Ἀπό μικρό παιδί ἄκουγα νά τό λένε μέ καμάρι ὅλοι πώς τό σπίτι μας γειτόνευε μέ τό σπίτι μιᾶς ἁγίας. Ἔνιωθα νά μεγαλώνω κάτω ἀπό τή σκιά της, ὅπως κι ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ μας. Κι ὅταν ὁ λευκασμένος ἱερέας μας, πού τό χωριό σέβεται βαθιά, ρίχτηκε στήν προσπάθεια νά χτιστεῖ ναός στή μνήμη της, ὅλοι ἀνταποκριθήκαμε. Ὁ ἐπιβλητικός καί περικαλλής ναός τῆς ἁγίας Ἀκυλίνας, πού ὑψώνεται σήμερα στό Ζαγκλιβέρι, εἶνε ἀποτέλεσμα τῆς ἀκούραστης φροντίδας τοῦ ἱερέα μας καί τῆς εὐσέβειας τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Σ᾿ αὐτό τό ναό, πού πολύ ἀγαποῦμε, ἔζησα καί φέτος τή γιορτή τῆς ἁγίας. Κι ἔνιωθα τή μορφή της νά μένει ἔντονα στή σκέψη μου, νά μοῦ ἀσκεῖ ἔλεγχο, νά μοῦ γίνεται καθοδηγητής.
Ἁπλῆ καί ταπεινή ψυχή ἦταν ἡ Ἀκυλίνα· σάν κι ἐκεῖνες τίς ψυχές πού μακάρισε ὁ Ἰησοῦς, σάν κι ἐκεῖνες πού μέσα στούς αἰῶνες εὐαρέστησαν ἐνώπιόν Του. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος κάθε ἐποχῆς μπορεῖ νά γίνεται σάν τό παιδί ἁπλός καί ταπεινός. Ἕνας ἀποστάτης πατέρας θέριευε στήν καρδιά τῆς Ἀκυλίνας τόν πόθο ν᾿ ἀγαπήσει πιότερο τόν Χριστό, νά τόν ἀγαπήσει καί γι᾿ αὐτούς πού Τόν πρόδωσαν. Καί μιά πιστή μάνα τροφοδοτοῦσε τήν εὐσέβεια τῆς κόρης μέ τή συμβουλή καί τό παράδειγμά της. Πόσο μᾶς χρειάζονται καί σήμερα τέτοιες ἡρωϊκές μάνες, πού θά ἐμπνεύσουν στά παιδιά τους τά μεγάλα καί ὑψηλά ἰδανικά καί θά συντελέσουν ἀποφασιστικά στήν ἀναμόρφωσι τῆς κοινωνίας μας!
Ἡ Ἀκυλίνα δέ βρέθηκε ἀνέτοιμη τήν ὥρα τοῦ μεγάλου πειρασμοῦ. Ὅταν ὁ πασάς τῆς περιοχῆς τῆς πρότεινε ἐπίμονα νά παντρευτεῖ τό γιό του, ἐκείνη ἀρνήθηκε δυναμικά. Κι ὅταν στάθηκε μπροστά του νά ἀπολογηθεῖ γιά τή στάση της, δέν ὑποχώρησε στίς ὑποσχέσεις, δέν δείλιασε στίς ἀπειλές. Μέσα της αὐτή ἡ δεκαεννιάχρονη Μακεδονοπούλα εἶχε κάνει σωστή ἱεράρχηση τῶν ἀξιῶν κι εἶχε βάλει τήν πίστη στήν πρώτη θέση. Τό παράδειγμά της ἔνιωσα νά ξαστερώνει τό βλέμμα μου, πού θαμπώνει ἀπ᾿ τοῦ κόσμου τά φανταχτερά προϊόντα, νά δονεῖ τήν καρδιά μου, πού ἐφησυχάζει στά λιμνάζοντα νερά τῆς μετριότητας. Κι ὅταν ᾿κεῖνο τό καλοκαίρι τοῦ 1764 οἱ Τοῦρκοι, ἀγριεμένα θεριά, ὥρμησαν πάνω στό παρθενικό της κορμί βασανίζοντάς την ἀνελέητα, ἡ Ἀκυλίνα ἔμεινε ἀλύγιστη. Κι ἀναβίωσαν στή γῆ τῆς Μακεδονίας ᾿κεῖνες οἱ ὧρες τῶν πρώτων χρόνων τοῦ χριστιανισμοῦ, πού μέσα στά στάδια καί στά δικαστήρια, μπροστά σέ θηρία καί πάνω σέ φωτιές οἱ χριστιανοί δίχως ὅπλα καί δίχως βία νικοῦσαν τούς μεγάλους αὐτῆς τῆς γῆς καί ἔμεναν οἱ αἰώνιοι νικητές.
Μήπως οἱ διωγμοί ἐναντίον τῶν χριστιανῶν δέν σταμάτησαν ποτέ; Σήμερα ἡ ὑλιστική φιλοσοφία, ὁ νοσογόνος εὐδαιμονισμός, ἡ ἀνατροπή τῶν ἀξιῶν δέν ἀποτελοῦν ἕναν ὕπουλο ἀλλά δυναμικό διωγμό ἐναντίον τῶν πιστῶν τοῦ Χριστοῦ; Μέ φόβισε αὐτή ἡ σκέψη. Κι ὅπως τότε, πού ἤμουν μικρό παιδί, αἰσθάνθηκα τήν ἀνάγκη νά ζητήσω τή βοήθεια τῆς ἁγίας. Ἄς πρεσβεύει γιά μᾶς στόν Θεό, σέ τούτους τούς χαλεπούς καιρούς νά δίνουμε τή μαρτυρία τῆς πίστεως σταθερά κι ἀνυποχώρητα ὅπως ἐκείνη.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 51 (1996) 168
Σάλπισμα ἐγερτήριο
Τοῦτο τό καλοκαίρι, πού καταπονεῖ τό σῶμα ἡ ζέστη, μά πιότερο βασανίζουν τό νοῦ καί τήν καρδιά προβληματισμοί, ἀγωνίες καί φόβοι γιά τό σήμερα καί τό αὔριο, ἀντηχεῖ στ᾿ αὐτιά μου μιά φωνή· «Χτύπα γιά τήν πίστη!». ᾿Αντήχησε κάτω ἀπό τόν ὁλόφωτο ἀττικό οὐρανό στίς 9 ᾿Ιουλίου τοῦ 1771. ᾿Ακούστηκε ἀπό ἕνα παλληκάρι πού κρατοῦσε στά μάτια του τό φῶς ἐκείνων πού ἀνήκουν στόν Θεό, πού ἔκρυβε στήν καρδιά του τή γενναιότητα ἐκείνων πού φυλάγουν τίς πιό ἱερές Θερμοπύλες.
῾ Οδηγημένος βίαια μπροστά στίς στῆλες τοῦ ᾿Ολυμπίου διός ἀντιμετώπιζε τήν ἀγριότητα τοῦ ὀθωμανοῦ δημίου, πού δέν ἄφηνε τό σπαθί του νά πέσει μέ ὁρμή καί νά ἀποκεφαλίσει τόν μάρτυρα, ἀλλά τόν βασάνιζε κόβοντας ἔντεχνα, ἀργά τήν ἁγία κεφαλή του. Σέ τούτη τήν ἀναίσχυντη πρόκληση ἡ γενναία καρδιά τοῦ μάρτυρα φέρνει στά χείλη του τήν ἡρωική ἰαχή· «Χτύπα γιά τήν πίστη!».
Πόση δύναμη μπορεῖ νά κρύβει ἕνας ραγιάς; Πόση λευτεριά μπορεῖ νά κατέχει ἕνας σκλάβος; Τόση ὅση ἡ ἁγιαστική χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ νά χορηγεῖ στίς δεκτικές ψυχές!
Στήν ᾿Αθήνα τοῦ 18ου αἰώνα, ὅπου περίσσεψε ἡ ὠμή βία καί ἡ τυράγνια τοῦ κατακτητῆ, ὑπερεπερίσσευε ἡ λαχτάρα γιά τήν πιό ἀληθινή λευτεριά. Αὐτή ἡ λευτεριά φτερούγιζε στά ὀνείρατα τοῦ νεαροῦ ῞Ελληνα. Αὐτή τή λευτεριά βίωνε, σάν ἔσκυβε μαζί μέ τούς ἀδελφούς πάνω ἀπό τό Ψαλτήρι, σάν ὕψωνε τά μάτια κι ἀγκάλιαζε μ᾿ ἐμπιστοσύνη τόν οὐρανό.
῾ Η ζωή του κυλοῦσε ἁπλά, σιωπηλά μέσα στή φτώχεια, πού κάποτε ἔφθανε στήν ἐξαθλίωση, μές στή σκλαβιά, πού κάποτε φάνταζε ἀβάσταχτη. ῾Η τρυφερή ὕπαρξη τοῦ Μιχαήλ ἔμεινε ἀνέγγιχτη ἀπό τά πικρά βότανα τῆς σκλαβιᾶς, ἀπό τά ζιζάνια τῆς ἀμφιβολίας καί τῆς δειλίας. ῾Η καρδιά τοῦ νεαροῦ κηπουροῦ ἕνας κῆπος ὁλόδροσος. Φυτεμένος μέσα του ὁ πιό ζωντανός σπόρος ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς του κι ἀπό κάποιον ἀνώνυμο ἡρωικό παπά, καρποφοροῦσε τήν πίστη, τήν ἀγάπη, τήν ἐλπίδα.
῾ Ο Θεός εὐδόκησε τό ὄνομα τοῦ ἄσημου αὐτοῦ ῞Ελληνα νά μείνει στήν ἱστορία συνοδευόμενο ἀπό τόν πιό μεγαλειώδη τίτλο· μάρτυρας. Τό παρθενικό του αἷμα χύθηκε στή γῆ τῆς πατρίδας μας, πότισε τό χῶμα της ἐκεῖ, κάτω ἀπό τήν ᾿Ακρόπολη, γιά νά μιλᾶ αἰώνια γιά ἕναν ἄλλο πολιτισμό, πού δέν ὑψώνει μονάχα ναούς στόν Θεό, ἀλλά κάνει τούς ἀνθρώπους ζωντανούς ναούς αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ.
῾Ο ἀντίλαλος τῆς ἱστορίας φέρνει στήν ψυχή μας τήν ἀτρόμητη φωνή τοῦ Μιχαήλ· «Χτύπα γιά τήν πίστη!». Σάλπισμα ἐγερτήριο στίς ἀποκοιμισμένες συνειδήσεις, ἐνθάρρυνση στίς νήφουσες καρδιές. Σέ τούτους τούς χαλεπούς καιρούς, πού καταβάλλεται προσπάθεια νά σβηστοῦν τά ἴχνη τῆς ὀρθόδοξης παρουσίας ἀπό τήν ἱστορία μας, δέν θά ξεχάσουμε τούς προγόνους μας· δέν θά τούς προδώσουμε, ἔστω κι ἄν τό τίμημα εἶναι σκληρό.
᾿
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 154-155
Μεγαλόπρεπο μές στήν ἁπλότητά του, σαφέστατο, ἐνθουσιαστικό, ἀλλά συγχρόνως ὑψηλότατο καί ἐλεγκτικό τό μήνυμα τοῦ μήνα μᾶς ἔρχεται ἀπό μία ἁπλή, τρυφερή ἀλλά γενναία καί ἀσυμβίβαστη μορφή, τόν νεομάρτυρα Μιχαήλ Πακνανᾶ. Τή μνήμη του τιμοῦμε μαζί μέ τή Σύναξη τῶν δώδεκα ἀποστόλων τήν τελευταία μέρα τοῦ Ἰουνίου (30/6). Ἦταν ἕνας ταπεινός ἀγράμματος νέος κι ἔζησε στήν τουρκοκρατούμενη Ἀθήνα τοῦ 18ου αἰώνα, κάνοντας μέ τό γαϊδουράκι του χρέη ἄλλοτε μεταφορέα καί ἄλλοτε πραματευτῆ.
Μία ἀνυπόστατη κατηγορία τῶν ἀνθρώπων τοῦ βοεβόδα (=διοικητῆ) τῆς πόλεως ἦταν ἀρκετή γιά νά κλεισθεῖ ὁ Μιχαήλ στή φυλακή, ὅπου οἱ Τοῦρκοι τόν ἔδερναν ἄγρια καί τόν κακοποιοῦσαν. Ὡς μοναδική διέξοδο, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τούς καθημερινούς βασανισμούς, τοῦ πρότεινε ὁ βοεβόδας τήν ἀλλαξοπιστία. Τοῦ ὑποσχόταν ἄφθονα δῶρα, τιμές καί ἀγαθά, ἄν ἤθελε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά προσκυνήσει τόν Ἀλλάχ. Θά μποροῦσε μάλιστα νά τό κάνει, λέει, χωρίς οὐσιαστικό ἀντίκρυσμα. Ἔτσι, «γιά τά μάτια» θά παρίστανε τόν μουσουλμάνο καί φεύγοντας σ’ ἄλλο τόπο θά συνέχιζε ἐκεῖ ἀνενόχλητος τή ζωή του ὡς χριστιανός. «Δέν τουρκίζω!», ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ πιστοῦ νέου. Μετά ἀπό πολυήμερους τυραννισμούς ὁδηγήθηκε στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου, κοντά στούς στύλους τοῦ Ὀλυμπίου Διός. Ὁ δήμιος, θέλοντας νά κάνει ὀδυνηρότερο τόν πόνο καί σκληρότερο τόν πειρασμό τοῦ μάρτυρα, τόν χτύπησε στό λαιμό «μέ τήν μάχαιραν διπλαριστήν», λέγει ὁ συναξαριστής, μέ τήν πλάγια πλευρά κι ὄχι μέ τήν κόψη τοῦ σπαθιοῦ. «Ἀλλ’ ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης μέ θάρρος πολύ ἔλεγε πρός αὐτόν: “κτύπα διά τήν πίστιν”»!
Ἡ χορεία τῶν νεομαρτύρων συνεχίζει τήν παράδοση τῶν πρώτων μαρτύρων καί ἡρώων τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πράγματι καταπληκτικό τό πῶς ἀντιμετωπίζουν τά μαρτύρια οἱ ἅγιοι τῆς πίστεώς μας. Οἱ ταλαιπωρίες, οἱ κακοποιήσεις, οἱ ἀκρωτηριασμοί καί οἱ τόσοι βασανισμοί δέν τούς πτοοῦν, λές καί δέν ἐγγίζουν τό σῶμα τους ἀλλά τή σκιά τους. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ πόθος γιά τήν ἕνωση μαζί του τούς ἐμπνέει ἀντοχή καί καρτερία, τούς γεμίζει γλυκύτητα καί χαρά. Τά δέχονται ὅλα ὄχι σάν παθήματα ἀλλά σάν παράσημα καί τιμητική διάκριση τοῦ ἀγαπημένου Κυρίου. Εἶναι ἡ ἐλάχιστη δική τους ἀνταπόδοση στή δική του ἀγάπη, πού Τόν ἀνέβασε στό σταυρό γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἐμεῖς, οἱ χριστιανοί τοῦ σήμερα, μεθυσμένοι ἀπό τόν καταναλωτισμό καί ἀκόρεστοι λόγῳ τοῦ εὐδαιμονισμοῦ μας, ποιά σχέση ἔχουμε μέ τό μαρτυρικό φρόνημα τῶν ἁγίων -παλαιῶν καί νεοτέρων- τῆς πίστεώς μας; Σκεφθήκαμε πώς στήν ἴδια Ἐκκλησία ἀνήκουμε καί τόν ἴδιο Θεό λατρεύουμε; «Χτύπα γιά τήν πίστη!», ἔλεγε ὁ Μιχαήλ προτείνοντας στόν δήμιο τόν νεανικό του λαιμό. Ἐγώ, ἐσύ, ἀδελφέ μου, τί θυσιάζουμε γιά τήν πίστη;
Στέργιος Ν. Σάκκος
Τό πλοῖο σκίζει γοργά τά νερά τοῦ Αἰγαίου καί κατευθύνεται πρός τήν Προποντίδα. ᾿Ανάμεσα στούς ἐπιβάτες εἶναι καί ὁ ᾿Ανδρέας, ὁ γιός τῆς ἀρχοντικῆς οἰκογένειας τῶν ᾿Αρχέντηδων. Στά 26 του χρόνια ἀφήνει πίσω του τό μυροβόλο νησί του, τή Χίο, καί ταξιδεύει πρός τήν Κωνσταντινούπολη. ῾Η σκέψη του γυρνᾶ στό παρελθόν. Θυμᾶται τά χρόνια πού βρέθηκε στό κρεβάτι τοῦ πόνου χωρίς καμιά ἐλπίδα θεραπείας. Εἶναι σίγουρος πώς τόν ἔσωσε ἡ γεμάτη πίστη προσευχή τῶν εὐσεβῶν γονιῶν του. Δέν λησμονεῖ τό μυστικό τάμα πού εἶχε κάνει τότε· νά ἀφιερώσει τή ζωή του στόν Θεό.
Φθάνοντας, ἡ Πόλη ἐπιβλητική ἁπλώνεται μπρός του. Θαυμασμός μά καί πίκρα, δέος ἀλλά καί πόνος πλημμυρίζουν τήν ὕπαρξή του. ῾Η Βασιλεύουσα βρίσκεται πιά στά χέρια τῶν ἀπίστων...
Στήν ἀγορά ἕνα γεγονός μεταβάλλει ἀπότομα τά σχέδια τοῦ νέου. Μερικοί ἔμποροι ἀπό τή Συρία τόν κοιτάζουν ὕποπτα, τόν καταδίδουν στόν ἄρχοντα καί σέ λίγο ὁ ἀνύποπτος ᾿Ανδρέας συλλαμβάνεται καί ὁδηγεῖται στόν τοῦρκο ἀνακριτή. ᾿Εκεῖνος ὑπόσχεται ὅτι ἡ ὑπόθεση μπορεῖ εὔκολα νά λάβει τέλος, ἄν ὁ ᾿Ανδρέας δεχτεῖ νά ὁμολογήσει πίστη στόν ᾿Αλλάχ.
Μπροστά στό τραγικό δίλημμα, στή φοβερή στιγμή τῆς μεγάλης ἀπόφασης ὁ ᾿Ανδρέας δέν φαίνεται ἀνέτοιμος. Θαρρεῖς ψηλώνει πιότερο, θαρρεῖς τό βλέμμα του γίνεται πιό λαμπερό, καί πιό ὄμορφο τό νεανικό του πρόσωπο, καθώς ὁμολογεῖ θαρρετά· «Εἶναι ἄσκοπη ἡ ἐπανάληψη τῶν ὑποσχέσεων καί τῶν ἀπειλῶν σας. Δέν ἀρνοῦμαι τόν Χριστόν μου».
῾Ο Μωάμεθ Β´ λίγο πιό πέρα, στό λαμπρό του ἀνάκτορο, εἶναι ἱκανοποιημένος, διότι νομίζει ὅτι οἱ ραγιάδες κούρνιασαν φοβισμένοι κάτω ἀπό τήν κυριαρχία του. Πόσο λάθος κάνει θά τό σημειώσει μέ ἔμφαση ἡ ἱστορία. ῎Ηδη στή φυλακή ὁ νεαρός ᾿Ανδρέας γράφει μιά θαυμαστή ἱστορία ἀντίστασης καί γίνεται ὁ πρῶτος ἀπό τούς μάρτυρες τῆς τουρκοκρατίας. Τά σιδερένια μαχαίρια ξεσκίζουν τίς σάρκες του, τό ἀλύπητο μαστίγωμα κάνει τόν πόνο ἀφόρητο, μά ἡ ματιά τοῦ μάρτυρα εἶναι στραμμένη στόν οὐρανό.
῾Η τελική ἀναμέτρηση δίνεται στό ἀνατολικό μέρος τῆς πόλεως, κάτω ἀπό τόν Πύργο. ῾Ο συγγραφέας τοῦ μαρτυρίου του μᾶς διασώζει τίς λίγες λέξεις τῆς θερμῆς ἱκεσίας του· «῏Ω Παρθένε Μαρία, βοήθει μοι». Τό σπαθί τοῦ Τούρκου διακόπτει τήν τελευταία προσευχή τοῦ μάρτυρα πάνω στή γῆ. ῾Ο οὐρανός τοῦ προσφέρει ἀμάραντο στεφάνι, ὅπου τά κρίνα τῆς ἁγνότητας πλέκονται ἁρμονικά μέ τά ρόδα τοῦ μαρτυρίου.
Εἶναι 29 Μαΐου 1464. ῞Εντεκα χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού οἱ ἀνδρεῖοι βυζαντινοί ἀγωνιστές ἔπεσαν πάνω στά ἴδια τείχη. ῞Εντεκα χρόνια ἀπό τότε πού ἡ πιό ὀδυνηρή ἰαχή ἀντήχησε στήν πονεμένη Ρωμιοσύνη· «῾Η Πόλις ἑάλω!».
Μέσα στό καμίνι τῆς μαρτυρικῆς δοκιμασίας ὁ χριστιανικός ῾Ελληνισμός δέχτηκε σάν σταγόνα δροσιᾶς τό αἷμα τῶν Νεομαρτύρων.
῾Η θυσία τους θά γίνει τό λίπασμα γιά ν᾿ ἀνθίσει ἡ λευτεριά. Μεγάλη ἡ προσφορά τους στή ζωή τοῦ ῎Εθνους!
Ξεχωριστή ἡ θέση τους καί στήν ᾿Ορθοδοξία! Τό αἷμα τους ντύνει μέ τή μαρτυρική ἁλουργίδα τή σύγχρονη ᾿Εκκλησία μας καί τήν ἀδελφώνει μέ τήν ᾿Εκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων.
᾿Ιχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 115
῾Η Ρωμιοσύνη βάδιζε σιωπηλά τό Γολγοθᾶ της. ᾿Ανάμεσα στά πιστά της παιδιά σήκωσε μέ καρτερία τό σταυρό του καί ἀνέβηκε τό Γολγοθᾶ του, κείνη τή Μεγάλη Σαρακοστή, ὁ Γιαννιώτης νέος πού γιά νά δουλέψει βρέθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Μέρες τώρα οἱ ᾿Αγαρηνοί μέ κολακεῖες καί ταξίματα, μέ ἀπειλές καί φοβέρες πάσχιζαν νά τόν ἐξαναγκάσουν νά γίνει μουσουλμάνος. Δέν ἄντεχαν τή λάμψη τῶν ματιῶν του, πού ἀντιφέγγιζαν μέ τήν παρθενική τους ἁγνότητα τήν ὀμορφιά τοῦ Παραδείσου. Τούς ἐνοχλοῦσε ἡ σεμνότητα καί ἡ παρρησία του, ἡ καλοσύνη καί ἡ ἀνδρεία του, πού τά καλλιεργοῦσε βαθιά του ἡ πατρογονική εὐσέβεια φυτεμένη μέσα του ἀπό τό χέρι τῶν πιστῶν γονιῶν του.
῾Ο γλυκύτατος Κύριος ἀνέβαινε καί πάλι στό Σταυρό κι ὁ ᾿Ιωάννης σημείωνε μέ εὐλάβεια πάνω του τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἀσφάλεια καί δύναμή του ἀπό κινδύνους καί πειρασμούς πού ἀπειλοῦσαν τό σῶμα καί τήν ψυχή του.
῏Ηταν βαρύ τό κλίμα κείνη τήν ἀνοιξιάτικη Παρασκευή. Μουντός ὁ οὐρανός καί συννεφιασμένος. Οἱ χριστιανοί ἤξεραν τό γιατί· ἦταν μεγάλη ἡ μέρα, ξεχωριστή στήν ἱστορία τοῦ κόσμου καί τῆς κάθε ὀρθόδοξης καρδιᾶς. Μέρα πού ἡ Ζωή μπῆκε στόν τάφο γιά νά χαρίσει ζωή περισσή στόν θνητό ἄνθρωπο, γιά νά ἀνοίξει τόν οὐρανό γιά τά παιδιά τῆς γῆς. Κι ἕνα παιδί τῆς γῆς σέ μία γῆ σκλάβα καί πονεμένη εἶχε ἁπλώσει τίς ρίζες του στόν ἀνοιχτό οὐρανό. Κι εἶχε κάνει πόθο του ἀκριβό τόν Παράδεισο. «Σήμερα ὁ Χριστός μου πέθανε γιά μένα. ῎Εχω Θεό ᾿Εσταυρωμένο καί ᾿Αναστημένο ἐγώ», ἀπάντησε στούς μανιασμένους Τούρκους, πού ἀγριεμένοι τοῦ ζητοῦσαν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό.
Ποιός ποθεῖ νά γίνει συνοδοιπόρος ᾿Εκείνου πού σηκώνει τόν πιό βαρύ σταυρό; Ποιός τολμᾶ νά Τόν ἀκολουθήσει στόν πιό τραχύ δρόμο; Ποιός μπορεῖ νά μείνει μαζί Του ἄχρι τέλους; ῾Ο ᾿Ιωάννης εἶχε κάνει τήν ἐπιλογή του. ῾Ο κλῆρος πού διάλεξε ἦταν ἀνάμεσα στούς μακαρίους πού πεινοῦν καί διψοῦν τήν ἀπόλυτη μίμηση τοῦ ᾿Ηγαπημένου. Εἶχε λάβει τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του καί ἀπό τή Μ. Πέμπτη μέσα του φύλαγε τά ἄχραντα μυστήρια.
῾Η ἀπόφαση τοῦ κριτῆ τόν ὁδήγησε γοργά στό μαρτύριο. 18 ᾿Απριλίου, Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου ἀντηχεῖ χαρμόσυνα ὁ παιάνας «Χριστός ᾿Ανέστη!». Τόν ψάλλουν νικηφόρα τά νεανικά χείλη τοῦ ὑποψήφιου μάρτυρα κι ὁ ἀγέρας εὐωδιάζει ᾿Ανάσταση. Οἱ ἐχθροί τῆς ἀλήθειας μέ ξύλα καί πέτρες τόν κτυποῦν ἀλύπητα κι ἐκεῖνος ὁ μακάριος δέν παύει νά ψάλλει τόν ἀναστάσιμο ὕμνο. Οἱ ᾿Αγαρηνοί ἀνάβουν φωτιά μεγάλη. ῾Ο ᾿Ιωάννης κάνει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ρίχνεται μόνος του στίς φλόγες. ῾Η φωτιά κατατρώει τά ροῦχα, τά μαλλιά, τίς σάρκες τοῦ παλληκαριοῦ καί ἡ ψυχή του πετᾶ στή χώρα τῶν ζώντων γιά νά βιώνει αἰώνια τήν ἀνάσταση. «Τῶν μαρτύρων ζηλώσας τήν ἄθλησιν, διά πυρός τόν ἀγώνα ἐτέλεσας, μάρτυς ἔνδοξε». Μικρός καί ἄσημος, ἕνας ᾿Ιωάννης ἀνάμεσα στούς τόσους αὐτῆς τῆς γῆς, ἕνας ράφτης δίπλα στούς τόσους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, φορᾶ στεφάνι ἀμάραντο θείας δόξας καί μένει ἀθάνατος μές στούς αἰῶνες.
᾿Εμπρός σέ ὅλους ἐμᾶς, πού ποθοῦμε τό φῶς καί τή χαρά τῆς ᾿Ανάστασης, προβάλλει ὁ ἅγιος νεομάρτυρας ᾿Ιωάνννης ἐξ ᾿Ιωαννίνων, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας τό ἔτος 1526, γιά νά μᾶς δείξει τό δρόμο. ῾Ο ἡρωικός ἀδελφός μας μέσα ἀπό τή φωτιά τοῦ μαρτυρίου του ἀναρριπίζει τή φλόγα τῆς πίστεώς μας καί μᾶς διδάσκει πώς καί οἱ πιό ἁπλοί καί ταπεινοί, ὅταν ἐπιλέγουμε μές στά θέλγητρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου τό σταυρό καί τή θυσία, γευόμαστε τήν εὐφροσύνη καί τή δόξα τῆς ᾿Ανάστασης.
᾿Ιχνηλάτης
Ἑστίες παραμυθητικές στῆς ζωῆς τή δίνη οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων. Στά δεινά πού μᾶς μαστίζουν ὁ βίος τους γίνεται ἐνθάρρυνση. Δέν εἴμαστε μόνοι! Στούς πειρασμούς μᾶς κυκλώνει ἐνισχυτικά τό δικό τους νέφος. Πόσα μηνύματα σκύβουν καί ψιθυρίζουν στίς ἀνήσυχες ἀπό τίς μέριμνες τοῦ βίου καρδιές μας τοῦτες οἱ εὐλογημένες ὑπάρξεις, πού ἡ πίστη τίς πλούτισε μέ αὐτάρκεια καί στό πέρασμά τους ἀπό τή γῆ ἕνα μονάχα λαχτάρησαν, νά φτάσουν γρήγορα στόν οὐρανό!
Μιά τέτοια καρδιά κρύβει κάτω ἀπό τά φτωχικά του ροῦχα καί τό δωδεκάχρονο ἀγόρι πού βρίσκει δουλειά σέ κάποιον Ἀρβανίτη Τοῦρκο στήν Ἀθήνα τοῦ 1770.
Μπρός σέ τοῦτο τό παλληκάρι μέ τήν ἀδούλωτη καρδιά θά σταθεῖ μέ θαυμασμό καί ὁ τοῦρκος δικαστής, ὅταν μέ ψεύτικες κατηγορίες θά βρεθεῖ μπροστά του ὁ Ἀντώνιος. Ἀπορεῖ ὁ κριτής: ποιά εἶναι αὐτά τά φτωχοντυμένα παιδιά τῆς Ἑλλάδας πού ἔχουν φορεσιά τους ἀκριβή τή λεβεντιά, πού ᾿ναι σκλάβοι κι ὅμως μένουν ἀδούλωτοι, πού νικοῦν τούς κατακτητές τους; Ἀπορεῖ, διότι ἀγνοεῖ πώς εἶναι ἡ κολυμβήθρα τῆς Ὀρθοδοξίας ἡ μήτρα πού γεννᾶ τέτοιες ὑπέροχες ὑπάρξεις.
Ὁ Ἀντώνιος ἀνδρώθηκε περνώντας μέσα ἀπό πολλές περιπέτειες. Πέντε φορές πουλήθηκε δοῦλος σέ ἀγαρηνούς ἐμίρηδες. Ἄλλαζε ἀφεντικά, μά δέν ἄλλαζε τόν Κύριό του. Μέσα στή μακαριότητα τῆς φλογερῆς ἀγάπης γιά τόν Χριστό φάνταζαν φτωχικά μπρός του τά πλούτη τῶν κυρίων του. Κι ἄς μήν τά ᾿χε ξαναδεῖ, δέν τά λιμπίστηκε ποτέ του. Τά ἀφεντικά του κάθε φορά μέ δελεάσματα προσπαθοῦν νά τόν ἀλλαξοπιστήσουν. Ἡ γενναία του ἄρνηση συναντᾶ τή δική τους σκληρότητα. Πόσα τά παθήματα, οἱ κακουχίες καί οἱ ἐξευτελισμοί πού δέχθηκε ὁ μικρός μαρτυρικός μας ἀδελφός! Μά τό πόσο ἀντέχουν στίς μπόρες καί στήν παγωνιά τά λουλούδια τοῦ Χριστοῦ τό μαρτυρεῖ μιά θαυμαστή ἱστορία αἰώνων. Μέσα στήν ἀσέβεια καί τή διαφθορά τοῦ ἀλλόθρησκου περιβάλλοντος, τό παλληκάρι τοῦ Χριστοῦ φύλαγε ἁγνό τόν ἑαυτό του καί ἀνῆκε, ὅπως τό εἶπε ὁ Κύριος, στούς «καθαρούς τῇ καρδίᾳ» πού τά μάτια τους ἀτενίζουν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Οἱ μαρτυρίες ἀναφέρουν πώς σάν τόν ἔρριξαν στή φυλακή, ὁ ἅγιος ἦταν θαυμαστά χαρούμενος, μιλοῦσε γιά τόν ἀγαπημένο του Ἰησοῦ, δίδασκε τήν ὑπομονή καί φώναζε πώς δέν ὑπάρχει στόν κόσμο πιό γλυκειά χαρά ἀπό τό νά πεθαίνει κανείς γιά τόν Χριστό. Χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος στό συναξάριό του τήν ἀντίδραση τοῦ ἁγίου, ὅταν πληροφορήθηκε τή θανατική του καταδίκη: «Τότε ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀληθής μάρτυς Ἀντώνιος, εὐφρανθείς εἰς τό πρᾶγμα καθώς χαίρουσιν οἱ εὑρίσκοντες θησαυρόν, ἐδέθη ὀπίσω τάς χεῖρας, καί μέ χαροποιόν πρόσωπον ἔτρεχεν εἰς τόν θάνατον ὡσάν εἰς πανήγυριν...».
Συνεχιστής τῶν πρώτων μαρτύρων τοῦτος ὁ νεαρός βλαστός τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τά λόγια τῶν παλιῶν ἁγίων κλείνει τό σύντομο πέρασμά του ἀπό τοῦτο τόν κόσμο: «Κύριε, εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τό πνεῦμα μου». Εἶναι 5 Φεβρουαρίου 1774. Τρεῖς φορές τόν χτυπᾶ στόν τράχηλο μέ τό σπαθί ὁ τοῦρκος τζελάτος, μήπως καί τήν τελευταία στιγμή τόν κάνει νά δειλιάσει. Σάν ἀρνίο ἄκακο λαμβάνει τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. «Σφαγείς ὁ Ἀντώνιος ὥσπερ ἡ ὄις (= πρόβατο) Χριστῷ παρέστη ἀκολουθῶν ὡς ὄις». Τό σῶμα του, πού τόσες φορές εἶχε ἀγοραστεῖ καί πουληθεῖ ὅσο ζοῦσε, τώρα ἔχει ἀτίμητη ἀξία. Μέ σέβας καί τιμές τό ἐνταφιάζουν οἱ χριστιανοί. Ἡ μνήμη του στερεώνει τήν ἐλπίδα μας στόν οὐρανό. Στόν αἰώνα μας, μέ τά πολλά φῶτα ἀλλά καί τίς πάμπολλες σκιές, φωτίζει μέ φῶς ἱλαρό τίς ψυχές μας, γιά νά μήν τίς σκιάζει ἡ ὀλιγοπιστία, γιά νά προσμένουν ἀνέφελες τή χαραυγή τῆς αἰωνιότητας.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 40