Εἶναι ἀναρίθμητα καί πολύτιμα. Ὅσο καί ὁ ἄνθρωπος. Κάθε ἄνθρωπος ἕνα ὄνομα, κάθε ὄνομα ἕνα πρόσωπο, κάθε πρόσωπο μιά ἱστορία.
Καί ἄγνωστα ἤ ξεχασμένα. Τόν πρῶτο ἄνθρωπο τόν ἔλεγαν Ἀδάμ. Τόν τελευταῖο πῶς θά τόν λένε; Πῶς ἔλεγαν τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού πέρασαν πάνω ἀπ᾿ αὐτή τή γῆ ἤ θά περάσουν;
Καί τό σοβαρότερο ἐρώτημα: Τί τά κάνουμε ὅλα αὐτά τά ὀνόματα πού μᾶς κατακλύζουν; Τά προσπερνᾶμε σάν νά μήν τά συναντήσαμε ποτέ;
«Γέροντα», ἔλεγε μιά ψυχή σ᾿ ἕναν ἀσκητή, «συγχωρέστε με πού σᾶς κουράζω μέ τόσα ὀνόματα πού σᾶς φέρνω νά μνημονεύσετε». Κι αὐτός τῆς ἀπάντησε: «Νά σᾶς πληρώσω νά μοῦ φέρετε κι ἄλλα». Γιά τήν Ἐκκλησία τά ὀνόματα εἶναι ἱερά. Ὅσο καί ὁ ἄνθρωπος. Κάθε ἄνθρωπος μιά ἱστορία. Κάθε ἱστορία μία ἀτελείωτη ἀγωνία γιά τή σωτηρία. Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς μνημονεύει. Συνεχῶς καί ἀδιακρίτως. Ζωντανούς, κεκοιμημένους, γνωστούς, ἀγνώστους, ἐχθρούς, δίκαιους, ἁμαρτωλούς, ἄρχοντες καί λαούς. Καί μέσα σ᾿ αὐτήν τή μεγάλη ἀγωνία μήπως κάποιον ξεχάσει, ἔχει καί τήν εἰδική ἀναφορά: «Μνημόνευσον, Κύριε, κι αὐτούς πού ἐμεῖς δέν μνημονεύσαμε ἀπό ἄγνοια ἤ λησμονιά ἤ ἀδυναμία ἀπ᾿ τό πλῆθος τῶν ὀνομάτων». Ἤ ἐπειδή δέν εἶχαν ὄνομα, ὅπως τά παιδιά πού δέν γεννήθηκαν ποτέ.
Ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων γιά τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά στατική ἀπαρίθμηση, ἀλλά μιά δυναμική ὑπενθύμιση. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα τά ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων στέκεται Ἕνα, τό ὑπέρ πᾶν Ὄνομα, καί ἡ Ἐκκλησία πιστεύει πώς κουβαλώντας μέ κόπο ὅλα τά ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων μπροστά στά ἐσταυρωμένα πόδια Του, ὑπάρχει ἀκόμα ἐλπίδα ὅλοι νά σωθοῦν. Μνημονεύει συνεχῶς «ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Φι 2,10).
«Ὅσο μπορεῖς περισσότερα ὀνόματα νά μνημονεύεις», ἔλεγε ὁ γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης. «Νά, ἐμένα παλιά μοῦ ἔδωσε ὁ π. Ἀρσένιος, ὁ παραδερφός τοῦ γερο-Ἰωσήφ, κάτι ὀνόματα ἀπ᾿ ὅταν ἦταν μετανάστης ἀπ᾿ τή Ρωσία καί ἦρθε στήν Ἑλλάδα. Κι ἐγώ τά μνημόνευα κι εἶχα τήν πληροφορία ὅτι ἔνιωθαν ἀνακούφιση. Ὁ παπα-Πλανᾶς γιατί ἁγίασε; Ἐμνημόνευε ὁλόκληρα χαρτιά, ἐμνημόνευε. Ἐγώ μόνο τό Γυμνάσιο ἔβγαλα, δέν πῆγα παραπάνω. Κι ἔγραψα ὅλους τούς συμμαθητές μου, ὅλους τούς καθηγητές μου, τούς δασκάλους ἀπ᾿ τήν Πρώτη Δημοτικοῦ μέχρι τήν τελευταία τάξη τοῦ Γυμνασίου. Κι ὅταν τά μνημονεύω, πόσην χαράν λαμβάνω».
Ἀλλά τά ὀνόματα εἶναι τόσα πού ἕνας ἄνθρωπος, ἀκόμα καί χαρισματοῦχος στήν προσευχή, δέν μπορεῖ νά τά σηκώσει μόνος του. Χρειαζόμαστε ὅλοι. Ἀκόμα κι ἐμεῖς πού δέν ξέρουμε νά προσευχόμαστε, πού δέν ἔχουμε χρόνο νά προσευχόμαστε καί πού εὔλογα ἀναρωτιόμαστε: ἑπομένως πρός τί νά προσευχόμαστε;
Ἡ μνημόνευση ὀνομάτων ὅμως εἶναι ἕνα κλειδί πού ξεκλειδώνει ταυτόχρονα πολλές πόρτες μέσα στίς ὁποῖες ἔχει παγιδευτεῖ ἡ προσευχή μας: τόν λίγο μας χρόνο, τόν λανθασμένο μας τρόπο, τόν θορυβώδη μας τόπο, τή φτωχή μας διάθεση, τήν ἀμφίβολη ἀποτελεσματικότητα τῆς προσευχῆς μας. Ὀνόματα μπορεῖς νά μνημονεύεις ἁπλά, παντοῦ καί πάντοτε καί νά εἰσακούεσαι. Γιατί ἡ προσευχή μας γιά τούς ἄλλους πάντοτε εἰσακούεται οὕτως ἤ ἄλλως.
Κι ἔτσι μεταμορφώνονται τά ξερά ὀνόματα, πού στήν ἀρχή δύσκολα καί ἀπρόθυμα τά προφέρουμε μέ ἕνα ἴσως αἴσθημα ματαιοπονίας. Μεταμορφώνονται σέ κραυγή ἱκεσίας γιά τό κάθε ὄνομα, πού εἶναι μία καί μοναδική ὕπαρξη πού πέρασε μιά φορά τίς πύλες αὐτῆς τῆς ζωῆς καί πρέπει νά κάνουμε ὅλοι τά πάντα γιά νά περάσει καί τίς πύλες τῆς αἰωνιότητας. Θυμίζοντας συνεχῶς τά ὀνόματα μπροστά στόν Θεό, γιά νά μήν ξεχάσει νά τά γράψει στό βιβλίο τῆς ζωῆς. Καί νά τούς δώσει τότε τό καινούργιο ὄνομα πού δέν θά τό ξέρει κανένας ἄλλος, παρά μόνο ὁ καθένας μας καί Αὐτός.
Καί καταλήγει ὁ γέροντας Ἐφραίμ: «Γι᾿ αὐτό, παιδάκι μου, θέλεις νά σωθεῖ ἡ ψυχή σου δωρεάν; Ὅσο μπορεῖς περισσότερα ὀνόματα νά μνημονεύεις».
Ζωή Γούλα, Φιλόλογος