theotokos  Τήν περί ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ ἄποψη ἐνισχύει καί τό πρόσωπο τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσήφ δέν ἦταν ἄνθρωπος σαρκικοῦ φρονήματος καί ἀκρατής, οὔτε ἐγωιστής. Ἀντίθετα ἦταν ἄνδρας συγκρατημένος, ἀφοῦ δέν κατέστησε τήν μνηστή του γρήγορα γυναίκα του. Διότι γιά τόν γάμο πρό Χριστοῦ δέν ὑπῆρχε ἱερολογία μυστηρίου, τήν ὁποία ἔπρεπε νά περιμένει κανείς γιά νά συνευρεθεῖ μέ τήν γυναίκα του. Μποροῦσε νά κάνει ἔναρξη τοῦ γάμου του καί νά καταστήσει τήν μνηστή του γυναίκα του ὅποτε ἤθελε. Ὁ Ἰωσήφ, λοιπόν, δέν ἦταν ἄνθρωπος πού βιαζόταν νά κάνει κάτι τέτοιο. Ἦταν κι αὐτός σκεῦος ἐκλογῆς ὅπως καί ἡ Μαρία, ὁ ἁγνότερος ἀπό τούς ἄνδρες τῆς γενιᾶς του προφανῶς.

  Ὁ Ἰωσήφ ἦταν ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο ἀνατέθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ φύλαξη τῆς ἁγνότητας τῆς μητέρας Του. Δέν ἦταν, λοιπόν, τυχαῖος ἄνθρωπος, οὔτε εἶχε τήν νοοτροπία τῶν πολεμίων τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ, οἱ ὁποῖοι, ἄν εἴμαστε εἰλικρινεῖς, πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι εἶπαν ὅσα εἶπαν, διότι ἦσαν πολέμιοι τῆς παρθενίας γενικά καί δέν χωροῦσε ὁ νοῦς τους πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά μείνει διά βίου παρθένος. Αὐτοί καί τόν Κύριο ἄν μποροῦσαν νά παρουσιάσουν ὡς μή παρθένον δέν θά δίσταζαν νά τό κάνουν. Ἔπειτα ὁ Ἰωσήφ ὑποτασσόταν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ὡς ἄνθρωπος πλήρως ὑποταγμένος μποροῦσε νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νά μείνει ἡ μητέρα Του παρθένος, πάναγνος καί μετά τήν γέννησή Του, ὅπως καί πρό αὐτῆς. Ὁ Κύριος φύλαξε ἄμωμη τήν Μαρία, ὄχι μόνο γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ἡ ἐνανθρώπησή του, ἀλλά καί χάριν αὐτῆς τῆς ἴδιας. Αὐτό τό ἀντιλαμβανόταν καί ὁ Ἰωσήφ. Παράδοξο; Μήπως δέν εἶναι περισσότερο παράδοξο πῶς ὁ ζηλωτής τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, πού διέταζε τόν λιθοβολισμό τῆς κλεψίγαμης γυναίκας, νά μή τηρήσει ἐν προκειμένῳ τόν νόμο, ἀλλά νά θελήσει νά τήν ἀποπέμψει κρυφά καί μετά τήν θεία ἀποκάλυψη νά τήν κρατήσει ὑπό τήν προστασία του; Ἄλλωστε ἡ ὅλη ὑπόθεση τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα παράδοξο.

  Τέλος στούς ἐχθρούς τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαρίας θέτουμε καί ἐμεῖς τό ἐρώτημα: Πῶς μία γυναίκα μέ ὀκτώ τουλάχιστον παιδιά, κατά τήν γνώμη τους, ἐπικράτησε νά θεωρεῖται παρθένος; Διότι ἤδη κατά τόν δεύτερο αἰώνα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε μαρτυρία περί τῆς ἀειπαρθενίας της. Νωρίτερα δέν ἔχουμε μαρτυρία, διότι ζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι γνώριζαν προσωπικά τήν Μαρία, γνώριζαν ὅτι ἦταν παρθένος, καί δέν χρειάστηκε νά ἀνακινηθεῖ ζήτημα ἀειπαρθενίας. Ὅλη ἡ Ἐκκλησία πίστευε ἀνέκαθεν σ' αὐτήν. Οἱ ἀρνηθέντες τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας εἶναι ἀποκλειστικά αἱρετικοί, καί μάλιστα ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν γενικά τήν ἰσόβια παρθενία. Ὥστε οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου μέ κανένα τρόπο δέν φαίνονται μέσα στήν Γραφή ὡς παιδιά τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου. Δέν μένει, λοιπόν, παρά νά δοῦμε ποιά ἦταν ἡ σχέση τους μέ τόν Ἰησοῦ.

  Εἶναι γνωστές δύο ἐκδοχές. Ἦσαν ἐξάδελφοί του ἤ ἑτεροθαλεῖς ἀδελφοί. Τήν πρώτη ἐκδοχή διατύπωσε πρῶτος ὁ Ἱερώνυμος λέγοντας ὅτι ἀποτελεῖ προσωπική του ἄποψη. Ποτέ στήν ἐκκλησιαστική παράδοση δέν παρουσιάστηκε παρόμοια ἄποψη. Ὁ Ἰωσήφ, κατά τόν Ἱερώνυμο, δέν εἶχε ποτέ σύζυγο ἤ παιδιά, εἶναι δέ καί αὐτός ἀειπάρθενος. Εἶχε ἕναν ἀδελφό ὀνόματι Ἀλφαῖο, ὁ ὁποῖος εἶχε σύζυγο τήν «Μαρίαν τοῦ Κλωπᾶ» καί παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς τοῦ Κυρίου. Μεταξύ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἦσαν καί δύο Ἰάκωβοι, ὁ ἕνας γιός τοῦ Ζεβεδαίου καί ὁ ἄλλος γιός τοῦ Ἀλφαίου, ἀνεψιός τοῦ Ἰωσήφ καί φαινομενικά ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Δύο ἐπίσης ἀπό τούς μαθητές εἶχαν τό ὄνομα Ἰούδας· ὁ ἕνας ἦταν ὁ προδότης καί ὁ ἄλλος ὁ «Ἰούδας Ἰακώβου». Κατά τόν Ἱερώνυμο ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου καί ὄχι γιός· ἦταν γιός τοῦ Ἀλφαίου καί ἑπομένως ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Ὥστε οἱ «ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου ἦσαν ἐξάδελφοι αὐτοῦ. Ἦσαν ὅμως καί ἐξ αἵματος ἀδελφοί του ἀπό τήν συγγένεια τῆς παρθένου. Ἡ «Μαρία τοῦ Κλωπᾶ» ἦταν, κατά τόν Ἱερώνυμο, ἀδελφή τῆς παρθένου, θυγατέρα τοῦ Κλωπᾶ, σύζυγος τοῦ Ἀλφαίου καί μητέρα τῶν ἐξαδέλφων ἤ «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου. Στήν γλῶσσα τῶν Ἑβραίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε μία μόνο λέξη γιά νά σημάνει τόν ἀδελφό καί τόν ἐξάδελφο. Προσθέτουμε ὅτι καί στήν μετάφραση τῶν ἑβδομήκοντα ὁ ἐξάδελφος ἤ ὁ ἀνεψιός λέγονται καί ἀδελφοί, ἄν καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶχε διαφορετικές λέξεις γιά τίς δύο ἔννοιες. Ὁ Λάβαν ἀποκαλεῖ τόν ἀνεψιό του Ἰακώβ ἀδελφό του (Γέ 29,15), οἱ δέ ἐξάδελφοι τῶν θυγατέρων κάποιου Ἐλεάζαρ ἀποκαλοῦνται ἀδελφοί αὐτῶν (Α΄Πα 23,21-22).

  Τήν θεωρία τοῦ Ἱερωνύμου σήμερα δέχονται οἱ δυτικοί καί ὅσοι ἀπό τούς προτεστάντες δέν ἀρνοῦνται τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. Παρόμοια δεχόταν στήν Ἀνατολή καί ὁ Θεοδώρητος. Ἀλλά ἡ θεωρία αὐτή ἔχει πολλά ἀδύνατα σημεῖα:

* Τό ἀειπάρθενον τοῦ Ἰωσήφ, τό ὁποῖο οὔτε ἡ Γραφή οὔτε ἡ Παράδοση ὑπαινίσσονται, οὔτε εἶναι εὔλογη ὑπόθεση.

* Ἔπειτα ἡ Γραφή πουθενά δέν λέγει ὅτι ὁ Ἀλφαῖος ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰωσήφ.

* Οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν πίστευαν σ' αὐτόν πρό τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτό τό λέγει, ὅπως εἴδαμε, ρητῶς ἡ Γραφή. Εἶναι ἀδύνατον νά ἦσαν ἀπό τούς δώδεκα μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἐξ ἀρχῆς πίστευσαν σ' αὐτόν. Τοῦτο ἀποκλείει καί ἡ περιφρονητική φράση «οἱ μαθηταί σου», πού ἐκτόξευσαν οἱ ἀδελφοί πρός τόν Ἰησοῦ.

* Δέν ἐπονομάζεται κανείς μέ τό ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του («Ἰούδας Ἰακώβου»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα του.

* Οὔτε γυναίκα ἔγγαμος ἐξακολουθεῖ νά ὀνομάζεται μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα της («Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ ἄνδρα της. Σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Δύσεως εἶπαν ὅτι ὁ Κλωπᾶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἀλφαῖος. Ἀλλά ἐκτός τοῦ ὅτι καί αὐτό εἶναι πολύ τολμηρό, μένουν τά ὑπόλοιπα ἀσθενῆ σημεῖα.

  Ἡ δεύτερη ἄποψη εἶναι ἡ ἄποψη τήν ὁποία ἀναφέρουν πολλοί ἀρχαῖοι, δηλαδή οἰ Κλήμης, Ὠριγένης, Δίδυμος ὁ Τυφλός, Εὐσέβιος Καισαρείας, Κύριλλος Ἰεροσολύμων, Μ. Ἀθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἐπιφάνιος Κύπρου, Ἱλάριος Πικταβίου, Ἀμβρόσιος, Αὐγουστῖνος, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἱππόλυτος Θηβῶν, Ἀνδρέας Κρήτης, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Οἰκουμένιος Τρίκκης, Θεοφύλακτος, Ἐπιφάνιος μοναχός, καί αἱ Ἀποστολικαί Διαταγαί. Ἀλλά καί ὅσοι δέν ἀναφέρονται στό θέμα αὐτό, φαίνεται ὅτι δέχονταν τήν ἄποψη, ἐφόσον δέν ἀντέδρασαν στίς γνῶμες τόσο πολλῶν ἀνδρῶν. Βλέπουμε ὅτι καί οἱ ὀρθόδοξοι πατέρες τῆς Δύσεως αὐτήν τήν ἄποψη ἀκολουθοῦν καί ὄχι τήν ἄποψη τοῦ Ἱερωνύμου. Οἱ σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας δέχονται ἐπίσης αὐτήν.

  Κατά τήν ἄποψη αὐτήν ὁ Ἰωσήφ, ὅταν μνηστεύθηκε τήν Μαρία, διατελοῦσε ἐν χηρείᾳ καί εἶχε ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς καί ἀδελφές τοῦ Κυρίου. Ἦσαν ἑπομένως ὅλοι μεγαλύτεροι τοῦ Ἰησοῦ κατά τήν ἡλικία. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ὅλη συμπεριφορά τους πρός τόν Ἰησοῦ. Στήν ἄποψη αὐτή δέν ὑπάρχουν ἀσθενῆ σημεῖα.

  Δέν εἶναι δέ ἀδύνατη καί μία τρίτη ἐκδοχή, ὅτι ἀπό τούς ὀκτώ τουλάχιστον ἀδελφούς τοῦ Κυρίου ἄλλοι μέν ἦσαν παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του καί ἄλλοι ἐξάδελφοι αὐτῶν, λεγόμενοι ὅλοι μαζί «ἀδελφοί».

Στεργίου Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 193-196

panagiaΟἱ ἀρνούμενοι τήν ἀειπαρθενία τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου ἰσχυρίσθηκαν ὅτι, ἐφόσον στήν ἁγία Γραφή ἀναφέρονται «ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου, ἡ Μαρία εἶχε καί ἄλλα παιδιά, τά ὁποῖα ἀπέκτησε μέ τόν Ἰωσήφ. Αἱρετικοί πού ἰσχυρίσθηκαν αὐτό ἦσαν: α) Οἱ γνωστικοί, ἀρχαιότατοι αἱρετικοί, πού ἀναμίγνυαν τίς εἰδωλολατρικές θρησκεῖες μέ τόν Χριστιανισμό. β) Οἱ ἀντιδικομαριανῖτες, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονταν ἔτσι, διότι παρουσιάζονταν ὡς ἀντίδικοι τῆς πίστεως στήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. γ) Ὁ ἀρειανός ἰταλός τοῦ ε΄ αἰῶνος Ἑλβίδιος, ὁ ὁποῖος ἦταν σφοδρός πολέμιος τοῦ παρθενικοῦ βίου γενικῶς. δ) Οἱ σύγχρονοι ὀρθολογιστές, προερχόμενοι κυρίως ἀπό τόν προτεσταντισμό.

  Ἀλλά ἄς δοῦμε πρῶτα κι ἐμεῖς ὅλες τίς μαρτυρίες τῆς Γραφῆς περί «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου.

  1) Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει ὅτι ὀἸησοῦς μετά τό σημεῖο τῆς Κανά «κατέβη εἰς Καπερναούμ αὐτός καί ἡ μήτηρ αὐτοῦ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ καί οἱ μαθηταί αὐτοῦ» (Ἰω 2,12).

  2) Οἱ τρεῖς συνοπτικοί εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι κάποτε «αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς ὄχλοις ἰδού ἡ μήτηρ καί οἱἀδελφοί αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῷ· εἶπε δέ τις αὐτῷ·Ἰδού ἡ μήτηρ σου καί οἱἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν» (Μθ 12,46-47· Μρ 3,31-32· Λκ 8,19-20).

  3) Καί οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι οἱ Ναζαρηνοί, ἀποροῦντες γιά τήν σοφία καί τήν θαυματουργική δύναμη τοῦ συμπατριώτου τους Ἰησοῦ, ρωτοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο· «Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχί ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριάμ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ Ἰάκωβος καί Ἰωσῆς καί Σίμων καί Ἰούδας; Καί αἱ ἀδελφαί αὐτοῦ οὐχί πᾶσαι πρός ἡμᾶς εἰσι; Πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα;» (Μθ 13,55-56· Μρ 6,3· Λκ 4,22· Ἰω 6,42).

  4) Τέλος ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει ἕναν διάλογο μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀδελφῶν του. «Ἦν δέ ἐγγύς», λέγει, «ἡ ἑορτή τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. Εἶπον οὖν πρός αὐτόν οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν καί ὕπαγε εἰς τήν Ἰουδαίαν, ἵνα καί οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τά ἔργα σου ἅ ποιεῖς· οὐδείς γάρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ καί ζητεῖ αὐτός ἐν παρρησίᾳ εἶναι. Εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον σεαυτόν τῷ κόσμῳ. Οὐδέ γάρ οἰ ἀδελφοί αὐτοῦἐπίστευον εἰς αὐτόν» (Ἰω 7,2-5).

  Ἐκ πρώτης ὄψεως, καί χωρίς ἔρευνα τῶν χωρίων, μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὁρισμένα στοιχεῖα, τά ὁποῖα θά μᾶς βοηθήσουν στήν περαιτέρω ἔρευνα: α) Οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου εἶναι τέσσερις ἀδελφοί ἀναφερόμενοι ὀνομαστικῶς καί τρεῖς τουλάχιστον ἀδελφές, διότι ὀνομάζονται μέ τήν ἀντωνυμία «πᾶσαι». Ἄν ἦσαν δύο θά λέγονταν «ἀμφότεραι». β) Οἱ ἀδελφές τουλάχιστον ἦσαν ἔγγαμες. γ) Οἱ ἀδελφοί δέν πίστευαν στόν Κύριο, δέν τόν ἐκτιμοῦσαν καί τοῦ μιλοῦσαν μέ περιφρόνηση καί εἰρωνεία. δ) Ὡς ἐκ τούτου, καί ὅπως δείχνει ἡ φράση τους «οἱ μαθηταί σου», κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἦταν μαθητής τοῦ Κυρίου ἀπό τούς δώδεκα.

  Αὐτά λέγονται ρητῶς στήν Γραφή καί πουθενά δέν ἀναφέρεται ἄν οἱἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν ἤ δέν ἦσαν τέκνα τῆς Παρθένου. Ἄς δοῦμε τώρα πῶς συνάγεται ἐμμέσως μέν, ἀλλά σαφῶς καί ἀβίαστα, ὅτι δέν ἦσαν τέκνα τῆς μητρός τοῦ Κυρίου.

 Πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦἸησοῦὁ μέν Ἰωσήφ ὀνομάζεται συμβατικῶς μόνον «ἀνήρ τῆς Μαρίας» (Μθ 1,16), ἡ δέ Μαρία «γυνή αὐτοῦ» (Μθ 1,20.24). Δέν ὑπάρχει κίνδυνος παρεξηγήσεως τῶν φράσεων αὐτῶν, διότι ἡ Γραφή λέγει κατηγορηματικῶς ὅτι κατά τήν γέννηση τοῦἸησοῦἡ Μαρία ἦταν παρθένος. Μετά τήν γέννηση ὅμως αὐτοῦ, οὐδέποτε ἡ Γραφή ὀνομάζει τόν Ἰωσήφ «ἄνδρα Μαρίας» οὔτε τήν Μαρία «γυναῖκα αὐτοῦ», ἀλλά, καί ὅταν ἀκόμη ὁἄγγελος μιλᾶ πρός τόν ἴδιο τόν Ἰωσήφ, λέγει·«Ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ», ὄχι τήν «γυναῖκά σου». Ἦταν δέ τότε ὁ Κύριος «παιδίον» δύο ἐτῶν, πού σημαίνει ὅτι ἐάν ὁἸωσήφ σκόπευε νά καταστήσει τήν παρθένο Μαρία σύζυγό του, μέχρι τότε θά τό εἶχε κάνει. Καί ἡ φράση αὐτή ἐπαναλαμβάνεται τέσσερις φορές (Μθ 2,13.14.20.21). Μετά ἀπό δώδεκα χρόνια πάλι ὁἸωσήφ δέν ὀνομάζεται ἄνδρας τῆς Μαρίας, ἀλλά λέγει καί γιά τούς δύο ὁ Λουκᾶς· «Καί ἦν Ἰωσήφ καί ἡ μήτηρ αὐτοῦ (τοῦἸησοῦ)...» (Λκ 2,33.43). Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐπί δώδεκα ἔτη δέν κατέστησε ὁ Ἰωσήφ τήν παρθένο σύζυγό του, οὔτε μετά ἀπό αὐτά τήν κατέστησε.

  Στήν τελευταία ἀπό τίς τέσσερις μαρτυρίες πού ἐκθέσαμε στήν ἀρχή οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ φέρονται πρός αὐτόν ὡς μεγαλύτεροι καί μέ πνεῦμα κηδεμόνος. Πῶς ὅμως δικαιολογεῖται τοῦτο, ἐφόσον, ἐάν ἦσαν ὁμομήτριοι ἀδελφοί του, ἔπρεπε ὁ μεγαλύτερος ἀπό αὐτούς νά ἦταν δώδεκα χρόνια μικρότερος τοῦ Ἰησοῦ καί οἱ ἄλλοι ἀκόμα μικρότεροι; Ποτέ δέν ἀναφέρεται ρητῶς ἤἐμμέσως γάμος τῆς Μαρίας μέ τόν Ἰωσήφ καί ποτέ οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν ὀνομάζονται παιδιά τῆς Μαρίας. Ὁ Κύριος πάνω στόν σταυρό «ἰδών τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἠγάπα (τόν Ἰωάννη) λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ·Ἰδού ἡ μήτηρ σου. Καί ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητής αὐτήν εἰς τά ἴδια», δηλαδή στό σπίτι του (Ἰω 19,26-27). Ἄν οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν τέκνα τῆς Μαρίας, δέν θά ἀνέθετε στόν Ἰωάννη νά γηροκομήσει τήν μητέρα του, οὔτε αὐτή θά τό δεχόταν, καθόσον θά εἶχε ἑπτά ἤ περισσότερα ἄλλα παιδιά.

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 190-192

Δευτέρα, 27 Μάρτιος 2017 03:00

Λκ 1,34

«Ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω» (Λκ 1,34)


  euaggelismos2  Στόν ἱστορικό διάλογο πού διαμείφθηκε στή Ναζαρέτ ἀνάμεσα στόν ἄγγελο Γαβριήλ καί τήν παρθένο Μαρία (Λκ 1,28-38) περιέχεται ἡ φράση τῆς ὁποίας ζητήθηκε ἡ ἑρμηνεία. Φαίνεται ἁπλή ἡ φράση αὐτή, διότι οἱ λέξεις καί ἡ σύνταξή της κατανοοῦνται μέ τήν πρώτη ἀνάγνωση. Εἶναι ὅμως ἀπό τά δυσερμήνευτα χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς, διότι συνδέεται μέ τό μέγα μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, καί μάλιστα, μ᾿ ᾿Εκείνη πού εἶναι τό ὕψος τό «δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς».

   Ἡ Μαρία δέν δέχεται ἄκριτα τό ἀγγελικό μήνυμα. Δέν ἀμφιβάλλει, βέβαια, γιά τήν πραγματοποίησή του, ἀλλά ζητᾶ νά μάθει τόν τρόπο, προβάλλοντας μία σοβαρή ἔνσταση· «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;».

   Ἡ ἔκφραση «ἄνδρα οὐ γινώσκω» σημαίνει «δέν ἔχω συζυγικές σχέσεις μέ ἄνδρα». ῾Ο ἐνεστώτας τοῦ ρήματος δηλώνει πρόθεση γιά ἰσόβια παρθενία. Τό «οὐ γινώσκω» δέν ἀφορᾶ μόνο στό χρονικό διάστημα μέχρι τή στιγμή τοῦ εὐαγγελισμοῦ -δέν θά εἶχε τότε νόημα ἡ ἔνσταση τῆς Παρθένου-, ἀλλά ἀγκαλιάζει καί τό μέλλον. ῞Οπως ἐκεῖνος πού ἀποφάσισε νά μήν πιεῖ ποτέ στή ζωή του κρασί ἐκφράζεται σέ ἐνεστώτα χρόνο λέγοντας «δέν πίνω»· ὅπως ὁ μή καπνιστής λέγει «δέν καπνίζω» ἐννοώντας ὅτι οὔτε καί στό μέλλον ἔχει πρόθεση νά καπνίσει, ἔτσι καί ἡ Παρθένος χρησιμοποιεῖ τόν λεγόμενο «βουλητικό» ἐνεστώτα, ὑποδηλώνοντας τή σταθερή της βούληση νά ἀπέχει τελείως ἀπό τήν κοινωνία τοῦ γάμου.

     Γνώριζε, βέβαια, ἡ Μαρία τήν προφητεία τοῦ ᾿Ησαΐα· «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, καί τέξεται υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ» (7,14). Δέν πέρασε ὅμως ποτέ ἀπό τή σκέψη της ἡ ὑπόνοια ὅτι σ᾿ αὐτήν ἀναφέρεται ὁ προφήτης. ῾Η βαθειά της ταπεινοφροσύνη δέν ἐπέτρεψε ἕναν τέτοιο λογισμό οὔτε καί μετά ἀπό ὅσα τῆς ἀποκάλυψε ὁ οὐράνιος ἀπεσταλμένος (βλ. στ. 30-33). Αὐτό πού κυρίαρχα ἔνιωσε μέσα της καί ἀμέσως αὐθόρμητα ἐκδηλώθηκε ἦταν ἡ ἀγωνία μήπως λυθεῖ ὁ μυστικός της γάμος μέ τόν Κύριο, τό ἱερό της τάμα· μήπως χάσει αὐτό πού ἀπό μικρή δέχθηκε ὡς κλήση ἀπό τόν Θεό καί στό ὁποῖο ἀνταποκρίθηκε μέ ὅλο της τό εἶναι.

   Ἑρμηνεύοντας τό χωρίο ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος παρατηρεῖ· «Αὐτό δέν θά τό ἔλεγε, ἄν ἀπό πρίν δέν εἶχε κάνει τάμα στόν Θεό νά μείνει παρθένος» (De sancta Virginitate 1,4· PL 40,398). ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἐπίσης, παρατηρεῖ ὅτι τό ἐρώτημα τῆς Μαρίας ἀποδεικνύει ὅσα κρυφά εἶχαν συντελεσθεῖ μέσα της. Διότι, σκέπτεται ὁ ἅγιος πατέρας, ἄν ὁ ᾿Ιωσήφ τήν εἶχε παραλάβει γιά νά τήν κάνει γυναίκα του, γιατί νά διατυπώσει ἡ Μαρία μέ τόση ἔκπληξη μία τέτοια ἀπορία, ἀφοῦ καί ἡ ἴδια θά περίμενε νά γίνει μητέρα κατά τόν φυσικό νόμο; Καί ὁ ἴδιος δίνει τήν ἀκόλουθη ἐξήγηση· «’Επειδή δέ τήν ἀφιερωθεῖσαν τῷ Θεῷ σάρκα, οἷόν τι τῶν ἁγίων ἀναθημάτων ἀνέπαφον ἔδει φυλάττεσθαι, διά τοῦτο, φησί, κἄν ἄγγελος ἦς, κἄν οὐρανόθεν ἥκῃς, καί ὑπέρ ἄνθρωπον τό φαινόμενον ᾖ, ἀλλά τό γνῶναί με ἄνδρα τῶν ἀμηχάνων ἐστί. Πῶς ἔσομαι μήτηρ ἄνευ ἀνδρός; Τόν γάρ ᾿Ιωσήφ μνηστῆρα μέν οἶδα, ἄνδρα δέ οὐ γινώσκω». ᾿Επειδή, δηλαδή, ἔπρεπε νά διαφυλαχθεῖ τό ἀφιερωμένο στόν Θεό σῶμα της ἀνέγγιχτο σάν ἅγιο ἀφιέρωμα, γι᾿ αὐτό λέγει· «Παρ᾿ ὅτι εἶσαι ἄγγελος καί ἔχεις ἔλθει ἀπό τόν οὐρανό καί ἡ ἐμφάνισή σου εἶναι κάτι τό ὑπερφυσικό, ἐντούτοις εἶναι ἀδύνατο νά ἔχω συζυγικές σχέσεις μέ ἄνδρα. Πῶς, λοιπόν, θά γίνω μητέρα δίχως ἄνδρα; Διότι ἀναγνωρίζω τόν ᾿Ιωσήφ ὡς μνηστήρα, ὄχι ὅμως ὡς σύζυγο» (PG 46,1140D-1141Α· ΕΠΕ 10,346-348).

   Γιά νά ἀσφαλίσει, προφανῶς, ἡ Μαρία τό μυστικό ἱερό τάμα της μνηστεύθηκε τόν ᾿Ιωσήφ, πού ἦταν ἤδη μεσήλικας καί μετά τό θάνατο τῆς συζύγου του εἶχε τήν εὐθύνη τῶν παιδιῶν του. Φαίνεται ὅτι συμφώνησαν νά κάνουν ἕναν ἰδιότυπο γάμο, ἀπαλλαγμένο ἀπό συζυγικές σχέσεις· ἐκείνη θά τόν βοηθοῦσε στήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν του καί αὐτός, καθώς θά ἐμφανιζόταν στόν κόσμο ὡς σύζυγός της, θά πρόσφερε τήν ἀναγκαία κοινωνική κάλυψη γιά νά διατηρήσει τήν παρθενία της. Διότι ἡ ἀπόφαση γιά ἰσόβια παρθενία ἦταν τελείως ξένη πρός τά ἰουδαϊκά ἤθη, ἀκατανόητη καί προκλητική γιά τήν ἐποχή ἐκείνη.

   Στήν Παλαιά Διαθήκη, μετά τόν ῎Αβελ, ὁ ὁποῖος δέν πρόλαβε νά κάνει γάμο, ἀναφέρονται ὡς παρθένοι τρεῖς μόνο ἄνδρες, ὁ ᾿Ηλίας, ὁ ᾿Ελισαῖος καί ὁ ᾿Ιερεμίας. ῾Η σεμνή κόρη τῆς Ναζαρέτ ἦταν ἡ πρώτη γυναίκα πού ἀγάπησε τόσο τόν Θεό, ὥστε νά ἐπιθυμήσει νά τοῦ ἀφιερώσει τήν παρθενία της. Κι ἦταν τόσο δυνατός ὁ πόθος της ὥστε νά μένει ἀμετάκλητος καί μετά τήν καταπληκτική προαγγελία τοῦ ἀγγέλου. ῎Ετσι, πράγματι, ἅρμοζε στήν ἐκλεκτότερη ψυχή πού γνώρισαν οἱ αἰῶνες· σ᾿ αὐτήν πού ἀνῆλθε στό ὕψιστο ἀξίωμα νά γίνει ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ· στήν ἀειπάρθενο Μαρία, ἡ ὁποία δικαίως χαρακτηρίστηκε ὡς «τό τεῖχος» καί ἡ «καλή κουροτρόφος» τῶν παρθένων.

Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 83-84