Παρασκευή, 26 Απρίλιος 2024 03:00

Κυρ. Βαΐων Ἰω 12,1-18

Λέξεις:
1. ὁ τεθνηκώς = πού εἶχε πεθάνει
ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν = τόν ὁποῖο ἀνέστησε
2. εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ = ἦταν ἕνας ἀπό αὐτούς πού ἦταν ξαπλωμένοι μαζί του στό τραπέζι.
3. λίτραν μύρου = μιά λίτρα ἄρωμα
νάρδου πιστικῆς = ἀπό νάρδο ρευστή,
ὑγρή ἐξέμαξε = σκούπισε
ἐπληρώθη = γέμισε
5. οὐκ ἐπράθη = δέν πουλήθηκε
τριακοσίων δηναρίων = γιά 300 δηνάρια
6. οὐχ ὅτι περί τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ = ὄχι γιατί τόν ἔνοιαζε γιά τούς φτωχούς
τό γλωσσόκομον = τό ταμεῖο τά βαλλόμενα
ἐβάσταζεν = κρατοῦσε αὐτά (τά χρήματα) πού ἔβαζαν
7. εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου = γιά τήν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου
τετήρηκεν αὐτό = τό φύλαξε
8. μεθ’ ἑαυτῶν = μαζί σας
9. ἔγνω = ἔμαθε
10. ἐβουλεύσαντο = ἀποφάσισαν
11. πολλοί δι’ αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων = πολλοί Ἰουδαῖοι πῆγαν γι’ αὐτόν
13. τά βαΐα τῶν φοινίκων = τά κλαδιά ἀπό τίς χουρμαδιές
ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ = βγῆκαν γιά νά τόν προϋπαντήσουν
14. ὀνάριον = ἕνα γαϊδουράκι
15. ἐπί πῶλον = πάνω σέ πουλάρι
16. τό πρῶτον = στήν ἀρχή ταῦτα
ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα = αὐτά ἦταν γραμμένα γι’ αὐτόν
17. ἐμαρτύρει = ἔδινε μαρτυρία.
Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
 
 Ἡ περικοπή παρουσιάζει δύο περιστατικά ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού συνέβησαν λίγες μέρες πρίν ἀπό τό πάθος καί τήν ἀνάστασή του.
 α) Ἡ μύρωση τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τή Μαρία στή Βηθανία (12,1-11).
 β) Ἡ θριαμβευτική εἴσοδός του στά Ἰεροσόλυμα (12,12-19).
 Τά ἴδια περιστατικά ἀναφέρονται καί στό Μθ 26,6-13· Μρ 14,3-10 (μύρωση τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τή Μαρία)· Μθ 21,1-11· Μρ 11,1-10· Λκ 19,28-39 (θριαμβευτική εἴσοδος στά Ἰεροσόλυμα).
 Καθώς ἀρχίζει ἡ ἑβδομάδα τοῦ πάθους, κατά τήν ὁποία θά δοῦμε τόν Ἰησοῦ στήν ἔσχατη ταπείνωσή του καί στήν τέλεια ἐξουθένωση, μέ τήν εὐαγγελική αὐτή περικοπή ἡ Ἐκκλησία μᾶς τόν παρουσιάζει στή βασιλική του δόξα. Στό πρῶτο περιστατικό ἡ Μαρία μέ τό μύρο της τόν χρίει ὅπως ἔχριαν τούς βασιλεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Στό δεύτερο, ὁ λαός τῶν Ἰεροσολύμων τόν ἀνακηρύσσει ἐπίσημα βασιλιά του. Ἡ στάση τοῦ Ἰησοῦ στά δύο αὐτά περιστατικά ἀποκαλύπτει τί εἴδους βασιλιάς εἶναι.

 

12,1. Ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς πρό ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
 ἦλθεν εἰς Βηθανίαν: Μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου πού εἶχε γίνει πρίν ἀπό λίγο καιρό, ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἀποσυρθεῖ μαζί μέ τούς μαθητές του στήν πόλη Ἐφραίμ, κοντά στήν ἔρημο (Ἰω 11,54). Ἤθελε νά ἀποφύγει τούς φαρισαίους οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον του καί εἶχαν ἤδη ἀποφασίσει τό θάνατό του.
 Ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα ἦρθε στή Βηθανία γιά νά συμμετάσχει στήν καθιερωμένη γιορτή τοῦ Πάσχα, πού γινόταν στά Ἰεροσόλυμα. Ἡ Βηθανία ἦταν προάστιο τῆς Ἰερουσαλήμ, ἀπό τήν ὁποία ἀπεῖχε 3 χιλιόμετρα. Ὅσες φορές πήγαινε ὁ Ἰησοῦς μέ τούς μαθητές του στά Ἰεροσόλυμα γιά τό Πάσχα ἤ γιά ἄλλες γιορτές, φιλοξενοῦνταν στή Βηθανία, στό σπίτι τοῦ Λαζάρου. Κάθε πρωί πήγαινε στά Ἰεροσόλυμα, κήρυττε ὅλη τή μέρα, καί τό βράδυ γύριζε στή Βηθανία.

12,2. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καί ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δέ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ.
 ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ: Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι ὁ Ἰησοῦς φιλοξενήθηκε «ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ» (Μθ, 26,6· Μρ 14,3). Ὁ Σίμων ὁ λεπρός ἦταν ὁ πατέρας τῶν τριῶν ἀδελφῶν Λαζάρου, Μάρθας καί Μαρίας. Τότε πού φιλοξενοῦνταν ὁ Ἰησοῦς στό σπίτι αὐτό, ὁ Σίμων δέν ζοῦσε. Ἴσως εἶχε πεθάνει ἀπό λέπρα, πρίν ἀπό χρόνια, γι’ αὐτό καί τό σπίτι του λεγόταν «οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ».
 ἡ Μάρθα διηκόνει: Ἡ Μάρθα ἦταν νοικοκυρά καί ἀνδρεία γυναίκα, μέ τήν ἔννοια πού ἔχει ἡ λέξη στίς Παροιμίες (29,28). Τήν ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη της πρός τόν διδάσκαλο τήν ἐκφράζει διακονώντας τον. 
 ὁ δέ Λάζαρος εἷς τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ: Ἀναφέροντας αὐτή τή λεπτομέρεια ὁ εὐαγγελιστής τονίζει ὅτι ὁ Λάζαρος εἶχε ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς φυσιολογικῆς ζωῆς. Δηλαδή μετά τήν ἀνάστασή του ζοῦσε καί συναναστρεφόταν κανονικά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἔτρωγε μαζί τους, κτλ.

12,3. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τούς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ· ἡ δέ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου.
 Τό περιστατικό αὐτό, ὅπως εἴπαμε, τό διηγοῦνται καί οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος, ἐκεῖνοι ὅμως δέν ἀναφέρουν τό ὄνομα τῆς Μαρίας. Λένε ἁπλῶς «γυνή τις», ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέει ὅτι ἦταν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου καί τῆς Μάρθας. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς διηγεῖται μία ἄλλη μύρωση, πού δέχθηκε ὁ Ἰησοῦς ἀπό μία ἁμαρτωλή γυναίκα, στό σπίτι κάποιου Σίμωνα φαρισαίου (Λκ 7,36-50). Πρόκειται γιά δύο ἐντελῶς ξεχωριστά καί ἄσχετα περιστατικά. Τό περιστατικό πού διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔγινε στή Γαλιλαία, πολύ πρίν ἀπό τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ, καί ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα ἐξέφρασε μ’ αὐτό τή μετάνοιά της. Ἡ μύρωση τήν ὁποία ἀναφέρουν οἱ εὐγγελιστές Ματθαῖος, Μᾶρκος καί Ἰωάννης ἔγινε στήν Ἰουδαία, στή Βηθανία, 6 μέρες πρίν ἀπό τή σταύρωση, καί μέ τήν πράξη της αὐτή ἡ Μαρία δήλωνε τήν ἀγάπη καί τό σεβασμό της πρός τόν Διδάσκαλο.
 Ἐπίσης δέν πρέπει νά συγχέουμε τή Μαρία αὐτή μέ τή Μαρία τή Μαγδαληνή. Ἡ Μαγδαληνή ἦταν ἀπό τή Γαλιλαία καί ἡλικιωμένη, ἐνῶ ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου ἦταν ἀπό τήν Ἰουδαία καί νεαρή στήν ἡλικία.
 λίτρα: Μέτρο γιά ὑγρά, ἦταν περίπου 325 γραμμάρια.
 μύρου νάρδου πιστικῆς: Ἄρωμα ὑγρῆς νάρδου. Ἡ νάρδος ἦταν ἕνα ἰνδικό ἀρωματικό φυτό. Κυκλοφοροῦσε στήν ἀγορά μέ δύο μορφές. α) Σέ δέσμες ξηρῶν φυτῶν καί β) σέ ρευστό ἄρωμα, πού ἔβγαινε ὡς ἀπόσταγμα ἀπό μεγάλη ποσότητα ξηρῶν φυτῶν νάρδου.
 Τό ρευστό ἄρωμα εἶναι ἡ πιστική νάρδος, πού ἦταν πολύ πιό ἀκριβή ἀπό τήν ξηρά νάρδο, γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τήν ὀνομάζει «πολύτιμον», ἐνῶ ὁ Ματθαῖος λέει ὅτι ἦταν «βαρύτιμος» καί ὁ Μᾶρκος «πολυτελής». Ὅλα σημαίνουν ὅτι κόστιζε πολύ, ἦταν πανάκριβη. Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι τό δοχεῖο τοῦ μύρου ἦταν «ἀλάβαστρον». Τό ἀλάβαστρο ἦταν ἕνα στενόμακρο ἀγγεῖο, ὅπου φύλαγαν πολύτιμα ὑγρά, συνήθως ἀρώματα. Δέν εἶχε στόμιο· ἦταν σάν τίς σημερινές γυάλινες ἀμποῦλες τῶν ἐνέσεων. Γιά νά χρησιμοποιήσουν τό ἄρωμα, ἔσπαζαν τό λαιμό τοῦ ἀγγείου. Ἔτσι, τό ἀλάβαστρο ἦταν ἀγγεῖο μιᾶς μόνο χρήσεως.
 ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ: Οἱ ἀρχαῖοι ἔτρωγαν ξαπλωμένοι σέ ντιβάνια καί φυσικά χωρίς παπούτσια· τό καλοκαίρι μάλιστα καί χωρίς κάλτσες. Ἐπειδή τότε οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν πολλές πορεῖες, τά πόδια τους σκονίζονταν καί μύριζαν ἄσχημα. Γι’ αὐτό, ὅταν φιλοξενοῦσαν οἱ νοικοκυρές ἕναν ξένο, συνήθιζαν νά τοῦ πλένουν τά πόδια, ὅπως σήμερα π.χ. τοῦ κρατοῦν τό ἐπανοφώρι γιά νά τό φορέσει ἤ τοῦ βάφουν τά παπούτσια. Σέ ἐπίσημες φιλοξενίες ἤ στίς γιορτές, μετά τό πλύσιμο ἄλειφαν τά πόδια καί μέ 1-2 γραμμάρια ἄρωμα. Φυσικά ἄλειφαν μόνο τό κάτω πόδι, τό πέλμα, πού μπαίνει στό παπούτσι, γιατί αὐτό μύριζε. Γι’ αὐτό καί ἡ Μαρία τά πόδια τοῦ Κυρίου τά ἄλειψε μέ μύρο. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ μύρωση ἔγινε μετά τό πλύσιμο, πού μπορεῖ νά τό ἔκανε ἡ ἴδια ἡ Μαρία ἤ κάποιος ἄλλος. Ἀλλά ἀντί νά βάλει 1-2 γραμμάρια ἄρωμα, ἔκανε μία πρωτάκουστη πολυτέλεια. Τόν μύρωσε μέ μία λίτρα ἄρωμα, δηλαδή 325 γραμμάρια. Ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, τό ἄρωμα τό ἔχυσε ἡ Μαρία ὄχι μόνο στά πόδια, ἀλλά καί στό κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δείχνοντας ἔτσι τήν ὑπερβολική ἀγάπη της.
 ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ: Γιά μιά ἰουδαία γυναίκα ἦταν πολύ ἐξευτελιστικό νἄχει λυμένα τά μαλλιά της. Ἀλλά ἡ Μαρία ὄχι ἁπλῶς τά λύνει· τά κάνει καί πετσέτα γιά νά σκουπίσει τά πόδια τοῦ Διδασκάλου.

12,4-5. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Σίμωνος ᾿Ισκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καί ἐδόθη πτωχοῖς;
 Τό μύρο, ὅπως τό ἐκτιμᾶ ὁ Ἰούδας, κόστιζε γύρω στά 300 δηνάρια. Ἕνα δηνάριο ἦταν ἕνα μεροκάματο γιά ἐργάτη. Ὅλο τό μύρο κόστιζε 300 δηνάρια. Τό ποσό αὐτό ἦταν σεβαστό γιά τούς φτωχούς μαθητές τοῦ Κυρίου. Τόσα χρήματα αὐτοί δέν τά 'βγαζαν οὔτε σ’ ἕνα χρόνο. Γι’ αὐτό καί παραπονοῦνται ὅλοι, ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Γι’ αὐτούς ὅμως ἦταν μόνο ζήτημα νοοτροπίας ἡ ἀντίδραση. Ἁπλῶς ἦταν ἀσυνήθιστοι νά βλέπουν μιά τέτοια σπατάλη. Ἐνῶ ὁ Ἰούδας εἶχε εἰδικό λόγο νά ἀγανακτεῖ. Τόν δάγκωνε τό πάθος του. Γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει μόνο τή δική του ἀντίδραση.
 Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης: Ὁ Ἰούδας ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μαθητές τοῦ Κυρίου καί ὀνομαζόταν Ἰσκαριώτης, ἴσως διότι καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ἰσκαριώθ ἤ Καριώθ.
 ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι: Ἐδῶ φαίνεται πόσο θεόπνευστος καί πνευματοκίνητος εἶναι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Δέν ἐκφράζει κανένα παράπονο. Δέν λέει κανένα κακό λόγο ἐναντίον τοῦ προδότη Ἰούδα. Μᾶς διηγεῖται μόνο τήν ἱστορία χωρίς νά ἀνακατεύει καθόλου σ’ αὐτή τά δικά του συναισθήματα.

12,6. Εἶπε δέ τοῦτο οὐχ ὅτι περί τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ' ὅτι κλέπτης ἦν, καί τό γλωσσόκομον εἶχε καί τά βαλλόμενα ἐβάσταζεν.
 τό γλωσσόκομον: Ἦταν μιά μικρή θήκη ὅπου οἱ αὐλητές (ὀργανοπαῖκτες) ἔβαζαν τή γλῶσσα τοῦ αὐλοῦ. Ἔπειτα ὀνομάσθηκε γλωσσόκομο καί κάθε κιβώτιο ἤ θήκη καί εἰδικώτερα τό σακκούλι ὅπου φύλαγαν τά νομίσματα, τό πορτοφόλι.

12,7. Εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.
 
εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό:
Τήν ἔκφραση αὐτή μᾶς τήν ἐξηγοῦν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, πού γράφουν· «προέλαβε μυρίσαι μου τό σῶμα εἰς τόν ἐνταφιασμόν» (Μθ 26,12-13· Μρ 14,8-9). Πρίν θάψουν τόν νεκρό, συνήθιζαν νά τόν ἀλείφουν μέ μύρα. Αὐτό λεγόταν ἐνταφιασμός. Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει ὅτι μυρώνοντάς τον ἡ Μαρία τοῦ προσέφερε ἄθελά της αὐτή τήν τελευταία προσφορά ἀγάπης, διότι σέ λίγες μέρες τό σῶμα του, ἔχοντας ἀκόμη τή μυρωδιά τοῦ μύρου, θά μπεῖ στόν τάφο.

12,10-11. Ἐβουλεύσαντο δέ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καί τόν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοί δι' αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καί ἐπίστευον εἰς τόν Ἰησοῦν.
 Ὁ Λάζαρος γίνεται πλέον ἐνοχλητικός στούς φαρισαίους, γιατί ἐξαιτίας του πολλοί ἔτρεχαν νά δοῦν τόν Ἰησοῦ.

12,12-13. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων καί ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καί ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεύς τοῦ ᾿Ισραήλ.
baion ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν:
Γιά τό Πάσχα μαζεύονταν στά Ἰεροσόλυμα οἱ Ἰουδαῖοι ὅλης τῆς Παλαιστίνης καί τῆς διασπορᾶς. Ὅλοι αὐτοί εἶχαν ἀκούσει γιά τόν Ἰησοῦ καί ἤθελαν νά τόν δοῦν.
 ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων: Βάια λέγονται τά κλαδιά τῶν φοινίκων. Ἦταν σύμβολο θριάμβου κατά τήν ἀρχαιότητα (βλ. Α’ Μακ. 13,51· πρβλ. Ἀπ 7,9), ὅπως ἦταν σέ ἄλλα μέρη τά κλαδιά ἐλιᾶς, δάφνης ἤ πεύκου.
 ὡσαννά, εὐλογημένος... Κυρίου: Ὁ στίχος ἀναφέρεται στόν 117ο ψαλμό (στ. 25-26). Ἡ λέξη «ὡσαννά» εἶναι ἑβραϊκή καί σημαίνει «σῶσον δή», δηλαδή «σῶσε μας, λοιπόν, Κύριε». Μέ τήν κραυγή αὐτή οἱ Ἰουδαῖοι ἀνακηρύσσουν τόν Ἰησοῦ βασιλιά καί περιμένουν ἀπό αὐτόν τή σωτηρία τους.

12,15. Μή φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου.
 Τά λόγια αὐτά εἶναι ἀπό τόν προφήτη Ζαχαρία (9,9), ὁ ὁποῖος λέει: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἰερουσαλήμ· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καί σῴζων αὐτός, πραΰς καί ἐπιβεβηκὼς ἐπί ὑποζύγιον καί πῶλον νέον».

12,17. ᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καί ἤγειρεν αὐτόν ἐκ νεκρῶν.
 ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου: Βαθειά ἐντύπωση ἔκανε στόν κόσμο ὄχι μόνο τό ὅτι ἀνέστησε ὁ Χριστός τόν Λάζαρο, ἀλλά καί τό πῶς τόν φώναξε νά βγεῖ ἀπό τό μνῆμα. Αὐτό ἔδειχνε περισσότερο ὅτι δέν εἶναι προφήτης, ὅπως ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισσαῖος, ἀλλά εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.

12,19. Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρός ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; Ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν.
 Οἱ φαρισαῖοι βλέποντας τήν ὑποδοχή πού κάνει ὁ λαός στόν Ἰησοῦ ἀγωνιοῦν καί ταράσσονται μήπως δέν πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιό τους καί παρακινοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο νά ἐπισπεύσουν τή σύλληψη.

Τά κυριώτερα νοήματα
 
 1. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη κρίνεται ἀπό τά κίνητρά της: Οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης ποτέ δέν ζυγίζονται μέ τή ζυγαριά τῆς χρησιμότητος. Τό νά ξοδέψει ἡ Μαρία ἕνα πανάκριβο ἄρωμα γιά ἕνα ἀρωμάτισμα τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ἐγκληματικός Ἰούδας τό βλέπει σάν σπατάλη ἀσυγχώρητη, οἱ ἀφώτιστοι μαθητές σάν περιττό ἔξοδο, ἀλλά ὁ Ἰησοῦς τό ἐκτιμᾶ σάν τήν πιό μεγάλη πράξη ἀγάπης. Ὁ Ἰούδας δαγκώνεται καί πληγώνεται ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας του, πού τόν ὤθησε στή μεγαλύτερη προδοσία τῶν αἰώνων. Γι’ αὐτό καί ἀναλαμβάνει τήν «ὑπεράσπιση» τῶν φτωχῶν. Ὅταν τά βασικά πράγματα, ὅπως ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπείνωση, λείψουν, τότε οἱ ἐκδηλώσεις τους, ὅπως εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, δέν ἔχουν καμία ἀξία. Καί ἀντίστροφα πάλι, ἐνῶ δέν παύει ποτέ νά εἶναι μεγάλη ἀρετή ἡ ἐλεημοσύνη, ὅμως πράξεις πού κινοῦνται ἀπό τά ἴδια περίπου κίνητρα, μποροῦν νά εἶναι ἀνώτερες καί ἀπό τήν ἐλεημοσύνη. Τή στιγμή πού ὁ Ἰούδας κατακλέπτει τό ταμεῖο τῶν φτωχῶν μαθητῶν πού προορίζεται γιά τούς φτωχούς, πῶς ἔχει τό θράσος νά μιλᾶ γιά ἐλεημοσύνη καί φιλανθρωπία; Τί ἀγάπη γιά τούς φτωχούς μποροῦσε νά φωλιάζει μέσα σέ μιά καρδιά πού δέν εἶχε ἀγάπη γιά τό Διδάσκαλό της;
 Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ στά δῆθεν φιλανθρωπικά αἰσθήματα τοῦ Ἰούδα, «ἄφες αὐτήν, εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό…», εἶναι μία πολλαπλή ἀπάντηση σέ ὅλους, τόσο στή Μαρία, πού ἦταν γυναίκα λεπτότητος καί ἀγαποῦσε περιπαθῶς τόν Κύριό της, ὅσο καί στή Μάρθα, στήν ἱκανή γιά δουλειές καί γυναίκα ἀνδρεία (Πρμ 28,29), καί στούς μαθητές. Τή Μαρία τήν παρεξήγησαν, ἄλλοτε μέν ἡ Μάρθα σάν ὀκνηρή καί φυγόπονη καί τώρα οἱ μαθητές σάν ἀνόητη καί νοσηρή καί σπάταλη γυναίκα. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς, αὐτός πού κατασκεύασε τίς ψυχές ὅλων, γνωρίζει καί πῶς λειτουργεῖ ἡ κάθε μιά· μόνον αὐτός εἶδε τό μεγαλεῖο τῆς πράξεως τῆς Μαρίας. Γι’ αὐτό ἀπαντᾶ ὅπως πάντοτε. Πρός τή Μαρία: «Μαρία, θέλεις λοιπόν νά εἶσαι πάντοτε μαζί μέ τόν Διδάσκαλο, νά τόν ἀκοῦς καί ν’ ἀρωματίζεις τά πέλματά του; Μή φοβᾶσαι. Σέ κανένα δέν ἐπιτρέπω νά σοῦ ἀφαιρέσει τήν ἀγαθή αὐτή μερίδα πού σοῦ ἀρέσει καί τήν διάλεξες. Θέλεις νά εἶσαι πάντα μαζί μου; Μαζί μου λοιπόν θά εἶσαι στήν αἰωνιότητα, ἀλλά καί στήν ἱστορία τῆς γῆς· ὅπου θά κηρύττομαι ἐγώ, θά κηρύσσεται καί ἡ πράξη σου. Θά μείνεις γιά πάντα στά Εὐαγγέλιά μου ἀπαθανατισμένη, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν στάση, ν’ ἀλείφεις τά πόδια τοῦ Διδασκάλου σου μέ μύρα. Ὅπου θά λατρεύουν ἐμένα, θά μνημονεύεσαι καί σύ».
 Καί πρός τήν Μάρθα: «Μάρθα, ἐσύ βλέπε τά δικά σου· ποιός σοῦ εἶπε νά μπλεχτεῖς σέ τόσα φαγητά; Δέν ἔφθανε τό ἕνα; Δέν σοῦ ἐπιτρέπω ὅμως νά θίξεις τήν μερίδα τῆς Μαρίας». Πρός τούς μαθητές: «Ἀκοῦστε σεῖς πού σκανδαλίζεσθε. Ὄχι μόνο σᾶς ἀπαγορεύω νά ἐνοχλεῖτε αὐτή τήν κόρη, ἀλλά καί σᾶς διατάζω, ὅταν θά μέ κηρύξετε νά μνημονεύετε μαζί μου κι αὐτήν καί ὅταν θά γράψετε τά εὐαγγέλια, θά σημειῶστε κι αὐτή της τήν πράξη πού γι’ αὐτήν σεῖς ἐνοχληθήκατε. Τό ἀκοῦτε;». Καί πρός τόν Ἰούδα: «Καί σύ, μαύρη ψυχή, πού τόσο ἀγαπᾶς τούς φτωχούς, μάθε ὅτι ἀκόμη θά εὐωδιάζει στά πόδια μου αὐτό τό ἄρωμα, ὅταν μετά ἀπό 4-5 μέρες, θά μέ βάλεις μέ τήν προδοσία σου στόν τάφο. Τί μνημονεύεις τούς φτωχούς; Τί σέ πειράζει αὐτή ἡ σπατάλη, ὅταν μέσα σου μέ ἔχεις ἤδη δολοφονήσει, μέ ἔχεις πουλήσει ἀντί χρημάτων; Γιατί ἡ ἀγάπη ἡ περίσσεια αὐτῆς τῆς κόρης σ’ ἐνοχλεῖ, καί δέν σέ ἐνοχλεῖ ἡ περίσσεια καί ἀδικαιολόγητη κακία σου; Ἔ, λοιπόν, ἀφοῦ σύ ἀδικαιολόγητα μέ στέλνεις στόν τάφο -καί μή νομίσεις ὅτι μοῦ τό κρύβεις-, ἀδικαιολόγητα κι αὐτή μέ μυρώνει γιά τόν ἐνταφιασμό μου».
 Αὐτά τά νοήματα εἶχε γιά τόν καθένα ἀπό τούς παρευρισκόμενους ἡ ἁπλή καί εὐγενική ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ.
 Πολλές φορές μερικές ψυχές δείχνουν τήν ἀγάπη ἤ τήν πίστη καί τό σεβασμό τους μ’ ἕνα παράξενο καί ἀσυνήθιστο τρόπο. Ὁ Ζακχαῖος ἀνέβηκε στό δένδρο, ὁ ἑκατόνταρχος δέν ἤθελε τόν Κύριο στό σπίτι του, ὁ Πέτρος τοῦ ἔλεγε νά φύγει ἀπό τό πλοιάριό του, ἡ Μαρία σπατάλησε τό πανάκριβο μύρο, ὁ Νέστορας μονομάχησε μέ τόν Λυαῖο. Αὐτά τά πράγματα ἔχουν ἀσύγκριτη ἀξία, ἀλλά γίνονται μόνο μία φορά. Κάθε μίμησή τους ὄχι μόνο δέν ἔχει ἀξία, ἀλλά πολλές φορές εἶναι καί πράξη ἁμαρτωλή. Ἡ πρώτη φορά, τότε πού γίνονται αὐθόρμητα, δείχνει τήν πρόθεση, ἐνῶ οἱ ἄλλες φορές εἶναι προφάσεις σχεδιασμένης ἁμαρτίας. Ὁ Κύριος ἐνδιαφέρεται γιά τήν πρόθεση καί τά κίνητρα καί σύμφωνα μ’ αὐτά κρίνει κάθε μας πράξη.
 2. Ἡ παρουσία τῶν πιστῶν ἐνοχλεῖ τούς ἀπίστους: Ὁ Λάζαρος καί μόνο μέ τό νά ζῆ ἦταν κήρυκας τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ. Θά ἦταν ἀνώφελο γιά τούς ἀρχιερεῖς νά φονεύσουν τόν Ἰησοῦ καί ν’ ἀφήσουν τόν Λάζαρο. Καί ὁ Ἰησοῦς μέν «ἁμάρτησε» γιατί ἀνέστησε τόν Λάζαρο. Ἀλλά τί ἁμαρτία ἔκανε ὁ Λάζαρος πού ἀναστήθηκε; Ἐδῶ εἶναι καλό νά συσχετίσουμε τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδά, τόν ἐκ γενετῆς τυφλό καί τόν Λάζαρο, διότι αὐτά τά τρία σημεῖα εἶναι τά σημεῖα πού περισσότερο ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα προκάλεσαν τήν ἐντύπωση καί τόν θαυμασμό. Εἶναι τά σημεῖα πού ἀποτελοῦν καί ἀπάντηση τούς ἀρχιερεῖς καί φαρισαίους, καί κλήση στήν πίστη καί τήν μετάνοια, καί ἔλεγχο τῆς πωρώσεώς τους. Πρίν ἀπό αὐτά μεγάλο σημεῖο ὑπῆρξε ἡ ἐπίδειξη τοῦ Ἰωάννου Βαπτιστοῦ καί ἡ θεοφάνεια κατά τή βάπτιση. Μετά ἀπό αὐτά τό «σημεῖον Ἰωνᾶ», ἡ ἀνάστασή του. Οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ φαρισαῖοι καί ἡ πλειονότητα τῶν Ἰουδαίων σέ ὅσα ἔγιναν κατά τή βάπτιση δέν πίστευσαν. Στά τρία μεγάλα σημεῖα ἔδειξαν προοδευτικά μεγαλύτερη πώρωση καί σκληρότητα. Καί τήν ἔδειξαν πρός τούς ἀνθρώπους πού δέχθηκαν τήν εὐεργεσία τῶν σημείων. Τόν παραλυτικό τόν ἐπέπληξαν, τόν τυφλό τόν πέταξαν ἔξω, τόν Λάζαρο ἀποφάσισαν νά τόν φονεύσουν, νά τόν ἐπαναφέρουν στόν τάφο, γιά νά γίνει ἀνύπαρκτη ἡ ἀνάσταση πού ἔγινε. Τήν τρίτη φορά ἔδειξαν ὅτι καί ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, αὐτούς τούς ἐνοχλεῖ πλέον ὁ ἴδιος ὁ Θεός Πατήρ. Γιατί, ποιός ἄλλος ἀνέστησε τόν Λάζαρο ἀπό τούς νεκρούς; Θεομάχοι πιά ἀποδείχτηκαν, καί χριστοκτόνοι θά γίνουν ἀργότερα. «Σύντριμμα καί ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν» (Ψα 13,3).
 3. Ὁ Βασιλιάς Ἰησοῦς: Σέ ἐθνική συνέλευση ὁ Ἰσραήλ ἀναγνωρίζει τόν Ἰησοῦ ὡς τόν Χριστό πού τόσους αἰῶνες ἀνέμενε. Σ’ αὐτήν τήν μεσσιανικότητά του πιστεύει ἀπό τά σημεῖα πού ἔκανε καί μάλιστα ἀπό τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Τόν χρίει βασιλιά ὄχι ὑποτελῆ στούς Ρωμαίους ἀλλά βασιλιά σάν τόν Δαβίδ, κυρίαρχο καί παντοδύναμο. Καθαιρεῖ αὐτομάτως τόν Ἡρώδη τῆς Γαλιλαίας καί τόν ἐπίτροπο τῆς Ἰουδαίας Πιλᾶτο. Ἔτσι ὁ Ἰσραήλ κάνει αὐτό πού δέν πρόλαβε νά κάνει στήν Γαλιλαία, ὅταν ὁ Ἰησοῦς τούς χόρτασε μέ ἄρτους (Ἰω 6,15). Ὅμως, γιά νά γίνει κάποιος βασιλιάς, δέν ἀρκεῖ νά τόν ἀναγορεύσει ὁ λαός. Πρέπει νά τό δεχθεῖ καί ὁ ἴδιος. Καί ποιός ἄνθρωπος δέν δέχεται πρόθυμα τό βασιλικό χρῖσμα, ὅταν τοῦ τό προσφέρει ὁ λαός; Νά, ὅμως πού ὁ Ἰησοῦς δέν τό δέχεται. Ἤ μᾶλλον, δέχεται μέ ὅρους σκληρούς γιά τόν Ἰσραήλ. Δέχεται νά γίνει βασιλιάς τους αἰώνιος καί πνευματικός, χωρίς νά καθαιρεῖ τούς τυράννους, ὄχι βασιλιάς ἐπίγειος, ἐκδικητής τοῦ Ἰσραήλ καί τύραννος τῶν ἐθνῶν. Πῶς ὅμως νά τά πεῖ ὅλα αὐτά σ’ ἐκεῖνο τό πλῆθος πού παραληροῦσε ἀπό τόν ἐθνικό του ἐνθουσιασμό; Πῶς νά τούς ἀποσπάσει τόν νοῦ ἀπό τά ἐπίγεια καί ὑλικά καί νά τούς χειραγωγήσει σέ νοήματα πνευματικά καί μάλιστα ἐκείνη τήν ὥρα; Ἔχει ὁ Ἰησοῦς τόν τρόπο του. Τούς δίνει τήν ἀπάντηση μέ μιά χειρονομία σιωπηρή πού λέει πολλά. Ζητεῖ ἕνα «ὀνάριον» καί κάθεται πάνω σ’ αὐτό. Ἔτσι ἐπιτελεῖ τόν θρίαμβό του στά Ἰεροσόλυμα. Καί μόνο ἡ θέα τοῦ ὀναρίου ἀρκεῖ νά ἀποθαρρύνει τόν λαό καί νά δώσει ἀρνητική ἀπάντηση στήν ἀναγόρευση. Ὁ ἐπίγειος βασιλιάς ἀνεβαίνει σέ ἵππο πολεμικό καί ὑπερήφανο· τό ὀνάριο σημαίνει· «Ὄχι, ἀπαράδεκτο τό χρῖσμα πού προσφέρετε». Βασιλιά κατακτητή καί ἐκδικητή θέλεις, λαέ; Νά, πάρε τον πάνω σέ ὀνάριο· σοῦ ἀρέσει; Ὁ ἀληθινός Μεσσίας γελοιοποίησε τόν φανταστικό ψευδομεσσία πού εἶχε πλάσει ὁ λαός.
Στεργίου Σάκκου,
Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)
Παρασκευή, 19 Απρίλιος 2024 00:00

Κυρ. Ὁσίας Μαρίας Αἰγυπτίας Μρ 10,32-45

Ὁ Κύριος προλέγει τόν θάνατό του - Διδασκαλία περί ταπεινοφροσύνης
 

Λέξεις:

32. καί ἦν προάγων αὐτούς ὁ Ἰησοῦς = καί ὁ Ἰησοῦς βάδιζε μπροστά ἀπό αὐτούς
ἐθαμβοῦντο = θάμπωναν, ἦταν κατάπληκτοι
παραλαβών πάλιν = πῆρε πάλι παράμερα
33. κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ = θά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο
τοῖς ἔθνεσι = στούς εἰδωλολάτρες
34. ἐμπαίξουσιν αὐτῷ = θά τόν κοροϊδέψουν
35. προσπορεύονται αὐτῷ = πηγαίνουν κοντά του
38. οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε = δέν ξέρετε τί ζητᾶτε
δύνασθε πιεῖν = μπορεῖτε νά πιεῖτε
βαπτισθῆναι = νά βαπτισθεῖτε
40. οὐκ ἔστιν ἐμόν δοῦναι ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται = δέν ἐξαρτᾶται ἀπό μένα νά σᾶς τό δώσω, ἀλλά ἀπό αὐτούς γιά τούς ὁποίους ἔχει ἑτοιμασθεῖ
42. οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν = ἐκεῖνοι πού θεωροῦνται ὅτι εἶναι ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν
κατακυριεύουσιν αὐτῶν = τά καταπιέζουν
κατεξουσιάζουν αὐτῶν = τά ἐκμεταλλεύονται
43. οὐχ οὕτω δέ ἔσται ἐν ὑμῖν = δέν θά γίνει τό ἴδιο καί μέ σᾶς
διάκονος = ὑπηρέτης
45. διακονηθῆναι = νά ὑπηρετηθεῖ
διακονῆσαι = νά ὑπηρετήσει
δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ = νά δώσει τή ζωή του
λύτρον = ἀντίτιμο, ποσό γιά τήν ἐξαγορά κάποιου
ἀντί πολλῶν = γιά τήν ἐξαγορά πολλῶν

Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
 

 Ὅσα μᾶς διηγεῖται ἡ εὐαγγελική μας περικοπή συνέβησαν κατά τό τελευταῖο ἔτος τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου, λίγο καιρό πρίν ἀπό τό πάθος του. Ὁ Ἰησοῦς μαζί μέ τούς δώδεκα μαθητές του καί μέ ἄλλους ἀνθρώπους πήγαινε στά Ἰεροσόλυμα, γιά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα, πού πλησίαζε. Στό δρόμο συμβαίνουν τά περιστατικά τῆς περικοπῆς:
 α) Ὁ Κύριος προλέγει τό πάθος του, μέ πολλές λεπτομέρειες (στ. 32-34)
 β) Ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης τοῦ ζητοῦν μία χάρη (στ. 35-40)
 γ) Ὁ Κύριος μιλᾶ στούς μαθητές του περί ταπεινοφροσύνης (στ. 41-45)
 Τά ἴδια περιστατικά διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (20,17-28), ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει μόνο τήν πρόρρηση τοῦ πάθους (Λκ 18,31-34).

10,32. Ἦσαν δέ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς Ἰεροσόλυμα· καί ἦν προάγων αὐτούς ὁ ᾿Ιησοῦς, καί ἐθαμβοῦντο, καί ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καί παραλαβών πάλιν τούς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τά μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν.
ἀναβαίνοντες:
Τά Ἰεροσόλυμα βρίσκονταν στό νότιο μέρος τῆς Παλαιστίνης, πού εἶναι ὀρεινό καί ψηλότερο ἀπό τή Β. Παλαιστίνη, τή Γαλιλαία. Γι’ αὐτό ἐκεῖνοι πού πήγαιναν ἀπό τή Γαλιλαία στά Ἰεροσόλυμα ἔλεγαν ὅτι ἀνεβαίνουν.
καί ἦν προάγων αὐτούς ὁ Ἰησοῦς: Ὁ Ἰησοῦς ξέρει ὅτι ἀνεβαίνει στά Ἰεροσόλυμα γιά νά θανατωθεῖ κι ὅμως στήν πορεία αὐτή πηγαίνει μπροστά. Ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ πατέρες, αὐτό δείχνει ὅτι δέν ἀποφεύγει τό πάθος, ἀλλά τό ἐπιζητεῖ.
  Ἡ εἰκόνα μᾶς θυμίζει τήν εἰκόνα τοῦ ποιμένα. Στήν Παλαιστίνη προπορεύεται ὁ βοσκός καί ἀκολουθοῦν τά πρόβατα (ἐνῶ στήν πατρίδα μας συνήθως γίνεται τό ἀντίστροφο). Καί ὁ Ἰησοῦς, ὁ Καλός Ποιμένας, πού θά ὑπογράψει σέ λίγο τήν ἀγάπη του γιά τό ποίμνιο μέ τή θυσία του, πάει μπροστά ὁδηγώντας τό κοπάδι του.
 καί παραλαβών πάλιν τούς δώδεκα: Ὁ Κύριος εἶχε μιλήσει κι ἄλλες φορές στούς μαθητές του γιά τό πάθος του (Μθ 16,21· 27,22· Μρ 8,31· Λκ 9,22). Ἐπειδή ὅμως ἦταν φυσικό νά τό λησμονοῦν γιατί δέν ἤθελαν νά συμβεῖ, συνεχῶς τούς τό ὑπενθυμίζει γυμνάζοντάς τους ἔτσι καί προετοιμάζοντάς τους ὥστε νά μή λυπηθοῦν ὅταν θά ἔρθει ὁ καιρός.
 Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος προσθέτει ὅτι ὁ Κύριος πῆρε τούς μαθητές του κατ’ ἰδίαν γιά νά τούς μιλήσει γιά τό πάθος του. Καί ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἑρμηνεύει ὅτι: «Ἦταν ἀνάγκη νά μιλήσει ἰδιαίτερα στούς μαθητές του γι’ αὐτό τό θέμα, χωρίς νά πάρει εἴδηση ὁ κόσμος, γιατί θά ταράσσονταν πολύ. Ἐξάλλου, καί στόν πολύ κόσμο προεῖπε ὁ Κύριος τό πάθος του, ἀλλά καλυμμένα· "Λύσατε τόν ναόν τοῦτον καί ἐν τρισίν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν" (Ἰω 2,19), "σημεῖον οὐ δοθήσεται εἰ μή τό σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου" (Μθ 16,4· Λκ 11,29), "μικρόν χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι καί ζητήσετέ με καί οὐχ εὑρήσετε" (Ἰω 7,34).
 Καί στούς μαθητές στήν ἀρχή μίλησε πιό καλυμμένα. Τώρα ὅμως πού ἔχουν γυμνασθεῖ μέ τήν προσδοκία τοῦ πάθους, ἀποκαλύπτει καί λεπτομέρειες, γιά νά μή σκανδαλισθοῦν, ἀλλά νά εἶναι ἕτοιμοι νά τό δεχθοῦν.

10,33. Ὅτι ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί γραμματεῦσι, καί κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ καί παραδώσουσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσι.
 παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί τοῖς γραμματεῦσι: Γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας αὐτῆς βλέπε· Μρ 14,53.65· πρβλ. Μθ 26,14-16· Λκ 22,66-71· Ἰω 18,12-27.
 κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ: Γιά τήν καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ εἰς θάνατον βλέπε· Μρ 14,64· πρβλ. Μθ 26,59-66· Λκ 22,71· Ἰω 18.
 καί παραδώσουσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσιν: Ὅλους ἐκείνους πού δέν ἦταν Ἰουδαῖοι, οἱ Ἰουδαῖοι τούς ἔλεγαν ἐθνικούς ἤ ἔθνη. Ἐδῶ ὁ Κύριος ἐννοεῖ τούς Ρωμαίους κατακτητές, πού ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὅταν λέει ὅτι θά τόν παραδώσουν στά ἔθνη, εἶναι ὅπως θά λέγαμε ἐμεῖς στήν Κατοχή ὅτι τόν παρέδωσαν στούς Γερμανούς. Τό Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων ἔπαιρνε ἀποφάσεις, ἀλλά γιά νά ἔχουν ἰσχύ οἱ ἀποφάσεις αὐτές ἔπρεπε νά τίς ἐπικυρώσει ὁ Ρωμαῖος ἡγεμόνας. Δέν μποροῦσε νά ἐκτελεσθεῖ καμία θανατική ποινή, ἄν προηγουμένως δέν τήν ἐνέκριναν οἱ κατακτητές Ρωμαῖοι. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος θά παραδοθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους στούς εἰδωλολάτρες. Βλ. Μρ 15,1 ὅπου ὁδηγεῖται στόν ἐθνικό ἡγεμόνα Πιλᾶτο (πρβλ. Μθ 27,2• Λκ 23,1• Ἰω 18,28).

10,34. καί ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καί μαστιγώσουσιν αὐτόν καί ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καί ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καί τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
 καί ἐμπαίξουσιν, αὐτῷ καί μαστιγώσουσιν αὐτόν καί ἐμπτύσουσιν αὐτῷ:
Μέ θαυμαστή ἀκρίβεια προλέγει ὁ Κύριος τούς ἐμπαιγμούς (βλ. Μθ 27,28-29· Μρ 15,16-19· Λκ 22,63-65· 23,11· Ἰω 19,2-3), τή μαστίγωση (βλ. Μθ 27,26·Μρ 15,15· Ἰω 19,1) κι αὐτούς ἀκόμη τούς ἐμπτυσμούς (βλ. Μθ 26,67· 27,30· Μρ 15,19).
 καί τῇ τρίτῃ ἡμέρα ἀναστήσεται: Καί ἡ τριήμερος ἀνάσταση βεβαιώνεται ἀπό τά εὐαγγέλια (βλ. Μθ 28,1ἑ.· Μρ 16,1ἑ.· Λκ 24,1ἑ.· Ἰω 20,1ἑ.)

10,35. Καί προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καί ᾿Ιωάννης υἱοί Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐάν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν.
prorissi pathous καί προσπορεύονται Ἰάκωβος καί Ἰωάννης:
Κατά τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο (20,20) ἡ μητέρα τῶν δύο ἀδελφῶν πλησίασε τόν Κύριο καί τοῦ ζήτησε τή χάρη γιά τούς δύο γιούς της. Ἡ λεπτομέρεια αὐτή δέν σημαίνει ὅτι διαφωνοῦν μεταξύ τους οἱ δύο εὐαγγελιστές. Ἦταν πράγματι πολύ φυσικό οἱ μαθητές νά ὑπέβαλαν τό αἴτημά τους στόν Κύριο διά μέσου τῆς μητέρας τους, ἡ ὁποία ἀνῆκε στόν κύκλο τῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου, πού τόν συνόδευαν στίς περιοδεῖες του, γιά νά περιποιοῦνται αὐτόν καί τούς μαθητές του. Δέν ἀποκλείεται νά ζήτησε πρῶτα τή χάρη ἡ μητέρα καί νά πλησίασαν ἔπειτα καί οἱ μαθητές κοντά στόν Ἰησοῦ γιά νά τοῦ ποῦν κι αὐτοί τήν ἐπιθυμία τους. Ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, πού διηγεῖται τά περιστατικά μέ περισσότερη συντομία, δέν ἀναφέρει τή μητέρα τῶν μαθητῶν.

10,37. Οἱ δέ εἶπον αὐτῷ· δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου.
 Στήν Π. Διαθήκη ὑπάρχει ἡ ἔκφραση «υἱός τοῦ ἀνθρώπου» μέ τή σημασία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ὅταν ὁ Κύριος ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου θά πάθει καί θά σταυρωθεῖ κτλ., οἱ μαθητές τό ἐξηγοῦσαν ὅτι ὁ Ἰσραήλ θά ταλαιπωρηθεῖ, ὅπως καί ταλαιπωροῦνταν, καί στή συνέχεια ὁ Μεσσίας θά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τά δεινά.
 Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Κύριος μίλησε γιά ἀνάσταση, οἱ μαθητές κατάλαβαν ὅτι θά ἐπακολουθήσει ἡ δόξα του. Χωρίς νά ἐμποδισθοῦν καθόλου ἀπό τό πάθος, ἀφοῦ τό ἀπέδιδαν στά βάσανα πού ἤδη εἶχε τραβήξει ὁ ἰσραηλιτικός λαός, ἐνθουσιάζονταν ἀπό τή δόξα τῆς ἀναστάσεως.
 Εἶχαν ἤδη ἀκούσει ἀπό τόν Κύριο ὅτι, ὅταν θά καθίσει στό θρόνο του, θά καθίσουν καί οἱ 12 μαθητές μαζί του σέ 12 θρόνους. Γι’ αὐτό βιάζονται νά πιάσουν τίς καλύτερες θέσεις κοντά του. Δεξιά καί ἀριστερά τοῦ βασιλιᾶ ἦταν οἱ πιό τιμητικές θέσεις, ὅπου κάθονταν οἱ σπουδαιότεροι ὑπουργοί.

10,38. Ὁ δέ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τό ποτήριον ὃ ἐγώ πίνω, καί τό βάπτισμα ὃ ἐγώ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι;
 «Ποτήριον» ὀνομάζει ὁ Κύριος τό θάνατό του στήν προσευχή τῆς Γεθσημανῆ· «παρελθέτω τό ποτήριον τοῦτο ἀπ’ ἐμοῦ» (Μθ 26,39).
 Τή λέξη «βάπτισμα» χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος ὅταν μιλᾶ γιά τό πάθος του («βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι καί πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ!», Λκ 12,50).

10,41. καί ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περί ᾿Ιακώβου καί ᾿Ιωάννου.
 Καί οἱ ὑπόλοιποι μαθητές καταλάβαιναν καί ἐξηγοῦσαν τά λόγια τοῦ Κυρίου ὅπως οἱ δύο γιοί τοῦ Ζεβεδαίου. Νόμιζαν ὅτι στά Ἰεροσόλυμα πού πᾶνε θά δοξασθεῖ ὁ δάσκαλός τους καί θά πάρουν κι αὐτοί ἀπό τή δόξα του. Γι’ αὐτό καί ἀγανακτοῦν ὅταν βλέπουν τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη νά ζητοῦν τίς πιό καλές θέσεις γιά τόν ἑαυτό τους.

10,43. οὐχ οὕτω δέ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐάν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος.
 διάκονος:
Λέγεται αὐτός πού εἶναι κατασκονισμένος (διά + κόνις=σκόνη). Θά εἶναι διάκονος σημαίνει θά τρέχει, θά ἱδρώνει καί θά κουράζεται γιά νά ἀπολαμβάνουν οἱ ἄλλοι. Θά εἶναι ἕνας ταπεινός ὑπηρέτης.

10,45. καί γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν.
 λύτρον:
Στά παλιά τά χρόνια οἱ ἐπιδρομεῖς αἰχμαλώτιζαν πολλούς ἀνθρώπους καί τούς πουλοῦσαν σκλάβους. Ἀλλά οἱ συγγενεῖς τῶν αἰχμαλώτων φρόντιζαν καί τούς εὕρισκαν ποῦ εἶναι, πλήρωναν χρήματα καί τούς ἐξαγόραζαν, γιά νά εἶναι πάλι ἐλεύθεροι νά γυρίσουν στό σπίτι τους. Τό χρηματικό ποσό πού ἔδιναν γιά νά τούς ἐλευθερώσουν λέγεται «λύτρον». Ἀπό ἐδῶ βγαίνει καί τό ρῆμα «λυτρώνω», πού σημαίνει ἐξαγοράζω καί ἀπελευθερώνω κάποιον.
 δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν: Οἱ ἄνθρωποι ὅλοι μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα ἤμασταν αἰχμάλωτοι τοῦ θανάτου, γιατί καρπός τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ Χριστός ἦρθε καί μᾶς ἐξαγόρασε ἀπό τή σκλαβιά τοῦ θανάτου, δίνοντας σάν λύτρο τή δική του ζωή. Γι’ αὐτό λέει «νά δώσει τή ζωή του λύτρο γιά πολλούς».

Τά κυριώτερα νοήματα

 1. Πρόρρηση τοῦ πάθους: Ὁ Κύριος προλέγει στούς μαθητές του τό πάθος καί τό θάνατο πού μέλλει νά πάθει. Τούς εἶπε μέ δύο λόγια ὅλη τήν οὐσία. Ὅταν φθάσουν στά Ἰεροσόλυμα, θά παραδώσουν τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου στούς ἀρχιερεῖς καί στούς θρησκευτικούς ἄρχοντες. Αὐτοί θά τόν καταδικάσουν εἰς θάνατον, καί στή συνέχεια θά τόν παραδώσουν στούς ρωμαίους ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι θά τοῦ κάνουν τρία πράγματα :
 α) Θά τόν ἐμπαίξουν, δηλαδή θά σπάσουν πλάκα μ’ αὐτόν δίνοντάς του καρπαζιές, φτυσίματα, ντύνοντάς τον μ’ ἕνα παλιωμένο βασιλικό ροῦχο, βάζοντάς του στέμμα ἀπό ἀγκάθια, κτλ.
 β) Θά τόν μαστιγώσουν μέ τόν βούρδουλα.
 γ) Θά τόν σταυρώσουν. Μετά τό θάνατό του ὅμως θά ἀναστηθεῖ.
 Κι ἐνῶ ὅλα αὐτά τά γνωρίζει ὁ Κύριος καί μάλιστα μέ τόσες λεπτομέρειες, ἄφοβος προχωρεῖ πρός τά Ἰεροσόλυμα, πρός τό πάθος. Ἔτσι δίνει ἕνα ἁπλό μάθημα στούς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι σέ λίγο θά τόν δοῦν νά ἐξευτελίζεται καί νά πάσχει σάν ὁ τελευταῖος κατάδικος. Προλέγοντας τό πάθος τούς προετοιμάζει γιά νά μή σκανδαλισθοῦν. Ἀλλά καί σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων αὐτή ἡ στάση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἕνα μάθημα καί μία ἀπόδειξη ὅτι θεληματικά ὡς κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῆς καταστάσεως ὅλης ἔδωσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀποδεικνύει αὐτό πού καί ὁ ἴδιος λέει στούς μαθητές του, ὅτι σάν καλός ποιμένας δίνει τή ζωή του γιά χάρη τῶν προβάτων του· «οὐδείς αἴρει αὐτήν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγώ τίθημι αὐτήν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ» (Ἰω 10,18). Ἔτσι δείχνει ὁ Χριστός α) τήν παγγνωσία του καί β) τήν ἀγάπη του γιά τόν ἄνθρωπο.
 2. Ἡ ἀνοησία τῶν μαθητῶν: Ἐνῶ ὁ Κύριος μιλᾶ τόσο καθαρά στούς μαθητές γιά τό πάθος του, αὐτοί φαντάζονται ἄλλα ἀντ’ ἄλλων. Φαντάζονται ὅτι τώρα πού θά μποῦν στά Ἰεροσόλυμα γιά νά κάνουν Πάσχα, ὁ Ἰησοῦς θά φανατίσει τό λαό καί θά κάνει ἐπανάσταση. Θά διώξει τούς Ρωμαίους, θά γίνει βασιλιάς κι αὐτούς θά τούς κάνει ὑπουργούς καί πρωθυπουργούς. Δύο μαθητές μάλιστα, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, ζητοῦν νά τούς βάλει δεξιά καί ἀριστερά στό θρόνο του, δηλαδή νά τούς δώσει τά δύο μεγαλύτερα ἀξιώματα τοῦ κράτους. Ὁ Κύριος τούς λέει· Μπορεῖτε νά πιεῖτε τό ποτήρι πού θά πιῶ ἐγώ; Καί βέβαια μποροῦμε, ἀπαντοῦν αὐτοί. Φαντάζονταν ὅτι τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς θά στέφεται βασιλιάς, θά τοῦ δώσουν νά πιεῖ ἀπό ἕνα ποτήρι κρασί, ὅπως δίνουν σ’ αὐτούς πού παντρεύονται, κι ὅποιος θά πιεῖ ἀπ’ αὐτό, ὅπως πίνει καί ὁ κουμπάρος, θά γίνει ὁ δεύτερος τοῦ κράτους. Ὁ Χριστός ὅμως ἐννοοῦσε τό πικρό ποτήρι τοῦ σταυροῦ καί τοῦ θανάτου.
 Οἱ ἄλλοι μαθητές ἀγανακτοῦν μέ τούς δύο συμμαθητές τους πού ἔβαζαν τά μέσα γιά νά καταλάβουν τίς καλύτερες θέσεις, γιατί κι αὐτοί εἶχαν τά ἴδια πάθη. Ἔτσι βλέπουμε πώς αὐτοί οἱ ἐκλεκτοί, πού τούς διάλεξε ὁ Χριστός ἀπό τόν κόσμο, παρουσιάζονται τόσο φτωχοί καί τιποτένιοι, πού εἶναι πράγματι ν’ ἀπορεῖ κανείς μαζί τους. Πῶς δέν κατάλαβαν τίποτε, πῶς δέν ἐπηρεάστηκαν καθόλου τόσο καιρό κοντά σ’ ἕνα τέτοιο δάσκαλο; Ἀλλά ἐπίτηδες ὁ Χριστός διάλεξε τέτοιους ἀνθρώπους γιά μαθητές του κι ἀφήνει νά δοῦμε καθαρά καί τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τους, γιά νά καταλάβουμε στή συνέχεια τί τούς πρόσθεσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί πόσο τούς ἄλλαξε τό Πνεῦμα τό ἅγιο.
 3. Ἡ δύναμη τῆς ταπεινοφροσύνης: Ὁ Κύριος λέει στούς μαθητές του: Νά ξέρετε ὅτι στή δική μου βασιλεία τά ἀξιώματα πᾶνε ἀνάποδα. Στά σημερινά κράτη οἱ ἀνώτεροι πατᾶνε πάνω στούς κατωτέρους. Μέ τή βασιλεία μου θά γίνει ἀλλιῶς. Οἱ ἀνώτεροι θά εἶναι δοῦλοι τῶν κατωτέρων. Αὐτοί θά τρέχουν, θά ἱδρώνουν, θά ἐξευτελίζονται, γιά ν’ ἀπολαύσουν οἱ κατώτεροι. Πρέπει οἱ ἀξιωματοῦχοι νά μοιάζετε μέ μένα τόν βασιλιά σας. Ἔτσι δέν κάνω ἐγώ; Ἦρθα νά ὑπηρετήσω κι ὄχι νά μέ ὑπηρετήσουν. Τί λέτε, σᾶς ἀρέσει τώρα; Καί στό τέλος θά χρειασθεῖ νά πεθάνετε κιόλας, γιατί κι ἐγώ, ἡ κυριώτερη δουλειά πού ἦρθα νά κάνω, αὐτή εἶναι. Νά δώσω τή ζωή μου γιά νά κερδίσουν ὅλοι οἱ ἄλλοι. Σᾶς ἀρέσει;
 4. Τό πάθος τῆς φιλοδοξίας: Ἡ στάση τῶν μαθητῶν μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά μελετήσουμε τό πάθος τῆς φιλοδοξίας, καί νά παρατηρήσουμε ὁρισμένα χαρακτηριστικά του. Ὁ φιλόδοξος εἶναι:
 α) ἄπονος. Ἐνῶ ὁ Κύριος μιλᾶ γιά πάθος, γιά σταύρωση, οἱ μαθητές σκέπτονται πρωτοκαθεδρίες χωρίς νά συμπονοῦν τόν διδάσκαλο. Ὁ φιλόδοξος πάντοτε κάνει κέντρο τοῦ παντός τόν ἑαυτό του καί ζητᾶ νά ἱκανοποιήσει τό πάθος του ἀδιαφορώντας γιά τούς ἄλλους. Δέν διστάζει νά ἐκμεταλλευτεῖ τίς περιστάσεις μέ σκληρότητα, φθάνει νά ἐπιτύχει αὐτό πού θέλει.
 Ἡ φιλοδοξία ἔκανε τόν Ἀβεσσαλώμ νά ἐπαναστατήσει κατά τοῦ πατέρα του. Καί μία αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου, ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, ἐξ αἰτίας τῆς φιλοδοξίας, ἔφθασε νά τυφλώσει ἡ ἴδια τό παιδί της, γιά νά μπορεῖ ἔτσι νά κρατᾶ τό θρόνο.
 β) πονηρός καί ἀδίστακτος. Εἶναι ἱκανός γιά τά πάντα. Χρησιμοποιεῖ μέσα νόμιμα ἀλλά καί παράνομα. Δέχεται ταπεινώσεις καί ἐξευτελισμούς καί ὑποτάσσεται πρόθυμα σ' ἐκεῖνον πού θά τοῦ ὑποσχεθεῖ νά τόν βοηθήσει. Σάν τόν χαμαιλέοντα ἀλλάζει διαρκῶς τρόπους συμπεριφορᾶς καί προ¬σαρμόζεται στό περιβάλλον του γιά νά ἐπιτύχει αὐτό πού ζητᾶ.
 γ) ἀχόρταγος. Ὅσο περισσότερο δοξάζεται, τόσο πιό πολύ διψᾶ γιά τή δόξα. Τό πάθος εἶναι μιά φωτιά ἄσβηστη μέσα του. Δέν χορταίνει μέ τίποτε.
 Ὁ τύπος τοῦ φιλόδοξου εἶναι πολύ συνηθισμένος στή ζωή μας. Δέν πάσχει ἀπό φιλοδοξία μόνο ὁ στρατηγός, ὁ ἄρχοντας, αὐτός πού κατέχει μιά ὑψηλή θέση. Καί στά πιό ταπεινά στρώματα τῆς κοινωνίας συναντοῦμε τόν φιλόδοξο. Κι ὅπως λέει καί τό ἀρχαῖο γνωμικό· ''πολλοί τά πλούτη ἐμίσησαν, τήν δόξαν οὐδείς''.
 Καθημερινά συναντοῦμε φιλόδοξους ἀνθρώπους. Φιλόδοξα σκέπτονται καί ζοῦν οἱ οἰκογένειες ἐκεῖνες πού κάνουν ἔξοδα καί καταστρέφονται οἰκονομικά γιά νά φαντάξουν καί νά κάνουν ἐπίδειξη. Ἡ φιλοδοξία σπρώχνει πολλούς νέους στήν ἁμαρτία καί τή διαφθορά.
 Ἀλλά ἡ περικοπή μας, πού μᾶς παρουσιάζει τό φοβερό πάθος τῆς φιλοδοξίας, μᾶς ὑποδεικνύει καί τά μέσα γιά τή θεραπεία του. Καί νά ποιά εἶναι αὐτά:
 α) Ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀγνοίας μας. Πολλές φορές ζητοῦμε κι ἀγωνιζόμαστε μ’ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά πράγματα πού φαντάζουν σπουδαῖα στά μάτια μας, ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν εἶναι τίποτε. Ὅταν ἀναγνωρίσουμε αὐτή τήν ἄγνοιά μας, θά ἀφήσουμε πάντοτε ἕνα περιθώριο στά σχέδια καί τίς ἐπιδιώξεις μας καί δέν θά ἐξαρτοῦμε τό πᾶν ἀπό αὐτά. Γιά νά εἴμαστε σίγουροι γιά τήν πραγματική ἀξία αὐτῶν πού ἐπιδιώκουμε πρέπει νά ζητοῦμε πάντα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
 β) Ἡ σκέψη ὅτι ἡ ἀληθινή δόξα δέν βρίσκεται στή γῆ. Ἡ ζωή μας πάνω στή γῆ εἶναι ἕνας ἀγώνας, πού τό ἔπαθλό του θά μᾶς δοθεῖ στόν οὐρανό. Ἐκεῖ θά τό ἀπολαύσουμε. Γι’ αὐτό, νά μήν ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας νά ριζώνει καί νά ξεχνιέται στή γῆ, ἀλλά νά τόν βοηθοῦμε νά καλλιεργεῖ πόθους καί ὄνειρα γιά τήν αἰωνιότητα.
 γ) Ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου μας. Τό σημεῖο πάνω στό ὁποῖο ταπεινώθηκε ἡ ὑπέρτατη δόξα, εἶναι τό πιό δραστικό φάρμακο κατά τῆς φιλοδοξίας μας. Ὁ Θεός, πού ἔκλινε οὐρανούς καί κατέβη, ἦρθε στή γῆ ὄχι γιά νά διακονηθεῖ ἀλλά γιά νά διακονήσει, ἦρθε γιά νά πλουτίσει τούς φτωχούς μέ τήν ἑκούσια φτώχεια του καί νά δώσει τή ζωή του λύτρον ἀντί πολλῶν.
 Μπροστά στό σταυρό του ἄς ταπεινωθοῦμε κι ἄς κάψουμε κάθε γήινη φιλοδοξία μας, σάν θυσία εὐπρόσδεκτη στόν μεγάλο βασιλιά καί κυβερνήτη τοῦ κόσμου.

Στεργίου Σάκκου,
Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)
Παρασκευή, 12 Απρίλιος 2024 02:00

Κυρ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος Μρ 9,17-31

Ἡ θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου παιδιοῦ
Λέξεις
18. ὅπου ἄν αὐτόν καταλάβῃ = ὅπου τόν πιάσει
ρήσσει αὐτόν = τόν κατασπαράσσει
ξηραίνεται = γίνεται ξερός
οὐκ ἴσχυσαν = δέν μπόρεσαν
19. ἕως πότε πρός ὑμᾶς ἔσομαι; = ὥς πότε θά εἶμαι μαζί σας;
20. ἐσπάραξεν αὐτόν = τόν τάραξε
22. παιδιόθεν = ἀπό παιδί
εἰς πῦρ ἔβαλε=τόν ἔρριξε στή φωτιά
εἴ τι δύνασαι = ἄν μπορεῖς νά κάνεις κάτι
23. εἰ δύνασαι πιστεῦσαι = ἄν μπορεῖς νά πιστέψεις
25. ἐπισυντρέχει ὄχλος = μαζεύεται κι ἄλλος κόσμος
ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ = ἐπιτίμησε τό ἀκάθαρτο πνεῦμα
ἐγώ σοι ἐπιτάσσω = ἐγώ σέ προστάζω
μηκέτι=ποτέ πιά.
26. πολλά σπαράξαν = ἀφοῦ τόν τάραξε δυνατά
27. τῆς χειρός = ἀπό τό χέρι
ἤγειρεν αὐτόν = τόν σήκωσε καί ἀνέστη = καί σηκώθηκε
28. κατ΄ ἰδίαν = ἰδιαίτερα
29. ἐν οὐδενί = μέ τίποτε
30. παρεπορεύοντο = περνοῦσαν
31. ἀποκτενοῦσιν αὐτόν = θά τόν σκοτώσουν
Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
 Τό περιστατικό τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ, τό ἀναφέρει καί ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (Μθ 17,14-21) καί ὁ Λουκᾶς (Λκ 9,37-43), ἀλλά ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος τό παρουσιάζει μέ περισσότερες λεπτομέρειες. Λίγο πιό πρίν οἱ εὐαγγελιστές μιλοῦν γιά τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ οἱ τρεῖς μαθητές (Πέτρος, Ἰάκωβος, Ἰωάννης) πού ἦταν μαζί του τόν εἶδαν στή θεϊκή του δόξα νά συζητᾶ μέ τούς δύο μεγάλους προφῆτες Μωυσῆ καί Ἠλία. Κατεβαίνοντας ἀπό τό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως καί ἀπό τό θεϊκό κλῖμα ὅπου εἶχαν ζήσει, συναντοῦν τούς ἄλλους μαθητές περιστοιχισμένους ἀπό γραμματεῖς καί φαρισαίους νά συζητοῦν. Ἀφορμή γιά τή συζήτηση τούς ἔδωσε ἕνα θλιβερό περιστατικό. Ἕνας πατέρας εἶχε φέρει τό δαιμονισμένο παιδί του καί οἱ μαθητές δέν μπόρεσαν νά τό θεραπεύσουν.
 Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἰησοῦ διακόπτει τή συζήτηση καί στρέφει τήν προσοχή ὅλων πρός αὐτόν.
 
 9,17. Καί ἀποκριθείς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τόν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον.
 Εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου: Εἶναι ὁ πατέρας τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ. Ὁ εὐαγγελιστής δέν μᾶς ἀναφέρει τό γένος, τήν πατρίδα, τή θρησκεία του κι οὔτε καμία ἄλλη πληροφορία γιά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ μᾶς δίνει. Μᾶς δίνει τόσα μόνο ὅσα χρειάζονται καί δέν ἀναφέρει περιττά πράγματα. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς λέει ὅτι ὁ πονεμένος πατέρας γονάτισε μπροστά στόν Ἰησοῦ.
 ἤνεγκα τόν υἱόν μου πρός σε: Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς πληροφορεῖ πώς ὁ υἱός αὐτός ἦταν μονογενής (Λκ 9,38).
 ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον: Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος λέει «σεληνιάζεται» (Μθ 17,14). Ἐπειδή ἡ ἀρρώστια αὐτή ἐκδηλωνόταν ὅταν ἡ σελήνη ἦταν πανσέληνος, οἱ ἄνθρωποι τήν ὀνόμασαν σεληνιασμό. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἁπλῶς μία λαϊκή δοξασία. Ἡ ἀρρώστια δέν ἔχει καμία σχέση μέ τή σελήνη. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: Δέν εἶναι ἡ σελήνη αἰτία τοῦ σεληνιασμοῦ, ἀλλά οἱ δαίμονες παρακολουθοῦσαν τίς ἀλλαγές τῆς σελήνης καί ἔκαναν ἐπίθεση στούς ἀνθρώπους κατά τήν πανσέληνο, γιά νά δείξουν τά ἔργα τοῦ Θεοῦ σάν αἰτία τῆς δικῆς τους κακίας καί νά κάνουν ἔτσι τούς ἀνθρώπους νά κατηγορήσουν τόν Θεό.
 Ὁ σεληνιασμός, ὅπως τόν περιγράφουν οἱ εὐαγγελιστές, μοιάζει πολύ μέ τήν ἐπιληψία. Ἀλλά καί ἄν δεχθοῦμε τήν ἀσθένεια τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ σάν μιά φυσική νευρική ἀσθένεια, τίποτα δέν μᾶς ἐμποδίζει νά παραδεχθοῦμε ὅτι τήν προκάλεσε ὁ διάβολος. Κι ἄλλες φορές βλέπουμε στά εὐαγγέλια ὅτι ὁ διάβολος προκαλεῖ στούς ἀνθρώπους φυσικές ἀσθένειες τίς ὁποῖες θεραπεύει ὁ Ἰησοῦς (πρβλ. Μθ 9,32-33, ὅπου ἕνας κωφός ὀνομάζεται δαιμονιζόμενος, καί Μθ 12,22, ὅπου ἀναφέρεται ἡ θεραπεία ἑνός τυφλοῦ καί κωφοῦ δαιμονιζομένου).
 
 9,18. Καί ὅπου ἂν αὐτόν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καί ἀφρίζει καί τρίζει τούς ὀδόντας αὐτοῦ, καί ξηραίνεται· καί εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτό ἐκβάλωσι, καί οὐκ ἴσχυσαν.
 Συγκλονιστική περιγραφή τῆς κρίσεως τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ.
 
 9,19. Ὁ δέ ἀποκριθείς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεά ἄπιστος, ἕως πότε πρός ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτόν πρός με. καί ἤνεγκαν αὐτόν πρός αὐτόν.
 ὦ γενεά ἄπιστος… ἀνέξομαι ὑμῶν;
Τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου δείχνουν τήν ἀγανάκτησή του. Ὀνομάζει τή γενεά ἄπιστη, ἀλλά καί διεστραμμένη. Ὑπάρχουν ἄπιστοι ἀπό ἄγνοια. Ἐκείνους δέν θά μποροῦσε νά τούς κατηγορήσει κανείς σάν διεστραμμένους. Ἡ γενεά ὅμως αὐτή, τήν ὁποία κατηύθυναν οἱ γραμματεῖς καί φαρισαῖοι, δέν μποροῦσε νά δικαιολογήσει τήν ἀπιστία της μέ ἄγνοια. Εἶχε δεῖ τόσο πολλά σημεῖα κι εἶχε γνωρίσει τή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ. Ἐπειδή ὅμως ἐπέμενε στήν ἀπιστία ὀνομάζεται διεστραμμένη.
 Παρ’ ὅλη τήν ἀγανάκτηση ὁ Κύριος ἀπευθύνει ἕναν γενικό ἔλεγχο πρός τή γενεά καί δέν ἐλέγχει προσωπικά τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ, πού θά ἦταν σκληρότερο.
 φέρετε αὐτόν πρός με: Ἡ ἀπιστία καί ἡ διαστροφή τῆς γενεᾶς καί ἡ δίκαιη ἀγανάκτηση τοῦ Κυρίου, δέν τόν ἐμποδίζει νά καλέσει κοντά του τό ἄρρωστο παιδί γιά νά τό θεραπεύσει.
 
 9,20. καί ἰδών αὐτόν εὐθέως τό πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καί πεσών ἐπί τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.
seliniazomenos Τό παιδί εἶδε τόν Ἰησοῦ καί τό πνεῦμα ταράχθηκε. Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις δαιμονισμένων ἀτόμων, τό πονηρό πνεῦμα βλέπει μέ τά μάτια τοῦ δαιμονισμένου. Οἱ ἐξωτερικές πράξεις εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τό πνεῦμα πού τόν κινεῖ σ΄ αὐτές, συνήθως εἶναι τό πονηρό πνεῦμα.
 Πρίν ἀκόμη ὁ Κύριος ἐπιτιμήσει τό πονηρό πνεῦμα, αὐτό ταράσσεται. Δίνεται ἔτσι μιά ἀφορμή στόν πατέρα νά ἐνισχύσει τήν πίστη του.
 
 9,21. Καί ἐπηρώτησε τόν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστίν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δέ εἶπε· παιδιόθεν.
 Ὁ χρόνος τῆς ἀρρώστιας τοῦ παιδιοῦ δέν ἦταν ἄγνωστος στόν παντογνώστη Κύριο. Ρωτᾶ ὅμως γιά νά δώσει ἀφορμή στόν πατέρα νά ὁμολογήσει ὅτι ἡ ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ του ἦταν μακροχρόνια. Τόν διάλογο αὐτό δέν τόν ἀναφέρουν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές.
 παιδιόθεν: Τό παιδί ἔπασχε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία. Ἐπειδή ἡ ἀρρώστια ἦταν μακροχρόνια, ἦταν καί πιό δύσκολη ἡ θεραπεία της.
 
 9,22. Καί πολλάκις αὐτόν καί εἰς πῦρ ἔβαλε καί εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθείς ἐφ᾿ ἡμᾶς.
 
ἀλλ’ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν:
Τά λόγια αὐτά δείχνουν τήν ὀλιγοπιστία τοῦ πατέρα. Ἴσως ἡ πίστη του εἶχε κλονιστεῖ ἀπό τήν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νά θεραπεύσουν τό παιδί του. Ἡ ἀδυναμία τῶν μαθητῶν τόν ἔκανε νά ἀμφιβάλλει καί γιά τοῦ διδασκάλου τή δύναμη.
 
 9,23. Ὁ δέ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ τό εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι.
 τό εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι: Εἶναι μία στερεότυπη ἔκφραση, πού συνήθιζε νά τή λέει ὁ Ἰησοῦς σάν ὅρο καί προϋπόθεση σ’ αὐτούς πού ἐπρόκειτο νά δεχθοῦν ἕνα σημεῖο. Ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι σάν νά τοῦ λέει: Ἔχω τόσο περίσσεια δύναμη, πού κι ἄλλοι μποροῦν μ’ αὐτή νά θαυματουργήσουν. Φθάνει νά πιστέψεις ὅπως πρέπει καί μπορεῖς καί σύ νά θεραπεύσεις κι αὐτόν καί πολλούς ἄλλους.
 Διάφοροι ἑρμηνευτές ὑπογραμμίζουν ἐδῶ τήν μετριοφροσύνη τοῦ Κυρίου. Δέν ἀπαντᾶ «σέ μένα τά πάντα εἶναι δυνατά…», ὅπως καί ἦταν, ἀλλά λέει· «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι». Ἀποδίδει τή θεραπεία ὄχι στή δική του δύναμη, ἀλλά στήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου.
 
 9,24. Καί εὐθέως κράξας ὁ πατήρ τοῦ παιδίου μετά δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.
 μετά δακρύων: Τά δάκρυα δείχνουν τή μετάνοια τοῦ πατέρα γιά τήν ἀπιστία του. πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστία: Ὁπωσδήποτε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ εἶχε κάποια πίστη, καί αὐτή τόν ἔκανε νά φέρει τό παιδί του στόν Χριστό. Ἦταν ὅμως λιγοστή ἡ πίστη του, γι’ αὐτό λέει· «Βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».
 
 9,25. Ἰδών δέ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τό πνεῦμα τό ἄλαλον καί κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καί μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.
 ἰδών δέ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος: Ὁ Κύριος δέν ἤθελε νά μαζευθεῖ πολύς κόσμος. Κι ἄλλες φορές, ὅταν ἔκανε κάποιο σημεῖο, δέν ἤθελε νά εἶναι μπροστά πολύς κόσμος ἤ ἔλεγε στούς ἀνθρώπους πού θεράπευε νά μή μιλήσουν σέ κανέναν γιά τό σημεῖο πού ἔκανε.
 ἐγώ σοι ἐπιτάσσω: Μιλᾶ ὡς κυρίαρχος, ὡς ἐξουσιαστής ὁ Κύριος, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι πού κάνουν σημεῖα ἐπικαλοῦνται τή δική του δύναμη (πρβλ. ὁ Παῦλος, Πρξ 16,18).
 
 9,26-27. Καί κράξαν καί πολλά σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καί ἐγένετο ὡσεί νεκρός, ὥστε πολλούς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δέ ᾿Ιησοῦς κρατήσας αὐτόν τῆς χειρός ἤγειρεν αὐτόν, καί ἀνέστη.
 Τήν ὥρα πού ὁ δυστυχισμένος νέος ἀπαλλασσόταν ἀπό τό δαιμόνιο καί τήν τυρρανία του, οἱ ἄνθρωποι τόν εἶδαν σάν νεκρό. Ἀλλά ὁ Κύριος, πού καί νεκρούς εἶχε ἀναστήσει, τόν πιάνει ἀπό τό χέρι καί τόν σηκώνει ὑγιῆ καί ἀπαλλαγμένο ἀπό τό πάθος του.
 
 9,28. Καί εἰσελθόντα αὐτόν εἰς οἶκον οἱ μαθηταί αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτόν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
 Προηγουμένως ὁ Κύριος εἶχε δώσει στούς μαθητές του «ἐξουσίαν κατά πνευμάτων ἀκαθάρτων, ὥστε ἐκβάλλειν αὐτά καί θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν» (Μθ 10,1). Τώρα πού εἶδαν ὅτι δέν μποροῦσαν νά θεραπεύσουν τόν δαιμονιζόμενο νέο, μέ ἀγωνία ρωτοῦν τόν Κύριο, ποῦ ὀφειλόταν αὐτή ἡ ἀδυναμία τους. Ἐπειδή τό θέμα ἦταν τόσο σπουδαῖο καί σοβαρό, γι’ αὐτό τόν ρωτοῦν ἰδιαιτέρως καί ὄχι μπροστά στόν κόσμο.
 
 9,29. Καί εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τό γένος ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ.
 Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὡς πρώτη ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἀναφέρει «διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν» καί παρακάτω λέει αὐτά πού καταγράφει καί ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος (Μθ 17,20-21). Δέν ἦταν βέβαια ἄπιστοι οἱ μαθητές. Φαίνεται ὅμως ὅτι μπροστά στή φρικτή κατάσταση τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ, τούς κατέλαβε ὀλιγοπιστία, καί ὁ Κύριος ἐλέγχει τήν ὀλιγοπιστία τους ὡς ἀπιστία.
 ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ: Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου εἶναι κατηγορηματική. Δέν λέει ὅτι τά δαιμόνια βγαίνουν μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία, ἀλλά ὅτι δέν βγαίνουν μέ τίποτε ἄλλο παρά μόνον μέ προσευχή καί νηστεία. Ὑπογραμμίζοντας τή δύναμη τῆς νηστείας στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει· «Ἡ νηστεία εἶναι φοβερή γιά τούς δαίμονες. Ἄν κάποιος εἶναι σεληνιαζόμενος, δεῖξε του τό πρόσωπο τῆς νηστείας. Θά μείνει πιό ἀκίνητος κι ἀπ’ αὐτές τίς πέτρες, γιατί θά παγώσει ἀπό τόν φόβο καί θά 'ναι σάν δεμένος, ἰδιαίτερα δέ ὅταν δεῖ νά συνδέεται μέ τή νηστεία ἡ ἀδελφή καί ὁμόζυγός της προσευχή».
 
 9,30. Καί ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διά τῆς Γαλιλαίας, καί οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ. 
 Καί ἐκεῖθεν ἐξελθόντες:
Ὁ Κύριος μέ τή συνοδία του ἔφυγαν ἀπό τό μέρος ὅπου ἔγινε ἡ θεραπεία τοῦ σεληνιαζόμενου παιδιοῦ, δηλαδή ἀπό τά περίχωρα τῆς Καισαρείας τοῦ Φιλίππου, καί διέσχιζαν τή Γαλιλαία.
 οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ: Ἤθελε νά μένει κρυφός ἀπό τούς γραμματεῖς καί φαρισαίους, γιά νά προετοιμάσει τούς μαθητές του γιά τό πάθος του πού πλησίαζε.
 
 9,31. Ἐδίδασκε γάρ τούς μαθητάς αὐτοῦ καί ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καί ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καί ἀποκτανθείς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
 Κι ἄλλες φορές ὁ Κύριος προλέγει τό πάθος του. Αὐτό δείχνει ὅτι εἶναι κύριος τῆς ζωῆς του καί μόνος του θέλησε νά τή θυσιάσει. Δέν ἀναγκάσθηκε ἀπό κανέναν.
 
 9,32. Οἱ δέ ἠγνόουν τό ῥῆμα, καί ἐφοβοῦντο αὐτόν ἐπερωτῆσαι. ἐφοβοῦντο αὐτόν ἐπερωτῆσαι:
 Οἱ μαθητές δέν καταλαβαίνουν τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί φοβοῦνται νά ρωτήσουν περισσότερα. Φοβοῦνται, ἤ γιατί δέν ἀντέχουν ν’ ἀκούσουν μιά ἀπάντηση πού θά 'ταν ἴσως πιό δυσάρεστη γι’ αὐτούς ἤ γιατί θά τούς μάλωνε ἴσως ὁ διδάσκαλος, ἄν ἐμφανίζονταν τόσο «βραδεῖς τῇ καρδίᾳ» καί δέν καταλάβαιναν πράγματα γιά τά ὁποῖα ἐπανειλημμένως τούς εἶχε μιλήσει.

Τά κυριώτερα νοήματα
 1.    Ὁ φοβερός ἐχθρός μας καί πῶς θά τόν πολεμήσουμε: Εἶναι γνωστό σ’ ὅλους μας ὅτι, ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας, ὁ διάβολος βλέποντας τήν μακάρια κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στόν παράδεισο, τόν φθόνησε καί τόν πλάνεψε, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν βγάλει ἀπό τήν μακαριότητα καί νά τόν κάνει τραγικό καί δυστυχισμένο. Ἀλλά καί μετά τήν πτώση, ὁ φοβερός αὐτός ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους δέν ἔπαψε νά μᾶς ἐνοχλεῖ προσπαθώντας συνεχῶς νά μᾶς βλάψει.
 Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή του, μέ τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή του νίκησε γιά λογαριασμό μας τόν διάβολο καί τόν συνέτριψε (βλ. Ἰω 12,31· «νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου ἐκβληθήσεται ἔξω»). Πράγματι, μετά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ μας ἔπεσαν τά εἴδωλα, καταργήθηκε ἡ πολυθεΐα, λιγόστεψαν οἱ δαιμονιζόμενοι. Δέν ἔχει πιά ὁ διάβολος ἐξουσία πάνω στούς ἀνθρώπους. Δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψει. Μπορεῖ ὅμως καί ἔχει τό δικαίωμα νά μᾶς πειράξει. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέει ὅτι ὁ διάβολος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέ 5,8). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλᾶ συχνά γιά τήν πάλη μας μέ τόν διάβολο καί γιά τίς μεθοδεῖες του (βλ. Β’ Κο 11,14· Ἐφ 6,11.12.16· Α΄ Τι 3,7· Β’ Τι 2,26). Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς περιγράφει τήν ἐπίθεση τοῦ σατανᾶ στόν ἴδιο τόν Κύριό μας (Μθ 4,11· Μρ 1,12-13· Λκ 4,1-13). Καί ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει νά μᾶς παρουσιάσει πολλές μάχες πού ἔδωσαν τά παιδιά της ἐναντίον τοῦ φοβεροῦ ἐχθροῦ διαβόλου.
 Σέ μερικούς ἴσως γεννηθεῖ τό ἐρώτημα γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει στόν διάβολο νά μᾶς πειράζει. Ἡ ἀπάντηση εἶναι γιά νά τόν νικοῦμε καί ἔτσι ἐκεῖνος μέν νά καταισχύνεται, ἐμεῖς δέ νά κερδίζουμε τόν στέφανο τῆς νίκης. Κι εἶναι εὔκολο νά νικήσουμε τόν φοβερό μας ἐχθρό, ἄν χρησιμοποιήσουμε τά ὅπλα μέ τά ὁποῖα μᾶς ὁπλίζει ἡ Ἐκκλησία μας ἐναντίον του. Δύο κυρίως εἶναι τά μέσα μέ τά ὁποῖα ὁ διάβολος μᾶς πολεμᾶ· οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες καί ἡ ματαιότητα τοῦ κόσμου. Κι ἐμεῖς, ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ περικοπή μας, ἔχουμε δύο ὅπλα γιά νά τόν ἀντικρούσουμε καί νά τόν συντρίψουμε. Ὅταν ξεσηκώνεται ἡ σάρκα καί ἔχουμε σαρκικούς πειρασμούς, τότε νά νηστέψουμε. Δέν θά ἐπιμείνει περισσότερο ὁ διάβολος, γιατί τήν τρέμει τή νηστεία, ἡ ὁποία μᾶς γυμνάζει καί μᾶς κάνει ἀγαπητούς στόν Θεό. Ὅταν πάλι ὁ διάβολος μᾶς προβάλλει τά τερπνά αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐμεῖς νά καταφεύγουμε στήν προσευχή καί μαζί μέ τόν Δαβίδ νά λέμε στόν Κύριο «ἀπόστρεψον τούς ὀφθαλμούς μου τοῦ μή ἰδεῖν ματαιότητα» (Ψα 118,37).
  Ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή εἶναι τά πανίσχυρα ὅπλα μας, μέ τά ὁποῖα συντρίβεται ὁ διάβολος. Γι’ αὐτό καί ἡ Μ. Τεσσαρακοστή κατά τήν ὁποία ἐντείνεται ὁ πνευματικός μας ἀγώνας, εἶναι κατ΄ ἐξοχήν περίοδος προσευχῆς καί νηστείας.
 2.    Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ γιατρός και παιδαγωγός τῶν παιδιῶν μας: Ὁ σεληνιαζόμενος νέος τῆς περικοπῆς μας εἶναι μιά ζωντανή εἰκόνα τῆς κοινωνίας μας καί μάλιστα τῶν νέων μας. Στό πρόσωπό του μποροῦμε νά δοῦμε ἕναν μεγάλο ἀριθμό παιδιῶν τῆς ἐποχῆς μας, πού χωρίς Χριστό κυριεύθηκαν ἀπό τό πονηρό πνεῦμα. Ἄλλες φορές τά καταλαμβάνει τό ἄλαλο πνεῦμα. Χωρίς λόγο δέν μιλοῦν στούς γονεῖς τους. Τό σπίτι γίνεται γι’ αὐτούς ἕνα ξενοδοχεῖο, ὅπου ἔρχονται μόνο γιά νά φᾶνε καί νά κοιμηθοῦν! Κι ἄλλοτε πάλι τά κυριεύει τό πνεῦμα τοῦ ὑλισμοῦ, τῆς ἀθεΐας καί τῆς διαφθορᾶς, πού τά βασανίζει τόσο φρικτά. Ἐνῶ ἔχουν τόσα ἀγαθά, εἶναι πεινασμένα κι ἀνικανοποίητα, ψάχνουν τή χαρά στά ναρκωτικά, γιά νά ἐξαθλιώσουν μ’ αὐτά ὁλότελα τόν ἑαυτό τους. Ἡ νεολαία μας, πού ζῆ μακριά ἀπό τόν Χριστό, συχνά σάν τόν σεληνιαζόμενο νέο τρίζει τά δόντια της ὀργισμένη καί ἀφρίζει, σχίζει τά ροῦχα της, αὐτοκαταστρέφεται. Δέν ξέρει τί θέλει. Κι ἄλλοτε τή βλέπουμε νά πέφτει στό νερό τῆς ἀπελπισίας κι ἄλλοτε στή φωτιά τῆς αὐτοκτονίας.
 Σ’ ὅλους ἐμᾶς πού μέ πόνο παρακολουθοῦμε τήν ἐξαθλίωση καί τή διαφθορά τῶν παιδιῶν μας, ἡ σημερινή περικοπή δίνει μία ἀπάντηση καί μᾶς συστήνει ἕνα ἐγγυημένο μέσο θεραπείας: Νά φέρουμε τά παιδιά μας στόν Χριστό. Αὐτός εἶναι ὁ παντοδύναμος γιατρός, πού μπορεῖ νά τά θεραπεύσει, εἶναι ὁ πάνσοφος διδάσκαλος, πού μπορεῖ νά τά διδάξει καί νά τά μορφώσει.
 Ἡ νέα μας γενιά, ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος, θά ἀσφαλιστεῖ καί θά καλλιεργηθεῖ σωστά, γιά νά ἀποτελέσει τήν αὐριανή κοινωνία, μόνο κοντά στόν Χριστό. Ἀπό τή βρεφική ἀκόμη ἡλικία ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του ὅλα τά σπέρματα τοῦ κακοῦ: τή σκληρότητα, τήν τάση πρός τήν κλοπή, τό ψέμα, τήν τεμπελιά, τόν θυμό, τόν φθόνο κι ὅλα ἐκεῖνα τά δαιμόνια, πού ἅμα κυριαρχήσουν στόν ἄνθρωπο, τόν κάνουν νά ἀλλάζει χρώματα, νά ἀφρίζει, νά τρίζει τά δόντια του καί νά παρουσιάζει τήν ὄψη ἀτίθασου θηρίου, τήν εἰκόνα τοῦ δαιμονισμένου νέου τοῦ εὐαγγελίου. Ἕνας σοφός κοινωνιολόγος ἔλεγε: Ὅλοι οἱ κακοποιοί τοῦ μέλλοντος, οἱ λωποδύτες, οἱ κλέφτες, οἱ διαρρῆκτες, οἱ δολοφόνοι, βρίσκονται σήμερα στά σχολεῖα μας. Καί μεταξύ αὐτῶν θά ὑπάρξουν καί μεγαλύτεροι κακοῦργοι πού θά κάνουν ἐθνικά ἐγκλήματα. Ὅλοι αὐτοί εἶναι μαθητές τῶν σχολείων μας καί ἀνατρέφονται ἀπό μᾶς. Ἡ διάπλασή τους ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς καί εἶναι θέμα ἀνατροφῆς.
 Ὤ, ἄν ἐμπιστευόμασταν στόν Χριστό τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν μας! Πόσο καλύτερη θά γινόταν ἡ κοινωνία μας, ἄν ἀπό μικροί οἱ ἄνθρωποι μάθαιναν νά μελετοῦν καί νά ἐφαρμόζουν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ! Ἄν ἀναγνώριζαν ὡς μόνο δάσκαλο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό! Ἄν ἀντί νά σπαταλοῦν τόν χρόνο τους στά διαφθορεῖα καί τά κέντρα τοῦ διαβόλου, συνήθιζαν νά συχνάζουν στήν Ἐκκλησία, στό σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ! Πόσο διαφορετικός θά ἦταν ὁ κόσμος! Γιά νά γίνει αὐτή ἡ ἀλλαγή πραγματικότητα, εἶναι ἀνάγκη ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἔρχονται σ’ ἐπαφή μέ τά παιδιά καί πρῶτα ἀπ’ ὅλους οἱ γονεῖς, νά ὁδηγήσουν τά παιδιά τους στόν Χριστό καί νά τά συνδέσουν μ’ Αὐτόν. Κι ἄν πολλά παιδιά μας ἔχουν ἤδη κυριευθεῖ ἀπό τό ἄλαλο πνεῦμα καί δέν μᾶς ἀκοῦν ὅταν τούς μιλοῦμε γιά τόν Χριστό, ἄς μήν ἀπελπισθοῦμε. Σάν τόν πατέρα τοῦ σεληνιαζόμενου νέου, ἄς γονατίσουμε μπροστά στόν Χριστό μας, γιά νά τοῦ ζητήσουμε νά σώσει τά παιδιά μας. Ὅταν τά παιδιά μας δέν θέλουν ν’ ἀκούσουν νά τούς μιλοῦμε γιά τόν Χριστό, νά μιλοῦμε στόν Χριστό γιά τά παιδιά μας.
Στεργίου Σάκκου
Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)
Παρασκευή, 05 Απρίλιος 2024 02:00

Κυρ. Σταυροπροσκυνήσεως Μρ 8,34-38· 9,1

Λέξεις:
 8,34. ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ = νά σηκώσει τόν σταυρό του
35. τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι = νά σώσει τή ζωή του
 ἀπολέσει αὐτήν = θά τήν χάσει
 ἕνεκεν ἐμοῦ = γιά μένα
 38. ὅς γάρ ἄν ἐπαισχυνθῇ με καί τούς ἐμούς λόγους = ὅποιος θά ντραπεῖ ἐμένα καί τά λόγια μου ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρός αὐτοῦ = μέ τή δόξα τοῦ πατέρα του
 9,1. Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων = ὑπάρχουν μερικοί ἀπό αὐτούς πού στέκονται ἐδῶ
 Οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου = οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, δέν θά πεθάνουν.

 Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
 Στήν περικοπή μας ἔχουμε ἕναν λόγο τοῦ Κυρίου μας γιά τήν αὐταπάρνηση καί τή μαθητεία κοντά του. Τόν λόγο αὐτό διασώζουν καί ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (16,24-28) καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (9,23-27). Γιά νά καταλάβουμε καί νά ἑρμηνεύσουμε τήν περικοπή, πρέπει νά ξέρουμε πότε, γιατί καί σέ ποιούς εἶπε ὁ Κύριος αὐτά τά λόγια.
 Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τοῦ τρίτου ἔτους τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Χριστοῦ. Γιά πρώτη φορά ὁ Κύριος κάνει λόγο στούς μαθητές του γιά τό πάθος του καί ὁ Πέτρος ἐκφράζοντας καί τῶν ἄλλων τή γνώμη τόν ἐπιπλήττει, λέγοντας· «ἵλεώς σοι, Κύριε· οὐ μή ἔσται σοι τοῦτο» (βλ. Μθ 16,21-23). Τά λόγια τοῦ Πέτρου δείχνουν τή φιλαυτία τῶν μαθητῶν. Μέχρι τότε ἔβλεπαν τόν Ἰησοῦ ὡς ἕνα φωτισμένο διδάσκαλο, ἤ ἔστω καί ὡς τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο γιά νά ἱδρύσει τή βασιλεία του καί νά περάσουν ὅλοι καλά μαζί του. Τώρα ὅμως, πού ἀκοῦνε νά τούς μιλᾶ γιά πάθος καί θάνατο, ταράσσονται, γιατί ὁπωσδήποτε κοντά στόν διδάσκαλο θά ταλαιπωροῦνταν κι αὐτοί. Κι ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἤλεγξε τόν Πέτρο μέ τό «ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ...» (Μρ 8,33), εἶπε αὐτόν τόν λόγο πού θά μελετήσουμε, ξεκαθαρίζοντας ἔτσι ἀπό τήν ἀρχή τή θέση του ἔναντι ἐκείνων πού θά ἤθελαν νά τόν ἀκολουθήσουν.
 Ἕξι ἡμέρες μετά ἀπό τόν λόγο αὐτό, ὁ Ἰησοῦς μεταμορφώθηκε στό ὄρος μπροστά στούς τρεῖς ἀγαπημένους του μαθητές, Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη. Μέ τή μεταμόρφωσή του ὁ Κύριος ἔδωσε στούς μαθητές του μία ἀπόδειξη ὅτι τό πάθος του, γιά τό ὁποῖο τούς μίλησε καί θά τούς ξαναμιλήσει καί πολλές ἄλλες φορές, τό ἔχει σχεδιάσει μόνος του καί προχωρεῖ σ’ αὐτό θεληματικά.
 Τέσσερα πράγματα περιέχει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου:
α) Πρόσκληση (στ. 34).
β) Διδαχή (στ. 35-37).
γ) Προφητεία γιά τό μακρινό μέλλον (στ. 38).
δ) Προφητεία γιά τό κοντινό μέλλον (στ. 9,1).

 Μέ τή διδαχή δικαιολογεῖ τήν πρόσκληση, ἐνῶ μέ τήν προφητεία κατοχυρώνει τήν πρόσκληση καί τή διδαχή.

α) Πρόσκληση (στ. 34)

 8,34. Καί προσκαλεσάμενος τόν ὄχλον σύν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι.
stauros Λίγο πιό πρίν, ὅπως εἴπαμε, ὁ Πέτρος μάλωσε τόν Κύριο, πού ἔλεγε ὅτι θά σταυρωθεῖ. Καί ὁ Κύριος τώρα, μιλώντας στόν Πέτρο καί σέ ὅλο τόν κόσμο, δίνει τήν ἀπάντηση· Πέτρε, ἐσύ μέ συμβουλεύεις ν’ ἀποφύγω τήν αὐτοθυσία, γιά νά περάσεις ἐσύ καλά. Ἀλλά ἐγώ σοῦ λέω ὅτι, ἄν δέν κάνεις αὐτά πού ζητῶ, φύγε ἀπό κοντά μου αὐτή τή στιγμή, γιατί δέν θά καλοπεράσεις.
 Ἀπό τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» βγαίνει ἡ λέξη αὐταπάρνηση, πού εἶναι τόσο συνηθισμένη στόν Χριστιανισμό. Ἀπαρνοῦμαι τόν ἑαυτό μου θά πεῖ τόν ἀρνοῦμαι ὁλότελα. Ὅπως, ὅταν κάποιος ἀπαρνεῖται ἕναν φίλο του, δέν νοιάζεται πιά καθόλου γι’ αὐτόν, ἔτσι, ὅποιος ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του δέν ἐνδιαφέρεται καθόλου γι’ αὐτόν. Πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό θά τό δοῦμε παρακάτω, στά νοήματα.
 ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ: Ὁ σταυρικός θάνατος ἦταν ὁ πιό σκληρός. Οἱ κατάδικοι πού ἐπρόκειτο νά σταυρωθοῦν, βάδιζαν πρός τόν τόπο τῆς ἐκτελέσεώς τους φορτωμένοι μέ τόν σταυρό, πάνω στόν ὁποῖο καί τούς σταύρωναν. Τό «αἴρω τόν σταυρόν» στά χρόνια ἐκεῖνα εἶχε καταντήσει παροιμιώδης ἔκφραση καί εἶχε τή σημασία πού ἔχει σήμερα τό «βαδίζω στήν κρεμάλα».
 καί ἀκολουθείτω μοι: Ἡ αὐταπάρνηση καί ὁ σταυρός, δηλαδή ἡ αὐτοθυσία πού ἀνέφερε προηγουμένως, παίρνουν ἀξία ὅταν γίνονται γιά χάρη τοῦ «ἀκολουθείτω μοι», δηλαδή γιά νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό.

β) Διδαχή (στ. 35-37)

 Οἱ ὅροι τούς ὁποίους ἔθεσε ὁ Κύριος γιά ὅσους θέλουν νά γίνουν μαθητές του εἶναι πολύ σκληροί. Δικαιολογημένα οἱ ἀκροατές του θά ρωτοῦσαν· Τί ὄφελος θά 'χουμε ἀπό μιά μαθητεία πού πληρώνεται τόσο ἀκριβά; Σ’ αὐτό τό φυσικό ἐρώτημα ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μέ τούς στίχους 35-37.
 8,35. ὃς γάρ ἂν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν.
 Γιά νά καταλάβουμε τό νόημα τοῦ στίχου αὐτοῦ πρέπει νά πιάσουμε σωστά τή σημασία τῆς λέξεως ψυχή. Ἐδῶ ψυχή σημαίνει ζωή. Στήν πραγματικότητα ἡ ζωή εἶναι μία καί αἰώνια. Αὐτό βέβαια ὅσοι ἀπό τούς ἀκροατές τοῦ Κυρίου ἦταν πιστοί, τό πίστευαν ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού δέν τό πίστευαν τό εἶχαν ἀκούσει, τό ἤξεραν. Στή διάρκεια τῆς ζωῆς τό πιό σημαντικό σημεῖο εἶναι ὁ σταυρός, γιά τόν ὁποῖο μόλις μίλησε ὁ Κύριος. Οἱ ἄπιστοι ἀκροατές ἔβλεπαν τόν σταυρό σάν τό τέρμα τῆς ζωῆς, γι’ αὐτό καί τόν φοβοῦνταν. Οἱ πιστοί τόν θεωροῦσαν ἕνα διαχωριστικό σημεῖο, μετά ἀπό τό ὁποῖο βρίσκεται τό μεγαλύτερο καί ὡραιότερο τμῆμα τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστός λέει: Ὅποιος πιστεύει ὅτι ἡ ζωή του θά τελειώσει μέ τόν σταυρό καί γι’ αὐτό θέλει νά τή φυλάξει, αὐτός οὐσιαστικά θά τή χάσει, γιατί τό πιό μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς εἶναι μετά τόν σταυρό. Ὅποιος ὅμως χάσει αὐτή τή λίγη ζωή, πού εἶναι πρίν ἀπό τόν σταυρό, κερδίζει τό αἰώνιο τμῆμα τῆς ζωῆς, πού εἶναι μετά ἀπό τόν σταυρό.
 ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου: Μέ δύο τρόπους μπορεῖ νά χάσει κανείς τή ζωή του, γιά χάρη τοῦ εὐαγγελίου: α) τηρώντας τό εὐαγγέλιο, β) κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο. Ὁ μόνος τρόπος γιά νά πεθάνει κανείς γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι νά πεθάνει γιά χάρη τοῦ εὐαγγελίου. Ἔτσι «ἕνεκεν ἐμοῦ» καί «ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου» εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα.
 8,36. τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;
 Τό πιό πολύτιμο ἀγαθό στόν κόσμο εἶναι ἡ ζωή μας. Σκεφθεῖτε κάποιον πού ἔχει στή κατοχή του τόν πιό μεγάλο θησαυρό, ὅ,τι πιό πολύτιμο ὑπάρχει πάνω στή γῆ, τόν κόσμο ὅλο. Σέ τί θά τόν ὠφελήσει αὐτό, ἄν χάσει τή ζωή του, ἄν ἔρθει ἡ ὥρα νά πεθάνει. Πολλοί, ἀπό τό στίχο αὐτό παίρνουν ἀφορμή γιά νά μιλήσουν γιά τήν ἀξία τῆς ψυχῆς. Ὅλος ὁ κόσμος δέν ἀξίζει ὅσο ἀξίζει μία ψυχή. Ἡ σωστή ἐξήγηση, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὅτι ψυχή σημαίνει ζωή.

γ) Προφητεία γιά τό μακρινό μέλλον (στ. 38)

 Ὁ στίχος αὐτός ἀναλύει καί ἐπεξηγεῖ τό «ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου». Ὅποιος θά ντραπεῖ ἐμένα, λέει ὁ Κύριος, καί τά λόγια μου, δηλαδή τό εὐαγγέλιό μου, θά τόν ντραπῶ κι ἐγώ καί δέ θά τόν ἀναγνωρίσω γιά δικό μου κατά τή β΄ παρουσία μου.
 ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι: Ἡ ἁγία Γραφή, καί ἰδιαίτερα ἡ Παλαιά Διαθήκη, συχνά χρησιμοποιεῖ τόν χαρακτηρισμό «μοιχαλίς» γιά τή γενιά πού ξεκλίνει ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί πιστεύει στά εἴδωλα. Αὐτό δείχνει πόσο ἀποκλειστικός καί ἀπόλυτος εἶναι στήν ἀγάπη του ὁ Θεός
 ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ… ἁγίων: Εἰκόνα τῆς β’ παρουσίας τοῦ Κυρίου.

δ) Προφητεία γιά τό κοντινό μέλλον (9,1)

 9,1. Καί ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει:
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού θά ἔλθει ἐν δυνάμει συνδέεται μέ τήν ἵδρυση καί προκοπή τῆς Ἐκκλησίας κατά τά πρῶτα της βήματα καί μέ τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ τό 70 μ.Χ. ἀπό τόν Τίτο. Τά δύο αὐτά σημαίνουν τό ἴδιο γεγονός, ὅτι ὁ Θεός ἀλλάζει περιούσιο λαό. Ἐγκαταλείπει τόν παλαιό Ἰσραήλ καί υἱοθετεῖ τόν νέο Ἰσραήλ, τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ ἐκδηλώνεται, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μέ σωματική καταστροφή. Ἡ υἱοθεσία τοῦ νέου Ἰσραήλ γίνεται, κατά τό πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης, πνευματικά, μέ πνευματική προκοπή.
 Τήν προφητεία αὐτή, πράγματι, τήν εἶδαν νά ἐκπληρώνεται πολλοί ἀπό τούς ἀκροατές τοῦ Κυρίου (= τῶν ὧδε ἑστηκότων). Βέβαια τήν πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας τήν ἔνιωσαν μόνο οἱ πιστοί, τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ ὅμως τήν εἶδαν ὅλοι. Ἔτσι ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς προφητείας ἦταν γιά ὅλους μία ἐγγύηση γιά τήν ἐκπλήρωση καί τῆς προηγούμενης προφητείας, ὅτι κατά τή β΄ παρουσία του ὁ Κύριος θά ἀναγνωρίσει μόνο ἐκείνους πού τόν ἀναγνώρισαν. Ὁπότε, πρέπει ὅλοι νά πιστέψουν ὅτι ἡ ζωή συνεχίζεται καί μετά τόν σταυρό. Κι ἄν γι’ αὐτή τή ζωή τήν πρό τοῦ σταυροῦ δέν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα, πολύ περισσότερο δέν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα γιά τήν αἰώνια ζωή, τήν μετά τόν σταυρό. Ἑπομένως, εἶναι πολύ μεγάλο τό κέρδος γιά τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί δέν θά πρέπει νά τούς φαίνονται σκληρά τά δίδακτρα πού ζητᾶ ὁ Κύριος.


Τά κυριώτερα νοήματα
 

 Τά δίδακτρα τοῦ σταυροῦ: Ὁ σταυρός εἶναι τό σύμβολο πού μιλᾶ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται μέ τήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, πού φαίνεται στήν ἀνάσταση, καί γιά τή σοφία τοῦ Θεοῦ πού ἀποκαλύπτεται στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Συγχρόνως ὅμως μιλᾶ καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ λυτρωμένου ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Αὐτήν τήν ἀγάπη μας ὁ Θεός ζητᾶ νά τήν ἐκδηλώνουμε μέ τή μαθητεία. Θέλει νά γίνουμε μαθητές του. Καί τό ζητᾶ αὐτό ἀπ' ὅλους, μικρούς καί μεγάλους, σέ ὅποια τάξη κι ἄν ἀνήκουμε, ὅποια δουλειά κι ἄν κάνουμε, ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε. Δέν μᾶς ὑποχρεώνει διά τῆς βίας νά τόν ἀκολουθήσουμε. Δέν ἀναγκάζει κανένα. Σ' ἐκείνους ὅμως πού θά θελήσουν νά ὀνομάζονται χριστιανοί ὁ Χριστός βάζει μερικούς ὅρους.
 Οἱ μαθητές, στίς χῶρες πού δέν εἶναι δωρεάν ἡ παιδεία, πληρώνουν δίδακτρα στίς σχολές τῶν διδασκάλων τους. Στή σχολή τοῦ σταυροῦ, τί δίδακτρα πρέπει νά πληρώσουμε, ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις πού χρειάζονται γιά νά μᾶς δεχθεῖ ὁ Χριστός ὡς μαθητές του;
 1. Αὐταπάρνηση: Αὐταπάρνηση εἶναι ἡ ἀγάπη στήν πράξη καί τήν ἐφαρμογή. Νά, μερικά παραδείγματα ἀνθρώπων πού δείχνουν ἔμπρακτα τήν ἀγάπη τους στούς ἄλλους:
* Ὁ ἐπιστήμων πού κοπιάζει καί μοχθεῖ ὄχι γιά νά πλουτίσει, ἀλλά γιά νά προαγάγει τήν ἐπιστήμη του καί νά ὠφελήσει ἔτσι τήν ἀνθρωπότητα.
* Ἡ μάνα πού ὑπηρετεῖ τό παιδί της ξεχνώντας τόν ἑαυτό της.
* Ἡ ἀδελφή νοσοκόμα πού ἀγρυπνεῖ στό προσκεφάλι τοῦ ἀρρώστου ἀνθρώπου καί ταλαιπωρεῖται αὐτή, γιά νά δώσει ἀνακούφιση στόν πονεμένο...
 Ἡ ζωή εἶναι μιά σκάλα θυσιῶν, πού ὅλο καί μεγαλύτερες γίνονται. Ἀλλά ἄν ἀξίζει νά ἀπαρνεῖται κανείς τόν ἑαυτό του καί νά θυσιάζεται γιά νά ὑπηρετήσει τήν κοινωνία, τόν ἄνθρωπο κτλ., χίλιες φορές ἀξίζει νά ζήσει μέ αὐταπάρνηση γιά χάρη τοῦ Θεοῦ. Συγκλονιστικό παράδειγμα τέτοιας αὐταπαρνήσεως παραμένει στούς αἰῶνες ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, πού δέν δίστασε νά ὁδηγήσει στή θυσία καί αὐτό τό μονάκριβο παιδί του, ἐπειδή τοῦ τό ζήτησε ὁ Θεός. Μιά τέτοια αὐταπάρνηση σάν τοῦ Ἀβραάμ ζητᾶ κι ἀπό μᾶς ὁ Θεός. Δέν ζητᾶ βέβαια νά θυσιάσουμε τά φυσικά μας παιδιά. Ζητᾶ ὅμως νά κόψουμε τά πάθη μας πού τά ἀγαποῦμε τόσο πολύ καί συνδεόμαστε τόσο μ’ αὐτά. Μιά τέτοια θυσία γίνεται εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό. Ὅπως ἐκεῖνος πού ἔχει ἕνα ἀπόστημα στό σῶμα του ἀφήνεται μ’ ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ γιατροῦ γιά νά τόν ἐγχειρίσει, ἔτσι κι ἐμεῖς ν’ ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε βέβαια πολλά ἄσχημα σημεῖα, πληγές καί ἀποστήματα πού πρέπει νά κοποῦν καί νά πεταχθοῦν. Νά μή λυπηθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Νά τόν ἐμπιστευθοῦμε στόν Θεό, γιά νά κόψει καί νά πετάξει αὐτός κάθε σάπιο καί βρομερό, κάθε τι πού ἀντιστέκεται στή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Τότε θά ζήσουμε μέ αὐταπάρνηση, ὅπως μᾶς τό ζητᾶ ὁ Χριστός.
 2. Θυσία: Τό νά εἶσαι χριστιανός στοιχίζει καί μάλιστα πολύ. Μιά ματιά στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, στή ζωή τῶν ἁγίων καί τῶν μαρτύρων της, μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε τί σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός ζητᾶ ἀπό τά παιδιά του θυσία.
 Πολλοί γιά τή χριστιανική τους ἰδιότητα χάλασαν τή σταδιοδρομία τους κατά κόσμον, ἔχασαν τήν εὔνοια τῶν ἀνωτέρων τους, ἔζησαν μέρες σκληρές κι εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τόν Χριστό.
 Ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ σταυρός. Καί τοῦ κάθε χριστιανοῦ ἡ δόξα πρέπει νά εἶναι ὁ σταυρός. Ὅπως ὁ Χριστός θυσιάστηκε γιά μᾶς, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά θυσιασθοῦμε γιά τήν ἀγάπη του. Μᾶς φαίνεται σκληρό νά μιλοῦμε γιά θυσία καί γιά σταυρό κι ὅμως πρέπει νά ξέρουμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ κλῆρος μας, «εἰς τοῦτο κείμεθα».
 Σ’ ἕναν κόσμο, ὅπου κυβερνᾶ τό συμφέρον κι ὅλοι προσπαθοῦν νά κοπιάζουν ὅσο γίνεται λιγώτερο καί νά ἐκμεταλλεύονται τούς ἄλλους, οἱ γνήσιοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ διακρίνονται ἀπό τή θυσία. Γιατί ἡ θυσία εἶναι αὐτή πού δείχνει ἔμπρακτα τήν ἀγάπη καί τήν πίστη μας στόν Χριστό. Οἱ χριστιανοί δέν συμβιβάζονται μέ τήν ἁμαρτωλή νοοτροπία τοῦ κόσμου. Σ’ ἕναν κόσμο βρόμικο καί ἁμαρτωλό, πού κυβερνιέται ἀπό τόσα εἴδωλα καί ξόανα (μόδα, δύναμη, ἀπόλαυση, κτλ.) ὁ χριστιανός, ὁ ἀληθινός μαθητής τοῦ σταυροῦ, πού ζῆ μέ θυσία, πάει κόντρα. Εἶναι ζωντανό ψάρι πού δέν τόν παρασύρει τό νερό.
 3. Μίμηση Χριστοῦ: Ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ θυσία εἶναι δύο μεγάλα μαθήματα, δύο πνευματικά κεφάλαια, ἀλλά χάνουν τήν ἀξία καί τή σπουδαιότητά τους, ὅταν δέν συνδέονται μέ τόν Χριστό. Ἄν δηλαδή κάποιος ἀπό τή φύση του εἶναι καλοκάγαθος καί θυσιάζεται γιά τούς ἄλλους, ἄν ζῆ μέ ἄκρα αὐταπάρνηση γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο σκοπό καί ὄχι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, χάνει τόν μισθό του. Τό πρῶτο πού ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Χριστός εἶναι νά τόν μιμηθοῦμε. Χριστιανός θά πεῖ μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ἕνας μικρός Χριστός. Ὁ χριστιανός ὀφείλει νά ἀκολουθεῖ βῆμα πρός βῆμα τόν Χριστό. Κι ὁ δρόμος τοῦ Χριστοῦ εἶναι δρόμος τοῦ σταυροῦ, ἔχει πίκρα καί πόνο. Ἀλλά δέν σταματᾶ ἐδῶ. Συνεχίζεται μέ τή χαρά τῆς ἀναστάσεως. Ὅπως τό σιτάρι, πού σπέρνουμε στό χωράφι δέν χάνεται ἀλλά ἀπό τόν σαπισμένο κόκκο ξεπετιέται τό βλαστάρι, ἔτσι καί ἡ θυσία δέν εἶναι καταστροφή. Ὁδηγεῖ στήν ἀνάσταση καί τή ζωή.
 Γιά νά τά καταλάβουμε καί νά τά ζήσουμε αὐτά χρειάζεται νά δοῦμε τά πράγματα μέσα ἀπό τό πρῖσμα τῆς αἰωνιότητος.
 4. Ὁμολογία: Ὁ Χριστός ἀπαιτεῖ ἀπό ἐμᾶς νά ὁμολογοῦμε ὅτι εἴμαστε παιδιά του. Ἄν εἶναι αἶσχος καί προδοσία ν’ ἀρνεῖται κανείς τόν φίλο ἤ τήν πατρίδα του, εἶναι ἁμαρτία φοβερή ν’ ἀρνούμαστε τόν Χριστό πού μᾶς ἔπλασε καί μᾶς ἀνέπλασε μέ τήν ἀγάπη του, πού εἶναι ὁ μεσίτης μας, ὁ ὁποῖος μᾶς προσαγάγει στόν Θεό Πατέρα. Ὅποιος ἀρνεῖται τόν Χριστό, ἀρνεῖται τή σωτηρία του.

Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)
Παρασκευή, 29 Μάρτιος 2024 02:00

Κυρ. Γρηγορίου Παλαμᾶ Μρ 2,1-12

Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ

Λέξεις:
1. Δι’ ἡμερῶν = μετά ἀπό μέρες
ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι = ὅτι βρίσκεται σέ κάποιο σπίτι
2. συνήχθησαν πολλοί = μαζεύθηκαν πολλοί
ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδέ τά πρός τήν θύραν = ὥστε νά μή χωράει πιά οὔτε
κοντά στήν πόρτα
3. αἰρόμενον ὑπό τεσσάρων = πού τόν σήκωναν τέσσερις
καί μή δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ = καί ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά τόν
πλησιάσουν
διά τόν ὄχλον = ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους
4. ἀπεστέγασαν τήν στέγην = ξεσκέπασαν τή σκεπή
ἐξορύξαντες = ἀφοῦ ἄνοιξαν τήν τρύπα
χαλῶσι τόν κράβαττον = κατεβάζουν τό κρεβάτι
6. διαλογιζόμενοι = πού συλλογίζονταν
ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν = στή σκέψη τους
τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας = ποιός μπορεῖ νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες
8. ἐπιγνούς = κατάλαβε
9. εὐκοπώτερον = εὐκολώτερο
ἔγειρε = σήκω
ἆρον τόν κράβαττόν σου = σήκωσε τό κρεβάτι σου
10. ἵνα δέ εἰδῆτε = γιά νά μάθετε
12. ἐναντίον πάντων = μπροστά στά μάτια ὅλων
ὥστε ἐξίστασθαι πάντας = ὥστε νά ἀποροῦν ὅλοι.

Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά

 Τή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τήν ἐξιστοροῦν καί οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος (Μθ 9,1-8) καί Λουκᾶς (Λκ 5,17-26) ἀλλά ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος τήν ἐκθέτει μέ περισσότερες λεπτομέρειες.
 Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου. Λίγο πιό πρίν κάλεσε τούς τέσσερις πρώτους μαθητές του Πέτρο, Ἀνδρέα, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη, καί ἀμέσως μετά ἀπό τή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ τόν βλέπουμε νά καλεῖ τόν Ματθαῖο. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ ἔγινε τήν ἄλλη μέρα, μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Κυρίου ἀπό τή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν.
 Μέ τή διήγηση τοῦ περιστατικοῦ αὐτοῦ καί οἱ τρεῖς εὐαγγελιστές θέλουν νά κηρύξουν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως θά τό δοῦμε μελετώντας τήν περικοπή μας. Ἡ Ἐκκλησία μας διανύοντας τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς χρησιμοποιεῖ τήν περικοπή αὐτή ὡς κήρυγμα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ὁποία καί πάλι θεμελιώνεται στή θεότητα τοῦ Χριστοῦ.

2,1. Καί εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναούμ δι᾿ ἡμερῶν καί ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι.
 Καπερναούμ: Πόλη τῆς Γαλιλαίας στή βορειοδυτική ἀκτή τῆς λίμνης. Ἦταν ἀρκετά μεγάλη, ἡ πρωτεύουσα, θά λέγαμε, τοῦ νομοῦ στόν ὁποῖο ἀνῆκε ἡ Ναζαρέτ. Στήν Καπερναούμ κατοικοῦσε ὁ Χριστός, ὅταν περιόδευε κηρύττοντας σέ ὅλη τήν Παλαιστίνη. Ἐκεῖ ἐγκατέστησε καί τή μητέρα του καί τούς μεγαλύτερους ἀδελφούς του (παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἀπό ἄλλη γυναίκα). Ὁ Ματθαῖος τήν ὀνομάζει «ἰδίαν πόλιν» τοῦ Ἰησοῦ (Μθ 9,9).
 δι’ ἡμερῶν: Στίς μέρες αὐτές τῶν ὁποίων τά περιστατικά δέν μᾶς ἐξιστορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, μεσολάβησε ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἰησοῦ στή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν καί ἡ ἐπιστροφή του ἀπό ἐκεῖ, ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος.
 εἰς οἶκον: Μερικοί νόμισαν ὅτι στό σπίτι του κήρυττε ὁ Ἰησοῦς. Πρόκειται μᾶλλον γιά κάποιο φιλικό του σπίτι. Ὅπως ξέρουμε ἀπό τίς διηγήσεις τῶν εὐαγγελίων, ὁ Κύριος τό Σάββατο κήρυττε στή συναγωγή. Ἀλλά καί τίς ἄλλες ἡμέρες μποροῦσε νά κηρύττει σέ κάποιο σπίτι.

2,2. Καί εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδέ τά πρός τήν θύραν· καί ἐλάλει αὐτοῖς τόν λόγον.
 Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι ἐκτός ἀπό τόν λαό πού συγκεντρώθηκε γιά νά ἀκούσει τόν Κύριο «ἦσαν καθήμενοι φαρισαῖοι καί νομοδιδάσκαλοι οἵ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς Γαλιλαίας καί Ἰουδαίας καί Ἰερουσαλήμ» (Λκ 5,17).

2,3. Καί ἔρχονται πρός αὐτόν παραλυτικόν φέροντες, αἰρόμενον ὑπό τεσσάρων.
 Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μεταφέρεται ὁ παραλυτικός στόν Ἰησοῦ δείχνει τή σοβαρή του κατάσταση. Τόν πήγαιναν σηκωτό γιατί ἦταν σχεδόν νεκρός, ἕνα ζωντανό πτῶμα.

2,4. Καί μή δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διά τόν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τήν στέγην ὅπου ἦν, καί ἐξορύξαντες χαλῶσι τόν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικός κατέκειτο.
paralitou kapernaoum ἀπεστέγασαν τήν στέγην: Τό πῶς ἀνέβηκαν στή στέγη μᾶς τό ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς· «ἀναβάντες ἐπί τό δῶμα» (Λκ 5,19). Γιά νά ἐξηγήσουμε πῶς ἦταν δυνατό ν’ ἀνεβοῦν στή στέγη τέσσερις ἄνθρωποι, κρατώντας μάλιστα ἕνα παράλυτο καί πῶς ἄνοιξαν τρύπα καί πῶς τόν κατέβασαν ἀπό ἐκεῖ, πρέπει νά ξέρουμε πῶς ἦταν ἡ στέγη τῶν παλιῶν σπιτιῶν τῆς Παλαιστίνης. Τά σπίτια τῆς ἀρχαίας Παλαιστίνης καί πολλῶν ἄλλων ἀνατολικῶν χωρῶν εἶχαν ἕνα μέρος τῆς στέγης τους ἐπίπεδο, σάν ταράτσα, στήν ὁποία ἀνέβαιναν μέ σκάλα ἐξωτερική, συνήθως. Αὐτό ἦταν τό δῶμα καί τό χρησιμοποιοῦσαν γιά νά στεγνώσουν ἐκεῖ χόρτα ἤ ἄλλα γεωργικά προϊόντα. Ἡ ὑπόλοιπη στέγη ἦταν σχεδόν σάν τίς στέγες πού ἔχουμε καί σήμερα στά χωριά μας. Μόνο πού δέν ἦταν σκεπσμένη μέ κεραμίδια σάν τά σημερινά, ἀλλά μέ διαφορετικά, μεγάλα κεραμίδια πού οἱ διαστάσεις τους πολλές φορές ἦταν 0,70 Χ 0,70. Τά κεραμίδια αὐτά τά στήριζαν ἐπάνω σέ ξύλινα δοκάρια καί μάλιστα πολλές φορές χωρίς νά βάλουν ἀπό κάτω καλαμωτή. Ἐσωτερική ὀροφή, δηλαδή ταβάνι, τά περισσότερα σπίτια δέν εἶχαν. Ἔτσι ἄν ἔβγαλαν 8 ἤ τό πολύ 10 κεραμίδια, δέν εἶχαν παρά νά τρυπήσουν τήν καλαμωτή καί ἀμέσως ἄνοιγαν μέρος γιά νά περάσουν τόν παραλυτικό.

2,5. Ἰδών δέ ὁ ᾿Ιησοῦς τήν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.
 τήν πίστιν αὐτῶν: Δηλαδή τῶν ἀνθρώπων πού μετέφεραν τόν παραλυτικό ἀλλά καί τοῦ ἰδίου τοῦ παραλυτικοῦ, πού ὑποβλήθηκε σέ μιά τόσο μεγάλη ταλαιπωρία, γιατί, ὁπωσδήποτε, πίστευε ὅτι ὁ Ἰησοῦς μπορεῖ νά τόν θεραπεύσει.
 τέκνον : Γιά δύο λόγους μποροῦσε νά ὀνομάζει τόν παραλυτικό ἔτσι ὁ Κύριος: α) Ἐφόσον πίστευε, ἦταν διά τῆς πίστεως παιδί τοῦ Θεοῦ. β) Ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἦταν καί παιδί του.

2,6. Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καί διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν.
 ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ: Οἱ γραμματεῖς αὐτοί ἦρθαν ἀπό τήν Καπερναούμ, ἀλλά καί ἀπό ἄλλες πόλεις κι ἀπό τά Ἰεροσόλυμα ἀκόμη, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, εἰδικά γιά νά συναντήσουν τόν Ἰησοῦ. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά εὐαγγέλια, αὐτή ἡ συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ μέ φαρισαίους εἶναι ἡ πρώτη. Ἔμαθαν οἱ φαρισαῖοι γιά τόν νεαρό αὐτό διδάσκαλο πού βαπτίσθηκε ἀπό τόν Ἰωάννη κι ἔδειξε ἔτσι ὅτι παίρνει τήν ἴδια θέση μ’ ἐκεῖνον ἔναντι τῶν φαρισαίων. Ἄκουσαν ὅτι στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία του εἶπε στούς ἀνθρώπους ὅτι «ἐάν μή περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καί φαρισαίων, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Μθ 5,20) καί ὅτι μίλησε ἀόριστα καί γιά κάποιους ὑποκριτές (Μθ 6,5· 7,5). Ὅλα αὐτά τούς ἀνησύχησαν, γι’ αὐτό καί ἀποφασίζουν νά ἔρθουν νά δοῦν ποιός εἶναι αὐτός ὁ τολμηρός νεαρός καί νά ἀκούσουν μέ τά ἴδια τους τά αὐτιά τό κήρυγμά του ὡς πνευματικοί ὑπεύθυνοι τοῦ Ἰσραήλ.

2,7. Τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μή εἷς ὁ Θεός;
 Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς (βλ. Ἠσ 43,25 κ.ἀ.), κάθε ἁμαρτία προσβάλλει τόν Θεό καί μόνον αὐτός μπορεῖ νά τή συγχωρήσει. Ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἰσχυριζόταν ὅτι συγχωρεῖ ἤ μπορεῖ νά συγχωρήσει ἁμαρτίες, ἔπεφτε στή βλασφημία καί ἡ τιμωρία γιά τό σοβαρό αὐτό παράπτωμα ἦταν λιθοβολισμός (Λε 24,16).

2,8. Καί εὐθέως ἐπιγνούς ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοί διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;
 τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν; Οἱ φαρισαῖοι ἦρθαν νά βροῦν κάποια ἀστοχία ἤ κάποιο λάθος στό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά τόν ἀποκηρύξουν. Κι αὐτός τούς δίνει κάτι πολύ περισσότερο, μιά ἀφορμή γιά νά τόν θεωρήσουν βλάσφημο, ἀφοῦ εἶπε ὅτι συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ. Ἀλλά ἀμέσως στή συνέχεια τούς δίνει ἕνα ἀτράνταχτο σημάδι τῆς θεότητός του. Διαβάζει τή σκέψη τους. Αὐτό τό σημάδι οἱ φαρισαῖοι δέν μποροῦσαν νά τό ἀμφισβητήσουν, γιατί ἤξεραν καλά ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι ὅπως μόνο ὁ Θεός συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἔτσι καί μόνο ὁ Θεός ἐτάζει νεφρούς καί καρδίας (Ψα 7,10· Β΄ Πα 6,30· Ἀπ 2,23).

2,9. Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καί ἆρον τόν κράβαττόν σου καί περιπάτει;
 Αὐτά τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ ἀποκαλύπτουν τί ἀκριβῶς διαλογίζονταν οἱ γραμματεῖς καί φαρισαῖοι. Τό νόημα εἶναι ὅτι ὁ Χριστός λέει: Ἐγώ ξέρω ὅτι τό νά συγχωρεῖς ἁμαρτίες εἶναι δυσκολώτερο ἀπό τό νά θεραπεύσεις ἄρρωστο, γιατί τό δεύτερο μπορεῖ νά τό κάνει κι ἕνας προφήτης μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐσεῖς, ἐπειδή δέν πιστεύετε ὅτι ἔχω πράγματι αὐτή τήν ἐξουσία, ἀλλά ὅτι ἁπλῶς βλασφημῶ, νομίζετε ὅτι τό νά πῶ μόνο λόγια καί μάλιστα λόγια βλάσφημα, δέν εἶναι τίποτε, τό νά δείξω ὅμως ἔργα χειροπιαστά εἶναι δύσκολο καί δέν μπορῶ νά τό κάνω.

2,10. Ἵνα δέ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπί τῆς γῆς ἁμαρτίας - λέγει τῷ παραλυτικῷ.
 υἱός τοῦ ἀνθρώπου: Τί σημαίνει τό ὄνομα αὐτό ἐξηγήσαμε σέ προηγούμενο μάθημα. Υἱό τοῦ ἀνθρώπου ὀνομάζει μόνο ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς τόν ἑαυτό του καί κανείς ἄλλος ἐκτός ἀπό τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο, πού τό κάνει μία φορά στή δίκη του στό συνέδριο πρίν ἀπό τό μαρτύριο (Πρξ 7,56). Μέ τό ὄνομα αὐτό θυμίζει ὁ Κύριος στούς ἀκροατές του τήν προφητεία τοῦ Δανιήλ, ὅπου υἱός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Μεσσίας καί παρουσιάζεται ἐκεῖ ὄχι ἁπλῶς ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά ὡς ὑπεράνθρωπος. Κι ἐδῶ τό ὄνομα υἱός τοῦ ἀνθρώπου τό ἐπιβεβαιώνει ὁ Κύριος μέ τό ὑπερφυσικό σημεῖο πού κάνει. Δείχνει ὅτι δέν εἶναι μόνο ἄνθρωπος, ὅπως φαίνεται, ἀλλά εἶναι καί Θεός, ἀφοῦ κάνει κάτι πού μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά τό κάνει.

2,12. Καί ἠγέρθη εὐθέως, καί ἄρας τόν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καί δοξάζειν τόν Θεόν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
 καί ἄρας τόν κράβαττον: Μερικοί, γιά νά μειώσουν τάχα τό σημεῖο πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς εἶπαν ὅτι ὁ κράβαττος ἦταν ἁπλῶς ἕνα ἐλαφρύ στρῶμα, ἤ ἴσως ἕνα τετράγωνο ὕφασμα. Ἀλλά καί μία μαξιλαροθήκη νά ἦταν, τό γεγονός εἶναι ὅτι αὐτός πού σάν ἄψυχο πτῶμα εἶχε κουβαληθεῖ πάνω στόν κράβαττο, ἐπιστρέφει τώρα περπατώντας μόνος του στό σπίτι. Κι ὅταν τοῦ λέει ὁ Κύριος νά σηκώσει τό κρεβάτι του, εἶναι γιά νά φανεῖ ἡ περίσσια δύναμη. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού τόσα χρόνια τώρα ἔμενε σάν νεκρός στό κρεβάτι, σάν νά ἦταν αὐτό ὁ τάφος του, τώρα ἐλευθερωμένος ἀπό τή φοβερή ἀρρώστια, τό σηκώνει σάν τρόπαιο νίκης.
 ἐναντίον πάντων: Ἡ θεραπεία ἔγινε δημόσια, μπροστά στά μάτια ὅλων καί κανείς δέν μπορεῖ νά τήν ἀμφισβητήσει.

Τά κυριώτερα νοήματα

 Ἡ θεότης τοῦ Χριστοῦ: Αὐτό πού περισσότερο ἀπ’ ὅλα σκανδαλίζει σήμερα τούς ἀνθρώπους στό θέμα τῆς πίστεως εἶναι ἡ πίστη στή θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἄν oἱ χιλιαστές καί ἄλλοι αἱρετικοί διαστρεβλώνοντας καί παρερμηνεύοντας τήν ἁγία Γραφή πολεμοῦν τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχουν καί ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, πού χωρίς νά εἶναι δηλωμένοι αἱρετικοί, χωρίς νά παρουσιάζουν τόν ἑαυτό τους ἐχθρό τοῦ Χριστοῦ, τόν πολεμοῦν. Εἶναι αὐτοί πού λένε ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ἕνας μεγάλος σοφός, ἕνας κοινωνικός ἐπανα­στά­της, ἕνας σπουδαῖος ἡγέτης, ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος καί πολλά ἄλλα καλά πράγ­ματα, πού δέν εἶναι ὅμως σωστά, γιατί τόν δέχονται μόνο ὡς ἄνθρωπο. Τό θεμέλιο τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς πίστεώς μας εἶναι ἡ θεότης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός πού ἔζησε σάν ἕνας ταπεινός ἄνθρωπος, μόλις 33 χρόνια, πάνω στή γῆ μας, εἶναι συγχρόνως ὁ αἰώνιος Θεός, ὁ δημιουργός τοῦ σύμπαντος καί κυβερ­νήτης τοῦ κόσμου. Εἶναι ὁ πλάστης μας, πού μᾶς δημιούργησε μέ ἰδιαίτερη φροντίδα καί μᾶς ἀναδημιούργησε μέ τή σταυρική του θυσία. Εἶναι ὁ μεγάλος Κριτής πού θά μᾶς κρίνει τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας του, αὐτός στοῦ ὁποίου τή συντροφιά θά ἀπολαύσουν οἱ πιστοί τόν αἰώνιο παράδεισο. Ἡ ἁγία Γραφή δίνει ἀναρίθμητες ἀποδείξεις γιά τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος πού διαθέτει τόν κοινό νοῦ νά μελετήσει καί νά ἐρευνήσει τό θέμα καί νά πεισθεῖ γιά τή μεγάλη αὐτή ἀλήθεια. Οἱ πιό χτυπητές ἀποδείξεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὄχι μόνο ἄνθρωπος ἀλλά καί Θεός εἶναι οἱ προφητεῖες, ἡ ἀνάστασή του, ἡ μαρτυρία τοῦ ἰδίου καί τό κήρυγμα τῶν θεοπνεύστων ἀποστόλων. Μία ἄλλη σειρά ἀποδείξεων γιά τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τά σημεῖα πού ἔκανε. Στήν περικοπή μας ἡ θεότης τοῦ Χριστοῦ κηρύσσεται μέ τρία ἀλλεπάλληλα σημεῖα:

  • Συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ.
  • Διαβάζει τή σκέψη τῶν γραμματέων.
  • Θεραπεύει τόν παραλυτικό.
 Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ φθορά τοῦ πνεύματος, ἡ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που, ἐνῶ ἡ ἀρρώστια εἶναι ἡ φθορά τοῦ σώματος. Ὁ Χριστός, συγχωρώντας καί θεραπεύοντας τόν παραλυτικό, δείχνει ὅτι εἶναι ὁ γιατρός τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἀκόμη, φανερώνοντας τή σκέψη τῶν γραμματέων, δείχνει ὅτι αὐτός ἐλέγχει τήν λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἐτάζει νεφρούς καί καρδίας. Τά τρία αὐτά σημεῖα ἄνθρωπος δέν θά μποροῦσε νά τά ἐπιτελέσει. Ὁ Χριστός πού τά ἐπιτελεῖ εἶναι ὁ Θεός, ὁ δημιουργός.
Ἄλλο νόημα

 Ἡ ἁμαρτία αἰτία τῆς ἀρρώστιας: Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος βγῆκε ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ ὑγιής, τέλειος σωματικά. Ἀλλά ἀπό τότε πού ἔκανε τήν ἁμαρ­τία καί παρέβη τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, δέχθηκε ἕνα τρομερό κλονισμό. Σάν σεισμός ἡ ἁμαρτία ἔσεισε τήν ὕπαρξή του ὅλη καί διεπότισε κάθε κύτταρο τοῦ σώματός του μέ τό μικρόβιο τῆς φθορᾶς. Ἡ ἁμαρτία ξεκινᾶ ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἐπηρεάζει ὅμως καί τό σῶμα του, γιατί ὑπάρχει στενή σχέση καί ἀλληλεπίδραση μεταξύ τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Αὐτό μποροῦμε νά τό διαπιστώσουμε καί μόνοι μας στόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Ὁ θυμός π.χ., ἡ ὀργή, ὁ φθόνος εἶναι καθαρά πνευματικές ἁμαρτίες. Κι ὅμως ἐπηρεάζουν πολύ καί τό σῶμα. Ἄν τώρα θελήσουμε νά σκεφθοῦμε καί ἄλλες ἁμαρτίες πού συνδέονται περισσότερο μέ τό σῶμα, π.χ. τόν ἀλκοολισμό, τήν ναρκομανία, θά καταλήξουμε στό συμπέρασμα στό ὁποῖο ἔφθασε ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτι ''τά πλείονα τῶν ἀρρωστημάτων ἐξ ἁμαρτημάτων εἰσί τῶν ἡμετέρων''. Γι’ αὐτό, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τό στόμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς προειδοποιεῖ· ''Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος''.
 Ὁ Κύριος, πρίν θεραπεύσει τόν παραλυτικό, τοῦ εἶπε· «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Κι ἄλλοτε πάλι, ἀφοῦ θεράπευσε τόν πα­ραλυτικό τῆς Βηθεσδά, ὅταν τόν ξανασυνάντησε τοῦ εἶπε· «ἴδε ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε» (Ἰω 5,14). Αὐτό μᾶς βοηθᾶ νά σκεφθοῦμε ὅτι πολλές φορές οἱ ἀρρώστιες ξεκινοῦν ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Αὐτό βέβαια δέν εἶναι ἀπόλυτο, διότι ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω μαρτυρίες στήν Κ. Διαθήκη ἔχουμε τή μαρτυρία τοῦ ἰδίου τοῦ Ἰησοῦ γιά τόν ἐκ γενετῆς τυφλό, ὅτι ἡ ἀρρώστια του δέν ἦταν ἀποτέλεσμα ἁμαρτίας· «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ» (Ἰω 9,3).
 Ἡ ὑγεία μας εἶναι τό πιό πολύτιμο ἀπό τά ἐπίγεια ἀγαθά μας. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας στή θεία Λειτουργία εὔχεται ὑπέρ ὑγείας καί σωτηρίας τῶν πιστῶν. Ἀκόμη γιά τήν ὑγεία προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία μας μέ εἰδικό μυστήριο, τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου. Εἶναι καθῆκον μας ἱερό νά φροντίζουμε γιά τήν ὑγεία τοῦ σώματός μας. Ἀλλά γιά νά ἐξασφαλίσουμε τήν ὑγεία μας πρέπει νά φροντίσουμε νά διορθώσουμε τό κακό στή ρίζα του. Καί ἡ ρίζα ἀπό τήν ὁποία ξεκινᾶ καί κατευθύνεται ἡ ὑγεία μας, εἶναι ἡ ψυχή. Ὅπως εἴπαμε βέβαια, δέν εἶναι κάθε ἀρρώστια μας ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά ὁπωσδήποτε κάθε ἁμαρτία ἔχει κάποιο ἀντίκτυπο στό σῶμα μας, τό ὁποῖο φθείρει. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας τόν καιρό αὐτό τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς μᾶς συνιστᾶ τή θεραπεία τῆς ψυχῆς μας πρῶτα ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας. Ἡ θεραπεία αὐτή γίνεται μέ τή μετάνοια. Ὁ Θεός τόν ὁποῖο προσβάλλουμε καί πληγώ­νου­με μέ τίς ἁμαρτίες μας, δέχεται νά μᾶς συγχωρήσει, νά μᾶς ξεπλύνει καί νά μᾶς θεραπεύσει ἀπό τή φοβερή ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά γιά νά μᾶς συγχωρήσει πρέπει πρῶτα ἐμεῖς νά μετανοήσουμε, νά τόν ζητή­σου­με καί τότε σάν τόν παραλυτικό θά λυτρωθοῦμε καί θά σηκωθοῦμε ἀπό τά βάθη τῶν κακῶν ὅπου ἡ ἁμαρτία μᾶς ἔρριξε.
Στεργίου Σάκκου,
Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)

 

 

Παρασκευή, 22 Μάρτιος 2024 02:00

Κυρ. Ὀρθοδοξίας Ἰω 1,44-52

Κλήση Φιλίππου καί Ναθαναήλ


Λέξεις:
44. Τῇ ἐπαύριον = τήν ἄλλη μέρα
ἠθέλησεν = ἀποφάσισε
46. ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς = αὐτόν γιά τόν ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωυσῆς
47. Δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;= μπορεῖ νά ὑπάρχει κάτι καλό;
ἔρχου καί ἴδε = ἔλα καί δές
48. ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης= νά, ἕνας πραγματικός Ἰσραηλίτης
49. Πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι = πρίν σέ φωνάξει ὁ Φίλιππος
ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε= σέ εἶδα ὅταν ἤσουν κάτω ἀπό τή συκιά
51. ὅτι εἶπόν σοι = ἐπειδή σοῦ εἶπα
Μείζω τούτων ὄψει = θά δεῖς μεγαλύτερα ἀπό αὐτά
52. ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν = Ναί, ἀλήθεια σᾶς λέω
ἀπ’ ἄρτι= ἀπό τώρα
ἀνεῳγότα =ἀνοιγμένο

Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά


 Στήν περικοπή μᾶς περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης πῶς κάλεσε ὁ Κύριος δύο ἀπό τούς πρώτους μαθητές του, τόν Φίλιππο καί τόν Ναθαναήλ. Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ. Πρίν ἀπό λίγο καιρό ἔχει διαλέξει τούς τρεῖς πρώτους μαθητές του, τόν Ἀνδρέα, Πέτρο καί Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι ἦταν παλιά μαθητές τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τώρα ὁ Κύριος βρίσκεται στά Ἰεροσόλυμα καί ἑτοιμάζεται νά ἐπιστρέψει στή Γαλιλαία, μαζί μέ ἄλλους προσκυνητές πού εἶχαν ἔρθει ἀπό ἐκεῖ. Σέ ὅλη τή δράση του συνήθιζε νά πηγαίνει στά Ἰεροσόλυμα τόν καιρό πού συγκεντρώνονταν ἐκεῖ οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπ’ ὅλα τά μέρη γιά νά ἐκτελέσουν τά καθήκοντά τους πρός τόν Θεό. Ἐκεῖ τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία νά διαλέξει καί νά ξεχωρίσει ἐκείνους πού θά χρησιμοποιοῦσε στό στενό του ἐπιτελεῖο. Σάν τό λιοντάρι πού παραμονεύει στήν πηγή τήν ὥρα πού πηγαίνουν νά πιοῦν τά κοπάδια καί διαλέγει ἀπό αὐτά τή λεία του, ἔτσι καί ὁ Κύριος στά Ἰεροσόλυμα διάλεγε τούς ἐκλεκτούς του.

Filippos Nathanail1,44. Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τήν Γαλιλαίαν· καί εὑρίσκει Φίλιππον καί λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι.
τῇ ἐπαύριον: Μετά τήν ἐκλογή τοῦ Σίμωνα Πέτρου.
ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τήν Γαλιλαίαν: Ἑτοιμαζόταν ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ πού ἦταν στό νότο, στήν Ἰουδαία, νά ἐπιστρέψει στή Γαλιλαία, στό βορρᾶ. Στό ξεκίνημα αὐτῆς τῆς πορείας ἤ στόν δρόμο γιά τή Γαλιλαία συνάντησε καί κάλεσε τόν Φίλιππο καί τόν Ναθαναήλ.
ἀκολούθει μοι: Μ’ ἕνα λόγο ὁ Φίλιππος, ὅπως φαίνεται ἀπό τή συνέχεια, ὑπήκουσε στήν πρόσκληση τοῦ Κυρίου καί τόν ἀκολούθησε. Γιά τήν ὑπακοή αὐτή συνεργάζονται πολλές προϋποθέσεις : α) Ὁ Φίλιππος θά γνώριζε τόν Κύριο ἀπό παλιά, ἔστω καί ἀπό μακριά. β) Θά ἦταν μᾶλλον καί αὐτός μαθητής τοῦ Προδρόμου καί θά εἶχε ἀκούσει τή μαρτυρία ἐκείνου γιά τόν Ἰησοῦ. γ) Ἦταν ὁ ἴδιος εὐσεβής καί πιστός καί εἶχε βαθιά ριζωμένη μέσα του τήν προσδοκία τοῦ Μεσσία. δ) Ἔπειτα, τόν ἐπηρέασε ὁπωσδήποτε καί ἡ μυστική θεία δύναμη τοῦ Ἰησοῦ ἀλλά καί ἡ ἐπιβολή του.

1,45. Ἦν δέ ὁ Φίλιππος ἀπό Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καί Πέτρου.
Βηθσαϊδά: Μικρή πόλη στή δυτική παραλία τῆς λίμνης Γεννησαρέτ πρός τά βορειοδυτικά τῆς λίμνης, κοντά στήν Καπερναούμ. Ὅταν ἦταν τετράρχης τῆς περιοχῆς ὁ Φίλιππος, τήν καλλώπισε καί τή στόλισε καί τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Ἰουλία πρός τιμήν τῆς κόρης του, πού εἶχε αὐτό τό ὄνομα.
ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καί Πέτρου: Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Μᾶρκο τό σπίτι τοῦ Σίμωνα καί τοῦ Ἀνδρέα ἦταν στήν Καπερναούμ (Μρ 1,29). Φαίνεται ὅτι οἱ δύο ἀπόστολοι κατάγονταν ἀπό τή Βηθσαϊδά, ἀλλά ἔμεναν μέ τήν οἰκογένειά τους στήν Καπερναούμ, πού καθώς ἦταν ἡ μεγαλύτερη πόλη τῆς περιοχῆς τούς ἐξυπηρετοῦσε καλύτερα καί στή δουλειά τους.

1,46. Εὑρίσκει Φίλιππος τόν Ναθαναήλ καί λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καί οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τόν υἱόν τοῦ ᾿Ιωσήφ τόν ἀπό Ναζαρέτ.
εὑρίσκει Φίλιππος τόν Ναθαναήλ: Τό «εὑρίσκει» προϋποθέτει ὅτι προηγουμένως τόν ἔψαχνε.
Ναθαναήλ: Ἑβραϊκό ὄνομα πού σημαίνει Θεόδωρος. Ὅπως μᾶς λέει ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής (Ἰω 21,2), ὁ Ναθαναήλ ἦταν ἀπό τήν Κανά τῆς Γαλιλαίας. Οἱ ἄλλοι εύαγγελιστές δέν ἀναφέρουν καθόλου αὐτό τό ὄνομα στούς καταλόγους τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου (Μθ 10,2· Μρ 3,16· Λκ 6,14· Πρξ 1,13). Συνήθως μαζί μέ τόν Φίλιππο ἀναφέρουν κάποιο Βαρθολομαῖο. Αὐτός εἶναι ὁ Ναθαναήλ, πού φαίνεται ὅτι ἦταν γιός κάποιου Θολομαίου (Βαρ-Θολομαῖος). Οἱ Ἰουδαῖοι συνήθιζαν νά ὀνομάζονται ἀπό τό ὄνομα τοῦ πατέρα τους. Ἔτσι καί ὁ Σίμων λεγόταν Βαριωνᾶς.
ὅν ἔγραψε... εὑρήκαμεν: Τά λόγια αὐτά τοῦ Φιλίππου δείχνουν ὅτι οἱ δύο φίλοι ἀπό παλιά μελετοῦσαν τήν Π. Διαθήκη καί περίμεναν τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία μέ ἐνδιαφέρον.
τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ: Οἱ ἄνθρωποι δέν ἤξεραν τήν ἐκ Πνεύματος ἁγίου γέννηση τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτό καί τόν ὀνόμαζαν γιό τοῦ Ἰωσήφ, γιατί ἔτσι φαινόταν. Τό μεγάλο μυστικό τό ἤξεραν μόνο ἡ Παναγία μας, ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Ἐλισάβετ.

1,47. Καί εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καί ἴδε.
ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;:
Ἡ Ναζαρέτ ἦταν ἕνα μικρό χωριό τῆς Γαλιλαίας. Τό ὄνομά του παράγεται ἀπό τό ἑβραϊκό Νέζερ πού σημαίνει ἀδύνατη παραφυάδα καί δείχνει τή μικρότητα, τήν ἀσημαντότητα καί τή φτώχεια του. Ἡ Ναζαρέτ, ἦταν φαίνεται κακόφημο χωριό, γι’ αὐτό καί ὁ Ναθαναήλ πού ἦταν κοντοχωριανός (ἀπό τήν Κανά) παραξενεύεται ὅταν ἀκούει ὅτι ὁ Μεσσίας τόν ὁποῖο περίμεναν εἶναι ἀπό τή Ναζαρέτ. Δέν μποροῦσε νά περιμένει τίποτε καλό ἀπό τή Ναζαρέτ.

1,48. Εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τόν Ναθαναήλ ἐρχόμενον πρός αὐτόν καί λέγει περί αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι.
ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης: Ὁ Κύριος ὀνομάζει τόν Ναθαναήλ ἀντάξιο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰσραηλίτη. Τό ὄνομα αὐτό πῆραν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ ἀπό τότε πού καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰακώβ μετονομάσθηκε Ἰσραήλ (= δυνατός) μετά τήν πάλη του μέ τόν Θεό (βλ. Γέ 32,24-30). Ὁ Ναθαναήλ δέν ἔχει μόνο τό ὄνομα τοῦ Ἰσραηλίτη, ἀλλά εἶναι κι αὐτός σάν τόν Ἰακώβ δυνατός καί ἄξιος νά δεῖ τόν Θεό.
ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι: Δόλος (δελεάζω, δέλεαρ) εἶναι τό δόλωμα μέ τό ὁποῖο πιάνουν τά ψάρια καί κάθε παγίδα μέ τήν ὁποία ζητᾶ κανείς νά ἐξαπατήσει τόν ἄλλο. Ὅταν ἄλλο ἔχεις στήν καρδιά καί ἄλλο στά χείλη, αὐτό εἶναι δόλος.

1,49. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καί εἶπεν αὐτῷ· πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε.
πόθεν με γινώσκεις;: Ὁ Ναθανήλ δέν κολακεύθηκε ἀπό τόν ἐπαινετικό λόγο τοῦ Κυρίου, ἀλλά ζητᾶ νά μάθει ἀπό ποῦ τόν ξέρει.
πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε: Ἡ ἔκφραση «ὑπό τήν συκῆν» ἀναφέρεται πρώτη φορά στόν προφήτη Ζαχαρία (Ζα 3,10) καί ἀργότερα τή χρησιμοποιοῦσαν οἱ ραββῖνοι ὡς μία παροιμιώδη ἔκφραση πού σημαίνει μελετῶ τήν ἁγία Γραφή. Ἐπειδή στήν Παλαιστίνη, ὅπου καίει πολύ ὁ ἥλιος, οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἤθελαν νά μελετήσουν τήν ἁγία Γραφή ζητοῦσαν μιά σκιά καί συνήθως κάθονταν κάτω ἀπό κάποια συκιά, ἡ ὁποία δίνει καλή σκιά, ἔμεινε ἡ ἔκφραση παροιμιώδης. Ἔχουμε καί στή σημερινή γλῶσσα τέτοιες ἐκφράσεις· π.χ. λέμε «αὐτός εἶναι καβάλα στ΄ ἄλογο», ὅταν θέλουμε νά ποῦμε γιά κάποιον ὅτι πᾶνε καλά οἱ δουλειές του.

1,50. Ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καί λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σύ εἶ ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, σύ εἶ ὁ βασιλεύς τοῦ ᾿Ισραήλ.
Ραββί, σύ εἶ … Ἰσραήλ:
Ὁ Ναθαναήλ βλέπει ὅτι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου δέν εἶναι ἀνθρώπινη. Καταλαβαίνει ὅτι ἔχει μπροστά του ἕναν καρδιογνώστη. Γι’ αὐτό ἀφήνει κατά μέρος τίς ἀντιρρήσεις καί ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦ Μεσσία.
ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ: Τήν ὁμολογία αὐτή τοῦ Ναθαναήλ δέν μποροῦμε νά τή θεωρήσουμε ὡς ὁμολογία τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου, ὅπως ἦταν ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου (Μθ 16,16-17). Ὁ Ναθαναήλ ἐκφράζει τήν πίστη τῶν συγχρόνων του Ἰσραηλιτῶν ὅτι ὁ Μεσσίας, ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ, θά εἶναι ἀγαπητός καί οἰκεῖος στόν Θεό. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια τόν ὀνομάζει υἱό τοῦ Θεοῦ.

1,51. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καί εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει.
Τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα εὐγενικό ἀστεῖο πρός τόν Ναθαναήλ.

1,52. Καί λέγει αὐτῷ· ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τόν οὐρανόν ἀνεῳγότα, καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καί καταβαίνοντας ἐπί τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου.
ἀμήν:
Εἶναι ἑβραϊκή λέξη. Στήν ἀρχή προτάσεως σημαίνει «ναί, ἀλήθεια». Στό τέλος, «γένοιτο, εἴθε». Οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές χρησιμοποιοῦν τό «ἀμήν» ἁπλό. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τό χρησιμοποιεῖ, ὅπως ἐδῶ, διπλό. Ὁ Κύριος λέει τό «ἀμήν ἀμήν» ὅταν πρόκειται νά κάνει μία βαρυσήμαντη δήλωση. Κι ἐδῶ, τά λόγια του, εἶναι προφητικά.
ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τόν οὐρανόν ἀνεῳγότα: Ἡ εἰκόνα θυμίζει τό ὅραμα τοῦ Ἰακώβ (Γέ 28, 12-13). Ὁ οὐρανός ἄνοιξε ἤδη, γιατί κατέβηκε ἀπ’ αὐτόν ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ.
καί τούς ἀγγέλους… ἀνθρώπου: Οἱ ἄγγελοι κατέβηκαν στή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, στήν Ἀνάσταση, στήν Ἀνάληψή του.

Τά κυριώτερα νοήματα


 Πίστις καί ἔρευνα: Ἡ περικοπή μας εἶναι μία τρανταχτή καί ἀδιάψευστη ἀπάντηση σ' ἐκείνους πού βλέπουν τήν πίστη σάν ἕνα ταμπού καί ἰσχυρίζονται ὅτι τό εὐαγγέλιο λέει «πίστευε καί μή ἐρεύνα». Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο ψέμα. Τό εὐαγγέλιο δέν φοβᾶται καθόλου τήν ἔρευνα. Ἀντίθετα, μάλιστα, τήν ἐπιζητεῖ. Ὄχι μόνο μποροῦμε ἀλλά καί πρέπει νά ἐρευνήσουμε γιά νά μάθουμε γιά τόν Χριστό, γιά τήν πίστη μας. Χρειάζεται ὅμως προσοχή, ποῦ θά ἐρευνήσουμε. Ὅπως γιά κάθε θέμα ἀπευθυνόμαστε στόν εἰδικό, ἔτσι καί γιά τό θέμα τῆς πίστεως θά ἀπευθυνθοῦμε στόν εἰδικό, δηλαδή στό εὐαγγέλιο καί τήν Ἐκκλησία. Ὅπως γιά ἕνα μαθηματικό πρόβλημα θά ρωτήσουμε τόν μαθηματικό, γιά ἕνα θέμα ὑγείας θά ἀπευθυνθοῦμε στόν εἰδικό γιατρό κτλ., ἔτσι γιά θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό, τήν ψυχή μας, τήν αἰωνιότητα, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἐρευνήσουμε καί νά μελετήσουμε τήν ἁγία Γραφή καί νά ζητήσουμε τίς πληροφορίες πού θέλουμε ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἄτιμο καί ἐγκληματικό γιά τόν ἑαυτό μας, γιά θέματα πίστεως νά καταφεύγουμε σέ ἀνθρώπους ἄπιστους, πού δέν ἔχουν καμία πνευματική γεύση.
 Ὁ Φίλιππος καί ὁ Ναθαναήλ μελετοῦσαν τήν Π. Διαθήκη, ἤξεραν τόν Μωυσῆ καί τούς προφῆτες, πού μιλοῦσαν γιά τόν Μεσσία, κι ἔτσι τόν ἀναγνώρισαν ὅταν τόν εἶδαν. Καί οἱ κάτοικοι τῆς Βεροίας, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, εἶχαν ὅλο τό δικαίωμα νά ἐρευνοῦν καί νά κρίνουν τή διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «τό καθ’ ἡμέραν ἀνακρίνοντες τάς γραφάς εἰ ἔχοι ταῦτα οὕτως» (Πρξ 17,11).
 Σ’ ἐκείνους πού μέ εἰλικρινῆ καί ἄδολη διάθεση ἐρευνοῦν, ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὑποσχέθηκε· «ζητεῖτε, καί εὑρήσετε… πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει» (Μθ 7,7· 8). Κι ἄν ὁ μεγάλος μαθηματικός Ἀρχιμήδης, ὅταν ἀνακάλυψε ἕνα φυσικό νόμο βγῆκε ἔξω συνεπαρμένος ἀπό χαρά καί φώναζε «εὕρηκα, εὕρηκα», πόση χαρά καί ἀγαλλίαση γεμίζουν οἱ καρδιές ἐκείνων πού μετά ἀπό ἔρευνα καί μελέτη εὑρίσκουν ὄχι ἕνα νόμο τῆς φυσικῆς, ἀλλά αὐτόν τόν Δημιουργό καί Νομοθέτη τοῦ σύμπαντος, εὑρίσκουν τόν Χριστό.
 Εἶναι ὡραῖο πρᾶγμα συχνά νά ἀποσπώμαστε ἀπό τίς διάφορες φροντίδες καί ἔννοιες καί νά βυθιζόμαστε στή μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, νά ἔχουμε ἐνδιαφέροντα πνευματικά. Τότε, κάθε φορά περισσότερο θά ξεκαθαρίζονται τά πράγματα μέσα μας, κάθε φορά λαμπρότερη θά γίνεται ἡ πίστη μας καί καθαρώτερα θά ἀτενίζουμε τή μορφή τοῦ Κυρίου μας, γιατί ἡ ἔρευνα, ἡ τίμια καί εἰλικρινής ἔρευνα, πού γίνεται σέ σωστές πηγές, ἔχει πάντοτε καλά ἀποτελέσματα, ἐνισχύει καί φρεσκάρει τήν πίστη μας.
 Ἡ σωτήρια δοκιμή: Αὐτό πού κρατᾶ τούς περισσότερους ἀνθρώπους μακριά ἀπό τόν Θεό καί τήν πίστη, εἶναι ἡ προκατάληψη. Ἔχουν μία ἐσφαλμένη ἰδέα γιά τά πνευματικά θέματα καί ἐπιμένουν σ’ αὐτή, χωρίς νά ζητήσουν νά μάθουν τήν πραγματικότητα. Γεμάτος ἀπορία -ἴσως καί μέ κάποια περιφρόνηση- ὁ Ναθαναήλ εἶπε στόν Φίλιππο· «ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;». Καί ὁ Φίλιππος δέν κάθισε νά τοῦ κάνει διδασκαλία, νά τοῦ ἀναπτύξει θεωρίες. Πολύ ἁπλά τόν προσκάλεσε· «ἔρχου καί ἴδε». Ὁ κόσμος μας καταρρέει πρός τό ψέμα καί τή συκοφαντία. Μέ καχυποψία καί προκατάληψη ἀντιμετωπίζει κάθε πρόσκληση. Ἀλλά ὁ Χριστός, τό εὐαγγέλιό του, δέν φοβᾶται τήν ἔρευνα. Προσκαλεῖ καί προκαλεῖ γιά μία δοκιμή. Ἀμφιβάλλεις; Θέλεις νά μάθεις τήν ἀλήθεια; Ἔλα, δοκίμασε καί θά δεῖς. Δέν ἔχει μυστικά καί ἀπόκρυφα πράγματα ἡ πίστη μας. Ὅ,τι λέει τό ἐπιβεβαιώνει καί τό ἀποδεικνύει μέ τή δοκιμή. Ὑπάρχουν βέβαια στήν πίστη μας καί πράγματα μελλούμενα, ὅπως ἡ μέλλουσα κρίση, ὁ παράδεισος, κτλ. Ἀλλά καί γι’ αὐτά ἔχουμε μία ἐμπειρία μέ ὅσα ζοῦμε τώρα. Εἶναι τέτοια ἡ προκαταβολή, τό καπάρο πού δίνει ὁ Χριστός γιά τά μέλλοντα, ὥστε μᾶς ὑποχρεώνει νά πιστέψουμε. Ἀντί νά ἀμφιβάλλουμε καί νά ταλαιπωρούμαστε πνευματικά μέσα στίς ὑποψίες, εἶναι συμφέρον μας νά δοκιμάσουμε προσωπικά αὐτά πού ὑπόσχεται ὁ Θεός καί νά δοῦμε ἀπό τήν πεῖρα μας ἄν καί πόσο εἶναι ἀληθινά. Πολλοί ὁμολογοῦν ὅτι εἶδαν ἐντελῶς καινούργια τήν πίστη καί ἀναγνώρισαν τόν Χριστό διαφορετικό, ὅταν θέλησαν νά παραμερίσουν τήν προκατάληψη καί νά κάνουν μία εἰλικρινῆ δοκιμή καί ἐφαρμογή αὐτῶν πού ὑπόσχεται ὁ Χριστός.
 Ἡ εἰλικρίνεια ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά πιστέψουμε: Εἶναι πολύ φυσική καί λογική ἡ ἀπορία: Ἀφοῦ ὁ Χριστός δέν καταπιέζει καί δέν ἐξαναγκάζει κανένα, ἀλλά μᾶς καλεῖ ἐλεύθερα νά δοκιμάσουμε, γιατί οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται νά τόν πλησιάσουν καί νά σχηματίσουν μία προσωπική γνώμη, μέ τήν ἐμπειρία πού τούς χαρίζει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται τήν ἀλήθεια. Δέν εἶναι εἰλικρινεῖς οὔτε μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους. Ἡ πίστη στόν Χριστό ἔχει συνέπειες στή ζωή μας καί αὐτές τίς συνέπειες φοβοῦνται. Γι' αὐτό περιορίζονται μόνο στά λόγια, σέ μερικές ἐξωτερικές ἐνέργειες χωρίς ἐσωτερική συμμετοχή. Ὅσοι εἶναι εἰλικρινεῖς καί τίμιοι ὁμολογοῦν ὅτι πράγματι δέν ὑπάρχει καμία δυσκολία γιά νά πιστέψουν. Ἡ δυσκολία βρίσκεται στή μετάνοια. Δέν ὑπάρχουν ἐπιχειρήματα πού νά χτυποῦν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Ὅσοι ἀρνοῦνται νά πιστέψουν, δέν εἶναι γιατί δέν τούς πείθει τό εὐαγγέλιο, ἀλλά γιατί τούς δυσκολεύει στήν ἐφαρμογή του. Εἶναι πολύ εὔκολο νά πιστέψεις, ἄν εἶσαι ἕτοιμος νά ἀρνηθεῖς τόν παλιό ἑαυτό του, νά κόψεις τούς δεσμούς μέ τήν ἁμαρτία. Τήν πίστη μᾶς τή χαρίζει ὁ Θεός καί μᾶς δίνει γι’ αὐτήν ὅσες ἀποδείξεις χρειαζόμαστε. Γιά νά τή ζήσουμε ὅμως εἶναι ἀνάγκη νά μετανοήσουμε. Ὅσο μετανοοῦμε, τόσο καθαρώτερη γίνεται ἡ πίστη μας καί ὅσο προχωροῦμε στήν πίστη, τόσο πιό ἔντονη νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά μετανοήσουμε.

Στέργιος Σάκκος
Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)
Σάββατο, 16 Μάρτιος 2024 02:00

Κυρ. Τυρινῆς Μθ 6,14-21

Λέξεις:
14. ἐάν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις = ἄν συγχωρᾶτε στούς ἀνθρώπους
ἀφήσει καί ὑμῖν = θά συγχωρήσει καί σέ σᾶς
16. σκυθρωποί = κατσούφηδες
ἀφανίζουσι = ἀφήνουν ἄπλυτα,
ἀκάθαρτα ἀπέχουσι τόν μισθόν αὐτῶν = παίρνουν ὅλο τό μισθό τους
17. ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν = σαπούνισε τό κεφάλι σου
18. ὅπως μή φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων = γιά νά μή φανεῖς, νά μή σέ πάρουν εἴδηση οἱ ἄνθρωποι ὅτι νηστεύεις
ἀλλά τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ = ἀλλά στόν πατέρα σου πού εἶναι ἀόρατος
19. θησαυρός = ἀποθήκη, χῶρος ὅπου βάζει κανείς τά χρήματα ἤ τά ἀγαθά του, κιβώτιο.
 μή θησαυρίζετε = μή γεμίζετε θησαυρούς μέ χρήματα καί ἀγαθά
σής = σκόρος
βρῶσις = διάβρωση, σκουριά
κλέπται = διαρρῆκτες
διορύσσουσι = σκάβουν, ἀνοίγουν τρύπα στόν τοῖχο, κάνουν διάρρηξη
20. ἀφανίζει = ἐξαφανίζει.

 

Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
01 Ἡ περικοπή πού μελετοῦμε εἶναι ἕνα μέρος ἀπό τήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου. Στό ἴδιο κεφάλαιο, πρίν ἀπό τήν περικοπή μας, ὁ Κύριος δίνει ὁδηγίες γιά τό πῶς πρέπει νά γίνεται ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ προσευχή. Ἐδῶ μιλάει γιά τό πῶς πρέπει νά γίνεται ἡ νηστεία.
 Ἡ νηστεία πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν ἀμνησικακία καί τήν ἐλεημοσύνη. Μάταια νηστεύει ἐκεῖνος πού μισεῖ τόν ἀδελφό του ἤ δέν ἁπλώνει τό χέρι νά βοηθήσει τόν φτωχό.
  Ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε νά διαβάζεται ἡ περικοπή αὐτή τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς. Καθώς ἀπό τήν Καθαρά Δευτέρα ἀνοίγει τό στάδιο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς πού εἶναι περίοδος νηστείας, εἶναι ἀνάγκη νά ξέρουμε πῶς πρέπει νά νηστέψουμε γιά νά γίνει ἡ νηστεία μας εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό.
  Ἡ περικοπή διακρίνεται σέ τρία μέρη:
1)    ἀμνησικακία (στίχ. 14-15)
2)    νηστεία ( στίχ. 16-18)
3)    ἐλεημοσύνη (στίχ. 19-21)

6,14. ᾿Εάν γάρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καί ὑμῖν ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος.
 Παράπτωμα (ἀπό τό ρῆμα παραπίπτω = πέφτω ἔξω, βγαίνω ἀπό τόν ἴσιο δρόμο, πλανιέμαι) εἶναι κάθε πλάνη, σφάλμα ἤ ἁμάρτημα. Γιά τή συγχώρηση τῶν σφαλμάτων τῶν ἀδελφῶν μας μίλησε ὁ Κύριος καί λίγο παραπάνω (στ. 12), στήν Κυριακή προσευχή. Ἐπειδή ὅμως τό θέμα εἶναι πολύ σοβαρό, ἐπανέρχεται καί πάλι. Ὁ Θεός θά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες μας ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς θά συγχωρήσουμε τά σφάλματα τῶν συνανθρώπων μας. Ὁ λόγος αὐτός τοῦ Κυρίου μας δείχνει τή μεγάλη του φιλανθρωπία. Δέν προστάζει σάν κυβερνήτης, δέν ἀναγκάζει σάν παντοδύναμος, οὔτε ὁρίζει σάν νομοθέτης πού εἶναι, ἀλλά σάν ἁπλός ἄνθρωπος κάνει συμφωνία μαζί μας. Θέτει ἕναν ὅρο καί ζητᾶ νά τόν σεβαστοῦμε ἐμεῖς γιά νά τόν σεβαστεῖ κι αὐτός.
 ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος: Ὑπενθυμίζει ὅτι εἴμαστε παιδιά τοῦ οὐράνιου πατέρα, γιά νά μᾶς παρακινήσει νά φανοῦμε ἀντάξιοί του.

6,15. Ἐάν δέ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν.
 Τόν ἴδιο ὅρο πού ἔθεσε στόν προηγούμενο στίχο τόν διατυπώνει τώρα ἀρνητικά.

6,16. ῞Οταν δέ νηστεύητε, μή γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταί σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γάρ τά πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τόν μισθόν αὐτῶν.
 Ὅταν δέ νηστεύετε: Ἡ νηστεία εἶναι ἀρχαῖος θεσμός. Εὐσεβεῖς ἄνθρωποι νήστευαν κατά καιρούς ὅταν ἤθελαν νά ἀφοσιωθοῦν περισσότερο στήν προσευχή. Ἡ νηστεία γινόταν προαιρετικά. Μόνο μία νηστεία γενική ὅριζε ὁ μωσαϊκός νόμος, τή νηστεία τοῦ ἐξιλασμοῦ, τόν 7ο μήνα τοῦ ἔτους. Μετά τή βαβυλώνιο αἰχμαλωσία προστέθηκαν ἀκόμη τρεῖς νηστεῖες. Τόν 4ο μήνα, γιά τό σπάσιμο τῶν πλακῶν τοῦ Δεκαλόγου, τόν 5ο μήνα γιά τήν καταστροφή τοῦ ναοῦ καί τόν 10ο μήνα γιά τήν πολιορκία τῆς Ἰερουσαλήμ ἀπό τόν Ναβουχοδονόσορ. Ἀργότερα οἱ φαρισαῖοι πρόσθεσαν καί τή νηστεία τῆς Δευτέρας καί τῆς Πέμπτης.
 Ἡ νηστεία στήν ἀρχή της ἐξέφραζε συντριβή, μετάνοια, πένθος γιά τίς ἁμαρτίες. Γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι πού νήστευαν ἔμεναν ἄπλυτοι, ἀπεριποίητοι, ξυπόλυτοι καί ἔρριχναν στάχτη στό κεφάλι τους. Σιγά–σιγά ὅμως αὐτοί οἱ ἐξωτερικοί τύποι πῆραν τήν πρώτη θέση καί πολλοί νήστευαν μόνο καί μόνο γιά νά φαντάξουν σάν κακοζωϊσμένοι καί ἐξαντλημένοι ἀπό τή νηστεία καί νά εἰσπράξουν τόν θαυμασμό τῶν ἀνθρώπων γι’ αὐτό.
 μή γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταί σκυθρωποί: Ὑποκριτής στήν ἀρχή λεγόταν αὐτός πού ἔπαιζε στό θέατρο. Μποροῦσε νά εἶναι φτωχός καί νά παίζει τόν ρόλο τοῦ βασιλιᾶ, νά εἶναι βρομερός καί ἀνήθικος καί νά παριστάνει τόν ἠθικό καί ἅγιο, κτλ. Γι’ αὐτό σιγά-σιγά ἡ λέξη πῆρε τήν κακή σημασία πού ἔχει καί σήμερα. Σημαίνει αὐτόν πού ἄλλος εἶναι καί ἄλλος δείχνεται. Ἔτσι καί θεατρίνος στήν ἀρχή σήμαινε τόν ἐπαγγελματία, πού παίζει τό θέατρο, ἐνῶ τώρα εἶναι ὁ ψεύτης καί ἀπατεώνας. Μασκαράς ἦταν αὐτός πού ἔπαιζε κάποιο ρόλο στό θέατρο μέ μάσκα, κι ἔπειτα ὁ πρόστυχος, κτλ.
 Ὁ Κύριος συχνά στιγμάτισε τούς ὑποκριτές φαρισαίους, γιατί ἄλλοι ἦταν στήν πραγματικότητα κι ἄλλοι δείχνονταν στόν λαό. Καί στό θέμα τῆς νηστείας λέει νά μή νηστεύουμε σάν τούς ὑποκριτές.
 ἀφανίζουσι γάρ τά πρόσωπα αὐτῶν: Οἱ φαρισαῖοι στή νηστεία δέν πλένονταν, δέν χτενίζονταν, ἔκαναν τόν ἀδύνατο, τόν χλωμό, τόν ἐξαντλημένο. Σ’ αὐτήν τήν κατάσταση ἔβγαιναν ἔξω καί προκαλοῦσαν τόν θαυμασμό τῶν ἀνθρώπων γιά τήν ἐγκράτεια καί τήν ἀσκητικότητά τους.

6,17. Σύ δέ νηστεύων ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν καί τό πρόσωπόν σου νίψαι. ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν:
 Τά σαπούνια τῶν ἀρχαίων ἦταν σέ ὑγρή μορφή (ὅπως σήμερα τά σαμπουάν). Οἱ ὑποκριτές ἄφηναν ἄλουστο τό κεφάλι τους, γιά νά τονίζουν περισσότερο τή σκυθρωπότητα πού τούς προκαλοῦσε ἡ νηστεία. Ὁ Κύριος συμβουλεύει· ὅταν νηστεύεις νά λούζεσαι καί νά πλένεσαι κανονικά, ὅπως τίς ἄλλες μέρες, γιά νά μήν προκαλεῖς. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρατηρεῖ· φυσικά δέν νομοθετεῖ ὁ Κύριος τό λούσιμο κατά τίς μέρες τῆς νηστείας, ἀλλά θέλει μέ τή φαιδρότητα καί τή λάμψη τοῦ προσώπου μας νά φροντίζουμε νά κρύβουμε τήν ἀρετή καί νά ἀποφεύγουμε τήν κενοδοξία. Τό ἴδιο συνέστησε καί γιά τήν ἐλεημοσύνη (Μθ 6,3) καί γιά τήν προσευχή (Μθ 6,6).

6,18. Ὅπως μή φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλά τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καί ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
 Ὅπως μή φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων: Δέν συνιστᾶ τήν ἀπόλυτη μυστικότητα τῆς νηστείας, γιατί ὑπάρχουν καί κοινές δημόσιες νηστεῖες. Ἐξ ἄλλου, μέσα σέ μία οἰκογένεια δέν μπορεῖ νά κρυφθεῖ κανείς ὅταν νηστεύει. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται στά ἐσωτερικά κίνητρα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός πού νηστεύει νά μή νηστεύει γιά νά φαντάξει στούς ἀνθρώπους.
 τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ: Ὁ Χριστός θέλει ἡ νηστεία μας νά γίνεται γιά χάρη τοῦ Θεοῦ πατέρα μας. Ὁ Θεός εἶναι μέν ἀόρατος, ἀλλά εἶναι καί πανταχοῦ παρών, βρίσκεται ἀκόμη καί στόν πιό κρυφό τόπο, ἐκεῖ πού δέν μᾶς βλέπουν οἱ ἄνθρωποι.

6,19-21. Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι· θησαυρίζετε δέ ὑμῖν θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σής οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν.
 Ἐδῶ ὁ Κύριος μιλᾶ γιά τήν ἐλεημοσύνη. Ἄλλοτε ὅρισε τήν ἐλεημοσύνη σάν νομοθέτης (Λκ 12,33), ἄλλοτε σάν διδάσκαλος δίδαξε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά γίνεται (Μθ 6,3). Τώρα τήν προτείνει σάν ἕνας ἔμπιστος σύμβουλος πού σκέπτεται γιά τό δικό μας καλό καί συμφέρον.
 σής: Εἶναι ὁ σκόρος. Τά πολύτιμα ροῦχα πού θησαυρίζουν, δηλαδή ἀποθηκεύουν, οἱ ἄνθρωποι, μπορεῖ νά τά φάει ὁ σκόρος κι ἔτσι νά πᾶνε χαμένα.
 βρῶσις: Τά τρόφιμα ἤ τά γεννήματα πού ἀποθηκεύουν οἱ πλεονέκτες, τά τρῶνε τά σκουλήκια ἤ τά ποντίκια ἤ σαπίζουν καί τρώγονται μόνα τους.
 κλέπται: Ὅσα δέν καταστρέφει ὁ σής ἤ ἡ βρῶσις τά ἁρπάζουν οἱ κλέφτες.
 διορύσσουσι: Τά σπίτια τά χρόνια ἐκεῖνα ἦταν κατασκευασμένα μέ πλίνθους. Οἱ κλέφτες ἄνοιγαν τρύπα στόν τοῖχο κι ἀπό ἐκεῖ ἔμπαιναν κι ἔκλεβαν τούς θησαυρούς.
 θησαυρούς ἐν οὐρανῷ: Εἶναι οἱ πνευματικές ἀμοιβές πού φυλάγονται στόν οὐρανό γιά τούς πραγματικά εὐσεβεῖς. Ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, στόν πλούσιο νεανίσκο, ἄν ἔδινε τά ἀγαθά του στούς φτωχούς καί τόν ἀκολουθοῦσε (Μθ 19,21· Μρ 10,21· Λκ 18,22).
 ὅπου οὔτε σής οὔτε βρῶσις … κλέπτουσιν: Ἡ κατάθεση τῶν ἀγαθῶν στό θησαυροφυλάκιο τοῦ οὐρανοῦ εἶναι πιό συμφέρουσα, γιατί ἐκεῖ ἀσφαλίζονται σίγουρα καί δέν διατρέχουν κανένα κίνδυνο.
 ὅπου γάρ … ὑμῶν: Προσθέτει ἕνα ἀκόμη ἐπιχείρημα γιά τήν κατάθεση στούς οὐρανούς.
 Καρδία: Εἶναι ἡ ἕδρα καί τό κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἀκόμη κι ἄν κανένας ἀπό τούς κινδύνους πού ἀνέφερε παραπάνω (στ. 19) δέν βλάψει τά ἀγαθά πού θησαυρίζουμε στή γῆ, εἶναι μεγάλο κακό τό ὅτι ἡ καρδιά μας μένει προσκολλημένη στή γῆ, γιατί ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός μας ἐκεῖ εἶναι καί ἡ καρδιά μας.
 Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι πιό δυστυχισμένος καί ἀπό τόν χειρότερο δοῦλο, γιατί τραβᾶ ἐπάνω του τή χειρότερη τυραννία καί, τό σπουδαιότερο, προδίδει τήν εὐγενική καταγωγή καί τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μεγαλύτερη συμφορά νά κλέψει ὁ ἐπίγειος θησαυρός τήν καρδιά μας, παρά νά μᾶς κλέψουν οἱ κλέφτες τούς θησαυρούς μας.

Τά κυριώτερα νοήματα
1.    Ἡ συγχωρητικότητα: Τό μεγαλύτερο κακό, τό βαρύτερο φορτίο πού μᾶς πιέζει εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅλοι νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτήν, νά λυτρωθοῦμε. Τή λύτρωση ἀπό τήν ἁμαρτία τή χαρίζει μόνο ὁ Χριστός. Μόνο ἕνας τρόπος ὑπάρχει γιά νά ἐξαλείψουμε τόν λεκέ τῆς ἁμαρτίας. Τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν μετανοημένοι καί ἀποφασισμένοι διακόψουμε τίς σχέσεις μέ τήν ἁμαρτία, πλησιάσουμε τόν Χριστό, μᾶς συγχωρεῖ καί μᾶς ἐλευθερώνει. Ἀλλά γιά νά μᾶς συγχωρήσει ὁ Θεός, ζητᾶ ἀπό μᾶς ἕνα ἀντάλλαγμα: Νά συγχωρήσουμε καί μεῖς αὐτούς πού μᾶς ἔβλαψαν. Ὁ ὅρος αὐτός τοῦ Κυρίου μᾶς φαίνεται σκληρός. Ὁ ἑαυτός μας ἐπαναστατεῖ. Θέλει νά ἐκδικηθεῖ. Δέν θέλει νά συγχωρήσει. Κι ὅμως ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι κατηγορηματικός. Ἄν δέν συγχωρέσεις, δέν θά συγχωρεθεῖς. Ὅταν σκεφθοῦμε ποιός εἶναι αὐτός πού μᾶς λέει νά συγχωρήσουμε, τότε παραμερίζονται τά ἐμπόδια. Ἄν μᾶς πληγώνει ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων, ἄν μᾶς ματώνει ἡ ἀδικία τους, ὁ πόνος μας αὐτός δέν εἶναι ἄγνωστος στόν Χριστό. Πρίν ἀπό μᾶς πόνεσε καί χτυπήθηκε αὐτός ἀπό τήν κακία τῶν ἀνθρώπων. Ὑπέφερε ὅσο κανείς πάνω στόν κόσμο. Ἦταν ἀθῶος καί τόν κατηγόρησαν μέ τίς πιό φρικτές κατηγορίες. Εὐεργέτησε τόν κόσμο καί ὁ κόσμος τόν σταύρωσε. Κι ἐνῶ αὐτός μποροῦσε μ’ ἕνα του νεῦμα νά διαλύσει τούς ἐχθρούς του, νά τούς κάνει σκόνη, τά ὑπέμεινε ὅλα καί προσευχήθηκε γιά τούς σταυρωτές του. Αὐτό ζητᾶ κι ἀπό μᾶς. Σάν γνήσια παιδιά του νά τόν μιμηθοῦμε. Νά συγχωροῦμε τούς ἐχθρούς μας. Ὅποιο κακό κι ἄν μᾶς ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι δέν μᾶς βασάνισαν καί σάν τόν Χριστό. Κι ἔπειτα, ἄν συγκρίνουμε τά σφάλματα τῶν ἄλλων μέ τίς δικές μας ἁμαρτίες, πού πικραίνουν τόν Χριστό, θά δοῦμε ὅτι οἱ δεύτερες εἶναι ἀσύγκριτα περισσότερες καί φοβερώτερες. Εἶναι ἑπομένως μία συμφέρουσα συναλλαγή: Νά συγχωρέσουμε τούς ἐχθρούς μας γιά νά μᾶς συγχωρέσει ὁ Θεός.
 2.    Ἡ νηστεία: Στήν καταναλωτική κοινωνία μας τό κήρυγμα τῆς νηστείας δέν βρίσκει ἀνταπόκριση. Τό περιφρονοῦν ἤ τό πολεμοῦν οἱ ἄνθρωποι. Οἱ κυριώτερες κατηγορίες πού ἀκοῦμε κατά τῆς νηστείας εἶναι δύο:
 α) Δέν εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ.
 β) Βλάπτει τήν ὑγεία καί φθείρει τό σῶμα μας.
 Γιά τό πρῶτο ἔχουμε νά ποῦμε ὅτι παρόλο πού δέν περιέχεται στόν Δεκάλογο ἡ ἐντολή τῆς νηστείας, εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα ἡ πρώτη, πού δόθηκε στόν ἄνθρωπο μέσα στόν παράδεισο (βλ. Γέ 2,16-17). Γι' αὐτό ἡ νηστεία ἦταν ἀπό παλιά γνωστή ὄχι μόνο στούς Ἑβραίους ἀλλά καί σ’ ἄλλους λαούς. Καί ἡ Ἁγία Γραφή μιλᾶ γιά νηστεία ἐθνικῶν (π.χ. Νινευΐτες, Κορνήλιος). Ὁ Χριστός δέν ὁρίζει βέβαια καμία νηστεία, ἐπικυρώνει ὅμως μέ τό παράδειγμά του τόν θεσμό τῆς νηστείας, ἀφοῦ καί ὁ ἴδιος νήστεψε 40 μέρες (βλ. Μθ 4,2· Λκ 4,2), ὅπως νήστεψαν καί οἱ μεγάλοι ἄνδρες τῆς Π. Διαθήκης, Μωυσῆς (Ἔξ 34, 28), Δαυΐδ (Β’ Βα 12,7), Ἠλίας (Γ΄ Βα 19,8). Ἐπίσης στή ζωή τῶν ἀποστόλων συχνά γίνεται λόγος γιά νηστεία (Πρξ 27,9· 13,2· Α΄Κο 7,5· Β΄Κο 11,27). Ἑπομένως δέν μποροῦμε νά καταπατοῦμε τόν θεσμό τῆς νηστείας μέ τή δικαιολογία ὅτι δέν τήν ὅρισε ὁ Θεός.
 Στή δεύτερη κατηγορία, ὅτι ἡ νηστεία ἀδυνατίζει καί βλάπτει τό σῶμα, ἔχουμε νά ἀπαντήσουμε ὅτι ἡ νηστεία, ὅταν γίνεται σωστά, ξεκουράζει καί ἀποτοξινώνει τόν ὀργανισμό. Δέν ἐξασθενεῖ τίς σωματικές δυνάμεις. Παραδείγματα: ὁ Μωυσῆς, μετά 40θήμερη νηστεία κατέβηκε ἀπό τό Σινά δυνατός καί συνέτριψε τόν χρυσό μόσχο (Ἐξ 32,20). Ὁ Ἠλίας νηστεύοντας περπάτησε 40 μερόνυχτα (Γ’ Βα 19,8). Οἱ τρεῖς παῖδες παρόλο πού νήστευαν στή Βαβυλώνα, ἦταν λαμπρότεροι καί ὀμορφότεροι τῶν ἄλλων πού τρέφονταν μέ πλούσια φαγητά (Δα 1,15).
 Ὅποιος μέ θερμή πίστη στόν Θεό ἀρχίζει τόν ἀγώνα τῆς νηστείας, δέν πρόκειται νά πάθει κακό ἀπό τή νηστεία. Ἐξάλλου, καί ἐκεῖνοι πού ἔχουν προβλήματα ὑγείας μποροῦν νά νηστεύουν λιγώτερο ἤ καί καθόλου. Κανείς ὅμως δέν ἔχει δικαίωμα νά περιφρονεῖ ἤ νά κατηγορεῖ τόν θεσμό τῆς νηστείας.
  Ἡ νηστεία ἔχει περιεχόμενο πολύ βαθύ. Δέν περιορίζεται μόνο στή χύτρα. Δέν εἶναι μία ἀρετή ἀνεξάρτητη, ἀλλά ἔχει ἀξία ὅταν συνδυάζεται μέ ἄλλες ἀρετές. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος λέει· Μή νομίσεις, ὅτι ἡ νηστεία εἶναι μία ἁπλή πράξη. Διότι ἔργο ἀρετῆς κατόρθωσε ὄχι αὐτός πού νηστεύει ἀπό φαγητά, ἀλλά αὐτός πού ἀπέχει ἀπό κάθε πονηρό πρᾶγμα. Ἄν δηλαδή νηστεύεις, ἀλλά δέν φυλάξεις τό στόμα σου ἀπό λόγια πονηρά ἤ ἀπό ὀξυχολία ἤ ἀπό ψεῦδος ἤ ἀπό ἐπιορκία ἤ ἀπό κατάκριση τοῦ πλησίον σου, ἄν αὐτά βγοῦν ἀπό τό στόμα αὐτοῦ πού νηστεύει, τίποτε δέν τόν ὠφέλησε ἡ νηστεία, ἀλλά ἔχασε ὅλο τόν κόπο του. Καί ὁ Μ. Βασίλειος λέει· ἡ νηστεία εἶναι ἀρχή μετανοίας. Δέν εἶναι ἀρκετή μόνη της ἡ ἀποχή ἀπό τροφές γιά νά κάνει ἀξιέπαινη τή νηστεία, ἀλλά νά νηστεύσουμε νηστεία δεκτή, εὐάρεστη στόν Θεό. Ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπό τό κακό, ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχή ἀπό τόν θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό ἐπιθυμίες, ἀπό καταλαλιά, ψεῦδος, ἐπιορκεία. Ἡ στέρηση αὐτῶν εἶναι ἀληθινή νηστεία.
  Ἡ νηστεία πρέπει νά συνδέεται μέ τήν προσευχή καί τήν ἐλεημοσύνη. Ἕνας ἀρχαῖος διδάσκαλος λέει· νηστεύσωμεν ἵνα ἐλεήσωμεν.
 Ὅταν ἡ νηστεία μας συνοδεύεται μέ τίς ἄλλες ἀρετές, τότε δαμάζει τά πάθη τῆς σαρκός, ἀνεβάζει τόν νοῦ στόν οὐρανό, ἔχει τή δύναμη ἀκόμη καί τήν ἀγανάκτηση τοῦ Θεοῦ νά μεταβάλλει σέ ἔλεος ὅπως ἔγινε στήν περίπτωση τῶν Νινευϊτῶν.
3.    Τά κακά τοῦ πλουτισμοῦ: Ὁ πλοῦτος δέν εἶναι κακό πρᾶγμα. Γίνεται καλός ἤ κακός ἀνάλογα μέ τό πῶς θά τόν χρησιμοποιήσουμε. Στήν περικοπή μας ὁ Κύριος συμβουλεύει νά μή μαζεύουμε ἀγαθά καί πλούτη στή γῆ γιά δύο λόγους:
 α) Ὁ πλουτισμός παρέχει ἀνασφάλεια. Ἄλλοτε οἱ φυσικές καταστροφές (ναυάγιο, πυρκαϊά, σαπίλα) κι ἄλλοτε ἡ ἀνθρώπινη μοχθηρία (κλοπή, κατάχρηση, πόλεμος, οἰκονομική κρίση) γίνονται αἰτία νά χάσουμε τούς θησαυρούς μας.
 β) Ὁ πλουτισμός χαλάει τόν ἄνθρωπο. Τόν κάνει νά παραμελεῖ τά πάντα καί νά ἔχει τόν νοῦ του προσκολλημένο συνεχῶς στό κεφάλαιο, στήν ἐπιχείρηση, στό κέρδος. Κι ὅμως, ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας εἶναι πλασμένα γιά τόν Θεό καί μόνο κοντά του ἀναπαύονται. Γιά νά βοηθήσουμε τόν ἑαυτό μας νά στραφεῖ περισσότερο στόν Θεό, ὁ Κύριος συμβουλεύει νά ἀποθηκεύουμε τά ἀγαθά μας ὄχι στή γῆ, ἀλλά στόν οὐρανό, μέ τήν ἐλεημοσύνη.
Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές
(Βοήθημα γιά κυκλάρχες)
 
 
Παρασκευή, 01 Μάρτιος 2024 02:00

Κυριακή Ἀσώτου Λκ 15,11-32

asotos  Τήν δύναμη τῆς μετανοίας καί τό μέγεθος τῆς θείας φιλανθρωπίας τονίζει καί ἡ τρίτη παραβολή, πού ἐπικράτησε νά ὀνομάζεται «παραβολή τοῦ ἀσώτου», ἄν καί εἶναι ἴσως πιό ἐπιτυχημένος ὁ τίτλος «παραβολή τοῦ εὔσπλαγχνου πατέρα», διότι μέ τρόπο μοναδικό «δημοσιεύει τὴν ἀνυπέρβλητον εὐσπλαγχνίαν καὶ ἀνείκαστον φιλοστοργίαν τοῦ οὐρανίου πατρός». Κατά τόν ἅγιο Κύριλλο ὁ ᾿Ιησοῦς θεώρησε ἀναγκαῖο νά διηγηθεῖ αὐτή τήν παραβολή εἰδικά γιά τούς φαρισαίους καί τούς ἄλλους κατηγόρους του, ὥστε νά τούς διδάξει τήν φιλαδελφία.
 ῾Η παραβολή τοῦ ἀσώτου ἀποτελεῖ «τό μαργαριτάρι τῶν παραβολῶν», ἕναν πραγματικό θησαυρό σοφίας, εὐσπλαγχνίας, ἀγάπης καί τρυφερότητος. Καί μόνον αὐτή ἀρκεῖ γιά νά πιστοποιήσει ὅτι στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κλ 2,9). Δικαιολογημένα χαρακτηρίσθηκε «τό Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελίου». Μέ ἕναν ἄφθαστο συνδυασμό δυνάμεως νοημάτων καί λιτότητος λόγου, μέσα στούς εἰκοσιδύο στίχους της δίδεται ἡ ἐπιτομή τοῦ Εὐαγγελίου, καθώς παρουσιάζεται μέ τρόπο μοναδικό, συνοπτικά, παραστατικά καί συνταρακτικά τό δράμα τοῦ ἀποστάτη ἀνθρώπου, τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ, ἄρα τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς, γενικά τῆς ἀνθρωπότητος ὅλης. Συγχρόνως ὅμως προσφέρεται καί ἡ λύση αὐτοῦ τοῦ δράματος. Εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς συνεργασίας τοῦ μετανοοῦντος ἁμαρτωλοῦ μέ τήν ἀγάπη τοῦ πολυεύσπλαγχνου Θεοῦ. ᾿Επιγραμματικά θά λέγαμε ὅτι στήν περιπέτεια τοῦ ἀσώτου διακρίνονται οἱ ἑξῆς τέσσερις σταθμοί· ἀποστασία - καταστροφή, ἐπιστροφή - σωτηρία.
 Γράφτηκε χαρακτηριστικά· «Βάλτε ἀπό τό ἕνα μέρος τῆς πλάστιγγας ὅλα ὅσα ὁ Κομφούκιος, ὁ Βούδδας, ὁ Ζωροάστρης, καί ὁ Σωκράτης ἔγραψαν ἤ εἶπαν, βάλτε ἀπό τό ἄλλο μέρος μόνη τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, καί θά δεῖτε ποῦ θά βαρύνει ἡ πλάστιγγα. ῾Η παραβολή αὐτή εἶναι ἡ θεία προσαρμογή στίς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου». Διακεκριμένος κριτικός τῆς λογοτεχνίας συγκρίνοντας τήν παραβολή μέ τά ἀριστουργήματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας καταλήγει στό συμπέρασμα· «᾿Από λογοτεχνικῆς ὑπεροχῆς αὐτή ἡ ἀφήγηση εἶναι ἀνυπέρβλητη. Τίποτε πιό ἁπλό, πιό ἀληθινό, πιό ρωμαλέο δέν θά μποροῦσε νά βρεθεῖ μεταξύ τῶν πιό διάσημων κομματιῶν τῆς ἑλληνικῆς κλασικῆς λογοτεχνίας. Πρόκειται γιά μία συγκλονιστική τραγωδία συμφιλίωσης».
 ῾Η παραβολή ἀπαρτίζεται ἀπό δύο μέρη. Τό πρῶτο (στ. 11-24) παρουσιάζει τόν ἄσωτο υἱό καί τήν ἐπιστροφή του στίς ἑξῆς πέντε σκηνές·
 α) ᾿Αναχώρηση ἀπό τό πατρικό σπίτι - ἁμαρτία (στ. 11-13)
 β) ᾿Αθλιότης - τιμωρία (στ. 14-16) 
 γ) Μετάνοια (στ. 17-19)
 δ) ᾿Επιστροφή στό σπίτι τοῦ πατέρα (στ. 20-21)
 ε) ᾿Αποκατάσταση - συγχώρηση καί δικαίωση (στ. 22-24).
 Τό δεύτερο μέρος τῆς παραβολῆς ἀναφέρεται στόν πρεσβύτερο υἱό, πού ἀποδείχθηκε γογγυστής (στ. 25-32). Διακρίνονται δύο σκηνές·
 α) ῾Η συζήτηση τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ μέ τόν δοῦλο (στ. 25-28)
 β) ῾Η συζήτηση μέ τόν πατέρα του (στ. 29-32). 

 

15,11-12. Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς, καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.
 ᾿Από τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο εἰσάγεται ἡ παραβολή, εἶπε δέ, δέν εἶναι δυνατό νά προσδιορισθεῖ ἄν λέχθηκε ἀμέσως μετά τίς δύο προηγούμενες ἤ σέ κάποια ἄλλη περίσταση. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ἀπευθύνεται, ὅπως καί ἐκεῖνες, τόσο στούς ἁμαρτωλούς ὅσο καί στούς γογγυστές φαρισαίους καί γραμματεῖς. ᾿Ακόμη καί ἄν ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε τήν παραβολή σέ διαφορετικό τόπο καί χρόνο, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ὡς συστηματικός ἱστορικός εὔστοχα τήν παραθέτει ἐδῶ, ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ κοινοῦ νοήματος.
 ῾Η παραβολή διηγεῖται ὅτι κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. ῾Ο νεώτερος εἶπε στόν πατέρα του· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Ζητᾶ νά τοῦ δοθεῖ τό μερίδιο τῆς πατρικῆς περιουσίας πού τοῦ ἀνήκει. Σύμφωνα μέ τόν νόμο, κάθε πρωτότοκος δικαιοῦνταν διπλό μερίδιο (βλ. Δε 21,17)· ἑπομένως στόν νεώτερο γιό τῆς παραβολῆς ἀνῆκε τό 1/3 τῆς περιουσίας. Συνήθως ὁ πρωτότοκος κληρονομοῦσε τό πατρικό σπίτι καί τούς ἀγρούς. Τά ἄλλα ἀδέλφια ἔπαιρναν σέ χρῆμα τό μερίδιό τους. Μέ αὐτό μποροῦσαν νά ἐμπορευθοῦν, νά ἀγοράσουν δικά τους κτήματα, νά συνάψουν γάμο καί γενικά νά ὀργανώσουν τήν ζωή τους. Εἶχε, λοιπόν, τό δικαίωμα ὁ νεώτερος γιός νά ζητήσει τό μερίδιο τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς. ῞Οπως δείχνει ὅμως ὁ αὐθάδης τρόπος μέ τόν ὁποῖο τό ἀπαιτεῖ καί ἡ σπάταλη διαχείρισή του στήν συνέχεια, δέν ἔκανε καλή χρήση αὐτοῦ τοῦ δικαιώματος.
 ῾Ο πατέρας διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον, τούς μοίρασε τήν περιουσία του. Μέ μακροθυμία ἀντιμετώπισε τήν θρασύτητα τοῦ γιοῦ του καί, σεβόμενος τό δικαίωμα καί τήν ἐλευθερία του, ἱκανοποίησε τό αἴτημά του. ᾿Αναμφίβολα, θά τόν συμβούλευσε ποιό ἦταν τό συμφέρον του. Δέν θέλησε, ὡστόσο, αὐταρχικά νά τόν ἐμποδίσει ἀπό ὁποιαδήποτε ἐνέργεια. Χρησιμοποιεῖ τήν ἀγωγή τῆς ἐλευθερίας καί ὄχι τήν διαταγή τῆς κυριαρχίας. Καταλάβαινε, ἐξάλλου, ὅτι ὁ γιός του, τυφλωμένος ἀπό τόν ἐγωισμό καί τήν ἔπαρσή του, δέν ἦταν σέ θέση νά ἀποδεχθεῖ καμία πατρική συμβουλή. Τό μόνο πού θά μποροῦσε πλέον νά τόν συνετίσει ἦταν ἡ ἔμπυρη ἐμπειρία. Μέ πόνο, λοιπόν, ὁ πατέρας προχώρησε στήν μοιρασιά τῆς περιουσίας του.

15,13. Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
 
῾Η καλωσύνη τοῦ πατέρα δέν συγκίνησε τόν νέο. ῾Ο οἶστρος γιά ἀνεξαρτησία τόν εἶχε κυριεύσει. Δέν τόν ἄφηνε νά δεῖ πόσο ἀληθινά σεβόταν τήν ἐλευθερία του ἡ πατρική ἀγάπη. Μόλις πῆρε σέ χρῆμα τό μερίδιο τῆς περιουσίας, μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας, πρίν περάσουν πολλές ἡμέρες, διότι δέν ἄντεχε περισσότερο νά περιμένει, συναγαγὼν ἅπαντα, μάζεψε ὅλα του τά ὑπάρχοντα, δίχως νά ἀποκρύψει ὅτι σκόπευε νά μήν ξαναγυρίσει, καί ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, ἔφυγε σέ χώρα μακρινή. ῎Ηθελε τό γρηγορώτερο νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν πατρική ἐπίβλεψη, ὥστε ἀδέσμευτος νά ἀπολαμβάνει τίς ἀθέμιτες ἡδονές πού τόν ἔθελγαν.
 ᾿Ενῶ ὅμως ξεκόπηκε ἀπό τόν πατέρα του κυνηγώντας τήν ἐλευθερία, παρασύρθηκε στήν ἀσυδοσία καί βρέθηκε δέσμιος στά πλοκάμια τῆς ἁμαρτίας. ᾿Επιγραμματικά ἀλλά καί πολύ παραστατικά περιγράφει ἡ εὐαγγελική διήγηση τήν ζωή τοῦ νεώτερου γιοῦ στήν χώρα τῆς ἀποστασίας· διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως, σκόρπισε ὅλη του τήν περιουσία σέ μία ζωή ἄσωτη, σπατάλησε τά ὑπάρχοντά του καί τά νιάτα του στήν ἀκολασία. ῾Η ἄσωτη, ἡ ἀκόλαστη ζωή του πρόβαλε τήν ἀφροσύνη του καί προσέβαλε τήν ὑπόληψη τοῦ ἀγαθοῦ πατέρα (βλ. Πρμ 28,7· «φυλάσσει νόμον υἱὸς συνετός, ὃς δὲ ποιμαίνει ἀσωτίαν ἀτιμάζει πατέρα»).
 ᾿Εφαρμόζοντας τήν παραβολή στήν πραγματικότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει· «῞Οταν ἁμαρτάνουμε, φεύγουμε ἀπό τόν Θεό, δραπετεύουμε, ἀπομακρυνόμαστε σέ ξένη γῆ, ὅπως ἐκεῖνος πού κατέφαγε τά ὑπάρχοντα τοῦ πατέρα του φεύγοντας σέ ξένη γῆ, πού κατανάλωσε ὅλη τήν πατρική περιουσία καί ζοῦσε στόν λιμό». Καί ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος διδάσκαλος ποιά εἶναι ἡ δική μας περιουσία, τήν ὁποία μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος· «Μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τίς ἁμαρτίες, μᾶς χάρισε δύναμη, ἰσχύ γιά νά ἐργαζόμαστε τήν ἀρετή, μᾶς χάρισε προθυμία, ὑπομονή, μέ τό βάπτισμα μᾶς χάρισε Πνεῦμα ἅγιο· ἄν αὐτά τά ξοδέψουμε, θά βρεθοῦμε σέ λιμό».
 

15,14. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
 ῾Η ζωή τῆς ἀσωτίας δέν μποροῦσε νά εἶναι ἀπεριόριστη, ὅπως ἴσως φανταζόταν ὁ νέος. Δύο παράγοντες, ἀναμενόμενος ὁ ἕνας (σπατάλη), ἀπροσδόκητος ὁ ἄλλος (λιμός), τήν ἀνέκοψαν· δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα, ὅταν ξοδεύτηκαν ὅλα τά πλούτη του, ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, ἔπεσε πεῖνα μεγάλη στήν περιοχή ἐκείνη, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι, ἄρχισε νά ὑπομένει στερήσεις. Μέσα στό κυνήγι καί στήν μέθη τῶν ἡδονῶν δέν προνόησε ἀσφαλῶς γιά τήν δύσκολη ὥρα. ῾Ο ἄσωτος νέος ὁδηγήθηκε σέ μεγάλη δυστυχία καί ἀθλιότητα. Τό ὄνειρο πού ἔπλαθε ἐγκαταλείποντας τό πατρικό του σπίτι γιά μία ζωή εὐτυχισμένη μέσα σέ ἀπολαύσεις πολύ σύντομα ἔσβησε.
 

15,15. Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
 Μέσα στήν ἀπόγνωσή του ὁ νέος πορευθείς, ἀφοῦ περιπλανήθηκε ἴσως πολύ ζητώντας βοήθεια, ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, ἐπίμονα καί φορτικά παρακάλεσε νά τόν κρατήσει στήν δούλεψή του κάποιος ἀπό τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Αὐτός πού ἔφυγε ἀπό τό σπίτι του, ἐπειδή δέν ἤθελε νά ὑπακούει στόν πατέρα του, σάν παράσιτο προσκολλᾶται σέ ἕναν ξένο καί τόν ἱκετεύει νά τόν δεχθεῖ στήν δούλεψή του! ῞Ολοι ἐκεῖνοι πού τόν περικύκλωναν καί τοῦ ἔκαναν τόν φίλο, ὅταν μποροῦσαν νά ροκανίζουν τήν περιουσία τοῦ πατέρα του, τώρα πού δέν εἶχαν νά πάρουν τίποτε ἀπό αὐτόν τόν ἐγκατέλειψαν ἐπιβεβαιώνοντας μέ τήν συμπεριφορά τους ὅτι «τῶν εὐτυχούντων πάντες φίλοι, τῶν δυστυχούντων οὐδείς». Πραγματοποιήθηκε καί στήν δική του περίπτωση τό ἀρχαῖο γνωμικό· «ζεῖ (=βράζει) χύτρα, ζῆ φιλία».
 Πόση καταφρόνια τοῦ ἔδειξε ὁ ἄγνωστός του ἀλλοεθνής, φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι, ἐπειδή ἴσως δέν μποροῦσε νά ἀνεχθεῖ οὔτε τήν θέα του, ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Τό νά γίνει κάποιος χοιροβοσκός ἦταν μεγάλος ἐξευτελισμός, ἰδιαίτερα γιά ἕναν ῾Εβραῖο. Κατά τόν μωσαϊκό νόμο οἱ χοῖροι ἦταν ἀκάθαρτα ζῶα -μέ τήν νομική ἔννοια- γι᾿ αὐτό ἡ κατανάλωση χοιρινοῦ κρέατος ἀπαγορευόταν (βλ. Λε 11,7· Δε 14,8)· οἱ πιστοί ᾿Ιουδαῖοι ἀπέφευγαν ἀκόμη καί νά ὀνομάσουν τόν χοῖρο, ζῶο τόσο βδελυρό γι᾿ αὐτούς. ῾Ο Κύριος χρησιμοποιώντας τήν εἰκόνα αὐτή προκάλεσε, ἀναμφίβολα, τόν ἀποτροπιασμό στίς καρδιές τῶν ἀκροατῶν του.
 

15,16. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.
 
Οἱ χοῖροι τούς ὁποίους ἔβοσκε ὁ ἄσωτος βρίσκονταν σέ καλύτερη θέση ἀπό τόν ἴδιο. ᾿Εκεῖνοι συμπλήρωναν τήν βοσκή τους μέ τά ξυλοκέρατα πού τούς ἔδινε τό ἀφεντικό καί ἦταν χορτάτοι. Τοῦ ἀσώτου ὅμως δέν τοῦ ἔφθανε γιά νά χορτάσει τήν πεῖνα του ἡ λιγοστή τροφή πού ἔπαιρνε ὡς ἀμοιβή. Ταλαίπωρος καί πειναλέος ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ, ἐπιθυμοῦσε νά γεμίσει τήν κοιλιά του· πολύ χαρακτηριστική ἔκφραση γιά κάποιον πού ὑποφέρει ἀπό τήν πεῖνα καί δέν ἐνδιαφέρεται οὔτε γιά τήν ποιότητα οὔτε γιά τήν ποσότητα τῆς τροφῆς του. ῾Ο ἄσωτος λαχταροῦσε νά γεμίσει τό ἄδειο στομάχι του μέ τά ξυλοκέρατα (χαρούπια), τροφή κατάλληλη γιά χοίρους καί ὄχι γιά ἀνθρώπους. ᾿Εντούτοις, οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ, κανείς ἀπό τούς ὑπαλλήλους, πού ἦταν ὑπεύθυνοι γιά τήν διανομή τῆς τροφῆς στούς χοίρους, δέν τοῦ ἔδινε ξυλοκέρατα, γιά νά μήν τά στερήσει ἀπό τά ζῶα· ἐκεῖνα θεωροῦνταν πιό πολύτιμα ἀπό αὐτόν. Δέν στερήθηκε μόνο τήν περιουσία του, τήν ἐλευθερία, τούς φίλους, τήν τιμή του, ἀλλά ἀκόμη καί τήν τροφή τῶν χοίρων πού ἐπιθύμησε! Πλήρωσε, πράγματι, πολύ ἀκριβά τό ἀντίτιμο γιά τήν πρώτη λιγοστή «ἀπόλαυση» τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς του.
 

15,17. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!
 ῾Η σκληρή πραγματικότητα στήν ὁποία βρέθηκε ὁ φυγάς μακριά ἀπό τό πατρικό σπίτι τόν ἀφύπνισε. ῾Η κακοπάθεια τόν συνέτισε. ᾿Ανάνηψε ἀπό τήν μέθη τῆς ἁμαρτίας καί ἀντιλήφθηκε τήν κατάστασή του. 
 ᾿Ελπιδοφόρο τό μήνυμα γιά κάθε παραστρατημένη ψυχή καί γιά τήν σύγχρονη ἀνθρωπότητα, τήν ἀποστατημένη καί ἀλλοτριωμένη ἀπό τόν Θεό. ῾Η ἴδια ἡ ἁμαρτία καί ἡ διαφθορά, πού φέρνει τόν ἄνθρωπο σέ ἀδιέξοδο, μπορεῖ νά γίνει ὁ πειστικός δάσκαλος καί ὁδηγός του γιά τήν μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή. «Μεγάλη τῶν κερατίων ἡ πειστικότης», κατά τήν ἀποφθεγματική διατύπωση τοῦ μακαριστοῦ ᾿Αλ. Τσιριντάνη.
 ῾Η ἔκφραση εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν ὑποδηλώνει ἔμμεσα ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἕνα εἶδος τρέλλας. Σημαίνει ὅτι ὁ ἄσωτος υἱός συνῆλθε, «ἦλθε στά συγκαλά του».
 ῾Η ἀνάμνηση τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ καί τῆς εὐημερίας πού κυριαρχοῦσε σ᾿ αὐτό ὠθεῖ τόν ἄσωτο νά συνειδητοποιήσει ἐντονώτερα τήν ἄθλια κατάστασή του (πρβλ. ᾿Απ 2,5). ᾿Αναλογίζεται· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! Βρισκόταν σέ πολύ χειρότερη θέση ἀπ᾿ ὅ,τι οἱ μισθωτοί ἐργάτες τοῦ πατέρα του. ᾿Εκεῖνοι εἶχαν τουλάχιστον περίσσια τροφή, ἐνῶ αὐτός πεθαίνει ἀπό τήν πεῖνα. ῾Η ἀντίθεση προβάλλει πολύ ζωηρά τήν ἔσχατη κατάπτωσή του.
 

15,18. ᾿Αναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου.
 Οἱ συμφορές στίς ὁποῖες ἡ ἁμαρτία ἔρριξε τόν ἄσωτο -φτώχεια, πεῖνα, ἐγκατάλειψη- εἶχαν εὐεργετική ἐπίδραση· τόν ἔφεραν σέ συναίσθηση. ῾Η νοσταλγία τῆς πατρικῆς ἑστίας θά τόν ὁδηγήσει στόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. ῎Εχει πεποίθηση στήν μακροθυμία τοῦ πατέρα διότι τήν εἶχε γευθεῖ πολλές φορές, ἀκόμη καί τήν τελευταία στιγμή τῆς φυγῆς του. Πῆρε, πράγματι, τήν ἡρωική ἀπόφαση· ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου. ῾Ο τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐκφράζεται ὑποδηλώνει ὅτι μέσα του συντελέσθηκε ἡ ἀνάσταση ἀπό τόν πνευματικό θάνατο τῆς ἁμαρτίας. ῎Ετσι ἐνθαρρύνεται καί ὠθεῖται στήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεών του μέ τόν πατέρα.
 Σωτήριος ἀποδείχθηκε ὁ λόγος τοῦ ἀσώτου πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου, ἐπειδή συνοδευόταν ἀπό τήν ἀνάλογη πράξη. Γράφει σχετικά ὁ ἅγιος Χρυσόστομος· «῾Ο λόγος αὐτός τοῦ ἔφερε ὅλα τά ἀγαθά· ἤ μᾶλλον ὄχι ἁπλῶς ὁ λόγος, ἀλλά τό ἔργο πού προστέθηκε στόν λόγο. Δέν εἶπε ὁ ἄσωτος “θά ἐπανέλθω” καί ἔμεινε, ἀλλά εἶπε “θά ἐπανέλθω” καί ἐπανῆλθε, καί περπάτησε ὅλον ἐκεῖνο τόν δρόμο. ῎Ετσι νά κάνουμε καί ἐμεῖς», προτρέπει ὁ ἅγιος διδάσκαλος. «... ῾Η ἁμαρτία μᾶς ἀπομάκρυνε ἀπό τό σπίτι τοῦ πατέρα. ῎Ας τήν ἀφήσουμε, λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε γρήγορα στό πατρικό σπίτι. Εἶναι, ἀναμφίβολα, φιλόστοργος ὁ πατέρας καί ἄν ἀλλάξουμε ζωή, θά μᾶς ἀγαπήσει ὄχι λιγώτερο ἀπό αὐτούς πού εὐδοκιμοῦν, ἀλλά καί πολύ περισσότερο».
 ῾Ο ἄσωτος ἀποφασίζει νά ἐπιστρέψει στόν πατέρα του καί νά ἐξομολογηθεῖ τήν ἐνοχή του χωρίς δικαιολογίες. Θά τοῦ πεῖ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Συναισθάνεται ὅτι ἡ ἁμαρτία του δέν λύπησε μόνο τόν πατέρα του, τόν ὁποῖο πλήγωσε καί προσέβαλε μέ τήν ἀπρεπῆ συμπεριφορά του. Πρωτίστως λύπησε τόν ἴδιο τόν Θεό· αὐτό σημαίνει ἡ φράση εἰς τὸν οὐρανόν, διότι κατά τήν ἑβραϊκή νοοτροπία τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀπρόφερτο. Κάθε ἁμαρτία προσβάλλει καί λυπεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό, ὅπως ὁμολογεῖ καί ὁ ψαλμωδός Δαυΐδ· «σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα» (Ψα 50,6).

 15,19. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
 ῾Η συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος γεννᾶ στήν ψυχή ταπεινό φρόνημα. ῾Ο ἄσωτος, ἐνῶ τόν προηγούμενο καιρό δέν δίσταζε νά ἐκφράζεται στόν πατέρα του μέ ἐγωισμό καί αὐθάδεια, νιώθει πλέον ἀνάξιος νά ὀνομάζεται γιός ἑνός τέτοιου πατέρα· πρόδωσε τήν ἀγάπη του, σπατάλησε τήν περιουσία του, ντρόπιασε τήν τιμή του. ᾿Αναγνωρίζει ὅτι ἡ διαγωγή του ἦταν ἐντελῶς ἀνάρμοστη. Εἶναι ἀποφασισμένος νά ὁμολογήσει· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. ᾿Ελπίζει, βέβαια, στόν συγγενικό τους δεσμό, γι᾿ αὐτό καί ἀποτολμᾶ τήν ἐπιστροφή. Παραδέχεται ὅμως ὅτι δέν δικαιοῦται τό ἐλάχιστο προνόμιο οὔτε κἄν νά φέρει τό πρῶτο του ὄνομα οὔτε καί τήν μόνιμη διαμονή στό σπίτι. Θά ζητήσει ἱκετευτικά ἀπό τόν πατέρα του· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου, δέξου με ὡς ἕνα ξένο μισθωτό ἐργάτη. Πόσο ἀλλιώτικα λειτουργεῖ ὁ ἄσωτος νέος μετά τήν μετάνοιά του! Τοῦ φαινόταν ἀνυπόφορα δεσμευτική ἡ παρουσία καί ἡ κάθε νουθεσία τοῦ πατέρα του, τώρα ἐπιθυμεῖ νά μείνει κοντά του ὑποτασσόμενος δουλικά σέ ὅλα τά προστάγματά του.
 

15,20. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ῎Ετι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
 ῾Ο ἄσωτος πραγματοποιεῖ τήν ἀπόφασή του· καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· ἡ ἐπανάληψη τῆς μετοχῆς (βλ. στ. 18) τῆς προσδίδει ἰδιαίτερη βαρύτητα. ᾿Αναστημένος πνευματικά, ἀναστήθηκε, σηκώθηκε ἀπό «τοῦ πτώματος τῆς ἁμαρτίας», ἐγκατέλειψε τήν ἁμαρτία καί στήριξε τό βλέμμα του σταθερά πρός μία κατεύθυνση, πρός τό πατρικό του σπίτι. Δέν ἄφησε νά τόν καταβάλει ἡ ἀπόγνωση. Δέν μπόρεσε νά ἀσκήσει πάνω του πλέον καμία ἕλξη ἡ ζωή τῆς ἡδονῆς. Τήν ἀποφασιστική στιγμή τῆς μετανοίας του τήν συνεχίζει μέ ἀποφασιστική ζωή μετανοίας. ᾿Επάξια ἡ ᾿Εκκλησία μας προβάλλει τόν ἄσωτο υἱό ὡς παράδειγμα μετανοίας καί διαβάζει τήν παραβολή αὐτή ὡς εὐαγγελική περικοπή κατά τήν δεύτερη Κυριακή τοῦ Τριωδίου.
 ῾Η ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου παιδιοῦ βρίσκει ἤδη ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά τοῦ στοργικοῦ πατέρα. Συγκλονιστικά ἀπεικονίζεται ἡ ἀγαθότητα καί εὐσπλαγχνία του στόν στίχο αὐτό καί στούς ἑπόμενους. Σύμφωνα μέ τόν νόμο, ὁ πατέρας εἶχε δικαίωμα νά παραδώσει γιά λιθοβολισμό τόν ἀνυπάκουο καί ἄσωτο υἱό του (βλ. Δε 21,18-21). ᾿Εντούτοις, ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ· τόν διέκρινε, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, κάτι πού φανερώνει ὅτι ἀπό καιρό περίμενε μέ λαχτάρα τήν ἐπιστροφή του. Μποροῦμε νά ὑποθέσουμε ὅτι καθημερινά πολλές φορές θά τόν ἀναζητοῦσε ἐναγώνια μέ τό βλέμμα του στό βάθος τοῦ δρόμου. ῾Η ἀγάπη τοῦ πατέρα κρατοῦσε ἄσβηστη στήν καρδιά του τήν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ παιδιοῦ (πρβλ. Τωβίτ 11,5ἑ). ῎Ετσι, τήν ἡμέρα ἐκείνη, παρά τήν ἀπόσταση καί παρ᾿ ὅτι ὁ νέος εἶχε καταντήσει ἀγνώριστος -ἕνας φτωχός χοιροβοσκός, βρώμικος, ρακένδυτος, ταλαιπωρημένος, ἐξασθενημένος ἀπό τήν πεῖνα, κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία-, τόν ἀναγνώρισε. Μόλις τόν εἶδε, ἐσπλαγχνίσθη· ταράχτηκαν τά σπλάγχνα του, πόνεσε γιά τό οἰκτρό κατάντημα τοῦ παιδιοῦ του.
 Λιτά ἀλλά πολύ ζωηρά περιγράφεται ἡ στοργή τοῦ φιλεύσπλαγχνου πατέρα· δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. ᾿Από τήν ὑπερβολική του χαρά καί τήν σφοδρή του ἀγάπη ξέχασε καί τήν ἡλικία του ἀκόμη· τρέχει, σάν νά ἦταν στά χρόνια τῆς νιότης του, καί πέφτει αὐτός πρῶτος στόν τράχηλο τοῦ παιδιοῦ του γεμίζοντάς το μέ φιλιά. Δέν ὀνειδίζει τόν ἄσωτο νέο, δέν τόν ἐπιπλήττει, δέν ἀπειλεῖ μέ τιμωρίες· οὔτε κἄν περιμένει νά ἐκφράσει ἐκεῖνος τήν μετάνοιά του. Τοῦ δείχνει μέ τόν τρόπο αὐτό ὅτι τόν συγχωρεῖ καί τόν καλοδέχεται στό σπιτικό του. Τά μεγάλα συναισθήματα ἐκφράζονται χωρίς λόγια.
 

15,21. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
 ῾Ο ἄσωτος κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του, ὁμολογεῖ τό σφάλμα του. ῾Η στοργική ὑποδοχή τοῦ πατέρα δέν τόν ἐμποδίζει νά μιλήσει μέ συντριβή καί νά δηλώσει τήν μετάνοιά του. ῾Η πατρική εὐσπλαγχνία κάνει τόν ἄσωτο νά πονᾶ περισσότερο γιά τήν πτώση του· αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ὁμολογήσει εἰλικρινά τήν ἁμαρτία του. Τοῦτο ἀποτελεῖ δεῖγμα ἀληθινῆς μετανοίας καί βαθειᾶς εὐγνωμοσύνης.
 Δέν ἀκούγεται, βέβαια, τό «ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (στ. 19), πού εἶχε σκεφθεῖ νά πεῖ ὁ ἄσωτος. ῾Ο στοργικός πατέρας δέν τόν ἄφησε νά τελειώσει τήν πρότασή του· ἔσπευσε νά τόν ἀποκαταστήσει στήν θέση τοῦ ἄρχοντα ὡς παιδί του ἀγαπημένο.
 

15,22. Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας.
 ῾Ο πατέρας ἀποκαθιστᾶ τόν ἄσωτο στήν πρώτη του ἐξουσία, στήν θέση τοῦ γνήσιου υἱοῦ του. Προστάζει τούς δούλους του· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην, τό μακρύ καί μεγαλόπρεπο ροῦχο, τήν πιό ἐπίσημη ἐνδυμασία, καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, νά τοῦ τήν φορέσετε, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ, βάλτε στό χέρι του δαχτυλίδι, κόσμημα τῶν ἐλεύθερων καί εὔπορων ἀνθρώπων· μέ τό δαχτυλίδι τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ ἄρχοντες σφράγιζαν τά διάφορα ἔγγραφα (βλ. ᾿Ια 2,2). ᾿Ακόμη, δῶστε του καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, τά ὁποῖα φοροῦσαν κατά τήν ἀρχαιότητα μόνον οἱ ἐλεύθεροι πολῖτες, ἐνῶ οἱ δοῦλοι περπατοῦσαν ξυπόλητοι.
 

15,23. καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν.
 ῾Η ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου εἶναι τό πιό σημαντικό γεγονός γιά τόν πατέρα. ῾Η εὐτυχία του ἔφθασε στό ἀποκορύφωμά της. Δέν περίμενε ἄλλη χαρά μεγαλύτερη ἀπό αὐτήν. Τώρα, λέει στούς δούλους του, φέρτε καί σφάξτε τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, τό θρεφτάρι, μοσχάρι πού καλοτάιζε ἡ οἰκογένεια γιά κάποια ἐξαιρετικά χαρμόσυνη περίσταση. Στρῶστε τραπέζι γιορταστικό καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν· τήν ἀγαλλίαση τῆς καρδιᾶς νά συνοδεύσει ἡ εὐφροσύνη τοῦ σώματος ἀπό τήν εὐωχία καί τά πλούσια φαγητά. Αὐθόρμητα συγκρίνει κανείς αὐτό τό ἀρχοντικό οἰκογενειακό συμπόσιο μέ τά ξυλοκέρατα πού λαχταροῦσε ὁ ἄσωτος, ὅταν ἔβοσκε τά γουρούνια. Τί τοῦ χαρίζει ἡ φιλόστοργη ἀγάπη τοῦ πατέρα!
 

15,24. ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
 Σέ κάθε ἐποχή καί τόπο συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι νά ἐκδηλώνουν αὐθόρμητα τήν χαρά τους μέ μουσικά ἀκούσματα. ῞Οταν ζοῦν μία ἔντονη συγκίνηση συνθέτουν τραγούδια κατάλληλα γιά τήν περίσταση. ῞Ενα τέτοιο αὐτοσχέδιο τραγούδι μοιάζει νά εἶναι αὐτός ὁ ρυθμικός στίχος. ᾿Εκφράζει λυρικά τήν χαρά καί τήν συγκίνηση τοῦ πατέρα γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου, γιά τήν ὁποία πανηγυρίζει ὅλο τό σπίτι. Φαίνεται ὅτι ὁ στίχος ἐπαναλαμβανόταν στό γλέντι σάν ἐπωδός (πρβλ. στ. 32) μέ τήν συνοδεία μουσικῶν ὀργάνων (βλ. στ. 25).
 Τό πρῶτο ἡμιστίχιο οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε ἀναφέρεται στήν ἠθική νέκρωση, ὅπου ὁδήγησε τόν ἄσωτο ἡ ἁμαρτία, καί στήν ἀνάσταση, πού τοῦ χάρισε ἡ μετάνοια. Ταυτόχρονα ὅμως τονίζει τό φοβερό δρᾶμα καί τήν ἀνεκλάλητη χαρά πού ἔζησε προσωπικά ὁ πατέρας μέ τήν ἀπουσία καί τήν ἐπιστροφή ἀντίστοιχα τοῦ παιδιοῦ του. ῾Η φράση ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη, παράλληλη πρός τήν προηγούμενη, ἔχει τό ἴδιο νόημα καί, ἐπιπλέον, παραπέμπει στίς δύο προηγούμενες παραβολές.
 

15,25. ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν.
 Στήν ἀπέραντη φιλευσπλαγχνία τοῦ στοργικοῦ πατέρα ἀντιπαρατίθεται ἡ ἄσπλαγχνη μικροπρέπεια, ἡ ζηλότυπη καί ἐγωιστική συμπεριφορά τοῦ πρεσβύτερου ἀδελφοῦ. Αὐτός βρισκόταν ἐν ἀγρῷ, δηλαδή ἐκτός πόλεως, στήν ἐξοχή ἤ στήν ἐπαρχία. Πιθανόν νά ἀπουσίαζε μερικές μέρες ἀπό τό σπίτι εἴτε διότι βρισκόταν στό ὕπαιθρο γιά διάφορες ἐργασίες εἴτε διότι εἶχε πάει σέ κάποιο χωριό ἤ κωμόπολη τῆς περιοχῆς γιά κάποιες ὑποθέσεις.
 Πλησιάζοντας στό σπίτι του ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν· ἡ μουσική καί οἱ χοροί συνηθίζονταν σέ συμπόσια ἐπίσημα καί μεγάλες χαρές (πρβλ. ῎Εξ 15,20· Β´ Βα 6,14).
 

15,26-27. καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.
 Παραξενεύθηκε ὁ πρεσβύτερος υἱός γιά τό ἔκτακτο καί ἀπρογραμμάτιστο συμπόσιο πού ἀντιλήφθηκε νά γίνεται στό σπίτι του. Κάλεσε, λοιπόν, ἕνα τῶν παίδων, ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες, καί ἐπυνθάνετο, ρωτοῦσε νά μάθει, τί εἴη ταῦτα, τί σήμαιναν αὐτά πού ἄκουγε. ᾿Ενδεικτικό τοῦ μεγάλου πλούτου τοῦ πατέρα εἶναι τό γεγονός ὅτι ἀναφέρονται τρία εἴδη ὑπηρετικοῦ προσωπικοῦ· μίσθιοι (στ. 17. 19), δοῦλοι (στ. 22) καί παῖδες (στ. 26).
 ῾Ο δοῦλος ἐνημερώνει τόν πρεσβύτερο ἀδελφό ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, ἔχει ἔλθει ὁ ἀδελφός σου. Γι᾿ αὐτό τό εὐφρόσυνο γεγονός ὁ πατέρας ἔσφαξε τό θρεφτό μοσχάρι. Πανηγυρίζει ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν, ξαναβρῆκε γερό τό παιδί του.

 15,28. ᾿Ωργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ῾Ο οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.
 ῾Η ἀπάντηση ἐξοργίζει τόσο πολύ τόν πρεσβύτερο ἀδελφό, ὥστε δέν ἤθελε κἄν νά μπεῖ στό σπίτι· ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ῾Η ἀντίδρασή του φανερώνει τήν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς του, τόν πληγωμένο ἐγωισμό καί τόν φαρμακερό φθόνο του. ῞Οπως τονίζεται καί στίς δύο προηγούμενες παραβολές, τοῦ χαμένου προβάτου καί τῆς χαμένης δραχμῆς, ἡ εὕρεση τοῦ χαμένου γίνεται ἀφορμή χαρᾶς ὄχι μόνο γιά τούς ἀνθρώπους ἀλλά καί γιά τόν Θεό (στ. 7) καί γιά τούς ἀγγέλους (στ. 10). ῾Ο μεγάλος γιός ὄφειλε νά χαρεῖ, αὐτός ὅμως ἀρνεῖται νά συμμετάσχει στήν χαρά τῆς σωτηρίας τοῦ ἀδελφοῦ του.
 ῾Ο πατέρας δείχνει καί στόν πρωτότοκο γιό τήν εὐσπλαγχνία του· ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ῎Αφησε τό συμπόσιο καί βγῆκε ἔξω. ῞Οπως ἔτρεξε νά προϋπαντήσει τόν ἄσωτο, μέ τήν ἴδια ἀγάπη σπεύδει νά νουθετήσει τόν πρεσβύτερο ἀδελφό. Παραβλέπει μέ ἀνεξικακία τήν ἐμπάθειά του καί τόν παρακαλεῖ ἐπίμονα νά μή μείνει ἀμέτοχος στήν οἰκογενειακή τους εὐτυχία. «῾Ως φιλόπαις καὶ σοφός, καὶ τὸν ἐπιστρέψαντα τιμᾷ, καὶ τὸν μείναντα παρακαλεῖ», παρατηρεῖ ὁ Ζιγαβηνός. ῎Ετσι καί ὁ φιλεύσπλαγχνος Θεός, «ὁ τοὺς δικαίους ἀγαπῶν καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐλεῶν», ὅλους τούς φροντίζει καί σέ ὅλους δίνει εὐκαιρίες νά ζήσουν τήν ἀγάπη του, νά χαροῦν τίς εὐλογίες του.

 15,29-30. ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.
 ῾Ο πρεσβύτερος γιός ἐκφράζεται μέ θράσος καί ἀπαίτηση πρός τόν πατέρα του. Εἶναι πρόδηλη, ἐπίσης, ἡ ἀλαζονική ὑπεροχή πού αἰσθάνεται ἔναντι τοῦ νεώτερου ἀδελφοῦ του. Αὐτοεπαινεῖται γιά τήν ἐργασία τόσων χρόνων καί γιά τήν ἄμεμπτη διαγωγή του· παραπονεῖται ὅμως, διότι δέν ἀμείφθηκε ὅπως θά τοῦ ἄξιζε.
 Τά λόγια του φανερώνουν ὅτι τοῦ λείπει, ἀναμφίβολα, ὄχι μόνον ἡ ἀδελφική ἀγάπη ἀλλά καί ἡ υἱική φιλοστοργία. Μιλᾶ στόν πατέρα του σάν νά ἀπευθύνεται σέ ἕναν ξένο, σέ ἕνα σκληρό ἀφεντικό, πού χρόνια τόν ἐκμεταλλεύεται, ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι. Δέν ἦταν δοῦλος οὔτε μισθωτός. ῏Ηταν ὁ μεγάλος γιός τοῦ ἄρχοντα καί ἐλεύθερα ἐργαζόταν γιά τό εἰσόδημα τῆς οἰκογένειάς του. Καί ὅμως λέει δουλεύω σοι, γιά τό δικό σου συμφέρον. ᾿Αποστασιοποιεῖται καί ἀλλοτριώνεται ἀπό τόν πατέρα του.
 ᾿Ισχυρίζεται ἐπίσης ὅτι οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, δέν παρέβηκα ποτέ καμία ἐντολή σου. ῾Η αὐθάδειά του, ὡστόσο, καί ἡ πεισματική ἐμμονή στό θέλημά του δέν ταιριάζουν σέ εὐπειθῆ καί ὑπάκουο γιό.
 Διαμαρτύρεται, τέλος, ὅτι ἐνῶ αὐτός ἦταν ἄψογος, ὁ πατέρας του ποτέ δέν τοῦ ἔδωσε ἕνα κατσικάκι νά τό χαρεῖ μέ τούς φίλους του· ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ. ῾Η πρόταξη τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας εἶναι ἐμφατική καί ἀποκαλυπτική τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ του. ῾Ο μεγάλος γιός θέλει νά ὑπογραμμίσει τήν μεροληπτική συμπεριφορά τοῦ πατέρα πού ἀδικεῖ τόν ἴδιο ἐνῶ εὐνοεῖ τόν ἀδελφό του. Πίσω ἀπό αὐτή τήν ὑποτιθέμενη ἀδικία θέλει νά καλύψει τήν δική του κακία.
 Μέ περιφρόνηση καί ἀπαξίωση ἀναφέρεται στόν ἄσωτο ἀποφεύγοντας νά τόν ὀνομάσει ἀδελφό του, ὁ υἱός σου οὗτος· μέ ἀποστροφή πικρόχολη κάνει μνεία τῆς ἀκόλαστης ζωῆς του. Σκοπός του εἶναι νά τονίσει τήν δική του ἀκεραιότητα καί νά ὑπογραμμίσει τήν ἀδικία πού τοῦ γίνεται· ᾿Ενῶ αὐτός δούλευε πιστά στόν πατέρα του τόσα χρόνια, ὁ ἄλλος κατέφαγε τήν πατρική περιουσία σέ ἀθέμιτες ἡδονές. ᾿Ενῶ ποτέ σ᾿ αὐτόν δέν ἔδωσε ὁ πατέρας τό ἐλάχιστο δῶρο, γιά ἐκεῖνον, μόλις ἦλθε, ἔσφαξε τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅ,τι πιό ἐκλεκτό εἶχε.

 15,31-32. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν. Εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
 Πόσο παράλογα μιλᾶ ὁ πρεσβύτερος γιός, τυφλωμένος ἀπό τήν ὀργή καί τόν φθόνο του, φαίνεται ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ πατέρα. Μέ πραότητα καί καλωσύνη τοῦ ἀποκρίνεται. Μέ γλυκύτητα καί τρυφερότητα τόν προσφωνεῖ τέκνον, παρ᾿ ὅτι ἐκεῖνος οὔτε τόν ἀποκάλεσε πατέρα οὔτε τοῦ μίλησε μέ τόν ἀπαιτούμενο σεβασμό. Τοῦ ἐξηγεῖ· σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν. ᾿Εσύ δέν ἀπομακρύνθηκες ἀπό τήν πατρική ἀγκαλιά· ἤσουν πάντοτε κοντά μου καί μποροῦσες ἀνεμπόδιστα νά ἀπολαμβάνεις ὅλα τά ἀγαθά μου. ῎Αν δέν ἐκτίμησε τά προνόμια πού τοῦ ἐξασφάλιζε ἡ θέση του κοντά στόν πατέρα καί ἔνιωθε σάν δοῦλος καταδυναστευόμενος, ἦταν δικό του λάθος. ῾Η ὑποδοχή, ἐξάλλου, τοῦ ἀσώτου δέν σήμαινε ἀπόρριψη ἤ μείωση δική του. ῞Οσα παρατέθηκαν σ᾿ ἐκεῖνο τό συμπόσιο τῆς χαρᾶς σέ τίποτε δέν μείωναν τήν πατρική ἀγάπη πρός τό πρόσωπό του, μήτε τοῦ στεροῦσαν καί τά κεκτημένα δικαιώματά του.
 Εἶχε, ἑπομένως, χρέος ὡς μεγαλύτερος ἀδελφός νά χαρεῖ ὥς τά κατάβαθά του, εὐφρανθῆναι, καί νά ἐκδηλώσει τήν χαρά του, χαρῆναι, συμμετέχοντας στό συμπόσιο. Φιλόστοργα τονίζει ὁ πατέρας ὅτι δέν πρόκειται γιά τυχαῖο γεγονός ἀλλά γιά μία νεκρανάσταση, γιά τήν εὕρεση ἑνός χαμένου προσώπου, καί μάλιστα ὄχι ξένου ἀλλά τοῦ ἀδελφοῦ του. Δέν τόν ἐπιτιμᾶ μέ αὐστηρότητα, ἀλλά τοῦ προβάλλει λογικό ἐπιχείρημα· ὁ ἀδελφός σου οὗτος -ἀντιπαράθεση στό «ὁ υἱός σου οὗτος»- νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Μέ τά λόγια του αὐτά, ὁ φιλεύσπλαγχνος πατέρας, δηλώνει ὅτι ὁ ἄσωτος πού ἐπέστρεψε παίρνει στό πατρικό σπίτι τήν ἴδια θέση πού εἶχε καί πρίν τήν φυγή του. Τό ἁμαρτωλό του παρελθόν διαγράφεται καί δέν πρόκειται νά ἐπηρεάσει στό ἐλάχιστο τήν περαιτέρω ζωή του.
 ῾Η στάση τοῦ μεγάλου γιοῦ παραπέμπει, ἀναμφισβήτητα, στήν φαρισαϊκή νοοτροπία (βλ. στ. 2). Αὐτήν, ἐξάλλου, ἤθελε νά ἐλέγξει ὁ Κύριος καί μέ τίς τρεῖς παραβολές πού παρατίθενται στό κεφάλαιο αὐτό, ὅπως ἤδη φαίνεται ἀπό τήν ἀρχή (15,1ἑ). ῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πατέρα δέν ἐμποδίζεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί τῶν πιό διεφθαρμένων ἀνθρώπων. ᾿Αρκεῖ νά θελήσουν νά μετανοήσουν ἀληθινά καί ὁ Θεός τούς δέχεται, τούς ἀποδέχεται μέ ἀπέραντη ἀγάπη καί τούς ἀποκαθιστᾶ στήν πρώτη θέση. ῾Επομένως οἱ φαρισαῖοι ὀφείλουν νά ἀντιμετωπίζουν μέ χαρά τήν μεταστροφή τους καί νά τούς ἀναγνωρίζουν ὡς ἀδελφούς τους.
 Τελικά, μπῆκε στό σπίτι ὁ μεγάλος γιός, ἔλαβε μέρος στήν χαρά γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου ἤ ὄχι; Δέν διευκρινίζεται. Πιθανώτερο φαίνεται ὅτι ἐπέμεινε στήν ἄρνησή του. Σκόπιμα ὡστόσο, δέν λέγεται αὐτό ξεκάθαρα, ὥστε νά μένει περιθώριο γιά τήν μετάνοια καί ἐπιστροφή τῶν φαρισαίων. ῾Η περίπτωση τοῦ Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος ἐντάχθηκε στούς κρυφούς μαθητές τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀποτελεῖ ἕνα φωτεινό παράδειγμα. Σέ μία διαχρονική ἑρμηνεία ἡ παραβολή ἀφορᾶ ὄχι μόνο στούς φαρισαίους ἀλλά γενικά στούς ᾿Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι κλήθηκαν νά ἀποδεχθοῦν ἀδελφικά τά ἔθνη καί νά ἀποτελέσουν μαζί τους τήν μία οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, τήν ᾿Εκκλησία. ᾿Αφορᾶ, ἐπίσης, καί σέ κάθε αὐτοαποκαλούμενο δίκαιο, πού περιφρονεῖ καί ἐξουθενώνει ὁποιονδήποτε ἁμαρτωλό ὁ ὁποῖος ἐν μετανοίᾳ ἐπιστρέφει στό σπίτι τοῦ Πατέρα.

Στεργίου Σάκκου,
Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τ. Β΄, σελ. 322-340
Παρασκευή, 23 Φεβρουάριος 2024 02:00

Κυρ. Τελώνου καί Φαρισαίου Λκ 18,10-14

 telonis-farisaiosTήν προσευχή ἔχει ὡς θέμα καί ἡ ἀμέσως ἑπόμενη παραβολή, τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου. Στήν προηγούμενη, τήν παραβολή τοῦ ἀδίκου κριτοῦ, τονίζεται ἡ προσευχή μέ ἐπιμονή, ἐνῶ ἐδῶ ἡ προσευχή μέ συντριβή, τήν ὁποία ἐνσαρκώνει ἕνας τελώνης. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς φρόντισε νά συμπεριλάβει στήν συγγραφή του τήν παραβολή αὐτή, διότι μαζί μέ τίς ἄλλες τρεῖς -τοῦ ἀπολωλότος προβάτου, τῆς ἀπολεσθείσης δραχμῆς καί τοῦ ἀσώτου υἱοῦ (κεφ. 15)- πού τίς εἶπε ὁ Ἰησοῦς γιά χάρη τῶν τελωνῶν, ἀποτελοῦν μία ἰδιαίτερη παρηγοριά καί ἐνθάρρυνση γιά τούς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς, στούς ὁποίους κατά βάσιν ἀπευθύνεται τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο.
   Ἡ Ἐκκλησία θέλοντας νά διδάξει στούς πιστούς τήν προσευχή μέ συντριβή καί κατάνυξη ὅρισε ὡς εὐαγγελική περικοπή τῆς πρώτης Κυριακῆς τοῦ Τριωδίου τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου.

18,9. Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ’ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην.
  Τήν προηγούμενη παραβολή τήν εἶπε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του. Tό ἀκροατήριο στό ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ παροῦσα παραβολή δέν προσδιορίζεται, ἀλλά σημαίνεται γενικά καί ἀόριστα μέ τό ἐμπρόθετο πρός τινας. Πιθανόν νά πρόκειται γιά διδασκαλία πού ἔγινε σέ διαφορετικό τόπο καί χρόνο ἀπό ἐκείνη τοῦ ἀδίκου κριτοῦ· τίθεται ὅμως ἐδῶ λόγῳ τοῦ κοινοῦ θέματος, τῆς προσευχῆς. Ἡ περίπτωση τῆς ἐπίμονης χήρας δείχνει τί κατορθώνει ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἐνῶ ἡ περίπτωση τοῦ φαρισαίου δείχνει πόσο κατακριτέα εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου στόν ἑαυτό του καί πόσο ἀναγκαῖο εἶναι ἡ πίστη νά συνοδεύεται ἀπό ἀληθινή ταπεινοφροσύνη. Ἡ ἔπαρση, ἡ ἀλαζονεία στερεῖ ἀπό τήν προσευχή τόν μισθό της. Mιά τέτοια προσευχή ὄχι μόνο δέν ὠφελεῖ ἀλλά ἐπιπλέον ἐξοργίζει τόν Θεό ἐναντίον τοῦ προσευχομένου.
  Tούς τινάς, πού ἔδωσαν τήν ἀφορμή γιά νά πεῖ ὁ Kύριος τήν παραβολή, τούς χαρακτηρίζει ὁ Λουκᾶς ὡς πεποιθότας ἐφ’ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς. Προφανῶς ἀνάμεσα σέ ἐκείνους πού ἀκολουθοῦσαν τόν Ἰησοῦ ἦταν κάποιοι οἱ ὁποῖοι φέρονταν μέ πνεῦμα φαρισαϊκό, ἀγέρωχα καί ὑπεροπτικά. Αἰτία τῆς ὑπεροψίας τους ἦταν ἡ αὐτοπεποίθησή τους. Θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους «δίκαιο», δηλαδή πιστό τηρητή τοῦ νόμου, εὐσεβῆ καί ἐνάρετο. Ὅλοι οἱ ἄλλοι στά μάτια τους ἦταν τιποτένιοι, ἐντελῶς ἀσήμαντοι καί ἀξιοκαταφρόνητοι, ὅπως δηλώνει ἡ μετοχή ἐξουθενοῦντας.
 

18,10. ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης.
  Ἡ παραβολή διηγεῖται ὅτι δύο ἄνθρωποι πῆγαν στό ἱερόν, στόν χῶρο ὅπου βρισκόταν ὁ ναός, γιά νά προσευχηθοῦν. Ἐπειδή τό ἱερὸν κάλυπτε τόν λόφο Μορία, τό ψηλότερο σημεῖο τῶν Ἰεροσολύμων, λέγεται ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ἐνῶ γιά τήν ἀντίστροφη κίνηση θά χρησιμοποιήσει παρακάτω τό «κατέβη» (στ. 14). Στό ἱερό ἀνέβαιναν οἱ Ἰουδαῖοι καί γιά τήν δημόσια λατρεία, πού γινόταν σέ τακτές ὧρες, ἀλλά καί γιά τήν ἰδιωτική τους προσευχή, ὁποιαδήποτε ὥρα.
  Ἀπό τούς δύο ἀνθρώπους τῆς παραβολῆς ὁ ἕνας ἦταν φαρισαῖος καί ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Ἰησοῦς ἐπιλέγει δύο ἀντιπροσωπευτικούς τύπους, τούς ὁποίους παρουσιάζει παράλληλα, ὥστε νά γίνει ἐμφανέστερη ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν ἔπαρση πού δημιουργεῖ τό αἴσθημα τῆς αὐτοδικαίωσης καί στήν ταπεινοφροσύνη πού γεννᾶ ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος. Τούς παρουσιάζει μάλιστα σέ μία ὥρα ὑπέρτατης εἰλικρίνειας, στήν ὥρα τῆς ἀτομικῆς προσευχῆς, ὅπου ἀφήνουν νά ξεχυθεῖ μπροστά στόν Θεό ὁ ἐσωτερικός τους κόσμος. Πράγματι τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ὅταν αὐτή εἶναι αὐθόρμητη, παρουσιάζεται τό ἀκριβέστερο καρδιογράφημα καί ψυχογράφημα τοῦ ἀνθρώπου, φανερώνεται ἡ πραγματική πνευματική του ποιότητα.
 

18,11-12. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι.
  Ἡ φράση σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ὑποδηλώνει τήν ἐπιτηδευμένη στάση τοῦ φαρισαίου, «τὸ ὑψηλόφρον αὐτοῦ καὶ ἀταπείνωτον», ἴσως καί τήν περίβλεπτη θέση πού κατέλαβε μέσα στό ἱερό, προφανῶς στήν αὐλή τῶν ἀνδρῶν. Σάν κόκορας πού τεντώνει τόν λαιμό του γιά νά βγάλει δυνατή φωνή ὥστε νά ἀκουσθεῖ, στάθηκε σέ κάποια ἀπόσταση ἀπό τούς ἄλλους, τούς ὁποίους βέβαια θεωροῦσε σαφῶς κατώτερους ἀπό τόν ἑαυτό του καί ἀνάξιους λόγου. Δέν εἶναι φανταστική ἡ σκηνή, ὅπως τήν παρουσιάζει ὁ Ἰησοῦς. Στό Ταλμούδ ὑπάρχουν προσευχές παρόμοιες μέ αὐτή τῆς παραβολῆς τίς ὁποῖες ἀπήγγελλαν οἱ φαρισαῖοι «ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς ρύμαις» (Mθ 6,2).
  Τό ἀπαράδεκτο περιεχόμενο τῆς προσευχῆς τοῦ φαρισαίου ὑπαινίσσεται ἡ φράση ταῦτα προσηύχετο, τήν ὁποία ἀναλύει ἡ συνέχεια τοῦ λόγου. Προσευχόταν ὁ φαρισαῖος, ἀλλά μέ ἕναν τρόπο ἀσεβῆ καί ἀνεπίτρεπτο. Οὐσιαστικά δέν ἀπευθύνει στόν Θεό τήν προσευχή του· ἔχει τό θράσος νά τήν μεταβάλει σέ ἀσύστολη περιαυτολογία. Σκοτισμένος ἀπό τό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας στρέφεται συνεχῶς γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του, «αὐτολιβανίζεται» εἰς ἐπήκοον ὅλων. Χρησιμοποιεῖ τήν ἅγια ὥρα τῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό ὡς μέσο αὐτοπροβολῆς καί ἀπαριθμεῖ τά κατορθώματά του, σάν νά ἦταν ἄγνωστα στόν παντογνώστη Θεό!
  Φαίνεται, βέβαια, ὅτι ἀρχίζει σωστά ἡ προσευχή, μέ εὐχαριστία πρός τόν Θεό· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι. Ἐντούτοις, ἡ εὐχαριστία τότε εἶναι εἰλικρινής, ὅταν ἀποτελεῖ ἔκφραση βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης καί ὁ φαρισαῖος δέν διαθέτει αὐτή τήν ταπεινοφροσύνη. Γι’ αὐτό δέν ἀποδίδει στήν θεία χάρη τίς ἀρετές καί τά κατορθώματά του, ἀλλά ἐνῶ στρέφεται πρός τόν Θεό, ἐγκωμιάζει τόν ἑαυτό του ὡς ἀνώτερο ὅλων. Διατεινόμενος ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἀποδίδει στόν ἑαυτό του τήν πνευματική του ὑπεροχή, σάν νά τήν πέτυχε μέ τήν δική του δύναμη. Eἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ αὐτοέπαινος τοῦ φαρισαίου ἀκολουθεῖ τό γνωστό σχῆμα τοῦ νόμου· «ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν». Ὁ ἴδιος εἶχε τήν συναίσθηση ὅτι ὄχι μόνο δέν κάνει ὅ,τι κακό ἀπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἐκπληρώνει κάθε καλό πού ἀπαιτεῖ. Δέν ἀρκεῖται, ὡστόσο, νά ἐπαινέσει ἁπλῶς τίς ὑποτιθέμενες ἀρετές του. Προχωρεῖ στήν κατάκριση ὅλων τῶν ἄλλων, γιά νά τονίσει τήν ὑπεροχή του. «Ἡ συμπεριφορά του δείχνει ἄνθρωπο πού δέν ἀναγνωρίζει πώς ὅ,τι ἔχει τό χρωστᾶ στόν Θεό. Ἄν πίστευε ὅτι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔχει τά καλά, δέν θά ἐξουθένωνε τούς ἄλλους. Θά σκεπτόταν ὅτι καί ὁ ἴδιος ἐπίσης εἶναι γυμνός, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ἑαυτό του. Δωρεάν τόν ἔντυσε ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ».
  Ὁ φαρισαῖος δέν περιορίζεται στήν καταδίκη ἑνός ἀορίστου πλήθους. Ἐξουθενώνει τόν παρόντα τελώνη, γιά νά τόν δεῖ νά ὑποφέρει ἀπό τά δηκτικά του λόγια, καί νά ἱκανοποιηθεῖ ἔτσι περισσότερο ἡ ἀλαζονική του ἔπαρση. Μέ τό ὡς οὗτος ὁ τελώνης εἶναι σάν νά δείχνει μέ τό δάχτυλό του ὑπεροπτικά καί μέ ἀποτροπιασμό τό ἀντικείμενο τῆς ἀπόρριψης, τόν τελώνη. Δέν εὔχεται νά μετανοήσει, ὅπως πράγματι ὄφειλε νά συμπεριφερθεῖ ὁ φαρισαῖος ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θέλει τήν σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ· «μὴ θελήσει θελήσω τὸν θάνατον τοῦ ἀνόμου, λέγει Kύριος, ὡς τὸ ἀποστρέψαι αὐτὸν ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ζῆν αὐτόν;» (Ἰζ 18,23). Oὔτε κἄν περνάει ἀπό τό μυαλό τοῦ φαρισαίου ἡ σκέψη ὅτι ἐφόσον βρίσκεται στόν ναό ὁ τελώνης καί μάλιστα προσεύχεται, μπορεῖ νά ἔχει ξεκινήσει ἤδη μία καλύτερη ζωή.
  Τριπλό εἶναι τό καύχημα τοῦ φαρισαίου. Ἀφορᾶ: α) Στήν μοναδική δικαιοσύνη του· οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης. Ἡ μέθη τῆς ὑπερηφάνειας ὁδηγεῖ τόν φαρισαῖο σέ παραλογισμό. Ἐπειδή δέν βρίσκει τίποτε ἀξιόλογο στόν ἑαυτό του γιά νά τό ἐπαινέσει, μισάνθρωπα ὑποτιμᾶ καί κατακρίνει ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους, καί μάλιστα τόν τελώνη πού εἶναι κοντά του, προκειμένου νά προβάλει τήν δική του ὑποτιθέμενη ὑπεροχή. Εὐτυχῶς, δηλαδή, πού οἱ ἄλλοι κατά τήν ἀντίληψή του ἦταν ἄθλιοι, διότι διαφορετικά θά κατέρρεε τό πιό μεγάλο μέρος τῆς δικῆς του ἀρετῆς!
  β) Στήν ὑπέρτακτη νηστεία του· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἄρα ὑπερέχω στήν ἐγκράτεια ἔναντι τῶν «λοιπῶν» πού εἶναι ἀκρατεῖς καί μοιχοί. «Σάββατο» λεγόταν ὁλόκληρη ἡ ἑβδομάδα παίρνοντας τό ὄνομά της ἀπό τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως· Σαββάτ θά πεῖ ἀνάπαυση. Ὁ νόμος ὅριζε μόνο μία ἡμέρα νηστείας τό χρόνο, τήν ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ (βλ. Λε 23,27- 32). Στήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ ὅμως, πρός τιμήν κάποιων γεγονότων, καθιερώθηκαν ἔκτακτες νηστεῖες· αὐτές γίνονταν Δευτέρα καί Πέμπτη (βλ. Zα 8,19). Κάποιοι φαρισαῖοι ἐντούτοις, γιά προσωπικούς λόγους, γενίκευσαν αὐτή τήν ἔκτακτη συνήθεια· νήστευαν κάθε Δευτέρα καί Πέμπτη. Τό δεύτερο καύχημα τοῦ φαρισαίου, λοιπόν, εἶναι ὅτι ἐκτελεῖ περισσότερα ἀπό ὅσα διατάζει ὁ νόμος, ἄρα, κατά τήν γνώμη του, ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος ἀπέναντί του γιά τά ἀξιόμισθα ἔργα του!
  γ) Στήν ἀκριβῆ τήρηση τοῦ νόμου· ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι, σέ ἀντίθεση πρός τίς ἁρπαγές καί τίς ἀδικίες τῶν «λοιπῶν». Ἡ ἀποδεκάτωση ὅλων τῶν γεωργικῶν καί κτηνοτροφικῶν προϊόντων ἦταν ἀπαίτηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου (Δε 14,22). Oἱ φαρισαῖοι, συνήθως, δέν ἦταν οὔτε γεωργοί οὔτε κτηνοτρόφοι, ὅπως οἱ ἁπλοί χωρικοί, τούς ὁποίους περιφρονητικά ἀποκαλοῦσαν «ἄμ χάαρετς», λαό τῆς γῆς. Aὐτοί ἐπιδίδονταν σέ ἄλλα ἐπαγγέλματα, ἦταν βιοτέχνες, ἐπιχειρηματίες, ἔμποροι κτλ. Ὡστόσο, γιά νά παρουσιάζονται ὡς ἀκριβεῖς τηρητές τοῦ νόμου καλλιεργοῦσαν σέ μικρά κηπάρια ἤ σέ γλάστρες κάποια φυτά (ἄνηθο, ἡδύοσμο κτλ.) καί ἀπό αὐτά πρόσφεραν στόν ναό τό ἕνα δέκατο τῆς παραγωγῆς (Mθ 23,23· Λκ 11,42). Ἡ τήρηση, λοιπόν, τοῦ νόμου, γιά τήν ὁποία καυχᾶται ὁ φαρισαῖος τῆς παραβολῆς, ἦταν μόνο φαινομενική καί στήν πραγματικότητα ἀποτελοῦσε θεοεμπαιξία. Γιά τόν «ἁμαρτωλό» λαό ἡ θρησκεία ἦταν δαπανηρή, χωρίς νά ἐξασφαλίζει κανένα καύχημα. Γιά τούς «ἁγίους» φαρισαίους ἀποδεικνυόταν ἀδάπανη καί πηγή καυχημάτων. Τό κέντρο τοῦ κόσμου γιά τόν φαρισαῖο εἶναι τό ἐγώ του, γύρω ἀπό τό ὁποῖο στρέφονται ὁ Θεός καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι. Αἰσθάνεται τόσο αὐτάρκης, βέβαια, ὥστε ὁ Θεός τοῦ χρειάζεται μόνο γιά νά ἀναγνωρίζει τίς ἀρετές του, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι γι’ αὐτόν ἕνα μέτρο σύγκρισης, γιά νά ἐξαίρεται ἡ δική του ὑπεροχή. Γι’ αὐτό καί στήν προσευχή του δέν ζητᾶ κάτι ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἐγκωμιάζει τόν ἑαυτό του. «Τοῦτο», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος, «εἶναι χλευασμός ἀπό μέρους τοῦ προσευχομένου».
 

18,13. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
  Ὁ τελώνης δέν διαμαρτύρεται γιά τά πικρόχολα λόγια τοῦ φαρισαίου. Δέν φαίνεται νά ἀγανακτεῖ. Τόν ἀπασχολεῖ μόνο ἡ ἁμαρτωλότητά του. Αὐτήν ἦλθε νά καταθέσει μπροστά στόν Θεό. Ἡ στάση του, οἱ χειρονομίες καί τά λόγια του φανερώνουν τήν πλήρη συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του καί τήν ταπεινή διάθεση τῆς ψυχῆς του. Ἔνιωθε ἀνάξιος νά πλησιάσει στόν ναό, ἐκεῖ ὅπου κατοικοῦσε ὁ πανάγιος Θεός. Στάθηκε μακριά, μακρόθεν ἑστώς, σέ κάποια ἄκρη τῆς αὐλῆς τῶν ἀνδρῶν. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, σχολιάζει ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος, «ὁ Θεός τόν πλησίασε εὐκολώτερα. Δέν τολμοῦσε (ὁ τελώνης) οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό καί εἶχε ἤδη μαζί του Ἐκεῖνον πού δημιούργησε τόν οὐρανό». Ὁ Θεός ἦταν δίπλα στόν ἁμαρτωλό καί μακριά ἀπό τόν δίκαιο!
  Δέν ἤθελε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό, διότι τόν ταπείνωνε ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του· ἀπό τήν ντροπή ἤ καί ἀπό τόν φόβο τῆς θεϊκῆς τιμωρίας δέν τολμοῦσε νά ὑψώσει τό βλέμμα του. Μέ σκυμμένο τό κεφάλι ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ, χτυποῦσε τό στῆθος, πού κάλυπτε τήν καρδιά του, τήν ἕδρα τῶν πονηρῶν διαλογισμῶν καί ἀποφάσεων. Σάν νά ἤθελε νά τήν κάνει νά πονέσει γιά τόν πόνο πού τοῦ προξένησε σπρώχνοντάς τον στήν ἁμαρτία· σάν νά προσπαθοῦσε νά τήν ἀφυπνίσει ἀπό τόν βαθύ της λήθαργο ἤ νά γκρεμίσει τόν παλιό ἐσωτερικό του κόσμο, γιά νά χτίσει τόν νέο.
  Βυθισμένος σέ τέτοια συντριβή καί κατάνυξη ὁ τελώνης δέν ἔβρισκε τό κουράγιο νά πεῖ πολλά λόγια στόν Θεό. Ἐπαναλάμβανε μία σύντομη ἀλλά καρδιόβγαλτη προσευχή· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Δέν ὑπάρχουν ἐκφραστικώτεροι λόγοι γιά νά δείξουν τό μέγεθος τῆς συντριβῆς του. Kαί ἀκριβῶς αὐτή ἡ συντριβή κάνει τούς λόγους τοῦ τελώνη πολύ πιό ἀποτελεσματικούς ἀπό τά ἀξιέπαινα ἔργα τοῦ φαρισαίου, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Xρυσόστομος: «Tά λόγια ξεπέρασαν τά ἔργα καί οἱ λέξεις νίκησαν τίς πράξεις. Ὁ ἕνας (ὁ φαρισαῖος) πρόβαλε δικαιοσύνη καί νηστεία καί εἰσφορές, ὁ ἄλλος (ὁ τελώνης) ἁπλές λέξεις καί ἀπομάκρυνε ὅλα τά ἁμαρτήματα. Διότι ὁ Θεός δέν ἄκουσε μόνο τίς λέξεις, ἀλλά εἶδε καί τό φρόνημα μέ τό ὁποῖο τίς πρόφερε καί ἐπειδή τό βρῆκε ταπεινό καί συντετριμμένο, τόν ἐλέησε φιλάνθρωπα».
  Κανέναν δέν περιεργάζεται ὁ τελώνης, κανέναν δέν κατηγορεῖ, σέ καμία ἀρετή του δέν ἀναφέρεται. Ζητᾶ μόνο τό θεῖο ἔλεος. Ἀφήνει μία κραυγή αὐτοκατάκρισης καί ὁμολογεῖ μέ εἰλικρίνεια τήν ἐνοχή του. Δέν κάνει καμία προσπάθεια νά δικαιολογηθεῖ. Ὁ ἑαυτός του μόλις ἐμφανίζεται ὡς τό ἀντικείμενο τοῦ θείου ἱλασμοῦ. Ἡ τελωνική κακοήθεια δέν κατόρθωσε νά διαφθείρει ἐντελῶς τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Ἄφησε ἄθικτο τό βάθος του, ὅπου ἔμενε θαμμένη ἡ ἀνθρώπινη εὐγένεια. Μέ τήν ταπείνωση καί τήν μετάνοια συντελέσθηκε ἡ νεκρανάστασή του. Ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ὁ ἅγιος Xρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι στά λόγια τοῦ τελώνη δέν φαίνεται ἁπλῶς ἡ ταπεινοφροσύνη, ἀλλά ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς καρδιᾶς του καί ἐξηγεῖ: «Ἔργο τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ὅταν κάποιος ἐνῶ ἔχει τήν συνείδηση ὅτι ἔκανε μεγάλα ἔργα, δέν φαντάζεται τίποτε μεγάλο γιά τόν ἑαυτό του. Eὐγνωμοσύνη εἶναι ὅταν ὄντας ἁμαρτωλός τό ὁμολογεῖ. Ἄν, λοιπόν, αὐτός πού εἶχε τήν συνείδηση ὅτι δέν ἔκανε τίποτε καλό, ἐπειδή ὁμολόγησε αὐτό πού ἦταν, ἔκαμψε σέ τόση εὔνοια τόν Θεό, πόση παρρησία θά ἀπολαύσουν ἐκεῖνοι πού ἐνῶ ἔχουν νά ποῦν πολλά κατορθώματα, τά λησμονοῦν ὅλα καί συγκαταριθμοῦν τόν ἑαυτό τους στούς ἐσχάτους;».
 

18,14. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
  Ὁ Ἰησοῦς Xριστός κάνοντας χρήση τῆς ἰδιότητός του ὡς κριτοῦ ἤ μᾶλλον ὡς Θεοῦ, πού δέχεται τίς προσευχές τῶν ἀνθρώπων καί ἔχει τήν ἁρμοδιότητα νά τίς κρίνει, ἀποφαίνεται γιά τό ἀποτέλεσμα τῶν δύο προσευχῶν τίς ὁποῖες παρουσίασε ἡ παραβολή. Μιλᾶ μέ κῦρος καί ἐξουσία εἰσάγοντας τόν λόγο μέ τό λέγω ὑμῖν, πού δέν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀμφισβητήσεως. «Ἄκουσες τόν ἀλαζόνα κατήγορο, ἄκουσες τόν ταπεινό ὑπόδικο, ἄκου τώρα τόν κριτή», σημειώνει ὁ ἅγιος Aὐγουστῖνος.
  Θά προξένησε, ὡστόσο, ἔκπληξη στούς ἀκροατές τῆς παραβολῆς τό γεγονός ὅτι κατέβη οὗτος (ὁ τελώνης) δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος. Ἀπό τόν ναό ἔφυγε λυτρωμένος, ἔχοντας λάβει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του καί τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς του, ὁ τελώνης καί ὄχι ὁ φαρισαῖος. Στά μάτια τοῦ Θεοῦ «δίκαιος» δέν ἦταν ὁ φαρισαῖος πού καλλιεργοῦσε μέσα του τήν ψευδαίσθηση τῆς αὐτοδικαίωσης, ἀλλά ὁ ἁμαρτωλός μά ταπεινός τελώνης. Tήν ἀλήθεια αὐτή παρουσιάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μέ τήν ἑξῆς χαρακτηριστική εἰκόνα: Δύο ἅρματα ἀνταγωνίζονται στήν ταχύτητα. Στό ἕνα ἔχουν ζευχθεῖ ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ὑπερηφάνεια, στό ἄλλο ἡ ἁμαρτία καί ἡ ταπεινοφροσύνη. Τό βάρος καί ὁ ὄγκος τῆς ὑπερηφάνειας ἀναγκάζει τό πρῶτο ἅρμα νά καθυστερεῖ πολύ. Ἀντίθετα, ἡ μεγάλη δύναμη τῆς ταπεινοφροσύνης νικᾶ τήν ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας. Τήν νίκη κερδίζει πανηγυρικά τό δεύτερο ἅρμα.
  Tό συμπέρασμα τῆς παραβολῆς βγαίνει ἀβίαστα· πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. Μέ τίς ἴδιες ἀκριβῶς λέξεις ὁ Κύριος δίδαξε προηγουμένως τήν ταπεινοφροσύνη στούς φαρισαίους πού ἐπιδίωκαν τίς πρωτοκλισίες στά δεῖπνα (βλ. Λκ 14,11). Ἴσως νά χρησιμοποιοῦσε συχνά τήν φράση αὐτή ὡς ἀξίωμα στήν διδασκαλία του πρός τούς φαρισαίους.
  Ὁ φαρισαῖος τῆς παραβολῆς ὑψῶν ἑαυτόν, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος, ταπεινώθηκε, «κατέπεσε εἰς τὸ τῆς ἀτιμίας βάραθρον» ἐνῶ ὁ τελώνης ἀπό τήν ἐπονείδιστη ζωή «εἰς μακαρίαν ἐπανῆλθε κατάστασιν». Zωηρά καί παραστατικά ἐκφράζει τήν ἀλήθεια αὐτή ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφέρω ἐνδεικτικά τό ἀκόλουθο τροπάριο: «Ταπεινώσεως ὡς κλίμακι χρησάμενος τρόπῳ τελώνης, πρὸς οὐρανῶν ὕψος ἐπήρθη· τῆς ἀλαζονείας δὲ ἀρθεὶς κουφότητι δείλαιος σαθρᾷ ὁ φαρισαῖος καταντᾷ πρὸς Ἅδου πέταυρον». Σκάλα γερή, πού ἀνεβάζει τόν τελώνη ὥς τόν οὐρανό, εἶναι ἡ ταπείνωση. Σκάλα σαθρή, πού κατεβάζει τόν φαρισαῖο στό βάραθρο τοῦ ἅδη, εἶναι ἡ ἀλαζονεία. Ἀναρίθμητα παραδείγματα ἀποδεικνύουν πόσο ὀλέθρια εἶναι ἡ ἀλαζονεία καί πῶς ἡ ταπεινοφροσύνη, πράγματι, ἀνυψώνει τόν ἄνθρωπο στά μάτια τῶν συνανθρώπων του ἀλλά καί στήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Γ΄, σελ. 52-62