Ἐπειδή οἱ Ἰουδαῖοι ἄκουγαν ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο παίρνοντας χῶμα ἀπό τή γῆ, γι’ αὐτό κι ὁ Χριστός ἔπλασε μ’ αὐτό τόν τρόπο. Τό νά πεῖ ὅτι ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος πού πῆρε χῶμα ἀπό τή γῆ καί ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, φαινόταν ἀπαράδεκτο στούς ἀκροατές· ἀποδεικνύοντάς το ὅμως μέ τό ἔργο ἔπαυε πλέον νά προκαλεῖ.
Γι’ αὐτό, λοιπόν, κι αὐτός παίρνοντας χῶμα κι ἀνακατεύοντάς το μέ τό σάλιο, φανέρωσε μ’ αὐτό τόν τρόπο τήν κρυμμένη δόξα του. Δέν εἶναι βέβαια μικρή δόξα τό νά θεωρηθεῖ δημιουργός τῆς κτίσεως. Διότι ἀπ’ αὐτό προστίθονταν καί τά ἄλλα, ἀπό τό μέρος βεβαιωνόταν καί τό ὅλον. Ἡ πίστη γιά τό μεγαλύτερο βεβαίωνε καί τό μικρότερο.
Ὁπωσδήποτε ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό πολυτιμότερο πρᾶγμα ἀπό ὅλη τήν κτίση, καί τό πολυτιμότερο ἀπό τά μέλη μας εἶναι τό μάτι. Γι’ αὐτό καί δέν δημιούργησε ἁπλῶς τά μάτια, ἀλλά τά δημιούργησε μ’ ἐκεῖνο τόν τρόπο. Ὅ,τι εἶναι ὁ ἥλιος γιά τήν οἰκουμένη, αὐτό εἶναι τό μάτι γιά τό σῶμα. Ἄν σβήσεις τήν ἥλιο, ἔχασες καί τάραξες τά πάντα. Ἄν σβήσεις τά μάτια, εἶναι πλέον ἄχρηστα καί τά πόδια καί τά χέρια καί ἡ ψυχή. Φεύγει ἡ γνώση ἄν ἀρρωστήσουν αὐτά, διότι μ’ αὐτά γνωρίσαμε τόν Θεό. «Τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ, ἀπό κτίσεως κόσμου, τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται».
Δέν εἶναι, λοιπόν, τό μάτι μόνο λυχνάρι τοῦ σώματος, ἀλλά καί τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό καί εἶναι στημένο σάν σέ μιά βασιλική τοποθεσία, ἔχοντας τό ἄνω ἄκρο καί πρυτανεύοντας τῶν ἄλλων αἰσθήσεων. Αὐτό, λοιπόν, διαπλάθει ὁ Χριστός.
Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό κατά Ἰωάννην 56·
PG 59,307-308
Ὅλο τό ἀνάγνωσμα διακρίνεται σέ δύο παραγράφους, 1-7 καί 8-41. Ἡ πρώτη εἶναι τό ἱστορικό τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ καί ἡ δεύτερη ἡ διδασκαλία πού προέκυψε ἀπό τό σημεῖο.
Τό βαθύτερο νόημα τῶν δύο αὐτῶν παραγράφων, τῆς θεραπείας καί τῆς διδασκαλίας, εἶναι ὅτι οἱ μέν φαρισαῖοι καί οἱ Ἰουδαῖοι καί αὐτοί ἀκόμη οἱ προσωρινά «πεπιστευκότες» στόν Ἰησοῦ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του τόσο, ὥστε δέν μποροῦσε πλέον νά εἶναι ἀνεκτός ἀνάμεσά τους, οὔτε νά τούς διδάσκει κατά πρόσωπον. Τό μῖσος τους τόν ἀπομάκρυνε ἀπό ἀνάμεσά τους. Αὐτός ὅμως καί ἀπό μακριά θά τούς στείλει τό σημεῖο του καί τόν ἔλεγχό του, τό ὄργανο πού θά τόν ἐκπροσωπεῖ· καί αὐτός εἶναι ἕνας τυφλός.
Ἰω 9,1-2. Καί παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ λέγοντες· Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλός γεννηθῇ;
Καθώς προχωροῦσε μέ τούς μαθητές του εἶδε ἕναν τυφλό καί οἱ μαθητές του τόν ρώτησαν σέ τίνος τήν ἁμαρτία ὀφείλεται αὐτή ἡ τύφλωσή του· τοῦ ἰδίου ἤ τῶν γονέων του; Ὑπάρχουν μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ διδαχές ὅτι οἱ ἁμαρτίες τῶν γονέων τυραννοῦν τά τέκνα καί ὅτι καί ἡ προσωπική ἁμαρτία εἶναι αἰτία νοσημάτων. Αὐτό μάλιστα τό λένε καί ἡ ἰατρική καί ἡ βιολογία. Ἰδίως ὁ ἀλκοολισμός καί τά ἀφροδίσια νοσήματα φέρουν τύφλωση καί ἄλλες ἀναπηρίες καί στούς ἐνόχους καί στούς ἀπογόνους τους. Ὁ Ἰησοῦς ἐπιβεβαιώνει ἀλλοῦ τή διδαχή αὐτή, ἀλλά προσθέτει ὅτι αὐτό δέν συμβαίνει σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, ὅπως καί στήν συγκεκριμένη περίπτωση τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.
Ἰω 9,3. Ἀπεκρἰθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.
Μεγάλο καί ὑψηλό νόημα κρύβεται στά λόγια αὐτά. Τά σημεῖα δέν ἔχουν σκοπό τή θεραπεία τῶν νοσημάτων, ἀλλά τά νοσήματα πολλές φορές ἔχουν σκοπό τή φανέρωση σημείων. Δέν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς γιά νά θεραπεύσει τούς ἀσθενεῖς, ἀλλά οἰ ἀσθενεῖς πού θεραπεύθηκαν ἀρρώστησαν, γιά νά δοξασθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Γι' αὐτό μπαίνει σέ ὁλόκληρο νοσοκομεῖο μέ «πέντε στοάς» καί θεραπεύει μόνον ἔναν. Ἄν ὁ σκοπός τῶν σημείων ἦταν ἡ θεραπεία, ὁ Ἰησοῦς διέπραξε μεγάλη ἀδικία. Συμβαίνει ὅμως τό ἀντίθετο. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἔμεινε 38 χρόνια παράλυτος, γιά νά βρεῖ ὁ Ἰησοῦς ἀφορμή νά ἀρχίσει τό πρῶτο κήρυγμά του γιά τή θεότητά του. Καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός γεννήθηκε καί ἀνδρώθηκε τυφλός καί ἔζησε μία ζωή δυστυχίας, γιά νά διακονήσει μία δύσκολη στιγμή τῆς δράσεως τοῦ Ἰησοῦ· τότε πού τόν Ἰησοῦ τόν ἔδιωξε ἀπό τή διδασκαλική του ἕδρα τό μῖσος τῶν Ἰουδαίων καί τοῦ χρειαζόταν ἕνας τυφλός, γιά νά τόν στείλει «νά τούς ἀνοίξει τά μάτια».
Ἰω 9,4. Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι.
Ἁπλή ἡ παραβολική ἔκφραση. Ὅταν ἕνας πατέρας στέλνει τό γιό του σέ μία ἐργασία, π.χ. νά θερίσει, ὁ γιός ἔχει τή δυνατότητα νά ἐργάζεται ὅσο εἶναι ἡμέρα· ἅμα νυχτώσει, δέν ὑπάρχει δυνατότητα. Καί ὁ Ἰησοῦς ἔχει ἕναν τακτό χρόνο γιά νά φέρει σέ πέρας τήν ἀποστολή του. Δέν ἔχει καιρό γιά χάσιμο. Γι' αὐτό βρίσκει τρόπο νά συνεχίσει τή διδασκαλία του ἀπό μακριά. Γι' αὐτό θά δείξει πάλι σημεῖο, γιά νά προωθηθεῖ ἡ ἀποστολή του. Ἔπειτα βλέποντας προφανῶς πρός τόν τυφλό καί ἀναφερόμενος σ' αὐτόν, λέει:
Ἰω 9,5. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.
Πάντοτε εἶναι φῶς, φῶς ἀίδιο καί πνευματικό. Ὅταν ὅμως εἶναι στόν κόσμο, εἶναι τοῦ κόσμου φῶς, ἔχει ἔργο νά χειραγωγήσει τόν κόσμο. Καί ἀφοῦ σέ προηγούμενο λόγο ἀποκάλυψε ὅτι «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου», ἐδῶ θά ἐπιβεβαιώσει τή διδαχή μέ τό σημεῖο, μέ τό ὁποῖο δίνει τό αἰσθητό φῶς στόν τυφλό, ὥστε μέ τή δύναμη τοῦ σημείου νά πιστέψουν στή διδαχή.
Ἰω 9,6-7. Ταῦτα εἰπών ἔπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ καί εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καί ἐνίψατο, καί ἦλθε βλέπων.
Καί ἐνῶ ἔλεγε τήν προηγουμένη φράση, ἔσκυβε κάτω καί ἔκανε πηλό μέ τό σάλιο του. Καί ἀφοῦ ἄλειψε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, τόν ἔστειλε στήν κολυμβήθρα (= κρήνη, δεξαμενή, πηγή) τοῦ Σιλωάμ νά νιφθεῖ. Μετά ἀπό τό νίψιμο εἶδε καί ἐπέστρεψε ὁ τυφλός στόν ναό, χωρίς βέβαια νά γνωρίσει τότε τόν Ἰησοῦ. Μποροῦσε ὁ Κύριος νά θεραπεύσει τόν τυφλό ἀμέσως μέ τόν λόγο του καί χωρίς πηλό. Ὅ,τι ἔκανε τό ἔκανε γιά τούς ἑξῆς περίπου λόγους:
1) Γιά νά διεγείρει τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου καί νά μήν εὐεργετηθεῖ μέ τό σημεῖο ὁ ἄνθρωπος χωρίς πίστη. Γιά τό σκοπό αὐτό ὁ Ἰησοῦς ἄλλον τόν ρωτᾶ ἄν «πιστεύει ὅτι δύναται τοῦτο ποιῆσαι», σέ ἄλλον βάζει τά δάχτυλα στά αὐτιά του καί φτύνει στό στόμα του. Ἐδῶ ἀλείφει τήν περιοχή τῶν ματιῶν μέ λάσπη ἀπό σάλιο. Ὁ τυφλός οὔτε τή διδαχή τοῦ Ἰησοῦ ἄκουσε οὔτε ἄλλο τίποτε. Ἄκουσε μόνο στό σκοτάδι του κάποιον νά φτύνει δίπλα του καί νά τόν ἀλείφει λέγοντας· «Φῶς εἰμι τοῦ κόσμου». Ἄν δέν πίστευε, ὄχι μόνο τόση πορεία, καί τυφλός μάλιστα, δέν θά ἔκανε μέχρι τοῦ Σιλωάμ, ἀλλά καί θά σκουπιζόταν νιώθοντας προσβεβλημένος.
2) Ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, γιά νά γίνει τό σημεῖο ἐπιδεικτικώτερο, ἀφοῦ ὁ τυφλός διασχίσει τό πλῆθος τυφλός καί ἀμέσως περάσει ἀπό τόν ἴδιο δρόμο, μπροστά ἀπό τούς ἴδιους ἀνθρώπους μέ μάτια. Αὐτό ἦταν μία λιτάνευση τοῦ σημείου.
3) Γιά νά μή γνωρίσει ὁ τυφλός τόν Ἰησοῦ, τουλάχιστον μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα πού συζητᾶ μέ τούς φαρισαίους γιά τόν Ἰησοῦ. Αὐξάνει τή δύναμη τῆς μαρτυρίας τοῦ τυφλοῦ γιά τόν Ἰησοῦ τό γεγονός ὅτι ὁ τυφλός οὔτε εἶδε οὔτε συνομίλησε μέ τόν Ἰησοῦ οὔτε τόν γνωρίζει. Ἔτσι ἔγινε καί μέ τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδά (Ἰω 5,10-13).
Ἰω 9,8-12. Οἱ οὖν γείτονες καί οἱ θεωροῦντες αὐτόν τό πρότερον ὅτι τυφλός ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καί προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δέ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλόν ἐποίησε καί ἐπέχρισέ μου τούς ὀφθαλμούς καί εἶπέ μοι· Ὕπαγε εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ καί νίψαι· ἀπελθών δέ καί νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει· Οὐκ οἶδα.
Ἡ φωτιά πού ἄναψε ὁ Ἰησοῦς μέ τό σημεῖο αὐτό ἄρχισε νά κατατρώει τήν καλαμιά τοῦ πλήθους καί νά ξαπλώνεται. Πρῶτοι οἱ γείτονες ἄρχισαν νά συζητοῦν ἄν εἶναι αὐτός ὁ πρώην τυφλός ἤ ὄχι, καί ὁ τυφλός ἐπιβεβαίωσε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος. Διηγόταν μάλιστα καί πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία καί ὅτι τόν θεράπευσε «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς». Ἔτσι τοῦ εἶπαν ὅτι λέγεται. Ὅτι ἦταν ἄνθρωπος εἶναι ἡ πρώτη ἐντύπωση τοῦ τυφλοῦ καί τίποτε τό βαθύτερο δέν σημαίνει.
Ἰω 9,13-14. Ἄγουσιν αὐτόν πρός τούς φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δέ σάββατον ὅτε τόν πηλόν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καί ἀνέῳξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς.
Ποιοί τόν ὁδήγησαν καί μέ ποιά πρόθεση; Τόν ἔδειξαν στούς φαρισαίους, γιά νά ποῦν «Νά, βλέπετε τί μεγάλο σημεῖο ἔκανε ὁ Ἰησοῦς» ἤ γιά νά ποῦν «Βλέπετε τί ἔκανε τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου»; Δέν ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής, ἀλλά μόνον ἱστορεῖ τό γεγονός· καί σημειώνει ὅτι ἦταν σάββατο.
Ἰω 9,15. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτόν καί οἱ φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλόν ἐπέθηκέ μου ἐπί τούς ὀφθαλμούς, καί ἐνιψάμην, καί βλέπω.
Οἱ φαρισαῖοι βάζουν τόν τυφλό καί τούς διηγεῖται πάλι πῶς ἔγινε τό σημεῖο. Εἶναι δύσπιστοι, διότι δέν θέλουν νά τό πιστέψουν. Θέλουν νά βροῦν πάτημα νά διαβάλουν τό σημεῖο, καί τό βρίσκουν.
Ἰω 9,16. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἐστι παρά τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καί σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἐργάστηκε φτιάχνοντας πηλό μέ τό σάλιο! Ἀμίμητο παράδειγμα κακεντρεχείας· τόσο σημεῖο δέν τούς ἔλεγε τίποτε· τόση ἐργασία τούς φαινόταν βεβήλωση τοῦ σαββάτου. Αὐτό ὅμως πού κυρίως τούς ἦταν τυραννικό στή συνείδηση, εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπέδειξε καλά ὅτι εἶναι ἀπό τόν Θεό. Ἀπ' αὐτό ἀπορρέει τό κῦρος ὅλων τῶν λόγων του. Καί αὐτοί μή μπορώντας νά ἀμαυρώσουν διαφορετικά αὐτήν τήν ἀλήθεια, τήν ὁποία καλά ἀντιλήφθηκαν, βρῆκαν τό σπουδαῖο ἐπιχείρημα, γιά νά ἀποδείξουν ὅτι «ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρά τοῦ Θεοῦ». Αὐτό ἔλεγαν «ἐκ τῶν φαρισαίων τινές», ἐνῶ «ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν;». Καί αὐτοί οἱ «ἄλλοι» ἦταν ἐπίσης φαρισαῖοι. Γι' αὐτό ὁ εὐαγγελιστής προσθέτει· «Καί σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς». Διχάστηκαν, λοιπόν, οἱ φαρισαῖοι· δέν ἦταν ἄρα μόνος ὁ Νικόδημος ὑπέρ τοῦ Ἰησοῦ.
Ἰω 9,17-19. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σύ τί λέγεις περί αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; Ὁ δέ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περί αὐτοῦ ὅτι τυφλός ἦν καί ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τούς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καί ἠρώτησαν αὐτούς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ὑμῶν, ὅν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλός ἐγεννήθη; Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;
Ξαναρωτοῦν τόν τυφλό ποιά γνώμη ἔχει γι' αὐτόν καί ὁ τυφλός τούς λέει «ὅτι προφήτης ἐστίν». Εἶχαν τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ τυφλός θά ἐκφράσει κάποια ἀμφιβολία γιά τήν προφητική ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά δέν πέτυχαν αὐτό πού ἤθελαν. Τόσο πολύ πάσχιζαν νά ἀμφισβητήσουν τό σημεῖο, ὥστε κάλεσαν τούς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ νά πιστοποιήσουν α) ἄν εἶναι γιός τους, β) ἄν ὄντως γεννήθηκε τυφλός καί γ) πῶς ἐξηγοῦν ὅτι τώρα βλέπει.
Ἰω 9,20-23. Ἀπεκρίθησαν δέ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καί εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ἡμῶν καί ὅτι τυφλός ἐγεννήθη· πῶς δέ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἤ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ ὅτι ἐφοβοῦντο τούς Ἰουδαίους· ἤδη γάρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτόν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διά τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε.
Οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ ἀπάντησαν μέ πολλή σύνεση· γνώριζαν ὅτι οἱ φαρισαῖοι εἶχαν ἀποφασίσει ὅποιος ὁμολογήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «Χριστός» νά γίνει ἀποσυνάγωγος. «Ἀποσυνάγωγος» εἶναι ὁ ἀποδιωγμένος ἀπό τήν συναγωγή, δηλαδή ἀκριβῶς ὁ ἀφορισμένος. Ὡς συναγωγή ἐδῶ ἐννοεῖται ὄχι μία τοπική συναγωγή ἀλλά ἡ γενική συναγωγή, ὅλος ὁ Ἰσραήλ. Φοβοῦνταν λοιπόν, μήπως γίνουν ἀποσυνάγωγοι, καί γι' αὐτό ἀπέφυγαν νά ἀπαντήσουν στό τρίτο ἐρώτημα ἀπαντώντας μόνο στά δύο· ὅτι εἶναι γιός τους καί ὅτι γεννήθηκε τυφλός· «πῶς δέ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἤ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει». Χαρακτηριστικά τοῦ φόβου τους εἶναι οἱ ἐπαναλήψεις «οὐκ οἴδαμεν... οὐκ οἴδαμεν» καί «αὐτός... αὐτόν... αὐτός περί ἑαυτοῦ». Διότι καί μόνον ἄν ἔλεγαν ὅτι μέ θεία δύναμη θεραπεύθηκε ἤ ὅτι κάποιος Ἰησοῦς τόν θεράπευσε, θά θεωροῦνταν ἀπό τούς φαρισαίους ὡς ἔμμεση ὁμολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «Χριστός». Τούς παρέπεμψαν στόν θεραπευμένο· «αὐτός ἡλικίαν ἔχει». Ἀπό αὐτό φαίνεται πώς ἦταν ἄνδρας.
Ἰω 9,24. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τόν ἄνθρωπον ὅς ἦν τυφλός, καί εἶπον αὐτῷ· Δός δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν.
Καλοῦν ἄλλη μία φορά τόν τυφλό καί ἀντί γιά ἄλλη ἐρώτηση τόν διατάσσουν· «Δός δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν». Χαρακτηριστικό παράδειγμα τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο ἐπιβάλλουν οἱ καταπιεστές τή γνώμη τους, καί τῆς ἀντιλήψεώς τους γιά τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Δοξολογία τοῦ Θεοῦ γι' αὐτούς θά ἦταν νά πεῖ ὁ τυφλός ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἁμαρτωλός, παρ' ὅτι τόν εὐεργέτησε, παρ' ὅτι ἔκανε σημεῖο· καί νά τόν πεῖ ἁμαρτωλό ἀκριβῶς γιά τήν εὐεργεσία πού τοῦ ἔκανε!
Ἰω 9,25. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καί εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλός ὤν ἄρτι βλέπω.
Ἀλλά ὁ τυφλός, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ἔμοιαζε στή σύνεση τούς γονεῖς του, ἀπάντησε· «Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλός ὤν ἄρτι βλέπω». Δέν ἀπάντησε ἔτσι ἀπό φόβο, ἀλλά γιά νά δείξει κατά τόν πιό ψυχρό καί ἀμερόληπτο τρόπο τή δύναμη τοῦ σημείου καί τή μαρτυρία τοῦ σημείου.
Ἰω 9,26. Εἶπον δέ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς;
Μή βρίσκοντας οἱ φαρισαῖοι τί νά ποῦν καί ἀπό ποῦ νά πιασθοῦν, τόν ρωτοῦν γιά πολλοστή φορά νά διηγηθεῖ πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία. Θέλουν νά ἐρευνήσουν τό ἱστορικό καλά μήπως καί βροῦν καμία ἁμαρτωλή πτυχή.
Ἰω 9,27-29. Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν αὐτόν καί εἶπον· Σύ εἶ μαθητής ἐκείνου· ἡμεῖς δέ τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.
Ἀλλά ὁ τυφλός, ὁ ὁποῖος ἐδῶ ἔδειξε ὅτι δέν ἦταν δειλός, τούς ἐλέγχει πλέον καί τούς εἰρωνεύεται μέ παρρησία· «Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι;». Τό τελευταῖο τούς φάνηκε τόσο προσβλητικό, ὥστε τοῦ ἀπάντησαν· «Σύ εἶ μαθητής ἐκείνου»· ὅπως ὅταν κανείς ἀποκαλέσει κάποιον «γουρούνι», καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ· «Εἶσαι». Μεγάλη βρισιά γιά τούς φαρισαίους τό «αὐτοῦ μαθηταί»! «Ἡμεῖς δέ τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί». Καύχημα χωρίς περιεχόμενο. Ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπέδειξε πρό πολλοῦ κατά πόσο εἶναι μαθητές τοῦ Μωυσέως· «Εἰ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί» (5,46). «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Αὐτοί ἀντιφάσκουν μέ τόν ἑαυτό τους καί εἶναι ἐκτός πραγματικότητος. Ἄλλοτε ἔλεγαν ὅτι «οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ υἱός Ἰωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τόν πατέρα καί τήν μητέρα» (6,42), ἄλλοτε ὅτι τόν γνώριζαν πώς εἶναι Γαλιλαῖος καί δέν ἔχει τά γνωρίσματα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή Βηθλεέμ (7,41-42.52). Τώρα ὅμως λένε· «Οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Καί ἀσφαλῶς αὐτοί δέν μιλοῦν ποτέ «κατά τήν ὑπόνοιαν τοῦ Ἰησοῦ», ἀλλά πάντοτε ἐκφράζουν τίς σκέψεις τους τῆς στιγμῆς, γι' αὐτό καί ἀντιφάσκουν.
Ὅσο γιά τό ὅλο νόημα τοῦ χωρίου ὅτι στόν Μωυσῆ λάλησε ὁ Θεός καί σ' αὐτόν ὄχι (καί πῶς ὄχι, ἀφοῦ «οὐκ οἴδασι πόθεν ἐστίν»;), ὁ εὐαγγελιστής εἶπε ἤδη στήν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου ὅτι «ὁ νόμος διά Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο», διότι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», οὔτε ὁ λεγόμενος θεόπτης Μωυσῆς, ἀλλά μόνον «ὁ μονογενής Υἱός ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (1,17-18).
Ἰω 9,30-33. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καί εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γάρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καί ἀνέῳξέ μου τούς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δέ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεός οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβής ᾖ καί τό θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μή ἦν οὗτος παρά Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.
Αὐτή ἡ ἄγνοιά τους «οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν» ἔπρεπε νά τούς συνετίσει καί νά τούς ὁδηγήσει στήν πίστη στόν Ἰησοῦ. Αὐτό τούς διδάσκει καί ὁ τυφλός μέ ὅσα τούς λέει. Πολύ ἁπλή ἑρμηνεία τῶν σημείων, προσιτή καί στόν ἁπλούστερο ἄνθρωπο. Τήν ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός δέν τήν ἔκανε ζήτημα εὐφυοῦς ἀντιλήψεως ἤ γραμματομαθείας, ἀλλά ζήτημα ἁπλότητος, ἀκακίας καί ταπεινώσεως. Γιά τούς ταπεινούς, ἔστω καί γι' αὐτούς μέ μικρή διάνοια, ἡ εὕρεση καί ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό εὐκολώτερο πρᾶγμα. Γιά τούς ἐγωιστές, ἔστω καί ἄν εἶναι εὐφυεῖς καί μορφωμένοι, τό ἴδιο πρᾶγμα εἶναι ἀπρόσιτο. Μωρολογοῦν μάλιστα οἱ σοφοί ἐγωιστές μέ τρόπο τόσο φανερό, ὥστε καί οἱ πιό ἀμόρφωτοι νά γελοῦν μ' αὐτούς. Ἁπλή σκέψη χωρίς πάθος χρειάζεται. Ὁ Θεός δίνει στόν Ἰησοῦ σημεῖα, καί μάλιστα μεγάλα καί δημιουργικά· ἄρα ὁ Ἰησοῦς εἶναι θεοσεβής (συμβατική ἔκφραση, κατά τήν πρώτη ἐντύπωση τοῦ τυφλοῦ) καί κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄρα ὅ,τι λέει ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀλήθεια. Οἱ φαρισαῖοι τόν ἀδικοῦν.
Ἰω 9,34. Ἀπεκρίθησαν καί εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σύ ἐγεννήθης ὅλος, καί σύ διδάσκεις ἡμᾶς; Καί ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω.
Μή μπορώντας οἱ φαρισαῖοι νά ἀπαντήσουν, βρίζουν· καταδικάζουν τόν πρώην τυφλό σάν ἁμαρτωλό, σάν νά εἶναι αὐτοί οἱ κριταί τῶν ἀνθρώπων, καί τόν πετοῦν ἔξω. Ἀκόμη καί ἄν ὄντως εἶχε γεννηθεῖ μέ ἁμαρτίες, πρᾶγμα πού δέν τό γνώριζαν, δέν ἔπρεπε νά τοῦ μιλήσουν ἔτσι. Καλά τούς δίδαξε, καί θά γίνονταν κάτοχοι τῆς ἀληθείας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἄν εἶχαν τήν ταπείνωση νά δεχθοῦν τή διδασκαλία του. Ὁ μέν Ἰησοῦς ἁμάρτησε, ἄς ποῦμε, διότι χάρισε τό φῶς στόν τυφλό, ὁ τυφλός ὅμως τί τό ἁμαρτωλό ἔκανε, ἐπειδή ἔπαψε νά εἶναι τυφλός; Ὁ Ἰησοῦς δηλαδή μέ τό σημεῖο του αὐτό ἔφερε τούς φαρισαίους σέ τέτοια θέση, ὥστε νά φανεῖ γυμνή ἡ κακία τους, νά τή δοῦν καί οἱ ἄλλοι ὅλοι καί αὐτοί οἱ ἴδιοι.
Ἰω 9,35. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω, καί εὑρών αὐτόν εἶπεν αὐτῷ· Σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ;
Κάθε διωγμένος ἀπό τούς ἀντιχρίστους γιά τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. Γι' αὐτό ἐδῶ, ὅταν οἱ φαρισαῖοι πέταξαν ἔξω τόν τυφλό, τόν βρῆκε ὁ Ἰησοῦς καί τοῦ ἀποκαλύφθηκε. Ὁ τυφλός δέν εἶχε δεῖ τόν Ἰησοῦ οὔτε τόν γνώριζε· ἄκουσε μόνο στίς πολλές συζητήσεις πού προκάλεσε ἡ θεραπεία του ὅτι ὁ Ἰησοῦς, αὐτός πού τόν θεράπευσε, ἔχει μαρτυρίες καί λέει ὅτι εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Βλέπει ἕναν ἄγνωστο κύριο νά τόν ρωτᾶ· «Σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ;». Τό «σύ» τόν ἀντιδιαστέλλει ἀπό ἐκείνους πού δέν πιστεύουν.
Ἰω 9,36-38. Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπε· Καί τίς ἐστι, κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δέ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ.
Τό «κύριε» εἶναι τό κοινό καί συνηθισμένο (βλέπε καί 4,11· 20,15). Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἰησοῦς· «Καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν». Τό «ἑώρακας» εἶναι γιά τόν πρώην τυφλό ἕνα καινούργιο ρῆμα, μία λέξη πού δέν τοῦ ἀνῆκε, καί τώρα τήν ἀπολαμβάνει ὡς δική του γιά πρώτη φορά. Εἶναι ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ μία λεπτή καί χαριτωμένη ὑπενθύμιση τῆς δωρεᾶς του. Ἀλλά καί ἡ ὑπόλοιπη φράση ἐκφράζει κάτι ἀνώτερο· ὅτι «ἔχεις τήν τιμή καί τή δόξα νά μιλᾶς μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ».
Εὐγνώμων καί γεμάτος πίστη ὁ πρώην τυφλός λέει· «Πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ». Ἡ προσκύνηση, πού ἀνήκει μόνο στόν Κύριο τόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ, ἑρμηνεύει μέ ποιά σημασία λέχθηκε αὐτό τό δεύτερο «Κύριε». Εἶναι τό «Κύριος» πού ἁρμόζει μόνο στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Ἰω 9,39. Καί εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Εἰς κρῖμα ἐγώ εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται.
«Εἰς κρῖμα» σημαίνει «γιά νά εἶμαι τό κριτήριο», τό πρόσωπο γιά τό ὁποῖο θά κριθοῦν οἱ ἄνθρωποι. «Οἱ μή βλέποντες βλέπωσι»· οἱ τυφλοί σωματικά θά δοῦν τό αἰσθητό φῶς καί αὐτοί πού θεωροῦνται ἀπό τούς φαρισαίους ἄσοφοι καί χωρίς πλούσια γνώση τοῦ νόμου, θά δοῦν τό πνευματικό φῶς, αὐτόν τόν ἴδιο τόν Θεό, πού ἀποκαλύπτεται στό πρόσωπό μου. Ὅταν ὁ τυφλός εἶπε «Κύριε», ἀπέκτησε μία ὅραση πολύ ἀνώτερη ἀπό ἐκείνη πού ἀπέκτησε ὅταν ἀντίκρυσε τό ἡλιακό φῶς.
«Καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται». Αὐτό μόνο μέ πνευματική ἔννοια. Ὅπως στό Μθ 9,13 οἱ «ἰσχύοντες» (ὑγιεῖς) καί οἱ «δίκαιοι» δέν εἶναι οἱ ὄντως ὑγιεῖς καί δίκαιοι, ἀλλά αὐτοί πού νομίζουν οἱ ἴδιοι ὅτι εἶναι ὑγιεῖς καί δίκαιοι, ὁ δέ Ἰησοῦς ἐπαναλαμβάνει τίς λέξεις εἰρωνικά ὡς λέξεις ἐκείνων, ἔτσι καί ἐδῶ· «βλέποντες» εἶναι αὐτοί πού, ἐνῶ δέν βλέπουν ὄντως, ἔχουν τόν ἐγωισμό νά πιστεύουν ὅτι αὐτοί βλέπουν καλά τά πράγματα, αὐτοί κατέχουν τήν ἀλήθεια, αὐτοί φωτίζουν τούς ἄλλους. Ἑπομένως καί τό «ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται» δέν σημαίνει «νά γίνουν» ἀλλά «νά ἀποδειχθοῦν τυφλοί». Πρό Χριστοῦ ἐπικρατεῖ μία σύγχυση· οἱ τυφλοί ἀπό τόν ἐγωισμό θεωροῦνται ὡς αὐτοί πού βλέπουν τήν ἀλήθεια, ἐνῶ οἱ μή τυφλοί γιά τήν ταπείνωση θεωροῦνται ὡς τυφλοί. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τό κριτήριο πού ἐπαναφέρει τήν ἀλήθεια· ἦλθε ὡς κριτήριο, γιά νά ἀποδειχθοῦν αὐτοί πού δῆθεν βλέπουν, ὅτι εἶναι ὄντως τυφλοί, ἐνῶ αὐτοί πού θεωροῦνται τυφλοί, νά δοῦν ὑψηλές ἀποκαλύψεις, δηλαδή αὐτόν τόν ἴδιο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Αὐτά τά εἶπε ὁ Ἰησοῦς, γιά νά τά ἀκούσουν ἐκτός ἀπό τόν τυφλό καί οἱ φαρισαῖοι πού παρευρίσκονταν.
Ἰω 9,40-41. Καί ἤκουσαν ἐκ τῶν φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' αὐτοῦ, καί εἶπον αὐτῷ· Μή καί ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει.
Καί ὅταν «ἤκουσαν ἐκ τῶν φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' αὐτοῦ», εἶπαν· «Μή καί ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν;». Μετά ἀπό τόση τύφλωση ἀκόμη ἀμφέβαλλαν ἄν εἶναι τυφλοί. Τόσο βέβαιοι ἦταν ὅτι κατέχουν καί λαλοῦν τήν ἀλήθεια, ὅτι ἔχουν δίκαιο. Καί ὁ Ἰησοῦς, σοφά καί συνετά ἀπαντώντας, δέν τούς φέρνει ἀντίρρηση, ἀλλά τούς δίνει νά ἐννοήσουν ποιές εὐθύνες συνεπάγεται αὐτός ὁ ἰσχυρισμός τους, ὅτι βλέπουν καλά· «Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει». Θά σᾶς ἦταν πού ἐλαφρυντικό αὐτό πού σᾶς εἶπα, ὅτι εἶστε τυφλοί. Σεῖς ὅμως ἐπιμένετε ὅτι βλέπετε καί ἀρνεῖσθε τό ἐλαφρυντικό πού σᾶς χαρίζω· καλά. Λοιπόν, ἐπειδή, καθώς οἱ ἴδιοι λέτε, βλέπετε, γι' αὐτό εἶστε ἀπόλυτα καί ἀσυγχώρητα ὑπεύθυνοι γιά τό κακό πού κάνετε. Ἐγώ ἤθελα νά σᾶς πῶ ὅτι τό φούσκωμα γιά τή νομομάθειά σας δέν σᾶς ἀφήνει νά δεῖτε ὅτι εἶμαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Σεῖς λέτε ὅτι τό ἀντιλαμβάνεσθε αὐτό. Ἀκριβῶς γι' αὐτό ἡ ἀπιστία σας εἶναι ἄξια τῆς ἐσχάτης καταδίκης. Ἐγώ σᾶς ἀπέδειξα κακούς κι ἐσεῖς ὁμολογεῖτε ὅτι εἶστε ἐθελόκακοι.
Μή νομίσει κανείς ὅτι αὐτή ἡ ἀπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ εἶναι μία τυχαία ἀπόδειξη. Εἶναι κάτι πού δείχνει ὅτι ἡ κρίση πού διεξάγεται προχωρεῖ. Κάθε διαπίστωση δείχνει σέ ποιό σημεῖο ἔφθασε ἡ κρίση πού συντελεῖται. Μετά ἀπό κάθε ἕνα λόγο τοῦ Ἰησοῦ, οἱ φαρισαῖοι δέν ξαναβρίσκουν τήν προηγουμένη εὐκαιρία.
Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἑρμηνεία εὐαγγελικῶν περικοπῶν, 63-74