Φαιδρύνει μές στήν καρδιά τοῦ φθινοπώρου τήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καί λαμπρύνει μέ τήν λάμψη τῆς ἁγιότητος τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ μνήμη τοῦ Δημητρίου κάθε χρόνο. Ἕνας ἅγιος πού στέκεται τόσο κοντά στά χρόνια τῶν ἀποστόλων, ἀλλά καί τόσο κοντά στίς καρδιές τῶν Νεοελλήνων, ἕνας νέος πού ἔχει τήν χάρη τοῦ μαρτυρίου καί τήν δόξα τῆς ἁγνότητος, δέν μπορεῖ παρά ἰδιαίτερα νά μᾶς συγκινεῖ. Μέ τήν νιότη του ἀγγίζει τά νιάτα, μέ τήν ζωή του χαράζει δρόμους ζωῆς, μέ τήν πίστη του ἐμπνέει τούς πιστούς.
Γεννήθηκε στά τέλη τοῦ γ΄ αἰῶνος στήν Θεσσαλονίκη καί ἀνατράφηκε σέ οἰκογένεια ἐπίσημη καί ἀριστοκρατική. Βαπτίσθηκε νωρίς χριστιανός, καί νεαρός ἀναδείχθηκε διδάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου. Τό ἀληθινό του μεγαλεῖο ὅμως δέν θά τό βροῦμε στούς τίτλους του ἀλλά σέ δύο λέξεις πού ποτίζουν τήν ζωή του καί ἀρδεύουν τήν Ὀρθοδοξία· τό μύρο καί τό αἷμα, πού πρόσφερε στόν Χριστό. Μέσα σ' αὐτά τά στοιχεῖα κλείνεται σάν σέ πολύτιμες φιάλες τό ἀπόσταγμα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Δημητρίου, πού παίρνει ἡ Ἐκκλησία καί κερνᾶ μέ αὐτό τούς πιστούς.
Γνώρισμα λαμπρό τοῦ ἁγίου εἶναι ἡ παρθενία, πού ἄσκησε μέ μία τέλεια ἀφιέρωση στόν Θεό. Ὁ Δημήτριος κράτησε καθαρή τήν σκέψη καί τήν καρδιά του, ἁγνό τό σῶμα του καί ἅγια τήν ψυχή του, δοσμένη ὁλοκληρωτικά στόν Κύριο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τόν χαρακτηρίζει ὅσιο, παρθένο, πάγκαλο καί παναμώμητο. Δέν ἦταν ὅμως μοναχός οὔτε κληρικός. Παρέμεινε λαϊκός καί εἶχε ἔργο του κύριο τό κήρυγμα καί τήν διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου. Προικισμένος μέ διδακτικό χάρισμα, συγκέντρωνε πλήθη Θεσσαλονικέων στήν Χαλκευτική Στοά καί μέ παρρησία, «ἀπτοήτῳ γλώσσῃ», κατά τόν Λέοντα Σοφό, εὐαγγελιζόταν στόν εἰδωλολατρικό κόσμο τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Κατέστησε ἔτσι τόν ἑαυτό του ὁ ἅγιος σκεῦος εὐωδιαστό πού ἀνέβλυζε τήν ὀσμή τῆς ζωῆς στούς γύρω του (πρβλ. Β΄ Κο 2,14.16). Καί ὅταν ἀργότερα οἱ χριστιανοί βρέθηκαν μπρός στό ἁγιασμένο νερό τοῦ πηγαδιοῦ, μέσα στό ὁποῖο ἔρριξαν τό νεκρό σῶμα τοῦ μάρτυρος, αὐθόρμητα συνεδύασαν τό μύρο τοῦ τάφου μέ τήν εὐωδία τῆς ἁγνότητος καί τό εἶδαν ὡς σύμβολο παρθενίας. Σχολιάζει ἐμπνευσμένα ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας προσφωνώντας τόν Δημήτριο· «Ὦ σύ, πού δέν φάνηκες μόνο ὁ ἴδιος εὐωδία Χριστοῦ, ἀλλά καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους συνιστοῦσες τό "κενωθέν μύρον"· ὦ σύ, πού ἄφησες πρῶτα μέν αἷμα, τώρα δέ μύρο ἀπό τίς πληγές σου, ἤ μᾶλλον καί τώρα ὄχι λιγώτερο ἀπό πρίν αἷμα· διότι τό σῶμα σου, πού πληγώθηκε ἀπό χτυπήματα καί τραύματα τότε, ἀνέβλυσε μύρο· ἀφοῦ καθόλου δέν ἔλειπε ἡ καθαρότητα καί ἡ ἁγνότητα καί ἡ παρθενία, μετέσχε στήν εὐωδία τοῦ πνεύματος καί τό αἷμα κατέστη τό ἴδιο μύρο».
Ἄν τό μύρο συμβολίζει τήν παρθενία τοῦ Δημητρίου, τό αἷμα δηλώνει τό μαρτύριό του. Ὁ ἅγιος ὑπῆρξε παρθένος ἀλλά καί ὁμολογητής· ὑπῆρξε διδάσκαλος ἀλλά καί ἀθλητής. Ὁμολόγησε τήν πίστη του μπροστά στόν αὐτοκράτορα τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους -πού βρέθηκε ἐκεῖνες τίς μέρες στήν Θεσσαλονίκη ἐπιστρέφοντας ἀπό μία ἐκστρατεία- καί ἄθλησε γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ παλεύοντας μέ τόν θάνατο. Ὑπακούοντας στήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο, πρῶτος αὐτός γεύθηκε τούς καρπούς τῆς διδασκαλίας του, τό μαρτύριο, δηλαδή, καί τήν δόξα του, ὅπως ὁ καλός γεωργός μεταλαμβάνει πρῶτος ἀπό τούς καρπούς τῶν κόπων του (Β΄ Τι 2,6). Φυλακισμένος μέσα στά λουτρά καί ἀποδυτήρια τοῦ σταδίου, λογχίστηκε, μόλις ἔγινε μαθευτό ὅτι «ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου» βοήθησε τόν Νέστορα νά νικήσει τόν φοβερό μονομάχο Λυαῖο. Τό σῶμα του ρίχτηκε μέσα σέ ἕνα πηγάδι τῶν λουτρῶν καί τό αἷμα του πορφύρωσε τό νερό κάνοντάς το μύρο.
Ἀλλά τό μύρο καί τό αἷμα τοῦ Δημητρίου θά ἔμενε περιβεβλημένο μόνο μέ ἀνθρώπινη αἴγλη, ἄν τό περιορίζαμε στό πλαίσιο μιᾶς ἁπλῆς θυσίας, μεγαλειώδους ὁπωσδήποτε καί ἡρωικῆς, ὅπως εἶναι κάθε θυσία ἀνθρώπου γιά μιά πίστη. Ἡ θυσία ὅμως τοῦ ἁγίου ἔχει ἄλλες διαστάσεις, πού ξεφεύγουν ἀπό τά μέτρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί τήν περιβάλλουν μέ φωτοστέφανο θεϊκό. Συντελεῖται ὡς μίμηση Θεοῦ καί ἐπιτελεῖται ἐν ἀγάπῃ, «καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφ 5,1-2). Ἔτσι, ἐνῶ τά κόκκαλα τῶν ἡρώων στηρίζουν τίς πατρίδες καί τίς κοινωνίες, πού συντηροῦν τήν ἀνθρωπότητα, τά λείψανα τῶν μαρτύρων στηρίζουν τίς ἅγιες Τράπεζες, πού τρέφουν μέ αἰώνια τροφή τήν φθαρτή μας φύση. Καί ὁ Δημήτριος, «ὁ σοφώτατος ἐν διδαχαῖς καί στεφανίτης ἐν μάρτυσι», δέν ἔκανε τίποτε λιγώτερο, παρά μιμήθηκε τόν Χριστό.
«Μύρον ἐκκενωθέν ὄνομά σου», εἶναι τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου στό Ἆσμα Ἀσμάτων (1,3), στό ὁποῖο οἱ πατέρες ἀκοῦνε τό γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι τό μύρο πού χύνεται στόν κόσμο πού βρωμάει καί ἀποσυντίθεται ἀπό τήν ἀσέβεια καί τήν διαφθορά. Χύνεται μέ τόν λόγο καί τήν διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου καί ἀλλάζει τήν ἀτμόσφαιρα, μές στήν ὁποία ἀναπνέουν οἱ ψυχές, δημιουργεῖ μία καινή καί ὄμορφη κτίση, ξαναγεννᾶ καινούργιο καί ὡραῖο τόν ἄνθρωπο. Αὐτό τό μύρο εἶχε πάνω του ὁ Δημήτριος καί μοσχοβολοῦσε. Αἷμα ἔσταξε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πάνω στόν Σταυρό, ὅταν ἡ λόγχη τρύπησε τήν πανάχραντη πλευρά του, καί μέ τό αἷμα του μπολιάζει τήν ἄρρωστη ἀνθρωπότητα καί τῆς δίνει ζωή, τήν ἁγιάζει, τήν θεώνει. Καί ὁ Δημήτριος μέ τά λογχισμένα του μέλη ἀναζωγράφησε μπροστά μας τό πάθος τοῦ Χριστοῦ καί στάζοντας ἀπό τό αἷμα του προσφέρθηκε σ' Ἐκεῖνον πού ἔχυσε τό τίμιο αἷμα του γι' αὐτόν. Ἔγινε μιμητής Χριστοῦ, μυροβλήτης καί μεγαλομάρτυς, δόξασε τόν Κύριο καί τώρα δοξάζεται ἀπό αὐτόν.
Σήμερα ἡ ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης μαζί μέ τούς ἄλλους θησαυρούς της κρατᾶ ὁλοζώντανο στήν μνήμη καί στήν ζωή της τόν Δημήτριο, πού κι αὐτός ἀπό τήν «Χώρα τῶν ζώντων» προσεύχεται γιά τά παιδιά της, ὅπως καί γιά τά παιδιά ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ζῆ τήν προστασία του σέ ποικίλους κινδύνους, ἐπικαλεῖται τήν πρεσβεία του καί γιορτάζει μαζί του τίς νίκες πού τῆς χαρίζει ὁ Θεός, ὅταν ἐν ὀνόματι Χριστοῦ κατατροπώνει ἀντίθεες καί ἀντίχριστες δυνάμεις. Χρειάζεται ὅμως νά ἀκούει καί τόν «σοφόν μάρτυρα», πού δέν ἔπαυσε ποτέ νά κηρύττει, χρειάζεται νά μιμεῖται τόν στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ, πού κατεπάλαισε τόν πονηρό. Τό χρέος μας αὐτό τό συνοψίζει σέ μία προτροπή του -πρός τούς Θεσσαλονικεῖς εἰδικά- ὁ Ἰσίδωρος, ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως στά τέλη του 14ου αἰ. «Ἐμεῖς, πατέρες καί ἀδελφοί, πού προεξάρχουμε σ' αὐτήν τήν πανήγυρη, ἄς μελετήσουμε τά μύρα τοῦ μυροβλήτου Δημητρίου καί ὅπως ἐκεῖνα ἀναβλύζουν ἀπό τήν θεία του σάρκα λόγῳ τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς καθαρότητος, ἔτσι κι ἐμεῖς νά ἁρμόσουμε τούς ἑαυτούς μας στήν καθαρότητα καί νά τούς ἑτοιμάσουμε γιά νά κατοικήσει μέσα μας τό θεῖο Πνεῦμα, ὥστε νά μπορέσουμε νά πηγάσουμε ἄλλα μύρα ἱερῶν χαρισμάτων».
Στέργιος Ν. Σάκκος
Τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Δημητρίου γιορτάζει τόν μήνα αὐτό ὅλη ἡ Ὀρθοδοξία ἀπ’ ἄκρου σ’ ἄκρο. Τό ὄνομα τοῦ μεγαλομάρτυρα συνδέθηκε στενά μέ τήν ἱστορία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, καθώς σέ πολλά περιστατικά -ὅπως ἡ ἱστορία βεβαιώνει- ἔδειξε τήν προστασία του. Ἰδιαίτερα ὅμως καμαρώνει –καί ὄχι ἀδικαιολόγητα- γιά τόν ἅγιό της ἡ Θεσσαλονίκη, πού εἶναι ὄχι μόνο ἡ γενέτειρά του ἀλλά καί ἡ προστατευόμενη πόλη του. Στήν μακραίωνη πορεία της μελετοῦμε περιστατικά ὅπου ὁ ἅγιος τήν ὑπερασπίζεται, ὅταν στίφη ἐχθρῶν τήν κυκλώνουν. Τήν σώζει ἀπό τίς βαρβαρικές ἐπιδρομές. Καταπαύει τίς τρικυμίες πού ταράσσουν τήν θάλασσά της. Ὅταν ἰσχυροί σεισμοί ἀπειλοῦν νά καταστρέψουν τήν πόλη του συθέμελα, συγκρατεῖ καί στερεώνει τήν γῆ. Κι ὅταν αἱρέσεις καί κακοδοξίες ἀπειλοῦν νά σαλεύσουν τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἐκεῖνος, «τῶν Θεσσαλονικέων ὁ προϊστάμενος», τήν στηρίζει. Εἶναι ὁ προστάτης καί βιγλάτοράς της, ὁ ἄγρυπνος φύλακάς της, ὁ εὐεργέτης, ὁ θησαυρός καί ἡ εὐφροσύνη της.
Γι’ αὐτό καί τροπάριο τῆς Λιτῆς προσκαλεῖ τήν Θεσσαλονίκη νά πανηγυρίσει καί εὐφρόσυνα νά δοξολογήσει τόν Κύριο· «Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ, πόλις Θεσσαλονίκη· ἀγάλλου καὶ χόρευε, πίστει λαμπροφοροῦσα, Δημήτριον τὸν πανένδοξον ἀθλητὴν καὶ μάρτυρα τῆς ἀληθείας, ἐν κόλποις κατέχουσα ὡς θησαυρόν· ἀπόλαυε τῶν θαυμάτων τὰς ἰάσεις καθορῶσα· καὶ βλέπε καταράσσοντα τῶν βαρβάρων τὰ θράση, καί εὐχαρίστως τῷ Σωτῆρι ἀνάκραξον· Κύριε, δόξα σοι».
Τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ μεγαλομάρτυρα ἐπίσης γιορτάζει ἡ νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ τά ἐλευθέριά της ἀπό τά δεσμά τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς. Εἶναι καί αὐτό ἕνα σημαντικό γεγονός στό ὁποῖο ὁ πιστός λαός τῆς Θεσσαλονίκης ἔζησε ἔντονα τήν προστατευτική ἀ-γάπη τοῦ «συμπολίτη ἁγίου». Λυρικά ἐκφράζει τό λαϊκό βίωμα ὁ Ἰωάννης Πολέμης στό κλασικό ποίημά του «Ἡ Σαλονίκη». Ἐκεῖ διαβάζουμε ὅτι ἡ ὄμορφη πόλη λίγο πρίν ξυπνήσει ἀπό τόν μακροχρόνιο ὕπνο τῆς σκλαβιᾶς της
«τόν Ἁι-Δημήτρη ἔβλεπε
στ’ ἄτι του τό γοργό
πού ροβολώντας ἔκραζε
μέ τή φωνή τῆς νιότης:
"Ἄνοιξε, πόρτα τῆς σκλαβιᾶς
ἡ Λευτεριά εἶμ’ ἐγώ!..."».
Πράγματι, ἡ συνηθισμένη εἰκόνα τοῦ ἁγίου Δημητρίου εἶναι ἐκείνη πού τόν παριστάνει ἀρματωμένο καβαλάρη σέ κόκκινο ἄλογο. Κάτω ἀπό τά πέλματα τοῦ ζώου σέρνεται ἕνας κακοῦργος, πού τόν διατρυπᾶ στήν καρδιά καί τόν ἐξοντώνει τό δόρυ τοῦ ἁγίου. Αὐτή ἡ εἰκόνα, σύλληψη τῆς λαϊκῆς φαντασίας, εἶναι συμβολική· ὅπως συμβολικές εἶναι οἱ εἰκόνες πού δείχνουν τόν Χριστό νά κρατᾶ ἕνα πρόβατο στόν ὦμο ἤ νά σπέρνει ἕνα χωράφι ἤ νά κατευθύνει τό τιμόνι ἑνός πλοίου, διότι ὁ Ἰησοῦς δέν ὑπῆρξε βοσκός οὔτε σποριάς οὔτε καπετάνιος.
Καί τί θέλει νά συμβολίσει ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Δημητρίου ὡς ἀρματωμένου καβαλάρη; Πρῶτον, ἡ ἀρματωσιά εἶναι σύμβολο τῆς πνευματικῆς πανοπλίας, τῆς «πανοπλίας τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ 6,10-18), μέ τήν ὁποία καλεῖται ὁ κάθε πιστός νά ἀντιμετωπίζει τίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου. Οἱ ἅγιοι χρησιμοποίησαν μέ ἐπιτυχία τά ὅπλα τοῦ Πνεύματος, γι᾿ αὐτό πολλοί -μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ ἅγιος Δημήτριος- εἰκονίζονται ὁπλισμένοι.
Ἔπειτα, ἡ λαχτάρα τοῦ λαοῦ, πού ζήτησε καί ἔλαβε ἀμέριστη τήν βοήθεια τοῦ ἁγίου σέ ποικίλες δύσκολες περιστάσεις, ἀρμάτωσε τόν Δημήτριο μέ στρατιωτική πανοπλία, διότι τόν νιώθει ὡς ἰσχυρό προστάτη της. Καβάλα στό κόκκινο ἄλογό του τρέχει κάθε φορά, γιά νά συνδράμει ὅσους τόν ἐπικαλοῦνται καί μάλιστα τούς συμπατριῶτες του Θεσσαλονικεῖς.
Ἀλλά ἄν μείνουμε σ’ αὐτόν τόν συμβολισμό, πού παριστάνει τόν Δημήτριο ἀρματωμένο πάνω στό ἄλογο νά ἐξολοθρεύει τόν κατακτητή, ὅπως μέ τήν εὐχή του ἐνίσχυσε τόν Νέστορα γιά νά συντρίψει τόν Λυαῖο, τόν ἀδικοῦμε κατάφωρα. Τόν ἀνακηρύττουμε ἐθνικό ἥρωα. Δέν εἶναι ὅμως ἕνας κοινός ἥρωας. Εἶναι ἅγιος, μεγαλομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἀθλοφόρος τοῦ πνεύματος, βλαστός τῆς θείας χάριτος. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική εἰκόνα του, τό ἱστορικό του πορτρέτο. Ὀφείλουμε μέ σεβασμό νά τό μελετοῦμε καί νά τοῦ προσφέρουμε τήν τιμή πού ἁρμόζει σέ μάρτυρα, τήν μίμηση τῆς ζωῆς του. «Τὸ γὰρ μιμήσασθαι μάρτυρα τὸ ζηλῶσαι τὴν αὐτοῦ ἀρετήν, τὸ κατ᾿ ἴχνος αὐτοῦ τῆς φιλοσοφίας δραμεῖν, τοῦτ᾿ ἔστιν ἑορτὴν ἐπιτελέσαι, τὸ πανηγυρίσαι κατὰ Θεόν», εἶχε διακηρύξει σέ γιορτή τοῦ ἁγίου Δημητρίου ὁ Γαβριήλ ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἐπαναλαμβάνοντας τήν ἰδέα πού συχνά ἀναφέρουν ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος καί ἄλλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Καί ταυτόχρονα, τώρα πού ποικιλώνυμοι ἐχθροί -ἔσωθεν καί ἔξωθεν- ἀπειλοῦν τήν πόλη του, τόν παρακαλοῦμε· «Φρούρησον, πανεύφημε, τὴν σὲ μεγαλύνουσαν πόλιν ἀπὸ τῶν ἐναντίων προσβολῶν, παρρησίαν ἔχων πρὸς Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα».
† Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 67 (2012) 280-281
Ψάχνουμε σήμερα νά βροῦμε πρότυπο γιά τούς νέους μας. Τούς νέους πού ἔμειναν χωρίς πυξίδα στούς κλυδωνισμούς τῆς ἐποχῆς μας, χωρίς στήριγμα στό σάλο τῶν ἰδεῶν, χωρίς ὁδηγό ἀνάμεσα σέ τόσες πλάνες, ἀνασφαλεῖς, ἀνερμάτιστοι, ἀκαθοδήγητοι. Κι ὅμως ὑπάρχουν πρότυπα ἄξια νά ἐμπνεύσουν τή νεανική ψυχή, ζωντανά κι ἀγέραστα στό πέρασμα τῶν αἰώνων, πού δέν θά ξεγελάσουν ποτέ ὅσους θά θελήσουν νά τά ἀκολουθήσουν. Εἶναι οἱ ἅγιες μορφές πού πυκνώνουν τούς χορούς τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας μας. Τό μήνα αὐτό ἰδιαίτερα ἡ ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης προβάλλει ἰδανικό πρότυπο γιά τούς νέους τόν ἅγιό της. Ὁ Δημήτριος ἦταν πράγματι χαριτωμένος σέ ὅλα, ὥστε θά μποροῦσε γι’ αὐτόν νά πεῖ ὁ Θεός αὐτό πού εἶπε γιά τόν Δαβίδ· «εὗρον ἄνδρα κατά τήν καρδίαν μου». Τή σκιαγραφία του μᾶς δίνει στόν ἐγκωμιαστικό λόγο του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γράφοντας:
Ἦταν ἕνας τρυφερός νέος, πολύ ὡραῖος νά τόν βλέπεις ὄχι μόνο ὡς πρός τόν ἔξω ἄνθρωπο, πού ἀντιλαμβάνεσαι μέ τίς αἰσθήσεις ἀλλά πολύ περισσότερο στόν ἐσωτερικό, πού δέν βλέπουμε. Αὐτόν σάν εἶδε ὁ Θεός, πού βλέπει στήν καρδιά, τόσο αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό τό πνευματικό καί ἀθέατο κάλλος, ὥστε εὐδόκησε νά κατασκηνώσει σ’ αὐτόν καί νά γίνει ἕνα πνεῦμα μ’ αὐτόν καί ἔτσι νά τόν κατεργασθεῖ θεῖο σ’ ὅλα. Τόν Δαβίδ, ὅπως ξέρουμε, τόν βρῆκε «κατά τήν καρδίαν» του (Ψα 88,20) ὅταν ἦταν ἄνδρας. Τόν Δημήτριο ὅμως τόν βρῆκε ἐργάτη ἀνεπαίσχυντο, ἐκπληρωτή τῶν ἐντολῶν του, ὅταν δέν εἶχε φτάσει κἄν στήν ἀνδρική ἡλικία, πολύ νέο ἀκόμη. Βρῆκε «σκεῦος ἐκλογῆς» κατά τόν Παῦλο, γιά νά βαστάσει τό ὄνομά του μπροστά σέ εἰδωλολάτρες καί βασιλεῖς (Πρξ 9,15), βρῆκε κάτοπτρο ἀκηλίδωτο, πού δεχόταν καί ἔδειχνε τήν οὐράνια καί ἀνέκφραστη καλλονή. Ἐγώ ἀκούω ὅτι καί ἡ φωνή ἐκείνη γι’ αὐτόν λέχθηκε μυστικά· «νά, ὁ δοῦλος μου, τόν ὁποῖο διάλεξα, στόν ὁποῖο εὐχαριστήθηκε ἡ ψυχή μου. Θά βάλω σ’ αὐτόν τό Πνεῦμα μου καί θ’ ἀναγγείλει τή δικαιοσύνη στούς εἰδωλολάτρες» (Ἠσ 42,1). Καί ἄλλους θά τούς ἀλλάξει καί θά τούς κάνει ἀξίους ἀπό ἀναξίους, γιά νά εἶναι αὐτός σάν τό δικό μου στόμα (Ἰε 15,19), κι ἄλλους θά τούς ἐλέγξει καί θά τούς καταισχύνει καί θά ἀποδείξει ὅτι ἔχουν ἑτοιμασθεῖ γιά τήν καταστροφή. Ἄν καί αὐτά γράφτηκαν βέβαια γιά τόν Χριστό, μποροῦμε ὅμως νά τά χαρίσουμε σάν ἀπό μέρους του, σ’ ὅσους ζοῦν ἀκριβῶς κατά τόν τύπο του…
(Ὁ φθονερός διάβολος) κάνει μανιακούς τούς ὑπηρέτες τῆς πλάνης ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου τῆς πλάνης καί συλλαμβάνοντάς τον, τόν διώκτη τῆς ἀπάτης, τόν ὁδηγοῦν στόν βασιλιά τῆς ἀπάτης (δηλ. τόν Μαξιμιανό) κι ἔτσι ἀποδύεται στό στάδιο τοῦ μαρτυρίου ὁ Δημήτριος, πού ἀπό παιδί ἦταν γεμάτος μέ ἀνέκφραστες χάρες καί ἦταν σ’ ὅλα σοφός καί δίκαιος καί ὅσιος καί ἀπόστολος καί παρθένος καί πάναγνος. Καί δέν εἶναι πολύ νά ποῦμε ὅτι ἦταν καί ὁ ἀγαπημένος τοῦ Χριστοῦ μαθητής ἤ δοῦλος ἤ στενός φίλος καί παρά πολύ οἰκεῖος ἤ μᾶλλον ὅλα μαζί, γιατί ἔζησε μ’ ὅλα τά ἀγαπητά στόν Θεό, λογισμούς καί λόγους καί πράξεις.
Ὑπάρχει μία ὑπόγεια στοά στό ναό τῆς Ἀειπαρθένου καί Θεομήτορος, πού ὀνομάζεται «Καταφυγή». Ἐπειδή ὅταν ἐπικρατοῦσε ἡ ἀσέβεια, οἱ ἐκδηλώσεις τῆς εὐσέβειας δέν μποροῦσαν νά παρουσιάζονται φανερά, ὁ μάρτυρας ἀγαποῦσε νά πηγαίνει σ’ ἐκεῖνα τά ὑπόγεια, ὅπου μετέδιδε σ’ ὅσους ἔρχονταν τήν οὐράνια διδασκαλία καί σ’ ὅσους ἀπό τήν ἀσέβεια σάν ἀπό πολυκύμαντη θαλασσοταραχή κατέφευγαν σ’ αύτόν, πού ἦταν πράγματι τό γαλήνιο λιμάνι τῆς εὐσεβείας, ἄφοβα δίδασκε καί ἐκτελοῦσε τά τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Καί ἔτσι ἦταν πράγματι ὁ μάρτυρας τοῦ Θεοῦ, καταφυγή ὅλων ἐκείνων πού προτιμοῦσαν τήν εὐσέβεια κι ἀπ’ αὐτό ὀνομάσθηκε καί ὁ τόπος καταφυγή.
Γρ. Παλαμᾶ,
Ὁμιλία εἰς τόν ἐν ἁγίοις μεγαλομάρτυρα
καί θαυματουργόν καί μυροβλύτην Δημήτριον
Καρπός γλυκύς, πού μέστωσε στό δένδρο τῆς Ἐκκλησίας μέ τοῦ θείου λόγου τούς χυμούς κι ὡρίμασε μέσα στή θαλπωρή τῆς θείας χάριτος, ὁ ἅγιος Δημήτριος σημαδεύει τό ἑορτολόγιο τοῦ φθινοπώρου. Ὁ κεντρικός μήνας τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, ὁ Ὀκτώβριος, πέρασε στή γλώσσα καί στή ζωή τοῦ λαοῦ μέ τό ὄνομά του: ὁ Ἁι-Δημήτρης. Κι ὅλη ἡ Ὀρθοδοξία ἀπ᾿ ἄκρου σ᾿ ἄκρο τῆς γῆς πανηγυρίζει μέ λαμπρότητα τή μνήμη του.
Ἰδιαίτερα ὅμως καμαρώνει γιά τόν ἅγιό της ἡ Θεσσαλονίκη. Κι ὄχι ἀδικαιολόγητα, διότι δέν εἶναι μόνο ἡ γενέτειρά του ἀλλά καί ἡ προστατευόμενη πόλη του. «Τήν ἐμήν Θεσσαλονίκην φύλαττε, Κύριε», δέεται ὁ ἅγιος. Κι ὁ ναός του, ἀνάθημα εὐγνωμοσύνης τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τῆς πόλεως κι ἀναγνώριση τῆς προστασίας τοῦ ἁγίου, ρίχνει ἐπιβλητική τή σκιά του, καθιστώντας ὁρατή τήν παρουσία καί σκέπη τοῦ Μυροβλύτου στή «Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ».
Τή γνωρίζει καί τήν ἀναγνωρίζει ὁ λαός αὐτή τήν προστασία στήν καθημερινή του ζωή καί ἰδιαίτερα στίς μέρες τίς σκληρές τῶν πειρασμῶν καί τῆς δοκιμασίας. Ξεφυλλίζοντας τό ἡμερολόγιο τῆς Θεσσαλονίκης βλέπουμε πώς ἡ «θεοφρούρητος» καί «μαρτυροφύλακτος» πόλη
σέ σεισμούς καί πυρκαγιές
σέ ἐπιδρομές καί ἐπιδημίες
σέ καταστροφές καί βαρβαρικές κατοχές
σέ λιμούς καί σέ θύελλες αἱρέσεων
ἔχει συμπαραστάτη καί βοηθό της τόν ἅγιο.
Ὁ θρύλος τόν εἶδε πάνω «στό ἄτι του τό γοργό» νά περιπολεῖ στά τείχη της, γιά νά τά προφυλάξει ἀπό τή μανία τῶν ἐχθρῶν, καί νά κραυγάζει μπρός στίς ἀμπαρωμένες πύλες της: «ἄνοιξε πόρτα τῆς σκλαβιᾶς, ἡ λευτεριά εἶμ᾿ ἐγώ»!
Ἡ ποιητική λύρα τοῦ ἁγίου Συμεών, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ἀπαθανάτισε τήν ἐνθάρρυνση τοῦ Μεγαλομάρτυρα πρός τήν προστατευόμενη γενέτειρά του:
Μή δειλιᾷς ὦ πατρίς μου,
Θεσσαλονίκη πόλις,
ἥν ἐκ δεινῶν ἐλευθερῶ
ἀεί ταῖς προσευχαῖς·
ἐκλυτρώσομαι γάρ καί νῦν ἐκ θλίψεων
καί πληρώσω ἐνθέων
ἀμέτρων ἀγαθῶν
καί φυλάξω καί σώσω.
Ἐνθουσιασμένος ἀπό τήν κραταιά προστασία τοῦ ἁγίου τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἀνακράζει: Ἀγαλλιάσθω γῆ πᾶσα,
Θεσσαλονίκη, χαῖρε,
ἡ εὐσεβής·
ὁ γάρ Χριστοῦ ὁπλίτης ὁ λαμπρός
μετά σοῦ εἰσαεί φρουρῶν καί σῴζων σε,
τούς ἐχθρούς σου συντρίβων,
πληρῶν σε ἀγαθῶν, ὧ καί κράζε τιμῶσα·
χαίροις Δημήτριε.
Μά ἄν ἡ Θεσσαλονίκη χρωστᾶ τά ἐλευθέριά της στήν ἀκαταμάχητη συμπαράσταση τοῦ πολιούχου της, ὀφείλει ἐπίσης σ᾿ αὐτόν ἕνα ἀκόμη μεγαλύτερο χρέος, τήν πνευματική της ἀπελευθέρωση. Ὁ Δημήτριος ὑπῆρξε ὁ γλυκύς καί ὥριμος καρπός, πού πρόσφερε ἡ Θεσσαλονίκη στόν Κύριο ὡς ἀντίδωρο γιά τό εὐαγγέλιο, μέ τό ὁποῖο τήν ἀνάστησε ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν. Ἀλλά πρίν τό ἅγιο αἷμα του ποτίσει τό χῶμα τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ἴδιος ὁ Μεγαλομάρτυρας εἶχε καλλιεργήσει τήν πόλη μέ τήν κατήχηση καί τήν ἱεραποστολή. «Τό τάλαντον τοῦ λόγου τοῦ θεϊκοῦ δεξάμενος πολλαπλάσιον, μάρτυς, θείᾳ δυνάμει εἰργάσω Χριστοῦ πολλούς σώσας λόγοις σου...», τοῦ ἀναγνωρίζει ὁ ὑμνογράφος.
Μέ τόν θεϊκό λόγο ἄρδευσε ὁ θεσσαλονικέας ἅγιος τίς ψυχές τῶν συμπολιτῶν του. Ἔτσι εὐδοκίμησε τό δένδρο τῆς πίστεως καί στά χρόνια πού ἀκολούθησαν ἁπλώθηκε εὐσκιόφυλλο καί ἀγλαόκαρπο μέσα στή Θεσσαλονίκη. Ἔβγαλε βλαστούς, γιά τούς ὁποίους σεμνύνεται ἡ πόλη καί ἡ πατρίδα μας καί μπρός στούς ὁποίους κλίνει γόνυ εὐλαβικά ὅλη ἡ ὀρθόδοξη οἰκουμένη.
Ἔτσι ἀναδείχθηκε ἁγιοτόκος ἡ Θεσσαλονίκη. Πλούτισε κι εὐεργέτησε τόν κόσμο μ᾿ ἕνα πλῆθος μαρτύρων καί νεομαρτύρων, ὁσίων καί ἱεραποστόλων, παρθένων καί ὁμολογητῶν, διδασκάλων καί πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Κι ἔτσι θά μείνει μεγάλη, ἄν παραμείνει πιστή στό εὐαγγέλιο, πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος τῆς κήρυξε καί ὁ ἅγιος Δημήτριος τῆς δίδαξε. Αὐτή εἶναι ἡ ἱερή παρακαταθήκη καί ἡ πνευματική διαθήκη πού παραχωρεῖ ὁ ἅγιος Δημήτριος στήν πόλη του καί στόν κάθε Θεσσαλονικέα ἀλλά καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί στόν κάθε χριστιανό.
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Στεργίου Ν. Σάκκου: "Ὁ Κατηχητής τῆς Θεσσαλονίκης", σελ. 111-115