(Ἀφιερωμένο στούς κατηχητές τῆς Ἐκκλησίας μας,
πού ὑπακούοντας στό κάλεσμα τοῦ θείου Σποριᾶ
δουλεύουν μέ ζῆλο κι ἐπιμονή γιά τήν καλλιέργεια τῶν ψυχῶν).
Ἐπέστρεψα περασμένα μεσάνυχτα. Ἔσυρα τά πόδια μου κουρασμένα, Θεέ μου, μπροστά σου. Ἕνας ἀγέρας ἀπογοήτευσης φυσᾶ στήν καρδιά μου. Τόσος κόπος, τόσος ἱδρώτας, τόση ἀγωνία... ὅλα «εἰς μάτην». «Ἐπιάσαμεν οὐδέν».
Μ᾿ ἀκοῦς, Θεέ μου; Στό κάλεσμά σου, «δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων», ἔδωσα τό παρόν. Εἶπα· θά δαπανήσω τό "εἶναι" μου στήν ἱερή διακονία. Καί τώρα;
Τά κουρασμένα μου πόδια λύγισαν. Ἐκεῖ μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο ἔμεινα ὥρα πολλή. Ἔνιωσα μέσα βαθιά μου τό γλυκό του ψίθυρο νά φθάνει σάν παρηγοριά, σάν βάλσαμο, σάν ἀχτίδα φωτός μές στά χαλάσματα. Τόν ἔνιωσα νά φορᾶ τό λέντιο μέ τήν ἴδια στοργική ἀγάπη, πού ἔδειξε στούς μαθητές του τό βραδινό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί νά σφουγγίζει τά μέλη μου τά κοπιασμένα. Τούτη ἡ περιποίησή του μ᾿ ἄφησε νά καταλάβω πώς γιά Κεῖνον μέτρησε πάνω ἀπ᾿ ὅλα ὁ κόπος, τό δόσιμο, ἡ προσπάθεια, ἡ ἐπιμονή, ἡ λαχτάρα μου νά μοιραστῶ μαζί του τοῦτο τό σκληρό ἔργο.
Ἐκεῖ, στοῦ ταμείου μου τή μόνωση, ἔφερα μπροστά του ὅλες τίς ψυχές, πού φάνηκαν ἀπρόθυμες στοῦ λόγου τή σπορά· ὅλες ἐκεῖνες τίς ὑπάρξεις, πού ἔμειναν ἀδιάφορες στῆς ἀγάπης του τήν προσφορά τήν ἀκούραστη· ὅλες ἐκεῖνες τίς καρδιές, πού στάθηκαν ψυχρές στό κάλεσμά του τό λυτρωτικό. Τίς θυμηθήκαμε μαζί. Καί γινόταν τούτη ἡ θύμησή τους ὥρα μέ τήν ὥρα ἐλπιδοφόρο μήνυμα γιά πλούσια καρποφορία. Ἴσως νά ᾿ταν πιό ἐντυπωσιακό, ἄν εἶχα συναντήσει ψυχές πρόθυμες, θερμές καί καρδιές ἀνοιχτές στό κάλεσμα τοῦ Ἰησοῦ... Μά Ἐκεῖνος μοῦ τό ᾿πε πώς ὅσοι σήμερα φωνάζουν «ὡσαννά», ἴσως αὔριο θά ζητοῦν «σταυρωθήτω». Δέν ἀποκλείεται ὅμως ἀργότερα κάποιοι ἀπ᾿ αὐτούς μετανοιωμένοι καί κατανενυγμένοι νά ρωτοῦν· «τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;».
Ἀργά καί σταθερά καί σίγουρα κατεργάζεται τή σωτηρία τῶν ψυχῶν ὁ Λυτρωτής. «Αὐτομάτῃ γάρ ἡ γῆ καρποφορεῖ». Ἀργά καί σταθερά καί σίγουρα μποροῦμε κι ἐμεῖς νά ὀργώνουμε στόν ἀγρό τοῦ Θεοῦ μέ τήν προσευχή. Κείνη τήν νύχτα μοῦ ᾿μαθε ὁ Ἰησοῦς, ἐκεῖ στοῦ ταμείου μου τή μόνωση, ὅτι τά μεγαλύτερα ἔργα εἶναι ἐκεῖνα τά σιωπηρά καί ἀφανῆ, πού πετυχαίνει ἡ ψυχή στά γόνατα. Εἶναι τό ἱερό μυστικό τῶν ἐργατῶν τοῦ Θεοῦ.