Τυραννικά κι ἀβάσταχτα τά τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς γιά τούς ραγιάδες Ἕλληνες. Δέν πονοῦσαν μόνον γιά τήν ἐθνική τους σκλαβιά, ἀλλά καί γιά τήν ἠθική, κοινωνική καί πνευματική τους κατάπτωση. Τήν ὥρα ὅμως πού «ὅλα τἄσκιαζε ἡ φοβέρα καί τά πλάκωνε ἡ σκλαβιά», ἐμφανίζονταν κατά καιρούς μεγάλα πνευματικά ἀναστήματα. Οἱ δυναμικές αὐτές μορφές τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τή φωτισμένη παρουσία καί τά λαμπρά τους ἔργα παρηγόρησαν, ἐνθάρρυναν καί ζέσταναν τήν ἀποσταμένη ἐλπίδα τῶν πο νεμένων προγόνων μας, ὥστε τόν Μάρτιο τοῦ 1821 νά γίνει τό ποθούμενο, ὁ μεγάλος ξεσηκωμός τοῦ Γένους μας.
Μία τέτοια πολυσήμαντη ἱερή μορ φή ζῆ στό μεταίχμιο δύο ἐποχῶν, πρός τό τέλος τῆς Τουρκοκρατίας καί στό ξέσπασμα τῆς Ἐθνεγερσίας. Εἶναι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Στ΄ ἀπό τήν Ἀδριανούπολη. Στήν πόλη αὐτή, μέ τή μεγάλη πνευματική ἀκτινοβολία, μορφώνεται ὁ μικρός Κώστας Σερμπετσόγλου. Ὁ μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως Καλλί νικος, καθώς μαθαίνει τήν ἐξαιρετική πρόοδο αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ στά γράμματα, τόν βραβεύει. Ἀποφασίζει νά τοῦ χαρίζει τά βιβλία τῆς ἑπόμενης χρονιᾶς πού θά τοῦ χρειαστοῦν γιά τίς σπουδές του. Ἔτσι σέ καιρούς πού τό βιβλίο εἶναι δυσεύρετο, ὁ Κώστας τό ἔχει ἐξασφαλισμένο. Ἀποστηθίζει κομμάτια ἀπό τά ἀρχαῖα ἑλληνικά καί ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τό μέλλον του θά διαγραφόταν πολύ λαμπρό, ἄν διάλεγε ὅπως ἔκαναν ἄλλοι νέοι τῆς ἐποχῆς του τά μεγάλα πνευματικά κέντρα τῆς Αὐστροουγγαρίας, γιά νά εὐρύνει τή μόρφωσή του καί νά γίνει ἕνας ὀνομαστός ἐπιστήμονας.
Μιά ἱερή λαχτάρα ὅμως τρεμοπαίζει μές στά σωθικά του: Νά ὑπηρετήσει τό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου καί νά διακονήσει μέ ὅλο του τό εἶναι τή σταυρωμένη Ἐκκλησία του. Δέν εἶναι θαῦμα, σέ χρόνια μακραίωνης τουρκικῆς σκλαβιᾶς πού τό ράσο διαρκῶς διώκεται καί βάφεται στό αἷμα, νά μαγνητίζει συνάμα τίς νεανικές καρδιές; Καί νά! Χειροτονεῖται διάκονος μέ τ᾽ ὄνομα Κύριλλος. Ἕνα ἀπέραντο πεδίο δράσης τόν περιμένει.
Σέ ὅποια βαθμίδα κι ἄν ἀνέβηκε, εἴτε ὡς ἀρχιδιάκονος τῶν Πατριαρχείων εἴτε ὡς μητροπολίτης Ἰκονίου ἤ κατόπιν Ἀδριανουπόλεως εἴτε ὡς Πατριάρχης ἀργότερα Κων/λεως (1813), ἀναδεικνύεται «εὐσεβής, ἐλεήμων, λόγιος, μεγαλόφρων, φιλόμουσος, ἄοκνος καὶ ἐν γένει ἐραστής παντὸς ἀγαθοῦ καὶ πάσης ἀρετῆς». Δέν χτίζει μόνο νέα σχολεῖα, ἀλλά στηρίζει τούς δασκάλους κι ἐνισχύει ποικιλότροπα τούς μαθητές. Χάρη σ᾽ αὐτόν λειτουργεῖ καί ἀκμά ζει ἡ Μεγάλη Σχολή τοῦ Γένους. Πόσους ἄριστους μαθητές της δέν βράβευσε καί, καθώς ἔσκυβαν νά τοῦ φιλήσουν τό χέρι, ἄφηνε στήν παλάμη τους πουγκί μέ νομίσματα! «Πάρε τό δῶρο αὐτό», εἶχε πεῖ στόν Θεοδωράκη πού ἀρίστευσε στίς ἐξετάσεις του, «γιά νά σοῦ χρησιμεύσει γιά ἀγορά βιβλίων... Εὔχομαι νά συντελέσεις στήν ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδος σου ἀπό τήν ἀμά θεια». Ἀργότερα, αὐτός ὁ ἀριστοῦχος τῆς Σχολῆς τοῦ Γένους ἔγινε μητροπολίτης Ἀθηνῶν μέ τ᾽ ὄνομα Θεόφιλος.
Ὕστερα ἀπό πέντε χρόνια προσφορᾶς στόν θρόνο τῆς Κων/λεως, ὁ Σουλτάνος τόν ἐξορίζει στόν Ἄθω, ἐκεῖ πού εἶχε στείλει καί τόν Πατριάρχη Γρηγόριο Ε´. Παραμονές τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης φθάνει διαταγή νά τόν μεταφέρουν στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τήν Ἀδριανούπολη. Μέ ἱκανοποίηση διαπιστώνει πώς ὅλοι ἐκεῖ ἑτοιμάζονται πυρετωδῶς γιά τή μεγάλη ὥρα τοῦ λυτρωμοῦ. Ξεσπᾶ σέ λυγμούς, μόλις πληροφορεῖται πώς στή μεσαία πύλη τοῦ Πατριαρχείου αἰωρεῖται ἀπαγχονισμένος ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε´. Διαισθάνεται πώς πλησιάζει κι ἡ δική του σειρά.
Τά καριοφίλια τοῦ 1821 ἔχουν ἀνάψει γιά τά καλά καί ἐξαιτίας τους καταφθάνουν στόν τοῦρκο Διοικητή τῆς Ἀδριανούπολης οἱ πρῶτες διαταγές τοῦ Σουλτάνου.
18 Ἀπριλίου, Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ, ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ὁδηγεῖται μπροστά στόν τοῦρκο ἡγεμόνα. Τοῦ ἀπευθύνει λόγια μοναδικά:
«Θάρρει, ἡγεμών. Ἅπαντες μίαν ἡμέραν θά ἀποθάνωμεν. Γενηθήτω τό θέλημα τοῦ Κυρίου».
Κι ὁ Διοικητής, πού πραγματικά τόν ἐκτιμάει καί ὑποφέρει πού ἀναγκάζεται νά σκοτώσει ἕναν σεβάσμιο καί ἀθῶο Ἱεράρχη, προσπαθεῖ νά δικαιολογηθεῖ:
«Μή φοβοῦ, Πατριάρχα. Πίστευσον ὅτι τό πᾶν ὑπέρ σοῦ, ἐάν ἠδυνάμην, ἤθελον πράξει».
Στήν πόρτα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ὁ βρόχος εἶναι ἕτοιμος. Ὁ σεπτός μελλοθάνατος προσεύχεται, κοιτάζει στόν οὐρανό καί προφέρει δυνατά, κατά τόν ἱστορικό Σπ. Τρικούπη, τά τελευταῖα του λόγια:
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου».
Φρικιαστικό τό φαινόμενο. Ὁ δήμιος τραβᾶ τό σχοινί κι αὐτό δέν ὑπακούει. Σπάζει. Ὁ Πατριάρχης πέφτει ἀπότομα στό ἔδαφος. Ἔρχεται δεύτερο σχοινί. Μόλις ὅμως σηκώνει ξανά τό ἱερό σφάγιο, ξανασπάει. Ἀνταριάζει ὁ τουρκικός ὄχλος. Οἱ χριστιανοί πνίγουν τό κλάμα τους. Περνᾶ ὁ Τοῦρκος ἀπό τόν λαιμό τοῦ ἐθνομάρτυρα τό τρίτο σχοινί. Τότε ἡ ψυχή του πετᾶ ἐξαγνισμένη γιά τήν αἰωνιότητα, ἐνῶ τό πολύπαθο σῶμα του παραμένει τρεῖς μέρες κρεμασμένο. Μέ ἀγριότητα Ἑβραῖοι καί Ὀθωμανοί τό πετοῦν ὕστερα στό ποτάμι, πού τό παρασέρνει πρός τό Διδυμότειχο. Κάποιος χριστιανός ἀναγνωρίζει τό λείψανο τοῦ Πατριάρχη καί τό θάβει στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ του. Ἀργότερα, ἕνας ἀνεψιός τοῦ μακαριστοῦ Κυρίλλου μεταφέρει τά ὀστᾶ του καί τά θάβει στόν νάρθηκα τῆς Μητροπόλεως.
Τέτοιες θυσίες Ἱεραρχῶν, πού τίμησαν τό ράσο τους καί τήν ἀποστολή τους καί μέ τά αἵματά τους πορφύρωσαν τή σκλάβα γῆ μας, ἐμπνέουν ἰδιαίτερα στό ξεκίνημα τοῦ Ἀγώνα τούς Ἕλληνες καί ἠλεκτρίζουν πιότερο τίς καρδιές τους γιά λευτεριά καί δικαίωση.
Ἑλληνίς
῾Η Ρωμιοσύνη βάδιζε σιωπηλά τό Γολγοθᾶ της. ᾿Ανάμεσα στά πιστά της παιδιά σήκωσε μέ καρτερία τό σταυρό του καί ἀνέβηκε τό Γολγοθᾶ του, κείνη τή Μεγάλη Σαρακοστή, ὁ Γιαννιώτης νέος πού γιά νά δουλέψει βρέθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Μέρες τώρα οἱ ᾿Αγαρηνοί μέ κολακεῖες καί ταξίματα, μέ ἀπειλές καί φοβέρες πάσχιζαν νά τόν ἐξαναγκάσουν νά γίνει μουσουλμάνος. Δέν ἄντεχαν τή λάμψη τῶν ματιῶν του, πού ἀντιφέγγιζαν μέ τήν παρθενική τους ἁγνότητα τήν ὀμορφιά τοῦ Παραδείσου. Τούς ἐνοχλοῦσε ἡ σεμνότητα καί ἡ παρρησία του, ἡ καλοσύνη καί ἡ ἀνδρεία του, πού τά καλλιεργοῦσε βαθιά του ἡ πατρογονική εὐσέβεια φυτεμένη μέσα του ἀπό τό χέρι τῶν πιστῶν γονιῶν του.
῾Ο γλυκύτατος Κύριος ἀνέβαινε καί πάλι στό Σταυρό κι ὁ ᾿Ιωάννης σημείωνε μέ εὐλάβεια πάνω του τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἀσφάλεια καί δύναμή του ἀπό κινδύνους καί πειρασμούς πού ἀπειλοῦσαν τό σῶμα καί τήν ψυχή του.
῏Ηταν βαρύ τό κλίμα κείνη τήν ἀνοιξιάτικη Παρασκευή. Μουντός ὁ οὐρανός καί συννεφιασμένος. Οἱ χριστιανοί ἤξεραν τό γιατί· ἦταν μεγάλη ἡ μέρα, ξεχωριστή στήν ἱστορία τοῦ κόσμου καί τῆς κάθε ὀρθόδοξης καρδιᾶς. Μέρα πού ἡ Ζωή μπῆκε στόν τάφο γιά νά χαρίσει ζωή περισσή στόν θνητό ἄνθρωπο, γιά νά ἀνοίξει τόν οὐρανό γιά τά παιδιά τῆς γῆς. Κι ἕνα παιδί τῆς γῆς σέ μία γῆ σκλάβα καί πονεμένη εἶχε ἁπλώσει τίς ρίζες του στόν ἀνοιχτό οὐρανό. Κι εἶχε κάνει πόθο του ἀκριβό τόν Παράδεισο. «Σήμερα ὁ Χριστός μου πέθανε γιά μένα. ῎Εχω Θεό ᾿Εσταυρωμένο καί ᾿Αναστημένο ἐγώ», ἀπάντησε στούς μανιασμένους Τούρκους, πού ἀγριεμένοι τοῦ ζητοῦσαν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό.
Ποιός ποθεῖ νά γίνει συνοδοιπόρος ᾿Εκείνου πού σηκώνει τόν πιό βαρύ σταυρό; Ποιός τολμᾶ νά Τόν ἀκολουθήσει στόν πιό τραχύ δρόμο; Ποιός μπορεῖ νά μείνει μαζί Του ἄχρι τέλους; ῾Ο ᾿Ιωάννης εἶχε κάνει τήν ἐπιλογή του. ῾Ο κλῆρος πού διάλεξε ἦταν ἀνάμεσα στούς μακαρίους πού πεινοῦν καί διψοῦν τήν ἀπόλυτη μίμηση τοῦ ᾿Ηγαπημένου. Εἶχε λάβει τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του καί ἀπό τή Μ. Πέμπτη μέσα του φύλαγε τά ἄχραντα μυστήρια.
῾Η ἀπόφαση τοῦ κριτῆ τόν ὁδήγησε γοργά στό μαρτύριο. 18 ᾿Απριλίου, Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου ἀντηχεῖ χαρμόσυνα ὁ παιάνας «Χριστός ᾿Ανέστη!». Τόν ψάλλουν νικηφόρα τά νεανικά χείλη τοῦ ὑποψήφιου μάρτυρα κι ὁ ἀγέρας εὐωδιάζει ᾿Ανάσταση. Οἱ ἐχθροί τῆς ἀλήθειας μέ ξύλα καί πέτρες τόν κτυποῦν ἀλύπητα κι ἐκεῖνος ὁ μακάριος δέν παύει νά ψάλλει τόν ἀναστάσιμο ὕμνο. Οἱ ᾿Αγαρηνοί ἀνάβουν φωτιά μεγάλη. ῾Ο ᾿Ιωάννης κάνει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ρίχνεται μόνος του στίς φλόγες. ῾Η φωτιά κατατρώει τά ροῦχα, τά μαλλιά, τίς σάρκες τοῦ παλληκαριοῦ καί ἡ ψυχή του πετᾶ στή χώρα τῶν ζώντων γιά νά βιώνει αἰώνια τήν ἀνάσταση. «Τῶν μαρτύρων ζηλώσας τήν ἄθλησιν, διά πυρός τόν ἀγώνα ἐτέλεσας, μάρτυς ἔνδοξε». Μικρός καί ἄσημος, ἕνας ᾿Ιωάννης ἀνάμεσα στούς τόσους αὐτῆς τῆς γῆς, ἕνας ράφτης δίπλα στούς τόσους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, φορᾶ στεφάνι ἀμάραντο θείας δόξας καί μένει ἀθάνατος μές στούς αἰῶνες.
᾿Εμπρός σέ ὅλους ἐμᾶς, πού ποθοῦμε τό φῶς καί τή χαρά τῆς ᾿Ανάστασης, προβάλλει ὁ ἅγιος νεομάρτυρας ᾿Ιωάνννης ἐξ ᾿Ιωαννίνων, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας τό ἔτος 1526, γιά νά μᾶς δείξει τό δρόμο. ῾Ο ἡρωικός ἀδελφός μας μέσα ἀπό τή φωτιά τοῦ μαρτυρίου του ἀναρριπίζει τή φλόγα τῆς πίστεώς μας καί μᾶς διδάσκει πώς καί οἱ πιό ἁπλοί καί ταπεινοί, ὅταν ἐπιλέγουμε μές στά θέλγητρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου τό σταυρό καί τή θυσία, γευόμαστε τήν εὐφροσύνη καί τή δόξα τῆς ᾿Ανάστασης.
᾿Ιχνηλάτης