Ἅγιε ἄγγελε, σοῦ δέομαι...

 Ἡ μέρα τοῦ Νοέμβρη ἔκλινε, χαμηλωμένο γκρίζο πάνω ἀπό τίς στέγες μας.
 «Ἅγιε ἄγγελε», ψιθύριζα λέγοντας τήν εὐχή τήν τελευταία τοῦ Ἀποδείπνου: «Ἅγιε ἄγγελε, ὁ ἐφεστώς τῆς ἀθλίας μου ψυχῆς και ταλαιπώρου μου ζωῆς...»
 Τήν εἶχα πεῖ πολλές φορές ἐτούτη τήν εὐχή, μά κείνη τή φορά, μέρα πού ἡ Ἐκκλησία γιόρταζε τούς ἀγγέλους της, ἠχοῦσε μέσα μου ἀλλιώτικα... πάνω ἀπό τό χαμηλωμένο γκρίζο μας, φτερά πού σκέπαζαν τή γῆ...
«Ἅγιε ἄγγελε», ψιθύριζα· μέσα στίς λέξεις τῆς εὐχῆς ζωντάνευαν εἰκόνες παιδικές, λόγια καί προσευχές, μία φιγούρα ἀστραφτερή, ὁλόλευκη, πρώτη μου μαθητεία στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πρῶτο μου ἀκούμπημα στά πατρικά του γόνατα...
 Ἅγιε ἄγγελε, ὅταν ἡ νύχτα ἔπεφτε τυλίγοντας τούς φόβους τούς παιδιάτικους, ἤσουν ἐσύ... σ᾿ ἔβλεπα ζωγραφιά ν᾿ ἀνοίγεις τά γαλάζια σου φτερά πάνω ἀπό τό κρεβάτι μου. Κι ἄλλοτε πάλι σέ κοιτοῦσα -ἀγαπημένη ζωγραφιά- νά μέ σκεπάζεις στοργικά, παιδάκι πού ἔτρεχα ἀμέριμνο στίς ἄκρες τῶν γκρεμῶν, ἀνυποψίαστο πάνω σ᾿ ἕνα γεφύρι ἑτοιμόρροπο...
Ἄγγελε φύλακα, προστάτη μου, πρώτη μου προσευχή, εἰκόνα ἀγαπημένη τῆς ἀθώας μου ζωῆς, καθώς μεγαλωμένη σοῦ μιλῶ τήν κάθε νύχτα μου, τώρα πού σέ γνωρίζω ἑξαπτέρυγο κάτω ἀπ᾿ τούς τρούλους τῶν ναῶν καί δορυφόρο μυστικό, μετάρσιο στήν ὑπερούσια θυσία τοῦ Θεοῦ μου κάθε Κυριακή, σοῦ δέομαι: Ἔλα ξανά στή νύχτα μου, ἅγιε ἄγγελε ἐσύ, μαντατοφόρο φῶς πάνω ἀπ᾿ τό λίκνο τοῦ Θεοῦ, φώτισε τά σκοτάδια τῆς ψυχῆς μου τά δυσμάχητα. Τύλιξε στά γαλάζια σου φτερά τή ματωμένη μου ψυχή, ράκος κατάστικτο, νά μεταλάβει πάλι στή λευκότητα.
 Ἀθέατη στοργή μου, φῶς καί φυλαχτό, ἄσβηστο μανουάλι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καθώς σέ βλέπω λυπημένο νά μετρᾶς τή φτώχια μου, τό κεκλεισμένο μου «ἐγώ» -κηλίδα πάνω στήν ψυχή μου τήν κατάστικτη-, σοῦ δέομαι: Δῶσε νά μαθητεύσω στό ἀθέατό σου δόσιμο, στή σιωπηλή σου διακονία· νά κοινωνήσω ἀπό τό φῶς σου φῶς. Μέ τήν ψυχή μου φλόγα μυστική καί τό κορμί μου ἕνα κερί, λευκή λαμπάδα τῆς Ἀνάστασης, δῶσε νά καίω τή μωρία τοῦ «ἐγώ», νά καίω μυστικά, καντήλι ζωντανό μπρός στίς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ· τόσες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ πεσμένες γύρω μου, πού περιμένουν τήν ἀνάσταση!
 Ἅγιε ἄγγελε, παρθένο «ἀλληλούια» στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, πάρε τό χωματένιο μου κορμί καί τήν ψυχή μου τήν προσκολλημένη γῆ. Ἐσύ, ρανίδα οὐρανοῦ, ἔλα νά μεταγγίσεις οὐρανό στή δίψα μου. Ἄκου τά σπαραγμένα μου ψελλίσματα, τά χείλη μου, πού νοσταλγοῦν νά ψιθυρίσουνε ξανά τίς προσευχές τῆς ἀθωότητας. Κομματιασμένο «ἀλληλούια» ὁ δρόμος μου στή γῆ· συνάρμοσέ το, ἅγιε ἄγγελε, ἀπό τά πήλινα συντρίμμια τοῦ ἑαυτοῦ μου, πού ἀνεβάζεις κάθε νύχτα στόν Θεό μές στά δικά σου ἀκατάπαυστα «ἀλληλούια»...
Ἔλα καί πάλι στό γεφύρι μου, ἅγιε ἄγγελε, πάνω ἀπ᾿ τήν πρόσκαιρη ζωή μου τή μετέωρη, ἐδῶ πού δρασκελίζω ἀνυπεράσπιστη, γυρεύοντας τήν ἄλλη ὄχθη, τοῦ αἰώνιου. Στάσου σταυρός, τά δυό σου χέρια ἀνοιχτά πάνω ἀπό τίς κακοτοπιές, πάνω ἀπ᾿ τό ρῆγμα τῆς φθορᾶς μου τ᾿ ἀδυσώπητο, μήν ξεγλιστρήσω στούς γκρεμούς τοῦ κόσμου μου.
 Ναί, ἅγιε ἄγγελε, φτερά πού μοῦ σκεπάσαν στοργικά τήν παιδική ζωή, καθώς μεγαλωμένη σέ κοιτῶ τοῦ παραδείσου πυλωρό πάνω στά τέμπλα τῶν ναῶν, μέ γυμνωμένη τή φρικτή ρομφαία σου, σοῦ δέομαι:
Ἐσύ, χαμόγελο τοῦ παραδείσου μυστικό, πάνω ἀπ᾿ τό βρεφικό κρεβάτι μου ἀνταύγεια οὐρανοῦ, ἔλα καί πάλι, ἀγγελούδι μου. Ὅταν θά χαμηλώνουνε τά φῶτα στό γεφύρι μου, σβήνοντας τίς εἰκόνες ἀπ᾿ τά πρόσκαιρα, μεῖνε εἰκόνα ὑστερινή, ἀντιφεγγιά τοῦ παραδείσου στό μεταίχμιο. Σήκωσε τή ρομφαία σου ἀπαγόρευση στίς δολερές δυνάμεις, τίς ἀντίμαχες -χάδι παρηγορητικό τῆς ἀγωνίας μου- καί πάρε τήν ψυχή μου, ἅγιε ἄγγελε, αὐτήν πού τόσα χρόνια διακονοῦσες, μαργαριτάρι ἀνέγγιχτο ἀπ᾿ τή λάσπη μου, ἕνα κομμάτι δάκρυο καί γῆ, πού ὅμως ἀνυποχώρητα διψοῦσε οὐρανό... Κλεῖσε την στή λευκή σου ἀγκαλιά κι ἀνέβασέ την λευκοφόρα στούς νυμφῶνες τοῦ παράδεισου.
 Ναί, ἅγιε ἄγγελε, ὁδήγησέ με πάλι στήν οὐράνια πατρίδα μου, τή νοσταλγία τήν κρυφή τοῦ σπιτικοῦ, ἐδῶ πού ζητιανεύω μίσθια στή φθορά, λιμοκτονώντας τή θωπεία τοῦ Πατέρα μου.
 Ἅγιε ἄγγελε, ἀθόρυβε ἀχθοφόρε τῆς ὀδύνης μου, ἀξίωσέ με νά σέ δῶ, νά ψηλαφήσω τή φωτόκτιστη ὀμορφιά, ν᾿ ἀκούσω τό χερουβικό σου κεκραγάριο κάτω ἀπ᾿ τούς τρούλους τ᾿ οὐρανοῦ.
Θεόδοτή μου συντροφιά, βήματα δίπλα στά δικά μου ἀθέατα, καθώς κουρνιάζω κάθε νύχτα στή φροντίδα σου, προσεύχομαι:
 Μεῖνε κοντά μου, ἅγιε ἄγγελε, φῶς καί χαρά μου, εὐχή καί προσμονή.
Μεῖνε κοντά μου, ἅγιε ἄγγελε, μαζί νά περπατήσουμε στό ἐφήμερο, μαζί ν᾿ ἀγγίξουμε τίς ἀγκαλιές τῶν οὐρανῶν.
Μεῖνε κοντά μου, ἅγιε ἄγγελε, μόνο ἐσύ ἀπ᾿ τά δικά μου αὐτῆς τῆς γῆς πού θά περάσουνε στή χώρα τοῦ αἰώνιου. Ν᾿ ἁπλώσεις τότε τά γαλάζια σου φτερά καί νά προσφέρεις τήν ψυχή μου στόν Θεό ἕνα λουλούδι εὐγνωμοσύνης καί ταπείνωσης, ἕνα λουλούδι προσφορᾶς, ἕνα λουλούδι πού φυτέψανε τά χέρια σου σια στό περιβόλι τοῦ παράδεισου.

Μαρία Παστουρματζῆ
Φιλόλογος