Πέμπτη, 25 Απρίλιος 2024 03:00

Κυρ. Βαΐων (Λκ 19,28-40)

Ἡ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα

 Ἡ θριαμβευτική εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα ἀναφέρεται καί ἀπό τούς τέσσερεις εὐαγγελιστές (πρβλ. Μθ 21,1-11· Μρ 11,1-10· Ἰω 12,12-16). Ἀποτελεῖ ἕναν ἀπό τούς σταθμούς τῆς θείας οἰκονομίας, τόν ὁποῖο γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα τήν Κυριακή τῶν Βαΐων· τότε διαβάζεται ἡ ἀντίστοιχη περικοπή ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο. Στήν εἴσοδο τῆς ἑβδομάδος τῶν Παθῶν, ὅπου ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται στήν ἐσχάτη ταπείνωση καί τέλεια ἐξουθένωση, προβάλλεται ἡ βασιλική δόξα του ὡς μία προαγγελία τοῦ τελικοῦ θριάμβου του, πού θά φανεῖ μέ τήν Ἀνάστασή του. Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι ἀπό τό σημεῖο αὐτό καί μέχρι τό τέλος τοῦ εὐαγγελίου ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς διασώζει ἀρκετά περιστατικά καί λόγους πού δέν περιέχονται στά ἄλλα Εὐαγγέλια. Ἀναφέρω ἐνδεικτικά τήν ἀπαίτηση τῶν φαρισαίων νά ἐπιτιμήσει τούς μαθητές ὁ Kύριος καί τήν δική του ἀπάντηση (19,39-44), τήν φιλονικεία μεταξύ τῶν μαθητῶν γιά τό ποιός εἶναι ἀνώτερος (22,24), τήν διαβεβαίωση τοῦ Kυρίου ὅτι προσευχήθηκε ἰδιαίτερα γιά τόν Πέτρο (22,31-32), τήν ἐνίσχυσή του ἀπό τόν ἄγγελο στήν Γεθσημανῆ (22,43-44), τήν μετάνοια τοῦ ληστῆ (23,39-43), τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Κυρίου στούς πορευομένους πρός Ἐμμαούς (24,13-35).

eisodos Ierosol
19,28. Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἰεροσόλυμα.
 Τό ταῦτα δέν ἀναφέρεται μόνο στήν προηγούμενη περικοπή, ἀλλά σέ ὅλη γενικά τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου πρός τά πλήθη τά ὁποῖα πορεύονται μαζί του πρός τά Ἰεροσόλυμα. Ἡ μετοχή ἀναβαίνων δηλώνει ὅτι ἡ πορεία εἶναι ἀνηφορική (πρβλ. 18,31).
  Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς τονίζει μέ ἔμφαση ὅτι ὁ Κύριος ἐπορεύετο ἔμπροσθεν, στήν ἀρχή τῆς ὅλης πομπῆς. Σάν τό κριάρι πού ὁδηγεῖ τό κοπάδι του, προχωροῦσε ἐπικεφαλῆς τοῦ λαοῦ πού τόν ἀκολουθοῦσε, σπεύδοντας νά ἐκπληρώσει τό σχέδιό του, νά θυσιασθεῖ. Aὐτό τό προβάδισμά του δείχνει τήν ἑκούσια προσέλευσή του στό Πάθος, τήν θέληση καί προθυμία του νά ὑπακούσει στό σχέδιο τοῦ Πατέρα, νά ὑπηρετήσει τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.

19,29. Καὶ ἐγένετο ὡς ἤγγισεν εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰπών.
  Ἡ Βηθσφαγῆ (=τόπος ἄγουρων σύκων) ἦταν πιθανόν ἕνα μικρό χωριό κοντά στό ὄρος τῶν ἐλαιῶν καί στήν Βηθανία, πάνω στόν δρόμο πού ὁδηγοῦσε ἀπό τήν Ἰεριχώ στήν Ἰερουσαλήμ. Oἱ πληροφορίες πού ἔχουμε -βασικά μόνον ἀπό τούς εὐαγγελιστές- δέν μᾶς βοηθοῦν νά ἐντοπίσουμε ἐπακριβῶς τήν θέση τῆς Βηθσφαγῆς. Ἀντιθέτως γνωρίζουμε καλά τήν τοποθεσία τῆς Βηθανίας (=οἶκος φοινίκων). Bρισκόταν στήν ἀνατολική πλευρά τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν, σέ ἀπόσταση σαράντα λεπτῶν ἀπό τά Ἰεροσόλυμα. Ἦταν ἡ πατρίδα τῶν ἀδελφῶν Mάρθας, Mαρίας καί Λαζάρου. Ὑπάρχει καί σήμερα στήν ἴδια τοποθεσία χωριό μέ τήν ὀνομασία Ἐλ Ἀζαριέ, πού εἶναι ἐξαραβισμός τοῦ ὀνόματος τοῦ Λαζάρου. Ἡ Bηθανία αὐτή εἶναι διαφορετική ἀπό τήν Bηθανία ὅπου βάπτιζε ὁ Ἰωάννης· ἐκείνη βρισκόταν πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη.
 Τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν ἐκτείνεται στήν νοτιοανατολική πλευρά τῆς πόλεως τῶν Ἰεροσολύμων, ἀπό τήν ὁποία τό χωρίζει ὁ χείμαρρος τῶν Kέδρων. Δέν ἔχει μεγάλο ὑψόμετρο, περίπου 800 μέτρα ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς Mεσογείου, ἐντούτοις εἶναι ψηλότερο ἀπό τούς λόφους τῆς Ἰερουσαλήμ. Ὅλη ἡ ἐπιφάνειά του ἦταν κατάφυτη ἀπό ἐλαιόδενδρα, γι’ αὐτό καί ὀνομαζόταν ὄρος τῶν ἐλαιῶν. Ἦταν ἕνας ἥσυχος τόπος, γνώριμος στόν Ἰησοῦ καί στήν συνοδεία του· πήγαιναν ἐκεῖ γιά νά προσευχηθοῦν μακριά ἀπό τά πλήθη καί τόν θόρυβο τῆς πόλεως. Aὐτή τήν φορά ὁ Ἰησοῦς τό προσπερνᾶ χωρίς νά ἀπολαύσει τήν γαλήνη του. Ἔχει στραμμένο τό βλέμμα του στήν Ἰερουσαλήμ καί βαδίζει «ἔμπροσθεν» τοῦ πλήθους, ἀποφασισμένος νά ἐκτελέσει τήν τελική φάση τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας.
 Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ὁ Ἰησοῦς ἀκολουθώντας τήν ἰουδαϊκή συνήθεια τῆς ἐποχῆς του κατά τίς ἐπίσημες γιορτές τοῦ ἰουδαϊσμοῦ -Πάσχα, Πεντηκοστή, Σκηνοπηγία-, ἀνέβαινε στήν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, ὅπου βρισκόταν ὁ ναός, τό κέντρο τῆς λατρείας. Ἀλλά ἐνῶ στίς προηγούμενες ἐπισκέψεις φρόντιζε νά μή δημιουργεῖ θόρυβο ἡ παρουσία του, ὥστε νά μήν προκαλοῦνται οἱ ἄρχοντες, αὐτή τήν φορά εἰσέρχεται στήν πόλη μέ ἐπισημότητα. Tό ὅτι ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, στούς ὁποίους ἀνέθεσε μία συγκεκριμένη ἀποστολή, δηλώνει ὅτι κατά κάποιο τρόπο ὀργανώνει ὁ ἴδιος τήν θριαμβευτική εἴσοδό του στά Ἰεροσόλυμα.
 Πολλές φορές κατά τήν δημόσια δράση του ὁ Kύριος ἀπέφυγε τίς ἐπευφημίες τοῦ ὄχλου καί τόν ἀπέτρεψε ἀπό ἐκδηλώσεις δόξας καί τιμῆς στό πρόσωπό του. Καθώς ὅμως πορεύεται πρός τό Πάθος, δέν ἀρνεῖται οὔτε ἐμποδίζει τήν θερμή ὑποδοχή τοῦ ὄχλου. Ἔχει δώσει μέχρι τώρα ἀρκετά δείγματα τῆς δυνάμεώς του, ὅπως σχολιάζει ὁ ἅγιος Xρυσόστομος. Ἡ ὥρα τῆς θυσίας εἶναι πλέον πολύ κοντά, γι’ αὐτό «μειζόνως ἐκλάμπει καὶ μετὰ πλείονος ἅπαντα πράττει περιφανείας»68, ὥστε νά δώσει ἔτσι μία τελευταία ὤθηση γιά μετάνοια καί σωτηρία στό πλῆθος πού κατέκλυζε τήν Ἰερουσαλήμ κατά τίς ἡμέρες τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα.

19,30-31. ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, ἐν ᾗ εἰσπορευόμενοι εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ’ ὃν οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. Καὶ ἐάν τις ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.
 Ὁ Κύριος δέν κατονομάζει τό χωριό στό ὁποῖο στέλνει τούς δύο μαθητές του. Προφανῶς βρισκόταν σέ θέση περίοπτη καί ἐκεῖνος τό δείχνει στούς μαθητές λέγοντας· ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, στόν οἰκισμό πού βρίσκεται ἀπέναντι. Ἐκεῖ, στήν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ, θά βροῦν πῶλον, ἕνα πουλάρι, νεαρό γαϊδουράκι, στό ὁποῖο οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισε, δέν κάθισε ποτέ κανείς.
 Ὁ μωσαϊκός νόμος ὅριζε νά προσφέρονται στόν Θεό οἱ ἀπαρχές (βλ. Ἔξ 22,29· Λε 2,12· Δε 12,6) καί οἱ Ἰουδαῖοι ὄφειλαν νά διαλέγουν γιά τίς θυσίες τους «δάμαλιν ἐκ βοῶν, ἥτις οὐκ εἴργασται, καὶ ἥτις οὐχ εἵλκυσε ζυγόν» (Δε 21,3· πρβλ. Ἀρ 19,2). Γι’ αὐτό, στόν Ἰησοῦ ταίριαζε ἕνας τέτοιος πῶλος, πού νά μήν χρησιμοποιήθηκε στό παρελθόν ἀπό κανέναν. Ἡ πρώτη ὑπηρεσία τοῦ ζώου αὐτοῦ θά προσφερόταν στόν θεάνθρωπο Κύριο. Σ’ αὐτόν, πού ἦλθε στόν κόσμο γιά νά τόν ἀνακαινίσει, ἅρμοζε ὅλα τά δικά του νά εἶναι καινούργια, ξεχωρισμένα μόνο γιά τό πρόσωπό του καί ἀφιερωμένα σ’ αὐτόν (πρβλ. Μθ 27,60· Λκ 23,53· Ἰω 19,41).
  Ἡ ἀπόσταση ἀπό τήν Βηθσφαγῆ καί τήν Βηθανία ὥς τά Ἰεροσόλυμα ἦταν μικρή. Tήν διένυαν οἱ ἄνθρωποι περπατώντας, χωρίς νά χρησιμοποιοῦν μεταφορικό μέσον. Ὡστόσο ὁ Κύριος πού ἔκανε τόσες περιοδεῖες διασχίζοντας ὅλη τήν Γαλιλαία καί τήν Ἰουδαία ὁδοιπορώντας, ζητᾶ αὐτή τήν φορά ὑποζύγιο. Προφανῶς ἔχει ἕνα σοφό σχέδιο, τό ὁποῖο ἀρχίζει νά ἐκτελεῖ.
 Στούς μαθητές του δίνει τήν παραγγελία νά πᾶνε καί νά λύσουν τόν πῶλο πού θά χρησιμοποιοῦσε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. Ἄν ὅμως τούς ρωτήσει κανείς γιατί τόν λύνουν; Ἄν κάποιοι διαμαρτυρηθοῦν καί τούς ἐμποδίσουν; Ὁ Κύριος προλαβαίνει τήν εὔλογη ἔνσταση καί ἀπορία τῶν μαθητῶν του, καί τούς λέγει· Καὶ ἐάν τις ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Στόν Κύριο Ἰησοῦ ἀνήκουν τά πάντα, διότι αὐτός τά δημιούργησε. Ἰδιοκτησία του εἶναι «ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψα 23,1). Ὡς ἄνθρωπος δέν ἔκανε χρήση αὐτοῦ τοῦ δικαιώματός του. Σεβάστηκε πάντοτε τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί τό δικαίωμα τῆς περιουσίας του, ὅπως φαίνεται σέ σχετικά περιστατικά (βλ. Λκ 5,3). Τώρα ὅμως πού πορεύεται πρός τό Πάθος, θέλει νά δώσει καί κάποια πρόσθετα σημεῖα τῆς θεϊκῆς του ἐξουσίας. Δέν ἀποκλείεται, βέβαια, νά ἦταν γνωστός ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ πώλου, ὁπότε πρόθυμα θά ἀνταποκρινόταν στήν ἐπιθυμία τοῦ Ἰησοῦ καί δέν θά ἔφερνε ἀντίρρηση στούς μαθητές πού θά ἔπαιρναν τό πουλαράκι. Tό πιθανώτερο ὅμως εἶναι ὅτι ἡ προμήθεια καί χρήση τοῦ πώλου δέν ἦταν ἕνα συνηθισμένο γεγονός ἀλλά ἕνα σημεῖο τό ὁποῖο ἐπιτελεῖ ὁ Kύριος.
 Εἶναι συγκλονιστικός ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ· ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Ὁ ἀνενδεής Θεός, κατεβαίνοντας τά σκαλοπάτια τῆς ταπεινώσεως γιά τήν δική μας σωτηρία, φθάνει στό σημεῖο νά λέγει ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἕνα πουλαράκι! Ὁ Ἰησοῦς σέ ὅλη τήν ἐπίγεια πορεία του ἐπέλεξε τήν φτώχεια ὡς γνώρισμά του. Ἀπό τήν φάτνη μέχρι τήν ταφή του δέν ἀπέκτησε τίποτε δικό του. Πολύ ζωηρά περιγράφει ὁ ἴδιος τήν ἀκτημοσύνη του· «αἱ ἀλώπεκες φωλε- οὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Μθ 8,20· Λκ 9,58).

19,32-34. Ἀπελθόντες δὲ οἱ ἀπεσταλμένοι εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, ἑστῶτα τὸν πῶλον· λυόντων δὲ αὐτῶν τὸν πῶλον εἶπον οἱ κύριοι αὐτοῦ πρὸς αὐτούς· τί λύετε τὸν πῶλον; οἱ δὲ εἶπον ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.
 Στήν Παλαιστίνη μέχρι καί τίς ἡμέρες τῶν προφητῶν οἱ ἐπίσημοι χρησιμοποιοῦσαν ὄνο γιά τίς μετακινήσεις τους (Ἀρ 22,21ἑ)70. Tήν ἐποχή τῆς Kαινῆς Διαθήκης ὅμως οἱ ρωμαῖοι αὐτοκράτορες καί στρατηγοί εἶχαν καθιερώσει ὡς «ἐπίσημο» ὑποζύγιο τό ἄλογο. Ἔτσι στούς μαθητές θά φαινόταν ἴσως παράδοξη ἡ προτίμηση τοῦ Διδασκάλου τους νά τοῦ φέρουν ἕναν πῶλο καί ὄχι ἕνα ἄλογο, πού θά ταίριαζε γιά τήν εἴσοδο ἑνός βασιλιᾶ. Nιώθουν, ὅμως, εὐχάριστη ἔκπληξη καί ἐντυπωσιάζονται οἱ ἀπεσταλμένοι, ὅταν βρίσκουν τά πράγματα ὅπως ἀκριβῶς τούς τά προεῖπε ὁ Kύριος, γι’ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής σημειώνει μέ ἔμφαση· εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς.
 Οἱ κύριοι αὐτοῦ θά ἦταν προφανῶς ὁ κάτοχος τοῦ πώλου καί κάποιοι ἄλλοι γνωστοί του, γιά τούς ὁποίους ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος γράφει· «καί τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων» (11,5). Ἡ σκηνή εἶναι πολύ γνώριμη γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ὑπαίθρου. Ἡ παρουσία κάθε ξένου πού ἐπεμβαίνει στήν ἰδιοκτησία τοῦ συγχωριανοῦ προκαλεῖ εὔλογη διαμαρτυρία τῶν ὑπολοίπων. Στό συγκεκριμένο περιστατικό, αὐθόρμητα διαμαρτύρονται οἱ παρευρισκόμενοι βλέποντας τούς μαθητές νά θέλουν νά λύσουν τόν πῶλο, σάν νά ἦταν ὅλοι ἰδιοκτῆτες τοῦ πώλου.
 Οἱ μαθητές εἶχαν ἕτοιμη τήν ἀπάντηση, ὅπως τούς εἶχε πεῖ ὁ Διδάσκαλός τους· ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἔφεραν ἄλλη ἀντίρρηση. Τούς καθησύχασε ἴσως καί ἡ διαβεβαίωση· «καὶ εὐθέως αὐτὸν ἀποστέλλει πάλιν ὧδε» (Μρ 11,3). Πέρα ὅμως ἀπό αὐτό, γίνεται φανερό ὅτι ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ εἶχε κῦρος καί ἐξουσία, ὥστε νά ἐπιβάλλεται. Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Xρυσοστόμου, ὁ Kύριος σκηνοθετεῖ αὐτό τό περιστατικό ἔτσι ὥστε νά στηρίξει τήν πίστη τῶν μαθητῶν του στήν ἑκούσια παράδοσή του. Aὐτός πού ἐξ ἀποστάσεως ἀπέσπασε τόν πῶλον χωρίς ἀντιρρήσεις ἀπό τούς ἰδιοκτῆτες, μποροῦσε νά ἐμποδίσει καί τούς ἐχθρούς του νά τόν συλλάβουν. Δέν τό κάνει ὅμως ἀλλά ἑκούσια βαδίζει πρός τόν θάνατο.

19,35. Καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐπιρρίψαντες ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν.
 Τήν διάθεσή τους νά προσφέρουν στόν Ἰησοῦ κάθε τι δικό τους ἐξέφρασαν οἱ μαθητές ἐπιρρίψαντες ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον, στρώνοντας τά ἐνδύματά τους πάνω στό πουλαράκι, πού προφανῶς, ἐπειδή ἦταν ἀκόμη μικρό, δέν εἶχε σαμάρι. Ἀντί νά ζητήσουν κάποιο πρόχειρο στρωσίδι προτίμησαν νά ἁπλώσουν τά ἱμάτιά τους, δείχνοντας ἔτσι τήν τιμή καί τήν ἀγάπη τους στό πρόσωπο τοῦ Διδασκάλου, ἀλλά καί τήν ὁλοκληρωτική ἀφοσίωσή τους σ’ Αὐτόν.
 Τό γεγονός ὅτι ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τοῦ Ζαχαρία· «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἰερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καὶ σῴζων αὐτός, πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον» (9,9· πρβλ. Μθ 21,5· Ἰω 12,15). Ταυτόχρονα, συνιστᾶ μία νέα προφητεία, «τῶν ἀκαθάρτων ἐθνῶν τὴν κλῆσιν», σημειώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Ὁ πῶλος, ἑρμηνεύει ὁ ἴδιος πατέρας, προτυπώνει τήν Ἐκκλησία, τόν πρώην ἀκάθαρτο καί ἀδάμαστο λαό τῶν ἐθνῶν, τόν νέο Ἰσραήλ, στόν ὁποῖο θά βασιλεύσει ὁ Ἰησοῦς.
 Ἐπιπλέον, ὁ Κύριος ἐπιλέγοντας γιά τήν εἴσοδό του στά Ἰεροσόλυμα ὄχι τό ἄλογο πού εἶναι σύμβολο πολέμου καί κοσμικῆς δυνάμεως ἀλλά τό πουλάρι, σύμβολο τῆς εἰρήνης καί τῆς ταπεινώσεως, μέ τρόπο ἐποπτικό δίνει τό μήνυμά του σέ ὅλους ἐκείνους πού ἔνθερμα τόν ὑποδέχονται καί τόν ἐπευφημοῦν. Ἀποδοκιμάζει καί ἀνατρέπει τίς λανθασμένες μεσσιακές ἀντιλήψεις τους.Ἔρχεται χωρίς ἅρματα, χωρίς νά ἀπαιτεῖ φόρους καί νά περιφέρει δορυφόρους, ἀλλά μέ «πολλήν ἐπιείκειαν».

19,36. Πορευομένου δὲ αὐτοῦ ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ.
 Ὁ λαός, «ὁ πλεῖστος ὄχλος» (Μθ 21,8), πού εἶχε ἔλθει στά Ἰεροσόλυμα ἐκεῖνες τίς ἡμέρες γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, μόλις πληροφορήθηκε ὅτι πλησιάζει στήν πόλη ὁ Ἰησοῦς, βγῆκε νά τόν προϋπαντήσει. Ἡ ἐλπίδα ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα γιά τήν ἐγκαθίδρυση τῆς νέας βασιλείας τοῦ Δαυΐδ ἔκανε τόν ἐνθουσιασμό τοῦ πλήθους ἀσυγκράτητο. Ξεχύθηκαν οἱ ἄνθρωποι στούς δρόμους κρατώντας στά χέρια τους τά «βαΐα τῶν φοινίκων» (Ἰω 12,13). Ἀπό ὅπου περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς ἔστρωναν κλαδιά δένδρων (βλ. Μθ 21,8· Μρ 11,8) καί τὰ ἱμάτια αὐτῶν, τά ροῦχα τους, ἐκδηλώνοντας μέ τήν κίνηση αὐτή τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη τους. Δέν ἦταν προμελετημένες ἐνέργειες. Ἦταν μία αὐθόρμητη ἀναγνώριση τοῦ βασιλικοῦ του ἀξιώματος. Συνηθιζόταν στήν Ἀνατολή κυρίως, μέχρι καί τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, νά ἐκφράζει ὁ λαός τόν σεβασμό του καί νά ἀποδίδει τιμή σέ ἐπίσημα πρόσωπα στρώνοντας τά ροῦχα του στούς δρόμους ἀπ’ ὅπου ἐκεῖνα θά περνοῦσαν.

19,37. Ἐγγίζοντος δὲ αὐτοῦ ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν ἤρξατο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων λέγοντες.
 Πλησιάζει ἤδη ὁ Κύριος πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν, νά διανύσει τήν κατηφοριά τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, καί θά συνέχιζε τόν εὐθύ δρόμο πρός τά Ἰεροσόλυμα, πού διαγραφόταν στόν ὁρίζοντα. Ἡ θέα τῆς ἁγίας πόλεως μέ τά λαμπρά κτήρια καί τόν Nαό ξυπνᾶ ἔνδοξες μνῆμες καί λαμπρές προσδοκίες. Ἐνθουσιασμένο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν, δηλαδή ὁ εὐρύτερος κύκλος τῶν μαθητῶν πού τόν συνόδευαν, ἀλλά καί οἱ ἄνθρωποι πού βγῆκαν ἀπό τά Ἰεροσόλυμα γιά νά τόν προϋπαντήσουν, ξεσποῦν σέ δοξολογία ἐκφράζοντας τήν μεγάλη χαρά τους.
 Μεγαλόφωνα ἀναπέμπουν ὕμνους στόν Θεό γιά τά θαυμαστά σημεῖα, περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων. Ἦταν οἱ ἴδιοι μάρτυρες τῶν σημείων αὐτῶν. Πρόσφατα μάλιστα τούς συγκλόνισε τό καταπληκτικό σημεῖο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου (βλ. Ἰω 11,17-44· 12,17-18). Εἶχε γίνει τό ἀντικείμενο τῶν συζητήσεών τους, κορύφωνε τόν ἐνθουσιασμό τους καί τόν ἔκανε παραλήρημα χαρᾶς.

19,38. εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις.
 Μέ ζητωκραυγές καί ἀλαλαγμούς ὑποδέχεται ὁ λαός τόν Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα. Στήν πραγματικότητα τόν ἀναγορεύει βασιλιά του, καθαιρώντας αὐτόματα τόν ἐντόπιο βασιλιά τῆς Γαλιλαίας Ἡρώδη καί τόν Πιλᾶτο, τόν ξένο δυνάστη τῆς Ἰουδαίας. Tήν ἀναγόρευση δηλώνει ἡ κραυγή βασιλεύς, πού λέγεται δημόσια ἀπό τόσο πλῆθος· ἔτσι ἀναγόρευαν τότε οἱ λαϊκές συνελεύσεις ἤ τά στρατεύματα τούς βασιλεῖς καί τούς αὐτοκράτορες. Αὐτό πού δέν πρόλαβαν νά κάνουν τά πλήθη νωρίτερα στήν Γαλιλαία, μετά τόν χορτασμό τῶν πεντακισχιλίων (βλ. Ἰω 6,15), τό κάνει στά Ἰεροσόλυμα σύσσωμος ὁ Ἰσραήλ. Σάν σέ ἐθνική συνέλευση ἀναγνωρίζει τόν Ἰησοῦ ὡς τόν βασιλιά πού τόσους αἰῶνες περίμενε, ὄχι ὑποτελῆ στούς Ρωμαίους ἀλλά πανίσχυρο κυρίαρχο, ὅπως ἦταν ὁ Δαυΐδ. Αὐτό δηλώνει ὁ ψαλμικός στίχος εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου (πρβλ. Ψα 117, 26). Ἡ ἐπευφημία αὐτή μέσα στήν ἐνθουσιώδη ἀτμόσφαιρα θυμίζει παρόμοιες σκηνές πού διαδραματίζονταν κατά τήν ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας. Tότε οἱ Ἰουδαῖοι κρατώντας κλαδιά φοινίκων ἔκαναν μεγαλοπρεπεῖς πομπές ψάλλοντας καί δοξάζοντας τόν Θεό γιά τίς εὐλογίες μέ τίς ὁποῖες τούς εἶχε εὐεργετήσει κατά τήν ἔξοδό τους ἀπό τήν Aἴγυπτο καί τήν περιπλάνησή τους στήν ἔρημο. Ἀποκορύφωμα καί ἐκπλήρωση ὅλων ἐκείνων τῶν εὐλογιῶν εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Mεσσία ἀνάμεσά τους.
 Στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἐπευφημεῖται ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὁ ὁποῖος ἐγκαθιστᾶ τήν βασιλεία του στήν γῆ. Ἀλλά γιά νά γίνει κάποιος βασιλιάς δέν ἀρκεῖ νά τόν ἀναγορεύσει ὁ λαός· πρέπει νά δεχθεῖ καί ὁ ἴδιος τήν βασιλεία. Ὁ Ἰησοῦς θέλει νά γίνει βασιλιάς τους, ὄχι ὅμως ἐπίγειος, ἐκδικητής τοῦ Ἰσραήλ, τύραννος τῶν ἐθνῶν, χορηγός ἄρτων καί θεαμάτων· ἡ δική του βασιλεία εἶναι πνευματική καί αἰώνια (βλ. Ἰω 18,36). Ἀλλά ποῦ νά τά πεῖ αὐτά, τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ ἀσυγκράτητου ἐνθουσιασμοῦ; Πῶς νά χειραγωγήσει σέ νοήματα πνευματικά τόν ἀκαλλιέργητο καί φανατικό ἐκεῖνο λαό; Δίνει τήν ἀπάντηση μέ μία σιωπηρή κίνηση, πού λέγει ἀπό μόνη της πολλά καί μέ σαφήνεια. Ἐνῶ ὁ λαός τρέχει πρός αὐτόν καί ἑτοιμάζεται νά μπεῖ μαζί του στήν ἁγία πόλη, ὁ Ἰησοῦς ἀναζητάει ἕνα πουλαράκι, κάθεται πάνω σ’ αὐτό καί μπαίνει στά Ἰεροσόλυμα. Καί μόνο ἡ θέα τοῦ πώλου ἀρκεῖ νά ἀποθαρρύνει τόν λαό, καθώς δηλώνει ἀρνητική ἀπάντηση ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ στό χρῖσμα πού τοῦ προσφέρεται. Ὁ ἀληθινός Μεσσίας γελοιοποιεῖ τόν φανταστικό ψευτομεσσία πού εἶχε πλάσσει ὁ λαός.
 Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι κατά τήν θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα ψάλλουν πανηγυρικά τόν ὕμνο πού ἔψαλλαν οἱ ἄγγελοι τήν νύχτα τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις (βλ. Λκ 2,14)83. Kαταλύθηκε πλέον ἡ ἀρχαία ἔχθρα. Ὁ Θεός εἶναι τώρα φιλικός πρός τούς ἀνθρώπους καί οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ δοξολογοῦν γι’ αὐτήν τήν καταλλαγή. Σκόπιμα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ αὐτή τήν διατύπωση παραλείποντας τό ἑβραϊκό «ὡσαννά» (βλ. Μθ 21,9· Μρ 11,9· Ἰω 12,13), ὥστε νά κατανοήσουν καλύτερα τήν ἐπευφημία οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοί. Tό νόημα εἶναι: Σήμανε πλέον ἡ ὥρα τῆς συμφιλιώσεως τοῦ Ἰσραήλ μέ τόν Θεό. Αὐτή ἐξασφαλίζει τήν οὐράνια εἰρήνη καί συνιστᾶ τήν δόξα τοῦ ὑψίστου Θεοῦ. Ψάλλοντας, βέβαια, τόν ὕμνο αὐτό οἱ Ἰουδαῖοι δέν μπο- ροῦσαν νά συλλάβουν τήν πνευματική του διάσταση· περιορίζονταν στό ὅραμα μιᾶς ἐπίγειας βασιλείας.

19,39. Καί τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπον πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου.
 Ἀνάμεσα στόν ὄχλο ὑπῆρχαν καί τινες τῶν φαρισαίων, κάποιοι φαρισαῖοι. Εἶχε ἤδη ληφθεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς συλλήψεως τοῦ Ἰησοῦ (βλ. Ἰω 11,56) καί οἱ φαρισαῖοι φροντίζουν νά τόν παρακολουθοῦν ἄγρυπνα καί προσεκτικά. Λαμβάνουν τά ἀπαιτούμενα μέτρα, γιά νά μπορέσουν νά ἐκτελέσουν ἀνενόχλητοι τά φονικά τους σχέδια, χωρίς ἀνεπιθύμητες συνέπειες. Διαπίστωσαν ὅμως ὅτι ἡ συνεχής παρουσία καί ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ γιά τόν Ἰησοῦ γινόταν μία ἀσφαλής ἀσπίδα, πού θά ἐμπόδιζε τήν πραγματοποίηση τῶν σχεδίων τους. Aὐτό ἐξάπτει τόν γνωστό φθόνο τους καί καθιστᾶ ἀφόρητη γι’ αὐτούς τήν κατάσταση. Αὐτοί σχεδιάζουν τόν θάνατο τοῦ Kυρίου καί ἐκεῖνος εἰσέρχεται θριαμβευτικά ὡς βασιλιάς στά Ἰεροσόλυμα κάτω ἀπό τίς ἐνθουσιώδεις ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ! Ἔτριζαν τά δόντια τους ἀπό τήν ἀγανάκτηση, σχολιάζει παραστατικά ὁ ἅγιος Kύριλλος, ἀλλά δέν εἶχαν τήν δυνατότητα νά ἐπιβάλουν τήν σιωπή στό πλῆθος. Γι’ αὐτό καταφεύγουν στόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ, ζητώντας τήν δική του ἐπέμβαση.
  Ἡ προσφώνηση διδάσκαλε τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ θριάμβου ὑποδηλώνει ὅτι οἱ φαρισαῖοι δέν συμφωνοῦν μέ τίς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους, πού τόν ἀναγνωρίζει ὡς τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ Mεσσία. Γι’ αὐτούς ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπό ἕναν ἁπλό διδάσκαλο. Τόν πλησιάζουν, λοιπόν, μέ τό πρόσχημα τῆς εὐσεβείας ἀλλά μέ ἐμφανῆ τήν ὑποτίμηση πού διαφαίνεται στήν προσταγή· ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου. Ἀπαιτοῦν, δηλαδή, νά ἐπιπλήξει τούς μαθητές του, γιά νά παύσουν νά τόν ἐπευφημοῦν. Κατά κάποιο τρόπο οἱ ἴδιοι ἐπιτιμοῦν τόν Ἰησοῦ, σάν νά τοῦ λένε· «Διδάσκαλε, πῶς τά ἐπιτρέπεις αὐτά; Πῶς ἀνέχεσαι νά λέγεται γιά τόν ἑαυτό σου ὁ Ψαλμός πού ἀναφέρεται στόν Μεσσία; νά δοξάζεσαι καί νά ὑμνῆσαι ὡς Θεός;».

19,40. Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται.
 Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἀποκαλύπτει πόσο ἀληθινή εἶναι ἡ ἐκτίμηση τοῦ λαοῦ γιά τό πρόσωπό του καί φανερώνει τήν αὐτοσυνειδησία του, τί ὁ ἴδιος φρονοῦσε γιά τόν ἑαυτό του. Mέ κῦρος καί αὐθεντία πού ἐξουδετερώνει τήν φαινομενική κυριαρχία τῶν φαρισαίων δηλώνει ὅτι τοῦ ἁρμόζουν οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ λαοῦ καί, πράγματι, στό πρόσωπό του ἐκπληρώνονται οἱ μεσσιακές προφητεῖες. Ἔτσι οἱ φαρισαῖοι παίρνουν τώρα σαφῆ καί χωρίς περιστροφές τήν ἀπάντηση σ’ ἐκεῖνο πού παλαιότερα τόν εἶχαν ρωτήσει· «εἰ σὺ εἶ ὁ Xριστός, εἰπὲ ἡμῖν παρρησίᾳ» (Ἰω 10,24).
 Ἡ παροιμιώδης ἔκφραση οἱ λίθοι κεκράξονται ἀπαντᾶ ἐπίσης στό Tαλμούδ ἀλλά καί σέ ἄλλα κείμενα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Tονίζει τήν ἀλήθεια ἑνός γεγονότος89· κι ἄν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν λογική γιά ὁποιοδήποτε λόγο δέν ὁμολογοῦν καί δέν ἀναγνωρίζουν κάτι ἀδιαμφισβήτητο, τότε θά μιλήσουν οἱ πέτρες (πρβλ. Ἀβ 2,11). Στήν προκειμένη περίπτωση ὁ λόγος αὐτός, τόν ὁποῖο μέ αὐστηρότητα καί μεγαλοπρέπεια διατυπώνει ὁ Kύριος, δέν ἦταν ἁπλῶς μία παροιμία ἀλλά μία προφητεία, ἡ ὁποία σύντομα θά ἐκπληρωθεῖ. Τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς παρέδωσε τό πνεῦμα του τό καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ σχίσθηκε στά δύο, ἀπό πάνω ἕως κάτω, καί ἡ γῆ ἄνοιξε καί οἱ πέτρες σχίσθηκαν καί τά μνήματα ἄνοιξαν καί πολλοί νεκροί ἀναστήθηκαν (βλ. Μθ 27,51-52). Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦσαν, ἀναμφισβήτητα, μία ἰσχυρή κραυγή καί ὁμολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἦταν ἕνα τυχαῖο πρόσωπο, ἕνας κοινός ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Καί ἀργότερα ἐπίσης, κατά τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ ἀπό τά ρωμαϊκά στρατεύματα τό 70 μ.Χ., σημειώνεται μία δεύτερη ἐπαλήθευση τῆς προφητείας. Καθώς τά πάντα ξεθεμελιώνονται, οἱ ἄνθρωποι ἀναγκαστικά σιωποῦν καί οἱ λίθοι κράζουν γιά τήν δίκαιη τιμωρία τῆς θεοκτόνου πόλεως.


Στεργίου Σάκκου
Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τ. Γ΄, σελ. 119-132
   

Παρασκευή, 26 Απρίλιος 2024 03:00

Κυρ. Βαΐων Ἰω 12,1-18

Λέξεις:
1. ὁ τεθνηκώς = πού εἶχε πεθάνει
ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν = τόν ὁποῖο ἀνέστησε
2. εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ = ἦταν ἕνας ἀπό αὐτούς πού ἦταν ξαπλωμένοι μαζί του στό τραπέζι.
3. λίτραν μύρου = μιά λίτρα ἄρωμα
νάρδου πιστικῆς = ἀπό νάρδο ρευστή,
ὑγρή ἐξέμαξε = σκούπισε
ἐπληρώθη = γέμισε
5. οὐκ ἐπράθη = δέν πουλήθηκε
τριακοσίων δηναρίων = γιά 300 δηνάρια
6. οὐχ ὅτι περί τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ = ὄχι γιατί τόν ἔνοιαζε γιά τούς φτωχούς
τό γλωσσόκομον = τό ταμεῖο τά βαλλόμενα
ἐβάσταζεν = κρατοῦσε αὐτά (τά χρήματα) πού ἔβαζαν
7. εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου = γιά τήν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου
τετήρηκεν αὐτό = τό φύλαξε
8. μεθ’ ἑαυτῶν = μαζί σας
9. ἔγνω = ἔμαθε
10. ἐβουλεύσαντο = ἀποφάσισαν
11. πολλοί δι’ αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων = πολλοί Ἰουδαῖοι πῆγαν γι’ αὐτόν
13. τά βαΐα τῶν φοινίκων = τά κλαδιά ἀπό τίς χουρμαδιές
ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ = βγῆκαν γιά νά τόν προϋπαντήσουν
14. ὀνάριον = ἕνα γαϊδουράκι
15. ἐπί πῶλον = πάνω σέ πουλάρι
16. τό πρῶτον = στήν ἀρχή ταῦτα
ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα = αὐτά ἦταν γραμμένα γι’ αὐτόν
17. ἐμαρτύρει = ἔδινε μαρτυρία.
Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
 
 Ἡ περικοπή παρουσιάζει δύο περιστατικά ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού συνέβησαν λίγες μέρες πρίν ἀπό τό πάθος καί τήν ἀνάστασή του.
 α) Ἡ μύρωση τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τή Μαρία στή Βηθανία (12,1-11).
 β) Ἡ θριαμβευτική εἴσοδός του στά Ἰεροσόλυμα (12,12-19).
 Τά ἴδια περιστατικά ἀναφέρονται καί στό Μθ 26,6-13· Μρ 14,3-10 (μύρωση τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τή Μαρία)· Μθ 21,1-11· Μρ 11,1-10· Λκ 19,28-39 (θριαμβευτική εἴσοδος στά Ἰεροσόλυμα).
 Καθώς ἀρχίζει ἡ ἑβδομάδα τοῦ πάθους, κατά τήν ὁποία θά δοῦμε τόν Ἰησοῦ στήν ἔσχατη ταπείνωσή του καί στήν τέλεια ἐξουθένωση, μέ τήν εὐαγγελική αὐτή περικοπή ἡ Ἐκκλησία μᾶς τόν παρουσιάζει στή βασιλική του δόξα. Στό πρῶτο περιστατικό ἡ Μαρία μέ τό μύρο της τόν χρίει ὅπως ἔχριαν τούς βασιλεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Στό δεύτερο, ὁ λαός τῶν Ἰεροσολύμων τόν ἀνακηρύσσει ἐπίσημα βασιλιά του. Ἡ στάση τοῦ Ἰησοῦ στά δύο αὐτά περιστατικά ἀποκαλύπτει τί εἴδους βασιλιάς εἶναι.

 

12,1. Ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς πρό ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
 ἦλθεν εἰς Βηθανίαν: Μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου πού εἶχε γίνει πρίν ἀπό λίγο καιρό, ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἀποσυρθεῖ μαζί μέ τούς μαθητές του στήν πόλη Ἐφραίμ, κοντά στήν ἔρημο (Ἰω 11,54). Ἤθελε νά ἀποφύγει τούς φαρισαίους οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον του καί εἶχαν ἤδη ἀποφασίσει τό θάνατό του.
 Ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα ἦρθε στή Βηθανία γιά νά συμμετάσχει στήν καθιερωμένη γιορτή τοῦ Πάσχα, πού γινόταν στά Ἰεροσόλυμα. Ἡ Βηθανία ἦταν προάστιο τῆς Ἰερουσαλήμ, ἀπό τήν ὁποία ἀπεῖχε 3 χιλιόμετρα. Ὅσες φορές πήγαινε ὁ Ἰησοῦς μέ τούς μαθητές του στά Ἰεροσόλυμα γιά τό Πάσχα ἤ γιά ἄλλες γιορτές, φιλοξενοῦνταν στή Βηθανία, στό σπίτι τοῦ Λαζάρου. Κάθε πρωί πήγαινε στά Ἰεροσόλυμα, κήρυττε ὅλη τή μέρα, καί τό βράδυ γύριζε στή Βηθανία.

12,2. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καί ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δέ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ.
 ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ: Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι ὁ Ἰησοῦς φιλοξενήθηκε «ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ» (Μθ, 26,6· Μρ 14,3). Ὁ Σίμων ὁ λεπρός ἦταν ὁ πατέρας τῶν τριῶν ἀδελφῶν Λαζάρου, Μάρθας καί Μαρίας. Τότε πού φιλοξενοῦνταν ὁ Ἰησοῦς στό σπίτι αὐτό, ὁ Σίμων δέν ζοῦσε. Ἴσως εἶχε πεθάνει ἀπό λέπρα, πρίν ἀπό χρόνια, γι’ αὐτό καί τό σπίτι του λεγόταν «οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ».
 ἡ Μάρθα διηκόνει: Ἡ Μάρθα ἦταν νοικοκυρά καί ἀνδρεία γυναίκα, μέ τήν ἔννοια πού ἔχει ἡ λέξη στίς Παροιμίες (29,28). Τήν ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη της πρός τόν διδάσκαλο τήν ἐκφράζει διακονώντας τον. 
 ὁ δέ Λάζαρος εἷς τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ: Ἀναφέροντας αὐτή τή λεπτομέρεια ὁ εὐαγγελιστής τονίζει ὅτι ὁ Λάζαρος εἶχε ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς φυσιολογικῆς ζωῆς. Δηλαδή μετά τήν ἀνάστασή του ζοῦσε καί συναναστρεφόταν κανονικά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἔτρωγε μαζί τους, κτλ.

12,3. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τούς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ· ἡ δέ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου.
 Τό περιστατικό αὐτό, ὅπως εἴπαμε, τό διηγοῦνται καί οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος, ἐκεῖνοι ὅμως δέν ἀναφέρουν τό ὄνομα τῆς Μαρίας. Λένε ἁπλῶς «γυνή τις», ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέει ὅτι ἦταν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου καί τῆς Μάρθας. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς διηγεῖται μία ἄλλη μύρωση, πού δέχθηκε ὁ Ἰησοῦς ἀπό μία ἁμαρτωλή γυναίκα, στό σπίτι κάποιου Σίμωνα φαρισαίου (Λκ 7,36-50). Πρόκειται γιά δύο ἐντελῶς ξεχωριστά καί ἄσχετα περιστατικά. Τό περιστατικό πού διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔγινε στή Γαλιλαία, πολύ πρίν ἀπό τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ, καί ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα ἐξέφρασε μ’ αὐτό τή μετάνοιά της. Ἡ μύρωση τήν ὁποία ἀναφέρουν οἱ εὐγγελιστές Ματθαῖος, Μᾶρκος καί Ἰωάννης ἔγινε στήν Ἰουδαία, στή Βηθανία, 6 μέρες πρίν ἀπό τή σταύρωση, καί μέ τήν πράξη της αὐτή ἡ Μαρία δήλωνε τήν ἀγάπη καί τό σεβασμό της πρός τόν Διδάσκαλο.
 Ἐπίσης δέν πρέπει νά συγχέουμε τή Μαρία αὐτή μέ τή Μαρία τή Μαγδαληνή. Ἡ Μαγδαληνή ἦταν ἀπό τή Γαλιλαία καί ἡλικιωμένη, ἐνῶ ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου ἦταν ἀπό τήν Ἰουδαία καί νεαρή στήν ἡλικία.
 λίτρα: Μέτρο γιά ὑγρά, ἦταν περίπου 325 γραμμάρια.
 μύρου νάρδου πιστικῆς: Ἄρωμα ὑγρῆς νάρδου. Ἡ νάρδος ἦταν ἕνα ἰνδικό ἀρωματικό φυτό. Κυκλοφοροῦσε στήν ἀγορά μέ δύο μορφές. α) Σέ δέσμες ξηρῶν φυτῶν καί β) σέ ρευστό ἄρωμα, πού ἔβγαινε ὡς ἀπόσταγμα ἀπό μεγάλη ποσότητα ξηρῶν φυτῶν νάρδου.
 Τό ρευστό ἄρωμα εἶναι ἡ πιστική νάρδος, πού ἦταν πολύ πιό ἀκριβή ἀπό τήν ξηρά νάρδο, γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τήν ὀνομάζει «πολύτιμον», ἐνῶ ὁ Ματθαῖος λέει ὅτι ἦταν «βαρύτιμος» καί ὁ Μᾶρκος «πολυτελής». Ὅλα σημαίνουν ὅτι κόστιζε πολύ, ἦταν πανάκριβη. Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι τό δοχεῖο τοῦ μύρου ἦταν «ἀλάβαστρον». Τό ἀλάβαστρο ἦταν ἕνα στενόμακρο ἀγγεῖο, ὅπου φύλαγαν πολύτιμα ὑγρά, συνήθως ἀρώματα. Δέν εἶχε στόμιο· ἦταν σάν τίς σημερινές γυάλινες ἀμποῦλες τῶν ἐνέσεων. Γιά νά χρησιμοποιήσουν τό ἄρωμα, ἔσπαζαν τό λαιμό τοῦ ἀγγείου. Ἔτσι, τό ἀλάβαστρο ἦταν ἀγγεῖο μιᾶς μόνο χρήσεως.
 ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ: Οἱ ἀρχαῖοι ἔτρωγαν ξαπλωμένοι σέ ντιβάνια καί φυσικά χωρίς παπούτσια· τό καλοκαίρι μάλιστα καί χωρίς κάλτσες. Ἐπειδή τότε οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν πολλές πορεῖες, τά πόδια τους σκονίζονταν καί μύριζαν ἄσχημα. Γι’ αὐτό, ὅταν φιλοξενοῦσαν οἱ νοικοκυρές ἕναν ξένο, συνήθιζαν νά τοῦ πλένουν τά πόδια, ὅπως σήμερα π.χ. τοῦ κρατοῦν τό ἐπανοφώρι γιά νά τό φορέσει ἤ τοῦ βάφουν τά παπούτσια. Σέ ἐπίσημες φιλοξενίες ἤ στίς γιορτές, μετά τό πλύσιμο ἄλειφαν τά πόδια καί μέ 1-2 γραμμάρια ἄρωμα. Φυσικά ἄλειφαν μόνο τό κάτω πόδι, τό πέλμα, πού μπαίνει στό παπούτσι, γιατί αὐτό μύριζε. Γι’ αὐτό καί ἡ Μαρία τά πόδια τοῦ Κυρίου τά ἄλειψε μέ μύρο. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ μύρωση ἔγινε μετά τό πλύσιμο, πού μπορεῖ νά τό ἔκανε ἡ ἴδια ἡ Μαρία ἤ κάποιος ἄλλος. Ἀλλά ἀντί νά βάλει 1-2 γραμμάρια ἄρωμα, ἔκανε μία πρωτάκουστη πολυτέλεια. Τόν μύρωσε μέ μία λίτρα ἄρωμα, δηλαδή 325 γραμμάρια. Ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, τό ἄρωμα τό ἔχυσε ἡ Μαρία ὄχι μόνο στά πόδια, ἀλλά καί στό κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δείχνοντας ἔτσι τήν ὑπερβολική ἀγάπη της.
 ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ: Γιά μιά ἰουδαία γυναίκα ἦταν πολύ ἐξευτελιστικό νἄχει λυμένα τά μαλλιά της. Ἀλλά ἡ Μαρία ὄχι ἁπλῶς τά λύνει· τά κάνει καί πετσέτα γιά νά σκουπίσει τά πόδια τοῦ Διδασκάλου.

12,4-5. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Σίμωνος ᾿Ισκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καί ἐδόθη πτωχοῖς;
 Τό μύρο, ὅπως τό ἐκτιμᾶ ὁ Ἰούδας, κόστιζε γύρω στά 300 δηνάρια. Ἕνα δηνάριο ἦταν ἕνα μεροκάματο γιά ἐργάτη. Ὅλο τό μύρο κόστιζε 300 δηνάρια. Τό ποσό αὐτό ἦταν σεβαστό γιά τούς φτωχούς μαθητές τοῦ Κυρίου. Τόσα χρήματα αὐτοί δέν τά 'βγαζαν οὔτε σ’ ἕνα χρόνο. Γι’ αὐτό καί παραπονοῦνται ὅλοι, ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Γι’ αὐτούς ὅμως ἦταν μόνο ζήτημα νοοτροπίας ἡ ἀντίδραση. Ἁπλῶς ἦταν ἀσυνήθιστοι νά βλέπουν μιά τέτοια σπατάλη. Ἐνῶ ὁ Ἰούδας εἶχε εἰδικό λόγο νά ἀγανακτεῖ. Τόν δάγκωνε τό πάθος του. Γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει μόνο τή δική του ἀντίδραση.
 Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης: Ὁ Ἰούδας ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μαθητές τοῦ Κυρίου καί ὀνομαζόταν Ἰσκαριώτης, ἴσως διότι καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ἰσκαριώθ ἤ Καριώθ.
 ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι: Ἐδῶ φαίνεται πόσο θεόπνευστος καί πνευματοκίνητος εἶναι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Δέν ἐκφράζει κανένα παράπονο. Δέν λέει κανένα κακό λόγο ἐναντίον τοῦ προδότη Ἰούδα. Μᾶς διηγεῖται μόνο τήν ἱστορία χωρίς νά ἀνακατεύει καθόλου σ’ αὐτή τά δικά του συναισθήματα.

12,6. Εἶπε δέ τοῦτο οὐχ ὅτι περί τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ' ὅτι κλέπτης ἦν, καί τό γλωσσόκομον εἶχε καί τά βαλλόμενα ἐβάσταζεν.
 τό γλωσσόκομον: Ἦταν μιά μικρή θήκη ὅπου οἱ αὐλητές (ὀργανοπαῖκτες) ἔβαζαν τή γλῶσσα τοῦ αὐλοῦ. Ἔπειτα ὀνομάσθηκε γλωσσόκομο καί κάθε κιβώτιο ἤ θήκη καί εἰδικώτερα τό σακκούλι ὅπου φύλαγαν τά νομίσματα, τό πορτοφόλι.

12,7. Εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.
 
εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό:
Τήν ἔκφραση αὐτή μᾶς τήν ἐξηγοῦν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, πού γράφουν· «προέλαβε μυρίσαι μου τό σῶμα εἰς τόν ἐνταφιασμόν» (Μθ 26,12-13· Μρ 14,8-9). Πρίν θάψουν τόν νεκρό, συνήθιζαν νά τόν ἀλείφουν μέ μύρα. Αὐτό λεγόταν ἐνταφιασμός. Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει ὅτι μυρώνοντάς τον ἡ Μαρία τοῦ προσέφερε ἄθελά της αὐτή τήν τελευταία προσφορά ἀγάπης, διότι σέ λίγες μέρες τό σῶμα του, ἔχοντας ἀκόμη τή μυρωδιά τοῦ μύρου, θά μπεῖ στόν τάφο.

12,10-11. Ἐβουλεύσαντο δέ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καί τόν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοί δι' αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καί ἐπίστευον εἰς τόν Ἰησοῦν.
 Ὁ Λάζαρος γίνεται πλέον ἐνοχλητικός στούς φαρισαίους, γιατί ἐξαιτίας του πολλοί ἔτρεχαν νά δοῦν τόν Ἰησοῦ.

12,12-13. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων καί ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καί ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεύς τοῦ ᾿Ισραήλ.
baion ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν:
Γιά τό Πάσχα μαζεύονταν στά Ἰεροσόλυμα οἱ Ἰουδαῖοι ὅλης τῆς Παλαιστίνης καί τῆς διασπορᾶς. Ὅλοι αὐτοί εἶχαν ἀκούσει γιά τόν Ἰησοῦ καί ἤθελαν νά τόν δοῦν.
 ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων: Βάια λέγονται τά κλαδιά τῶν φοινίκων. Ἦταν σύμβολο θριάμβου κατά τήν ἀρχαιότητα (βλ. Α’ Μακ. 13,51· πρβλ. Ἀπ 7,9), ὅπως ἦταν σέ ἄλλα μέρη τά κλαδιά ἐλιᾶς, δάφνης ἤ πεύκου.
 ὡσαννά, εὐλογημένος... Κυρίου: Ὁ στίχος ἀναφέρεται στόν 117ο ψαλμό (στ. 25-26). Ἡ λέξη «ὡσαννά» εἶναι ἑβραϊκή καί σημαίνει «σῶσον δή», δηλαδή «σῶσε μας, λοιπόν, Κύριε». Μέ τήν κραυγή αὐτή οἱ Ἰουδαῖοι ἀνακηρύσσουν τόν Ἰησοῦ βασιλιά καί περιμένουν ἀπό αὐτόν τή σωτηρία τους.

12,15. Μή φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου.
 Τά λόγια αὐτά εἶναι ἀπό τόν προφήτη Ζαχαρία (9,9), ὁ ὁποῖος λέει: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἰερουσαλήμ· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καί σῴζων αὐτός, πραΰς καί ἐπιβεβηκὼς ἐπί ὑποζύγιον καί πῶλον νέον».

12,17. ᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καί ἤγειρεν αὐτόν ἐκ νεκρῶν.
 ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου: Βαθειά ἐντύπωση ἔκανε στόν κόσμο ὄχι μόνο τό ὅτι ἀνέστησε ὁ Χριστός τόν Λάζαρο, ἀλλά καί τό πῶς τόν φώναξε νά βγεῖ ἀπό τό μνῆμα. Αὐτό ἔδειχνε περισσότερο ὅτι δέν εἶναι προφήτης, ὅπως ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισσαῖος, ἀλλά εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.

12,19. Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρός ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; Ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν.
 Οἱ φαρισαῖοι βλέποντας τήν ὑποδοχή πού κάνει ὁ λαός στόν Ἰησοῦ ἀγωνιοῦν καί ταράσσονται μήπως δέν πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιό τους καί παρακινοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο νά ἐπισπεύσουν τή σύλληψη.

Τά κυριώτερα νοήματα
 
 1. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη κρίνεται ἀπό τά κίνητρά της: Οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης ποτέ δέν ζυγίζονται μέ τή ζυγαριά τῆς χρησιμότητος. Τό νά ξοδέψει ἡ Μαρία ἕνα πανάκριβο ἄρωμα γιά ἕνα ἀρωμάτισμα τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ἐγκληματικός Ἰούδας τό βλέπει σάν σπατάλη ἀσυγχώρητη, οἱ ἀφώτιστοι μαθητές σάν περιττό ἔξοδο, ἀλλά ὁ Ἰησοῦς τό ἐκτιμᾶ σάν τήν πιό μεγάλη πράξη ἀγάπης. Ὁ Ἰούδας δαγκώνεται καί πληγώνεται ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας του, πού τόν ὤθησε στή μεγαλύτερη προδοσία τῶν αἰώνων. Γι’ αὐτό καί ἀναλαμβάνει τήν «ὑπεράσπιση» τῶν φτωχῶν. Ὅταν τά βασικά πράγματα, ὅπως ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπείνωση, λείψουν, τότε οἱ ἐκδηλώσεις τους, ὅπως εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, δέν ἔχουν καμία ἀξία. Καί ἀντίστροφα πάλι, ἐνῶ δέν παύει ποτέ νά εἶναι μεγάλη ἀρετή ἡ ἐλεημοσύνη, ὅμως πράξεις πού κινοῦνται ἀπό τά ἴδια περίπου κίνητρα, μποροῦν νά εἶναι ἀνώτερες καί ἀπό τήν ἐλεημοσύνη. Τή στιγμή πού ὁ Ἰούδας κατακλέπτει τό ταμεῖο τῶν φτωχῶν μαθητῶν πού προορίζεται γιά τούς φτωχούς, πῶς ἔχει τό θράσος νά μιλᾶ γιά ἐλεημοσύνη καί φιλανθρωπία; Τί ἀγάπη γιά τούς φτωχούς μποροῦσε νά φωλιάζει μέσα σέ μιά καρδιά πού δέν εἶχε ἀγάπη γιά τό Διδάσκαλό της;
 Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ στά δῆθεν φιλανθρωπικά αἰσθήματα τοῦ Ἰούδα, «ἄφες αὐτήν, εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό…», εἶναι μία πολλαπλή ἀπάντηση σέ ὅλους, τόσο στή Μαρία, πού ἦταν γυναίκα λεπτότητος καί ἀγαποῦσε περιπαθῶς τόν Κύριό της, ὅσο καί στή Μάρθα, στήν ἱκανή γιά δουλειές καί γυναίκα ἀνδρεία (Πρμ 28,29), καί στούς μαθητές. Τή Μαρία τήν παρεξήγησαν, ἄλλοτε μέν ἡ Μάρθα σάν ὀκνηρή καί φυγόπονη καί τώρα οἱ μαθητές σάν ἀνόητη καί νοσηρή καί σπάταλη γυναίκα. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς, αὐτός πού κατασκεύασε τίς ψυχές ὅλων, γνωρίζει καί πῶς λειτουργεῖ ἡ κάθε μιά· μόνον αὐτός εἶδε τό μεγαλεῖο τῆς πράξεως τῆς Μαρίας. Γι’ αὐτό ἀπαντᾶ ὅπως πάντοτε. Πρός τή Μαρία: «Μαρία, θέλεις λοιπόν νά εἶσαι πάντοτε μαζί μέ τόν Διδάσκαλο, νά τόν ἀκοῦς καί ν’ ἀρωματίζεις τά πέλματά του; Μή φοβᾶσαι. Σέ κανένα δέν ἐπιτρέπω νά σοῦ ἀφαιρέσει τήν ἀγαθή αὐτή μερίδα πού σοῦ ἀρέσει καί τήν διάλεξες. Θέλεις νά εἶσαι πάντα μαζί μου; Μαζί μου λοιπόν θά εἶσαι στήν αἰωνιότητα, ἀλλά καί στήν ἱστορία τῆς γῆς· ὅπου θά κηρύττομαι ἐγώ, θά κηρύσσεται καί ἡ πράξη σου. Θά μείνεις γιά πάντα στά Εὐαγγέλιά μου ἀπαθανατισμένη, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν στάση, ν’ ἀλείφεις τά πόδια τοῦ Διδασκάλου σου μέ μύρα. Ὅπου θά λατρεύουν ἐμένα, θά μνημονεύεσαι καί σύ».
 Καί πρός τήν Μάρθα: «Μάρθα, ἐσύ βλέπε τά δικά σου· ποιός σοῦ εἶπε νά μπλεχτεῖς σέ τόσα φαγητά; Δέν ἔφθανε τό ἕνα; Δέν σοῦ ἐπιτρέπω ὅμως νά θίξεις τήν μερίδα τῆς Μαρίας». Πρός τούς μαθητές: «Ἀκοῦστε σεῖς πού σκανδαλίζεσθε. Ὄχι μόνο σᾶς ἀπαγορεύω νά ἐνοχλεῖτε αὐτή τήν κόρη, ἀλλά καί σᾶς διατάζω, ὅταν θά μέ κηρύξετε νά μνημονεύετε μαζί μου κι αὐτήν καί ὅταν θά γράψετε τά εὐαγγέλια, θά σημειῶστε κι αὐτή της τήν πράξη πού γι’ αὐτήν σεῖς ἐνοχληθήκατε. Τό ἀκοῦτε;». Καί πρός τόν Ἰούδα: «Καί σύ, μαύρη ψυχή, πού τόσο ἀγαπᾶς τούς φτωχούς, μάθε ὅτι ἀκόμη θά εὐωδιάζει στά πόδια μου αὐτό τό ἄρωμα, ὅταν μετά ἀπό 4-5 μέρες, θά μέ βάλεις μέ τήν προδοσία σου στόν τάφο. Τί μνημονεύεις τούς φτωχούς; Τί σέ πειράζει αὐτή ἡ σπατάλη, ὅταν μέσα σου μέ ἔχεις ἤδη δολοφονήσει, μέ ἔχεις πουλήσει ἀντί χρημάτων; Γιατί ἡ ἀγάπη ἡ περίσσεια αὐτῆς τῆς κόρης σ’ ἐνοχλεῖ, καί δέν σέ ἐνοχλεῖ ἡ περίσσεια καί ἀδικαιολόγητη κακία σου; Ἔ, λοιπόν, ἀφοῦ σύ ἀδικαιολόγητα μέ στέλνεις στόν τάφο -καί μή νομίσεις ὅτι μοῦ τό κρύβεις-, ἀδικαιολόγητα κι αὐτή μέ μυρώνει γιά τόν ἐνταφιασμό μου».
 Αὐτά τά νοήματα εἶχε γιά τόν καθένα ἀπό τούς παρευρισκόμενους ἡ ἁπλή καί εὐγενική ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ.
 Πολλές φορές μερικές ψυχές δείχνουν τήν ἀγάπη ἤ τήν πίστη καί τό σεβασμό τους μ’ ἕνα παράξενο καί ἀσυνήθιστο τρόπο. Ὁ Ζακχαῖος ἀνέβηκε στό δένδρο, ὁ ἑκατόνταρχος δέν ἤθελε τόν Κύριο στό σπίτι του, ὁ Πέτρος τοῦ ἔλεγε νά φύγει ἀπό τό πλοιάριό του, ἡ Μαρία σπατάλησε τό πανάκριβο μύρο, ὁ Νέστορας μονομάχησε μέ τόν Λυαῖο. Αὐτά τά πράγματα ἔχουν ἀσύγκριτη ἀξία, ἀλλά γίνονται μόνο μία φορά. Κάθε μίμησή τους ὄχι μόνο δέν ἔχει ἀξία, ἀλλά πολλές φορές εἶναι καί πράξη ἁμαρτωλή. Ἡ πρώτη φορά, τότε πού γίνονται αὐθόρμητα, δείχνει τήν πρόθεση, ἐνῶ οἱ ἄλλες φορές εἶναι προφάσεις σχεδιασμένης ἁμαρτίας. Ὁ Κύριος ἐνδιαφέρεται γιά τήν πρόθεση καί τά κίνητρα καί σύμφωνα μ’ αὐτά κρίνει κάθε μας πράξη.
 2. Ἡ παρουσία τῶν πιστῶν ἐνοχλεῖ τούς ἀπίστους: Ὁ Λάζαρος καί μόνο μέ τό νά ζῆ ἦταν κήρυκας τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ. Θά ἦταν ἀνώφελο γιά τούς ἀρχιερεῖς νά φονεύσουν τόν Ἰησοῦ καί ν’ ἀφήσουν τόν Λάζαρο. Καί ὁ Ἰησοῦς μέν «ἁμάρτησε» γιατί ἀνέστησε τόν Λάζαρο. Ἀλλά τί ἁμαρτία ἔκανε ὁ Λάζαρος πού ἀναστήθηκε; Ἐδῶ εἶναι καλό νά συσχετίσουμε τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδά, τόν ἐκ γενετῆς τυφλό καί τόν Λάζαρο, διότι αὐτά τά τρία σημεῖα εἶναι τά σημεῖα πού περισσότερο ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα προκάλεσαν τήν ἐντύπωση καί τόν θαυμασμό. Εἶναι τά σημεῖα πού ἀποτελοῦν καί ἀπάντηση τούς ἀρχιερεῖς καί φαρισαίους, καί κλήση στήν πίστη καί τήν μετάνοια, καί ἔλεγχο τῆς πωρώσεώς τους. Πρίν ἀπό αὐτά μεγάλο σημεῖο ὑπῆρξε ἡ ἐπίδειξη τοῦ Ἰωάννου Βαπτιστοῦ καί ἡ θεοφάνεια κατά τή βάπτιση. Μετά ἀπό αὐτά τό «σημεῖον Ἰωνᾶ», ἡ ἀνάστασή του. Οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ φαρισαῖοι καί ἡ πλειονότητα τῶν Ἰουδαίων σέ ὅσα ἔγιναν κατά τή βάπτιση δέν πίστευσαν. Στά τρία μεγάλα σημεῖα ἔδειξαν προοδευτικά μεγαλύτερη πώρωση καί σκληρότητα. Καί τήν ἔδειξαν πρός τούς ἀνθρώπους πού δέχθηκαν τήν εὐεργεσία τῶν σημείων. Τόν παραλυτικό τόν ἐπέπληξαν, τόν τυφλό τόν πέταξαν ἔξω, τόν Λάζαρο ἀποφάσισαν νά τόν φονεύσουν, νά τόν ἐπαναφέρουν στόν τάφο, γιά νά γίνει ἀνύπαρκτη ἡ ἀνάσταση πού ἔγινε. Τήν τρίτη φορά ἔδειξαν ὅτι καί ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, αὐτούς τούς ἐνοχλεῖ πλέον ὁ ἴδιος ὁ Θεός Πατήρ. Γιατί, ποιός ἄλλος ἀνέστησε τόν Λάζαρο ἀπό τούς νεκρούς; Θεομάχοι πιά ἀποδείχτηκαν, καί χριστοκτόνοι θά γίνουν ἀργότερα. «Σύντριμμα καί ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν» (Ψα 13,3).
 3. Ὁ Βασιλιάς Ἰησοῦς: Σέ ἐθνική συνέλευση ὁ Ἰσραήλ ἀναγνωρίζει τόν Ἰησοῦ ὡς τόν Χριστό πού τόσους αἰῶνες ἀνέμενε. Σ’ αὐτήν τήν μεσσιανικότητά του πιστεύει ἀπό τά σημεῖα πού ἔκανε καί μάλιστα ἀπό τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Τόν χρίει βασιλιά ὄχι ὑποτελῆ στούς Ρωμαίους ἀλλά βασιλιά σάν τόν Δαβίδ, κυρίαρχο καί παντοδύναμο. Καθαιρεῖ αὐτομάτως τόν Ἡρώδη τῆς Γαλιλαίας καί τόν ἐπίτροπο τῆς Ἰουδαίας Πιλᾶτο. Ἔτσι ὁ Ἰσραήλ κάνει αὐτό πού δέν πρόλαβε νά κάνει στήν Γαλιλαία, ὅταν ὁ Ἰησοῦς τούς χόρτασε μέ ἄρτους (Ἰω 6,15). Ὅμως, γιά νά γίνει κάποιος βασιλιάς, δέν ἀρκεῖ νά τόν ἀναγορεύσει ὁ λαός. Πρέπει νά τό δεχθεῖ καί ὁ ἴδιος. Καί ποιός ἄνθρωπος δέν δέχεται πρόθυμα τό βασιλικό χρῖσμα, ὅταν τοῦ τό προσφέρει ὁ λαός; Νά, ὅμως πού ὁ Ἰησοῦς δέν τό δέχεται. Ἤ μᾶλλον, δέχεται μέ ὅρους σκληρούς γιά τόν Ἰσραήλ. Δέχεται νά γίνει βασιλιάς τους αἰώνιος καί πνευματικός, χωρίς νά καθαιρεῖ τούς τυράννους, ὄχι βασιλιάς ἐπίγειος, ἐκδικητής τοῦ Ἰσραήλ καί τύραννος τῶν ἐθνῶν. Πῶς ὅμως νά τά πεῖ ὅλα αὐτά σ’ ἐκεῖνο τό πλῆθος πού παραληροῦσε ἀπό τόν ἐθνικό του ἐνθουσιασμό; Πῶς νά τούς ἀποσπάσει τόν νοῦ ἀπό τά ἐπίγεια καί ὑλικά καί νά τούς χειραγωγήσει σέ νοήματα πνευματικά καί μάλιστα ἐκείνη τήν ὥρα; Ἔχει ὁ Ἰησοῦς τόν τρόπο του. Τούς δίνει τήν ἀπάντηση μέ μιά χειρονομία σιωπηρή πού λέει πολλά. Ζητεῖ ἕνα «ὀνάριον» καί κάθεται πάνω σ’ αὐτό. Ἔτσι ἐπιτελεῖ τόν θρίαμβό του στά Ἰεροσόλυμα. Καί μόνο ἡ θέα τοῦ ὀναρίου ἀρκεῖ νά ἀποθαρρύνει τόν λαό καί νά δώσει ἀρνητική ἀπάντηση στήν ἀναγόρευση. Ὁ ἐπίγειος βασιλιάς ἀνεβαίνει σέ ἵππο πολεμικό καί ὑπερήφανο· τό ὀνάριο σημαίνει· «Ὄχι, ἀπαράδεκτο τό χρῖσμα πού προσφέρετε». Βασιλιά κατακτητή καί ἐκδικητή θέλεις, λαέ; Νά, πάρε τον πάνω σέ ὀνάριο· σοῦ ἀρέσει; Ὁ ἀληθινός Μεσσίας γελοιοποίησε τόν φανταστικό ψευδομεσσία πού εἶχε πλάσει ὁ λαός.
Στεργίου Σάκκου,
Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)