Πέμπτη, 18 Απρίλιος 2024 03:08

Κυρ. Μυροφόρων Μρ 15,42-16,8

    Ἡ περικοπή ἐξιστορεῖ τό πιό σημαντικό γεγονός τῶν Εὐαγγελίων, πάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ἡ πίστη μας. Καί τό γεγονός αὐτό εἶναι ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό ὅτι ὁ Χριστός πέθανε, ἀποδεικνύεται ἀπό τήν ταφή του· τό ὅτι ἀναστήθηκε βεβαιώνεται μέ τίς ἐμφανίσεις του. Γιά τήν ταφή τοῦ Χριστοῦ μιλοῦν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές: Μθ 27,57-61· Λκ 23, 50-54· Ἰω 19,38-42. Γιά τήν ἐπίσκεψη τῶν μυροφόρων στόν τάφο μιλᾶ ὁ Ματθαῖος (Μθ 28,1-8) καί ὁ Λουκᾶς (Λκ 24,1-12).
   Μετά τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ ὅλοι οἱ μαθητές διασκορπίσθηκαν. Ἀλλά τότε ἐμφανίσθηκαν οἱ κρυφοί μαθητές καί οἱ μαθήτριες, γιά νά προσφέρουν τίς τελευταῖες τιμές στό νεκρό σῶμα τοῦ Διδασκάλου.

Λέξεις:

15,42. ἤδη ὀψίας γενομένης = ὅταν εἶχε πλέον βραδιάσει
         ὅ ἐστι = δηλαδή
    43. εὐσχήμων = σεβαστός, ἐξοχώτατος
         ὅς καί ἦν προσδεχόμενος = πού κι αὐτός περίμενε
    44. ἐθαύμασε =ἀπόρησε
         τόν κεντυρίωνα = τόν ἑκατόνταρχο
    45. γνούς = ἀφοῦ ἔμαθε
         ἐδωρήσατο = χάρισε
    46. καθελών αὐτόν = ἀφοῦ τόν κατέβασε
         ἐνείλησε = τύλιξε
         κατέθηκεν αὐτόν ἐν μνημείῳ = τόν ἔβαλε μέσα σέ μνῆμα
         ὅ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας = πού ἦταν λαξευμένο σέ βράχο
         προσεκύλισε=κύλησε πάνω
         λίθον=μία πέτρα
    47. ἐθεώρουν = παρατηροῦσαν
 16,1. διαγενομένου = ἀφοῦ πέρασε
         προάγει ὑμᾶς = πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς

15,42. Καί ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεί ἦν παρασκευή, ὅ ἐστι προσάββατον.
   ὀψίας γενομένης: Ὀψία εἶναι τό δειλινό. Κατά τό ἑβραϊκό ἡμερολόγιο ἡ ἡμέρα ἀρχίζει τό ἀπόγευμα. Ἔτσι ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς θά ἄρχιζε τό Σάββατο. Καί ἐπειδή τό Σάββατο ἦταν ἡμέρα ἀργίας, ἐπιπλέον δέ αὐτό εἰδικά τό Σάββατο ἦταν καί ἡμέρα τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα καί δέν ἐπιτρεπόταν ἀπό τόν νόμο μιά τέτοια μέρα νά εἶναι ἄταφος ἕνας νεκρός, ὁ Ἰωσήφ προβαίνει στήν ταφή τοῦ Ἰησοῦ.
   ἐπεί ἦν Παρασκευή: Ἡ ἡμέρα πρίν ἀπό τό Σάββατο ὀνομάσθηκε Παρασκευή γιατί κατ’ αὐτήν οἱ Ἑβραῖοι ἔκαναν τίς παρασκευές, δηλαδή τίς ἑτοιμασίες πού χρειάζονταν γιά τό Σάββατο, κατά τό ὁποῖο δέν ἔκαναν καμία βαρειά δουλειά. Ὀνομαζόταν ἀκόμη ἡ μέρα αὐτή καί προσάββατον.

15,43. ἐλθών ᾿Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καί αὐτός ἦν προσδεχόμενος τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ.
   Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής: Ἦταν ἀπό τούς κρυφούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία, ἡ ὁποία δέν ξέρουμε ποῦ ἀκριβῶς ἦταν. Ἦταν βουλευτής, δηλαδή μέλος τοῦ Συνεδρίου, πού ἦταν ὅ,τι εἶναι σήμερα γιά μᾶς ἡ Βουλή καί ἡ Ἱερά Σύνοδος μαζί, γιατί στό θεοκρατικό κράτος τοῦ Ἰσραήλ, ἡ θρησκευτική καί πολιτική ἐξουσία ἦταν κοινή.
   ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας: σημαίνει ὄχι ἁπλῶς ὅτι καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία, ἀλλά καί ὅτι ἦταν βουλευτής τῆς Ἀριμαθαίας στό Συνέδριο. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς λέει ὅτι ἦταν πλούσιος (Μθ 27,57).
   Καί αὐτός ἦν προσδεχόμενος τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ: Τί σημαίνει αὐτό μᾶς τό ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, πού λέει ὅτι ὁ Ἰωσήφ ἦταν μαθητής τοῦ Ἰησοῦ, "κεκρυμμένος δέ διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων" (Ἰω 19,38). Ὁ ἴδιος εὐαγγελιστής μᾶς πληροφορεῖ ὅτι μαζί μέ τόν Ἰωσήφ ἦρθε καί ὁ Νικόδημος (19,39), πού ἀνῆκε στήν τάξη τῶν φαρισαίων καί ἦταν καί αὐτός κρυφός μαθητής τοῦ Κυρίου.
   τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ: Τήν σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ τήν ἀποφάσισαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλά ἡ ἀπόφαση ἐκτελέστηκε μετά ἀπό τήν ἔγκριση τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας, τῆς ὁποίας ἐπικεφαλῆς στήν Παλαιστίνη ἦταν ὁ Πιλᾶτος. Καί μάλιστα ὁ Πιλᾶτος ἐνέκρινε τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, γιατί τοῦ τόν παρουσίασαν σάν ἐπαναστάτη ἐναντίον τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας, σάν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων. Γι’ αὐτό, τό νεκρό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀνήκει στήν κυριότητα τοῦ Πιλάτου καί ἀπό αὐτόν τό ζητᾶ ὁ Ἰωσήφ. Ἦταν τολμηρή ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἰωσήφ νά ζητήσει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, γιατί ἀκόμη δέν εἶχε κοπάσει ἡ ταραχή τῶν ἀρχιερέων καί τοῦ λαοῦ, πού τό πρωΐ εἶχαν ἀποφασίσει τόν θάνατό του. Οἱ Ρωμαῖοι συνήθιζαν νά ἀφήνουν τά σταυρωμένα σώματα ἐκτεθειμένα πάνω στόν σταυρό γιά νά παραδειγματίζονται ὅσοι τά ἔβλεπαν. Ὁ μωσαϊκός νόμος ὅμως ὅριζε νά μή μένουν ἄταφοι οἱ νεκροί (Δε 21,23). Γι’ αὐτό ὁ Ἰωσήφ ζητᾶ νά θάψει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.

15,44. Ὁ δέ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καί προσκαλεσάμενος τόν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτόν εἰ πάλαι ἀπέθανε.
   ὁ δέ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκεν: Οἱ καταδικασμένοι σέ σταυρικό θάνατο σταυρώνονταν μέ τρεῖς τρόπους:
α) Ἄν ὁ σταυρός ἦταν ἕνας ἁπλός πάσσαλος, τούς κάρφωναν μέ τά χέρια σέ κλειστή ἀνάταση καί τίς παλάμες σχεδόν στήν κορυφή τοῦ πασσάλου. Στήν περίπτωση αὐτή πέθαιναν σέ λίγα λεπτά ἀπό ἀσφυξία.
β) Ἄν ὁ σταυρός εἶχε σχῆμα Τ ή †, τούς ἔδεναν τά χέρια στό ὁριζόντιο δοκάρι καί τά πόδια στό κάθετο. Ἔτσι πέθαιναν σέ πολλές μέρες ἀπό τήν πεῖνα, τή δίψα καί τήν ἡλίαση.
γ) Ἄν ὁ σταυρός εἶχε τό παραπάνω σχῆμα κάρφωναν τά χέρια στό ὁριζόντιο δοκάρι καί τά πόδια στό κάθετο. Γιά νά πατήσουν τά πόδια πάνω στό δοκάρι καί νά καρφωθοῦν λύγιζαν πολύ τά γόνατα τοῦ σταυρωμένου καί τό σῶμα του, κρεμασμένο ἀπό τά χέρια, ἔπαιρνε τό σχῆμα Υ. Τά τραύματα πού ἄνοιγαν τά καρφιά αἱμορραγοῦσαν, ἀλλά ὄχι πολύ γιατί ἦταν μικρά. Ἔτσι ὁ σταυρωμένος βασανιζόταν περίπου δύο ἡμέρες ὥσπου νά ξεψυχίσει. Ὁ Χριστός σταυρώθηκε μ’ αὐτό τόν τρίτο τρόπο. Γι’ αὐτό ὁ Πιλᾶτος ἀπόρησε ὅταν τοῦ ζήτησε ὁ Ἰωσήφ τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Δέν περίμενε νά 'χει πεθάνει τόσο νωρίς, γι’ αὐτό καί ἔδωσε ἐντολή νά ἐλέγξουν ἄν πέθανε ἤ ὄχι ὁ Ἰησοῦς.
   προσκαλεσάμενος τόν κεντυρίωνα: Ὁ κεντυρίων ἤ ἑκατόνταρχος ἦταν ἀξιωματικός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, πού εἶχε στίς διαταγές του ἑκατό ἄνδρες. Ἦταν περίπου ὅ,τι εἶναι σήμερα ὁ λοχαγός. Ἕνας κεντυρίων μαζί μέ τέσσερις στρατιῶτες παρευρίσκονταν στή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ.

15,45. Καί γνούς ἀπό τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τό σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ.
καί γνούς ἀπό τοῦ κεντυρίωνος: Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης περιγράφει ἀναλυτικώτερα πῶς βεβαιώθηκε ὁ κεντυρίων ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι νεκρός. Λέει ὅτι κάποιος ἀπό τούς στρατιῶτες "λόγχῃ αὐτοῦ τήν πλευράν ἔνυξε καί εὐθύς ἐξῆλθεν αἷμα καί ὕδωρ" (Ἰω 19,34).

15,46. Καί ἀγοράσας σινδόνα καί καθελών αὐτόν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καί κατέθηκεν αὐτόν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καί προσεκύλισε λίθον ἐπί τήν θύραν τοῦ μνημείου.
   καθελών αὐτόν: Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι στήν ἀποκαθήλωση τοῦ Ἰησοῦ μαζί μέ τόν Ἰωσήφ ἦταν καί ἄλλος ἕνας κρυφός μαθητής τοῦ Κυρίου, ὁ Νικόδημος, πού εἶχε φέρει "μῖγμα σμύρνης καί ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν" (Ἰω 19,39), γιά τόν ἐνταφιασμό.
   ἐνείλησε τῇ σινδόνι: Γιά νά θάψουν ἕναν νεκρό στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, τόν σπαργάνωναν μέ τίς κειρίες πού ἦταν στενόμακρες λωρίδες ὑφάσματος, τίς ὁποῖες μούσκευαν μέ ἀρώματα. Οἱ κειρίες λέγονταν καί ὀθόνια, γι’ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, λέει· "ἔλαβον οὖν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί ἔδησαν αὐτό ἐν ὀθονίοις μετά τῶν ἀρωμάτων" (Ἰω 19,40). Ὀθόνη λεγόταν ἡ σινδών, καί ὀθόνια τά κομμάτια, οἱ λωρίδες τῆς ὀθόνης. Μ’ αὐτές τίς λωρίδες τύλιγαν σφιχτά ὅλο τό σῶμα τοῦ νεκροῦ ἀπό τίς φτέρνες μέχρι τόν λαιμό. Τά ὀθόνια, πού εἶχαν καί κολλητικές οὐσίες, κολλοῦσαν πάνω στίς σάρκες τόσο γερά, πού γιά νά τά βγάλει κανείς, ἔπρεπε νά καταξεσχίσει τίς σάρκες τοῦ νεκροῦ. Τό κεφάλι τοῦ νεκροῦ τό τύλιγαν μ’ ἕνα φακιόλι μουσκεμένο μέ ἀρώματα, πού λεγόταν σουδάριο. Κι ἀφοῦ ἔτσι τύλιγαν τόν νεκρό, τόν ἔβαζαν μετά στόν τάφο.
   ἐν μνημείῳ ὅ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας: Στήν Παλαιστίνη τότε οἱ τάφοι δέν ἔμοιαζαν μέ τούς δικούς μας. Ὁ τάφος ἦταν ἕνα σπήλαιο λαξευμένο σέ βράχο ἤ σέ πετρῶδες μέρος σέ σχῆμα φούρνου. Ὁ θολωτός χῶρος μποροῦσε νά φιλοξενήσει πολλούς νεκρούς, γιατί ἤ ἄνοιγαν τέτοιους μικρότερους φούρνους στά ἐσωτερικά τοῦ τοιχώματος γιά καθένα νεκρό ἤ ἀπόθεταν τούς νεκρούς στό δάπεδο τοῦ μεγάλου θόλου. Τό στόμιο τοῦ τάφου τό ἔκλειναν μέ μία πέτρα. Καθώς δέν ἦταν παραχωμένος ὁ νεκρός γρήγορα ἄρχιζε νά μυρίζει καί ἡ δυσοσμία ἔβγαινε ἀπό τίς χαραμάδες τῆς πόρτας τοῦ τάφου. Οἱ συγγενεῖς τοῦ νεκροῦ γιά νά ἐξουδετερώσουν τή δυσοσμία πήγαιναν καί ἔρριχναν στόν τάφο ἀρώματα. Γι’ αὐτή τή δουλειά πῆγαν καί οἱ μυροφόρες στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ.
   Στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ οἱ φαρισαῖοι ἔβαλαν φρουρά, γιατί φοβοῦνταν μήπως οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ κλέψουν τό νεκρό σῶμα του καί ποῦν ὅτι ἀναστήθηκε. Ἀλλά γιά νά μήν μποροῦν νά πειράξουν τόν νεκρό οὔτε οἱ φύλακες στρατιῶτες, σφράγισαν τόν τάφο. Δηλαδή ἔβαλαν σφραγισμένο βουλοκέρι, ὥστε νά μή μπορεῖ ν’ ἀνοίξει κανείς τόν τάφο, χωρίς νά καταστρέψει τίς σφραγῖδες. Ἔτσι οἱ στρατιῶτες φύλαγαν τόν τάφο ἀπό τούς ἀνθρώπους, καί οἱ σφραγῖδες τόν φύλαγαν ἀπό τούς στρατιῶτες.

15,47. Ἡ δέ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.
   Μαρία ἡ Μαγδαληνή: Ἦταν ἀπό τίς πρῶτες μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ἴσως ἡ μεγαλύτερη ἀπό ὅλες καί μέ πολύ ζῆλο. Καταγόταν ἀπό τήν πόλη Μάγδαλα τῆς Γαλιλαίας καί γι’ αὐτό λεγόταν Μαγδαληνή. Ὁ Ἰησοῦς τήν εἶχε θεραπεύσει ἀπό ἑπτά δαιμόνια καί μετά τή θεραπεία της ἔμεινε κοντά στόν Χριστό μαζί καί μέ ἄλλες γυναῖκες, γιά νά ὑπηρετοῦν τόν Κύριο. Οἱ ἱστορίες πού παρουσιάζουν τή Μαρία τή Μαγδαληνή νεαρή καί ἁμαρτωλή εἶναι ψεύτικες.
   Μαρία Ἰωσῆ: Ἀναφέρεται καί ὡς Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ, ἀδελφή τῆς μητρός τοῦ Κυρίου, μήτηρ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καί Ἰωσῆ. Εἶναι γυναίκα τοῦ Κλωπᾶ, ἀδελφοῦ τοῦ Ἰωσήφ, δηλαδή συννυφάδα τῆς Παναγίας. Εἶχε τρεῖς γιούς, τόν Ἰάκωβο τόν μικρό, τόν Ἰωσῆ καί τόν Σίμωνα. Ἦταν κι αὐτή ἀπό τίς μαθήτριες τοῦ Κυρίου.

16,1. Καί διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καί Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν.
   Σαλώμη: Εἶναι ἡ γυναίκα τοῦ Ζεβεδαίου, μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννου. Ἦταν καί αὐτή μαθήτρια τοῦ Κυρίου.
   ἠγόρασαν ἀρώματα… αὐτόν: Ἐπειδή ὅπως εἴπαμε οἱ τάφοι ἀνέδιδαν τή δυσοσμία τοῦ νεκροῦ, οἱ συγγενεῖς τῶν νεκρῶν πήγαιναν κι ἔρριχναν στόν τάφο ἀρώματα. Γι' αὐτό καί οἱ μυροφόρες μόλις πέρασε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, πῆραν ἀρώματα καί ἦρθαν νά τά ρίξουν στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ.

16,2. Καί λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπί τό μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου.
   λίαν πρωί τῆς μιᾶς σαββάτων: Σάββατα στά ἑβραϊκά λεγόταν ἡ ἑβδομάδα. Μία Σαββάτων εἶναι ἡ πρώτη μέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ ὁποία μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου πῆρε τό ὄνομά του, Κυριακή.

16,3. Καί ἔλεγον πρός ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;
   Οἱ μυροφόρες σκέπτονταν νά ἀνοίξουν τό μνῆμα τοῦ Κυρίου γιά νά ρίξουν καί μέσα μύρα. Ἐπειδή ὅμως ἡ πέτρα πού ἔκλινε τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος ἦταν μεγάλη, συζητοῦσαν μεταξύ τους πηγαίνοντας κι προβληματίζονταν ποιός θά κυλίσει τήν πέτρα.

16,4. Καί ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γάρ μέγας σφόδρα.
   ἀποκεκύλισται ὁ λίθος: Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν περιγράφεται πουθενά στά Εὐαγγέλια, γιατί κανείς δέν εἶδε τόν Κύριο νά βγαίνει ἀπό τόν τάφο. Οἱ εὐαγγελιστές διηγοῦνται μόνο ὅ,τι εἶδαν καί ἔπιασαν. Εἶδαν δέ καί ἔπιασαν τόν ἀναστημένο Κύριο, τόν ἄκουσαν, ἔφαγαν καί περπάτησαν μαζί του. Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καί βγῆκε ἀπό τόν τάφο ἀοράτως καί χωρίς νά ἀνοίξει τήν πλάκα ἤ νά καταστρέψει τίς σφραγῖδες. Γι’ αὐτό ψάλλουμε τό Πάσχα· "φυλάξας τά σήμαντρα σῷα, Χριστέ, ἐξηγέρθης τοῦ τάφου", πού σημαίνει: "Χριστέ, ἀναστήθηκες καί βγῆκες ἀπό τόν τάφο διατηρώντας τίς σφραγῖδες σῶες". Ἔτσι ὁ τάφος ἦταν γιά ἀρκετή ὥρα ἄδειος καί οἱ στρατιῶτες τόν φύλαγαν νομίζοντας ὅτι ὁ νεκρός εἶναι μέσα. Ὕστερα ἀπό ὥρα, ὅταν πλησίαζαν οἱ γυναῖκες, γιά νά ρίξουν τά ἀρώματα καί ἔλεγαν ποιός θά μᾶς κυλίσει τή βαρειά πλάκα (γιατί αὐτές καί οἱ μαθητές δέν ἤξεραν ὅτι οἱ φαρισαῖοι εἶχαν βάλει φρουρά), τότε ὁ ἄγγελος γιά νά δείξει στίς γυναῖκες τόν τάφο ἄδειο, ἔκανε σεισμό καί πέταξε κάτω τήν πλάκα καί τότε οἱ στρατιῶτες λιποθύμησαν ἀπό τόν φόβο τους. Ὁ Χριστός βγῆκε ἀπό τόν τάφο ὅπως ἀκριβῶς λίγο ἀργότερα τήν ἴδια μέρα μπῆκε στό δωμάτιο τῶν ἕνδεκα μαθητῶν κεκλεισμένων τῶν θυρῶν. Τό ἀναστημένο σῶμα δέν χρειάζεται κανένα ἄνοιγμα γιά νά μπεῖ ἤ νά βγεῖ. Μπαίνει καί ἀπό τόν τοῖχο.

myrofores216,5. Καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καί ἐξεθαμβήθησαν.
   καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον: Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος λέει ὅτι ὁ ἄγγελος καθόταν ἐπάνω στόν λίθο, ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει δύο ἀγγέλους. Οἱ διαφορές αὐτές ὄχι μόνο δέν μειώνουν τήν ἀλήθεια τῶν Εὐαγγελίων, ἀλλά τονίζουν τή φυσικότητα τῆς διηγήσεως.

16,7. Ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτόν ὄψεσθε, καθώς εἶπεν ὑμῖν.
   τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ Πέτρῳ: Ὁ Πέτρος μετά τήν ἄρνησή του ἦταν λυπημένος. Ὀ ἄγγελος τόν ἀναφέρει ὀνομαστικά γιά νά τοῦ δώσει νά καταλάβει ὅτι ὁ Κύριος ἔχει δεχθεῖ τή μετάνοιά του, τόν συγχώρεσε καί τόν συμπεριλαμβάνει στήν ὁμάδα τῶν μαθητῶν.
   προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν… εἶπεν ὑμῖν: Ὁ Κύριος εἶχε προειδοποιήσει τούς μαθητές του μετά τό πάθος του νά φύγουν στή Γαλιλαία καί ἐκεῖ θά τόν δοῦν (14,28). Αὐτοί ὅμως, ἐπειδή καθόλου δέν περίμεναν νά ἀναστηθεῖ, παρέμειναν στά Ἰεροσόλυμα φοβισμένοι καί τσακισμένοι ἀπό τή θλίψη πού χάσανε τόν διδάσκαλό τους καί ἀπό τήν ἀγωνία μήπως ἡ κακία τῶν φαρισαίων ξεσπάσει καί πάνω τους.

Τά κυριώτερα νοήματα

   1. Ἡ ταφή τοῦ Κυρίου: Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος, μέλη τοῦ μεγάλου Συνεδρίου πού καταδίκασε τόν Χριστό, δέν συμφωνοῦσαν μέ τή γνώμη τοῦ Συνεδρίου καί δημοσιεύουν αὐτή τή διαφωνία τους δείχνοντας ὅλη τους τήν ἀγάπη στόν διδάσκαλο Ἰησοῦ. Ἡ πράξη τους δείχνει τήν εὐγένεια τῆς καρδιᾶς τους, τή δύναμη τῆς ἀγάπης τους, ἀλλά καί τήν τόλμη καί τήν ἀνδρεία τους.
   Ἔχει μεγάλη σημασία τό ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ πιστοποιεῖται ἀπό τόν ρωμαῖο στρατιωτικό καί βεβαιώνεται μέ τήν ταφή του. Δίνει μία ἀπάντηση: α) Στούς αἱρετικούς δοκῆτες, πού ἔλεγαν ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλά κατά δόκησιν παρουσιάστηκε σάν ἄνθρωπος. Ἔπαθε καί πέθανε, ἄρα ἦταν ἄνθρωπος. β) Στούς ἀρνητές τῆς ἀναστάσεως, πού μιλοῦν γιά νεκροφάνεια κτλ. Ὁ ἴδιος ὁ δήμιος πιστοποιεῖ τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, γι’ αὐτό κανείς δέν μπορεῖ νά ἀμφιβάλλει γιά τήν ἀνάστασή του, ἀφοῦ ἕνας σίγουρα νεκρός ἐμφανίζεται ζωντανός.
   Σημαντική εἶναι ἐπίσης ἡ λεπτομέρεια πού μᾶς διασώζουν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, ὅτι ὁ Ἰωσήφ χάρισε στόν Ἰησοῦ τόν ἀριστοκρατικό καί ἀμεταχείριστο τάφο του. Καί ἔχει σημασία αὐτό: α) Σάν τεκμήριο τῆς ἀναστάσεως καί β) σάν προφητικός ὑπαινιγμός.
   α) Ἀφοῦ μόνον ὁ Ἰησοῦς μπῆκε γιά πρώτη φορά σ’ αὐτόν τόν τάφο, αὐτός σίγουρα εἶναι πού βγῆκε. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά βγῆκε κάποιος ἄλλος ἀπό τόν τάφο καί νά παρουσιάσθηκε αὐτός σάν Ἰησοῦς.
   β) Ὅπως ὁ τάφος τοῦ Ἰησοῦ εἶναι καινούργιος, ἔτσι ὅλα στήν Καινή Διαθήκη εἶναι καινούργια. Καινούργιο τό Πάσχα, καινούργια ἡ διαθήκη τοῦ Θεοῦ μέ τόν λαό του, καινούργια ἡ ζωή, ὅπως εἶναι καινούργιος ὁ τάφος, ἡ μήτρα ἀπό τήν ὁποία γεννιοῦνται ὅλοι οἱ χριστιανοί.
   2. Οἱ μυροφόρες: Ἄν θαυμάζουμε καί ἐπαινοῦμε τήν τόλμη τοῦ εὐσχήμονος Ἰωσήφ, δέν ὑστεροῦν καθόλου σέ τόλμη καί οἱ γυναῖκες πού εἴδαμε στήν περικοπή μας. Στήν ἐνέργεια τῶν μυροφόρων βλέπουμε τήν εὐαίσθητη γυναικεία καρδιά, τή γεμάτη ἀγάπη, ἀλλά καί θαυμαστή ἀνδρεία.
   Ὁ Μ. Βασίλειος στόν λόγο του στή μάρτυρα Ἰουλίττα, βάζει στό στόμα της νά λέει ὅτι ὅταν ὁ Θεός ἔπλασε τή γυναίκα δέν πῆρε μόνο σάρκα ἀπό τήν ἀνδρική σάρκα, ἀλλά καί ὀστοῦν ἀπό τά ὀστᾶ τοῦ ἀνδρός, γιά νά δώσει στήν γυναίκα σθένος καί ἀντοχή. Κι αὐτό τό θαυμαστό σθένος, τήν ἀνδρεία, βλέπουμε στίς μυροφόρες. Αὐτό πού κάνει δυνατές τίς μυροφόρες εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι τό πιό ἰσχυρό καί ἀκατανίκητο ὅπλο τῆς γυναίκας. Ἄν ὁ ἄνδρας κυριαρχεῖ μέ τή δύναμη, ἡ γυναίκα ὑποτάσσει καί αὐτόν τόν κυρίαρχο ἄνδρα μέ τήν ἀγάπη της. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀναπόσπαστο χαρακτηριστικό τῆς γυναίκας. Γυναίκα χωρίς ἀγάπη δέν εἶναι κἄν γυναίκα. Εἶναι ἕνα ἀπαίσιο πλάσμα, πού δημιουργεῖ ἀποτροπιασμό (π.χ. Μήδεια, Κλυταιμνήστρα, Ἰεζάβελ, Ἡρωδιάς). Ἡ ἀγάπη κάνει τή γυναίκα νά θυσιάζει τόν ἑαυτό της γιά χάρη τῶν ἄλλων (π.χ. μητέρα, νοσοκόμα). Κι ὅσο πιό μεγάλη ἀξία ἔχει αὐτό γιά τό ὁποῖο θυσιάζεται, τόσο μεγαλύτερη εἶναι καί ἡ δική της ἀξία. Οἱ μυροφόρες τά ἄφησαν ὅλα κι ἀκολούθησαν τόν Χριστό στή διδασκαλία καί τή δράση του. Ἀλλά τόν ἀκολούθησαν ἀκόμη καί στόν τάφο του, ὅταν ὅλοι τόν εἶχαν ἐγκαταλείψει. Ἀποκαλύπτει σ’ αὐτές πρῶτα τή μεγάλη εἴδηση τῆς Ἀναστάσεως. Κι ἀκόμη ἐμφανίζεται σ’ αὐτές πρῶτα ὁ Ἀναστημένος Κύριος καί τίς ἀποστέλλει νά φέρουν στόν κόσμο τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεώς του, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας: "Δεῦτε ἀπό θέας γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καί τῇ Σιών εἴπατε· Δέχου παρ’ ἡμῶν χαρᾶς εὐαγγέλια, τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ• τέρπου, χόρευε καί ἀγάλλου Ἰερουσαλήμ, τόν Βασιλέα Χριστόν θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς νυμφίον προερχόμενον".

Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Παρασκευή, 08 Μάρτιος 2024 02:00

Κυριακή Ἀπόκρεω (Μθ 25,31-45)

῾Η Δευτέρα Παρουσία καί ἡ μέλλουσα Κρίση

lastjudgment  ῾Η περικοπή τῆς τελικῆς κρίσεως (Μθ 25,31-46) διαβάζεται ὡς εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τήν Κυριακή τῆς ᾿Απόκρεω. ᾿Αποτελεῖ τόν ἐπίλογο τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου πού καταγράφεται στά κεφάλαια 24 καί 25 τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου καί ἔχει θέμα της τό τέλος τοῦ κόσμου, τή Β´ Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τή μέλλουσα κρίση. Εἰδικά τό 25ο κεφάλαιο περιλαμβάνει τήν παραβολή τῶν 10 παρθένων, ὅπου τονίζεται ἡ συνεχής ἐγρήγορση καί προετοιμασία γιά τή Β´ Παρουσία, καί τήν παραβολή τῶν ταλάντων, πού ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ Κύριος θά ἀποδώσει στόν καθένα κατά τά ἔργα του.
   Στήν περικοπή μας ὁ Κύριος μέ συμβολική γλώσσα, μέ ἔντονες καί ζωηρές εἰκόνες παρουσιάζει τή μέλλουσα κρίση τῆς ἀνθρωπότητος. ῾Η Γραφή, ὅταν ἀναφέρεται στήν κόλαση καί στόν παράδεισο, χρησιμοποιεῖ πάντα ἐκφράσεις καί περιγραφές οἱ ὁποῖες εἶναι καθαρά ἀνθρωπομορφικές. ᾿Ανθρωποπρεπῶς καί ὄχι θεοπρεπῶς ἐκφράζονται στίς περιπτώσεις αὐτές τά ἱερά κείμενα, ἐπισημαίνουν οἱ πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Μέ τόν τρόπο αὐτό μποροῦμε ἁπλἀ νά καταλάβουμε πράγματα καί καταστάσεις πού εἶναι ἔξω ἀπό τή δική μας διάσταση, σέ μία ἄλλη συχνότητα, πνευματική.


α) ῾Ο ᾿Ιησοῦς θά ἔρθει ὡς κριτής τῶν ἐθνῶν (25,31-33)

25,31. ῞Οταν δέ ἔλθῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καί πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ.
  ῾Η περικοπή τῆς μελλούσης κρίσεως θεωρήθηκε ἀπό πολλούς ἑρμηνευτές ὡς παραβολή. ᾿Εντούτοις εἶναι μία προφητεία, ὅπως φαίνεται ἤδη ἀπό τήν ἀρχή της. ᾿Ενῶ οἱ παραβολές συνήθως ἀρχίζουν μέ τό «ἄνθρωπός τις» καί ἄλλα παρόμοια, ἐδῶ γίνεται λόγος γιά τόν υἱό τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο τίτλος ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μεσσιανικός. ῎Ετσι αὐτοαποκαλεῖται πολλές φορές στά Εὐαγγέλια ὁ ᾿Ιησοῦς, διότι εἶναι ὁ κατεξοχήν ἄνθρωπος, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὁ ἕνας ἀληθινός Θεός, ὁ ἐνανθρωπήσας Γιαχβέ, ὁ Θεάνθρωπος.  
  ᾿Εν τῇ δόξῃ αὐτοῦ: ᾿Ενῶ στήν πρώτη παρουσία του ὁ Κύριος ἦρθε ταπεινός καί ἄσημος, στή δεύτερη θά ἔρθει μέ ὅλη τή θεϊκή καί μεγαλοπρεπῆ του δόξα.
   Καθίσει ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ: ῾Ο φοβερός κριτής τῆς μελλούσης κρίσεως εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. Αὐτό δηλώνει ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι ἀνώτερος ὅλων, εἶναι Θεός. ῾Η περικοπή μᾶς δίνει ἕνα δυνατό ἐπιχείρημα γιά τή θεότητα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία δέν παραδέχονταν ὁ ῎Αρειος καί οἱ ὀπαδοί του, καθώς καί οἱ σημερινοί χιλιαστές.

25,32. καί συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τά ἔθνη, καί ἀφοριεῖ αὐτούς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμήν ἀφορίζει τά πρόβατα ἀπό τῶν ἐρίφων.
   Καί συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τά ἔθνη: ῞Ολοι οἱ ἄνθρωποι πού ἀνά τούς αἰῶνες πέρασαν ἀπό τή γῆ, θά συναχθοῦν μπροστά στόν ᾿Ιησοῦ κατά τήν ὥρα τῆς Β´ Παρουσίας σ᾿ ἕνα φοβερό καί παγκόσμιο δικαστήριο. «Τούς γάρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τά διά τοῦ σώματος πρός ἅ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθόν εἴτε κακόν» (Β´ Κο 5,10· πρβλ. ᾿Απ 20,11-13).
   ῾Ο Κύριος θά κρίνει «ζῶντας καί νεκρούς». ῾Η κρίση του δέν θά εἶναι αὐθαίρετη· θά ἀποδώσει ἀμοιβή ἤ τιμωρία στούς ἀνθρώπους ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους. ῞Οσοι τόν ὁμολόγησαν καί τόν ἀκολούθησαν θά βλέπουν τή δόξα του καί θά σκιρτοῦν· θά καμαρώνουν γι᾿ αὐτόν πού ἀγάπησαν καί πού γιά τό ὄνομά του «ἐβάδισαν ὁδούς σκληράς». ῞Οσοι τόν ἀρνήθηκαν καί τόν πολέμησαν μέ τή ζωή ἤ μέ τά λόγια τους θά τρέμουν ἀντικρίζοντας λαμπρό καί δυνατό αὐτόν πού «ἐξεκέντησαν» (᾿Απ 1,7), πού πλήγωσαν. Θά ντρέπονται ἀλλά καί θά λυσσοῦν, καθώς θά διαπιστώσουν ὅτι ἀπό τά χέρια αὐτοῦ πού κάρφωσαν πάνω στό σταυρό, κρέμεται τώρα ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα.
   ῞Ωσπερ ὁ ποιμήν ἀφορίζει τά πρόβατα ἀπό τῶν ἐρίφων: ῾Η εἰκόνα δείχνει τήν ἀλάνθαστη βεβαιότητα καί τήν ἀδέκαστη ἀπόφαση τοῦ Κυρίου. Θά διαχωριστοῦν οἱ δίκαιοι ἀπό τούς ἁμαρτωλούς μέ ὅση εὐκολία ἕνας βοσκός διακρίνει καί χωρίζει τά πρόβατα ἀπό τά γίδια. ῞Οπως ἡ φύση ξεχωρίζει τά πρόβατα ἀπό τά γίδια, ἔτσι ἡ προαίρεση καί ἡ διαγωγή τοῦ κάθε ἀνθρώπου τόν κατατάσσει στούς δικαίους (πρόβατα) ἤ στούς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς (γίδια).

25,33. καί στήσει τά μέν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τά δέ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων.
Σύμφωνα μέ τίς ἀντιλήψεις τῶν ἀρχαίων, ἡ θέση στά δεξιά τοῦ βασιλιᾶ ἤ κάποιου ἐπισήμου προσώπου ἦταν θέση τιμῆς, ἐνῶ στά ἀριστερά του θέση παραγκωνισμοῦ καί καταφρόνιας.

β) ῾Η ἀμοιβή τῶν δικαίων (25,34-40)

25,34. Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεύς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου.
   ῾Ο βασιλεύς δέν εἶναι ἕνα παραβολικό πρόσωπο, ἀλλά ὁ ἴδιος «ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου», ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός.
   Οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου: Εὐλογητός εἶναι αὐτός πού ἀξίζει νά εὐλογεῖται καί νά δοξάζεται. Τό ὄνομα αὐτό ἀποδίδεται μόνο στόν Θεό, διότι μόνο αὐτός εἶναι τέλειος. Κατά χάρη ὅμως ὁ Θεός δίνει καί στούς ἀνθρώπους ἀπό τή δική του δόξα καί τελειότητα καί τούς καθιστᾶ εὐλογημένους. Γι᾿ αὐτό οἱ δίκαιοι ὀνομάζονται εὐλογημένοι τοῦ πατρός.
   Κληρονομήσατε: ῞Οπως τά παιδιά κληρονομοῦν τήν περιουσία τοῦ πατέρα τους, ἔτσι καί οἱ δίκαιοι, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός, κληρονομοῦν τή βασιλεία του. Πολύ ἐπιτυχημένα ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι δέν λέει ὁ Κύριος «παίρνουν» ἤ «ἀποκτοῦν», ἀλλά κληρονομοῦν γιά νά δείξει τή συγγενική σχέση τῶν δικαίων μέ τόν Θεό πατέρα.
   ᾿Από καταβολῆς κόσμου, ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας ὁ Θεός φρόντισε γιά τούς δικούς του καί ἑτοίμασε γι᾿ αὐτούς τό πλούσιο, εὐφρόσυνο καί ἔνδοξο βασίλειο ὅπου θά κατοικοῦν.

25,35-36. ᾿Επείνασα γάρ, καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καί ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καί συνηγάγετέ με, γυμνός, καί περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καί ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καί ἤλθετε πρός με.
   Τό κριτήριο μέ τό ὁποῖο ξεχωρίζει ὁ Κύριος τούς δικούς του εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη. Τονίζει αὐτό τό χαρακτηριστικό ὄχι διότι εἶναι τό μοναδικό, ἀλλά διότι εἶναι τό κύριο. Μετά τόν Μυστικό δεῖπνο, στήν παράδοση τῆς διαθήκης του, ὁ ᾿Ιησοῦς λέει πρός τούς μαθητές του· «᾿Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (᾿Ιω 13,35). ᾿Εδῶ ἀναφέρει ἕξι περιπτώσεις ἀγάπης ὅπου μετριέται καί ὑπολογίζεται καί ἡ παραμικρή ἐκδήλωση ἀγάπης.
   Στίς χῶρες τῆς ᾿Ανατολῆς, πού ὁ καιρός εἶναι πολύ ζεστός καί τό νερό σπάνιο, ἦταν εὐεργετική καί οὐσιαστική πράξη ἀγάπης ἡ προσφορά ἑνός ποτηριοῦ μέ νερό. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος ἀναφέρει ὡς φιλανθρωπία καί τό ἐποτίσατέ με.
   Γυμνό, ἐννοεῖ τόν φτωχοντυμένο, ὅπως τό λέμε καί σήμερα. Αὐτόν πού ἔχει λίγα ροῦχα ἤ τριμμένα καί σχισμένα καί κρυώνει.
   Τό κυριότερο γιά τό ὁποῖο θά κριθοῦμε στή Β´ Παρουσία εἶναι τό ἔργο τῆς ἀγάπης, τό ὁποῖο προϋποθέτει καί ὅλα τά ἄλλα. ῾Ο π. Αὐγουστῖνος ἐπίσκοπος Φλωρίνης λέει· «῾Η χριστιανική ἐλεημοσύνη εἶναι ἀγάπη στήν πράξη, εἶναι ἐφαρμοσμένη ἀγάπη. ῾Η δέ ἀγάπη, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ κορυφαία, ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν... Μέσα στήν τήρηση τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης περικλείεται ἡ τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν. Καί πράγματι ὅποιος ἀγαπάει τόν πλησίον του μέ εἰλικρινῆ ἀγάπη, δέν τόν ἀπατᾶ, δέν λέει ψέματα, δέν τόν διαβάλλει καί δέν τόν συκοφαντεῖ, δέν ψευδορκεῖ, δέν πορνεύει καί δέν μοιχεύει, καί γενικά δέν κάνει κανένα κακό πού μπορεῖ νά βλάψει τόν πλησίον του» («Σταγόνες ἀπό τό ὕδωρ τό ζῶν», σελ. 36).

25,37-40. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καί ἐθρέψαμεν, ἤ διψῶντα καί ἐποτίσαμεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καί συνηγάγομεν, ἤ γυμνόν καί περιεβάλομεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἤ ἐν φυλακῇ, καί ἤλθομεν πρός σέ; Καί ἀποκριθείς ὁ βασιλεύς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε.
   Οἱ δίκαιοι ἐκπλήσσονται ὄχι μέ τό ὅτι τούς ἀποδίδονται ἀγαθοεργίες τίς ὁποῖες δέν ἔκαναν, ἀλλά διότι αὐτές ἑρμηνεύονται ὡς προσφορά στόν ἴδιο τόν Κύριο. Αὐτό φανερώνει τήν πίστη τους στό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία τούς ἐμπνέει νά κάνουν ἔργα ἀγάπης μέ ἁπλότητα καί ταπείνωση, χωρίς νά ἀποβλέπουν σέ ἀμοιβή.
   Κάθε προσφορά ἀγάπης πρέπει νά εἶναι ἀνιδιοτελής, νά μήν ἀποβλέπει στήν ἀμοιβή, οὔτε στήν ἀναγνώριση καί τήν ἐπίδειξη, ἀλλά νά γίνεται μόνο διότι αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

γ) ῾Η καταδίκη τῶν ἀσπλάχνων (25,41-46)

25,41. Τότε ἐρεῖ καί τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.
   Οἱ κατηραμένοι εἶναι ἀντίθετο τοῦ εὐλογημένοι. ᾿Ενῶ παραπάνω εἶπε· «οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου» (στ. 34), γιά τούς ἁμαρτωλούς λέει ἁπλῶς οἱ κατηραμένοι καί ὄχι οἱ κατηραμένοι τοῦ πατρός μου, διότι ὁ Θεός δέν καταρᾶται τόν ἄνθρωπο, ἀλλά τά προσωπικά του κακά καί οἱ ἁμαρτίες του εἶναι πρόξενοι τῆς καταστροφῆς καί τῆς καταδίκης του. Οἱ ἄνθρωποι πού παραδόθηκαν στόν διάβολο καί μόνοι τους ἔκοψαν κάθε δεσμό πού τούς ἕνωνε μέ τόν Θεό παύουν νά εἶναι εὐλογημένοι, γίνονται κατηραμένοι.
   Εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον: ῾Η αἰώνια φωτιά εἶναι ἡ κόλαση. Λέγεται καί «πῦρ ἄσβεστον» (Μρ 9,43), καί «πυρός ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος τούς ὑπεναντίους» (῾Εβ 10,27), «κάμινος τοῦ πυρός» (Μθ 13,42). «᾿Επειδή ἀκοῦς γιά φωτιά», λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «μή νομίσεις ὅτι εἶναι τέτοια ἐκείνη ἡ φωτιά. Δέν εἶναι ὑλική σάν τή δική μας φωτιά, ἀλλά τέτοια πού γνωρίζει ὁ Θεός».
   ῾Η Καινή Διαθήκη δηλώνει τήν κατάσταση τῆς κολάσεως και μέ ἄλλα ἐκφραστικά ὀνόματα· «ἀπώλεια» (Φι 3,19· Β´ Πέ 2,3), «ὄλεθρος αἰώνιος» (Β´ Θε 1,9), «θλῖψις μεγάλη» (Μθ 24,21), «μέλλουσα ὀργή» (Μθ 3,7·Λκ 3,7), «σκότος τό ἐξώτερον» (Μθ 8,12· 22,13· 25,30), «ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων« (Μθ 8,12· 24,51· 25,30 Λκ 13,28), «γέεννα» (Μθ 5,22. 29. 30· Μρ 9,43· Λκ 12,5).
   Μέ ὅλες αὐτές τίς ὀνομασίες ἡ ἁγία Γραφή προσπαθεῖ νά ζωγραφίσει μπροστά μας τήν ἔννοια μιᾶς τραγικῆς πραγματικότητας τήν ὁποία θά βιώσουν οἱ ἀσεβεῖς καί ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί πού, ὅσο ζοῦσαν στή γῆ, δέν δέχτηκαν τόν Κύριο καί τή σωτηρία πού ᾿Εκεῖνος προσφέρει. ῞Ενα πρόσφατο παράδειγμα ἀπό τή σύγχρονη πραγματικότητα θά μᾶς βοηθήσει νά προσδιορίσουμε καλύτερα τήν ἔννοια τῆς κολάσεως καί νά καταλάβουμε πῶς εἶναι δυνατόν νά καίγονται οἱ κολασμένοι, χωρίς νά ὑπάρχει ἐκεῖ φυσική φωτιά. Πρίν μερικά χρόνια οἱ ἐφημερίδες ἀνέφεραν μία τραγική εἴδηση· Μία μητέρα πού εἶχε βγεῖ στό μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ της μέ τό μωρό της στήν ἀγκαλιά, δέν πρόσεξε, μέ ἀποτέλεσμα νά τῆς γλιστρήσει τό παιδί ἀπό τά χέρια, νά πέσει κάτω καί νά σκοτωθεῖ. Χτυπιόταν καί ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα ἡ τραγική μάνα φωνάζοντας «Καίγομαι! Καίγομαι!». ῏Ηταν ἡ φωτιά τῆς συνειδήσεως πού τήν ἔκανε νά νιώθει πώς βρίσκεται μέσα στίς φλόγες. Κάπως ἔτσι θά καίγονται καί οἱ κολασμένοι.
   ῾Η ἄποψη ὅτι δημιουργός τῆς κόλασης εἶναι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ τήν τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν δέν στηρίζεται στή διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς. Μιλοῦμε γιά δημιουργία φωτός καί ὄχι σκότους, διότι τό σκότος δέν εἶναι μία ὀντότης, εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀπουσία τοῦ φωτός. Μιλοῦμε ἐπίσης γιά ἀγάπη καί ὁρίζουμε τό μίσος ὡς ἀπουσία τῆς ἀγάπης. Παρόμοια ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή κάθε ἀγαθοῦ, συνεπάγεται τήν κόλαση.
  Τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ: ῾Ο Θεός ἑτοίμασε γιά τούς ἀνθρώπους πρό καταβολῆς κόσμου τή βασιλεία του. Στόν παράδεισο τούς θέλει καί τούς καλεῖ ὅλους. ῾Ο διάβολος ἀπό τήν ἄλλη πλευρά μέ τήν ἀνταρσία του ἑτοίμασε γιά τόν ἑαυτό του καί ὅσους τόν ἀκολουθοῦν τήν κόλαση. ᾿Απομακρύνθηκε ἀπό τήν κατάσταση τοῦ φωτός καί τῆς δόξας καί ἔπεσε στήν κατάσταση τοῦ σκότους, τοῦ ἅδη.
   Διάβολος θά πεῖ διαβολέας, συκοφάντης. Λέγεται ἔτσι ὁ Σατανᾶς, ὁ ἀρχηγός τῶν δαιμόνων, διότι συκοφάντησε τόν Θεό στήν Εὔα ὡς φθονερό.
   Καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ: Σύμφωνα μέ ὅσα ἀποκαλύπτει ἡ ἁγία Γραφή, οἱ δαίμονες ἦταν κάποτε ἄγγελοι ἀγαθοί, ἀλλά ἀκολούθησαν τόν ῾Εωσφόρο στήν ὑπερηφάνεια καί ἀμέσως ἔπεσαν στό σκοτάδι τῆς κακίας, τῆς ἀδυναμίας καί τῆς δυστυχίας. ῾Ο πρωταίτιος καί ἀρχηγός τους λέγεται διάβολος καί οἱ ἄλλοι ἄγγελοι πονηροί ἤ ἄγγελοι τοῦ διαβόλου ἤ δαίμονες ἤ δαιμόνια κ.ἄ. ῾Ο διάβολος καί οἱ ἄγγελοί του, πού φθόνησαν τόν Θεό, φθονοῦν πολύ καί τόν ἄνθρωπο, γι αὐτό καί προσπαθοῦν συνέχεια νά τόν παρασύρουν στή δική τους καταστροφή.

25,42-45. ᾿Επείνασα γάρ, καί οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καί οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καί οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καί οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενής καί ἐν φυλακῇ, καί οὐκ ἐπισκέψασθέ με. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καί αὐτοί λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἤ διψῶντα ἤ ξένον ἤ γυμνόν ἤ ἀσθενῆ ἤ ἐν φυλακῇ, καί οὐ διηκονήσαμέν σοι; Τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδέ ἐμοί ἐποιήσατε.
   ᾿Αντίστοιχα πρός τήν ὁμάδα τῶν δικαίων (στ. 34-40), καί οἱ ἄσπλαχνοι κρίνονται μέ μέτρο τήν ἀγάπη πού δέν ἔδειξαν πρός τούς ἀδελφούς καί συνανθρώπους τους. ᾿Από τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τίς δύο ὁμάδες τῶν κρινομένων θά μποροῦσε κανείς νά θεωρήσει τήν ἀγάπη ὡς τό μοναδικό κριτήριο καί γνώρισμα τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλά ἕνα τέτοιο συμπέρασμα δέν θά ἦταν σωστό. ῎Αν ἐμβαθύνουμε στά λόγια τοῦ Κυρίου θά δοῦμε ὅτι κάθε ἀγαθοεργία καί προσφορά ἤ κάθε ἀσπλαχνία καί ἀδιαφορία πρός τούς ἄλλους ἀνάγεται στό πρόσωπο τοῦ ἰδίου τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί συνδέεται μ᾿ αὐτό.
   ῾Επομένως ἡ ἀγάπη εἶναι ἀληθινή καί ὁλοκληρωμένη μόνο ὅταν ἀπορρέει ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί αὐτή προϋποθέτει πίστη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. ῾Η πίστη μέ συνδέει μέ τόν Χριστό καί καλλιεργεῖ τήν ἀγάπη μου πρός Αὐτόν. ῾Η ἀγάπη πρός τόν Χριστό μας ὁδηγεῖ στήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς πρῶτα ἀλλά καί πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους πού εἶναι πλάσματα τοῦ Θεοῦ.
   ῾Ο Χριστός εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ (βλ. Κλ 1,15) καί ὁ κάθε ἄνθρωπος πλάστηκε «κατ᾿ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ (Γέ 1,26). Γι᾿ αὐτό ἔχει τήν ἔμφυτη ἔφεση νά κοινωνήσει μέ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν Χριστό. Κοινωνεῖ δέ μέσῳ τοῦ ἀδελφοῦ καί τοῦ συνανθρώπου, τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ». ῾Η ἀγάπη του πρός τόν Χριστό διοχετεύεται στήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. ῞Ολα αὐτά λέγονται σαφέστατα στά λόγια τοῦ Κυρίου «ἐμοί ἐποιήσατε» ἤ οὐδέ ἐμοί ἐποιήσατε.
 
25,46. Καί ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον.
   ῾Η ἡμέρα τῆς κρίσεως θά εἶναι πράγματι ἡμέρα δικαιοσύνης, πού θά κάνει τούς δικαίους νά ξεχειλίσουν ἀπό εὐγνωμοσύνη καί τούς ἀδίκους νά σκύψουν ἀναπολόγητοι τό κεφάλι. ῎Επειτα θά πάει ὁ καθένας, ἄλλος εἰς κόλασιν αἰώνιον κι ἄλλος εἰς ζωήν αἰώνιον, ἀνάλογα μέ τό τί διάλεξε ὁ ἴδιος καί τί ἀποφάσισε μόνος του. Τό φῶς τῆς Θεότητος, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, τούς μέν δικαίους, τούς ἐκλεκτούς καί τούς μετανοημένους ἁμαρτωλούς τούς φωτίζει καί τούς εὐφραίνει, ἐνῶ γιά τούς ἀδίκους καί τούς ἀμετανοήτους γίνεται φωτιά πού τούς καίει.
   ῾Ο παράδεισος, ἡ αἰώνια ζωή εἶναι μιά κατάσταση ἀσύλληπτη καί ἀπερίγραπτη μέ τίς δυνατότητες πού διαθέτει ὁ ἄνθρωπος. ῾Ο χαρισματικός ρήτορας τῆς ᾿Εκκλησίας μας ὁ ᾿Ηλίας Μηνιάτης λέει· «῾Ο παράδεισος ὑπερβαίνει κάθε γλώσσα καί κάθε νοῦ, διότι οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ἄγγελος μπορεῖ νά μᾶς ἐξηγήσει καθώς εἶναι». «῏Ω παράδεισε», ἔλεγε κάποιος, «ἠμποροῦμεν νά σέ κερδίσωμεν, μά δέν ἠμποροῦμεν νά σέ κατανοήσωμεν».
   Αὐτή τή δυσκολία αἰσθάνεται ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν θέλει νά μᾶς μεταφέρει τήν ἐμπειρία τοῦ παραδείσου. ῞Οσα εἶδε, ἄκουσε καί ἔζησε ἐκεῖ εἶναι «ἄρρητα ῥήματα» (Β᾿ Κο 12,4), ἀνέκφραστα πράγματα. Γι᾿ αὐτό περιορίζεται στό ἐπιγραμματικό· «ἅ ὀφθαλμός οὐκ οἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α´ Κο 2,9). Αὐτά πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά τούς ἀγαπητούς του εἶναι τόσο ἐξαίσια, πού ὄχι μόνο δέν τά γεύτηκαν οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις, ἀλλά οὔτε κι αὐτή ἡ φαντασία δέν ἔχει τή δυνατότητα νά τά συλλάβει ποτέ.
   Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ κρίνει καί τοποθετεῖ στόν παράδεισο τόν πιστό. Κι ἀντίστροφα, παράδεισος γιά τόν πιστό εἶναι ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἔλεγε ὅτι · ἄν πάω στόν παράδεισο καί μοῦ ποῦν ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἐκεῖ ἀλλά στήν κόλαση, θά ζητήσω νά πάω στήν κόλαση, διότι ἡ κόλαση μέ τόν Χριστό γίνεται παράδεισος, ὅπως καί ὁ παράδεισος χωρίς τόν Χριστό γίνεται κόλαση.
   ῾Η περικοπή μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ κόλαση θά ἔχει τά ἑξῆς στοιχεῖα:
α) Θά εἶναι αἰώνια, χωρίς τήν ἐλπίδα νά τελειώσει, χωρίς τή δυνατότητα νά ἀλλάξει. «Στήν κόλαση δέν φυτρώνει τό λουλούδι τῆς ἐλπίδας» (Δάντης).
β) Οἱ κολασμένοι θά ζοῦν ἀπομονωμένοι καί ἀπομακρυσμένοι ἀπό τόν Θεό.
   Φαντασθεῖτε τόν ἑαυτό σας κλεισμένο σ᾿ ἕνα δωμάτιο, ἤ ἔστω σ ἕνα εὐρύχωρο σαλόνι, ὅπου θά μένατε αἰώνια ὁλομόναχος, χωρίς καμία ἐπικοινωνία μέ τούς ἀγαπητούς σας. Μᾶς πιάνει φρίκη καί μόνο πού τό σκεπτόμαστε. Αὐτό εἶναι κόλαση.
γ) Θά κατοικοῦν μαζί μέ τούς δαίμονες.
δ) Θά βρεθοῦν ἀντιμέτωποι μέ τήν ἀλήθεια. Θά μάθουν ὅτι οἱ φτωχοί πού δέν περιμάζεψαν, οἱ δυστυχισμένοι τούς ὁποίους δέν βοήθησαν, δέν ἦταν ξένοι ἀλλά οἱ ἀδελφοί τους καί ἀδελφοί τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ἦταν αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Οἱ ἐγκληματίες καί κακοῦργοι θά ἀναγνωρίσουν ὅτι σκότωσαν ὄχι ἕναν ξένο, ὄχι ἕναν ἐχθρό ἀλλά τόν ἴδιο τόν ἀδελφό τους, πού ὁ Θεός τόν εἶχε βάλει δίπλα τους γιά νά τόν ἀγαπήσουν. Οἱ ὑπερήφανοι ἀναγνωρίζουν ὅτι περιφρόνησαν καί πλήγωσαν τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους, οἱ ἀλαζόνες βρίσκονται ἀντιμέτωποι μέ τό κενό τους καί οἱ φθονεροί διαπιστώνουν ὅτι πλήγωσαν καί φαρμάκωσαν ὄχι κάποιον ξένο ἀλλά τόν ἑαυτό τους.
   Τό γεγονός ὅτι θά ἀντιληφθοῦν οἱ κολασμένοι τήν ἀλήθεια, ἀλλά δέν θά μποροῦν νά μετανοήσουν καί νά ἀλλάξουν τίποτε, χαρακτηρίζει ἀρκετά τήν τραγικότητα τῆς καταστάσεώς τους. Γιά νά καταλάβετε πῶς θά αἰσθανθοῦν, ἀναφέρω δύο περιστατικά·
   1. ῾Η ὑπόθεση τῆς ἀρχαίας τραγωδίας τοῦ Οἰδίποδα. ῞Οταν διπίστωσε ὅτι ἡ μητέρα τῶν παιδιῶν του ἦταν ἡ δική του μητέρα, τήν ὁποία εἶχε κάνει σύζυγο, ἀφοῦ προηγουμένως σκότωσε τόν πατέρα του, αἰσθάνθηκε ἀνυπόφορη τή ζωή του, ἔβγαλε τά μάτια του μέ τά ἴδια του τά χέρια καί περιφέρονταν «τυφλός τά τ᾿ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ᾿ ὄμματα», τυφλός στ᾿ αὐτιά, στό νοῦ, στά μάτια.
   2. Στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἕνας γενίτσαρος, μπῆκε σ᾿ ἕνα ἑλληνικό σπίτι κι ἀφοῦ ἅρπαξε καί κατέστρεψε ὅ,τι βρῆκε μπροστά του, ἐπιχειρεῖ νά ἀτιμάσει τήν κόρη τῆς οἰκογενείας. Γιά νά κάνει μάλιστα τή βδελυρή πράξη σκοτώνει τούς γονεῖς καί τούς ἀδελφούς της πού πρόβαλαν ἀντίσταση. ᾿Αργότερα ὅμως ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἡ οἰκογένεια, τήν ὁποία τόσο βάναυσα καί ἀπάνθρωπα κατέστρεψε, ἦταν ἡ δική του. ῞Οταν κατάλαβε τί ἔκανε, δέν μπόρεσε ν᾿ ἀντέξει τήν ἀλήθεια· παραφρόνησε.


 
῾Η μέλλουσα Κρίση

   Τό κήρυγμα γιά τή Β´ Παρουσία τοῦ Κυρίου, τή μέλλουσα κρίση, τήν κόλαση καί τόν παράδεισο, δέν τό ἀκοῦνε καθόλου εὐχάριστα σήμερα οἱ ἄνθρωποι. Τό εἰρωνεύονται καί τό περιγελοῦν. Γιά τήν ᾿Εκκλησία μας ὅμως εἶναι μία πραγματικότητα, τήν ὁποία διακηρύττουμε καί στό σύμβολο τῆς πίστεώς μας· «Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς». Καί ἡ πίστη αὐτή στηρίζεται στόν ἀδιάψευστο λόγο καί στή διδασκαλία τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος πολλές φορές στήν ἐπίγεια ζωή του διαβεβαίωσε τούς μαθητές του ὅτι θά ξαναέλθει (βλ. Μθ 24· 25· Μρ 13· Λκ 17· 20· 21). Θά συνοψίσουμε τή διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς γιά τή βεβαιότητα τῆς μελλούσης κρίσεως σέ ὁρισμένα ἁπλᾶ ἐπιχειρήματα.
   1. ῾Η ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ: Γιά κάθε ἐπιθυμία πού ἔχουμε ἔμφυτη μέσα μας ὑπάρχει τό ἀντίκρυσμα πού τήν ἱκανοποιεῖ. Γιά τήν πείνα ὑπάρχει τό φαγητό, γιά τή δίψα τό νερό, γιά τήν κούραση ἡ ἀνάπαυση, γιά τή νύστα ὁ ὕπνος κτλ. ῾Η πιό εὐγενής ἐπιθυμία πού φωλιάζει στήν καρδιά ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ ἐπιθυμία γιά ζωή ἀτέλειωτη, αἰώνια. Εἶναι δυνατόν γιά τήν πιό καυτή καί πιό ἅγια ἐπιθυμία μας νά μήν ὑπάρχει ἀντίκρυσμα; ῎Οχι. ῾Η ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ δέν θά μποροῦσε ν᾿ ἀφήσει ἀνεκπλήρωτη αὐτή τήν ἐπιθυμία.
   2. ῾Η δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ: Καθημερινά βλέπουμε νά βασιλεύει στόν κόσμο ἡ ἀδικία. Οἱ ἀθῶοι καί ἀγαθοεργοί ὄχι μόνο δέν βραβεύονται ἀλλά περιφρονοῦνται, συκοφαντοῦνται, διασύρονται. ᾿Αντίθετα οἱ ἔνοχοι καί κακοποιοί ὄχι μόνο δέν τιμωροῦνται, ἀλλά συχνά προβάλλονται ὡς σπουδαῖοι, τιμοῦνται καί θαυμάζονται. ῾Η δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων, οἱ νόμοι καί τά δικαστήρια τους, μοιάζουν μέ τόν ἱστό τῆς ἀράχνης. Συλλαμβάνουν καί τιμωροῦν τούς μικροαπατεῶνες καί τούς μικροπαραβάτες. Οἱ μεγάλοι κακοῦργοι μένουν ἀτιμώρητοι καί ἄπιαστοι ἀπό τό νόμο, ὅπως τά μεγάλα θηρία, ἀρκοῦδες, λιοντάρια, δέν μπορεῖ νά τά κρατήσει ὁ ἱστός τῆς ἀράχνης, ὁ ὁποῖος συλλαμβάνει μόνο μικρά ἔντομα καί ζωΰφια. ῎Αν ὁ θάνατος βάζει τέρμα στή ζωή μας, ποῦ ὑπάρχει δικαιοσύνη; ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ξεκινώντας ἀπό τή θεόπνευστη βάση πού θέτει ὁ ἀπ. Παῦλος στό 1ο κεφάλαιο τῆς Α´ πρός Θεσσαλονικεῖς ᾿Επιστολῆς ἀποδεικνύει μέ μαθηματική ἀκρίβεια τήν ὕπαρξη τῆς κολάσεως. ῾Η μέθοδος πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος πατέρας ἰσχύει στά μαθηματικά καί λέγεται «εἰς ἄτοπον ἀπαγωγή». Συγκεκριμένα λέγει· ῞Οσα βλέπουμε στή ζωή μᾶς ὁδηγοῦν σέ τρία πιθανά συμπεράσματα·
α) Δέν ὑπάρχει Θεός.
β) ῾Υπάρχει Θεός καί εἶναι ἄδικος ἤ ἀδιάφορος γιά τόν κόσμο.
γ) ῾Υπάρχει Θεός δίκαιος, πού μακροθυμεῖ καί θά κρίνει τόν καθένα κατά τά ἔργα του στή μέλλουσα κρίση.
   Τήν πρώτη καί τή δεύτερη ὑπόθεση ἀπορρίπτει ἡ ἁρμονία τοῦ σύμπαντος, ἡ ἀνυπέρβλητη ὀμορφιά τῆς δημιουργίας καί ἡ ἀέναη πρόνοια γιά τή συντήρηση καί τῶν δύο. ῎Ετσι μόνο ἡ τρίτη πρόταση ἀποδεικνύεται λογική.
   3. Οἱ προφητεῖες τῆς ἁγίας Γραφῆς: ῞Ολες οἱ προφητεῖες τῆς ἁγίας Γραφῆς ἔχουν ἐκπληρωθεῖ μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Μένει ἀνεκπλήρωτη μόνο ἡ προφητεία γιά τή Β´ Παρουσία τοῦ Κυρίου καί τή μέλλουσα κρίση. ῎Εχουμε ἑπομένως σοβαρό λόγο νά πιστεύουμε ὅτι κι αὐτή ἡ προφητεία θά ἐκπληρωθεῖ, ὅταν τό θελήσει ὁ Κύριος. Μᾶς βεβαίωσε ὅτι θά ἔρθει καί θά κρίνει τόν κόσμο. Τό πότε, δέν μᾶς τό εἶπε. Εἶναι ἑπομένως πολύ λογικό νά τόν περιμένουμε πάντα.
   4. ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός: Τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πιό δυνατή βεβαιότητα, τό πιό ἀτράνταχτο ἐπιχείρημα γιά τήν ἀλήθεια τῆς Β´ Παρουσίας του καί τῆς μελλούσης κρίσεως. ῎Αν ἀμφισβητήσουμε τήν ἀλήθεια αὐτή τότε πρέπει νά δεχθοῦμε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός δέν εἶναι ἀληθινός καί ἀξιόπιστος· δέν εἶναι οὔτε ἀγαθός διότι ἔγινε ἡ αἰτία μέ τή διαβεβαίωσή του αὐτή νά πλανηθοῦν ἑκατομμύρια ἀνθρώπων, πού τόν πίστεψαν, ἀφιέρωσαν σ᾿ αὐτόν τή ζωή τους καί σφαγιάστηκαν γι᾿ αὐτή τήν πίστη. ᾿Αλλά μιά τέτοια σκέψη δέν μπορεῖ νά τή δεχθεῖ ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου, διότι ξέρουμε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι αὐτός πού μᾶς ἀγάπησε καί πού ἦρθε γιά νά μᾶς δώσει ζωή περίσσια.
   5. ῾Η ᾿Εκκλησία: Εἶναι ἕνας ἀδιάψευστος μάρτυρας κι ἕνας ἀξιόπιστος ἐγγυητής πού μᾶς βεβαιώνει ὅτι θά ξαναέρθει ὁ Κύριος γιά νά κρίνει τόν κόσμο καί νά ἀποδώσει στόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του. ῾Η ᾿Εκκλησία ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἱδρύσεώς της μέχρι σήμερα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων καταθέτει τή μαρτυρία της. Εἶναι ἕνας λαμπρός καί ἁγνός μάρτυρας πού ἐπιβεβαιώνει τή μαρτυρική κατάθεσή της μέ τό μαρτύριο τῶν παιδιῶν της. Τά ἱερά λείψανα τῶν ἁγίων της, πού αἰῶνες τώρα μοσχοβολοῦν καί ἐπιτελοῦν τόσα θαυμαστά δείχνουν ὅτι ὄχι μόνο οἱ ψυχές ζοῦν καί μετά τό θάνατο, ἀλλά καί τά νεκρά σώματα θά ἀναστηθοῦν γιά τήν τελική κρίση.
   ῎Αλλοτε ὡς νύμφη ὁλόλευκη ἡ ᾿Εκκλησία μέ τούς ἁγίους καί παρθένους της, κι ἄλλοτε ὡς βασίλισσα πορφυροντυμένη μέ τούς αἱματοβαμμένους μάρτυρές της, μαρτυρεῖ καί καταθέτει στήν ἱστορία τοῦ κόσμου, τήν ἀνάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί τή Β´ Παρουσία του. ᾿Αλλά ἡ ᾿Εκκλησία δέν καταθέτει μόνο τή μαρτυρία της γιά τή Β´ Παρουσία τοῦ Κυρίου καί τή μέλλουσα κρίση. Εἶναι αὐτή πού τά ἐγγυᾶται. ᾿Αποτελεῖ ἡ ᾿Εκκλησία, θά λέγαμε, ἕναν ὅμηρο στά χέρια τοῦ κόσμου. Πῶς νά μήν ξαναέρθει στή γῆ ὁ Χριστός, ἀφοῦ ὁ κόσμος κρατᾶ ὅμηρο ὅ,τι ἐκλεκτότερο, τήν ἀγαπημένη νύμφη τοῦ Κυρίου, αὐτή τήν ὁποία ὁ Θεάνθρωπος ἐξαγόρασε μέ τό ἴδιο του τό αἷμα;
   ῾Η ᾿Εκκλησία ἐξαγγέλλει στόν κόσμο τή μέλλουσα κρίση. Στήν ᾿Ακολουθία τοῦ μεσονυκτικοῦ διακηρύττει τόν ἐρχομό τοῦ Νυμφίου της μέ τόν ὕμνο· «᾿Ιδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός καί μακάριος ὁ δοῦλος ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα...». Περιμένει τόν Κύριο μέ τήν ἱκεσία «Ναί, ἔρχου, Κύριε ᾿Ιησοῦ» (᾿Απ 22,20).

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία εὐαγγελικῶν περικοπῶν (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Παρασκευή, 28 Νοέμβριος 2014 02:00

30 Νοεμβρίου, Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα

Κλήση Φιλίππου καί Ναθαναήλ


Λέξεις:
44. Τῇ ἐπαύριον = τήν ἄλλη μέρα
ἠθέλησεν = ἀποφάσισε
46. ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς = αὐτόν γιά τόν ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωυσῆς
47. Δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;= μπορεῖ νά ὑπάρχει κάτι καλό;
ἔρχου καί ἴδε = ἔλα καί δές
48. ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης= νά, ἕνας πραγματικός Ἰσραηλίτης
49. Πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι = πρίν σέ φωνάξει ὁ Φίλιππος
ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε= σέ εἶδα ὅταν ἤσουν κάτω ἀπό τή συκιά
51. ὅτι εἶπόν σοι = ἐπειδή σοῦ εἶπα
Μείζω τούτων ὄψει = θά δεῖς μεγαλύτερα ἀπό αὐτά
52. ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν = Ναί, ἀλήθεια σᾶς λέω
ἀπ’ ἄρτι= ἀπό τώρα
ἀνεῳγότα =ἀνοιγμένο

Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά


 Στήν περικοπή μᾶς περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης πῶς κάλεσε ὁ Κύριος δύο ἀπό τούς πρώτους μαθητές του, τόν Φίλιππο καί τόν Ναθαναήλ. Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ. Πρίν ἀπό λίγο καιρό ἔχει διαλέξει τούς τρεῖς πρώτους μαθητές του, τόν Ἀνδρέα, Πέτρο καί Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι ἦταν παλιά μαθητές τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τώρα ὁ Κύριος βρίσκεται στά Ἰεροσόλυμα καί ἑτοιμάζεται νά ἐπιστρέψει στή Γαλιλαία, μαζί μέ ἄλλους προσκυνητές πού εἶχαν ἔρθει ἀπό ἐκεῖ. Σέ ὅλη τή δράση του συνήθιζε νά πηγαίνει στά Ἰεροσόλυμα τόν καιρό πού συγκεντρώνονταν ἐκεῖ οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπ’ ὅλα τά μέρη γιά νά ἐκτελέσουν τά καθήκοντά τους πρός τόν Θεό. Ἐκεῖ τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία νά διαλέξει καί νά ξεχωρίσει ἐκείνους πού θά χρησιμοποιοῦσε στό στενό του ἐπιτελεῖο. Σάν τό λιοντάρι πού παραμονεύει στήν πηγή τήν ὥρα πού πηγαίνουν νά πιοῦν τά κοπάδια καί διαλέγει ἀπό αὐτά τή λεία του, ἔτσι καί ὁ Κύριος στά Ἰεροσόλυμα διάλεγε τούς ἐκλεκτούς του.

Φιλιππος-Ναθαναήλ1,44. Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τήν Γαλιλαίαν· καί εὑρίσκει Φίλιππον καί λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι.
τῇ ἐπαύριον: Μετά τήν ἐκλογή τοῦ Σίμωνα Πέτρου.
ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τήν Γαλιλαίαν: Ἑτοιμαζόταν ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ πού ἦταν στό νότο, στήν Ἰουδαία, νά ἐπιστρέψει στή Γαλιλαία, στό βορρᾶ. Στό ξεκίνημα αὐτῆς τῆς πορείας ἤ στόν δρόμο γιά τή Γαλιλαία συνάντησε καί κάλεσε τόν Φίλιππο καί τόν Ναθαναήλ.
ἀκολούθει μοι: Μ’ ἕνα λόγο ὁ Φίλιππος, ὅπως φαίνεται ἀπό τή συνέχεια, ὑπήκουσε στήν πρόσκληση τοῦ Κυρίου καί τόν ἀκολούθησε. Γιά τήν ὑπακοή αὐτή συνεργάζονται πολλές προϋποθέσεις : α) Ὁ Φίλιππος θά γνώριζε τόν Κύριο ἀπό παλιά, ἔστω καί ἀπό μακριά. β) Θά ἦταν μᾶλλον καί αὐτός μαθητής τοῦ Προδρόμου καί θά εἶχε ἀκούσει τή μαρτυρία ἐκείνου γιά τόν Ἰησοῦ. γ) Ἦταν ὁ ἴδιος εὐσεβής καί πιστός καί εἶχε βαθιά ριζωμένη μέσα του τήν προσδοκία τοῦ Μεσσία. δ) Ἔπειτα, τόν ἐπηρέασε ὁπωσδήποτε καί ἡ μυστική θεία δύναμη τοῦ Ἰησοῦ ἀλλά καί ἡ ἐπιβολή του.

1,45. Ἦν δέ ὁ Φίλιππος ἀπό Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καί Πέτρου.
Βηθσαϊδά: Μικρή πόλη στή δυτική παραλία τῆς λίμνης Γεννησαρέτ πρός τά βορειοδυτικά τῆς λίμνης, κοντά στήν Καπερναούμ. Ὅταν ἦταν τετράρχης τῆς περιοχῆς ὁ Φίλιππος, τήν καλλώπισε καί τή στόλισε καί τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Ἰουλία πρός τιμήν τῆς κόρης του, πού εἶχε αὐτό τό ὄνομα.
ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καί Πέτρου: Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Μᾶρκο τό σπίτι τοῦ Σίμωνα καί τοῦ Ἀνδρέα ἦταν στήν Καπερναούμ (Μρ 1,29). Φαίνεται ὅτι οἱ δύο ἀπόστολοι κατάγονταν ἀπό τή Βηθσαϊδά, ἀλλά ἔμεναν μέ τήν οἰκογένειά τους στήν Καπερναούμ, πού καθώς ἦταν ἡ μεγαλύτερη πόλη τῆς περιοχῆς τούς ἐξυπηρετοῦσε καλύτερα καί στή δουλειά τους.

1,46. Εὑρίσκει Φίλιππος τόν Ναθαναήλ καί λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καί οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τόν υἱόν τοῦ ᾿Ιωσήφ τόν ἀπό Ναζαρέτ.
εὑρίσκει Φίλιππος τόν Ναθαναήλ: Τό «εὑρίσκει» προϋποθέτει ὅτι προηγουμένως τόν ἔψαχνε.
Ναθαναήλ: Ἑβραϊκό ὄνομα πού σημαίνει Θεόδωρος. Ὅπως μᾶς λέει ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής (Ἰω 21,2), ὁ Ναθαναήλ ἦταν ἀπό τήν Κανά τῆς Γαλιλαίας. Οἱ ἄλλοι εύαγγελιστές δέν ἀναφέρουν καθόλου αὐτό τό ὄνομα στούς καταλόγους τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου (Μθ 10,2· Μρ 3,16· Λκ 6,14· Πρξ 1,13). Συνήθως μαζί μέ τόν Φίλιππο ἀναφέρουν κάποιο Βαρθολομαῖο. Αὐτός εἶναι ὁ Ναθαναήλ, πού φαίνεται ὅτι ἦταν γιός κάποιου Θολομαίου (Βαρ-Θολομαῖος). Οἱ Ἰουδαῖοι συνήθιζαν νά ὀνομάζονται ἀπό τό ὄνομα τοῦ πατέρα τους. Ἔτσι καί ὁ Σίμων λεγόταν Βαριωνᾶς.
ὅν ἔγραψε... εὑρήκαμεν: Τά λόγια αὐτά τοῦ Φιλίππου δείχνουν ὅτι οἱ δύο φίλοι ἀπό παλιά μελετοῦσαν τήν Π. Διαθήκη καί περίμεναν τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία μέ ἐνδιαφέρον.
τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ: Οἱ ἄνθρωποι δέν ἤξεραν τήν ἐκ Πνεύματος ἁγίου γέννηση τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτό καί τόν ὀνόμαζαν γιό τοῦ Ἰωσήφ, γιατί ἔτσι φαινόταν. Τό μεγάλο μυστικό τό ἤξεραν μόνο ἡ Παναγία μας, ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Ἐλισάβετ.

1,47. Καί εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καί ἴδε.
ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;:
Ἡ Ναζαρέτ ἦταν ἕνα μικρό χωριό τῆς Γαλιλαίας. Τό ὄνομά του παράγεται ἀπό τό ἑβραϊκό Νέζερ πού σημαίνει ἀδύνατη παραφυάδα καί δείχνει τή μικρότητα, τήν ἀσημαντότητα καί τή φτώχεια του. Ἡ Ναζαρέτ, ἦταν φαίνεται κακόφημο χωριό, γι’ αὐτό καί ὁ Ναθαναήλ πού ἦταν κοντοχωριανός (ἀπό τήν Κανά) παραξενεύεται ὅταν ἀκούει ὅτι ὁ Μεσσίας τόν ὁποῖο περίμεναν εἶναι ἀπό τή Ναζαρέτ. Δέν μποροῦσε νά περιμένει τίποτε καλό ἀπό τή Ναζαρέτ.

1,48. Εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τόν Ναθαναήλ ἐρχόμενον πρός αὐτόν καί λέγει περί αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι.
ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης: Ὁ Κύριος ὀνομάζει τόν Ναθαναήλ ἀντάξιο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰσραηλίτη. Τό ὄνομα αὐτό πῆραν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ ἀπό τότε πού καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰακώβ μετονομάσθηκε Ἰσραήλ (= δυνατός) μετά τήν πάλη του μέ τόν Θεό (βλ. Γέ 32,24-30). Ὁ Ναθαναήλ δέν ἔχει μόνο τό ὄνομα τοῦ Ἰσραηλίτη, ἀλλά εἶναι κι αὐτός σάν τόν Ἰακώβ δυνατός καί ἄξιος νά δεῖ τόν Θεό.
ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι: Δόλος (δελεάζω, δέλεαρ) εἶναι τό δόλωμα μέ τό ὁποῖο πιάνουν τά ψάρια καί κάθε παγίδα μέ τήν ὁποία ζητᾶ κανείς νά ἐξαπατήσει τόν ἄλλο. Ὅταν ἄλλο ἔχεις στήν καρδιά καί ἄλλο στά χείλη, αὐτό εἶναι δόλος.

1,49. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καί εἶπεν αὐτῷ· πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε.
πόθεν με γινώσκεις;: Ὁ Ναθανήλ δέν κολακεύθηκε ἀπό τόν ἐπαινετικό λόγο τοῦ Κυρίου, ἀλλά ζητᾶ νά μάθει ἀπό ποῦ τόν ξέρει.
πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε: Ἡ ἔκφραση «ὑπό τήν συκῆν» ἀναφέρεται πρώτη φορά στόν προφήτη Ζαχαρία (Ζα 3,10) καί ἀργότερα τή χρησιμοποιοῦσαν οἱ ραββῖνοι ὡς μία παροιμιώδη ἔκφραση πού σημαίνει μελετῶ τήν ἁγία Γραφή. Ἐπειδή στήν Παλαιστίνη, ὅπου καίει πολύ ὁ ἥλιος, οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἤθελαν νά μελετήσουν τήν ἁγία Γραφή ζητοῦσαν μιά σκιά καί συνήθως κάθονταν κάτω ἀπό κάποια συκιά, ἡ ὁποία δίνει καλή σκιά, ἔμεινε ἡ ἔκφραση παροιμιώδης. Ἔχουμε καί στή σημερινή γλῶσσα τέτοιες ἐκφράσεις· π.χ. λέμε «αὐτός εἶναι καβάλα στ΄ ἄλογο», ὅταν θέλουμε νά ποῦμε γιά κάποιον ὅτι πᾶνε καλά οἱ δουλειές του.

1,50. Ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καί λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σύ εἶ ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, σύ εἶ ὁ βασιλεύς τοῦ ᾿Ισραήλ.
Ραββί, σύ εἶ … Ἰσραήλ:
Ὁ Ναθαναήλ βλέπει ὅτι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου δέν εἶναι ἀνθρώπινη. Καταλαβαίνει ὅτι ἔχει μπροστά του ἕναν καρδιογνώστη. Γι’ αὐτό ἀφήνει κατά μέρος τίς ἀντιρρήσεις καί ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦ Μεσσία.
ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ: Τήν ὁμολογία αὐτή τοῦ Ναθαναήλ δέν μποροῦμε νά τή θεωρήσουμε ὡς ὁμολογία τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου, ὅπως ἦταν ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου (Μθ 16,16-17). Ὁ Ναθαναήλ ἐκφράζει τήν πίστη τῶν συγχρόνων του Ἰσραηλιτῶν ὅτι ὁ Μεσσίας, ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ, θά εἶναι ἀγαπητός καί οἰκεῖος στόν Θεό. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια τόν ὀνομάζει υἱό τοῦ Θεοῦ.

1,51. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καί εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει.
Τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα εὐγενικό ἀστεῖο πρός τόν Ναθαναήλ.

1,52. Καί λέγει αὐτῷ· ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τόν οὐρανόν ἀνεῳγότα, καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καί καταβαίνοντας ἐπί τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου.
ἀμήν:
Εἶναι ἑβραϊκή λέξη. Στήν ἀρχή προτάσεως σημαίνει «ναί, ἀλήθεια». Στό τέλος, «γένοιτο, εἴθε». Οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές χρησιμοποιοῦν τό «ἀμήν» ἁπλό. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τό χρησιμοποιεῖ, ὅπως ἐδῶ, διπλό. Ὁ Κύριος λέει τό «ἀμήν ἀμήν» ὅταν πρόκειται νά κάνει μία βαρυσήμαντη δήλωση. Κι ἐδῶ, τά λόγια του, εἶναι προφητικά.
ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τόν οὐρανόν ἀνεῳγότα: Ἡ εἰκόνα θυμίζει τό ὅραμα τοῦ Ἰακώβ (Γέ 28, 12-13). Ὁ οὐρανός ἄνοιξε ἤδη, γιατί κατέβηκε ἀπ’ αὐτόν ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ.
καί τούς ἀγγέλους… ἀνθρώπου: Οἱ ἄγγελοι κατέβηκαν στή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, στήν Ἀνάσταση, στήν Ἀνάληψή του.

Τά κυριώτερα νοήματα


 Πίστις καί ἔρευνα: Ἡ περικοπή μας εἶναι μία τρανταχτή καί ἀδιάψευστη ἀπάντηση σ' ἐκείνους πού βλέπουν τήν πίστη σάν ἕνα ταμπού καί ἰσχυρίζονται ὅτι τό εὐαγγέλιο λέει «πίστευε καί μή ἐρεύνα». Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο ψέμα. Τό εὐαγγέλιο δέν φοβᾶται καθόλου τήν ἔρευνα. Ἀντίθετα, μάλιστα, τήν ἐπιζητεῖ. Ὄχι μόνο μποροῦμε ἀλλά καί πρέπει νά ἐρευνήσουμε γιά νά μάθουμε γιά τόν Χριστό, γιά τήν πίστη μας. Χρειάζεται ὅμως προσοχή, ποῦ θά ἐρευνήσουμε. Ὅπως γιά κάθε θέμα ἀπευθυνόμαστε στόν εἰδικό, ἔτσι καί γιά τό θέμα τῆς πίστεως θά ἀπευθυνθοῦμε στόν εἰδικό, δηλαδή στό εὐαγγέλιο καί τήν Ἐκκλησία. Ὅπως γιά ἕνα μαθηματικό πρόβλημα θά ρωτήσουμε τόν μαθηματικό, γιά ἕνα θέμα ὑγείας θά ἀπευθυνθοῦμε στόν εἰδικό γιατρό κτλ., ἔτσι γιά θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό, τήν ψυχή μας, τήν αἰωνιότητα, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἐρευνήσουμε καί νά μελετήσουμε τήν ἁγία Γραφή καί νά ζητήσουμε τίς πληροφορίες πού θέλουμε ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἄτιμο καί ἐγκληματικό γιά τόν ἑαυτό μας, γιά θέματα πίστεως νά καταφεύγουμε σέ ἀνθρώπους ἄπιστους, πού δέν ἔχουν καμία πνευματική γεύση.
 Ὁ Φίλιππος καί ὁ Ναθαναήλ μελετοῦσαν τήν Π. Διαθήκη, ἤξεραν τόν Μωυσῆ καί τούς προφῆτες, πού μιλοῦσαν γιά τόν Μεσσία, κι ἔτσι τόν ἀναγνώρισαν ὅταν τόν εἶδαν. Καί οἱ κάτοικοι τῆς Βεροίας, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, εἶχαν ὅλο τό δικαίωμα νά ἐρευνοῦν καί νά κρίνουν τή διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «τό καθ’ ἡμέραν ἀνακρίνοντες τάς γραφάς εἰ ἔχοι ταῦτα οὕτως» (Πρξ 17,11).
 Σ’ ἐκείνους πού μέ εἰλικρινῆ καί ἄδολη διάθεση ἐρευνοῦν, ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὑποσχέθηκε· «ζητεῖτε, καί εὑρήσετε… πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει» (Μθ 7,7· 8). Κι ἄν ὁ μεγάλος μαθηματικός Ἀρχιμήδης, ὅταν ἀνακάλυψε ἕνα φυσικό νόμο βγῆκε ἔξω συνεπαρμένος ἀπό χαρά καί φώναζε «εὕρηκα, εὕρηκα», πόση χαρά καί ἀγαλλίαση γεμίζουν οἱ καρδιές ἐκείνων πού μετά ἀπό ἔρευνα καί μελέτη εὑρίσκουν ὄχι ἕνα νόμο τῆς φυσικῆς, ἀλλά αὐτόν τόν Δημιουργό καί Νομοθέτη τοῦ σύμπαντος, εὑρίσκουν τόν Χριστό.
 Εἶναι ὡραῖο πρᾶγμα συχνά νά ἀποσπώμαστε ἀπό τίς διάφορες φροντίδες καί ἔννοιες καί νά βυθιζόμαστε στή μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, νά ἔχουμε ἐνδιαφέροντα πνευματικά. Τότε, κάθε φορά περισσότερο θά ξεκαθαρίζονται τά πράγματα μέσα μας, κάθε φορά λαμπρότερη θά γίνεται ἡ πίστη μας καί καθαρώτερα θά ἀτενίζουμε τή μορφή τοῦ Κυρίου μας, γιατί ἡ ἔρευνα, ἡ τίμια καί εἰλικρινής ἔρευνα, πού γίνεται σέ σωστές πηγές, ἔχει πάντοτε καλά ἀποτελέσματα, ἐνισχύει καί φρεσκάρει τήν πίστη μας.
 Ἡ σωτήρια δοκιμή: Αὐτό πού κρατᾶ τούς περισσότερους ἀνθρώπους μακριά ἀπό τόν Θεό καί τήν πίστη, εἶναι ἡ προκατάληψη. Ἔχουν μία ἐσφαλμένη ἰδέα γιά τά πνευματικά θέματα καί ἐπιμένουν σ’ αὐτή, χωρίς νά ζητήσουν νά μάθουν τήν πραγματικότητα. Γεμάτος ἀπορία -ἴσως καί μέ κάποια περιφρόνηση- ὁ Ναθαναήλ εἶπε στόν Φίλιππο· «ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;». Καί ὁ Φίλιππος δέν κάθισε νά τοῦ κάνει διδασκαλία, νά τοῦ ἀναπτύξει θεωρίες. Πολύ ἁπλά τόν προσκάλεσε· «ἔρχου καί ἴδε». Ὁ κόσμος μας καταρρέει πρός τό ψέμα καί τή συκοφαντία. Μέ καχυποψία καί προκατάληψη ἀντιμετωπίζει κάθε πρόσκληση. Ἀλλά ὁ Χριστός, τό εὐαγγέλιό του, δέν φοβᾶται τήν ἔρευνα. Προσκαλεῖ καί προκαλεῖ γιά μία δοκιμή. Ἀμφιβάλλεις; Θέλεις νά μάθεις τήν ἀλήθεια; Ἔλα, δοκίμασε καί θά δεῖς. Δέν ἔχει μυστικά καί ἀπόκρυφα πράγματα ἡ πίστη μας. Ὅ,τι λέει τό ἐπιβεβαιώνει καί τό ἀποδεικνύει μέ τή δοκιμή. Ὑπάρχουν βέβαια στήν πίστη μας καί πράγματα μελλούμενα, ὅπως ἡ μέλλουσα κρίση, ὁ παράδεισος, κτλ. Ἀλλά καί γι’ αὐτά ἔχουμε μία ἐμπειρία μέ ὅσα ζοῦμε τώρα. Εἶναι τέτοια ἡ προκαταβολή, τό καπάρο πού δίνει ὁ Χριστός γιά τά μέλλοντα, ὥστε μᾶς ὑποχρεώνει νά πιστέψουμε. Ἀντί νά ἀμφιβάλλουμε καί νά ταλαιπωρούμαστε πνευματικά μέσα στίς ὑποψίες, εἶναι συμφέρον μας νά δοκιμάσουμε προσωπικά αὐτά πού ὑπόσχεται ὁ Θεός καί νά δοῦμε ἀπό τήν πεῖρα μας ἄν καί πόσο εἶναι ἀληθινά. Πολλοί ὁμολογοῦν ὅτι εἶδαν ἐντελῶς καινούργια τήν πίστη καί ἀναγνώρισαν τόν Χριστό διαφορετικό, ὅταν θέλησαν νά παραμερίσουν τήν προκατάληψη καί νά κάνουν μία εἰλικρινῆ δοκιμή καί ἐφαρμογή αὐτῶν πού ὑπόσχεται ὁ Χριστός.
 Ἡ εἰλικρίνεια ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά πιστέψουμε: Εἶναι πολύ φυσική καί λογική ἡ ἀπορία: Ἀφοῦ ὁ Χριστός δέν καταπιέζει καί δέν ἐξαναγκάζει κανένα, ἀλλά μᾶς καλεῖ ἐλεύθερα νά δοκιμάσουμε, γιατί οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται νά τόν πλησιάσουν καί νά σχηματίσουν μία προσωπική γνώμη, μέ τήν ἐμπειρία πού τούς χαρίζει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται τήν ἀλήθεια. Δέν εἶναι εἰλικρινεῖς οὔτε μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους. Ἡ πίστη στόν Χριστό ἔχει συνέπειες στή ζωή μας καί αὐτές τίς συνέπειες φοβοῦνται. Γι' αὐτό περιορίζονται μόνο στά λόγια, σέ μερικές ἐξωτερικές ἐνέργειες χωρίς ἐσωτερική συμμετοχή. Ὅσοι εἶναι εἰλικρινεῖς καί τίμιοι ὁμολογοῦν ὅτι πράγματι δέν ὑπάρχει καμία δυσκολία γιά νά πιστέψουν. Ἡ δυσκολία βρίσκεται στή μετάνοια. Δέν ὑπάρχουν ἐπιχειρήματα πού νά χτυποῦν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Ὅσοι ἀρνοῦνται νά πιστέψουν, δέν εἶναι γιατί δέν τούς πείθει τό εὐαγγέλιο, ἀλλά γιατί τούς δυσκολεύει στήν ἐφαρμογή του. Εἶναι πολύ εὔκολο νά πιστέψεις, ἄν εἶσαι ἕτοιμος νά ἀρνηθεῖς τόν παλιό ἑαυτό του, νά κόψεις τούς δεσμούς μέ τήν ἁμαρτία. Τήν πίστη μᾶς τή χαρίζει ὁ Θεός καί μᾶς δίνει γι’ αὐτήν ὅσες ἀποδείξεις χρειαζόμαστε. Γιά νά τή ζήσουμε ὅμως εἶναι ἀνάγκη νά μετανοήσουμε. Ὅσο μετανοοῦμε, τόσο καθαρώτερη γίνεται ἡ πίστη μας καί ὅσο προχωροῦμε στήν πίστη, τόσο πιό ἔντονη νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά μετανοήσουμε.

Στέργιος Σάκκος
Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)
Δευτέρα, 18 Νοέμβριος 2024 03:00

Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου Λκ 10,38-42· 11,27-28

῾Η Μάρθα καί ἡ Μαρία (Λκ 10,38-42)
  

Περιοδεύοντας στήν ᾿Ιουδαία ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπισκέπτεται τήν οἰκογένεια τῶν τριῶν ἀδελφῶν, Μάρθας, Μαρίας καί Λαζάρου. Διατηροῦσε φιλικούς δεσμούς μέ τήν οἰκογένεια αὐτή, συχνά μάλιστα φιλοξενοῦνταν στό σπίτι τους, στήν Βηθανία, προάστιο τῶν ᾿Ιεροσολύμων. ῾Η Βηθανία ἀπεῖχε σχεδόν δεκαπέντε στάδια (βλ. ᾿Ιω 11,18), περίπου τρία χιλιόμετρα, ἀπό τήν ἁγία πόλη. ᾿Από ἐκεῖ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶχε τήν δυνατότητα νά πηγαινοέρχεται στόν ναό καθημερινά (βλ. Μθ 21,17· Μρ 11,11).

 10,38. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. Γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.
   Κατά τήν διάρκεια τῆς πορείας τοῦ ᾿Ιησοῦ καί τῶν μαθητῶν του πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα (βλ. Λκ 9,51), ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτούς, ἔκαναν μία στάση εἰς κώμην τινά, σέ μία κωμόπολη. Δέν δηλώνεται τό ὄνομά της, ἀλλά ἀπό τά ὀνόματα τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας πού τόν φιλοξένησε, καταλαβαίνουμε ὅτι πρόκειται γιά τήν Βηθανία.
   ῾Ως οἰκοδέσποινα ὑποδέχεται τόν Κύριο ἡ Μάρθα· γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. Προφανῶς ἡ Μάρθα ἦταν ἡ μεγάλη ἀδελφή, ἡ ὁποία προστάτευε τά μικρότερα ὀρφανά ἀδέλφια της. ῾Ο πατέρας τους Σίμων φαίνεται ὅτι εἶχε πεθάνει προσβεβλημένος ἀπό τήν φοβερή ἀσθένεια τῆς λέπρας, γι᾿ αὐτό τό σπίτι του ἦταν γνωστό ὡς «οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ» (βλ. Μθ 26,6· Μρ14,3). ῾Ορισμένοι ταυτίζουν αὐτόν τόν Σίμωνα μέ τόν φαρισαῖο Σίμωνα, ὁ ὁποῖος κάλεσε τόν ᾿Ιησοῦ σέ τραπέζι, καί τήν Μαρία τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου μέ τήν ἀνώνυμη ἁμαρτωλή γυναίκα, ἡ ὁποία στό σπίτι αὐτοῦ τοῦ φαρισαίου ἄλειψε τόν Κύριο μέ μῦρο (βλ. Λκ 7,36-50). ῾Υπάρχουν, ἐντούτοις, πολλά στοιχεῖα τά ὁποῖα ἀποκλείουν ἐντελῶς τήν ταύτιση αὐτή καί διακρίνουν σαφῶς πρόσωπα καί γεγονότα.

 10,39. Καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ.
   ῾Η Μαρία εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία, λίγο πρίν ἀπό τό πάθος τοῦ Κυρίου, τοῦ ἄλειψε τά πόδια μέ μύρο 300 δηναρίων καί τά σκούπισε μέ τά μαλλιά της, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τήν ἀγάπη, τήν ἀφοσίωση, ἀλλά καί τήν εὐγνωμοσύνη της πρός τόν Διδάσκαλο (᾿Ιω 12,1-5), πού εἶχε ἀναστήσει τόν ἀδελφό της Λάζαρο. ᾿Από τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀναφέρεται, καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, φαίνεται ὅτι δέν εἶχε γίνει προηγουμένως καμία ἄλλη ἀναφορά στό πρόσωπό της. Αὐτή ἡ παρατήρηση ἐνισχύει τήν θέση ὅτι δέν μπορεῖ ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου νά ταυτισθεῖ μέ τήν πόρνη πού ὁ Λουκᾶς ἀνέφερε στό 7ο κεφάλαιο. ῾Η Μαρία, παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, καθισμένη κοντά στά πόδια τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ, ἄκουγε μέ προσοχή τήν διδασκαλία του. ῾Η ἔκφραση «κάθημαι παρὰ τοὺς πόδας», ὅπως τήν βρίσκουμε ἀργότερα στίς Πράξεις (βλ. 22,3) σήμαινε γενικά τήν μαθητεία σ᾿ ἕναν διδάσκαλο. Μέ τήν στάση της ἡ Μαρία ἐξέφραζε ὅλο της τόν θαυμασμό καί τόν σεβασμό πρός τόν Διδάσκαλο.

 10,40. ῾Η δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.
   ᾿Ενῶ, λοιπόν, ἡ Μαρία ἄκουγε μέ ζῆλο τήν διδασκαλία τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἡ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν, καταγινόταν ὑπερβολικά μέ τήν φροντίδα νά ἑτοιμάσει φιλοξενία γιά τόν Διδάσκαλο καί τήν συνοδεία του. ῾Η μεγάλη ἀγάπη της γιά τόν Διδάσκαλο ἐκφράζεται ὡς ἔγνοια νά εἶναι πλούσιο τό τραπέζι, μέ πολλά φαγητά, τά ὁποῖα μάλιστα ἀπαιτοῦσαν ἰδιαίτερο κόπο καί χρόνο γιά τήν προετοιμασία. ῎Ετσι δέν εἶχε τήν δυνατότητα νά μαθητεύσει καί αὐτή κοντά στόν Κύριο, ὅπως πολύ θά τό ἤθελε.
   Προφανῶς θά εἶχε κάνει κάποιο νεῦμα στήν μικρότερη ἀδελφή της ζητώντας τήν βοήθειά της. ᾿Εκείνη, συνεπαρμένη ἀπό τήν ἀπόλαυση τῆς μαθητείας, δέν ἀνταποκρίθηκε. Βλέποντας ἡ Μάρθα ὅτι δέν μποροῦσε νά τά προλάβει ὅλα μόνη της, ἔρχεται νά ζητήσει τήν παρέμβαση τοῦ Διδασκάλου ἐκφράζοντας σ᾿ αὐτόν τήν ἀπαρέσκειά της γιά τήν Μαρία· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται· «Κύριε, δέν σέ μέλει πού ἡ ἀδελφή μου μέ ἄφησε μόνη νά διακονῶ; Πές της, σέ παρακαλῶ, νά μέ βοηθήσει»!
   Δέν ἀπευθύνει τόν λόγο στήν ἀδελφή της ἡ Μάρθα, ἀλλά στόν Κύριο. ῎Αν αὐτή εἶναι ἡ οἰκοδέσποινα πού τόν φιλοξενεῖ, ὡστόσο ᾿Εκεῖνον ἀναγνωρίζει νοικοκύρη τοῦ σπιτιοῦ της. ᾿Εκεῖνος κυβερνᾶ καί ρυθμίζει τά πάντα. ᾿Εκεῖνος μπορεῖ ἀξιωματικά νά ἀνακαλέσει στήν τάξη τήν Μαρία. Τό ἔντονο ὕφος της δέν πρέπει νά ἐκληφθεῖ ὡς αὐθάδεια. Δείχνει ἁπλά τήν μεγάλη οἰκειότητα καί τήν ἄνετη σχέση μαζί του.
 

10,41-42. ᾿Αποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς.
   ῾Η ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἦταν μία ἐλαφρά ἐπίπληξη, πού φανέρωνε ταυτόχρονα ὅλη τήν συμπάθεια καί τήν εὔνοιά του γιά τήν συνετή καί φιλότιμη μαθήτριά του.
   Τό ρῆμα «μεριμνῶ» ὑποδηλώνει ἐσωτερική ἀνησυχία, ἐνῶ τό «τυρβάζομαι» ἀναφέρεται σέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις ταραχῆς. ῾Ο Κύριος θέλει νά καθησυχάσει τήν Μάρθα. Τήν βλέπει νά καταπιάνεται μέ πολλά, καί τήν συμβουλεύει· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία, εἶναι, δηλαδή, ἀρκετό ἕνα φαγητό. ῾Ο ᾿Ιησοῦς προτιμᾶ νά τρέφει αὐτούς πού τόν φιλοξενοῦν μέ τήν διδασκαλία του παρά νά ἀπολαμβάνει τά πολλά τους ἐδέσματα. Δέν θέλει νά στερεῖται οὔτε ἡ Μάρθα οὔτε ἡ Μαρία τὴν ἀγαθὴν μερίδα, τήν θεία διδασκαλία του, πού εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ἀνώτερη ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή καί προσφορά.
    Στούς λόγους τοῦ Κυρίου πρός τήν Μάρθα δόθηκε καί ἡ ἑξῆς ἑρμηνεία· «Ταλαίπωρη Μάρθα, βυθίστηκες στίς πολλές μέριμνες τοῦ κόσμου. ῞Ενα μόνο σοῦ χρειάζεται· νά ἐγκαταλείψεις τά κοσμικά καί νά στραφεῖς πρός τά πνευματικά, ὅπως ἡ Μαρία. ᾿Από τίς δύο ἀσχολίες ἡ ἀγαθή εἶναι αὐτή τήν ὁποία διάλεξε ἡ Μαρία». ῾Η διαμαρτυρία τῆς Μάρθας ἐπίσης θεωρήθηκε ὡς ἐκδήλωση ζηλοτυπίας πρός τήν ἀδελφή της. Μέ τίς ἑρμηνεῖες αὐτές ἀδικεῖται ἡ ἀλήθεια καί παρεξηγεῖται τό πρόσωπο τῆς Μάρθας, ὅτι τάχα ἀσχολεῖται μόνο μέ τήν ὕλη καί δέν ἔχει ἀνώτερες πνευματικές πτήσεις ὅπως ἡ Μαρία. ᾿Εντούτοις, τά Εὐαγγέλια παρουσιάζουν τήν Μάρθα ὡς γυναίκα ἀνδρεία καί ὑψιπέτη θεολόγο (βλ. ᾿Ιω 11,21-28).
    ῾Η Μάρθα ὑπερνικᾶ τήν προσωπική της ἐπιθυμία καί εὐχαρίστηση νά ἀκούσει τόν Διδάσκαλο, μεριμνώντας γιά τήν ἐξυπηρέτηση καί εὐχαρίστηση τῶν ἄλλων. ῾Ως μεγαλύτερη καί ὡριμότερη θυσιάζεται, γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη καί τήν στοργή της στούς κουρασμένους ἐπισκέπτες. Μάλιστα, καταπιάνεται μέ πολλές φροντίδες καί δουλειές, ὥστε νά τούς περιποιηθεῖ πλούσια καί νά τούς εὐχαριστήσει μέ πολλά καί ἀξιόλογα φαγητά. Μέ τήν συμπεριφορά της μιμεῖται τόν Κύριο πού, ἐνῶ ἔφθασε στό σπίτι της κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία, δέν σκέπτεται τήν δική του ἀνάπαυση, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό φαγητό, ἀλλά διδάσκει γιά νά ὠφελήσει τούς ἀκροατές (πρβλ. 4,34). ῾Η Μαρία, ἡ ὁποία ἦταν καί μικρότερη, κάθισε ἀμέριμνη καί ἀπολάμβανε τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. ῾Η Μάρθα προχώρησε στήν ἐφαρμογή τῶν λόγων τοῦ Διδασκάλου, στήν θυσία.

 ῾Ο μακαρισμός τῆς μητέρας τοῦ ᾿Ιησοῦ (Λκ 11,27-28)


  ᾿Ενῶ οἱ φαρισαῖοι καί οἱ γραμματεῖς συκοφαντοῦν τόν ᾿Ιησοῦ ὡς συνεργάτη τοῦ σατανᾶ, μία ἁπλῆ καί ἄδολη γυναίκα ἀπό τό ἀνώνυμο πλῆθος διακρίνει τήν σοφία καί τήν δύναμη τοῦ λόγου του, παραδέχεται τήν ἁγιότητά του καί αὐθόρμητα τόν ἐγκωμιάζει μακαρίζοντας τήν μητέρα του. Τό περιστατικό ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τῆς Παρθένου· «ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1,48). ῾Ο θεόπνευστος Λουκᾶς, πού σάν ψήγματα χρυσοῦ συνέλεξε ὅ,τι εἶχε σχέση μέ τό πρόσωπο τῆς παναγίας Μητέρας, δέν θέλησε νά παρατρέξει οὔτε αὐτή τήν λεπτομέρεια. ῎Ετσι μᾶς διέσωσε καί μία πολύ σπουδαία διδασκαλία τοῦ Κυρίου, πού δέν ἀναφέρεται ἀπό τούς ἄλλους εὐαγγελιστές.

11,27. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας.
   Καθώς ὁ ᾿Ιησοῦς δίδασκε, ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα, ὕψωσε τήν φωνή της μία γυναίκα ἀπό τό πλῆθος πού τόν ἄκουγε, ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου, καί ἀπευθυνόμενη πρός τόν Διδάσκαλο εἶπε· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. Συνεπαρμένη ἀπό τήν διδασκαλία του ἐκφράσθηκε ὅπως θά ἐκφραζόταν καί σήμερα μία ἁπλῆ γυναίκα τοῦ λαοῦ· «Παλληκάρι μου, καλότυχη ἡ μάνα πού σέ γέννησε καί σέ ἀνέθρεψε!».
   Μέ διάκριση καί σεμνότητα ἡ ἀνώνυμη γυναίκα δέν ἀπευθύνεται ἄμεσα στό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ· αὐτό θά μποροῦσε ἴσως νά θεωρηθεῖ ὡς κολακεία. Τόν ἐπαινεῖ μακαρίζοντας τήν μητέρα του. ᾿Από τόν ἔπαινο τῆς μητέρας εὔκολα ἀνάγεται κανείς στόν ἔπαινο τοῦ υἱοῦ. ῎Αν μακαρίζεται ἡ μητέρα χάριν τοῦ υἱοῦ, εἶναι ἐμφανές πόσο ἀξιομακάριστος θά εἶναι ὁ ἴδιος.

11,28. Αὐτὸς δὲ εἶπε· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.
   Αὐτὸς δέ, ὁ Κύριος, ἀπαντᾶ ὅτι συμφωνεῖ ἀπόλυτα καί ἀποδέχεται τήν εἰλικρινῆ καί ἄδολη, τήν αὐθόρμητη ἔκφραση τοῦ θαυμασμοῦ πρός τήν μητέρα του. Αὐτό δηλώνουν μέ ἔμφαση τά τρία βεβαιωτικά μόρια, μὲν-οὖν-γε. ᾿Αλλά μέ ὅσα προσθέτει στήν συνέχεια θέλει νά ὁδηγήσει τήν σκέψη τῶν ἀκροατῶν του καί σέ μία ἄλλη ἀλήθεια, πού προβάλλει τήν παναγία Μητέρα του ὡς πρότυπο τῶν πιστῶν. Λέγει· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν, δηλαδή, «ναί, μάλιστα, βέβαια! εἶναι μακαρία ἡ μητέρα μου, ἀλλά μακάριοι εἶναι καί ἐκεῖνοι πού ἀκοῦν καί τηροῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ».
   ῾Η ἀνώνυμη γυναίκα μακάρισε -καί πολύ σωστά- τήν Παναγία γιά τήν συγγένειά της μέ τόν ᾿Ιησοῦ. ῎Ηδη ὅμως ὁ Κύριος εἶχε κάνει λόγο γιά τούς δεσμούς τῆς πνευματικῆς συγγένειας πού εἶναι ἡ ἀνώτερη (βλ. Λκ 8,21). Τονίζει, λοιπόν, ὅτι ἡ μακαριότητα τῆς Παρθένου, ἡ ὕψιστη δόξα της συνίσταται στό ὅτι ἐκλέχθηκε νά γίνει μητέρα του, διότι δέχθηκε νά ἐκτελέσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτό καλοῦνται νά τήν μιμηθοῦν ὅλοι ὅσοι ἐπιθυμοῦν νά γίνουν μέτοχοι τῆς μακαριότητός της (πρβλ. ᾿Απ 1,3).

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. B΄, σελ.136-140 & 166-167

Σάββατο, 08 Ιούνιος 2024 03:00

Κυρ. Τυφλοῦ Ἰω 9,1-38

   tyflos Ὅλο τό ἀνάγνωσμα διακρίνεται σέ δύο παραγράφους, 1-7 καί 8-41. Ἡ πρώτη εἶναι τό ἱστορικό τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ καί ἡ δεύτερη ἡ διδασκαλία πού προέκυψε ἀπό τό σημεῖο.
     Τό βαθύτερο νόημα τῶν δύο αὐτῶν παραγράφων, τῆς θεραπείας καί τῆς διδασκαλίας, εἶναι ὅτι οἱ μέν φαρισαῖοι καί οἱ Ἰουδαῖοι καί αὐτοί ἀκόμη οἱ προσωρινά «πεπιστευκότες» στόν Ἰησοῦ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του τόσο, ὥστε δέν μποροῦσε πλέον νά εἶναι ἀνεκτός ἀνάμεσά τους, οὔτε νά τούς διδάσκει κατά πρόσωπον. Τό μῖσος τους τόν ἀπομάκρυνε ἀπό ἀνάμεσά τους. Αὐτός ὅμως καί ἀπό μακριά θά τούς στείλει τό σημεῖο του καί τόν ἔλεγχό του, τό ὄργανο πού θά τόν ἐκπροσωπεῖ· καί αὐτός εἶναι ἕνας τυφλός.

     Ἰω 9,1-2. Καί παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ λέγοντες· Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλός γεννηθῇ;
     Καθώς προχωροῦσε μέ τούς μαθητές του εἶδε ἕναν τυφλό καί οἱ μαθητές του τόν ρώτησαν σέ τίνος τήν ἁμαρτία ὀφείλεται αὐτή ἡ τύφλωσή του· τοῦ ἰδίου ἤ τῶν γονέων του; Ὑπάρχουν μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ διδαχές ὅτι οἱ ἁμαρτίες τῶν γονέων τυραννοῦν τά τέκνα καί ὅτι καί ἡ προσωπική ἁμαρτία εἶναι αἰτία νοσημάτων. Αὐτό μάλιστα τό λένε καί ἡ ἰατρική καί ἡ βιολογία. Ἰδίως ὁ ἀλκοολισμός καί τά ἀφροδίσια νοσήματα φέρουν τύφλωση καί ἄλλες ἀναπηρίες καί στούς ἐνόχους καί στούς ἀπογόνους τους. Ὁ Ἰησοῦς ἐπιβεβαιώνει ἀλλοῦ τή διδαχή αὐτή, ἀλλά προσθέτει ὅτι αὐτό δέν συμβαίνει σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, ὅπως καί στήν συγκεκριμένη περίπτωση τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.

     Ἰω 9,3. Ἀπεκρἰθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.
     Μεγάλο καί ὑψηλό νόημα κρύβεται στά λόγια αὐτά. Τά σημεῖα δέν ἔχουν σκοπό τή θεραπεία τῶν νοσημάτων, ἀλλά τά νοσήματα πολλές φορές ἔχουν σκοπό τή φανέρωση σημείων. Δέν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς γιά νά θεραπεύσει τούς ἀσθενεῖς, ἀλλά οἰ ἀσθενεῖς πού θεραπεύθηκαν ἀρρώστησαν, γιά νά δοξασθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Γι' αὐτό μπαίνει σέ ὁλόκληρο νοσοκομεῖο μέ «πέντε στοάς» καί θεραπεύει μόνον ἔναν. Ἄν ὁ σκοπός τῶν σημείων ἦταν ἡ θεραπεία, ὁ Ἰησοῦς διέπραξε μεγάλη ἀδικία. Συμβαίνει ὅμως τό ἀντίθετο. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἔμεινε 38 χρόνια παράλυτος, γιά νά βρεῖ ὁ Ἰησοῦς ἀφορμή νά ἀρχίσει τό πρῶτο κήρυγμά του γιά τή θεότητά του. Καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός γεννήθηκε καί ἀνδρώθηκε τυφλός καί ἔζησε μία ζωή δυστυχίας, γιά νά διακονήσει μία δύσκολη στιγμή τῆς δράσεως τοῦ Ἰησοῦ· τότε πού τόν Ἰησοῦ τόν ἔδιωξε ἀπό τή διδασκαλική του ἕδρα τό μῖσος τῶν Ἰουδαίων καί τοῦ χρειαζόταν ἕνας τυφλός, γιά νά τόν στείλει «νά τούς ἀνοίξει τά μάτια».

     Ἰω 9,4. Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι.
     Ἁπλή ἡ παραβολική ἔκφραση. Ὅταν ἕνας πατέρας στέλνει τό γιό του σέ μία ἐργασία, π.χ. νά θερίσει, ὁ γιός ἔχει τή δυνατότητα νά ἐργάζεται ὅσο εἶναι ἡμέρα· ἅμα νυχτώσει, δέν ὑπάρχει δυνατότητα. Καί ὁ Ἰησοῦς ἔχει ἕναν τακτό χρόνο γιά νά φέρει σέ πέρας τήν ἀποστολή του. Δέν ἔχει καιρό γιά χάσιμο. Γι' αὐτό βρίσκει τρόπο νά συνεχίσει τή διδασκαλία του ἀπό μακριά. Γι' αὐτό θά δείξει πάλι σημεῖο, γιά νά προωθηθεῖ ἡ ἀποστολή του. Ἔπειτα βλέποντας προφανῶς πρός τόν τυφλό καί ἀναφερόμενος σ' αὐτόν, λέει:

     Ἰω 9,5. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.
     Πάντοτε εἶναι φῶς, φῶς ἀίδιο καί πνευματικό. Ὅταν ὅμως εἶναι στόν κόσμο, εἶναι τοῦ κόσμου φῶς, ἔχει ἔργο νά χειραγωγήσει τόν κόσμο. Καί ἀφοῦ σέ προηγούμενο λόγο ἀποκάλυψε ὅτι «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου», ἐδῶ θά ἐπιβεβαιώσει τή διδαχή μέ τό σημεῖο, μέ τό ὁποῖο δίνει τό αἰσθητό φῶς στόν τυφλό, ὥστε μέ τή δύναμη τοῦ σημείου νά πιστέψουν στή διδαχή.

     Ἰω 9,6-7. Ταῦτα εἰπών ἔπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ καί εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καί ἐνίψατο, καί ἦλθε βλέπων.
     Καί ἐνῶ ἔλεγε τήν προηγουμένη φράση, ἔσκυβε κάτω καί ἔκανε πηλό μέ τό σάλιο του. Καί ἀφοῦ ἄλειψε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, τόν ἔστειλε στήν κολυμβήθρα (= κρήνη, δεξαμενή, πηγή) τοῦ Σιλωάμ νά νιφθεῖ. Μετά ἀπό τό νίψιμο εἶδε καί ἐπέστρεψε ὁ τυφλός στόν ναό, χωρίς βέβαια νά γνωρίσει τότε τόν Ἰησοῦ. Μποροῦσε ὁ Κύριος νά θεραπεύσει τόν τυφλό ἀμέσως μέ τόν λόγο του καί χωρίς πηλό. Ὅ,τι ἔκανε τό ἔκανε γιά τούς ἑξῆς περίπου λόγους:
     1) Γιά νά διεγείρει τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου καί νά μήν εὐεργετηθεῖ μέ τό σημεῖο ὁ ἄνθρωπος χωρίς πίστη. Γιά τό σκοπό αὐτό ὁ Ἰησοῦς ἄλλον τόν ρωτᾶ ἄν «πιστεύει ὅτι δύναται τοῦτο ποιῆσαι», σέ ἄλλον βάζει τά δάχτυλα στά αὐτιά του καί φτύνει στό στόμα του. Ἐδῶ ἀλείφει τήν περιοχή τῶν ματιῶν μέ λάσπη ἀπό σάλιο. Ὁ τυφλός οὔτε τή διδαχή τοῦ Ἰησοῦ ἄκουσε οὔτε ἄλλο τίποτε. Ἄκουσε μόνο στό σκοτάδι του κάποιον νά φτύνει δίπλα του καί νά τόν ἀλείφει λέγοντας· «Φῶς εἰμι τοῦ κόσμου». Ἄν δέν πίστευε, ὄχι μόνο τόση πορεία, καί τυφλός μάλιστα, δέν θά ἔκανε μέχρι τοῦ Σιλωάμ, ἀλλά καί θά σκουπιζόταν νιώθοντας προσβεβλημένος.
     2) Ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, γιά νά γίνει τό σημεῖο ἐπιδεικτικώτερο, ἀφοῦ ὁ τυφλός διασχίσει τό πλῆθος τυφλός καί ἀμέσως περάσει ἀπό τόν ἴδιο δρόμο, μπροστά ἀπό τούς ἴδιους ἀνθρώπους μέ μάτια. Αὐτό ἦταν μία λιτάνευση τοῦ σημείου.
     3) Γιά νά μή γνωρίσει ὁ τυφλός τόν Ἰησοῦ, τουλάχιστον μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα πού συζητᾶ μέ τούς φαρισαίους γιά τόν Ἰησοῦ. Αὐξάνει τή δύναμη τῆς μαρτυρίας τοῦ τυφλοῦ γιά τόν Ἰησοῦ τό γεγονός ὅτι ὁ τυφλός οὔτε εἶδε οὔτε συνομίλησε μέ τόν Ἰησοῦ οὔτε τόν γνωρίζει. Ἔτσι ἔγινε καί μέ τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδά (Ἰω 5,10-13).

   Ἰω 9,8-12. Οἱ οὖν γείτονες καί οἱ θεωροῦντες αὐτόν τό πρότερον ὅτι τυφλός ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καί προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δέ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλόν ἐποίησε καί ἐπέχρισέ μου τούς ὀφθαλμούς καί εἶπέ μοι· Ὕπαγε εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ καί νίψαι· ἀπελθών δέ καί νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει· Οὐκ οἶδα.
     Ἡ φωτιά πού ἄναψε ὁ Ἰησοῦς μέ τό σημεῖο αὐτό ἄρχισε νά κατατρώει τήν καλαμιά τοῦ πλήθους καί νά ξαπλώνεται. Πρῶτοι οἱ γείτονες ἄρχισαν νά συζητοῦν ἄν εἶναι αὐτός ὁ πρώην τυφλός ἤ ὄχι, καί ὁ τυφλός ἐπιβεβαίωσε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος. Διηγόταν μάλιστα καί πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία καί ὅτι τόν θεράπευσε «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς». Ἔτσι τοῦ εἶπαν ὅτι λέγεται. Ὅτι ἦταν ἄνθρωπος εἶναι ἡ πρώτη ἐντύπωση τοῦ τυφλοῦ καί τίποτε τό βαθύτερο δέν σημαίνει.

     Ἰω 9,13-14. Ἄγουσιν αὐτόν πρός τούς φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δέ σάββατον ὅτε τόν πηλόν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καί ἀνέῳξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς.
     Ποιοί τόν ὁδήγησαν καί μέ ποιά πρόθεση; Τόν ἔδειξαν στούς φαρισαίους, γιά νά ποῦν «Νά, βλέπετε τί μεγάλο σημεῖο ἔκανε ὁ Ἰησοῦς» ἤ γιά νά ποῦν «Βλέπετε τί ἔκανε τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου»; Δέν ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής, ἀλλά μόνον ἱστορεῖ τό γεγονός· καί σημειώνει ὅτι ἦταν σάββατο.

     Ἰω 9,15. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτόν καί οἱ φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλόν ἐπέθηκέ μου ἐπί τούς ὀφθαλμούς, καί ἐνιψάμην, καί βλέπω.
     Οἱ φαρισαῖοι βάζουν τόν τυφλό καί τούς διηγεῖται πάλι πῶς ἔγινε τό σημεῖο. Εἶναι δύσπιστοι, διότι δέν θέλουν νά τό πιστέψουν. Θέλουν νά βροῦν πάτημα νά διαβάλουν τό σημεῖο, καί τό βρίσκουν.

     Ἰω 9,16. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἐστι παρά τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καί σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.
     Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἐργάστηκε φτιάχνοντας πηλό μέ τό σάλιο! Ἀμίμητο παράδειγμα κακεντρεχείας· τόσο σημεῖο δέν τούς ἔλεγε τίποτε· τόση ἐργασία τούς φαινόταν βεβήλωση τοῦ σαββάτου. Αὐτό ὅμως πού κυρίως τούς ἦταν τυραννικό στή συνείδηση, εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπέδειξε καλά ὅτι εἶναι ἀπό τόν Θεό. Ἀπ' αὐτό ἀπορρέει τό κῦρος ὅλων τῶν λόγων του. Καί αὐτοί μή μπορώντας νά ἀμαυρώσουν διαφορετικά αὐτήν τήν ἀλήθεια, τήν ὁποία καλά ἀντιλήφθηκαν, βρῆκαν τό σπουδαῖο ἐπιχείρημα, γιά νά ἀποδείξουν ὅτι «ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρά τοῦ Θεοῦ». Αὐτό ἔλεγαν «ἐκ τῶν φαρισαίων τινές», ἐνῶ «ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν;». Καί αὐτοί οἱ «ἄλλοι» ἦταν ἐπίσης φαρισαῖοι. Γι' αὐτό ὁ εὐαγγελιστής προσθέτει· «Καί σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς». Διχάστηκαν, λοιπόν, οἱ φαρισαῖοι· δέν ἦταν ἄρα μόνος ὁ Νικόδημος ὑπέρ τοῦ Ἰησοῦ.

     Ἰω 9,17-19. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σύ τί λέγεις περί αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; Ὁ δέ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περί αὐτοῦ ὅτι τυφλός ἦν καί ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τούς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καί ἠρώτησαν αὐτούς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ὑμῶν, ὅν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλός ἐγεννήθη; Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;
     Ξαναρωτοῦν τόν τυφλό ποιά γνώμη ἔχει γι' αὐτόν καί ὁ τυφλός τούς λέει «ὅτι προφήτης ἐστίν». Εἶχαν τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ τυφλός θά ἐκφράσει κάποια ἀμφιβολία γιά τήν προφητική ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά δέν πέτυχαν αὐτό πού ἤθελαν. Τόσο πολύ πάσχιζαν νά ἀμφισβητήσουν τό σημεῖο, ὥστε κάλεσαν τούς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ νά πιστοποιήσουν α) ἄν εἶναι γιός τους, β) ἄν ὄντως γεννήθηκε τυφλός καί γ) πῶς ἐξηγοῦν ὅτι τώρα βλέπει.

     Ἰω 9,20-23. Ἀπεκρίθησαν δέ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καί εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ἡμῶν καί ὅτι τυφλός ἐγεννήθη· πῶς δέ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἤ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ ὅτι ἐφοβοῦντο τούς Ἰουδαίους· ἤδη γάρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτόν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διά τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε.
     Οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ ἀπάντησαν μέ πολλή σύνεση· γνώριζαν ὅτι οἱ φαρισαῖοι εἶχαν ἀποφασίσει ὅποιος ὁμολογήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «Χριστός» νά γίνει ἀποσυνάγωγος. «Ἀποσυνάγωγος» εἶναι ὁ ἀποδιωγμένος ἀπό τήν συναγωγή, δηλαδή ἀκριβῶς ὁ ἀφορισμένος. Ὡς συναγωγή ἐδῶ ἐννοεῖται ὄχι μία τοπική συναγωγή ἀλλά ἡ γενική συναγωγή, ὅλος ὁ Ἰσραήλ. Φοβοῦνταν λοιπόν, μήπως γίνουν ἀποσυνάγωγοι, καί γι' αὐτό ἀπέφυγαν νά ἀπαντήσουν στό τρίτο ἐρώτημα ἀπαντώντας μόνο στά δύο· ὅτι εἶναι γιός τους καί ὅτι γεννήθηκε τυφλός· «πῶς δέ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἤ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει». Χαρακτηριστικά τοῦ φόβου τους εἶναι οἱ ἐπαναλήψεις «οὐκ οἴδαμεν... οὐκ οἴδαμεν» καί «αὐτός... αὐτόν... αὐτός περί ἑαυτοῦ». Διότι καί μόνον ἄν ἔλεγαν ὅτι μέ θεία δύναμη θεραπεύθηκε ἤ ὅτι κάποιος Ἰησοῦς τόν θεράπευσε, θά θεωροῦνταν ἀπό τούς φαρισαίους ὡς ἔμμεση ὁμολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «Χριστός». Τούς παρέπεμψαν στόν θεραπευμένο· «αὐτός ἡλικίαν ἔχει». Ἀπό αὐτό φαίνεται πώς ἦταν ἄνδρας.

     Ἰω 9,24. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τόν ἄνθρωπον ὅς ἦν τυφλός, καί εἶπον αὐτῷ· Δός δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν.
     Καλοῦν ἄλλη μία φορά τόν τυφλό καί ἀντί γιά ἄλλη ἐρώτηση τόν διατάσσουν· «Δός δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν». Χαρακτηριστικό παράδειγμα τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο ἐπιβάλλουν οἱ καταπιεστές τή γνώμη τους, καί τῆς ἀντιλήψεώς τους γιά τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Δοξολογία τοῦ Θεοῦ γι' αὐτούς θά ἦταν νά πεῖ ὁ τυφλός ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἁμαρτωλός, παρ' ὅτι τόν εὐεργέτησε, παρ' ὅτι ἔκανε σημεῖο· καί νά τόν πεῖ ἁμαρτωλό ἀκριβῶς γιά τήν εὐεργεσία πού τοῦ ἔκανε!

     Ἰω 9,25. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καί εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλός ὤν ἄρτι βλέπω.
     Ἀλλά ὁ τυφλός, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ἔμοιαζε στή σύνεση τούς γονεῖς του, ἀπάντησε· «Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλός ὤν ἄρτι βλέπω». Δέν ἀπάντησε ἔτσι ἀπό φόβο, ἀλλά γιά νά δείξει κατά τόν πιό ψυχρό καί ἀμερόληπτο τρόπο τή δύναμη τοῦ σημείου καί τή μαρτυρία τοῦ σημείου.

     Ἰω 9,26. Εἶπον δέ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς;
     Μή βρίσκοντας οἱ φαρισαῖοι τί νά ποῦν καί ἀπό ποῦ νά πιασθοῦν, τόν ρωτοῦν γιά πολλοστή φορά νά διηγηθεῖ πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία. Θέλουν νά ἐρευνήσουν τό ἱστορικό καλά μήπως καί βροῦν καμία ἁμαρτωλή πτυχή.

 
     Ἰω 9,27-29. Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν αὐτόν καί εἶπον· Σύ εἶ μαθητής ἐκείνου· ἡμεῖς δέ τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.
     Ἀλλά ὁ τυφλός, ὁ ὁποῖος ἐδῶ ἔδειξε ὅτι δέν ἦταν δειλός, τούς ἐλέγχει πλέον καί τούς εἰρωνεύεται μέ παρρησία· «Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι;». Τό τελευταῖο τούς φάνηκε τόσο προσβλητικό, ὥστε τοῦ ἀπάντησαν· «Σύ εἶ μαθητής ἐκείνου»· ὅπως ὅταν κανείς ἀποκαλέσει κάποιον «γουρούνι», καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ· «Εἶσαι». Μεγάλη βρισιά γιά τούς φαρισαίους τό «αὐτοῦ μαθηταί»! «Ἡμεῖς δέ τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί». Καύχημα χωρίς περιεχόμενο. Ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπέδειξε πρό πολλοῦ κατά πόσο εἶναι μαθητές τοῦ Μωυσέως· «Εἰ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί» (5,46). «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Αὐτοί ἀντιφάσκουν μέ τόν ἑαυτό τους καί εἶναι ἐκτός πραγματικότητος. Ἄλλοτε ἔλεγαν ὅτι «οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ υἱός Ἰωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τόν πατέρα καί τήν μητέρα» (6,42), ἄλλοτε ὅτι τόν γνώριζαν πώς εἶναι Γαλιλαῖος καί δέν ἔχει τά γνωρίσματα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή Βηθλεέμ (7,41-42.52). Τώρα ὅμως λένε· «Οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Καί ἀσφαλῶς αὐτοί δέν μιλοῦν ποτέ «κατά τήν ὑπόνοιαν τοῦ Ἰησοῦ», ἀλλά πάντοτε ἐκφράζουν τίς σκέψεις τους τῆς στιγμῆς, γι' αὐτό καί ἀντιφάσκουν.
     Ὅσο γιά τό ὅλο νόημα τοῦ χωρίου ὅτι στόν Μωυσῆ λάλησε ὁ Θεός καί σ' αὐτόν ὄχι (καί πῶς ὄχι, ἀφοῦ «οὐκ οἴδασι πόθεν ἐστίν»;), ὁ εὐαγγελιστής εἶπε ἤδη στήν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου ὅτι «ὁ νόμος διά Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο», διότι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», οὔτε ὁ λεγόμενος θεόπτης Μωυσῆς, ἀλλά μόνον «ὁ μονογενής Υἱός ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (1,17-18).

     Ἰω 9,30-33. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καί εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γάρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καί ἀνέῳξέ μου τούς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δέ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεός οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβής ᾖ καί τό θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μή ἦν οὗτος παρά Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.
     Αὐτή ἡ ἄγνοιά τους «οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν» ἔπρεπε νά τούς συνετίσει καί νά τούς ὁδηγήσει στήν πίστη στόν Ἰησοῦ. Αὐτό τούς διδάσκει καί ὁ τυφλός μέ ὅσα τούς λέει. Πολύ ἁπλή ἑρμηνεία τῶν σημείων, προσιτή καί στόν ἁπλούστερο ἄνθρωπο. Τήν ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός δέν τήν ἔκανε ζήτημα εὐφυοῦς ἀντιλήψεως ἤ γραμματομαθείας, ἀλλά ζήτημα ἁπλότητος, ἀκακίας καί ταπεινώσεως. Γιά τούς ταπεινούς, ἔστω καί γι' αὐτούς μέ μικρή διάνοια, ἡ εὕρεση καί ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό εὐκολώτερο πρᾶγμα. Γιά τούς ἐγωιστές, ἔστω καί ἄν εἶναι εὐφυεῖς καί μορφωμένοι, τό ἴδιο πρᾶγμα εἶναι ἀπρόσιτο. Μωρολογοῦν μάλιστα οἱ σοφοί ἐγωιστές μέ τρόπο τόσο φανερό, ὥστε καί οἱ πιό ἀμόρφωτοι νά γελοῦν μ' αὐτούς. Ἁπλή σκέψη χωρίς πάθος χρειάζεται. Ὁ Θεός δίνει στόν Ἰησοῦ σημεῖα, καί μάλιστα μεγάλα καί δημιουργικά· ἄρα ὁ Ἰησοῦς εἶναι θεοσεβής (συμβατική ἔκφραση, κατά τήν πρώτη ἐντύπωση τοῦ τυφλοῦ) καί κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄρα ὅ,τι λέει ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀλήθεια. Οἱ φαρισαῖοι τόν ἀδικοῦν.

     Ἰω 9,34. Ἀπεκρίθησαν καί εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σύ ἐγεννήθης ὅλος, καί σύ διδάσκεις ἡμᾶς; Καί ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω.
     Μή μπορώντας οἱ φαρισαῖοι νά ἀπαντήσουν, βρίζουν· καταδικάζουν τόν πρώην τυφλό σάν ἁμαρτωλό, σάν νά εἶναι αὐτοί οἱ κριταί τῶν ἀνθρώπων, καί τόν πετοῦν ἔξω. Ἀκόμη καί ἄν ὄντως εἶχε γεννηθεῖ μέ ἁμαρτίες, πρᾶγμα πού δέν τό γνώριζαν, δέν ἔπρεπε νά τοῦ μιλήσουν ἔτσι. Καλά τούς δίδαξε, καί θά γίνονταν κάτοχοι τῆς ἀληθείας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἄν εἶχαν τήν ταπείνωση νά δεχθοῦν τή διδασκαλία του. Ὁ μέν Ἰησοῦς ἁμάρτησε, ἄς ποῦμε, διότι χάρισε τό φῶς στόν τυφλό, ὁ τυφλός ὅμως τί τό ἁμαρτωλό ἔκανε, ἐπειδή ἔπαψε νά εἶναι τυφλός; Ὁ Ἰησοῦς δηλαδή μέ τό σημεῖο του αὐτό ἔφερε τούς φαρισαίους σέ τέτοια θέση, ὥστε νά φανεῖ γυμνή ἡ κακία τους, νά τή δοῦν καί οἱ ἄλλοι ὅλοι καί αὐτοί οἱ ἴδιοι.

     Ἰω 9,35. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω, καί εὑρών αὐτόν εἶπεν αὐτῷ· Σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ;
     Κάθε διωγμένος ἀπό τούς ἀντιχρίστους γιά τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. Γι' αὐτό ἐδῶ, ὅταν οἱ φαρισαῖοι πέταξαν ἔξω τόν τυφλό, τόν βρῆκε ὁ Ἰησοῦς καί τοῦ ἀποκαλύφθηκε. Ὁ τυφλός δέν εἶχε δεῖ τόν Ἰησοῦ οὔτε τόν γνώριζε· ἄκουσε μόνο στίς πολλές συζητήσεις πού προκάλεσε ἡ θεραπεία του ὅτι ὁ Ἰησοῦς, αὐτός πού τόν θεράπευσε, ἔχει μαρτυρίες καί λέει ὅτι εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Βλέπει ἕναν ἄγνωστο κύριο νά τόν ρωτᾶ· «Σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ;». Τό «σύ» τόν ἀντιδιαστέλλει ἀπό ἐκείνους πού δέν πιστεύουν.

     Ἰω 9,36-38. Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπε· Καί τίς ἐστι, κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δέ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ.
     Τό «κύριε» εἶναι τό κοινό καί συνηθισμένο (βλέπε καί 4,11· 20,15). Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἰησοῦς· «Καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν». Τό «ἑώρακας» εἶναι γιά τόν πρώην τυφλό ἕνα καινούργιο ρῆμα, μία λέξη πού δέν τοῦ ἀνῆκε, καί τώρα τήν ἀπολαμβάνει ὡς δική του γιά πρώτη φορά. Εἶναι ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ μία λεπτή καί χαριτωμένη ὑπενθύμιση τῆς δωρεᾶς του. Ἀλλά καί ἡ ὑπόλοιπη φράση ἐκφράζει κάτι ἀνώτερο· ὅτι «ἔχεις τήν τιμή καί τή δόξα νά μιλᾶς μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ».
     Εὐγνώμων καί γεμάτος πίστη ὁ πρώην τυφλός λέει· «Πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ». Ἡ προσκύνηση, πού ἀνήκει μόνο στόν Κύριο τόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ, ἑρμηνεύει μέ ποιά σημασία λέχθηκε αὐτό τό δεύτερο «Κύριε». Εἶναι τό «Κύριος» πού ἁρμόζει μόνο στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.

     Ἰω 9,39. Καί εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Εἰς κρῖμα ἐγώ εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται.
     «Εἰς κρῖμα» σημαίνει «γιά νά εἶμαι τό κριτήριο», τό πρόσωπο γιά τό ὁποῖο θά κριθοῦν οἱ ἄνθρωποι. «Οἱ μή βλέποντες βλέπωσι»· οἱ τυφλοί σωματικά θά δοῦν τό αἰσθητό φῶς καί αὐτοί πού θεωροῦνται ἀπό τούς φαρισαίους ἄσοφοι καί χωρίς πλούσια γνώση τοῦ νόμου, θά δοῦν τό πνευματικό φῶς, αὐτόν τόν ἴδιο τόν Θεό, πού ἀποκαλύπτεται στό πρόσωπό μου. Ὅταν ὁ τυφλός εἶπε «Κύριε», ἀπέκτησε μία ὅραση πολύ ἀνώτερη ἀπό ἐκείνη πού ἀπέκτησε ὅταν ἀντίκρυσε τό ἡλιακό φῶς.
     «Καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται». Αὐτό μόνο μέ πνευματική ἔννοια. Ὅπως στό Μθ 9,13 οἱ «ἰσχύοντες» (ὑγιεῖς) καί οἱ «δίκαιοι» δέν εἶναι οἱ ὄντως ὑγιεῖς καί δίκαιοι, ἀλλά αὐτοί πού νομίζουν οἱ ἴδιοι ὅτι εἶναι ὑγιεῖς καί δίκαιοι, ὁ δέ Ἰησοῦς ἐπαναλαμβάνει τίς λέξεις εἰρωνικά ὡς λέξεις ἐκείνων, ἔτσι καί ἐδῶ· «βλέποντες» εἶναι αὐτοί πού, ἐνῶ δέν βλέπουν ὄντως, ἔχουν τόν ἐγωισμό νά πιστεύουν ὅτι αὐτοί βλέπουν καλά τά πράγματα, αὐτοί κατέχουν τήν ἀλήθεια, αὐτοί φωτίζουν τούς ἄλλους. Ἑπομένως καί τό «ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται» δέν σημαίνει «νά γίνουν» ἀλλά «νά ἀποδειχθοῦν τυφλοί». Πρό Χριστοῦ ἐπικρατεῖ μία σύγχυση· οἱ τυφλοί ἀπό τόν ἐγωισμό θεωροῦνται ὡς αὐτοί πού βλέπουν τήν ἀλήθεια, ἐνῶ οἱ μή τυφλοί γιά τήν ταπείνωση θεωροῦνται ὡς τυφλοί. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τό κριτήριο πού ἐπαναφέρει τήν ἀλήθεια· ἦλθε ὡς κριτήριο, γιά νά ἀποδειχθοῦν αὐτοί πού δῆθεν βλέπουν, ὅτι εἶναι ὄντως τυφλοί, ἐνῶ αὐτοί πού θεωροῦνται τυφλοί, νά δοῦν ὑψηλές ἀποκαλύψεις, δηλαδή αὐτόν τόν ἴδιο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Αὐτά τά εἶπε ὁ Ἰησοῦς, γιά νά τά ἀκούσουν ἐκτός ἀπό τόν τυφλό καί οἱ φαρισαῖοι πού παρευρίσκονταν.

     Ἰω 9,40-41. Καί ἤκουσαν ἐκ τῶν φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' αὐτοῦ, καί εἶπον αὐτῷ· Μή καί ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει.
     Καί ὅταν «ἤκουσαν ἐκ τῶν φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' αὐτοῦ», εἶπαν· «Μή καί ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν;». Μετά ἀπό τόση τύφλωση ἀκόμη ἀμφέβαλλαν ἄν εἶναι τυφλοί. Τόσο βέβαιοι ἦταν ὅτι κατέχουν καί λαλοῦν τήν ἀλήθεια, ὅτι ἔχουν δίκαιο. Καί ὁ Ἰησοῦς, σοφά καί συνετά ἀπαντώντας, δέν τούς φέρνει ἀντίρρηση, ἀλλά τούς δίνει νά ἐννοήσουν ποιές εὐθύνες συνεπάγεται αὐτός ὁ ἰσχυρισμός τους, ὅτι βλέπουν καλά· «Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει». Θά σᾶς ἦταν πού ἐλαφρυντικό αὐτό πού σᾶς εἶπα, ὅτι εἶστε τυφλοί. Σεῖς ὅμως ἐπιμένετε ὅτι βλέπετε καί ἀρνεῖσθε τό ἐλαφρυντικό πού σᾶς χαρίζω· καλά. Λοιπόν, ἐπειδή, καθώς οἱ ἴδιοι λέτε, βλέπετε, γι' αὐτό εἶστε ἀπόλυτα καί ἀσυγχώρητα ὑπεύθυνοι γιά τό κακό πού κάνετε. Ἐγώ ἤθελα νά σᾶς πῶ ὅτι τό φούσκωμα γιά τή νομομάθειά σας δέν σᾶς ἀφήνει νά δεῖτε ὅτι εἶμαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Σεῖς λέτε ὅτι τό ἀντιλαμβάνεσθε αὐτό. Ἀκριβῶς γι' αὐτό ἡ ἀπιστία σας εἶναι ἄξια τῆς ἐσχάτης καταδίκης. Ἐγώ σᾶς ἀπέδειξα κακούς κι ἐσεῖς ὁμολογεῖτε ὅτι εἶστε ἐθελόκακοι.
     Μή νομίσει κανείς ὅτι αὐτή ἡ ἀπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ εἶναι μία τυχαία ἀπόδειξη. Εἶναι κάτι πού δείχνει ὅτι ἡ κρίση πού διεξάγεται προχωρεῖ. Κάθε διαπίστωση δείχνει σέ ποιό σημεῖο ἔφθασε ἡ κρίση πού συντελεῖται. Μετά ἀπό κάθε ἕνα λόγο τοῦ Ἰησοῦ, οἱ φαρισαῖοι δέν ξαναβρίσκουν τήν προηγουμένη εὐκαιρία.
 

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἑρμηνεία εὐαγγελικῶν περικοπῶν, 63-74

Παρασκευή, 31 Μάιος 2024 03:00

Κυρ. Σαμαρείτιδος Ἰω 4,5-42

   samaritissa Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ Κυρίου κίνησε τόν φθόνο τῶν φαρισαίων, καί αὐτός ἀποφεύγοντας νά τούς παροξύνει ἀφήνει τήν Ἰουδαία, ὅπου ἦταν τό κέντρο τῶν φαρισαίων καί φεύγει πρός βορρᾶν, στή Γαλιλαία, ὅπου ἦταν πιό ἤρεμα τά πνεύματα καί οἱ ἄνθρωποι πιό ἁπλοί. Στή μετάβασή του περνᾶ ἀπό τή Σαμάρεια, πού ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἔξω ἀπό τήν ἐθνική ζωή τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ δρόμος αὐτός ἦταν ὁ κυριώτερος καί ὁ πιό συνηθισμένος δρόμος τῶν Ἰεροσολύμων πρός βορρᾶν καί εἰδικά γιά τόν Ἰησοῦ ἦταν καί ὁ πιό ἀσφαλής. Περνώντας ἀπό τήν Σαμάρεια γίνεται ἡ συνάντησή του μέ τή Σαμαρείτισσα. Στήν περικοπή πού θά μελετήσουμε ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του στή Σαμαρείτισσα καί τούς συμπολίτες της.

Λέξεις:

5.  Πλησίον τοῦ χωρίου = κοντά στήν τοποθεσία

6.  πηγή = πηγάδι

    κεκοπιακώς = κουρασμένος

    ἐκαθέζετο οὕτως = καθόταν ἔτσι ὅπως ἦταν

    ἀντλῆσαι ὕδωρ = γιά νά βγάλει νερό

8.  ἀπεληλύθεισαν εἰς τήν πόλιν = εἶχαν πάει στήν πόλη.

9.  οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις = γιατί δέν χρησιμοποιοῦν τό ἴδιο

     ἀγγεῖο οἱ Ἰουδαῖοι μέ τούς Σαμαρεῖτες.

10. εἰ ᾔδεις = ἄν ἤξερες

     σύ ἄν ᾔτησας αὐτόν = θά τοῦ ζητοῦσες ἐσύ

     ὕδωρ ζῶν = νερό τρεχούμενο, φρέσκο

11. ἄντλημα = κουβᾶς

12. καί τά θρέμματα αὐτοῦ = καί τά ζῶα του

14. ἁλλομένου = πού ἀναβλύζει

15. ἐνθάδε = σ’ αὐτό τό μέρος, ἐδῶ

19. θεωρῶ = καταλαβαίνω

22. ὅ οὐκ οἴδατε = αὐτό πού δέν γνωρίζετε

25. ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα = θά μᾶς τά ἀναγγείλει ὅλα

27. ἐπί τούτῳ = ἐκείνη τήν ὥρα

     ἐθαύμασαν = ἀπόρησαν

28. τήν ὑδρίαν αὐτῆς = τή στάμνα της

29. δεῦτε ἴδετε = ἐλᾶτε νά δεῖτε.

31. ἠρώτων αὐτόν = τόν παρακαλοῦσαν

32. ἐγώ βρῶσιν ἔχω = ἐγώ ἔχω φαγητό

35. ἐπάρατε = σηκῶστε

     θεάσασθε τάς χώρας = κοιτᾶξτε τά χωράφια

36. συνάγει = συγκεντρώνει

  

     4,4. ῎Εδει δέ αὐτόν διέρχεσθαι διά τῆς Σαμαρείας.

    διά τῆς Σαμαρείας: Ἡ Σαμάρεια ἦταν μεγάλη περιοχή τῆς Παλαιστίνης, ἴση περίπου μέ τή Θράκη, μεταξύ Ἰουδαίας καί Γαλιλαίας, μέ πρωτεύουσα τήν πόλη Σαμάρεια. Οἱ Σαμαρεῖτες ἦταν Ἰουδαῖοι στήν καταγωγή. Ὅταν ὅμως οἱ Ἀσσύριοι κατέκτησαν τήν περιοχή τους, πῆραν πάρα πολλούς στή βαβυλώνιο αἰχμαλωσία καί γιά νά ἀντικαταστήσουν αὐτούς πού πῆραν στή Βαβυλώνα ἔφεραν καί ἐγκατέστησαν στή Σαμάρεια πέντε εἰδωλολατρικά ἔθνη. Διάφορα γεγονότα, πού τά διηγοῦνται τά βιβλία Δ’ Βασιλειῶν καί Β’ Παραλειπομένων, ἔκαναν τά ἔθνη αὐτά νά λατρεύουν μαζί μέ τά εἴδωλά τους καί τόν ἀληθινό Θεό τοῦ Ἰσραήλ καί νά δεχθοῦν ἀπό τή Γραφή μόνο τήν Πεντάτευχο. Ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπό τή βαβυλώνιο αἰχμαλωσία οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ Σαμαρεῖτες δέν ἔγιναν δεκτοί στήν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ. Γι’ αὐτό ἔκτισαν δικό τους ναό στό ὄρος Γαριζίν. Πῆραν καί ἕναν ἀποστάτη Ἰουδαῖο ἱερέα καί τόν ἔκαναν ἀρχιερέα στόν ναό τους καί ἔκαναν ἐκεῖ τά θρησκευτικά τους καθήκοντα. Οἱ Ἰουδαῖοι τούς ὑποτιμοῦσαν σάν μαγαρισμένους, αὐτοί ὅμως ἤθελαν πολύ νά θεωροῦνται γνήσιοι Ἰουδαῖοι. Ἰσχυρίζονταν μάλιστα ὅτι εἶχαν γενάρχες τόν Ἐφραίμ καί τόν Μανασσῆ, τά παιδιά τοῦ Ἰωσήφ. Ὅτι ἦταν ἀλλογενεῖς οἱ Σαμαρεῖτες φαίνεται καί ἀπό τά λόγια τοῦ Χριστοῦ (βλ. Μθ 10,5· Λκ 17,18). Κι ὅμως αὐτό δέν ἐμποδίζει τόν Κύριο νά περάσει ἀπό τή Σαμάρεια καί μάλιστα ν’ ἀνοίξει συζήτηση μέ μία Σαμαρείτισσα καί ἔτσι νά σώσει καί αὐτήν καθώς καί πολλούς συμπατριῶτες της.

    4,5. ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὅ ἔδωκεν ᾿Ιακώβ ᾿Ιωσήφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ·

    Συχάρ: Ὁ ἱστορικός Εὐσέβειος λέει γιά τήν πόλη αὐτή ὅτι βρισκόταν στόν δρόμο ἀπό τήν Ἰουδαία πρός τήν Γαλιλαία πρίν ἀπό τή Συχέμ. Σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ κοντά ἡ κωμόπολη Ἀσκάρ.

    4,6. Ἦν δέ ἐκεῖ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ. ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεί ἕκτη.

    ἦν δέ ἐκεῖ πηγή τοῦ Ἰακώβ: Τό πηγάδι τό εἶχε ἀνοίξει ὁ Ἰακώβ καί τό κληροδότησε ἔπειτα στόν Ἰωσήφ. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρονται πολλά τέτοια πηγάδια τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Λώτ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ κτλ. Τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ βρέθηκε μέ τίς ἀνασκαφές. Βρίσκεται 1,5 χιλιόμετρο ἔξω ἀπό τόν μεγάλο δρόμο τῆς Σαμάρειας τόν ὁποῖο βάδιζε ὁ Ἰησοῦς.

    κεκοπιακώς: Ὁ Ἰησοῦς σάν τέλειος ἄνθρωπος εἶχε ὅλα τά ἀδιάβλητα πάθη τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, δηλαδή πεινοῦσε, νύσταζε, κουραζόταν κτλ. Κουρασμένος λοιπόν ἀπό τήν ὁδοιπορία, ξέκλινε λίγο ἀπό τόν δρόμο καί στάθηκε στό πηγάδι νά ξεκουραστεῖ.

    ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῇ πηγῇ: Κάθισε ὅπως ἦταν, δηλαδή χωρίς κανένα κάθισμα ἤ στρωσίδι. Αὐτό δείχνει τήν ἁπλότητά του.

    ὥρα ἦν ὡσεί ἕκτη: Οἱ Ἑβραῖοι μετροῦσαν τίς ὧρες ἀπό τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου. Ἡ δική μας ὥρα 6 π.μ. ἦταν γι’ αὐτούς ἡ πρώτη ὥρα. Ἕκτη ὥρα ἦταν ἡ 12η μεσημβρινή.

    4,7. Ἔρχεται γυνή ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν.

    Τό «ἐκ τῆς Σαμαρείας» δέν σημαίνει ὅτι ἡ γυναίκα ἦρθε ἀπό τήν πόλη Σαμάρεια, ἀλλά ὅτι ἦταν ἀπό τήν περιοχή τῆς Σαμαρείας, δηλαδή ντόπια καί ὄχι ξένη.

    Γιατί ἡ γυναίκα αὐτή ἦρθε νά πάρει νερό ἀπό μιά τόσο μακρινή πηγή, ἀφοῦ ὁπωσδήποτε θά ὑπῆρχε πηγή καί μέσα στό χωριό, δέν ξέρουμε. Ἴσως βρισκόταν ἔξω στά χωράφια γιά δουλειές καί γυρνώντας στό σπίτι της ἦρθε νά πάρει νερό. Ἴσως πάλι νά διάλεξε ἕνα τόσο μακρινό πηγάδι καί μιά τέτοια μεσημεριάτικη ὥρα, πού ὁ καυτερός ἥλιος ἐμποδίζει τούς ἀνθρώπους νά κυκλοφοροῦν ἔξω, γιατί δέν ἤθελε νά τήν βλέπουν πολλοί καί νά τήν σχολιάζουν γιά τή ζωή της πού δέν ἦταν ἠθική.

    4,9. λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνή ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σύ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικός Σαμαρείτιδος; οὐ γάρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις.

    Ἡ Σαμαρείτισσα ξαφνιάζεται πού ὁ Ἰησοῦς τῆς ζητᾶ νερό, γιά δύο λόγους:

    α) Τόν ἕνα τόν ἀναφέρει ἀμέσως στή συνέχεια ὁ εὐαγγελιστής· οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. Οἱ Ἰουδαῖοι ἀπέφευγαν ἀκόμη καί νά χρησιμοποιοῦν τά σκεύη πού χρησιμοποίησε κάποιος Σαμαρείτης, ἀπέφευγαν δηλαδή κάθε οἰκειότητα μέ τούς Σαμαρεῖτες, γιατί ὅπως εἴπαμε τούς θεωροῦσαν μαγαρισμένους. Ἤξερε ἡ Σαμαρείτισσα ὅτι ἕνας Ἰουδαῖος θά προτιμοῦσε νά σκάσει ἀπό δίψα, ὅπως θά λέγαμε, παρά να πιεῖ ἀπό τό ἀγγεῖο μιᾶς Σαμαρείτισσας. Ὅτι ἦταν Ἰουδαῖος ὁ Ἰησοῦς μποροῦσε νά τό καταλάβει ἀπό τά ροῦχα του καί τήν προφορά του.

    β) Γιατί ἦταν γυναίκα. Οἱ ραββῖνοι περιφρονοῦσαν πολύ τή γυναίκα. Τό νά ἀσχολεῖται ραββῖνος μέ γυναίκα τό θεωροῦσαν πολύ ἀνάξιο τῆς ἰδιότητάς του. Σώζονται πολλά σχετικά ραββινικά ἀποφθέγματα: Μή συζητᾶς μέ γυναίκα. Στό δρόμο μή παρατείνεις συζήτηση μέ γυναίκα, οὔτε καί μέ τή σύζυγό σου. Καλύτερα νά καοῦν οἱ λόγοι τῆς τορά (= τοῦ νόμου), παρά νά παραδοθοῦν σέ γυναίκα. Οἱ γυναῖκες εἶναι ἀνεπίδεκτες θρησκευτικῆς μαθήσεως. Ἄν ἄνδρας συνομιλεῖ μέ γυναίκα, βλάπτει τόν ἑαυτό του, ἀπομακρύνεται ἀπό τόν νόμο καί κληρονομεῖ τή γέενα. Ἀκόμη καί οἱ μαθητές ἔνιωσαν κατάπληξη ὅταν εἶδαν τόν Ἰησοῦ νά συζητᾶ μέ γυναίκα.

    4,10. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καί εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ, καί τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σύ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καί ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.

    Ἡ ἀπάντηση τῆς Σαμαρείτισσας στόν Ἰησοῦ, πού τῆς ζήτησε νερό, ἔδειχνε καθαρά τήν ἀπροθυμία της. Δέν εἶχε καμία διάθεση νά τοῦ δώσει νερό. Ἀλλά ὁ Κύριος μέ καλωσύνη συνεχίζει τή συζήτηση ἀποκαλύπτοντάς της ὅτι ἔχει νά τῆς δώσει αὐτός ἕνα ἀνώτερο νερό. Ἡ ἀπάντησή του δείχνει στή Σαμαρείτισσα ὅτι ὁ Ἰουδαῖος αὐτός τόν ὁποῖο ἔβλεπε μπροστά της, δέν εἶχε καμία σχέση μέ τούς ραββινικούς ἀφορισμούς, οἱ ὁποῖοι δημιουργοῦσαν μία καταπιεστική ἀτμόσφαιρα στήν ψυχή κάθε Σαμαρείτη. Τήν κάνει νά αἰσθάνεται ἄνετα μαζί του.

    ὕδωρ ζῶν: Σημαίνει φρέσκο νερό καί τρεχούμενο νερό σέ ἀντίθεση πρός τό στεκούμενο καί παλιό. Ὁ Χριστός λέει τή φράση μέ μεταφορική ἔννοια, ἀλλά ἡ Σαμαρείτισσα νομίζει ὅτι μιλάει γιά κάποιο νερό πού εἶναι καλύτερο στήν ποιότητα ἀπό τό νερό τῆς πηγῆς τοῦ Ἰακώβ.

    4,11. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καί τό φρέαρ ἐστί βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τό ὕδωρ τό ζῶν;

    Τό «κύριε» δέν σημαίνει ὅτι ἡ Σαμαρείτισσα ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦ Κύριο. Δέν εἶναι ἐκεῖνο τό «Κύριε» μέ τό ὁποῖο ἀποκαλοῦμε τόν Χριστό. Εἶναι τό «κύριε» πού λέμε καί μεῖς σήμερα ὅταν ἀπευθυνόμαστε σέ κάποιον· κύριε Θωμᾶ, κύριε Ἰωάννη, κτλ.

    4,15. Λέγει πρός αὐτόν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ, ἵνα μή διψῶ μηδέ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν.

    Ἡ Σαμαρείτισα νόμισε ὅτι τό ὕδωρ τό ζῶν γιά τό ὁποῖο τῆς μιλᾶ ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἴσως μιά μαγική πηγή ἀπό τήν ὁποία ἀναπηδᾶ δροσερό νερό, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἰδιοκτήτη. Γι’ αὐτό καί μέ λαχτάρα ζητᾶ νά τῆς δώσει ὁ Κύριος αὐτό τό σπουδαῖο νερό, μέ τήν ἀφελέστατη δικαιολογία ὅτι δέν θά εἶναι πιά ἀναγκασμένη νά ἔρχεται στήν πηγή τοῦ Ἰακώβ γιά νά παίρνει ἀπό κεῖ νερό. Θά ἔχει τή βρύση μές στό σπίτι της. Ἀπό τά λόγια της αὐτά φαίνεται πόσο ἀμαθής καί ἁπλοϊκή ἦταν.

    4,18. Πέντε γάρ ἄνδρας ἔσχες, καί νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθές εἴρηκας.

    Ἡ Σαμαρείτισσα αὐτή φαίνεται ὅτι ἐκτός ἀπό τήν ἀφέλειά της εἶχε καί ἀνήθικη ζωή, τήν ὁποία ξεσκεπάζει ὁ Κύριος. Τό ξεσκέπασμα αὐτό γίνεται μέ πολύ ἤπιο καί εὐγενικό τρόπο. Παρόλο πού δέν ὑπάρχουν μπροστά ἄλλα πρόσωπα, ὁ Κύριος μιλᾶ στή γυναίκα μέ λεπτότητα καί εὐγένεια.

    4,19. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ.

    Ἡ Σαμαρείτισσα δέν ταράσσεται πού ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τή βρώμικη ζωή της, ἀλλά μέ ὅλη τήν ἀφέλειά της ὁμολογεῖ ἀμέσως ὅτι ὁ συνομιλητής της εἶναι προφήτης. Ἡ ὁμολογία της εἶναι συγχρόνως καί μία ὁμολογία τῆς ἀθλιότητός της. Εἶναι σάν νά λέει: Ναί, Κύριε, εἶμαι τέτοια ὅπως μέ βλέπεις, μιά διεφθαρμένη γυναίκα.

    4,20. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καί ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἰεροσολύμοις ἐστίν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.

    Μόλις κατάλαβε ἡ Σαμαρείτισσα ὅτι ἔχει μπροστά της ἕνα προφήτη, ρωτᾶ γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καί μία γυναίκα κατωτάτης διανοητικῆς καί ἠθικῆς ὑποστάθμης τήν ἀπασχολεῖ ἕνα τόσο ὑψηλό πνευματικό θέμα· πῶς καί ποῦ πρέπει νά λατρεύουμε τόν Θεό. Ἄν καί ὁ ἄνθρωπος μέ τόν ὁποῖο μιλάει εἶναι ἀλλόφυλος καί ἀντίπαλος, ἐπειδή ἔχει προσωπική ἐμπειρία γιά τήν ὑπερφυσική του δύναμη (τῆς ἀποκάλυψε τή ζωή της), τόν ἀναγνωρίζει σάν προφήτη καί ζητᾶ τή γνώμη του γιά τό πνευματικό θέμα πού τήν ἀπασχολοῦσε.

    4,22. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν.

    ὑμεῖς προσκυνεῖτε … οἴδαμεν: Τό νόημα τῶν λέξεων αὐτῶν εἶναι· Σεῖς δέν ξέρετε τί πιστεύετε, ἐμεῖς ξέρουμε τί πιστεύουμε. Πολλοί αἱρετικοί, καί μάλιστα οἱ ἀρειανοί, ἐπειδή ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς βάζει τόν ἑαυτό του μέσα σέ κείνους πού προσκυνοῦν τόν Θεό, ὑποστήριξαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν μόνον ἄνθρωπος. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι σωστό, γιατί ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς δέν μιλάει σάν υἱός τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού δέν φαντάζεται κἄν ἡ Σαμαρείτισσα. Μιλάει σάν ἕνας ἁπλός Ἰουδαῖος, ἀφοῦ ἔτσι τόν ἔβλεπε ἡ γυναίκα. Κι ἄλλες φορές μέσα στήν Ἁγία Γραφή ὁ Κύριος δέν κάθεται νά ἐξηγήσει ποιός πράγματι εἶναι, ἀλλά μιλᾶ «κατά τήν ὑπόνοιαν τῶν ἀκουόντων», ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, δηλαδή ὅπως τόν βλέπουν οἱ ἀκροατές του.

    ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν: Φυσικά ἡ Σαμαρείτισσα δέν μποροῦσε νά φαντασθεῖ ὅτι αὐτός μέ τόν ὁποῖο μιλᾶ εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου πού ἀνέτειλε ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα. Μποροῦσε ὅμως νά καταλάβει ὅτι ἡ μόνη θρησκεία ἡ ὁποία εἶχε τή δύναμη νά σώσει τούς ἀνθρώπους ἦταν ἐκείνη τήν ὁποία πῆραν οἱ Σαμαρεῖτες ἀπό τούς Ἰουδαίους. Κι αὐτό τῆς λέει ὁ Κύριος. Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι ὅτι ἀφοῦ μέχρι στιγμῆς οἱ διδάσκαλοι τῆς ἀλήθειας γιά τή σωτηρία εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι, αὐτοί ξέρουν τί πιστεύουν καί αὐτῶν ἡ γνώμη γιά τή λατρεία εἶναι ἔγκυρη.

    4,25. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.

    οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται: Οἱ Σαμαρεῖτες ἤξεραν ὅτι θά ἔλθει ὁ Μεσσίας ἀπό τήν Πεντάτευχο (Γέ 49,10· Λε 10,15· Ἀρ 24,17). Κι αὐτή ἀκόμη ἡ ἀφελής καί ἁμαρτωλή γυναίκα ἤξερε τή Γραφή καί περίμενε τόν Μεσσία.

    Ἡ λέξη Μεσσίας ἀναφέρεται δύο φορές στήν Καινή Διαθήκη: Στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο· μία φορά στή συνάντηση Ἰησοῦ καί Ναθαναήλ καί μία φορά ἐδῶ. Καί στίς δύο φορές ὁ εὐαγγελιστής τήν ἑρμηνεύει μέ τό «Χριστός». Πράγματι, Μεσσίας στά ἑβραϊκά θά πεῖ Χριστός δηλαδή χρισμένος. Στήν Παλαιά Διαθήκη χριστοί ἦταν οἱ προφῆτες, οἱ βασιλεῖς καί οἱ ἀρχιερεῖς. Χρίονταν μέ λάδι ὅταν ἀνελάμβαναν τό ἀξίωμά τους. Στήν Καινή Διαθήκη ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός καί συγκεντρώνει στό πρόσωπό του και τά τρία μεγάλα ἀξιώματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

    4,26. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.

    Ἡ ἁπλοϊκή Σαμαρείτισσα εἶναι τό μοναδικό πρόσωπο στό ὁποῖο τόσο ξεκάθαρα ἀποκαλύπτεται ὁ Ἰησοῦς.

     4,32. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.

     Οἱ μαθητές παρακαλοῦν τόν κουρασμένο καί νηστικό δάσκαλο νά φάει. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς πού ξέρει ὅτι σέ λίγο θά καταφθάσουν οἱ κάτοικοι τῆς Συχάρ δέν θέλει νά τόν βροῦν νά τρώει. Πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος νά σπείρει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέει στούς μαθητές του· «ἐμόν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον». Εἶναι σάν νά λέει: Σέ 10 λεπτά θά γεμίσει ὁ τόπος αὐτός ἀπό κόσμο, στόν ὁποῖο πρέπει νά κηρύξω καί σεῖς μοῦ λέτε νά φάω; Ἀφῆστε νά κηρύξω πρῶτα, πρᾶγμα πού εἶναι ἡ κύρια ἀποστολή μου καί ἀναγκαιότερο τοῦ φαγητοῦ=, καί ἔπειτα τρώω.

    4,35-38. οὐχ ὑμεῖς λέγετε … εἰσεληλύθατε: Παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τό περι­στατι­κό τῆς Σαμαρείτισσας ὁ Ἰησοῦς ἀναφέρει μερικούς γενικούς κανόνες πού ρυθμίζουν τήν ἱεραποστολική ζωή καί δράση γενικά.

    Δέν χρειάζεται νά ἐξετάσουμε σχολαστικά ποιοί εἶναι οἱ «σπείροντες» καί ποιοί οἱ «θερίζοντες».

    4,40. Ὡς οὖν ἦλθον πρός αὐτόν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτόν μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς· καί ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.

    ἠρώτων αὐτόν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς: Οἱ Σαμαρεῖτες ἦρθαν στόν Χριστό παρακινημένοι ἀπό τήν πρόσκληση τῆς Σαμαρείτισσας. Ἐδῶ ὅμως φαίνεται ὅτι εἶχαν καί οἱ ἴδιοι ἐνδιαφέρον, γι’ αὐτό καί τοῦ ζητοῦν νά μείνει νά τούς διδάξει.

     Τά κυριώτερα νοήματα

    1. Ὁ Θεός εἶναι ἀσύλληπτος καί ἡ λατρεία του πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη. Ἀπό τή διήγηση τοῦ εὐαγγελίου φαίνεται ὅτι ἡ ἀμάθεια καί ἡ ἁπλοϊκότητα τῆς Σαμαρείτισσας βρίσκονταν στό κατώτατο ἐπίπεδο. Μπροστά σέ μιά τέτοια ἀφέλεια θά ἀπελπιζόταν καί ὁ πιό ὑπομονετικός διδάσκαλος. Κι ὅμως ὁ Ἰησοῦς αὐτό τό πρόσωπο διάλεξε γιά νά τοῦ μεταδώσει τήν πιό ὑψηλή διδασκαλία γιά τή φύση τοῦ Θεοῦ καί τή λατρεία. Τά μεγάλα μαθήματα πού ἀποκαλύπτει ὁ Ἰησοῦς στή Σαμαρείτισσα εἶναι:

    α. Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ: Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα. Δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ὕλη καί μέ τίς συνθῆκες πού ἐπηρεάζουν τήν ὕλη, δηλαδή χῶρο, χρόνο κτλ. Αὐτό γιά τήν ἐποχή ἐκείνη πού οἱ ἄνθρωποι πίστευαν στά εἴδωλα καί πού καί αὐτός ὁ ἀληθινός Θεός τῶν Ἰουδαίων περιοριζόταν μόνο στόν ἰσραηλιτκό λαό, ἦταν μία θεϊκή ἀποκάλυψη.

    β. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ: Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα, ἀνάλογη πρέπει νά εἶναι καί ἡ λατρεία του. Δέν μπορεῖ νά ἱκανοποιεῖται ἀπό θυσίες ζώων ἤ καί ἀνθρώπων, οὔτε ἀπό τήν προσφορά ὑλικῶν πραγμάτων. Ζητᾶ ὁ Θεός λατρεία πνευματική, «ἐν πνεύματι». Ἀκόμη, ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ πρέπει νά γίνεται «ἐν ἀληθείᾳ», δηλαδή μέ τόν ἀπολύτως ὀρθό τρόπο. Ἡ λατρεία τῶν Σαμαρειτῶν ἦταν εἰδωλολατρική, ἐσφαλμένη. Ἡ λατρεία τῶν Ἰουδαίων ἦταν βέβαια ἀληθινή στήν ἀρχή, ἀφοῦ ὁ Θεός τήν ὅρισε, ἀλλά ἦταν προσωρινή καί εἶχε καταντήσει καί τυπική. Ὁ νέος τρόπος λατρείας τόν ὁποῖο διδάσκει ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀπόλυτα σωστός.

    γ. Ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο: Ὁ Θεός, πού εἶναι πνεῦμα, εἶναι καί Πατήρ. Δέν εἶναι ξένος πρός τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἔχει μαζί τους μία τόσο στενή καί τόσο τρυφερή σχέση. Τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι πατέρας μας ἔχει συνέπειες στήν καθημερινή μας ζωή:

    Ι. Μᾶς ἐνθαρρρύνει στίς δυσκολίες. Ἄν ὁ φυσικός πατέρας φροντίζει καί ἐνδιαφέρεται γιά τά παιδιά του, πόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ φροντίδα καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ πολυεύσπλαγχνου οὐράνιου πατέρα μας!

    ΙΙ. Μᾶς ἐμπνέει νά ἐντείνουμε τόν ἀγώνα μας γιά νά εἶναι ἡ ζωή μας τέτοια πού πρέπει νά εἶναι ἡ ζωή τῶν παιδιῶν ἑνός τέτοιου πατέρα.

    Ἄλλα νοήματα

    1. Προσωπική πνευματική ἐμπειρία: Τά λόγια τῶν Σαμαρειτῶν «οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν· αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν, καί οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός», ἐκφράζουν ἕνα βασικό νόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἔχει βέβαια μεγάλη ἀξία τό κήρυγμα. Ὅταν μάλιστα ὁ κήρυκας εἶναι φλογερός καί πιστός, ἔχει τή δύναμη νά συναρπάζει, νά συγκινεῖ. Ἀλλά καί τό πιό δυνατό κήρυγμα μπορεῖ νά διαψευσθεῖ ἀπό ἕνα ἄλλο ἀντίθετο. Ὅσα καί ἄν ἀκούσει κανείς γιά τόν Χριστό, ὅσο καί ἄν ἐνθουσιασθεῖ ἀπό τά λόγια τῶν ἄλλων, εἶναι ἀνάγκη νά ἀποκτήσει δική του προσωπική ἐμπειρία, γιατί αὐτή κανείς δέν μπορεῖ νά τή διαψεύσει. Πρέπει νά γευθεῖ καί νά ὁμολογήσει μόνος του ὁ καθένας ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος». Γι’ αὐτό καί στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, καί ἡ σωτηρία συντελεῖται μέ τήν προσωπική γνωριμία καί ἕνωση μαζί του. Αὐτή ἡ προσωπική ἐμπειρία ἦταν ἡ δύναμη πού κίνησε τούς ἀποστόλους στό κήρυγμα, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος· «οὐ γάρ σεσοφισμένοις μύθοις … μεγαλειότητος» (Β΄Πέ 1,16).

    Ἄν δέν ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ἄν δέν γίνουμε ἕνα μαζί του ἐφαρμόζοντας τόν λόγο του καί ζώντας τά μυστήριά του, δέν εἶναι δυνατόν νά ζήσει ὁ Χριστός στήν καρδιά μας, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τόν γνωρίσαμε.

    2. Ἡ θεία χάρις: Σέ λίγη ὥρα ἡ Σαμαρείτισσα, μία ἀμαθής καί ἁπλοϊκή γυναίκα, γίνεται μάρτυρας τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί εὐαγγελίστρια τῶν συμπολιτῶν της. Ἡ ἀλλαγή της αὐτή εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό θά ποῦμε δυό λόγια σήμερα γιά τή χάρη. Στόν φυσικό κόσμο ὑπάρχουν τεράστιες δυνάμεις, μία ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ὁ ἠλεκτρισμός. Τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἠλεκτρισμός δέν μπόρεσε κανείς νά ὁρίσει. Τά θαυμαστά ὅμως ἀποτελέσματα τοῦ ἠλεκτρισμοῦ μαρτυροῦν τήν παρουσία του. Ἔτσι καί στόν πνευματικό κόσμο λειτουργοῦν ἀσύλληπτες καί ἀνεξερεύνητες δυνάμεις, τίς ὁποῖες μελετοῦμε ἀπό τά ἀποτελέσματά τους. Μιά τέτοια δύναμη εἶναι καί ἡ χάρη. Τήν χρησιμοποιοῦμε καί σήμερα. Ὅταν ζητοῦμε κάτι ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, τοῦ λέμε «κάνε μου τή χάρη», ἤ ὅταν μιλοῦμε γιά κάποιον φυλακισμένο πού ἀμνηστεύθηκε λέμε ὅτι «πῆρε χάρη». Στήν Ἁγία Γραφή τό νόημα τῆς λέξεως «χάρις» εἶναι πολύ πιό πλούσιο. Χάρις εἶναι ἡ ἀγάπη τήν ὁποία δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο χωρίς ἐκεῖνος νά τό ἀξίζει. Ἕνας πατέρας εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἀγαπᾶ τό παιδί πού γέννησε, ἐφ’ ὅσον αὐτό παραμένει παιδί του. Ἄν ὅμως ἀποδειχθεῖ ἀνάξιο τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα, ἁρπάξει τήν περιουσία του καί ἀπομακρυνθεῖ καί γίνει ἐχθρός του, τότε ὁ πατέρας δέν ἔχει καμία ὑποχρέωση ἀπέναντί του. Ἄν ἐξακολουθήσει νά τό ἀγαπᾶ, αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι χάρις. Καί μᾶς ὁ Θεός πατέρας μας μᾶς ἀγαπάει μετά ἀπό τόσες παραβάσεις καί ἀποστασίες. Αὐτή ἡ ἀγάπη του εἶναι χάρις.

    Μιλώντας γιά τή χάρη ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στή Σαμαρείτισσα, τήν παραβάλλει μέ τό νερό τῆς πηγῆς. Πράγματι, ὑπάρχουν μερικές ὁμοιότητες ἀνάμεσα στό νερό καί στή χάρη.

    * Τό νερό εἶναι ἡ βάση γιά νά ἀρχίσει, νά συντηρηθεῖ καί νά αὐξηθεῖ ἡ ζωή τοῦ φυτικοῦ καί τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου. Καί ἡ χάρη εἶναι ἡ αἰτία πού μᾶς ὁδηγεῖ καί μᾶς κατευθύνει καί μᾶς συγκρατεῖ στήν πνευματική ζωή.

    * Τό νερό κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό καί ἀπορροφᾶται ἀπό τή γῆ, γιά νά δώσει τά θαυμαστά ἀποτελέσματα στή ζωή καί τή λειτουργία τῶν φυτῶν. Καί ἡ χάρη ἐξαποστέλλεται ἀπό τόν ἐπουράνιο πατέρα μας καί ἐνεργεῖ μέσα στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας. Γιά νά τό καταλάβετε καλύτερα ἀναφέρω τήν ἑξῆς εἰκόνα: Βλέπουμε στόν οὐρανό μιά κόκκινη φωτιά ἀπό τήν ὁποία βγαίνει ἕνα ἄσπρο σύννεφο, τό ὁποῖο πέφτει στή γῆ ἄλλοτε σάν βροχή, ἄλλοτε σάν δύναμη καί ἄλλοτε σάν φῶς καί τή λούζει. Ἔτσι ἡ ἄγονη γῆ βλασταίνει λουλούδια καί δίνει καρπούς. Ἐξηγῶ τό παράδειγμα. Ἡ φωτιά εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μιά ἀγάπη φλογερή, πλατειά, ἀσύλληπτη. Τό ἄσπρο σύννεφο εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία χαριστικά μᾶς δίνει, ἐνῶ δέν τήν ἀξίζουμε. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στή ζωή μας σάν βροχή. Εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού μᾶς δροσίζει, μᾶς καθαρίζει, μᾶς δυναμώνει καί μᾶς φωτίζει. Ἔτσι ἀποδίδουμε πνευματική καρποφορία· τήν εἰρήνη, τή χαρά τῆς ψυχῆς, τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό.

    * Τό νερό σβήνει τή δίψα, καί ἡ χάρη ἱκανοποιεῖ τούς πόθους τῆς ταραγμένης ψυχῆς μας.

    Ἀλλά ὁ παραλληλισμός τῆς χάριτος μέ τό νερό δέν ἐξαντλεῖ ὅλες τίς ἰδιότητές της, γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος προσθέτει τίς διαφορές πού ὑπάρχουν ἀνάμεσα στό νερό καί στή χάρη: «πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὅς δ’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ … γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ἰω 4,13-14).

    Πλούτη, δόξες, πολυτέλειες, τιμές, κατακτήσεις, ἡδονές καί ὅλα τά ἐφήμερα ἀγαθά μοιάζουν μέ τό νερό. Δέν ἔχουν τή δύναμη νά σβήσουν τή βαθειά δίψα γιά τήν αἰώνια εὐτυχία. Στή δίψα αὐτή ἀπαντᾶ μόνο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρη ἀκόμη ἔχει τή δύναμη νά ξεπερνᾶ τά πιό δύσκολα ἐμπόδια. Ἕνα παράδειγμα μᾶς δίνει ἡ περικοπή πού μελετήσαμε. Ἡ Σαμαρείτισσα ἦταν πλανεμένη πνευματικά, εἰδωλολάτρις, ἀλλά καί ἠθικά παραστρατημένη. Καί ὅμως, ἀπό τή στιγμή πού δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄλλος ἄνθρωπος. Φωτίζεται, ἀλλάζει ἡ ἴδια καί γίνεται εὐαγγελίστρια γιά νά μεταφέρει τό μήνυμα τῆς σωτηρίας καί στούς ἄλλους. Γίνεται ἡ ἁγία Φωτεινή. Τέτοια παραδείγματα ἔχει ἄπειρα νά μᾶς παρουσιάσει ἡ Ἐκκλησία μας. Εἶναι οἱ προφῆτες, ἀπόστολοι, διδάσκαλοι καί πατέρες, ἅγιοι καί ὅσιοι μέ ἐπικεφαλῆς τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τήν ὁποία ὁ ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας μας σ’ ἕνα Χαιρετισμό χαιρετίζει ὡς «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα».

    Ἡ θεία χάρη μέ ἄπειρους τρόπους κατεργάζεται τόν ἁγιασμό καί τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἄς εὐχηθοῦμε νά μήν ἀφήσει ἀσυγκίνητες καί τίς δικές μας ψυχές. Νά τίς ἀγγίσει καί νά τίς μεταμορφώσει μέ τή δύναμη τοῦ εὐαγγελίου, γιά νά μᾶς κάνει καί μᾶς τούς ἴδιους γνωρίσματά της καί νά φαίνεται ἡ δύναμή της πάνω στόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Ἀμήν.

Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Παρασκευή, 24 Μάιος 2024 03:00

Κυρ. Παραλύτου Ἰω 5,1-15

  paralytikos Ἡ Ἐκκλησία μας τήν Δ΄ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα διαβάζει τήν περικοπή τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδά (Ἰω 5,1-15). Ζήτημα δημιουργήθηκε γιά τόν καθορισμό «τῆς ἑορτῆς τῶν Ἰουδαίων», τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν ἀρχή τῆς διηγήσεώς του. Ποιά εἶναι αὐτή «ἡ ἑορτή τῶν Ἰουδαίων», μέ τήν εὐκαιρία τῆς ὁποίας ὁ Ἰησοῦς βρῆκε τόν ἰσραηλιτικό λαό συγκεντρωμένο στά Ἰεροσόλυμα; Ἕνα χειρόγραφο, ὄχι σπουδαῖο, προσθέτει τήν λέξη «τῶν ἀζύμων», καί ἕνα ἄλλο «τῆς σκηνοπηγίας». Αὐτά εἶναι ἑρμηνευτικά γλωσσήματα τοῦ περιθωρίου. Ἀπό τούς ἑρμηνευτές ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι καί οἱ περισσότεροι ἀπό τούς νεωτέρους ἀκολουθοῦν τόν Χρυσόστομο, κατά τόν ὁποῖο ἡ γιορτή ἦταν ἡ Πεντηκοστή. Γι' αὐτό ἴσως καί ἡ Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τά πολύ ἀρχαῖα χρόνια φρόντισε ὥστε σέ μία ἀπό τίς Κυριακές τοῦ Πεντηκοσταρίου νά διαβάζεται καί αὐτή ἡ περικοπή.

    Ἡ σύνταξη τοῦ στίχου 2 φαίνεται ἀνώμαλη στό πρῶτο ἄκουσμα· «Ἔστι δέ ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις, ἐπί τῇ προβατικῇ, κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς ἔχουσα». Τά «προβατικῇ» καί «κολυμβήθρα» δέν βρίσκονται στήν ἴδια πτώση, οὔτε τό «προβατικῇ» εἶναι ἐπίθετο στό «κολυμβήθρα». Τό «προβατικῇ» εἶναι δοτική καί τό «κολυμβήθρα» ὀνομαστική. Τό νόημα τοῦ στίχου εἶναι· «Ἔστι δέ ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις, ἐπί τῇ προβατικῇ (ἐννοεῖται πύλῃ), (μία) κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστί Βηθεσδά».

    Τό ἑβραϊκό ὄνομα τῆς κολυμβήθρας παραδίδεται κατά τέσσερις τρόπους· Βηλζαθά, Βαθζαθά, Βηθσαϊδά καί Βηθεσδά. Οἱ δύο πρῶτες γραφές ὑπάρχουν σέ μεμονωμένα χειρόγραφα, εἶναι ἄγνωστες στήν ἔμμεση παράδοση τοῦ κειμένου καί δέν ὑπάρχουν στήν πραγματικότητα στήν ἀραμαϊκή γλῶσσα. Περισσότερο μαρτυροῦνται στήν χειρόγραφη παράδοση οἱ γραφές Βηθσαϊδά (=οἶκος κολυμβήσεως) καί Βηθεσδά (=οἶκος ἐλέους), κυρίως ἡ δεύτερη, πού ἔχει πολλές καί ἀρχαιότατες μαρτυρίες καί στήν ἔμμεση παράδοση, στά ἔργα δηλαδή τῶν ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ἡ φράση πού ἀκολουθεῖ, «πέντε στοάς ἔχουσα», ἐπεξηγεῖ τήν γραφή «Βηθεσδά». Εἶναι σάν νά λέει· «Οἶκος ἐλέους», δηλαδή νοσοκομεῖο μέ πέντε πτέρυγες.

    Ἡ περικοπή βρίσκεται στήν ἀρχή μιᾶς μεγάλης συνάφειας, ὅπου ὁ εὐαγγελιστής ἐντάσσει τόν πρῶτο μακροσκελῆ λόγο τοῦ Ἰησοῦ πρός τούς Ἰουδαίους. Ἀναφέρει μάλιστα καί τήν πρώτη σοβαρή ἀπόπειρα τῶν Ἰουδαίων νά σκοτώσουν τόν Ἰησοῦ. Μέ τήν ἀφήγηση τῆς θεραπείας ὁ Ἰωάννης ἔχει σκοπό νά δείξει ὅτι ἕνα ἀπό τά κύρια αἴτια γιά τά ὁποῖα «ἐδίωκον τόν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι» ἦταν ἡ κατάλυση τῶν σχολαστικῶν διατάξεων περί Σαββάτου.

    Ἡ σχολαστικότητα τῶν ραββίνων γιά τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶχε φθάσει στίς μέρες τοῦ Χριστοῦ τά ὅρια τοῦ γελοίου. Τό Σάββατο δέν ἐπιτρεπόταν κανείς νά σηκώνει φορτίο. Δέν ἔπρεπε νά φορᾶ παπούτσια μέ καρφιά, διότι τά καρφιά εἶναι βάρος. Ἕνας ἄνθρωπος ἐπιτρεπόταν νά κρατᾶ ἕνα ψωμί, δύο ἄνθρωποι δέν ἐπιτρεπόταν νά κρατοῦν ἕνα ψωμί, διότι αὐτό ἦταν συνεργασία... Ἀλλά γιατί νά ἀνατρέχουμε στίς ραββινικές πηγές, ἀφοῦ καί στό ἴδιο τό εὐαγγέλιο ὁ Ἰησοῦς χαρακτηρίσθηκε «ἁμαρτωλός», διότι ἡμέρα Σάββατο ἔκανε λάσπη μέ τό σάλιο του!

    Ὁ Ἰησοῦς παραβλέποντας ὅλες αὐτές τίς ἀνόητες διατάξεις, πλησίασε τόν παραλυτικό καί τόν ρώτησε· «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;». Ὁ ἄνθρωπος ἦταν παράλυτος 38 ὁλόκληρα χρόνια. Καί «ἐξεδέχετο», ποιός ξέρει πόσα χρόνια, «τήν τοῦ ὕδατος κίνησιν». Παρά τό ὅτι δέν εἶχε ἄνθρωπο νά τόν βοηθήσει, ἐπέμενε νά περιμένει τήν κίνηση τοῦ νεροῦ, διότι ἤλπιζε. Ἡ τόση ἐπιμονή καί ἐλπίδα του δείχνει πόσο καιγόταν ἀπό τόν πόθο νά γίνει ὑγιής. Κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες ἡ ἐρώτηση τοῦ Ἰησοῦ ἦταν μία ἐρώτηση γιά τήν ὁποία ἄλλος στήν θέση τοῦ ἀρρώστου θά ἐξοργιζόταν μέ τόν Ἰησοῦ καί θά νόμιζε ὅτι τόν ἐμπαίζει, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος.

    Ἐντούτοις ὁ παραλυτικός ἀπάντησε ταπεινά· «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν». Δέν εἶπε κἄν «Ναί, θέλω». Ἦταν τόσο εὐνόητο. Ἀλλά εἶπε τό παράπονό του, καί μάλιστα χωρίς πικρόχολη παρατήρηση ἐναντίον τόσων καί τόσων οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς πολλές φορές τόν παραγκώνισαν γιά νά πέσουν στό νερό πρῶτοι. Πολλοί ἑρμηνευτές ὀρθά συμπεραίνουν ἀπό αὐτά ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔδειξε γενικά ταπείνωση καί ἀκακία. Γι' αὐτό ἴσως καί ὁ Ἰησοῦς, πού δοκίμασε μέ τήν ἐρώτησή του τήν ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου, θεράπευσε μόνον αὐτόν ἀπό τόσες δεκάδες καί ἑκατοντάδες ἴσως ἀσθενῶν.

    Ὁ παραλυτικός ἔδειξε στήν συνέχεια καί πίστη. Διότι τό νά ὑπακούσει στήν φωνή ἑνός ἀγνώστου ἀνθρώπου «ἔγειραι, ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει» καί νά ἀποπειραθεῖ νά σηκωθεῖ ἐκτελώντας μία παράλογη ἐκ πρώτης ὄψεως προτροπή, ἦταν ζήτημα πίστεως. Ὁ παραλυτικός σηκώθηκε, πῆρε τόν «κράββατόν» του καί ἔφυγε.

    Ἡ λέξη «κράββατος», πού προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία μακεδονική διάλεκτο, συμπεριλήφθηκε στήν κοινή ἑλληνική καί ἐπικράτησε περισσότερο ἀπό τήν λέξη «κλίνη». Σημαίνει ὅ,τι καί σήμερα. Στούς παπύρους λέγεται «κράββακτος», «κράββατος» καί «κρεββάτι», ὅπως ἀκριβῶς σήμερα.

    Οἱ Ἰουδαῖοι, καί μάλιστα οἱ ἐπίσημοι, βλέποντας τόν θεραπευμένο νά κάνει μία τέτοια δουλειά τό Σάββατο, τόν ἐπέπληξαν· «Σάββατόν ἐστιν, οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τόν κράββατον». Αὐτούσιο ραββινικό ἀπόφθεγμα, ἄν ἐξαιρέσουμε τήν λέξη «κράββατος», ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἀντικατασταθεῖ μέ ὁποιαδήποτε λέξη.

    Ὁ ἄνθρωπος ἀπαντᾶ μέ κάποια ἀπολογητική καί ἐλεγκτική ἤ εἰρωνική ἴσως ἔμφαση. «Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει». Ἦταν σάν νά ἔλεγε· «Αὐτός πού εἶχε τήν δύναμη νά μέ θεραπεύσει, αὐτός μοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά κάνω ὅ,τι κάνω. Σεῖς μέ ποιά ἐξουσία μέ παρατηρεῖτε;». Ἤ «Ἐγώ οὔτε αὐτόν οὔτε ἐσᾶς γνωρίζω. Βλέπω μόνο ὅτι ἐκεῖνος εἶχε τήν ὑπερφυσική δύναμη νά μέ κάνει ὑγιῆ, καί στήν ἐντολή ἐκείνου ὑπακούω». Χαρακτηριστική ἀπάντηση, ἀπ' ὅπου φαίνεται ὅτι ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, ὅταν ἀντιμετωπίζει πολλές ἐντολές, προσέχει νά δεῖ τίνος ἐντολοδότου οἱ ἐντολές ἔχουν ἀντίκρυσμα τά ἀνάλογα ἔργα, καί τίς ἐντολές τῶν ἄλλων τίς θεωρεῖ ἄκυρες.

    Οἱ Ἰουδαῖοι ξαναρωτοῦν ποιός εἶναι αὐτός. Μέ εὐφυΐα παρατηρεῖ ὁ Χρυσόστομος ὅτι στήν ἐρώτησή τους δέν λένε «τίς ἐστιν ὁ ποιήσας σε ὑγιῆ», ὅπως ἀπαιτεῖ καί ἡ ἀκολουθία τοῦ λόγου μετά τήν σχετική ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά «τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει;». Ἀπαξιοῦν νά ποῦν τήν λέξη πού δείχνει τό σημεῖο καί λένε μόνο τήν φράση μέ τήν ὁποία φαίνεται ἡ καταπάτηση τῆς ἐντολῆς.

    Ὁ Ἰησοῦς συναντᾶ κατόπιν τόν πρώην παραλυτικό στό ἱερό καί τοῦ λέει· «Ἴδε ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν τί σοι γένηται». Ἀπό τά λόγια αὐτά συνάγεται ὅτι ἡ αἰτία τῆς παραλυσίας ἦταν κάποια συγκεκριμένη ἁμαρτία ἤ ἁμαρτωλή ζωή. Ὁ Χριστός εἶπε στούς μαθητές του ἄλλοτε ὅτι αἰτία κάθε ἀσθένειας δέν εἶναι ὁπωσδήποτε ἡ προσωπική ἁμαρτία ἤ ἡ ἁμαρτία τῶν γονέων (βλ. Ἰω 9,3). Ἐδῶ ὅμως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι αἰτία εἶναι ἡ προσωπική ἁμαρτία. Ἡ παράλυση, πού ὀφείλεται κυρίως σέ βλάβη τοῦ ἐγκεφάλου, εἶναι δυνατόν νά προέλθει ἀπό διάφορες παθήσεις, ἀλλά καί ἀπό ἀφροδίσια νοσήματα, τά ὁποῖα τότε βέβαια δέν εἶχαν διαγνωσθεῖ, ἀλλά δέν ἦταν ἄγνωστα καί στόν Κύριο.

    Ὁ πρώην παραλυτικός «ἀπῆλθε καί ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτόν ὑγιῆ». Πολλοί σύγχρονοι ἑρμηνευτές φρονοῦν ὅτι ὁ θεραπευμένος παραλυτικός ἐνήργησε ἔτσι ἀπό ἀχαριστία καί κακία, διότι θίχτηκε ἀπό τήν προτροπή τοῦ Ἰησοῦ «μηκέτι ἁμάρτανε». Ἡ ἀνακοίνωση κατά τήν ἄποψη αὐτή ἦταν προδοσία. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή εἶναι καθώς φαίνεται ἀρχαιοτάτη, διότι τήν ἀναφέρει καί ὁ Χρυσόστομος, πού τήν ἀπορρίπτει ὅμως ὡς φαντασιώδη. Ὁ ἄνθρωπος τό ἀνήγγειλε μέ καύχημα μᾶλλον γιά τόν Ἰησοῦ, ὅπως καί στήν πρώτη ἀπάντηση πρός τούς Ἰουδαίους. Ἔχουμε καί πολλές ἄλλες περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες οἱ εὐεργετημένοι ἀπό τόν Ἰησοῦ διαλαλοῦσαν τήν θεραπεία τους στούς Φαρισαίους, ὄχι μόνο ἐρεθίζοντάς τους κατά τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί κάνοντάς το παρά τίς ἐπιπλήξεις του. Ὁ εὐαγγελιστής θέλει νά πεῖ ἁπλῶς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπέφευγε τήν μεγάλη δημοσιότητα, γιά νά μή γίνεται προκλητικός, ὅπως ἐδῶ, πού ἀμέσως μετά τήν θεραπεία «ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ». Τά ἔργα του ὅμως ἔφθαναν στήν ἀντίληψη τῶν ἐχθρῶν του, διότι διαλαλοῦνταν ἀπό τούς ἴδιους τούς εὐεργετημένους. Εἶναι τό «καί ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λκ 19,40).

Σ. Ν. Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές, σελ. 31-38

Τετάρτη, 01 Μάιος 2024 02:00

Κυρ. τοῦ Θωμᾶ Ἰω 20,19-31

  19Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταί συνηγμένοι διά τόν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. 20Καί τοῦτο εἰπών ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας καί τήν πλευράν αὐτοῦ. Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον. 21Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. Καθώς ἀπέσταλκέ μέ ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς. 22Καί τοῦτο εἰπών ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· 23ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. 24Θωμᾶς δέ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς. 25Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθητές· ἑωράκαμεν τόν Κύριον. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τόν δάκτυλόν μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τήν χεῖρά μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ, οὐ μή πιστεύσω. 26Καί μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτώ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταί αὐτοῦ καί Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καί ἔστη εἰς τό μέσον καί εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. 27Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός. 28Καί ἀπεκρίθη Θωμᾶς καί εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου. 29Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες. 30Πολλά μέν οὖν καί ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· 31ταῦτα δέ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

Δύο ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ

   Ἡ περικοπή τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ, Ἰω 20,19–31, περιέχει τό ἱστορικόν δύο ἐμφανίσεων τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ εἰς τούς μαθητάς, τῆς πρώτης ἐμφανίσεως καί τῆς δευτέρας. Ἡ Κυριακή αὐτή εἶναι ἁπλῶς ἡ ἑπομένη Κυριακή ἀπό τοῦ πάσχα. Δεδομένου δέ ὅτι κατά τό πάσχα ἀναγινώσκεται περικοπή τῆς ἀναστάσεως, ἦτο ἑπόμενον κατά τήν Κυριακήν αὐτήν νά ἀναγινώσκεται περικοπή μέ τάς ἐν συνεχείᾳ ἐμφανίσεις, μία ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι καί ἡ ἐμφάνισις εἰς τόν Θωμᾶν. Ἔπειτα ἐκ τῆς παραγράφου αὐτῆς τοῦ ἀναγνώσματος ὠνομάσθη καί ἡ Κυριακή Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, ὅπως ἐκ τῶν ἀναγνωσμάτων ἔλαβον τά ὀνόματα καί αἱ Κυριακαί τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου, τοῦ ἀσώτου, κτλ.
 

   «Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ … Εἰρήνη ὑμῖν». Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἐμφάνισις εἰς τό σύνολον τῶν μαθητῶν. Πρό αὐτῆς ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει τήν ἐμφάνισιν εἰς τήν Μαρίαν τήν Μαγδαληνήν, ἥτις εἶναι καί ἡ πρώτη πασῶν. Ὅπως συνάγεται ἐκ τῶν Εὐαγγελίων, ἡ πρώτη ἐμφάνισις ἔγινεν εἰς τήν Μαγδαληνήν Μαρίαν ἐπί τοῦ μνήματος, ἡ δευτέρα εἰς τήν αὐτήν καί τήν Μαρίαν τοῦ Κλωπᾶ καθ’ ὁδόν, ἡ τρίτη καί τετάρτη εἰς τούς πορευομένους πρός Ἐμμαούς καί εἰς τόν Σίμωνα Πέτρον, καί ἡ πέμπτη, ἡ παροῦσα, εἰς τούς δέκα μαθητές, ἀπουσιάζοντος τοῦ Θωμᾶ. Αὐταί αἱ πέντε ἔγιναν κατά τήν πρώτην ἡμέραν τῆς ἀναστάσεως τήν μίαν τῶν σαββάτων ἤ Κυριακήν. Ἡ πρώτη τό πρωΐ καί ἡ τελευταία «οὔσης ὀψίας».

   Ὁ Χριστός εἰσέρχεται τῶν θυρῶν κεκλεισμένων. Τό σῶμα τῆς ἀναστάσεως δέν ὑπόκειται πλέον εἰς τούς φυσικούς νόμους. Καί δέν δύναται μέν κανείς νά πολυπραγμονήσῃ ἐπί τῆς συστάσεώς του, ἀλλ’ ὅτι εἶναι ἀδέσμευτον ἀπό τούς φυσικούς νόμους καί ἀνώτερον τῆς φθορᾶς, τοῦτο εἶναι βέβαιον. 

   Οἱ μαθηταί ἦσαν συνηγμένοι εἰς μίαν οἰκίαν «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Οἱ μαθηταί ἦσαν μία ὁμάς ξένων ἐκδρομέων προσκυνητῶν, πού ἦλθε διά νά ἑορτάσῃ τό πάσχα εἰς τά Ἰεροσόλυμα καί ἔχασε τόν ἀρχηγόν της, συλληφθέντα, δικασθέντα καί ἐκτελεσθέντα κεραυνοβόλων ἐντός 24 ὡρῶν. Ἦτο φυσικόν νά τρέμουν μήπως ἐν συνεχείᾳ ἡ μῆνις τῶν ἐχθρῶν τοῦ ἀρχηγοῦ των ἐκσπάσῃ καί ἐπ’ αὐτῶν, καί διά τοῦτο ὅλοι ὁμοῦ «ἐζάρωσαν» εἰς μίαν οἰκίαν. Τώρα, τήν ἡμέρα αὐτήν, ἀκούεται ἀπουσία τοῦ σώματος ἐκ τοῦ τάφου, σχέσιν ἔχουσα μέ τήν πρόρρησιν τοῦ Ἰησοῦ ὅτι θά ἀναστηθῇ, μίαν πρόρρησιν πού ἠνάγκασε τούς ἀρχιερεῖς νά ἀσφαλίσουν τόν τάφον, διά νά μή γίνουν δῆθεν θύματα πλάνης καί κακοηθείας τῶν μαθητῶν τοῦ πλάνου ἐκείνου. Τήν ἀπουσίαν τοῦ σώματος ἄλλοι λέγουν ἀνάστασιν, ὅσοι εἶδον τόν ἀναστάντα, καί ἄλλοι κλοπήν τοῦ σώματος ὑπό τῶν μαθητῶν, δηλαδή οἱ ἀρχιερεῖς. Εὐλόγως λοιπόν οἱ μαθηταί ἐφοβοῦντο μήπως καταζητοῦνται ὡς σκευωρήσαντες τήν κλοπήν καί ὑποστοῦν τήν ὀργήν τῶν ἀρχιερέων.
   Μέ ἄφθαστον ἁπλότητα περιγράφεται ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἀναστάντος· «Ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον». Τίποτε ἄλλο. Φαντασθῆτε πῶς περιγράφουν τοιαῦτα καταπληκτικά γεγονότα οἱ σημερινοί λογοτέχναι καί δημοσιογράφοι ἤ οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς τῶν ἀποκρύφων. Πολλή τελετουργία, βερμπαλισμός, ἀναφωνήσεις, ὑπερθετικοί βαθμοί. Μέ τήν ἰδίαν ἁπλότητα περιγράφεται καί ἡ ἀντίδρασις τῶν μαθητῶν· «Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον». Τίποτε ἄλλο.

   Ὁ χαιρετισμός τοῦ ἀναστάντος «Εἰρήνη ὑμῖν» ἦτο ὁ πανάρχαιος καί πασίγνωστος χαιρετισμός τῶν Ἑβραίων. Ὁ Χριστός ὅμως τόν ἔλεγε μέ τόν ἰδικόν του τρόπον· διότι ἤδη κατά τόν μυστικόν δείπνον εἶπεν· «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰω 14,27). Ἔχει καί δίδει ἄλλην εἰρήνην ἄσχετον μέ τήν εἰρήνην τοῦ κόσμου. Μέ τόν χαιρετισμόν αὐτόν ὁ ἀναστάς ἐννοεῖ τήν καταλλαγήν τῆς ἀνθρωπότητος μέ τόν Πατέρα καί τήν ἐσωτερικήν εἰρήνην τῶν καρδιῶν καί τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

   «Καί τοῦτο εἰπών... τόν Κύριον». Καί διά νά πιστοποιήσῃ τήν ταυτότητα τοῦ προσώπου του, τούς ἐπιδεικνύει τάς οὐλάς τῶν πληγῶν εἰς τάς παλάμας καί τήν πλευράν.
   Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι ὁ ἀναστάς Χριστός πάντοτε, καί κατά τάς συναναστροφάς του μέ τούς μαθητάς, ἦτο τελείως γυμνός. Στηρίζονται δέ πρός τοῦτο εἰς δύο εἰδῶν τεκμήρια, ἱστορικά καί θεολογικά. Ἱστορικόν τεκμήριον εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐκαρφώθη ἐπί τοῦ σταυροῦ γυμνός. Ἔπειτα γυμνόν τό σῶμα τοῦ περιετυλίχθη εἰς τά ἐντάφια σπάργανα, τά ὀθόνια καί τοῦ σουδάριον, τά ὁποῖα κατά τήν ἀνάστασιν ἀφῆκεν εἰς τόν τάφον καί τά ὁποία εἶδαν ὄντως ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί αἱ λοιπαί μυροφόροι καί ὁ Πέτρος μέ τόν Ἰωάννην. Ἦτο ἑπόμενον λοιπόν ὁ ἀναστάς νά εἶναι γυμνός.

   Θεολογικόν τεκμήριον εἶναι ὅτι ἡ γύμνωσις εἶναι ἡ κατάστασις ἡ πρέπουσα εἰς τήν ἀφθαρσίαν. Γυμνοί ἦσαν οἱ πρωτόπλαστοι εἰς τόν παράδεισον πρό τῆς πτώσεως, «καί οὐκ ἠσχύνοντο», λέγει ἡ Γραφή. Ὅταν δέν ὑπάρχῃ ἡ ἁμαρτία οὔτε ὡς τάσις οὔτε ὡς σπέρμα, δέν αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τήν ἀνάγκην νά σκεπάσῃ ἑαυτόν μέ ἱματισμόν. Μετά τήν πτῶσιν ἠσθάνθησαν οἱ πρωτόπλαστοι διά πρώτην φοράν τήν γύμνωσίν των ἰδιαζόντως καί τήν ἀνάγκην νά ράψουν περιζώματα μέ φύλλα συκῆς. Τότε καί ὁ Θεός τούς ἔδωκε νά φοροῦν χιτῶνας δερματίνους. Ὁ Ἰησοῦς μέ τήν ἀνάστασίν του εἰσήγαγε τό ἀνθρώπινον σῶμα εἰς τόν παράδεισον, ὅπου οὐδεμία ἀνάγκη ἱματισμοῦ ὑπάρχει.
   Καί ναί μέν τό σῶμα τῆς ἀναστάσεως τό ἄφθαρτον δέν γνωρίζομεν τί σχῆμα ἔχει, ἀλλά διά τό σῶμα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ γνωρίζομεν ὅτι, εἴτε εἰς τήν πραγματικότητα εἴτε κατ’ οἰκονομίαν, εἶχε ἀκριβῶς τό σχῆμα τοῦ φθαρτοῦ, τόσον μάλιστα, ὥστε νά φαίνωνται καί αἱ πληγαί εἰς τάς παλάμας καί εἰς τάς πλευράς.

   Πῶς ὅμως εἰς τόσας ἐμφανίσεις καί συναναστροφάς ὁ Ἰησοῦς ἦτο γυμνός; Πῶς δύναται κανείς νά φαντασθῇ, ὅτι ἐκεῖ πού ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται εἰς τόν αἰγιαλόν καί ἐν συνεχείᾳ κάθονται καί τρώγουν καί συζητεῖ μέ τόν Πέτρον καί τόν Ἰωάννην καί ἐκεῖ πού ὁμιλεῖ εἰς πεντακοσίους πιστούς ἄνδρας καί γυναῖκας εἰς τό ὕπαιθρον τῆς Γαλιλαίας, ὅτι ἦτο γυμνός; Οἱ πατέρες λέγουν ὅτι τό ἐξ ἀναστάσεως σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἦτο ἐνδεδυμένον τήν «εὐπρέπειαν τῆς ἀφθαρσίας». Ἀναλυτικώτερον, ὅτι τό σῶμα τῆς ἀναστάσεως ἔχει τήν δύναμιν πρῶτα μέν νά φανερώνεται ὅταν θέλῃ, καί νά γίνεται ἄφαντον καί ἀόρατον τοῖς θνητοῖς ὅταν θέλῃ· ἔπειτα δέ νά μή ἐπιτρέπῃ εἰς τούς ὀφθαλμούς τῶν φθαρτῶν σωμάτων νά βλέπουν τήν γύμνωσίν του, ὅπως ὁ ἀναστάς Κύριος συνεζήτει καί ἐδίδασκεν ἐπί ὥρας καθ’ ὁδόν πρός τήν Ἐμμαούς, καί ὅμως δέν ἐπέτρεπεν εἰς τούς συνοδοιπόρους νά ἀναγνωρίσουν ἤ τήν μορφήν του ἤ τήν φωνήν του.
   Ἐδῶ λοιπόν ὁ Ἰησοῦς ἐπιδεικνύει εἰς τούς μαθητάς του τά σημάδια τῶν πληγῶν εἰς τάς παλάμας καί τήν πλευράν. Καί μετά τοῦτο τούς ἀποστέλλει εἰς τήν ἀποστολήν του, τούς δίδει τό ἅγιον Πνεῦμα, καί ἱδρύει τήν Ἐκκλησίαν του.

   «Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς. Καί τοῦτο εἰπών ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται».

   Προβληματίζονται οἱ ἑρμηνευταί, ἄν ἡ ἐπιφοίτησις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔγινε τώρα μέ τό ἐμφύσημα ἤ κατά τήν Πεντηκοστήν. Ἡ δέ ἀρνητική κριτική εὑρίσκει ἐδῶ διαφωνίαν μεταξύ Ἰωάννου καί Πράξεων. Τό πρᾶγμα εἶναι ἁπλοῦν. Τώρα τούς δίδει ὁ Χριστός τό Πνεῦμα, ἀλλά μετά πολλάς ἡμέρας φαίνεται. Μήπως μέ τό «κἀγώ πέμπω ὑμᾶς» πρέπει νά φαντασθῇ κανείς ὅτι ἐκείνην τήν στιγμήν οἱ μαθηταί ἀνοίξαντες τήν θύραν τοῦ δωματίου ἐξεχύθησαν τροχάδην εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης; Ὁ Ἰησοῦς δίδει εἰς τούς μαθητάς πρός βρῶσιν καί πόσιν τό σῶμα του καί τό αἷμα του, ἐνῷ ἀκόμη δέν ἐθυσιάσθη, καί μάλιστα ἀκόμη δέν ἀνεστήθη. Διότι ἡ ἀνάστασις εἶναι πού δίδει τήν σωτήριον ἀξίαν εἰς τόν θάνατόν του καί εἰς τό αἷμα του. Ἔτσι καί ἐδῶ· θεωρεῖται ὡς μία ὥρα μέσα εἰς τό χρονικόν πέλαγος τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας ἡ ἡμέρα αὐτή τῆς ἐμφυσήσεως καί ἡ ἡμέρα τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Πνεύματος. Δηλαδή ἡ ἐμφύσησις αὐτή καί ἡ ἐπιφοίτησις εἶναι ἕνα γεγονός, ὅπως ἕνα γεγονός εἶναι ἡ ὑπογραφή μιᾶς ἐξοφλητικῆς ἀποδείξεως καί ἡ ἐπιμέτρησις τῶν χρημάτων, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως γίνεται μετά ἀπό ὥρας ἤ ἡμέρας. Καί ἡ ἐγκατάλειψις τῆς Ἰερουσαλήμ καί τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ κατά τήν ἡμέραν τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τήν καταστροφή τοῦ 70 μ.Χ. Εἶναι ἕνα γεγονός. Τά κοσμοϊστορικά γεγονότα τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ δέν καθορίζονται μέ τό ἠλεκτρονικόν χρονόμετρον τοῦ ἀστεροσκοπείου τοῦ Γκρήνουϊτς. Οἱ ἑρμηνευταί πού ἀσχολοῦνται μέ τοιαύτας μικρολογίας εἶναι κατειλημμένοι ἀπό τόν σύγχρονον πυρετόν τῆς ἀνθρωπότητος.
   Ἐδῶ ὁ Χριστός ἐκτελεῖ τρία πράγματα. Ἀποστέλλει τούς μαθητάς εἰς τήν συνέχισιν τοῦ ἔργου του καί τούς καθιστᾷ εἰς τό ἑξῆς ἀποστόλους. Τούς χρίει μέ τήν χορηγίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τούς δίδει τήν ἐξουσίαν τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας· μίαν ἐξουσίαν διά τήν ὁποίαν πολύ ὀρθῶς εἶπαν οἱ φαρισαῖοι ὅτι ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς τόν Θεόν, ἀλλά κακῶς ἐθεώρησαν ὡς βλάσφημον τόν Ἰησοῦν πού τήν ἀσκοῦσε. Τήν ἐξουσίαν αὐτήν ἀκριβῶς, πού οὔτε ἄγγελοι οὔτε τίς ἄλλος εἶχε, τήν παραδίδει ὁ Χριστός εἰς τούς μαθητάς του.

   Ὅλα αὐτά εἶναι ἡ ἵδρυσις τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν ἱδρύθη κατά τήν ἡμέραν τῆς ἀναστάσεως, τήν Κυριακήν. Βεβαίως ἐφ’ ὅσον μετά πεντήκοντα ἡμέρας ἐξεδηλώθη τό τότε ἐμφυσηθέν Πνεῦμα, τότε ἱδρύθη φανερῶς καί ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλά καί πάλιν τά γεγονότα καί αὐτῆς καί ἐκείνης τῆς ἡμέρας εἶναι ἕνα γεγονός, καί ἡ ἡμέρα μία, ἡ «ἡμέρα Κυρίου».

   «Θωμᾶς δέ... οὐ μή πιστεύσω».  

   Κατ’ ἐκείνην τήν ὥραν καί ἡμέραν ἔλειπεν ἐκ τῶν μαθητῶν ὁ Θωμᾶς. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε καί ὁ Θωμᾶς ἦλθεν, οἱ μαθηταί τοῦ ἔλεγον ὅτι «ἑωράκαμεν τόν Κύριον», ἀλλ’ αὐτός δέν ἐπίστευεν. Ὡς ὅρον διά νά πιστεύσῃ ἔθεσε πολύ ὀρθολογιστικόν τεκμήριον· νά τόν ἰδῇ, νά ἰδῇ τά σημάδια τῶν πληγῶν του, καί νά βάλῃ μάλιστα καί τά δάκτυλά του εἰς τά σημάδια καί νά τά ψηλαφήσῃ.

   Πολλοί νομίζουν ὅτι αὐτή ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ εἶναι ἡ ἁμαρτωλή ἀπιστία τῶν συγχρόνων ἀπίστων, ὅτι αὐτό ἦτο μία πτῶσις τοῦ Θωμᾶ, ὀνομάζουν τόν Θωμᾶν ἄπιστον μέ τήν ἁμαρτωλήν ἔννοιαν τῆς λέξεως, διάφορα δέ ἀπόκρυφα τῆς ἀρχαιότητος ἤ σύγχρονα λογοτεχνικά ἔργα παρουσιάζουν τόν Θωμᾶν νά κλαίῃ ἐν μετανοίᾳ διά τήν ἀπιστίαν του ταύτην. Ὅλα αὐτά εἶναι παρανοήσεις ἀνθρώπων πού δέν ἀντελήφθησαν καλῶς τό βαθύτερον νόημα αὐτῆς τῆς ἀπιστίας καί ἄλλων λεπτομερειῶν τῆς ἀναστάσεως. Τό πνεῦμα τῶν εὐαγγελιστῶν εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ μαθηταί καί αἱ μαθήτριαι τοῦ Χριστοῦ ἦσαν ἐξ ἴσου ἄπιστοι. Ἄπιστοι οἱ πάντες ἔναντι τῆς ἀναστάσεως, διότι ὁ Ἰησοῦς πρό τοῦ θανάτου του τούς ὥρισε συνάντησιν μετά τήν ἀνάστασιν εἰς τήν Γαλιλαίαν, καί αὐτοί δέν ἐπῆγαν. Καί ὁ ἄγγελος τούς ὑπενθύμισε, καί ὁ ἴδιος ὁ ἀναστάς διαμηνύων διά τῶν γυναικῶν τούς ὑπενθύμισε τήν συνάντησιν, καί αὐτοί πάλιν δέν ἐπῆγαν. Ὁπότε καί ὁ Ἰησοῦς ἠναγκάσθη νά τούς συναντήσῃ εἰς τά Ἰεροσόλυμα. Ἄπιστοι αἱ μαθήτριαι, διότι παρά τάς προρρήσεις τοῦ Ἰησοῦ, ἐπῆγαν πρωΐ – πρωΐ μέ μῦρα διά νά τοῦ κάνουν τά νεκρικά ἔθιμα. Ἄπιστοι ὅλοι οἱ μαθηταί, διότι δέν ἐπίστευσαν εἰς τάς γυναίκας πού εἶδαν τόν Ἰησοῦν. Ἄπιστοι οἱ δύο πρός Ἐμμαούς, διότι μετά τόσας εἰδήσεις περί τῆς ἀναστάσεως, αὐτοί ἀπεφάσισαν «νά τό διαλύσουν» καί καθ’ ὁδόν ἔλεγον εἰς τόν ἄγνωστον συνοδοιπόρον, ὅτι «ἤλπιζον» πολλά καί διεψεύσθησαν, καθώς καί ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι τώρα εἰς τόν τάφον καί ὅτι αἱ γυναῖκες παρεφρόνησαν. Ἄπιστος καί ὁ Θωμᾶς πού τοῦ συνέβη νά λείπῃ καί νά μή ἰδῇ, μόνος αὐτός, τόν Ἰησοῦν. Οὐδείς ἀπολύτως ἐκ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, οὔτε γυνή οὔτε ἀνήρ, ἐπίστευσεν εἰς τήν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, προτοῦ νά τόν ἰδῇ αὐτοπροσώπως, καί ἄς τόν ἐβεβαίωναν οἱ πάντες. Ἀλλά καί οὐδείς μετά τήν αὐτοπρόσωπον συνάντησιν μέ τόν ἀναστάντα ἀμφέβαλε ποτέ περί τῆς ἀναστάσεως.

   Ὅλον αὐτό ἔγινε, διά νά εἶναι αἰώνιος μαρτυρία ὅτι ἡ ἀνάστασις εἶναι γεγονός ἀληθές καί ἱστορικόν. Οὐδενός μαθητοῦ ἡ ἀπιστία ἔχει τινά ἁμαρτίαν, οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει ἡ ἀπιστία των αὐτή μέ τήν συνήθη ἀπιστίαν τῶν ἀνθρώπων εἰς τά θεῖα, οἱοσδήποτε μαθητής θά ἐδείκνυε τήν ἀπιστίαν τοῦ Θωμᾶ, ἄν ἔμενε τελευταῖος. Καί ἡ πίστις τοῦ Θωμᾶ μετά τήν αὐτοψίαν, δέν ἔχειν καμμίαν σχέσιν μέ τήν μετάνοιαν τοῦ ἁμαρτωλοῦ.

   «Καί μεθ' ἡμέρας ὀκτώ... ἀλλά πιστός».

   Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρας, πάλιν ἡμέραν πρώτην τῆς ἑβδομάδος δηλαδή Κυριακήν, ὁ Ἰησοῦς ἐνεφανίσθη καί ἐχαιρέτησε τούς μαθητάς κατά τόν ἴδιον τρόπον. Ὁ Χριστός ἐπιμένει νά ἐμφανίζεται κατά τήν μία τῶν σαββάτων. Τότε στέλνει καί τό ἅγιο Πνεῦμα. Ὑποδεικνύει στούς μαθητάς του ὅτι αὐτή εἶναι ἡ "ἡμέρα του". Τό ὅτι οἱ μαθηταί τό ἀντιλήφθηκαν αὐτό καλά, φαίνεται ἀπό τήν ἱστορική συνέχεια. Αὐτήν τήν ἡμέρα ὅρισαν ὡς ἡμέρα ἐκκλησιασμοῦ καί κλάσεως τοῦ ἄρτου καί τήν ὀνόμασαν Κυριακή.

  psilafisi thoma3 Καί ἀμέσως, ὡσάν νά ἦτο ἐνημερωμένος διά τάς ἀντιρρήσεις τοῦ Θωμᾶ, ἀπετάνθη πρός αὐτόν μετά τινος παιγνιώδους εἰρωνείας καί τοῦ εἶπε· «Φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖρας μου, καί φέρε τήν χεῖράν σου καί βάλεις εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος ἀλλά πιστός». Ἡ τελευταία ἔκφρασις σημαίνει ἁπλῶς «καί μή ἐξακολουθῇς νά ἀπιστῇς, ἀλλά πίστευσον», ἤ «καί βάλε τέρμα εἰς τήν ἀμφιβολίαν σου». Ἀσφαλῶς ὁ Θωμᾶς ἐπίστευσε, μόλις εἶδε τόν Ἰησοῦν. Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἐπέβαλε νά κάνῃ καί παρά τήν θέλησίν του ἐκεῖνα πού ἀπαιτοῦσεν ὡς ὅρους διά νά πιστεύσῃ.

   «Καί άπεκρίθη ὁ Θωμᾶς... Θεός μου».

   Πλήρως πεπεισμένος πλέον ὁ Θωμᾶς ἀναφωνεῖ· «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Εἶναι ἡ ὀνομαστική ἀντί τῆς κλητικῆς ὅπως συνήθως εἰς τά ἁγιογραφικά ἑβραΐζοντα κείμενα.

   Ἡ ὁμολογία «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» εἶναι ἀπό τά μεγαλύτερα τεκμήρια τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι "Κύριος καί Θεός", δηλαδή ὁ Γιαχβέ. Ἀπό ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἀνάσταση εἶναι τό ἰσχυρότερο τεκμήριο τοῦ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Γιαχβέ. Γι' αὐτό ὁ Θωμᾶς μόλις εἶδε τό ἕνα, ἀναφώνησε τό ἄλλο.

   «Λέγει... καί πιστεύσαντες».

   Καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει· «Ἐπίστευσες, ἐπειδή μέ εἶδες· μακάριοι εἶναι αὐτοί πού θά πιστεύσουν χωρίς νά μέ ἰδοῦν». Ὁ λόγος αὐτός σημαίνει ἁπλῶς ὅτι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες εἶναι μακάριοι. Δέν μειώνει τήν πίστιν τῶν ἕνδεκα μαθητῶν καί τῶν ἄλλων αὐτοπτῶν. Οἱ αὐτόπται οὔτε διά τήν πίστιν των εἰς τήν ἀνάστασιν εἶναι ἀξιέπαινοι οὔτε διά τήν ἀπιστίαν των ἀξιοκατάκριτοι. Οὔτε ἡ ἀπιστία των ἐκείνη ἦτο ἁμαρτία οὔτε ἡ πίστις των σπουδαῖον πρᾶγμα διά τήν ψυχήν των. Ἡ πνευματική ἀξία τοῦ καθενός ἐδῶ δέν ἔχει καμμίαν ἀπολύτως σημασίαν. Τώρα προέχει νά θεμελιωθῇ ἡ ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τῆς ὁποίας κέντρον εἶναι ἡ ἀνάστασις.

   Καί τό παράδοξον, ὁ Χριστός πρῶτα θεμελιώνει τήν ἀλήθειάν του ἱστορικῶς καί ἔπειτα πνευματικῶς, ἀδιαφορώντας τελείως διά τό ἄν μειώνεται τό πρόσωπον τῶν μαθητῶν. Κοιτάζει νά πορισθῇ ἱστορικά θεμέλια τῆς ἀναστάσεώς του καί ἄς ἀπαιτῆται διά τοῦτο ὡς χρησιμώτατον ὑλικόν ἡ ἀπιστία καί ἡ στενοκεφαλιά τῶν μαθητῶν. Ἐφ’ ὅσον ἡ ἀνάστασις εἶναι γεγονός ἀληθές, θά ἦτο πολύ ὡραῖον διά τούς μαθητάς νά πιστεύουν ἐξ ἀρχῆς εἰς αὐτήν κατά τάς προρρήσεις τοῦ Ἰησοῦ, νά μή λυπηθοῦν διά τόν θάνατόν του, νά μή φοβηθοῦν, νά μή τρέξουν εἰς τήν Γαλιλαίαν καί νά τόν περιμένουν νά ἔλθῃ ἀνεστημένος. Θά ἦσαν μνημεῖα πίστεως ὡσάν τόν γενάρχην τῆς ἀναστάσεως. Ὅμως ὁ Κύριος ἐχρειάζετο ἱστορικά θεμέλια διά τήν ἀπιστίαν τῶν ἀνθρώπων τοῦ μέλλοντος, καί τοῦ ἦτο διά ταῦτα ἀπαραίτητος ὅλη ἐκείνη ἡ ἀθλιότης τῶν μαθητῶν, πού τόσον τούς μειώνει εἰς τήν συνείδησιν ἑνός πού δέν δύναται νά ἐμβαθύνῃ. Ἐφρόντισεν ὁ Ἰησοῦς πρῶτα νά θεμελιώσῃ τήν ἀλήθειάν του καί ἔπειτα νά διορθώσῃ τούς ἀνθρώπους του. Ἡ πνευματική προκοπή τῶν προσώπων εἶναι πάντοτε ἐξάρτημα τῆς γενικῆς θεμελιώσεως καί προκοπῆς τῆς Ἐκκλησίας. Πολλά καί μεγάλα διδάγματα συνάγονται ἐκ τῆς ἐνέργειάς του αὐτῆς, τά ὁποῖα δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθοῦν ἐδῶ.
 
«Πολλά μέν οὖν καί ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ».

   Αὐτό ἰσχύει δι’ ὅλα τά Εὐαγγέλια, φαίνεται δέ καί ἀπό μόνον τό γεγονός, ὅτι δέν ἱστοροῦν τά ἴδια. Τόσον τά ἄλλα Εὐαγγέλια ὅσον καί ὁ Ἰωάννης ἐπιλέγουν ὡρισμένα σημεῖα, ὅσα ἔχουν μεγάλην σημασίαν διά τήν προχώρησιν τῆς διδασκαλίας καί τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐν συνεχείᾳ εἰς τόν ἑπόμενον στίχον ὁ εὐαγγελιστής λέγει τόν σκοπόν διά τόν ὁποῖον ἔγραψε τό Εὐαγγέλιόν του.

«Ταῦτα δέ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ».

   Ἐγράφησαν διά νά πεισθοῦν οἱ ἀναγνῶσται ἐπί τῆς ἀλήθειας ταύτης. Καί ποία εἶναι ἡ ἀλήθεια; Ὅτι ὁ Χριστός, ἡ προσδοκία τοῦ Ἰσραήλ καί τῶν ἐθνῶν, εἶναι αὐτός ὁ Ἰησοῦς ἀπό τήν Ναζαρέτ πού ἐδίδαξεν, ἀπέθανεν ἐπί τοῦ σταυροῦ, καί ἀνέστη. Καί ὅτι ὁ Χριστός Ἰησοῦς εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, δηλαδή Θεός. Διότι Υἱός Θεοῦ καί Θεός εἶναι ταυτόσημα, ὅπως καί τό υἱός ἀνθρώπου μέ τό ἄνθρωπος, σκύμνος λέοντος μέ τό λέοντα, γέννημα ἐχίδνης μέ τήν ἔχιδνα, κτλ. Εἰς τόν στίχον αὐτόν δίδεται μέ συντομίαν ὅλον τό περιεχόμενον τοῦ Εὐαγγελίου.
   Οἱ δύο στίχοι 30–31 ἐγράφησαν ὑπό τοῦ Ἰωάννου μέ σκοπόν νά κατακλείσουν τό Εὐαγγέλιον ὡς ἐπίλογος. Δέν θά ἐξετάσω ἐδῶ ἄν τά ὑπόλοιπα προσετέθησαν πάραυτα ἤ βραδύτερον. Πάντως εἶναι καί ἐκεῖνα τοῦ Ἰωάννου, ὅστις ἐνθυμηθείς ὅτι ἔχει καί ἄλλα νά γράψῃ καί κρίνας τοῦτο σκόπιμον, τά προσέθεσεν ἔτσι ὅπως ἔτυχε, χωρίς νά σκεφθῇ καθόλου ὅτι καταστρέφουν τό διάγραμμα. Τά ἔγραψεν ὡς πρόχειρον ὑστερόγραφον. Αὐτό πού ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ὅτι οἱ δύο στίχοι εἶναι ἐπίλογος καί μᾶς δίδουν πολύ περιληπτικῶς καί σαφῶς τό περιεχόμενον καί τόν σκοπόν τοῦ Εὐαγγελίου.

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία εὐαγγελικῶν περικοπῶν, Θεσ/νίκη 31986, σελ. 19-29.