Ἕνα ἀπό τά μεγάλα ἐλλείμματα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καί τῶν κοινωνιῶν του εἶναι ὅτι ἀπουσιάζει ἀπό τήν συνείδηση καί ἀπό τίς σχέσεις μας ἡ διάθεση γιά προσέγγιση καί κατανόηση, ἡ διάθεση νά πλησιάσω τόν συνάνθρωπό μου μέ ἐγκαρδιότητα καί καλοσύνη∙ μέ εὐγένεια εἰλικρινῆ καί ἀφτιασίδωτη. Νά γίνω κοινωνός τῆς ἀγωνίας καί τῆς χαρᾶς του, καί νά τοῦ προσφέρω τήν ἄνεση νά κάνει κι αὐτός τό ἴδιο ἀπέναντί μου. Καί ὅταν τό χρειάζεται, νά τοῦ ἁπλώσω χέρι παρακλητικό καί ὑποστηρικτικό. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος τοῦ σήμερα πάσχει ἀπό ἔλλειψη ἀνθρωπιᾶς.
Τό ἔλλειμμα βέβαια αὐτό ἔχει καταγωγή ἀρχαία. Μήτρα του εἶναι ἡ ἁμαρτία, δηλαδή ἡ διατάραξη τῆς πιό οὐσιώδους σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς κοινωνίας του μέ τόν ἅγιο Θεό. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι μετά τήν πτώση τῶν πρώτων ἀνθρώπων καί τήν σύγκρουσή τους μέ τόν ζωοδότη δημιουργό τους, ὁ ἀνέφελος σύνδεσμος τοῦ ἄνδρα μέ τήν «βοηθόν» του (Γέ 2,18), τήν γυναίκα, ράγισε καίρια καί ἀμέσως. Στό ἐρώτημα τοῦ Κυρίου, ἄν ἔφαγε ἀπό τούς καρπούς τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ὁ Ἀδάμ ἀποκρίνεται μέ ἔντονη τήν συνείδηση τῆς ἐνοχῆς, ρίχνοντας ὅμως τό βάρος τῆς εὐθύνης στήν Εὔα. «Αὐτή φταίει», τοῦ ἀπαντᾶ∙ «ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον» (Γέ 3,12). Μάλιστα ὁ λόγος του αὐτός ἀποκαλύπτει ὅλη τήν τραγικότητα πού δεσπόζει πλέον μέσα του: ὄχι μόνον ἀθωώνει τόν ἑαυτό του, ὄχι μόνο κατηγορεῖ ἐξουθενωτικά τήν γυναίκα, ἀλλά πιό πολύ κατηγορεῖ τόν Θεό πού τοῦ τήν ἔδωσε!
Ἀπό τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνος. Ὀχυρωμένος μέσα στό κάστρο τοῦ «ἐγώ» του πού θεοποιεῖ καί λατρεύει, ξένος τοῦ Θεοῦ, ἀποξενώνεται ἀναπόδραστα καί ἀπό τόν συνάνθρωπό του, ἔστω κι ἄν αὐτός εἶναι ὁ Ἄβελ, ὁ ἀδελφός του: «μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ;» (Γέ 4,9). Φτιάχνει βέβαια οἰκογένεια, ὀργανώνει μικρές ἤ μεγάλες πολιτεῖες, χτίζει πολιτισμούς, συνεργάζεται, ἀλλά ὅλα αὐτά πάσχουν στό ἴδιο τό γενετικό τους ὑλικό, στόν πυρήνα τους: Ἐπειδή γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄξονας τοῦ κόσμου του εἶναι ὁ ἑαυτός του, οἱ «πλησίον» δέν τόν ἐνδιαφέρουν παρά μόνο στόν βαθμό πού ἱκανοποιοῦν τίς κοινωνικές, συναισθηματικές, οἰκονομικές ἤ ὅποιες ἄλλες ἀνάγκες του. Ἐπειδή εἶναι «πολιτικὸν ζῷον», ζῆ δηλαδή μόνο σέ σχέση μέ τούς συνανθρώπους του, τούς ἀναγνωρίζει μέν δικαιώματα, ἀλλά δέν τούς πλησιάζει περισσότερο. Ἄλλωστε τά ἴδια τά δικαιώματα δέν ἀποτελοῦν «κατάκτηση τοῦ ἀνθρώπου», ἀλλά μᾶλλον κόκκινες γραμμές, σύνορα, ἡ παραβίαση τῶν ὁποίων συνεπάγεται πόλεμο.
Ὅμως σ’ ἕνα τέτοιο πλαίσιο, ποῦ νά χωρέσει ἡ καλοσύνη; Ποῦ νά βρεῖ τόπο ἡ ἀνθρωπιά; Οἱ ἐξαιρέσεις οὔτε ἀναμφισβήτητες εἶναι οὔτε στέρεες οὔτε ἀλλάζουν τά δομικά στοιχεῖα τοῦ κανόνα. Δέν μπορεῖ ὁ «θεός»-ἑαυτός μας νά μᾶς στηρίξει στήν ἐπιλογή τοῦ καλοῦ, διότι καλό καί καλοσύνη θά πεῖ θυσία χρόνου, κόπου, συμφερόντων, ἐπιδιώξεων, ἐπιθυμιῶν, καρδιᾶς, δηλαδή αὐταπάρνηση∙ καί φυσικά ὁ ἑαυτός μου ἀρνεῖται νά «αὐτοκτονήσει». Ἀντίθετα, τό κακό ἀφ’ ἑνός μέν ἐξασφαλίζει τό ὀχυρό μας καί ἀφ’ ἑτέρου ὄχι μόνο δέν θίγει, ἀλλά τρέφει ἀκόμη περισσότερο τήν λατρεία στό εἴδωλό μας. Γι’ αὐτό καί προτιμᾶται πάντοτε. Μάλιστα ἡ ἁγία Γραφή ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ρέπει πρός τό κακό «ἐκ νεότητος αὐτοῦ» (Γέ 8,21) -τόσο συνδέεται μαζί του. Τό ἀποτέλεσμα; «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψα 52,4). Ἕνας θεόπνευστος λόγος, πού εἶναι, νομίζω, ἀπό τούς πιό φοβερούς. Καί γίνεται ἀκόμη πιό φοβερός, ἄν σκεφθεῖ κανείς ὅτι στό «πάντες» περιλαμβάνονται ὄχι μόνο οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ἄγευστοι τῆς ἀλήθειας, ἀλλά καί ὁ Ἰσραήλ, ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ κανείς νά διαβάσει τούς προφῆτες γιά νά διαπιστώσει πόσο ὁ λαός αὐτός, πού τόσο εἶχε εὐλογηθεῖ ἀλλά καί τόσο ἀναιδῶς ἀπέρριψε στήν συνέχεια τόν Γιαχβέ καί τήν διαθήκη του, ἐκμεταλλευόταν, ἐξαπατοῦσε, ἔκλεβε, ἐξουθένωνε, ταπείνωνε, ἀδιαφοροῦσε, λοιδοροῦσε, ὑποκρινόταν, καί γενικά εἶχε γίνει ἕρμαιο τῆς φαυλότητας.
Τό συμπέρασμα σχεδόν ἀναφέρθηκε ἤδη: ἡ καλοσύνη, ἡ ἀγαθότητα καί γενικά ἡ ἀνθρωπιά δέν ὑπάρχουν ἀνόθευτα καί δέν ἀντέχουν καθόλου ἔξω ἀπό τόν χῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Διότι πέρα ἀπό τά σύνορα τῆς ἀγάπης του κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία, καί ἡ ἁμαρτία ἀλλοιώνει καί σκοτώνει τά πάντα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ἡ χρηστότητα, ἡ ἀγαθοσύνη καί ἡ «πίστις», δηλαδή ἡ ἀξιοπιστία, ἡ φερεγγυότητα, εἶναι καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. Γα 5,22). Αὐτό σημαίνει ὅτι τούς ἀποκτᾶ, τούς γεύεται, τούς χαίρεται στήν οὐσία τους καί τούς προσφέρει καί στούς ἄλλους μόνον ἐκεῖνος πού εἶναι τοῦ Πνεύματος. Οἱ ἄλλοι δέν ἔχουν αὐτή τήν δυνατότητα∙ δέν μποροῦν νά καρποφορήσουν τέτοιους καρπούς, εἶναι στεῖροι. Ὅμως γιά νά εἴμαστε τοῦ Πνεύματος, πρέπει ἀφ’ ἑνός μέν νά συνδεόμαστε μαζί του μέ τήν πίστη καί ἀφ’ ἑτέρου νά ζοῦμε τήν ζωή του∙ ὅπως καί πάλι λέει ὁ Παῦλος, πρέπει νά στοιχιζόμαστε στόν στοῖχο του∙ «εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν» (Γα 5,25). Καί ὁ στοῖχος του δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή του, ὅπως βιώνονται μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καί ἀναγκαία προϋπόθεση.
Εὐάγγελος Δάκας
Δρ Θεολογίας, Φιλόλογος