Πέμπτη, 31 Δεκέμβριος 2015 02:00

Μέ τό βλέμμα στήν αἰωνιότητα

   Οἱ ψυχές πού ἀγάπησαν τόν Χριστό καί γεύθηκαν ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος», ποθοῦν καί λαχταροῦν τήν τέλεια ἕνωση μαζί του. Ἀπό τήν κοιλάδα αὐτή τοῦ κλαυθμῶνος συχνά στρέφουν γεμᾶτο νοσταλγία τό βλέμμα πρός τήν οὐράνια χώρα τῆς αἰωνιότητος, ὅπου θά γίνει ἡ ποθητή συνάντηση. Ἡ ἐνατένιση αὐτή τούς δίνει δύναμη καί κουράγιο γιά τούς ἀγῶνες τῆς ζωῆς ἀλλά καί θερμαίνει τήν ἐπιθυμία νά βρεθοῦν γρήγορα στήν αἰωνιότητα. Τά αἰσθήματα αὐτά ἐξομολογεῖται ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος σέ μιά προσευχή του, ἀπόσπασμα τῆς ὁποίας παραθέτουμε σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση.

  basilia Ἔλα Σωτήρα μας, ποθητέ σέ ὅλους. Φανέρωσε τό πρόσωπό σου καί θά σωθοῦμε. Ἔλα φῶς μου, λυτρωτή μου. Βγάλε με ἀπό τή φυλακή γιά νά δοξολογήσω τ’ ὄνομά Σου. Μέχρι πότε ὁ δυστυχής θά ρίχνομαι στά κύματα αὐτῆς τῆς θνητῆς ζωῆς; Σοῦ κραυγάζω, Κύριε, δέν θά μ’ ἀκούσεις; Ἄκουσέ με πού σέ κράζω ἀπό τήν μεγάλη αὐτή θάλασσα καί βγάλε με στό λιμάνι τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
   Εὐτυχεῖς ἐκεῖνοι πού ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τούς κινδύνους αὐτῆς τῆς θάλασσας καί ἀξιώθηκαν νά φθάσουν σέ σένα, τό ἀσφαλέστατο λιμάνι. Ὤ, πράγματι, εἶναι εὐτυχεῖς ὅσοι ἔφθασαν ἀπ’ τό πέλαγος στό γιαλό, ἀπό τήν ξενιτιά στήν πατρίδα, ἀπό τήν φυλακή στά ἀνάκτορα!... Μακάριοι ἐκεῖνοι, πού ἀπό αὐτή τή ζωή, τή γεμάτη ναυάγια, ἀξιώθηκαν νά φθάσουν σέ τέτοια εὐφροσύνη, καί δυστυχισμένοι ἐμεῖς, πού σέρνουμε τό σκάφος μας ἀνάμεσα στά κύματα, στήν καταιγίδα καί τή φουρτούνα αὐτῆς τῆς μεγάλης θάλασσας. Δέν ξέρουμε ἄν μπορέσουμε νά φθάσουμε στό λιμάνι τῆς σωτηρίας. Δυστυχισμένοι, γιατί ἡ ζωή μας περνᾶ στήν ξενιτιά, σέ κίνδυνο κι ἔχει ἀμφίβολο τό τέλος της. Δέν ξέρουμε ποῦ θά καταλήξουμε, γιατί ὅλα τά μελλοντικά εἶναι ἄγνωστα, ἀλλά ἐνῶ ταλαιπωρούμαστε ἀπό τά κύματα μέσα στό πέλαγος, ἀγκαλιάζουμε μέ τή σκέψη μας τό λιμάνι. Ὦ πατρίδα μας, γεμάτη ἀσφάλεια, ἀπό μακριά σέ βλέπουμε, σέ χαιρετοῦμε ἀπό τή θάλασσα αὐτή· ἀπ’ αὐτή τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος ὑψώνουμε σέ σένα τό πνεῦμα μας καί ἀγωνιζόμαστε μέ δάκρυα, μήπως μπορέσουμε ν’ ἀράξουμε σέ σένα, ἐλπίδα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
   Χριστέ, Θεέ μας, δύναμη καί καταφύγιό μας, πού τό φῶς σου στέλνει τίς ἀκτῖνες του στά μάτια μας σάν ἄστρο μέσα στά σκοτεινά σύννεφα τῆς θαλασσοταραχῆς, ὁδήγησέ μας στό λιμάνι, κυβέρνησε τό πλοῖο μας μέ τό δεξί σου χέρι καί μέ τά καρφιά τοῦ σταυροῦ σου, γιά νά μή χαθοῦμε στά κύματα, γιά νά μή μᾶς βυθίσει ἡ ταραχή τοῦ νεροῦ καί νά μή μᾶς καταπιεῖ ὁ βυθός. Ἀλλά μέ τό ἀγκίστρι τοῦ σταυροῦ σου τράβηξέ μας ἀπ’ αὐτό τό πέλαγος. Σέ σένα, τή μόνη μας παρηγοριά, πού σάν ἄστρο τῆς αὐγῆς καί ἥλιος δικαιοσύνης στέκεσαι στό γιαλό τῆς πατρίδας μας καί μᾶς περιμένεις, ὑψώνουμε τά δακρυσμένα μάτια μας.
   Δῶσ' μας, Κύριε, ἔτσι νά περάσουμε ἀνάμεσα ἀπό τή σκύλλα καί τή χάρυβδη, ὥστε ξεφεύγοντας καί τούς δύο κινδύνους, μαζί μέ τό σκάφος καί τήν πραμάτεια του, νά φθάσουμε μέ ἀσφάλεια στό λιμάνι.

Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 21

Κατηγορία Πατερικά
Σάββατο, 28 Απρίλιος 2018 03:00

Ὁ θάνατος τοῦ θανάτου

 anastasi3  ῎Αν σέ προβληματίζει, ἀδελφέ μου, ὁ θάνατος, τότε μάθε ὅτι στόν Χριστό αὐτός δέν ἔχει καμία ἐξουσία πλέον. Κάποια στιγμή, βεβαίως, Τόν κατέλαβε, μά ἀκριβῶς πάνω σέ τούτη τήν κυριαρχία του πέθανε καί χάθηκε. Διότι ὁ Κύριος, καθώς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀκατάλυτη πηγή τῆς ζωῆς, τόν θανάτωσε.
 

   Θάρρος, λοιπόν, ὅσο κι ἄν πονοῦμε! ῾Ο θάνατος θά πεθάνει καί γιά μᾶς. Κι ἄν μέ ρωτήσεις πότε θά γίνει αὐτό τό καταπληκτικό, ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι θά συμβεῖ στό τέλος τῶν αἰώνων, ὅταν θά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί. Τοῦτο τό πιστεύουμε ἀκράδαντα χωρίς τήν παραμικρή ἀμφιβολία. Διότι, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται», ἐνῶ ἀμέσως προσθέτει ἐκεῖνο πού ἴσως σέ φοβίζει· «ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». ᾿Από τό συγκεκριμένο χωρίο συμπεραίνουμε ἀκόμη ὅτι ὁ θάνατος θά καταργηθεῖ βεβαίως σέ μᾶς, θά ὑπερισχύσει ὅμως στούς κατάκριτους. Κι ὅπου ὁ θάνατος δέν θά δεῖ θάνατο, θά κυριαρχεῖ αἰώνια, ἀφοῦ, ὅπως ξέρουμε, ἡ κόλαση εἶναι αἰώνια. ῞Ομως γιά μᾶς τούς πιστούς ἡ ἐξουσία του θά τερματιστεῖ ὁριστικά.
 

   Ξέρω τώρα ὅτι, μετά ἀπ᾿ ὅσα σᾶς εἶπα, θέλετε νά μάθετε τό πῶς θά πραγματοποιηθοῦν ὅλα αὐτά. Δέν θά σᾶς ἐξηγήσω ἐγώ, ἀλλά ἐκεῖνοι πού ἤδη πανηγυρίζουν τούτη τήν ἐπαγγελία. ῎Ετσι θά κατέχετε στέρεα αὐτό πού συλλογίζεσθε, πού τραγουδᾶτε μέ τήν καρδιά σας, πού ἐλπίζετε ὁλόψυχα καί κυνηγᾶτε νά ἐπιτύχετε μέ τήν πίστη καί τά καλά σας ἔργα. Νά, λοιπόν, τί παιανίζουν κάποιοι γιά τό θάνατο τοῦ θανάτου, τόν ὁποῖο θά γευθοῦμε κι ἐμεῖς ὅπως ὁ ἀρχηγός μας. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Δεῖ γάρ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν... τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος· κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος» (Α' Κο 15,53-54). Γιά τίς ὑπάρξεις μας, λοιπόν, ὁ θάνατος θά πάψει κάποτε. Αὐτό σημαίνει ὅτι «κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος». Θά καταποθεῖ, ὥστε νά μή φαίνεται. Καί τί σημαίνει ὅτι δέν θά φαίνεται; ῞Οτι δέν θά ὑπάρχει πουθενά οὔτε στήν ψυχή οὔτε στό σῶμα μας. «Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος»!
 

   Εἶναι, συνεπῶς, ἀπολύτως εὔλογη ἡ εὐφροσύνη πού αἰσθάνονται ὅσοι ἀναπέμπουν τούτους τούς θριάμβους. Καί ὁ ἀπόστολος συνεχίζει στόν ἴδιο τόνο· «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τό νῖκος;». Ποῦ πῆγε τό καύχημά σου ὅτι κατέλαβες, κατέκτησες, νίκησες καί κατακύρωσες στόν ἑαυτό σου τά λάφυρα, φόνευσες καί σκότωσες; «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τό νῖκος;». Δέν τόν συνέτριψε ὁ Κύριός μου; ῏Ω θάνατε, ὅταν ὁ Κύριός μου σ᾿ ἐξολόθρευσε καί σέ λαφυραγώγησε μέ τό σταυρό καί τήν ἀνάστασή του, τότε πέθανες καί γιά μένα. Μέ τήν ἴδια σωτηρία ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη καί στό ἑξῆς «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται».
 

   ῎Ας ξεφύγουμε, ἀδελφοί μου, ἀπό τήν καταδίκη κι ἄς ἔχουμε τήν ἀγάπη καί τήν ἐλπίδα μας στήν αἰώνια αὐτή σωτηρία!
 
 
 

            ἱ. Αὐγουστίνου, Λόγος 233,

Στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ κατά Λουκᾶν.
 
(᾿Απόδοση Εὐάγγελος Δάκας)

Κατηγορία Πατερικά