Παραβολή ταλάντων

Αὔξησε τόν πλοῦτο σου!

 talanta Σύμφωνα μέ τό πρόγραμμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τό Πάσχα πέφτει ἀργά, κατά τήν περίοδο πρό τοῦ Τριωδίου διαβάζεται ὡς εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἡ παραβολή τῶν ταλάντων: Ἕνας πλούσιος ἄρχοντας ἀναθέτει στούς δούλους του νά διαχειρισθοῦν ἕνα μέρος τῆς περιουσίας του, κάποια τάλαντα. Δίνει σ᾿ ἄλλον πέντε τάλαντα, σ᾿ ἄλλον δύο, σ᾿ ἄλλον ἕνα κι ἀνταμείβει ἔπειτα τόν κάθε δοῦλο, ἀνάλογα μέ τό πῶς ἐκεῖνος ἀξιοποίησε τά τάλαντά του. Τούς δύο πρώτους, πού εἶχαν διπλασιάσει τήν περιουσία, τούς ἐπαινεῖ καί τούς ὑπόσχεται κυριαρχία «ἐπί πολλῶν», ἀφοῦ φάνηκαν ἄξιοι στά λίγα. Τόν τρίτο, ὁ ὁποῖος μέ ἀχαριστία καταχώνιασε τό τάλαντο καί μέ ἀναισχυντία αὐθαδίασε στόν εὐεργέτη, τόν τιμωρεῖ σκληρά (Μθ 25,14-30).
 Σέ δύο σημεῖα αὐτῆς τῆς πρωτότυπης καί ἐνδιαφέρουσας παραβολῆς ἐπικεντρώνεται τό μήνυμά μας. Πρῶτον, τάλαντα εἶναι τά δῶρα μέ τά ὁποῖα μᾶς πλούτισε ὅλους ἀνεξαιρέτως ὁ πανάγαθος Θεός. Ἀπό τή φυσική δημιουργία καί τά ἀγαθά, πού ὁ καθένας μας ἔχει στήν κατοχή του, μέχρι τίς ἀρετές, τίς ποικίλες ἱκανότητες καί τά χαρίσματα, μέ τά ὁποῖα προοδεύουμε στή ζωή καί ἀναδεικνυόμαστε στήν κοινωνία, ὅλα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. «Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;» (Α΄ Κο 4,7), μᾶς προσγειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Πόσο εὐγνώμονη, γεμάτη εὐχαριστία πρός τόν Θεό θά ἔπρεπε νά ᾿ναι ἡ καρδιά μας γιά τά ἄπειρα δῶρα του πού καθημερινά ἀπολαμβάνουμε; Ἀλλά καί πόσο πιό προσεκτική, πιό ταπεινή καί σεμνή νά εἶναι ἡ συμπεριφορά μας ἀπέναντι στούς ἄλλους, ἀφοῦ εἴμαστε ἁπλοί διαχειριστές τῶν ἀγαθῶν πού ὁ Θεός μᾶς ἔχει χαρίσει! Ἡ αὐθάδεια τοῦ τρίτου δούλου τῆς παραβολῆς εἶναι ἔκφραση τῆς ἀχαριστίας του κι ἐπιβεβαιώνει τό λόγο τοῦ Ξενοφώντα: «τῆς ἀχαριστίας ἕπεται ἡ ἀναισχυντία».
 Τό δεύτερο σημεῖο τοῦ μηνύματός μας εἶναι τό χρέος μας νά δουλέψει ὁ καθένας στόν ἑαυτό του, γιά νά ἀξιοποιήσει τά τάλαντα πού ὁ Θεός τοῦ ἔχει χαρίσει. Ἄν ἄλλος πῆρε λίγα κι ἄλλος πολλά, δέν ἔχει σημασία. Τή διανομή ἔκανε ὁ Κύριος «ἑκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν», διότι γιά τόν καθένα ἐνδιαφέρεται καί φροντίζει προσωπικά ὁ Χριστός. Αὐτό πού μᾶς καταξιώνει ἐνώπιόν του εἶναι ἡ φιλότιμη ἐργασία πού ὁ καθένας καταβάλλει, γιά νά ἀξιοποιήσει καί ν’ αὐξήσει τά δικά του τάλαντα. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος κάνει πρακτική τή διδαχή: Θ᾿ ἀξιοποιήσεις τά τάλαντά σου, λέγει, μέ τό νά δραστηριοποιηθεῖς γιά τό ἀγαθό τῆς κοινωνίας. Διότι τίποτε δέν εἶναι τόσο ἀρεστό στόν Θεό ὅσο «τό κοινωφελῶς ζῆν».
 Ξαναμμένοι ἀπό τόν πυρετό τῆς ἀνταγωνιστικότητας καί συνεπαρμένοι ἀπό τήν πλημμύρα τοῦ καταναλωτισμοῦ καί τήν ἀπάτη τοῦ εὔκολου κέρδους, συχνά πέφτουμε σέ δύο τραγικά λάθη. Ἄλλοτε δραστηριοποιούμαστε ὑπερβολικά μέ τήν ψευδαίσθηση τοῦ ἐπιτυχημένου, σφετεριζόμαστε τά δῶρα τοῦ Θεοῦ κι ἀχάριστα αὐτονομούμαστε ἀπό τό θέλημά του. Ἄλλοτε πάλι, μίζεροι καί φυγόπονοι ἀφηνόμαστε στήν ἀδράνεια καί τήν ὀκνηρία μ᾿ ὅλα τά δυσάρεστα ἐπακόλουθα. Τό μήνυμα τοῦ θείου λόγου μᾶς ἀνακαλεῖ στήν τάξη. Μᾶς συνιστᾶ ἐργασία μέ φιλότιμο καί ταπείνωση· γιά τή δική μας αἰώνια καταξίωση καί γιά τό καλό τῆς κοινωνίας μας.

Στέργιος Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 27