Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Εὐτυχῶς προλάβαμε

 1430 μ.Χ. «Πῆραν τήν πόλιν, πῆραν την! Πῆραν τή Σαλονίκη!». Ντυμένη στά μαῦρα, πικραμένη καί ἁλυσοδεμένη ἡ Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ ἀποχαιρετᾶ τή λευτεριά της καί μαζί της τά 1.100 χρόνια βυζαντινοῦ μεγαλείου καί δόξας. Ἀγαρηνοί πατοῦν τό χῶμα της καί ἀρχίζει ἡ ἀτέλειωτη νύχτα τῆς σκλαβιᾶς. Διπλώνονται οἱ σημαῖες καί καταχωνιάζονται στό σεντούκι.
 Τά χρόνια περνοῦν, οἱ αἰῶνες διαβαίνουν. Ὁ προμαχώνας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ Θεσσαλονίκη, ἀκόμη στενάζει. Φυτοζωεῖ. Ἀναπολεῖ τήν αἴγλη της, μά καί προσμένει τό ποθούμενο. Καταρρέει, μά ἔχει τά μάτια της ἐπίμονα στηλωμένα στόν ἄγρυπνο προστάτη της, στόν Ἅγιό της. Καί ἐλπίζει...
  Ὀκτώβριος τοῦ 1912. Τήν ἐπίζηλη θέση της, στό μυχό τοῦ Θερμαϊκοῦ, ἐποφθαλμιοῦν οἱ Βούλγαροι. Μέ τό ὄνειρο τῆς Μεγάλης Βουλγαρίας γαλουχοῦνται. Ὁ ἕλληνας λοχαγός Ἀθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης γράφει στό βιβλίο του «Ἡμερολόγιον τοῦ πρώτου βαλκανικοῦ πολέμου»· «Ἐξερχόμενος τοῦ Φρουραρχείου συνήντησα τόν ἰατρόν κ. Φ. Νίκογλου, Ἕλληνα, ὑπηρετοῦντα ὡς ἔφεδρον παρά τῷ βουλγαρικῶ στρατῷ. Οὗτος πρῶτος προθυμότατα πλησιάσας μέ μοι εἶπεν ὅτι ἀπό τῆς ἀρχῆς τοῦ πολέμου ὅλαι αἱ ἐμπιστευτικαί διαταγαί συνίστων νά καταβληθῆ πᾶσα προσπάθεια, ὅπως αἱ μακεδονικαί πόλεις καί πρό πάντων ἡ Θεσσαλονίκη καταληφθῶσι πρό τῆς καταλήψεως αὐτῶν ὑπό ἑλληνικῶν στρατευμάτων. Μοί ἐπεβεβαίωσεν... ὅτι εἶδεν εἰς τό ξενοδοχεῖον, ὅπου εἶχε καταλύσει, καί στρατιώτας τῆς βασιλικῆς φρουρᾶς, ὁδηγοῦντας βασιλικήν ἅμαξαν, προωρισμένην διά τήν ἐπίσημον εἴσοδον τοῦ Διαδόχου τῆς Βουλγαρίας εἰς Θεσσαλονίκη!».
 Τήν ὥρα πού οἱ βουλγαρικές δυνάμεις σπεύδουν νά πραγματώσουν ὄνειρα τοῦ παρελθόντος, ὁ πρόεδρος τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως Ἐλ.Βενιζέλος στέλνει κατεπεῖγον τηλεγράφημα πρός τόν ἀρχιστράτηγο τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ διάδοχο Κωνσταντῖνο, πού ἑδρεύει στήν ἐλεύθερη Κοζάνη· «...σπουδαῖοι πολιτικοί λόγοι ἐπιβάλλουσι νά εὑρεθῶμεν μίαν ὥραν ταχύτερον εἰς τήν Θεσσαλονίκην». Ὁ Κωνσταντῖνος διαφωνεῖ· «Ὁ στρατός δέν θά ὁδεύσει κατά τῆς Θεσσαλονίκης, ἐγώ ἔχω καθῆκον νά στραφῶ κατά τοῦ Μοναστηρίου, ἐκτός ἄν μοῦ τό ἀπαγορεύετε». Ἀλλ᾿ ὁ ἡγέτης εἶνε κάθετος· «Σᾶς τό ἀπαγορεύω».
 Μέ τή νίκη τῶν δυνάμεών μας στήν περίφημη μάχη τῶν Γιαννιτσῶν (19-20 Ὀκτωβρίου 1912) ἀνοίγει ὁ δρόμος γιά τήν κατάληψη τῆς Θεσσαλονίκης. Βέβαια ἡ διάβαση τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ δέν εἶνε εὔκολη γιά τίς μεραρχίες καί τό ἱππικό μας. Ὁ Τοῦρκος ἔχει γκρεμίσει ὅλες σχεδόν τίς γέφυρες. Σέ τέτοιες ὅμως κρίσιμες στιγμές γιά τήν πατρίδα φαίνεται τό μεγαλεῖο, ἡ ἀρχοντιά τῆς φυλῆς μας, ἡ ἑνότητα καί ἡ ὁμοψυχία τοῦ λαοῦ μας. Γυναῖκες λεβέντισσες παρελαύνουν στήν αὐλαία τῆς Ἱστορίας. Εἶναι ἀπό τή Χαλάστρα (Πύργο), τή Βαλμάδα (Ἀνατολικό) καί τά γύρω χωριά. Καθώς βλέπουν πώς ἀπειλεῖται ἡ αἴσια ἔκβαση τοῦ ἀγώνα, ὑπερβαίνουν τή φύση τους κι ἀνασκουμπώνονται. Στέκονται πλάι στούς στρατιῶτες μας καί τούς βοηθοῦν νά ἐπισκευάσουν γρήγορα τίς γέφυρες, γιά νά προλάβουν...
 Κι ἡ ἀγωνία κορυφώνεται. Μία βουλγαρική ταξιαρχία καί μία μεραρχία περνοῦν τόν Στρυμόνα καί κατευθύνονται ὁλοταχῶς πρός τή Θεσσαλονίκη. Ποιός ἀπό τούς δύο ἆράγε, πού ἀγωνίζονται πεισματικά στήν πολεμική κονίστρα καί βρίσκονται σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τό ἐπίμαχο σημεῖο, θά φτάσει πρῶτος στό τέρμα, θά πατήσει πρῶτος τή Θεσσαλονίκη;
 Παρασκευή, 26 Ὀκτωβρίου 1912. Τήν ἐπέτειο τῆς μνήμης του διαλέγει ὁ Ἅγιος Δημήτριος γιά νά χαρίσει τή λευτεριά στούς συμπατριῶτες του, ὥστε νά γιορτάζουν στό ἑξῆς μαζί. Αὐτό πού οἱ Θεσσαλονικεῖς καρτεροῦσαν αἰῶνες, πραγματοποιεῖται ἐκείνη τή νύχτα. Ὥρα 11.30' μ.μ. Ὁ Χασάν Ταξίν πασᾶς, ταπεινωμένος, ὑπογράφει ἐνώπιον τῶν δύο ἀξιωματικῶν τοῦ ἑλληνικοῦ Γενικοῦ Στρατηγείου, τοῦ Β. Δούσμανη καί Ἰ. Μεταξᾶ, τό πρωτόκολλο παράδοσης τῆς πόλης.
 taxin pasasΤό θριαμβευτικό γεγονός τούτης τῆς ἱστορικῆς νύχτας τό ἀξιολόγησα περισσότερο, ὅταν γνώρισα ἕναν παλαίμαχο ἐκείνων τῶν νικηφόρων Βαλκανικῶν πολέμων. Μᾶς ἐπισκέφθηκε ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Θυμᾶμαι τά δάκρυα πού ἔχυνε, καθώς μᾶς τόνιζε μία-μία τίς λέξεις· «Τέτοια μέρα, παιδιά μου, ὕστερα ἀπό 482 χρόνια, πατήσαμε τήν τουρκική σημαία. Μέ μιᾶς ξεδιπλώθηκαν οἱ ἑλληνικές σημαῖες κι ἡ Θεσσαλονίκη ντύθηκε τή γαλανόλευκη. Μισή χιλιετηρίδα στό προπύργιο τοῦ Ἑλληνισμοῦ κυμάτιζε ἡ μουσουλμανική ἡμισέληνος. Τόσα χρόνια οἱ ὀρθόδοξες ἐκκλησιές μας ἦταν τζαμιά. Κι ὅταν ξημέρωσε ἡ 28η Ὀκτωβρίου 1912, ὁ ἀρχιστράτηγος Κωνσταντῖνος καί ὁ μητροπολίτης Γεννάδιος, ὅλοι μαζί, ἐξουσία καί λαός, ψάλαμε συγκινημένοι στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ τή δοξολογία γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς πόλης μας, τῆς φιλτάτης μας Θεσσαλονίκης».
  Ἔσκυψα τότε δακρύβρεχτη καί φίλησα εὐγνώμονα τό χέρι του. Χάρις σ᾿ αὐτούς ἡ Θεσσαλονίκη εἶναι καί πάλι ἑλληνική. Χάρις σ᾿ αὐτούς ἀναπνέω σήμερα ἐγώ τόν μυριοπόθητο ἀγέρα τῆς λευτεριᾶς.
 Ἑλληνίς
Τετάρτη, 02 Ιούλιος 2014 03:00

Βηματίζοντας πρός τήν ἐλευθερία

  Ἡ ἀνάρρηση τοῦ Ἐ­λευ­θερίου Βενιζέλου στήν ἐξουσία δημιούργησε τίς προϋποθέσεις γιά ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης, φυσικά καί τῆς Μακεδονίας. Ὁ νέ­ος πολιτικός ἡγέτης μέ τή διορατικότητα, τή διπλωματικότητα καί τήν τόλμη πού τόν χαρακτήριζε κατόρθωσε νά βγάλει τήν Ἑλλάδα ἀπό τόν ἀπομονωτισμό καί νά τήν ἐντάξει στόν πολεμικό συνασπισμό τῶν βαλκανικῶν χωρῶν. Ἔτσι κατέστη δυνατή ἡ πραγματοποίηση τῶν προαιώνιων ἐθνικῶν πόθων.
  Ὁ πρῶτος Βαλκανικός πόλεμος τῶν συμμάχων βαλκανικῶν χωρῶν κατά τῶν Τούρκων ἄρχισε τήν 8η Ὀκτωβρίου 1912. Ὁ ἑλληνικός στρα­τός ἐξόρμησε πρός τό Σαραντάπορο, μολονότι γνώριζε ὅτι ἡ θέση αὐτή θεωροῦνταν ἀπόρθητη ἀκόμη καί ἀπό τούς Γερμανούς πού τήν εἶχαν ὀχυρώσει. Καί ὅμως στίς 9 Ὀκτωβρίου οἱ Ἕλληνες εἶχαν κιόλας συντρίψει τούς Τούρκους. Ἡ θεαματική αὐτή νίκη ἄφησε κατάπληκτους τούς Εὐρωπαίους. Ὁ ἑλληνικός στρατός μέ ἡγέτη τόν διάδοχο τοῦ θρόνου Κωνσταντῖνο κατευθυνόταν ἤδη πρός τό Μοναστήρι ἔχοντας ὡς δεύτερο στόχο τήν κάθοδό του στή Θεσσαλονίκη. Ὡστόσο ὁ Ἀθανάσιος Σουλιώ­της-Νικολαΐδης, πού ὑπηρετοῦσε ὡς σύν­­δεσμος τῶν ἑλληνικῶν καί βουλ­­γαρικῶν δυνάμεων, ἔστει­λε ἕνα κατεπεῖγον μυστικό σῆμα στήν κυβέρνηση: μιά βουλγαρι­κή μεραρχία ὑπό τόν στρατηγό Θεοδωρώφ ἄρχισε νά βαδίζει δρο­μαί­ως πρός τή Θεσσαλονίκη. Τότε ὁ Βενιζέλος διέταξε τόν Κωνσταντῖνο ν’ ἀλλάξει πορεία καί νά στραφεῖ πρός τή Θεσσαλονίκη ἀμέσως. Πραγματικά στίς 19 Ὀκτωβρίου οἱ ἔνοπλες δυνάμεις μας ἔπεσαν ἀκάθεκτες κατά τοῦ κύριου ὄγκου τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ πού εἶχε ὡς γραμμή ἄμυνας τή δεξιά ὄχθη τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ ἔξω ἀπό τά Γιαννιτσά. Ἡ μάχη κράτησε ὥς τό ἀπόγευμα τῆς ἄλλης μέρας καί ἔστεψε τά ὅπλα τῶν Ἑλλήνων. Ἐ­πειδή ὅμως οἱ Τοῦρκοι ὑποχωρώντας κατέστρεψαν τίς γέφυρες, ἡ προέλαση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καθυστέρησε. Ἐντούτοις τά χαράματα τῆς 26ης Ὀκτωβρίου οἱ δυνάμεις μας βρίσκονταν ἕξι χιλιόμετρα ἔξω ἀπό τήν πόλη ἕτοιμες νά εἰσβάλουν σ’ αὐτήν. Τότε ὁ τοῦρκος ἀρχιστράτηγος Χασάν Ταχσίν πασάς ἀναγκάστηκε νά παραδώσει ἐπίσημα τή Θεσσαλονίκη στούς Ἕλληνες. Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας, ἑορτῆς τοῦ πολιούχου ἁγίου Δημητρίου, τμήματα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ μπῆκαν θριαμβευτικά στήν πόλη καί παρέλασαν στούς κεντρικούς δρόμους της ὑπό τίς ἰαχές τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ, πού εἶχε στολίσει μέ τή γαλανόλευκη τά σπίτια του. Ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ ἅγιος Δημήτριος εἶχε κάμει πάλι τό θαῦμα του ἦταν καθολική μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Σημειωτέον ὅτι ἡ πληθυσμιακή σύνθεση τῶν κατοίκων τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν 40.000 Ἕλ­ληνες, 46.000 Τοῦρκοι, 60.000 Ἑ­βραῖοι καί 6.000 Βούλγαροι. Παρά ταῦτα ἡ ἑλληνική φυσιογνωμία τῆς πόλης ποτέ δέν ἀλλοιώθηκε.
paradosi Thessal
 Ἡ ἐλεύθερη Θεσσαλονίκη, παρ’ ὅλο πού ὑπέστη μιά τρομακτική πυρκαϊά τό 1917, ἀναπτύχθηκε γοργά σ’ ὅλους τούς τομεῖς. Καθοριστικός συγκοινωνιακός χερσαῖος κόμβος, ἀσφαλέστατο εὐρύχωρο λιμάνι ἐμπορίου γιά εἰσαγωγές καί ἐξαγωγές, εὐφορότατος κάμπος μέ ἄφθονα γεωργικά καί κτηνοτροφικά προϊόντα, θαλάσσιος κόλπος μέ πλούσια ἁλιεία, ἀξιόλογες βιομηχανικές μονάδες, ὅλα αὐτά κατέστησαν τή Θεσσαλονίκη ὄχι μόνο οἰ­κονομικό κέντρο τῆς Βόρειας Ἑλλάδας καί τῆς βαλκανικῆς ἐνδοχώρας, ἀλλά καί μιά ἀπό τίς πιό ἑλκυστικές καί ὡραῖες πόλεις τῆς Μεσογείου. Ἡ πλεονεκτική γεωγραφική θέση της καί τό ἔνδοξο ἀπό κάθε ἄποψη παρελθόν της στάθηκαν οἱ δυό πυλῶνες πού στήριξαν τήν πρόοδο, τή συνεχῆ ἐξέλιξη καί τήν ἀκμή της.
 Κρίσιμος σταθμός στή ζωή τῆς πόλης, πού κυριολεκτικά μεταμόρφωσε τήν ἐξωτερική ὄψη της καί ἀνύψωσε τήν πολιτιστική στάθμη της, ὑπῆρξαν τά δύστυχα χρόνια 1922 ὥς 1924 μέ τό τεράστιο, τό σαρωτικό κύμα τῶν προσφύγων ἀπό τή Μικρασία, τόν Πόντο, τή Θράκη, τήν Ἀνατολική Ρωμυλία. Ἡ Θεσσαλονίκη ἔγινε ἡ μεγάλη προσφυγομάνα. Ἔτσι ὅμως οἱ κάτοικοί της ὡς πρός τό ἑλληνικό στοιχεῖο διπλασιάστηκαν καί ἀπέκτησαν φυλετική ὁμοιογένεια. Οἱ πρόσφυγες, παρά τόν ξεκληρισμό καί ξεριζωμό πού ὑπέστησαν, παρά τή φριχτή δοκιμασία πού ὑπέμειναν, ἔφεραν στή μητέρα πατρίδα τεχνογνωσία καί δυναμισμό ἄγνωστο ὥς τότε. Πιό σημαντικό στάθηκε τό γεγονός ὅτι ἦ­ταν φορεῖς ἑνός πνευματικοῦ πο­- λιτισμοῦ μέ διακριτές ἀνατολίτικες ἀποχρώσεις. Οἱ κυνηγημένοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι ἔφεραν ἀκόμη τήν πατροπαράδοτη εὐλάβειά τους καί ἕνα ἰσχυρό ἐκκλησιαστικό φρόνημα πού φούσκωνε σά ζύμη κι ἔπλαθε τή νέα κοινωνία.
Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης