Ἡ τελευταία Κυριακή

 Θεός ξημερώνει ἄλλη μία Κυριακή. Κι ἐμεῖς βρισκόμαστε ἀκόμη στήν ἔνδοξη Κωνσταντινούπολη. Σήμερα γιά ἐκκλησιασμό στό πρόγραμμα ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Ταξιάρχη στό Μπαλατά. Βρίσκεται στήν περιοχή τοῦ Φαναρίου, ἀπό τή μεριά τοῦ Κεράτιου. Τήν εἴδηση γιά τή θεία Λειτουργία στόν Ταξιάρχη μάθαμε ἀπό τήν «Ἀπογευματινή», τήν τοπική ἐφημερίδα τῆς Ρωμιοσύνης, πού μᾶς προμήθευσαν φιλικά χέρια ὁμογενοῦς.

Μιᾶς καί ἡ λειτουργία ξεκινᾶ κάπως ἀργά, ἔχουμε ὅλη τήν ἄνεση νά καμαρώσουμε τόν Κεράτιο. Παρά τίς βροχές πού προηγήθηκαν, μοιάζει ἤρεμος. Ἀνηφορίζουμε στά στενά δρομάκια τῆς συνοικίας. Σέ μιά ψηλή σιδερένια πόρτα, πού κρύβει μαζί μέ τόν ἀκόμη πιό ψηλό μαντρότοιχο ὅ,τι ὑπάρχει πίσω της, σταματοῦμε. Ἡ δίγλωσση ἐπιγραφή πού ὑπάρχει μᾶς ἐνθαρρύνει, πώς δέν λαθέψαμε. Περνοῦμε στό ἐσωτερικό. Ἕνας ἄλλος κόσμος ξανοίγεται μπρός μας. Κλείνουμε πίσω μας τή βαρειά πόρτα. Ἔξω ἀπ᾽ αὐτήν κανείς δέν ὑποπτεύεται τί συμβαίνει ἐδῶ μέσα.

Νά ὁ ναός! «Ἔτος 1833», διαβάζω. Φῶς ἱλαρό, εἰκόνες ἁγίων, γλυκειά, σιγανή, ἤρεμη ψαλμωδιά, ζεστασιά, ἀνάπαυση ψυχῆς καί σώματος. Νά ὁ ἐπί- σκοπος· λειτουργός μαζί μέ τούς ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Μπαίνουμε κάπως δειλά. Ἀνιχνευτικά ψάχνουμε τόν τόπο γιά τά κεράκια. Ὅλα ἀστράφτουν ἀπό καθαριότητα. Λάμπουν. Μά ποῦ εἶναι τό ἐκκλησίασμα; Στά ἀδειανά στασίδια καί στίς ὄμορφες καλογυαλισμένες θέσεις βρίσκεται μόνο μιά κυρία... Προστεθήκαμε κι ἐμεῖς οἱ πέντε καί ὁ ἀριθμός τοῦ ἐκκλησιάσματος αὐξήθηκε θεαματικά! Ἡ Λειτουργία προχωρᾶ. Ὡστόσο κανείς δέν θά ξανανοίξει τήν πόρτα. Οἱ πιστοί θά παραμείνουμε ἕξι ὥς τό τέλος...

Αἰσθάνομαι ἕνα μούδιασμα στήν καρδιά. Ὅπως μάθαμε στό τέλος ἀπό τήν κυρία Κυριακή, τήν συνεκκλησιαζόμενή μας, ὁ ναός εἶναι σχεδόν ἔρημος ἀπό ἐνορίτες. Ὅμως ἡ τάξη, ἡ ἁρμονία, ἡ καθαριότητα, ἡ ἀνακαίνιση παντοῦ σέ ξεγελοῦν, σάν τίποτε νά μήν ἔχει ἀλλάξει ἀπό τόν παλιό καλό καιρό. Γιατί ὅπως μαρτυρεῖ τό ὅλο κτηριακό συγκρότημα, κόσμος πολύς μπαινόβγαινε στήν αὐλή τοῦ Ταξιάρχη, κι ἠχοῦσε σάν κελάηδημα ἡ χαρακτηριστική πολίτικη λαλιά. Διαβάζω γύρω μου: «Ρωμαϊκό σχολεῖο τῆς κοινότητας», «Φιλόπτωχος ἀδελφότης», «Ἁγίασμα ἁγ. Νικολάου» καί πιό κεῖ τό παρεκκλήσι τοῦ Ταξιάρχη μέ τή θρυλική Ζουλόπετρα. Ὅλα μέ κέντρο τό ναό. Ὑπάρχει μάλιστα συνήθεια νά περνᾶ κάθε προσκυνητής τρεῖς φορές ἀπό τό στενό ἄνοιγμα τῆς Ζουλόπετρας, πού ἀγγίζει τό ἔδαφος, γιά εὐλογία. Σπεύδει καί ἡ δική μας συντροφιά νά συμμορφωθεῖ μέ τίς ἀπαιτήσεις αὐτῆς τῆς παράδοσης.

Καθώς περιμένω νά περάσουν κι οἱ ἄλλοι, σκέφτομαι πόσο βαθιά χαράχτηκε μέσα μου ἡ σημερινή Κυριακή. Νιώθω πώς ἡ μοναξιά καί ἡ ἐρήμωση τοῦ ναοῦ μᾶς ἔφερε κοντύτερα στόν Θεό. Ἄ, ὄχι! Δέν μετανιώνω στιγμή γιά τήν ἐπιλογή μας...

Χτές πού ἐπισκεφθήκαμε τόν πατριαρχικό Ναό τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, ἄλλες σκηνές ξετυλίχθηκαν μπρός στά μάτια μας. Πρωταγωνιστές οἱ τουρίστες συμπατριῶτες μας ἀπό τήν Ἑλλάδα, χωρίς καθόλου ἐκκλησιαστική παιδεία, χωρίς θρησκευτική ἀγωγή, μήπως καί χωρίς φόβο Θεοῦ; Δέν μπορῶ νά ξέρω. Ἴσως ἀρκετοί ἀπ᾽ αὐτούς δέν γνωρίζουν οὔτε τήν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας τους. Αἰσθάνεσαι σάν νά μπῆκαν οἱ βάρβαροι ἐντός τῶν πυλῶν. Τά φλάς ἀστράφτουν. Κουβέντες μεγαλοφώνως. Ὁ ἕνας φωνάζει τόν φίλο ἤ τόν συγγενῆ του. Ὁ ἄλλος ποζάρει χαμογελαστά γιά μιά ἀναμνηστική φωτο­γραφία. Μά γίνεται θεία Λειτουργία! ἐκπλήσσεσαι. Ἀδιάφορο. Κάποιοι ἦρθαν γιά νά δοῦν τόν πατριάρχη, ὡς ἕνα ἐπιπλέον ἀξιοθέατο αὐτῆς τῆς Πόλης, κι ἀφοῦ συντελέστηκε κι αὐτό τό «καθῆκον», θεωροῦν τήν παρουσία τους περιττή πιά μέσα στό ναό. Βγαίνουν ἔξω φωνασκώντας. Νά πάρουν καί λίγο ἀέρα, βρέ ἀδερφέ! Μέσα σέ δέκα λεπτά τῆς ὥρας ὅλοι εἴχαμε γίνει ἄνω κάτω.

Χρειάζεται ὡστόσο νά μάθουμε ὡς ἐπισκέπτες ν᾽ ἀφουγκραζόμαστε τήν καρδιά τῆς ὀρθόδοξης Ρωμιοσύνης στά ἅγια αὐτά μέρη. Νά μάθουμε νά μπαίνουμε μέ σεβασμό καί εὐλάβεια στόν πατριαρχικό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἤ στόν ὅποιον ἄλλο ξεχασμένο ἤ ἔρημο, ἀλλά ὄχι καί ἐρημωμένο ναό τῆς ὅποιας γειτονιᾶς τῆς Πόλης... Νά νιώσουμε τί πάει νά πεῖ νά δίνεις χαρά μέ μόνη τήν παρουσία σου στούς λιγοστούς ἐνορίτες, στούς ἱερεῖς καί ἐπισκόπους πού λειτουργοῦν ἐκεῖ, στούς ψάλτες -ἄν ὑπάρχουν, γιατί εἶναι τό πλέον δυσεύρετο εἶδος στόν τόπο-, ἀλλά καί στόν ἴδιο τόν ἅγιο χῶρο τῶν ναῶν, μέ τίς γλυκειές μορφές τῶν ἁγίων. Φέρνοντας ἴσως δύο κόμπους θυμίαμα ἤ λαμπάδες γιά τήν ἁγία Τράπεζα ἀπό καθαρό κερί ἤ ἔστω ἕνα πρόσφορο. Ἴσως καί τά λίγα κέρματα, πού θά ἠχήσουν κούφια στό παγκάρι, γιά τή συντήρηση καί τήν ἀνακαίνιση τῶν ναῶν. Γιά νά μήν πάψουν νά λειτουργοῦν...

Αὔριο ἐπιστρέφουμε. Νιώθω ἕνα σφίξιμο στήν καρδιά. «Τήν ἄγγιξε καί πάλι ἡ ἀνατολή»1, σκέφτομαι. Φεύγουμε ἀφήνοντας κάτι ἀπό τό εἶναι μας πίσω καί «παίρνοντας κάτι ἀπό τό ἄρωμα τῆς Πόλης μαζί μας»2. «Κι οἱ πληγές πού ἀνοίχτηκαν θά πάρουν καιρό γιά νά γιάνουν»3, διάβασα κάπου. Ἄν γιάνουν καί ποτέ, συμπληρώνω. Γιατί «πεθαίνεις καί ξαναγεννιέσαι»4 σέ τούτη τήν Πόλη, ὑψώνεσαι καί καταβαραθρώνεσαι, σταυρώνεσαι κι ἀνασταίνεσαι, γιά νά τήν κουβαλᾶς γιά πάντα στήν καρδιά σου τήν αἰώνια πολυαγαπημένη Κωνσταντινούπολη.

Μικρός Ταξιδευτής

Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 203-204

 ...................................

1-4. Κ. Σταματοπούλου, Βήματα στά Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως.