ΑΠ᾿ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟ...
Πρωί· κι ὑπόσχεση δίνω στόν Θεό μου:
σκοτεινό μήτε νά πράξω τίποτε μήτε νά ἐπαινέσω·
τή μέρα τούτη θυσία εὐάρεστη νά Σοῦ προσφέρω,
ἄσειστος μένοντας, κυρίαρχος στά πάθη.
Ντρέπομαι τ᾿ ἄσπρα μου μαλλιά, κακός σάν εἶμαι,
καί τήν ἁγία Τράπεζα πού ὑπηρετῶ.
Στούς πόθους μου, Χριστέ, ἐσύ τό δρόμο ἄνοιξε!
...ΩΣ ΤΟ ΔΕΙΛΙ
Μπροστά σου ψεύτης βρέθηκα, πού εἶσαι ἡ ἀλήθεια, Λόγε!
Σέ σένα θέλησα ἁγνή τούτη τή μέρα νά χαρίσω,
μά ἡ νύχτα δέν μέ βρῆκε ὁλόφωτο...
Ἐντούτοις προσευχήθηκα καί τό περίμενα νά γίνει·
μά κάπου μπλέχτηκαν τά πόδια μου καί σκόνταψα,
κι ἦρθε σκοτάδι καί μέ τύλιξε τῆς σωτηρίας μου ἐχθρός.
Λάμψε τό φῶς σου μέσα μου, Χριστέ, καί πάλι νά σέ δῶ!
...ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΠ᾿ ΤΗΝ ΑΡΧΗ!
Τήν ἔχασα, Χριστέ, τή μέρα μου τή χθεσινή·
ἦρθε ὁ θυμός καί μ᾿ ἅρπαξε ἀπρόοπτα.
Ἄς εἶναι τή σημερινή νά τή δεχτῶ ὁλοφώτεινη!
Πρόσεχε, ψυχή μου! Μήν ξεχνᾶς νά βλέπεις τόν Θεό!
Ὑπόσχεση ἔδωσες· φρόντιζε τή σωτηρία σου!
Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη εἰς ἑαυτόν ΚΔ΄, ΚΕ΄, ΚΣΤ΄,
Ε.Π.Ε. 10,266-269
«Παιδί μου, σοῦ δίνω αὐτήν τή συμβουλή:
Νά σέβεσαι πρῶτα τόν Θεό καί μετά τόν ἄνδρα σου, τήν πηγή τῆς ζωῆς, καί τῆς δικῆς σου γνώμης καί θελήσεως κύριο. Αὐτόν μόνο νά ἀγαπᾶς καί νά ποθεῖς, καί μ᾿ αὐτόν μόνον τήν ψυχή σου νά εὐφραίνεις, ὥστε νά σέ ἀγαπήσει μέ τούς τελειοτέρους πόθους. Νά μήν ἔχεις τόσο ἀλόγιστο θάρρος, ὅσο καί ὁ πόθος τοῦ ἀνδρός σοῦ δίνει, ἀλλά ὅσο πρέπει νά ἔχεις. Ἐπειδή σέ ὅλα τά ἀνθρώπινα ὑπάρχει κορεσμός. Πράγματι σέ ὅλα μέν τά ἀνθρώπινα ὑπάρχει κορεσμός, ἡ δέ ἀγάπη εἶναι ἀκόρεστος.
Ἐπειδή εἶσαι γυναίκα, οὐδέποτε νά εἶσαι ἀθυρόστομη μπροστά στόν ἄνδρα σου. Νά μήν παίρνουν τά μυαλά σου ἀέρα ἐξ αἰτίας τῶν χρημάτων, οὔτε ἐξ αἰτίας τῆς σοφίας. Διότι ἡ πραγματική σοφία εἶναι νά ὑποχωρεῖς καί νά πείθεσαι στούς νόμους τοῦ γάμου. Νά ὑποχωρεῖς, ὅταν ὁ ἄνδρας σου εἶναι ὀργισμένος, ὅταν εἶναι κουρασμένος νά τόν βοηθεῖς μέ λόγια τρυφερά καί καλές συμβουλές. Γιατί οὔτε καί ὁ θηριοτρόφος σταμάτησε τήν ὀργή τοῦ λιονταριοῦ μέ τήν δύναμη, ἀντιμετωπίζοντας τήν ὀργή του μέ ὀργισμένους βρυχηθμούς, ἀλλά τό ὑποτάσσει χαϊδεύοντάς το μέ τά χέρια του καί μέ λόγια κολακευτικά.
Οὔτε γιά κάποια ζημιά νά ἐπιπλήξεις τόν ἄνδρα σου, ἀκόμη καί ἄν εἶσαι πολύ ὀργισμένη. Οὔτε νά ἐπαινέσεις αὐτόν πού δέν εἶναι φίλος τοῦ ἄνδρα σου, κατηγορώντας τον δόλια μέ παραβολικά λόγια. Ἀπό κοινοῦ πρέπει νά ἔχετε τίς χαρές καί τίς λύπες καί κοινές πάλι τίς φροντίδες, γιατί αὐτό κάνει τό σπίτι νά γίνεται μεγάλο. Καί ὅταν εἶναι λίγο λυπημένος νά λυπᾶσαι μαζί του λίγο. Διότι στόν λυπημένο ἄνδρα ἡ γυναίκα εἶναι τό ἀσφαλές λιμάνι. Ἡ δέ ὑφαντική σαγίτα νά εἶναι ἡ φροντίδα σου καί τό πλέξιμο καί προπάντων τό ἐνδιαφέρον γιά τά θεῖα λόγια.
Νά μή βιασθεῖς νά βγάλεις τό πόδι σου ἔξω ἀπό τήν πόρτα, οὔτε καί γιά κάποια δημόσια ψυχαγωγία, διότι αὐτή ἀφαιρεῖ τήν ἐλευθερία. Νά μή συναναστρέφεσαι μέ γυναῖκες, πού εἶναι ὑπερήφανες καί κυκλοφοροῦν δημόσια, οὔτε μέ ἀνθρώπους, πού δέν εἶναι ἀρεστοί στόν ἄνδρα σου. Σ᾿ αὐτούς πού σέ βλέπουν νά εἶσαι ντροπαλή, ἔχοντας τά μάτια σου χαμηλά καί τό πρόσωπό σου κατεβασμένο».
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
(Ἀπόδοση στή Νεοελληνική, ἀπό τόν Δ. Ἀθανασόπουλο, Θεολόγο)
Γύρισε καί κοίταξε παντοῦ. Ἡ ἥσυχη χειμωνιάτικη νύχτα, πού ἄλλοτε ἔδινε στήν Πόλη τοῦ Κωνσταντίνου ἕναν ξεχωριστό τόνο γαλήνης, δέν ἦταν πιά ἐκεῖ. Εἶχε πάρει τή θέση της ὁ θόρυβος, τά ἀχαλίνωτα ἐκκωφαντικά τραγούδια στούς δρόμους, τά γέλια πού προκαλοῦσε ἄσωστα τό κρασί. Στήν ἀγορά, στόν ἱππόδρομο, στά ἀνάκτορα ἀκόμη, οἱ φουντωμένοι δαυλοί διέλυαν τό σκοτάδι· ἔκαναν τή νύχτα μέρα. Καί μποροῦσε νά διακρίνει κανείς τά πρόσωπα πού χαχάνιζαν νά ἀντανακλοῦν σχεδόν τρομακτικά τό φῶς τους.
Γιόρταζαν, λέει, τά Θεοφάνεια, δηλαδή τά Χριστούγεννα.
Μέ κοφτό ἀργό βῆμα ἀνέβηκε στόν ἄμβωνα. Ὁ ναός ἦταν γεμάτος χριστιανούς, πού περίμεναν μέ ἀγωνία νά τόν ἀκούσουν. Πῶς νά ξεχάσουν; Πρίν μόλις λίγες ἡμέρες στόν ἴδιο αὐτό χῶρο λειτουργοῦσε ἕνας ἀρειανός «ἐπίσκοπος». Ἅπλωνε τά χέρια του στό θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ ἕνας ἄνθρωπος πού εἶχε ἀρνηθεῖ τόν Θεό! Ἡ Πόλη ὁλόκληρη ἦταν στά χέρια τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἀρείου! Οἱ λίγοι Ὀρθόδοξοι, κυνηγημένοι, καταδιωγμένοι συνωστίζονταν στόν ναΐσκο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἐκεῖ τούς στήριζε στήν ὀρθόδοξη πίστη ὁ ἴδιος αὐτός, πού τώρα τόν εἶχαν μπροστά τους ἐπίσκοπον· ὁ Γρηγόριος. Μέ τούς δικούς του ἀγῶνες, τούς σφυρηλατημένους στό ἀμόνι τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, σιγά-σιγά ἄλλαξαν τά πράγματα. Ἦρθαν καλύτερες ἡμέρες γιά τούς πιστούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ «βάρβαροι» ἔφυγαν.
Ἔφυγαν ὅμως στ᾿ ἀλήθεια;...
Ἄνοιξε τό στόμα του νά μιλήσει στίς ψυχές πού κρέμονταν ἀπό τά χείλη του γιά μιά καινούργια αἵρεση. Γιά μιά γάγγραινα πού ὕπουλα πιά λυμαινόταν τήν Ἐκκλησία. Ἦταν ὁ κίβδηλος Χριστιανισμός, πού σήκωνε τώρα μέ ἰταμότητα τό κεφάλι του. Ὁ Χριστιανισμός πού ἔφερνε μέσα του ἤθη καί παραδόσεις εἰδωλολατρικές, πού ἀναμίγνυε τήν καθαρή πίστη στόν τριαδικό Θεό μέ τή βρωμιά τῆς ξέπνοης, ἀπό καιρό, ἐθνικῆς θρησκείας.
Εἶχε χρέος νά τό κάνει· νά προφυλάξει τόν ζωντανό θησαυρό πού ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε. Κι ἄς ἦταν Θεοφάνεια. Κι ἄς μήν ἦταν εὐχάριστο στούς πολλούς ν᾿ ἀκοῦν γιά πράγματα δυσάρεστα, νά ὠθοῦνται σέ ἀγώνα τίς μέρες αὐτές τίς ἤρεμες.
«Νά μή στήσουμε χορούς, ἀδελφοί, οὔτε νά στολίσουμε τίς πλατεῖες... Νά μήν ἐπιδοθοῦμε στίς ἀπολαύσεις τῆς γεύσης, οὔτε νά ψάξουμε γιά τά καλύτερα φορέματα, γιά τή λάμψη τῶν διαμαντιῶν καί τοῦ χρυσοῦ, γιά τά βαψίματα πού ἀλλοιώνουν τό πρόσωπο, τή θεία εἰκόνα... Νά μήν παραδοθοῦμε στά μεθύσια καί στά ἄσωτα γλέντια πού πᾶνε μαζί μέ τήν ἀσέλγεια... Νά μήν προσπαθοῦμε νά ξεπεράσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον στή χλιδή... Νά μή γεμίσουμε τή γῆ καί τή θάλασσα μ᾿ αὐτήν τήν πολύτιμη γιά μᾶς ἀκαθαρσία!...
Ὅλα αὐτά τά κάνουν οἱ εἰδωλολάτρες. Αὐτοί ἔχουν θεούς πού χαίρονται μέ τίς μυρωδιές τῶν κρεάτων καί τούς λατρεύουν μέ τόν ἡδονισμό τῆς κοιλιᾶς. Πονηροί καθώς εἶναι ἔφτιαξαν καί προσκυνοῦν πονηρούς θεούς...
Ἀλλά ἡ δική μας τρυφή νά εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ... Νά ταξιδέψουμε μαζί μέ τόν ἀστέρα, νά προσφέρουμε στόν Κύριό μας δῶρα μαζί μέ τούς μάγους. Νά τόν δοξάσουμε καί νά τόν ὑμνήσουμε μαζί μέ τούς βοσκούς καί τούς ἀγγέλους... Κι ἄν εἶναι νά φύγουμε μαζί Του στήν Αἴγυπτο, ἄς φύγουμε. Ὡραῖο πράγμα νά διωκόμαστε μαζί μέ τόν Χριστό!... Νά τόν ἀκολουθήσουμε ὕστερα σ᾿ ὅλα τά στάδια τῆς ζωῆς Του... Νά σιωπήσουμε μαζί Του μπροστά στόν Ἡρώδη. Νά δεχτοῦμε τό φραγγέλιο, τή χολή, τό ὄξος, τά ραπίσματα, τούς κολαφισμούς, τό ἀκάνθινο στεφάνι τοῦ δύσκολου δρόμου πού βαδίζει στή ζωή του ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, τό πορφυρό ροῦχο, τό καλάμι, τή γελοιοποίηση ἀπό ἐκείνους πού ἐμπαίζουν τήν ἀλήθεια, ... καί τέλος τή σταύρωση καί τήν ταφή μαζί Του, γιά νά συναναστηθοῦμε καί νά συμβασιλεύσουμε μαζί Του!...». (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Εἰς τά Θεοφάνεια, ετουν γενέθλια τοῦ Σωτῆρος», Λόγος 38ος, ΡG 36,312- 333).
Τόν ἄκουγες κι ἔλεγες πώς δέν μιλοῦσε τό στόμα τοῦ Γρηγορίου. Μιλοῦσαν οἱ πληγές πού δέχτηκε στό κορμί του ἀπό τούς ἐχθρούς του, τούς ἐχθρούς τοῦ Κυρίου του. Μιλοῦσε ἡ καρδιά του ἡ ματωμένη ἀπό τούς διωγμούς πού δέχτηκε γιά τό ὄνομά Του. Δέν ἦταν κούφια λόγια αὐτά, ξερές ἠθικολογίες. Ἦταν πρίν ἀπ᾿ ὅλα βίωμά του. Ἡ ζωή του ὁλόκληρη.
* * *
2011 χρόνια μετά Χριστόν! Ὁ λόγος αὐτός τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἐκδόθηκε ἀπό μεγάλους ἐκδοτικούς οἴκους στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό. Διαβάστηκε καί μελετήθηκε ἀπό ἐπιστήμονες. Δόθηκαν περισπούδαστες ἀπαντήσεις σέ ποικίλα ἐρωτήματα τοῦ τύπου: «πότε ἐκφωνήθηκε;», «ποῦ ἐκφωνήθηκε;» κ.τ.ὅ.
Ἕνα μόνο ἐρώτημα παραμένει ἀναπάντητο, γιά νά θρυμματίζει τήν ἔνοχη ἐπανάπαυσή μας: Ἄραγε ἔπιασαν τόπο τά λόγια ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου; Ἄραγε σήμερα γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα μέ τό πνεῦμα τοῦ ἁγίου πατρός ἤ μήπως ἀντηχοῦμε ἀκόμη τούς πανηγυριστές ἐκείνης τῆς παλιᾶς διεφθαρμένης ἐποχῆς;
Τήν ἀπάντηση ἄς τήν ἀναζητήσει ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του μέ τιμιότητα καί εἰλικρίνεια.
Εὐάγγελος Δάκας
Θεολόγος
Δόξα στόν Θεό Πατέρα καί στόν παμβασιλέα Υἱό του,
δόξα καί στό πανάγιο Πνεῦμα τό ὑπερευλογητό.
Εἶναι ἡ Τριάδα ἕνας Θεός, πού ἔκτισε καί πλήρωσε τά πάντα,
τόν οὐρανό μ᾿ οὐράνια, μ᾿ ἐπίγεια τή γῆ·
τή θάλασσα, τούς ποταμούς καί τίς πηγές μ᾿ ὑδρόβια,
δίνοντας ζωή ἀπ᾿ τή ζωή του σέ ὅλα.
Ἔτσι ἡ φύση ὅλη τόν σοφό δημιουργό της θά ὑμνήσει,
τόν μόνο αἴτιο τῆς ζωῆς καί τῆς διατήρησής της.
Μά πιό πολύ ἀπ᾿ ὅλα, τά λογικά του πλάσματα θά ὑμνοῦν
παντοτινά τόν μέγα Βασιλιά, τόν ἀγαθό Πατέρα.
Ἀξίωσε καί μέ, Πατέρα μου, δοξολογία ἁγνή νά σοῦ προσφέρω
μέ νοῦ καί γλώσσα καί ψυχή καί πνεῦμα!
Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη δογματικά 31· ΕΠΕ 8,37.
Ἀπόδοση Β.Σ.
Εἶναι ἐκπληκτικό τό ὅτι πολλές φορές οἱ μεγάλες δυνάμεις δέν ξεπηδοῦν ἀπό ἀνθρώπους μέ φυσική ρώμη καί ἰσχύ θέσεως. Σέ πολλές περιπτώσεις πρόσωπα ταπεινά, πού κανένας δέν ὑπολογίζει, ἔγιναν οἱ μοχλοί γιά τήν ἀνατροπή καταστάσεων, κατεστημένnων, καθεστώτων.
Κι ἄν αὐτό γιά τόν κόσμο εἶναι ἡ ἐξαίρεση, γιά τό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τόν κανόνα. «Βλέπετε γάρ τήν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοί σοφοί κατά σάρκα, οὐ πολλοί δυνατοί, οὐ πολλοί εὐγενεῖς, ἀλλά... τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τά ἰσχυρά», σημειώνει ὁ ἀπ. Παῦλος (Α´ Κο 1,26-27).
Σ ᾽ αὐτή τήν παράξενη γιά τή λογική μας χορεία τῶν «ἀσθενῶν» τοῦ Θεοῦ, ἀνάμεσα στούς πρώτους, συγκαταλέγεται καί ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. Θαυμάζει κανείς καί ἀπορεῖ πῶς μέσα στό κάτισχνο σῶμα του ὁ Χριστός ἔκρυψε τή φλόγα ἑνός ἀποστόλου, τήν παρρησία ἑνός προφήτου, τή δεινότητα ἑνός διδασκάλου τοῦ πνεύματος.
Ἄν σέ κάτι διακρίθηκε ὁ Καππαδόκης αὐτός, αὐτό ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἀνατροπή ἑνός ὁλόκληρου κράτους. Τοῦ κράτους τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως. Ὁ Βασίλειος, ὁ μεγάλος του φίλος, εἶχε ἤδη κοιμηθεῖ. Στήν Κωνσταντινούπολη οἱ αἱρετικοί εἶχαν ἐξαπλωθεῖ παντοῦ. Εἶχαν καταλάβει ὅλους τούς ναούς. Ὁδήγησαν τούς ὀρθοδόξους στά καταφύγια. Ὁ ἀντίχριστος ἔδειχνε καί πάλι τήν ὕπουλη δύναμή του.
Τήν κρίσιμη ἐκείνη στιγμή ἐμφανίστηκε ὁ Γρηγόριος. Ἦταν ταλαιπωρημένος ἀπό τήν ἀρρώστια πού τόν βασάνιζε, κοντός, ἀδύνατος, γερασμένος. Οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως χάρηκαν γιά τόν οἰκτρό ἀντίπαλό τους. Οἱ ὑπερασπιστές της φοβήθηκαν ὅτι τό πᾶν εἶχε χαθεῖ. Τί θά μποροῦσε νά κάνει ἕνας ἄνθρωπος, οὐσιαστικά μέσα ἀπό τόν τάφο του;
Τόν ἄμβωνά του ὁ Γρηγόριος τόν ἔστησε σ᾽ ἕνα ναΐδριο, μοναδικό κτῆμα τῶν ὀρθοδόξων. Κι ἄρχισε νά κηρύττει. Ἄρχισε νά ἐξυμνεῖ, ὅπως μόνον αὐτός ἤξερε, τά μεγαλεῖα τῆς ἁγίας Τριάδος. Οἱ καρδιές τῶν λίγων πιστῶν ἄρχισαν νά ἀναθαρρεύουν. Οἱ αἱρετικοί ταράχθηκαν. Ἔχασαν τήν ψυχραιμία τους καί κατέφυγαν στίς πέτρες γιά νά βροῦν ἐπιχειρήματα. Τό αἷμα τοῦ κήρυκα τῆς ἀλήθειας ἔβαψε ἀρκετές φορές τό δάπεδο τοῦ ναΐσκου ἐκείνου. Ὁ αἰφνιδιασμός ὅμως εἶχε ἐπιτύχει πλήρως. Μέσα σέ δύο χρόνια ἡ Πόλη χαιρόταν καί πάλι τή νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τό τίμημα; Δέν θά μποροῦσε νά εἶναι ἄλλο γιά τόν Γρηγόριο ἀπό αὐτό πού πληρώνουν ὅλοι οἱ ἐργάτες τοῦ Πνεύματος. Ἡ συκοφαντία, ἡ διαβολή, ἡ ἔκπτωση ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, ἡ χολή καί τό ὄξος.
Οἱ τιμητές του ὅμως ἔκαναν λάθος. Ὁ Γρηγόριος ἤξερε νά ἀποχωρεῖ μέ ἀξιοπρέπεια. Γνώριζε πολύ καλά ὅτι τίποτε δέν ἦταν δικό του. Ὅλα ἦταν στά χέρια τοῦ Θεοῦ πού τά ἔδωσε. Γιά τόν ἑαυτό του κρατοῦσε μόνον τήν ἡσυχία καί τήν ἔρημο.
Ὁ τελευταῖος του λόγος ἀπό τόν ἱστορικό πιά ναό τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας δέν ἦταν ἀποχαιρετιστήριος. Εἶναι μέχρι καί σήμερα ἡ παρακαταθήκη ἑνός ἀνυπέρβλητου χριστιανοῦ ἀγωνιστοῦ, ἡ διαθήκη ἑνός προφήτου καί μάρτυρος τοῦ Κυρίου.
Ἀκολουθοῦν μερικά ἀποσπάσματα:
«... Ἡ ἀπολογία μου, λοιπόν, φίλοι συμποιμένες, δέν εἶναι ἄλλη ἀπό αὐτό ἐδῶ τό ποίμνιο. Ἦταν κάποτε μικρό καί ἀσήμαντο, τόσο πού δέν τό ἔπιανε τό μάτι σου, καί οὔτε κἄν ποίμνιο θά τό ἔλεγε κανείς, ἀλλά ἴχνος ἤ λείψανο ποιμνίου, ἀσύντακτο, χωρίς ἐπίσκοπο, ἀφύλαχτο καί ἀδέσποτο... Εἶχε ἐνσκήψει φοβερός χειμώνας στήν Ἐκκλησία καί ἐπέδραμαν τρομερά θηρία, τά ὁποῖα καί τώρα πού ἔχουμε καλοκαιρία ἐξακολουθοῦν νά συμπεριφέρονται ἀναίσχυντα... Τώρα ὅμως, ἐσύ πού θέλεις νά μέ κρίνεις, σήκωσε τά μάτια σου. Σήκωσέ τα καί δές τό στεφάνι τῆς δόξας, πού πλέχθηκε ἀντικαθιστώντας τό στεφάνι τῆς ὕβρεως. Δές τό συνέδριο τῶν πρεσβυτέρων, τῶν λευκασμένων καί συνετῶν, τήν εὐταξία τῶν διακόνων ... τή φιλομάθεια τοῦ λαοῦ, τήν ἀρετή ἀνδρῶν καί γυναικῶν... Καί μπορῶ νά καυχηθῶ ἐν Κυρίῳ ὅτι συνέβαλα κι ἐγώ στό πλέξιμο αὐτοῦ τοῦ στεφανιοῦ... Περί αὐτοῦ ἔχω μάρτυρες ὅλους ἐκείνους γιά τούς ὁποίους ἐκοπίασα. Ἡ ὁμολογία τους μοῦ εἶναι μισθός ἀρκετός. Δέν ζητάω τίποτε ἄλλο, οὔτε ποτέ μου ζήτησα... Κουράσθηκα ὅμως νά πολεμάω μέ τό λόγο τῶν ἄλλων καί μέ τό φθόνο τους, μέ τούς ἐχθρούς καί μέ τούς δῆθεν φίλους. Οἱ ἐχθροί τουλάχιστον σέ πλήττουν κατά πρόσωπο καί μπορεῖς ἔτσι νά φυλαχθεῖς. Ὅμως οἱ ὑποτιθέμενοι φίλοι καιροφυλακτοῦν ἀπό πίσω καί γι᾽ αὐτό τό χτύπημά τους εἶναι πιό ὀδυνηρό... Δέν θέλουν ἱερεῖς, ἀλλά ρήτορες˙˙ οὔτε οἰκονόμους ψυχῶν, ἀλλά τραπεζίτες˙˙ οὔτε λάτρεις καθαρούς, ἀλλά προστάτες ἰσχυρούς... Δῶστε μου, λοιπόν, τό ἀπολυτήριό μου, ὅπως κάνουν οἱ βασιλεῖς στούς στρατιωτικούς, νά φύγω. Κι ἄν θέλετε νά ἐκφρασθεῖτε θετικῶς γιά τό ἄτομό μου, καλῶς. Ἄν ὄχι, ὅπως νομίζετε, δέν μ᾽ ἐνδιαφέρει, πιστεύω στήν κρίση τοῦ Θεοῦ...
Χαῖρε, λοιπόν, ναέ ἱερέ, ἐπώνυμε τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς εὐσεβείας, πού μᾶς ἀνέστησες τόν ἀκόμη καί τώρα καταφρονημένο λόγο... Χαῖρε, ναέ τῶν Ἀποστόλων... οἱ ὁποῖοι μοῦ στάθηκαν διδάσκαλοι ἀθλήσεως, ἄν καί δέν πρόλαβα νά πανηγυρίσω πολλές φορές στά σκηνώματά σου. Χαῖρε, ὦ θρόνε ἐπισκοπικέ, πού πολλοί ποθοῦν τό ὕψος σου... Χαίρετε, χοροί μοναχῶν, ἁρμονίες ψαλμωδιῶν, ἀγρυπνίες, ἡ σεμνότητα τῶν παρθένων, τά συγκροτήματα τῶν ὀρφανῶν, τῶν χηρῶν, τῶν φτωχῶν τά μάτια πού προσβλέπουν στόν Θεό καί σέ μᾶς, σπίτια πού μέ φιλοξενήσατε καί μοῦ παρασταθήκατε... Χαίρετε, βασιλεῖς καί βασίλεια καί βασιλικές αὐλές... Σίγησε πιά γιά σᾶς ἡ κακή καί φλύαρη γλῶσσα, ἄν καί ὄχι γιά πάντα˙˙ διότι θά συνεχίσει νά ἀγωνίζεται μέ τό χέρι καί τό μελάνι... Πιό πολύ ἀπ᾽ ὅλα, χαῖρε, ὦ Τριάς, ἡ σπουδή μου καί τό κάλλος μου. Μακάρι νά σέ βλέπω πάντοτε νά δοξάζεσαι καί νά ὑψώνεσαι ἀπό τά τέκνα σου, ὄχι μόνο μέ λόγια ἀλλά καί μέ ἔργα. Παιδιά μου, φυλάξτε μου τήν παρακαταθήκη˙νά θυμᾶστε τούς λιθοβολισμούς μου. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νά εἶναι μέ ὅλους σας».
Εὐάγγελος Δάκας
Δρ. Θεολογίας