό πρῶτο μάθημα: ὁ σταυρός, γιά νά τό ἐφαρμόζουμε ἰσόβια. Ἀπό μικρό παιδί -λογίστηκα- ἀπό τήν πρώτη μέρα πού κάποια χέρια εὐλογημένα σταυρώσανε τά χέρια μου ἐπάνω στό κορμί, ἔζησα πορευόμενη μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ...
Ἔκανα τό σταυρό μου, ὅταν μέ τρόμαζαν οἱ ἀστραπές κι ἔτρεχα νά κουρνιάσω στίς φτεροῦγες τοῦ ἀγγέλου μου. Ἔκανα τό σταυρό μου, ὅταν ὁ κόπος τῆς μελέτης μου κρινόταν σ’ ἕνα τρίωρο καί σπαρταρούσανε τά ὄνειρα. Ἔκανα τό σταυρό μου, ὅταν μέ ἀγωνία καί χαρά πήγαινα πρώτη μέρα στή δουλειά...
Ἔκανα τό σταυρό μου, ὅταν μ’ ἐλπίδα ξεκινοῦσα τήν ἡμέρα μου· ὅταν μέ κόπο τήν τελείωνα. Ἔκανα τό σταυρό μου, ὅταν ὁ πόνος μέ γονάτιζε στή γῆ· ὅταν τό πρόσωπό μου χαρακώναν δάκρυα ἤ ὅταν ἀνέβαζα κάποια ἄλλα δάκρυα στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἔκανα τό σταυρό μου πάνω σέ ὅ,τι χρειάστηκα καί σέ ὅ,τι ἀγάπησα: ἐπάνω στό ψωμί πού ἔτρωγα· πάνω στίς παραστάδες τοῦ σπιτιοῦ μου τίς Πρωτοχρονιές· πάνω στό κεφαλάκι ἑνός παιδιοῦ... Μιά ὁλόκληρη ζωή στιγμή-στιγμή μέ τή σφραγίδα τοῦ σταυροῦ, ἐλπίδα μου καί στήριγμα, μέσα σέ ἕναν κόσμο πού δέν ξέρει ποῦ νά στηριχθεῖ.
Ἐγώ τό ἔμαθα ἀπό μικρό παιδί καί κάποια χέρια τίμια μοῦ δίδαξαν νά κάνω τό σταυρό μου ὁλόσωστα ἐπάνω στό κορμί, γιά νά ἀντλῶ τή δύναμή του ὁλόκληρη.
Ἔβλεπα τούς ἀνθρώπους πού περνοῦσαν ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησιά. Κάμανε γρήγορα, μηχανικά ἕναν σταυρό, ἀδιάφορο, λειψό... Ἕνας λειψός σταυρός: μιά ἀχρηστεμένη εὐκαιρία γιά ἐλπίδα στή ζωή. Δέν ἤξεραν, δέν μάθανε. Νά κάμεις τό σταυρό σου ξέροντας -αὐτό τό ἱερό προνόμιο τῶν υἱοθετημένων τοῦ Θεοῦ μέσα σέ μιά γενιά πεντάρφανη.
Ἔτσι, μέ γλύκα στήν καρδιά, μπῆκα μές στό γραφεῖο μου. Αἰφνίδια τό κλίμα ἄλλαξε. Ἐπάνω στό γραφεῖο μου ἕνας σωρός χαρτιά... ἡ ἀτέλειωτη δουλειά τῆς συναδέλφου μου. «Χρυσούλα», εἶπε ὁ Διευθυντής, «αὐτά τά ἔγγραφα ἐπείγει νά συμπληρωθοῦν». «Ναί, ἀλλά ὄχι ἀπό μένα», ἤθελα ν᾽ ἀπαντήσω θυμωμένα, ἀλλά δέν τόλμησα.
Κάθισα στό γραφεῖο μου ἀγανακτισμένη, σχεδόν ἔξαλλη. Πῶς τά κατάφερνε, σκεφτόμουνα, πάντοτε νά ξεφεύγει μέ τήν ἀνοχή τοῦ Διευθυντῆ καί πάντοτε ν’ ἀφήνει τή μισοτελειωμένη της δουλειά, γιά νά τήν κάνω ἐγώ! «Ποῦ εἶναι ἡ Μαριάννα;», ρώτησα σκληρά τόν συνάδελφο πού δούλευε ἀπέναντι. «Ὡραῖα τή βολεύουν κάποιοι, ἔτσι; Ἐμεῖς παιδιά γιά τά θελήματα!».
Σήκωσα ξαναμμένη τά μαλλιά. Τά δάχτυλα σκοντάψαν στό μικρό σταυρό πού κρεμόταν στό στῆθος μου, μ’ ἀνάγλυφο τό σῶμα τοῦ Κυρίου μου. Αὐθόρμητα ἔνιωσα στήν καρδιά μου ἕναν νυγμό. Ἐκεῖνος δέν δια- μαρτυρήθηκε, σκέφτηκα. Ἐκεῖνος «ἐσιώπα» ἀνεξίκακα... Ἐκεῖνος ἔγινε ἑκούσια τό Παιδί γιά τό μεγάλο θέλημα: «Ἰδού ἥκω... τοῦ ποιῆσαι τό θέλημά Σου ὁ Θεός». Ὁ Σταυρός Του: ἡ παντοδυναμία τῆς «ἀδύναμης» ἀγάπης Του, ἡ κεκρυμμένη δόξα τῆς ὑπομονῆς, ὁ εἰρηνοφόρος πόλεμος μιᾶς θυσιαστικῆς σιωπῆς.
Κι ἐγώ... Ἐγώ εἶχα ξυπνήσει ἀχάραγα νά προσκυνήσω τό σταυρό· ἐγώ εἶχα νιώσει περηφάνεια καί χαρά, πού ἤξερα νά τόν κάνω ὁλόσωστα.
Ἔσκυψα τό κεφάλι μέ ντροπή... Τό μεσημέρι βρέθηκα στό ταμεῖο μου. Στάθηκα μπρός στά ξύλα τοῦ Σταυροῦ, ἐγώ ἡ εὐεργετημένη καί σκέφτηκα: Τί ἀνταπέδωσα σ’ αὐτήν τή δωρεά; Πόση ζωή ἔβαλα μές σ’ αὐτό τό εὐλογημένο σύμβολο; γιατί ἡ πίστη μου δέν εἶναι σχήματα κενά καί σύμβολα ἀνούσια. Εἶναι ζωή, εἶναι βίωμα, εἶναι καρδιά ἡ πίστη μου καί ὁ σταυρός εἶναι ἡ ἴδια τοῦ Χριστοῦ μου ἡ καρδιά, ἡ πονεμένη καί ἑλκώμενη, αὐτή πού ἀένναα ἀγαπᾶ καί συγχωρεῖ ἐμένα καί τόν κόσμο μας. Πόση καρδιά γιά τόν Ἰησοῦ δαπάνησα ἐγώ, ἐγώ πού πάνω στήν καρδιά μου λάμπει κάποτε χρυσό, πανάκριβο αὐτό τό διακριτικό διάσημο τῆς θεϊκῆς καρδιᾶς;
Κι ἔνιωσα μπρός στά ξύλα τοῦ Σταυροῦ ἕνα νήπιο, ἀνήξερο ἀκόμα καί φτωχό. Ἔκανα ἄπειρες φορές τό σταυρό-σχῆμα πάνω στό κορμί, ἐλάχιστες τό σταυρό-βίωμα ἐπάνω στήν ψυχή· ἀλλά χωρίς τή γεύση τοῦ σταυροῦ, πῶς δικαιοῦμαι τήν ἀνάσταση; Καί ᾽γώ γυρεύω τόσο μιά ἀνάσταση...
Μιά κραυγή πόνου κι ἱκεσίας χύθηκε ἀπό μέσα μου: Νά κάνω τό σταυρό μου, Κύριε! Νά κάμω ἐπιτέλους τόν ἀγώνα τοῦ σταυροῦ, γιά νά χαρίσω καί σ’ αὐτούς πού μέ σταυρώνουν τήν ἀνάσταση: τή δύναμή Σου, δύναμη ἑνός Ἀρνίου πού ὑπάρχει ἐσφαγμένο κι ὅμως ἑστηκός... Νά κάνω τό σταυρό μου, Κύριε! νά κάνω ἀγάπη, ὑπομονή, σιωπή, συγγνώμη, ἀνοχή, ταπείνωση· ὅλα ἐκεῖνα πού τά βρίσκω τόσο φορτικά, ἀντίθετα ἀπ᾽ τούς δρόμους πού διαλέγει ἡ διχασμένη μου καρδιά. Ἐκεῖ, στήν τροχιά τῆς ἀνταρσίας μου, στά μονοπάτια τῆς καρδιᾶς μου τά ἀντίθεα νά γράψω ἀποφασιστικά μιά κάθετη λυτρωτική γραμμή ἀντίστασης· γιά νά γραφεῖ σταυρός, σχῆμα καί βίωμα, σύμβολο καί ζωή· καρδιά τοῦ Χριστοῦ μου μά καί δική μου ἀλλαγή καρδιᾶς κι ἀλλοίωση, γιά νά εἰσέλθω στήν ἀνάσταση: ἐδῶ, στόν ἀρραβώνα τῆς χαρᾶς τοῦ Πνεύματος· ἐκεῖ, στό γάμο μέ Ἐσένα τό Νυμφίο μου.
Ἔκανα τό σταυρό μου εὐλαβικά ἐπάνω στό κορμί καί παρακάλεσα:
Ἄφες μοι, Κύριε... Μακροθύμησε· πρίν ἡ ζωή μου σκορπιστεῖ στή ματαιότητα, δῶσε νά μεγαλώσω, Κύριε· νά ἔχω νά Σοῦ καταθέσω τίς μικρές-μικρές σταυρώσεις μου σ’ ἕναν ἀγώνα αὐταπάρνησης· τήν ἄρση τοῦ σταυροῦ πού ζήτησες, γιά νά ἀκολουθήσω ὀπίσω Σου. Γιατί Ἐσύ μοῦ στέλνεις χέρια, Κύριε· χέρια εὐλογημένα, τίμια, πού ἱδρώνουνε νά μοῦ διδάσκουν τό σταυρό· εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀγρυπνοῦνε πάνω ἀπ’ τήν ψυχή μου «ὡς λόγον ἀποδώσοντες». Κάμε νά γίνει ἡ ψυχή μου εὔπλαστη, πηλός ὑπάκοος μές στά δικά τους δάχτυλα, σάν τά χεράκια τῆς μικρούλας μές στά χέρια τῆς μητέρας της, γιά νά τό μάθω κάποτε νά κάνω τό σταυρό μου ὁλόκληρο, σχῆμα καί βίωμα, νέκρωση καί ζωή· ἀνάσταση...
Μαρία Σωτηρίου