Παρασκευή, 12 Απρίλιος 2019 00:32

Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος

Akathistos Ymnos  Σωτήριος ἱστορικός σταθμός
 Στενός καί αἰωνόβιος ὁ δεσμός τῆς πατρίδος μας μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη! Αὐτή ἡ πίστη ἀνέ­στη­σε ἀπό τήν στάχτη τήν Ἑλ­λά­δα, πού παρέπαιε στά σκοτά­δια τῆς εἰδωλολατρίας, ρη­μα­γμένη ἀπό τήν διχό­νοια καί στερημένη ἀπό τήν ἀρχαία δόξα της. Ὅταν ταπεινωμένη καί ἐξα­θλι­ωμένη κατα­κτή­θηκε ἀπό τούς Ρωμαίους (146 π.Χ.), ὅλοι μιλοῦσαν γιά τό τέλος τῆς Ἑλ­λάδος· «finis Graeci­ae»! Πῶς ἔγινε ἡ ἀνάσταση τῆς νεκρωμένης Ἑλλάδος; Πῶς; Ὁ νεκρεγέρτης Ἰησοῦς Χριστός μας, πού μέ τόν λόγο του ἀνόρθωσε παραλύτους καί ἀνέ­στη­σε νεκρούς, εὐ­δό­κησε καί ἔστειλε στήν πατρίδα μας τόν ἀ­πόστολο τῶν ἐθνῶν, τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ἐ­­κεῖνος δίδαξε τήν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας καί ἔφερε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Κήρυξε τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, πού ἐξαγγέλλει τό γεγονός τοῦ θα­νάτου καί τῆς άναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί με­ταγ­γί­ζει τήν ἀληθινή ζωή.
 Ἡ Ἑλλάδα ἀποδέχθηκε τό Εὐαγγέλιο καί βίωσε ἕνα διπλό θαῦμα: Ὄχι μόνο ξανάζησε ἡ νεκρή, ἀλλά ἐπιπλέον ἀπό ἐξαθλιωμέ­νη σκλάβα βρέθηκε ἀρχόντισσα κυρίαρχη τοῦ κόσμου. Τήν τίμησε ὁ Θεός μέ εὔνοια ξε­χωριστή. Ἔντυσε μέ ἱερότητα τήν προικισμένη γλῶσσα της. Στά ἑλληνικά μεταφράστηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη. Τήν μετάφρα­ση αὐτή υἱοθέτησε ἡ Ἐκκλησία. Στά ἑλ­ληνικά, ἐπίσης, γράφτηκαν τά βιβλία τῆς Και­νῆς Διαθήκης καί διατυπώθηκαν ἔννοιες καί ὅροι θεολογικοί. Ἀπό τήν πρώτη γνωριμία της μέ τόν Χριστό ἡ Ἑλλάδα βάδισε σφιχτοδεμένη μέ τήν Ὀρθοδοξία, ἔγινε ἡ φημισμέ­νη Ρωμανία, ἡ ἔνδοξη Ρωμιοσύνη. Ἔγραψε λαμπρές σελίδες στήν ἱστορία της στηριγμένη στόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί στήν προστασία τῆς Παναγίας Μητέρας του, πού κατέστη ἡ κραταιά προστασία, ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγός τοῦ Ἔθνους μας.
 Μία ἐπιπλέον μαρτυρία, ἕνα ζωντανό μνημεῖο αὐτῆς τῆς σχέσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τήν πίστη ἀποτελεῖ ἡ Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ἤ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Ἡ Ἀ­κολουθία αὐτή σχετίζεται μέ δύο γεγονότα· τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου καί τήν πολιορκία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ἀβάρους. ῎Ετσι συνδέεται ἡ ἱστορία τῆς πα­τρί­δος μας μέ τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· ἡ ἱστορία τῆς Κωνσταντι­νου­πόλεως, πρωτεύουσας τῆς Ρω­μιοσύ­νης, μέ τό μεγάλο γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θε­οῦ.

Ἱστορικό τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου
  Στόν καιρό τῆς δόξας της ἡ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου, ὀρθότερα τῆς Ρωμανίας, ἐ­κτεινόταν σέ Εὐρώπη καί Ἀσία. Περιλάμβανε καί τούς Ἁγίους Τόπους. Τόν 7ο αἰ. οἱ Πέρσες καταπάτησαν ἀνατολικές περιοχές τῆς αὐτοκρατορίας, εἰσέβαλαν στά ᾿Ιεροσόλυμα καί ἅρπαξαν τόν τίμιο Σταυρό, πού ἦ­ταν ὑ­ψωμένος ἐκεῖ ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἁγίας ῾Ελένης. Τόν μετέφεραν στήν πρωτεύουσά τους, τήν Κτησιφώντα. Μεγάλη συμφορά γιά τούς Ὀρθοδόξους· ὅπως ἐκείνη πού ἔζησαν οἱ ᾿Ισραηλῖτες στά χρόνια τοῦ Σαμουήλ, ὅταν ἀλλόφυλοι ἅρπαξαν τήν Κιβωτό τῆς Διαθή­κης! Καί τότε εἶχε γίνει σάλος. Κι ὅταν οἱ Ἰσραη­λῖ­τες κατώρθωσαν νά ἐπαναφέρουν στήν θέση της τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης γιόρτασαν καί πανη­γύρισαν τό γεγονός (βλ. Α´Βα κεφ. 4-6). Ὁμοίως καί ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλει­ος, ἐκφράζοντας τήν ἀγωνία, τόν πόνο, τήν λα­χτάρα τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, θεώρησε μεγά­λη ζημία καί ὄλεθρο τήν ἁρ­παγή τοῦ Σταυροῦ. Σάν ἄλλος Μέγας ᾿Αλέ­ξανδρος, λοι­πόν, μέ μιά γενναία ἐκστρατεία διέσχισε χῶρες καί χῶρες πρός τήν ἀνατο­λή, ἔφθασε μέχρι ἔξω ἀπό τήν Κτησιφών­τα, νίκησε σέ ἀλλεπάλληλες μάχες τούς Πέρσες καί πῆρε πίσω τόν τίμιο Σταυρό (14 Σεπτεμβρίου 628).
 ᾿Αλλά τόν καιρό πού ὁ αὐτοκράτορας μέ τόν στρατό του ἀπουσίαζε σ᾿ αὐτήν τήν ἐκ­στρατεία, ἔγινε μία παρασπονδία. Οἱ ῎Αβαροι, ἄλλοι ἐχθροί, παραβίασαν τήν συνθήκη τους μέ τήν αὐτοκρατορία καί ἔκαναν μιά φοβερή, λυσσώδη ἐπιδρομή, γιά νά κυριεύσουν τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἄ­μυ­να τῆς Πόλης ἦταν μικρή, διότι ὁ στρατός ἔλειπε. Ὁ πρωθυπουργός Βῶνος καί ὁ πατριάρχης Σέργιος κινητοποιήθηκαν δραστήρια, γιά νά τήν σώσουν. Ὁ Ἡράκλειος, πού βρισκόταν στήν Σεβάστεια, μόλις πληρορορήθηκε τό γε­γονός, ἔστειλε δώδεκα χιλιάδες στρατό. Ὁ πατριάρχης κάλεσε τούς πιστούς νά πέσουν στά γόνατα, στήν προσευχή, νά ζητήσουν τήν βοήθεια τῆς Παναγίας. Περιέφερε τήν εἰκόνα της στά τείχη, γιά νά ἐμψυχώσει τούς λιγοστούς ὑπερασπιστές τῆς Πόλης. Καί τό μεγάλο θαῦμα ἔγινε! Τό ὁμολόγησαν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί, τό κατέγραψαν οἱ ἱστορικοί: Ἡ πολιοῦχος τῆς Πόλης Παναγία, ἀναδείχθηκε «ὑπέρμαχος Στρατηγός» καί τήν ἔ­σωσε. Ἀσφάλισε τά φρούρια στήν στεριά, καί στήν θάλασσα σήκωσε ἀνεμοστρόβιλο καί τρικυμία, ὥστε νά καταποντισθοῦν τά καράβια καί οἱ ἐχθροί νά κατατροπωθοῦν τήν νύχτα τῆς 7ης πρός τήν 8η Αὐγούστου τοῦ ἔτους 626. Μετά ἀπό τήν θαυμαστή σωτηρία, ὅλοι οἱ πιστοί συγκεντρώθηκαν στόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν καί μέ δάκρυα ἀνέπεμψαν τήν ὁλόθερμη εὐχαριστία τους στήν ὑπεραγία Θεοτόκο, πού τούς χάρισε τήν νίκη. Ἔψαλαν τό Κοντάκιο τῶν Χαιρετισμῶν· δέν ὑπῆρχαν ἀκόμη οἱ παρακλητικοί κανόνες. Ἐπειδή μάλιστα, ὅ­πως ἐξηγεῖ τό Συνναξάρι τοῦ Σαββάτου τῆς Ε´ Ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν, «ὀρθοστάδην (=ἱστάμενος ὄρθιος) τότε πᾶς ὁ λαός» ἔψαλε τόν Ὕμνο πρός τήν Θεοτόκο, ὀνομάστηκε Ἀκάθιστος Ὕμνος.

Ποιός καί πότε συνέθεσε τόν Ὕμνο
 Προφανῶς ὁ Ὕμνος δέν συντέθηκε ἐκείνη τήν στιγμή, μέσα στίς κλαγγές τῶν ὅπλων. Δέν ἀποπνέει πολεμικό τόνο. Δέν περιέχει σαφεῖς ἀναφορές οὔτε ὑπαινιγμούς γιά ἐ­χθρική ἀπειλή, ὅπως θά ἔπρεπε, ἄν σχετιζόταν μέ τήν πολιορκία τῆς Βασιλεύουσας. Ἀντίθετα μάλιστα διακρίνεται γιά τόν βαθιά εἰρηνικό, λυρικό καί δεητικό χαρακτήρα. Προϋποθέτει πολιτική σταθερότητα, καλή καί ἤρεμη ἐκκλησιαστική κατάσταση. Οὔτε πάλι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι συντέθηκε, ἀ­φοῦ κατατροπώθηκαν οἱ ἐχθροί, διό­τι ὁ ὑ­μνωδός θά ἀναφερόταν στήν πολιορκία, στίς δεινές συμφορές τοῦ λαοῦ, καθώς καί στό θαῦμα τῆς Παναγίας. Ἀσφαλῶς προϋ­πῆρχε καί ψαλλόταν πρός τιμήν τῆς Παναγίας. Ὁπωσδήποτε ὅμως ἐκεῖνες τίς ὧ­ρες συντέθηκε τό Κοντάκιο «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ», πού ἀντικατέστησε τό ἀρχικό «Τό προσταχθέν μυστικῶς», γιά νά ἀποδώσει μέ εὐγνωμοσύνη στήν ὑπεραγία Θεοτό­κο τά εὐχαριστήρια γιά τήν νίκη. Παρόμοια θαύμ¬ατα σω-τηρίας ἀπό ἐχθρικές ἐ­πιθέσεις σημειώθηκαν καί ἀργότερα. Τό ἴδιο Συναξάρι μνημονεύει καί δύο ἐπίσης ἀποτυχημένες πολιορκίες τῶν Ἀράβων· ἐπί τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου (Σεπτέμβριος 673) καί ἐπί Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (16 Αύγούστου 717/8). Καί τότε ἡ σω­τηρία τῆς Πόλεως ἀποδόθηκε στήν Παναγία καί ὁ λαός τήν χαιρέτισε μέ εὐγνωμοσύνη γιά τήν προστασία της. Τό ἴδιο συνέβη καί ἐπί Μιχαήλ Γ´ (18 Ἰουνίου 860).
 Ὑποθέτω -παρατρέχοντας τίς διαφωνί­ες διαφόρων εἰδικῶν- ὅτι εἴτε μετά τή θαυμαστή διάσωση τοῦ 626 εἴτε μετά ἀπό κάποια παρόμοια πε-ρίσταση, ἔχει συντεθεῖ καί τό 5ο δίστιχο Χαιρετισμῶν στόν 23ο Οἶ­κο (Ψ), «Χαῖρε δι᾿ ἧς ἐγείρονται τρόπαια, χαῖρε δι᾿ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι», πού ἀν­τικατέστησε τό ἀρχικό. Ἐνῶ οἱ προηγούμε­νοι Χαιρετισμοί ἀναφέρονται στήν πνευματική προστασία τῆς Παναγίας, ἐδῶ τό ὕφος ἀλλάζει, γίνεται ἐπικό, γιά νά τῆς ἀ­ποδοθεῖ ἡ συμβολή στήν κατατρόπωση τῶν ἐχθρῶν τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἄν καί δέν ὑ­πάρχουν μέχρι σήμερα τεκμήρια ἀπό τήν χειρόγραφη παράδοση, νομίζω ὅτι ἡ ἱστορία εὐοδώνει τήν ὑπόθεση αὐτή, διότι ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου στήν ση­με­ρινή της μορφή παγιώθηκε μόλις τόν 11ο αἰώνα. Δεδομένου ὅτι οἱ Χαιρετισμοί ἦταν ἕνα πολυχρησι­μοποιούμενο Κοντάκιο, σειρά ὕμνων, δέν θά ἦταν ἀπίθανο σέ κάποια σημεῖα ἕνας στίχος νά ἀντικαταστάθηκε, γιά νά ἐκφράσει ἀκριβέστερα τά αἰσθήματα τῆς στιγμῆς. Ἐξ­άλλου, μέχρι σήμερα, ὁ ποιητής αὐτοῦ τοῦ τόσο λαοφιλοῦς Ὕμνου παραμένει ἄγνωστος. Ἡ ἀνωνυμία προσδίδει στόν Ὕ­μνο μία ἰδιαιτερότητα· ὁ καθένας μπορεῖ νά τόν θεωρεῖ δικό του, νά τόν προσ¬οι­κει­ώ­­νεται, νά τόν ψάλλει μέ τήν καρδιά του καί κάποιες φορές ἴσως νά τόν προσαρ­μό­ζει στά συγκεκριμένα αἰσθήματά του.
 Οἱ ἐρευνητές ὑποθέτουν ὡς ποιητές τοῦ Κοντακίου τῶν Χαιρετισμῶν διάφορα πρόσ­ωπα, πού ἔζησαν ἀπό τόν 6ο μέχρι τόν 9ο αἰώνα, ὅπως: τόν Ρωμανό Μελωδό (6ος αἰ.), τόν Πατριάρχη Κων­σταντινουπό­λεως Σέργιο (7ος αἰ.), τόν Γεώργιο Πισίδη (7ος αἰ.), τόν Πα­τριάρχη Κωνσταντι­νου­πό­λεως Γερμανό τόν Α´ (7ος-8ος αἰ.), τόν Κοσμᾶ Μελωδό (8ος αἰ.), τόν Γεώργιο Νικομηδείας (Σικελιώ­τη) (9ος αἰ.), τόν ἱερό Φώτιο (9ος αἰ.). Γιά κα­νέναν ὅμως δέν εἶναι ἀπόλυτα βέβαιοι.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος συνδέεται μέ τήν ἑ­ορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπως προαναφέρ­θηκε, ἐξυμνεῖ τήν σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί ψάλ­λεται κατά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μία εὔ­λο­γη ἐξήγηση εἶναι ἡ ἑ­ξῆς: Ἡ μεγάλη ἑορτή τοῦ Εὐ­αγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ἑορτάζεται πάντοτε, ὅπως γνω­ρίζουμε, κατά τήν Μ. Τεσσαρακοστή καί λόγῳ τοῦ πένθιμου χαρακτῆρος τῆς περιόδου στερεῖται προεορτίων καί μεθεορτίων. Τήν ἔλλειψη αὐτή καλύπτει ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Τμηματικά ψάλ­λεται στό Μικρό Ἀπόδειπνο κάθε Παρασκευή κατά τίς τέσσερις πρῶτες ἑβδομάδες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ὁλόκληρος τήν Παρασκευή τῆς Ε' Ἑβδομάδος. Τό βράδυ τῆς Παρα­σκευ­ῆς ἀνήκει λειτουργικά στό Σάββατο. Ὅλα τά Σάββατα, ἐκτός ἀπό τό Μέγα, καί οἱ Κυριακές ἀποτελοῦν τίς μόνες ἡμέρες τῆς περιόδου τῶν νηστειῶν, κατά τίς ὁποῖες ἐπι­τρέ­πεται ὁ ἑ­ορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων.

Ἡ ἱστορία τοῦ Κοντακίου
 Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος (Χαιρετισμοί) ἀνήκει στήν ὁμάδα ἐκείνη τῶν θρησκευτικῶν ὕμνων πού ὀνομάζονται Κοντάκια. Βέβαια σήμερα ὡς Κον­τάκιο νοεῖται συνήθως ἕνα Τροπάριο, τό Προοίμιο, ἡ ἀπαρχή τοῦ πολύστροφου Κοντα­κίου. Ἀποτελεῖ κατάλοιπο ἀπό τά ἀρχαῖα. Τέτοια σύντομα Κον­τ­άκια ὑπάρχουν στήν λειτουργική χρή­ση γιά κάθε ἡμέρα τοῦ ἔτους καί χρη­σιμο­ποι­οῦνται στόν Ὄρ­θρο, στήν Θεία Λειτουργία καί σέ ἄλλες Ἀ­κο­λου­θίες.
 Τό ὄνομα Κοντάκιο προῆλθε πιθανόν ἀπό τό «κοντόν» ξύλο, ὅπου τύλιγαν τήν μεμβρά­νη, στήν ὁποία ἦταν γραμμένο τό Κοντάκιο. Τό πρῶτο τροπάριο τοῦ Κοντακίου λέγεται «Προοίμιον» ἤ «Κου­κούλιον». Περιέχει συνοπτικά τήν ὑπόθεση γιά τήν ὁποία συντέθηκε ὁ ὕμνος. Οἱ ἑπόμενες στροφές ὀνομάζονται Οἶκοι καί περιέχουν λεπτο­μέ­ρειες. Τά Κοντάκια εἶχαν μελωδία, ψάλλονταν δηλαδή.
 Γιά τήν ἱστορία σημειώνω ὅτι ἡ ἀρχαία λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας περιλάμβανε πολλά ἀναγνώσ­ματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί λίγους ὕμνους. Τό ἀρχέγονο αὐτό τυπικό μέ τά πολλά ἀναγνώσματα διατηρεῖται σήμερα στίς Ἀκολουθίες τῶν Με­γά­λων Ὡρῶν, πού τελοῦνται κατά τήν παραμονή τῶν Μεγάλων Δεσποτικῶν Ἑορτῶν. Στήν συνέχεια καλλιεργήθηκε μία πλούσια ποιητική παραγωγή, ἡ ὁποία ἐκτόπισε τά ἀναγνώσμα­τα. Κάτι ἀνάλογο συνέβη μέ τήν ἐμφάνιση τῶν Κανόνων· μέ τήν μεγάλη μουσική ποικιλία τους παραγκώνισαν, ἀκρωτηρίασαν ἤ καί μετέτρεψαν σέ ἀναγνώσεις τά ἄσματα τῶν Κοντακίων καί τούς ἄλλους ὕ­μνους. Τό μοναδικό χρησιμοποιούμενο μέχρι καί σήμερα πλῆρες Κοντάκιο εἶναι ὁ Ἀκάθιστος Ὕ­μνος, μέ ἐμμελῶς ἀπαγγελλόμενο κείμενο. Ἀ­ποτελεῖ καί αὐτό ἀπόδειξη τῆς λει­τουρ­­γικῆς μο­­­­­­­­ναδικότητος καί τῆς μεγάλης ἀπήχησης πού εἶχε στόν λαό.

Ἡ δομή τοῦ Κοντακίου
 Τό ἀρχικό Προοίμιο τοῦ Ἀκαθίστου εἶναι:
«Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπου­­δῇ ἐπέστη ὁ ἀσώματος λέγων τῇ ἀ­πειρογάμῳ· ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τοὺς οὐρανοὺς χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί· ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι· Χαῖρε, νύμ­φη ἀνύμφευτε».
 Μετά τό Προοίμιο ἀκολουθοῦν οἱ 24 «Οἶκοι», πού διατάσσονται μέ ἀλφαβητική ἀ­κροστιχίδα (Α-Ω). Σύμφωνα μέ τούς μελε­τη­τές τοῦ Ὕμνου οἱ δώδεκα πρῶτοι Οἶκοι (Α-Μ) συνιστοῦν τό ἱστο­ρι­κό-διηγηματικό μέρος. Ἀναφέρονται στόν Εὐαγ­γε­λισμό, τήν ἐπί¬σκεψη τῆς Παρθένου στήν Ἐλισάβετ, τίς ὑποψίες τοῦ μνήστορος καί προστάτη τῆς Παρθένου Ἰωσήφ, τήν Γέννηση, τούς ποιμέ­νες, τούς μάγους, τόν Ἡρώδη, τήν προσκύνηση τῶν ποιμέ­νων καί τῶν μάγων, τήν φυ­γή τοῦ Χριστοῦ στήν Αἴγυπτο, τήν Ὑπα- παν­τή τοῦ Κυρίου.
 Τό δεύτερο μέρος (Οἶκοι Ν-Ω) εἶναι τό δογματικό-θεολογικό. Ἐδῶ γίνεται λόγος γιά τήν ἄσπορο σύλληψη καί σάρκωση τοῦ Κυρίου, τήν θεότητα καί ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν θέωση τῶν ἀνθρώπων καί τήν θεομητορική ἀξία τῆς Παναγίας. Στοιχεῖα τῆς μιᾶς ἑνότητος, βέβαια, ἀπαντῶνται καί στήν ἄλλη.
 Πολλοί θεωροῦν ὅτι τό θεολογικό μέρος προ­έρχεται ἀπό τά ἀπόκρυφα. Ἐντούτοις, δέν χρει­ά­ζεται νά ἐπικαλεσθοῦμε τά ἀπόκρυφα, γιά θέματα πού ἡ ἁγία Γραφή ἀναφέρει. Ἕνα τέτοιο θέμα π.χ. εἶναι ἡ φυγή τῆς ἁγίας οἰκογένειας στήν Αἴγυπτο. Τά ἀ­πόκρυφα παρουσιάζουν λεπτομέρειες καί πε­ριστατικά κατά τήν διάρκεια τῆς πορεί­ας, γιά τά ὁποῖα δέν κάνει λόγο πουθενά οὔτε ὁ εὐαγ­γε­λι­στής Ματθαῖος καί φυσικά οὔτε ὁ Ἀκάθιστος Ὕ­μνος. Ἐξάλλου, στό Ἠσ 19,1 διαβάζουμε: «Ἰδοὺ Κύριος κάθηται ἐπὶ νε­φέ­λης κούφης καὶ ἥξει εἰς Αἴγυπτον, καὶ σεισθήσεται τὰ χειροποίητα Αἰ­γύ­πτου ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἡ καρδία αὐτῶν ἡτ­τηθήσεται ἐν αὐτοῖς». Ὁ προφήτης παρου­σιάζει τόν ὑπέρθεο Κύριο καθήμενον «ἐπί νεφέ­λης κούφης» -ἡ νεφέλη, ὡς γνωστόν, ἀ­ποτελεῖ προ­τύπωση τῆς Παναγίας- νά ἔρ­χεται στήν γῆ πού εἶναι γεμάτη εἴδωλα, ὅ­πως ἡ παλαιά Αἴγυπτος, καί νά καταλύει τήν πλάνη καί τό σκότος. Ὅπως ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μέ τό «ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλε­σα τὸν υἱόν μου» (Μθ 2,15) μνημομεύει τήν σχετική προφητεία τοῦ Ὠσηέ 11,1, κατά τόν ἴδιο τρό­πο ὁ ὑμνο­γρά­φος ἐμπνέεται καί λαμβάνει ἀφορ­μή ἀπό τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα, γιά νά γράψει στόν 11ο Οἶ­κο (Λ): «Λάμψας ἐν τῇ Αἰ­γύπτῳ, φωτισμὸν ἀ­λη­θείας, ἐδίωξας τοῦ ψεύδους τὸ σκότος· τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης, Σωτήρ, μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰ­σχὺν πέπτωκεν, οἱ τούτων δὲ ῥυ­σθέντες, ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον...».
 Στό ἱστορικό μέρος ὁ ὑμνογράφος ἐμπνέεται κυρίως ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο καί κατά δεύτερο λόγο ἀπό τό κατά Ματ­θαῖ­ον. Στό διδα­κτικό μέρος τροφοδοτεῖ τήν ποίηση τοῦ ὑμνο­γρά­φου κυρίως ὁ δάσκαλος τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος. Ἐνδεικτικά μνημονεύω με­ρικές φράσεις καί παραπέμπω στά ἀντίστοιχα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης: «ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀ­γα¬γοῦ¬σα» (πρβλ. Ἐφ 2,14), «πέτρα ἡ ποτίσασα» (πρβλ. Α´ Κο 10,4), «σοφίας Θεοῦ δοχεῖον» (πρβλ. Α´ Κο 1,24), «ἀρχηγὸς νο­η­τῆς ἀνα­πλάσεως» (πρβλ. Α´ Κο 15,45-46), «σχίσας τὸ χειρόγραφον» (πρβλ. Κλ 2,14· Ἐφ 2,14), «σῶσαι θέλων τὸν κόσμον» (πρβλ. Α´ Τι 2,4). Ἐπίσης «ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καὶ τῶν ἄνω οὐ­δόλως ἀπῆν» (πρβλ. Ἰω 1,13)
Οἱ περιττοί Οἶκοι (Α, Γ, Ε, Η κτλ.) ἀ­κο­λουθοῦν­ται ἀπό ἕξι διπλές ἀπο-στροφές πρός τήν Παν­αγία, οἱ ὁποῖες ἀρχίζουν μέ τό «Χαῖρε»· ἀπό αὐτό προῆλθε καί τό λαϊκό ὄ­νομα τοῦ ὕμνου «Χαιρετισμοί». Στό τέλος κά­θε Οἴκου ὑπάρχει τό «ἐφύ­μνιο», δηλαδή ἡ τελευταία λέ¬ξη ἤ φράση πού ἐπαναλαμ­βάνεται ὡς ἐπωδός. Στόν Ἀκάθιστο διακρίνουμε δύο ἐφύμνια: Τό «Χαῖρε, νύμφη ἀ­νύμφευτε» γιά τούς περιττούς Οἴκους· καί γιά τούς ἄρτιους τό «Ἀλληλούια» (=αἰνεῖτε τόν Θεό, βλ. Ἀπ 19,1.6).
 Οὐσιαστικά ὁ χαιρετισμός μας πρός τήν ὑ­περαγία Θεοτόκο, τήν «ἀνύμφευτη νύμ­φη» καί «Θεόνυμφη», εἶναι χαιρετισμός πρός τόν Κύριο. Ἐκεῖνον τιμοῦμε, προσ¬κυ­νοῦμε καί λατρεύουμε τιμώντας καί ἐγ­κω­μιά­ζον­τας τήν Παναγία μητέρα του, ἡ ὁποία τόσο ἰδιαίτερα καί μοναδικά συν­δέεται μαζί του. Συνεπῶς, ὅσο κι ἄν φαίνονται πληθωρικά τά ἐγκώμια, κανένα δέν εἶναι ὑπερβολικό, διότι ὅ,τι κι ἄν λεχθεῖ εἶναι φτωχό καί ἐ­λά­χιστο μπροστά στήν σωτήρια προσφορά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὡραιότατα τό διατυπώνει ὁ 20ός Οἶκος (Υ) τοῦ Ἀκαθί­στου: «Ὕ­μνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύδων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰ­κτιρμῶν σου. Ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠ­δὰς ἂν προσ­φέρομέν σοι, βασιλεῦ ἅγιε, οὐ­δὲν τελοῦμεν ἄξιον ὧν δέδωκας ἡμῖν».
 Ὡς πρός τήν μορφή ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος πα­ρουσιάζει μεγάλη ποικιλία καί ὡραιότητα, πού συναγωνίζεται τό ὑψηλό του περιεχόμενο. Ἔχει συντεθεῖ σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς ὁμοτονίας, τῆς ἰσοσυλλαβίας καί μερικῶς τῆς ὁμοιοκαταληξίας. Σέ γλῶσσα πλουσιώτατη καί ρέουσα, διανθίζεται μέ ἄφθονα ἐπίθετα, ἀντιθέσεις, παρηχήσεις, ὁμόηχα, ὁμοιοτέλευτα καί διάφορα σχήματα λόγου. Οἱ ἀλλεπάλληλες ἐκφράσεις χαρᾶς, ἀγαλλιάσεως καί λυτρώσεως τοῦ προσδίδουν ἕναν τόνο ἐνθουσιαστικό καί θριαμβικό.

Ἀσματικός Κανόνας τῶν Χαιρετισμῶν
 Ἐκτός ἀπό τό Κοντάκιο τῶν Χαιρετισμῶν ὁ Ἀ­κάθιστος Ὕμνος περιέχει καί τόν πανηγυρικό με­γαλειωδέστατο ἀσματικό Κανόνα «Χριστοῦ βί­βλον ἔμψυχον...». Πρόκειται γιά ἔργο τοῦ ὑμνογράφου ἁγίου Ἰωσήφ. Ἡ λέξη «Κανών» σημαίνει τήν εὐθεῖα ράβδο, πού χρησιμεύει γιά τήν μέ­τρη­ση, τόν καθορισμό· γενικά τό μέτρο, τό ὑπόδειγμα, τόν ρυθμιστή, τήν γενική ἀρχή σύμφωνα μέ τήν ὁποία λειτουργεῖ κάτι. Στήν ἐκκλησιαστική γλῶσ­σα ἡ λέξη εἶναι πολυσήμαντη καί μπορεῖ νά σημαίνει:
 1. Τόν κανόνα τῶν θεοπνεύστων βιβλίων τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης· γι᾽ αὐτό ὀνο­μά­ζονται «κανονικά», γιά νά ἀντιδιαστέλλονται ἀπό τά ἀπόκρυφα καί τά ψευδεπίγραφα.
 2. Κάθε ἀπόφαση Τοπικῆς ἤ Οἰκου­με­νι­κῆς Συν­­όδου γιά θέματα ζωῆς καί λατρείας. Οἱ συν­οδικές ἀποφάσεις γιά δογματικά ζητήματα ὀνο­μάζονται Ὅροι.
 3. Τήν πνευματική θεραπευτική ἀγωγή («ἐπιτί­μιο»), πού ἐπιβάλλει ὁ πνευματικός στόν πιστό πρός συναίσθηση καί παιδαγωγία.
 4. Στήν ὑμνολογία «Κανών» λέγεται ὁ με­γά­λος ὕμνος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπό «ᾨδές» (ἀ­πό τό ρῆμα «ᾄδω»)· ὁ ἀριθμός τους ποικίλλει, χωρίς ὅμως νά ὑπερ¬βαί¬νουν τίς ἐννέα, ὅσες δη­λαδή εἶναι καί οἱ ᾨδές πού περιέχονται στήν ἁ­γία Γραφή, τίς ὁ­ποῖες ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία χρη­­σι­μο­ποι­οῦσε στήν λατρεία της. Συνήθως παραλείπεται ἡ δεύτερη ᾨδή. Ἔτσι οἱ περισσότεροι Κανόνες ἔχουν ὀκτώ ᾨδές.
Κάθε ᾨδή ἀποτελεῖται ἀπό τόν «Εἱρμό» καί ἀπό τρία ὥς ἕξι τροπάρια. Εἱρμός (ἀπό τό ρῆμα «εἵ­ρω» = συνάπτω, συνδέω, συμπλέκω) λέγεται ἡ πρώτη στροφή κάθε ᾨ­δῆς, σύμφωνα πρός τήν ὁποία ρυθμίζονται καί ἐκτελοῦνται, «τρέπονται» οἱ ὑπόλοιπες στροφές (Τροπάρια).
 Οἱ Κανόνες -ὅπως καί τά Κοντάκια- πολ­λές φορές ἔχουν «ἀκροστιχίδα». Ὁ «Κα­νών» τοῦ Ἀ­κα­θίστου Ὕμνου περιέχει ὀκτώ ᾨδές. Κάθε ᾨδή του περιέχει τόν Εἱρμό καί τέσσερα ἤ πέντε Τρο­πά­ρια. Ἀποτελεῖ πρά­γματι ἕνα ξεχείλισμα δο­ξο­λο­γίας καί ἐγκωμίων, καθώς δονεῖται ἀπό τά 60 περίπου «Χαῖρε». Μέ τά 37 Τροπάριά του σχημα­τί­ζει τήν ἀκροστιχίδα «Χαρᾶς δοχεῖον, σοὶ πρέπει χαίρειν μόνῃ Ἰωσήφ». Τό ὄνομα Ἰωσήφ ἀποκα­λύπτει τόν ποιητή τοῦ Κανόνα. Πρόκειται γιά τόν ἅγιο Ἰωσήφ (ἑορτάζει στίς 3 Ἀπριλίου) ἀπό τήν Σι­κελία, μέγιστο ὑμνο­γράφο, ὁ ὁποῖος ὑπέμεινε διω-γμούς, ἐξορίες καί φυλακίσεις γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη. Ἔζησε τόν 9ο αἰώνα καί συνέθεσε πλῆ­­θος Κανόνων σφραγίζοντάς τους μέ τό ὄνο­μά του. Οἱ Εἱρμοί στόν παρόντα Κανόνα δέν εἶναι δικοί του· τούς δανείστηκε ἀπό τόν Κανόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Πιθανώτατα ἀνήκουν στόν Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό.
 Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, αὐτό τό ἀριστούργημα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, ψάλλεται ἐδῶ καί δεκατρεῖς αἰῶνες ἐπίσημα καί πανηγυρικά στούς ναούς μας καί πληρώνει τίς καρδιές τῶν πιστῶν μέ εὐφροσύνη καί κατάνυξη. Οἱ ἱερές μονές ἀλλά καί πολλοί χριστιανοί τόν ἔχουν ἐντάξει στήν καθημερινή τους προσευχή, ἀπαγγέλλουν καθημε­ρινά τούς Χαιρετισμούς, συνήθως στό Ἀπό­δει­πνο. Κανένα ἄλλο κείμενο δέν χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ ὅσο αὐτό, γιά νά ἐκ­φράσει τά ἐγκώ­μια, τήν δοξολογία καί τήν δέησή μας πρός τήν μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί δική μας μητέρα.

Στεργίου Σάκκου, Ὦ Πανύμνητε Μῆτερ, σελ.15-31.

Κατηγορία Ὑμνολογικά
Πέμπτη, 07 Μάρτιος 2019 20:42

Χαῖρε, δι' ἧς ἡ χαρά ἐκλάμψει

05 01 Μεγάλο καί σπουδαῖο θέμα τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ χαρά. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιά νά ἀπολαμβάνει τήν χαρά τοῦ παραδείσου καί τήν βίωνε πράγματι μέσα σ᾿ ἐκείνη τήν πρώτη κοινωνία του μέ τόν Θεό. Ἀπό τότε πού ἡ παρακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁμαρτία, τόν ἔβγαλε ἀπό τόν παράδεισο ἔνιωσε τήν μεγάλη φτώχεια πού τοῦ προξενεῖ ἡ ἔλλειψη τῆς χαρᾶς καί δέν παύει νά τήν ἀναζητᾶ ὁπουδήποτε ὑποπτεύεται ὅτι μπορεῖ νά βρεῖ ἔστω ἕνα ἴχνος, μία σταγόνα χαρᾶς. Θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ «ζητιάνος τῆς χαρᾶς καί κυνηγός τῆς ἀλήθειας» ἤ ἀλλιῶς «ζητιάνος καί κυνηγός τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς».

 Βέβαια, στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία του ὁ Κύριος μακαρίζει ἐκείνους πού πενθοῦν (Μθ 5,4) καί ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος προτρέπει• «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καὶ ἡ χαρὰ εἰς κατήφειαν» (Ἰα 4,9). Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία μας πάντοτε καί ἰδιαίτερα κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τονίζει ἔντονα τό πένθος, τήν μετάνοια, τήν κατάνυξη, τήν συντριβή. Ἴσως αὐτό συντέλεσε ὥστε νά δημιουργηθεῖ μία παρεξήγηση: ὅτι οἱ χριστιανοί δέν ἔχουν σχέση μέ τήν χαρά ἀλλά μόνο μέ τό πένθος. Κάποιοι μάλιστα ταυτίζουν τήν χριστιανική ἰδιότητα μέ τήν σκυθρωπότητα. Ἰσχυρίζονται ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἀντίθετο πρός τήν χαρά, ὅτι δέν ἐπιτρέπει δῆθεν στούς χριστιανούς νά γελοῦν καί νά χαίρονται.

 Ὅλα αὐτά λέγονται ἀπό ἐκείνους πού δέν γνωρίζουν τήν πίστη μας, δέν κατέχουν τίς πηγές της, ἀγνοοῦν τήν ἁγία μας Γραφή. Ἄν διάβαζαν -ἔστω καί μία μόνο φοράτό Ψαλτήρι, θά διαπίστωναν πόσο συχνά ἀναφέρεται στήν χαρά, καί μάλιστα στήν ὁλοκληρωμένη, στήν τέλεια χαρά. Ἡ τέλεια χαρά εἶναι καί ἐσωτερική καί ἐξωτερική κατάσταση. Πηγάζει ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς καί ἐκφράζεται μέ ποικίλες ἐκδηλώσεις• «καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει», διαβάζουμε στίς θεόπνευστες Παροιμίες (15,13). Ἀντίστοιχα τό Ψαλτήρι κάνει λόγο γιά εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση. Ἀπό τίς πάμπολλες μαρτυρίες ἀναφέρω ἐνδεικτικά μερικές• «ηὐφράνθη ἡ καρδία μου, καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου» (Ψα 15,9), «ἀγαλλιάσομαι καὶ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ ἐλέει σου» (Ψα 30,8), «εὐφρανθήτωσαν καὶ ἀγαλλιάσθωσαν ἔθνη» (Ψα 66,5)!

 Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι ὑπάρχουν δύο «χαρές»: ἡ ἀληθινή καί ἡ ψεύτικη• ἡ χαρά τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ χαρά τοῦ κόσμου• ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ καί ἡ χαρά τοῦ σατανᾶ• ἡ χαρά τῆς ἁγνότητος καί τῆς ἁγιότητος καί ἡ χαρά τῆς κραιπάλης καί τῆς ἀσωτίας. Ὁ Κύριός μας ξεκαθάρισε τά πράγματα. Μᾶς ἔδωσε τά γνωρίσματα τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, τῆς δικῆς του χαρᾶς.

 Καί ποιά εἶναι, Χριστέ, ἡ δική σου χαρά; Πῶς ξεχωρίζει ἀπό τήν χαρά τοῦ κόσμου; ῾Η χαρά τοῦ Χριστοῦ ἔχει δύο βασικά γνωρίσματα• τήν μονιμότητα, «τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾽ ὑμῶν» (Ἰω 16,22), καί τήν πληρότητα, «ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς» (Ἰω 17,13• πρβλ. 15,11). Γι᾽ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει στούς πιστούς• «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε» (Φι 4,4• πρβλ. Α´ Θε 5,16).

 Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός στήν περίφημη ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία πρός τούς μαθητές του, μετά τόν Μυστικό Δεῖπνο, ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Θεός εἶναι τριαδικός. Σ᾽ ἐκείνη τήν ἴδια ὁμιλία (βλ. Ἰω 13-16) ὁ Κύριος προβάλλει καί μιά ἄλλη τριάδα ἁγία καί ἱερή, πού ἔχει σχέση μέ τήν πνευματικότητά μας, μέ τόν ἁγιασμό μας. Μιλᾶ γιά τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη, τήν χαρά, τά ὁποῖα μάλιστα διακρίνει ἀπό τά ἀντίστοιχα τοῦ κόσμου• ἀναφέρεται στήν δική του ἀγάπη, στήν δική του εἰρήνη, στήν δική του χαρά• «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται• ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ᾽ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται» (Ἰω 16,20).

 Αὐτά τά τρία μεγάλα καί σπουδαῖα ἀγαθά πού ὁ Χριστός χαρίζει στούς μαθητές του -τήν ἀγάπη, τήν χαρά, τήν εἰρήνηκαί τά ὁποῖα συνδέονται μέ τήν παράδοση τοῦ Μυστικοῦ του Δείπνου, αὐτά καταγράφει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς τούς τρεῖς πρώτους καρπούς τοῦ ἁγίου Πνεύματος• «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη» (Γα 5,22). Τί καταπληκτικός συνδυασμός! Πόσα μᾶς ἀποκαλύπτει καί μᾶς διδάσκει! ῞Ωστε, λοιπόν, γιά νά ἔχουμε τήν ἀγάπη ὅπως τήν θέλει ὁ Χριστός, γιά νά ἀπολαμβάνουμε τήν εἰρήνη τήν ἀληθινή καί τήν χαρά τήν μόνιμη καί ὁλοκληρωμένη, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο. Μόνο μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἀποκτοῦμε αὐτά τά μεγάλα πράγματα, διότι εἶναι καρποί δικοί του.

 Νά γιατί ἡ Παναγία μας ἀκτινοβολεῖ ἀπό χαρά! Εἶναι αὐτή πού δέχθηκε στήν ζωή της τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μ᾽ ἕναν τρόπο μοναδικό, ὅπως τῆς τό προανήγγειλε ὁ ἄγγελος· «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ῾Υψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λκ 1,35). Μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἡ ταπεινή κόρη τῆς Ναζαρέτ συνέλαβε καί κυοφόρησε τόν καρπό τῆς ζωῆς, τόν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό, τόν Θεάνθρωπο λυτρωτή, τόν χορηγό τῆς ἀληθινῆς, τῆς ὁλοκληρωμένης καί ἀναφαίρετης χαρᾶς. Πῶς, λοιπόν, νά μήν λάμπει σάν τόν ἥλιο; Ἀκτινοβολεῖ τήν λάμψη τοῦ Υἱοῦ της. Ἔτσι τήν ἀντίκρυσε καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὅπως γράφει στήν Ἀποκάλυψη· «γυνὴ περιβεβλημένη τὸν ἥλιον» (Ἀπ 12,1). Ἔτσι τήν νιώθει ἡ Ἐκκλησία, πού στόν πρῶτο Οἶκο (Α) τοῦ Ἀκαθίστου, στόν πρῶτο Χαιρετισμό, τήν χαιρετίζει μέ τό δίστιχο· χαῖρε δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει!

 Θέλετε, λοιπόν, νά δεῖτε τήν χαρά ὄχι ζωγραφισμένη σέ μιά ζωγραφιά, οὔτε ἀποτυπωμένη σ᾿ ἕνα ποίημα, ἀλλά ἐνσαρκωμένη σ᾽ ἕνα πρόσωπο; Ἀτενίστε μέ εὐλάβεια τήν Παναγία μας. Εἶναι ἡ ἀνεξάντλητη πηγή τῆς χαρᾶς καί τό πρότυπο τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς. Στόν Μικρό Παρακλητικό Κανόνα ψάλλουμε: «Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε, ἡ τῆς χαρᾶς δεξαμένη τὸ πλήρωμα». ῞Οσοι θέλουν νά μελετήσουν τήν χαρά, ὅσοι θέλουν νά ἀποκτήσουν τήν χαρά, ὅσοι θέλουν νά φυλάξουν τήν χαρά, ὅσοι θέλουν νά χαροῦν τήν χαρά, ὅσοι θέλουν νά ψάλουν καί νά ὑμνήσουν τήν ἐνσαρκωμένη χαρά δέν ἔχουν παρά νά γονατίσουν μπροστά στό πρόσωπο τῆς ὑπερευλογημένης καί χαριτωμένης Μαρίας. Στήν παναγία μορφή της θά συναντήσουν τήν χαρά στόν ὑψηλότερο, στόν τέλειο βαθμό.

 «Ἡ γέννησίς σου, Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ· ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν», ψάλλουμε στήν γιορτή τῶν γενεθλίων τῆς Θεοτόκου. Εἶναι αὐτή πού γέννησε τήν πηγή τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ἡ ἐντελῶς ξεχωριστή καί μοναδική σχέση της μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό τήν κατέστησε ἥλιο πνευματικό, πού ἀκτινοβολεῖ τήν χαρά σέ ὅλους, μικρούς καί μεγάλους• στούς χαρούμενους, γιά νά φιλτράρουν τήν χαρά τους καί στούς θλιμμένους, γιά νά διασκεδάσουν τήν θλίψη τους. Δέν ἔπαυσε νά ἀκτινοβολεῖ τήν χαρά ἀκόμη καί κατά τίς σκληρές ὧρες τοῦ πόνου. Τότε πού εἶδε τόν Υἱό της γυμνό, ἐξευτελισμένο, πληγωμένο, κρεμασμένο ἐπάνω στόν σταυρό• τότε πού διῆλθε ἀπό τήν καρδιά της ἡ ρομφαία, ὅπως ἀκρι-βῶς τό εἶχε προφητεύσει ὁ Συμεών (βλ. Λκ 2,35). Ἐκεῖνες τίς στιγμές πού τρυποῦσε τά σωθικά της ἡ ὀδύνη -καί μεγαλύτερη ἀπ᾽ αὐτήν τήν ὀδύνη δέν ἔζησε ποτέ καμία ἄλλη μάναἡ Παναγία μας καρτερικά ὑπέμενε. Τό Πνεῦμα τό ἅγιο μέσα της τήν παρηγοροῦσε καί τήν χειραγωγοῦσε, ὥστε νά ἑρμηνεύει τό Πάθος τοῦ Κυρίου, νά βλέπει μέσα σ᾿ αὐτό τήν λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τό διατυπώνουν θαυμάσια πολλά Θεοτοκία καί μάλιστα Σταυροθεοτοκία, πού ψάλλονται στίς Ἀκολουθίες τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς. Ἐκεῖ ἡ Παρθένος φαίνεται νά ἔχει σαφῆ βεβαιότητα γιά τήν Ἀνάσταση πού θά ἀκολουθήσει τό Πάθος. Μέ αὐτήν τήν βεβαιότητα διατήρησε τήν χαρά της μέσα στόν πόνο· στάθηκε ὄρθια καί ἱεροπρεπής (βλ. Ἰω 19,25) καί παραμένει στούς αἰῶνες ἡ καταφυγή ὅλων τῶν πονε-μένων, ἡ βοήθεια καί ὁ στηριγμός τους. Ὅπως ψάλλουμε στήν Παράκληση, αὐτή εἶναι «πάντων θλιβομένων ἡ χαρά».

 Ἡ ἀξία τοῦ καλοῦ καί ὥριμου καρποῦ γίνεται ὁλοφάνερη, ὅταν τόν τοποθετήσουμε κοντά σέ ἕναν σάπιο καί ἄγουρο• καί τό γνήσιο νόμισμα ἐκτιμᾶται καλύτερα, ὅταν ἀντιπαρατεθεῖ στό κίβδηλο καί νόθο. Παρόμοια, ἡ χαρά τῆς Παναγίας μας, τῆς Κεχαριτωμένης καί ὑπάκουης δούλης τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε συνεργός στό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας, λάμπει πιό ἐκθαμβωτικά, ὅταν τήν συγκρίνουμε μέ τήν κατάσταση στήν ὁποία ὁδήγησε τό γένος μας ἡ παρακοή τῆς Εὔας. Αὐτό ἐπισημαίνει ὁ δεύτερος στίχος• χαῖρε δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει!

 Ἡ Παναγία μας ἐνσαρκώνει, ἐκφράζει καί χαρίζει σέ ὅλους μας τήν πιό μεγάλη, τήν πιό δυνατή χαρά, διότι διαδραμάτισε ἕναν μοναδικό ρόλο στήν παγκόσμια ἱστορία. Ἔγινε ἡ συνεργάτρια τοῦ Θεοῦ γιά νά πραγματοποιηθεῖ τό Πρωτευαγγέλιο (βλ. Γέ 3,15), νά συντριβεῖ ὁ πονηρός, ὥστε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν «ἀρά», τήν κατάρα τῆς ἁμαρτίας, ὅπου μᾶς ἔφερε ἡ παρακοή τῆς Εὔας καί νά ὁδηγηθοῦμε στήν σωτηρία. Καί ἐνῶ ἡ προμήτωρ τοῦ γένους μας, ἡ Εὔα, μέ τήν παρακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ μᾶς κερνᾶ τήν κατάρα, ἡ Παρθένος Μαρία μέ τήν ἐλεύθερη ὑποταγή της στήν κλήση τοῦ Θεοῦ ἔφερε στόν κόσμο τό ἀντίδοτο ἐκείνης τῆς πρώτης κατάρας, τήν λύτρωση, καί μᾶς κερνᾶ τήν χαρά.

 Βέβαια, ὁ λυτρωτής τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὁ μοναδικός καί ἀναντικατάστατος, εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Τό γράφει ἁπλά καί ξεκάθαρα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή• «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα» (Γα 3,13) καί τό ψάλλει εὐγνώμονα ἡ Ἐκκλησία μας στό Ἐξαποστειλάριο τῆς Μεγάλης Πέμπτης• «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι• τῷ σταυρῷ προσηλωθεὶς καὶ τῇ λόγχῃ κεντηθεὶς τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις, Σωτὴρ ἡμῶν δόξα σοι». Ἡ ὑπεραγία Μητέρα του μεγαλύνεται καί τιμᾶται γιά τήν ξεχωριστή καί μοναδική σχέση της μέ τόν Λυτρωτή. Τό δικό της αἷμα πῆρε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά νά γίνει ἄνθρωπος καί αὐτό τό αἷμα ἔχυσε πάνω στόν σταυρό γιά τήν λύτρωσή μας!

 «Κοιλάδα κλαυθμῶνος» χαρακτηρίσθηκε ἡ ζωή μας. Εἶναι τόσο συνυφασμένη μέ τίς θλίψεις καί τά δάκρυα! Κι ὅμως οἱ χριστιανοί, μέ τήν πίστη στόν Σωτήρα Κύριο καί μέ τήν πρεσβεία τῆς παναγίας Μητέρας του, μποροῦν νά ἐκπληρώνουν τήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου· «πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις» (Ἰα 1,2). Νά χαίρουν μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μέσα στίς περιπέτειες καί στά βάσανα δέν ἔχασε ποτέ τήν χαρά· «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου», γράφει στήν πρός Κολασσαεῖς Ἐπιστολή του (1,24) μέσα ἀπό τήν φυλακή τῆς Ρώμης, ὅπου ἔγραψε καί τήν πρός Φιλιππησίους, τήν περίφημη Ἐπιστολή τῆς χαρᾶς.

 Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι οἱ χριστιανοί παραμένουν ἀναίσθητοι στίς θλίψεις καί στίς διάφορες μορφές πόνου. Κάθε ἄλλο! Ζοῦν ὅμως ἕνα μυστήριο• καί μέσα στόν πόνο διατηροῦν τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ. Ἡ χαρά τοῦ κόσμου ἀποδεικνύεται πολλές φορές θλιβερή, ἡ ἡδονή του ὀδυνηρή. Ἀντίθετα, μέσα στήν πίστη ἡ θλίψη γίνεται χαρούμενη, ἡ ὀδύνη μεταβάλλεται σέ γλυκειά ἡδονή! Ἀκόμη καί ἡ μεγαλύτερη ὀδύνη, αὐτή τήν ὁποία προξενεῖ ἡ ἁμαρτία πού εἶναι ἡ ρίζα καί αἰτία ὅλων τῶν πόνων τῆς ζωῆς μας, ἐξουδετερώνεται μέσα στήν πίστη, διότι τό λυτρωτικό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α´ Ἰω 1,7). Μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, μέ τήν συνειδητή μυστηριακή ζωή, ἀπαλλασσόμαστε ἀπό τό βάρος τους καί ζοῦμε ἐκεῖνο τό ἰδιότυπο εἶδος χα-ρᾶς, πού οἱ ἅγιοι πατέρες ὀνομάζουν «χαρμολύπη».

 Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζῆ τήν καταλλαγή, τήν συμφιλίωση μέ τόν Θεό, τότε ὅλα τά ἄλλα βάρη, ὅλα τά βάσανα καί τά προβλήματα, ὅσο σοβαρά κι ἄν εἶναι, δέν μποροῦν νά τοῦ ἀφαιρέσουν τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ. Ἀποτελοῦν τόν σταυρό του, διά τοῦ ὁποίου θά ὁδηγηθεῖ στήν ἀνάσταση. Τό διακηρύττει ἡ Ἐκκλησία μας «ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Κι ἔπειτα, δέν εἶπε ὁ Χριστός μας ὅτι ἡ χαρά τῶν δικῶν του θά εἶναι ὁλοκληρωμένη καί κανείς δέν θά μπορεῖ νά τήν ἀφαιρέσει; Μά οὔτε ἡ ἀρρώστια; Οὔτε! Οὔτε οἱ συκοφαντίες, οἱ κατατρεγμοί καί τά χτυπήματα, οὔτε ὅταν ὁ κόσμος μᾶς διασύρει καί ὅταν ἀκόμη οἱ φίλτατοι μᾶς προδίδουν καί μᾶς ἐγκαταλείπουν καί μεταβάλλονται σέ θανάσιμους ἐχθρούς; ῎Οχι! Οὔτε καί ὁ θάνατος; Οὔτε! (βλ. Ρω 8,35-39). Κανείς καί τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς κλέψει τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ, τήν χαρά τῆς Παναγίας μας, τήν ἀληθινή χαρά πού μᾶς ἁγιάζει, μᾶς φωτίζει καί μᾶς κατευθύνει στήν αἰώνια χώρα τῆς χαρᾶς, στόν παράδεισο τοῦ Κυρίου μας. Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ Παναγία μας μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, ἐκεῖ ὅπου ὅλοι λαχταροῦμε νά φθάσουμε. Μακάρι μέ τίς πρεσβεῖες της νά ἀξιωθοῦμε νά ἀκούσουμε ἀπό τόν Κύριο νά λέγει καί γιά μᾶς· «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ... εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου» (Μθ 25,21.23)!

Στεργίου Σάκκου, "Ὦ πανύμνητε Μῆτερ", σελ. 35-45

Κατηγορία Ὑμνολογικά