Τρίτη, 13 Ιανουάριος 2015 02:00

Ἔφτασε ὁ Κυβερνήτης

kapodistrias  Κάποιες χρονολογίες ἀποτελοῦν ὁρόσημα γιά τήν πορεία τοῦ ῎Εθνους μας καί γιά τό μέλλον τοῦ ῾Ελληνισμοῦ μας.
  Θεοφάνεια τοῦ 1828. Τό Warspite, ἡ ἀγγλική πολεμική φρεγάδα, προσορμίζεται στό λιμάνι τοῦ Ναυπλίου. ῎Ερχεται ν᾿ ἀποβιβάσει στήν αἱματοβαμμένη ἑλληνική γῆ τόν πρῶτο της Κυβερνήτη, τόν ᾿Ιωάννη Καποδίστρια. Καυτά ποθοῦσε ὁ Κερκυραῖος Κόμης νά σταματοῦσε γιά λίγο τό πλοῖο στά γενέθλια  χώματα. ᾿Επειγόταν νά προσκυνήσει τόν τάφο τοῦ πατέρα του καί νά πάρει τήν εὐχή του γιά τό δυσβάσταχτο ἔργο πού θά ἐπωμιζόταν. Μά, ἡ ἀγγλική κυβέρνηση, ψυχρή σέ τέτοιες εὐαισθησίες, ματαιώνει τήν ἐπιθυμία του. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἀπό τή φρεγάδα ἀντικρύζει ἀπό μακριά τή φίλτατη, ἀγγλοκρατούμενη πατρίδα του -πού ὅπου κι ἄν περιόδευσε, ὅσο ψηλά κι ἄν ἀνέβηκε, ποτέ δέν τήν λησμόνησε-, τρέχει στό κατάστρωμα, σηκώνει δακρυσμένος τό χέρι του καί ἀρκεῖται σ᾿ ἕναν ἐγκάρδιο χαιρετισμό.
  ῾Απλώνεται τώρα μπροστά του ἡ ἐρειπωμένη ἐλεύθερη ῾Ελλάδα, τήν ὁποία μέλλει ν᾿ ἀναστηλώσει. Τί κι ἄν πέφτει βαριά πάνω του ἡ εὐθύνη τῆς ἀποστολῆς; Παρόλο πού συναισθάνεται τίς συμπληγάδες στίς ὁποῖες θά προσκρούσει, γράφει· «Διψῶ νά εὑρεθῶ τό ταχύτερον ἀνάμεσα στό πλῆθος τῶν στερήσεων, τῆς τύρβης, τῆς ἀκαταστασίας, τῶν κάθε εἴδους μηχανορραφιῶν καί τόσων ἄλλων προβλημάτων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν σήμερον τήν κατάσταση τῆς ῾Ελλάδος. ῾Ο  Θεός ὅμως θά μοῦ στείλει τήν βοήθειά του, καθώς θά εἶμαι περικυκλωμένος ἀπό τόσες ἐπιτακτικές ἀνάγκες».
  Καί νά, ἔφτασε ἡ μέρα πού, 375 χρόνια μετά ἀπό τήν ῞Αλωση, ὁ ῞Ελληνας χαιρετίζει θερμά τόν πρῶτο του Πρόεδρο. Τόν ὑποδέχεται μέ 15 κανονιοβολισμούς πού ἠχοῦν ἀπό τό φρούριο τοῦ Ναυπλίου, μέ μυρσίνες, μέ δάφνες καί μέ ὑψωμένες τίς γαλανόλευκες. Μέσα σέ ἐπευφημίες τοῦ προσφέρει στεφάνι ἐλιᾶς. ᾿Απέριττο τό καλωσόρισμα, μά ζεστό καί εἰλικρινές. Τέτοια ὑποδοχή ἱκανοποιεῖ τόν Κυβερνήτη. Κάθε ἄλλη, δαπανηρή καί πολυέξοδη, θά τόν στενοχωροῦσε. «Πομπή, πού θέλει χρήματα, εἶναι ἀσυμβίβαστη πρός τή δύσκολη κατάσταση τῆς πατρίδος. ῎Αν μποροῦμε», τόνιζε, «νά διαθέσωμε λίγα χρήματα, ἔχομε πληγές νά ἐπουλώσωμε».
  Σαλπάρει τό Warspite στίς 9 ᾿Ιανουαρίου γιά τήν Αἴγινα. ᾿Εκεῖ ἔχει τήν ἕδρα της ἡ Προσωρινή Κυβέρνηση. ῾Ιστορική μέρα ἀποτελεῖ γιά τό νησί ὁ ἐλπιδοφόρος ἐρχομός τοῦ Καποδίστρια. Μέ συγκλονισμό περιγράφει ὁ ἴδιος τή συνάντησή του μέ τούς φτωχούς, βασανισμένους νησιῶτες, πού μόλις εἶχαν βγεῖ ζωντανοί μέσα ἀπό τή στάχτη τοῦ ἄνισου πολέμου· «Εἶδα πολλά στή ζωή μου, ἀλλά σάν τό θέαμα, ὅταν ἔφθασα ἐδῶ στήν Αἴγινα, δέν εἶδα ἄλλοτε ὅμοιο, κι ἄλλος νά μή τό ἰδῆ...  Δέν ἦταν τό συναπάντημά μου φωνή χαρᾶς ἀλλά θρῆνος. ῾Η γῆ ἐβρέχετο ἀπό δάκρυα. ᾿Εβρέχετο ἡ μυρτιά καί ἡ δάφνη τοῦ στολισμένου δρόμου ἀπό τό γιαλό στήν ἐκκλησία. ᾿Ανατρίχιαζα, μοῦ ἔτρεμαν τά γόνατα, ἡ φωνή τοῦ λαοῦ ἔσχιζε τήν καρδιά μου».
  Κι αὐτή ἡ εἰκόνα τοῦ ρακένδυτου καί ἀξιολύπητου λαοῦ μένει μόνιμα σφηνωμένη στή σκέψη του, σ᾿ ὅλο τό διάστημα τῆς πολύμοχθης ἐργασίας του. Πῶς μπορεῖ αὐτός νά καλοπερνᾶ, ἐνῶ διαρκῶς περιστοιχίζεται ἀπό τόσες τραγικές φιγοῦρες πού γυρεύουν βοήθεια; Γι᾿ αὐτό στό ἑξῆς δέν ἐπιτρέπει στόν ἑαυτό του νά ξαναφορέσει τίς ἐπίσημες, ἐπιβλητικές στολές του. Δαπανᾶται ὁλόκληρος στό τιτάνιο ἔργο του καί ἐπινοεῖ σχέδια καί τρόπους, γιά νά ἀνασάνει ὁ ἐξαθλιωμένος κόσμος. Πραγματικά, τό φῶς τοῦ δωματίου του μένει ἀναμμένο ὥς τίς 4 τά ξημερώματα. Κι ὅταν ὁ γιατρός του, διαπιστώνοντας πώς ἡ ὑγεία του εἶναι κλονισμένη, τοῦ συστήνει ν᾿ αὐξήσει τήν τροφή του, ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ κατηγορηματικά· «Τότε μονάχα θά βελτιώσω τήν τροφή μου, ὅταν θά εἶμαι βέβαιος ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα ῾Ελληνόπουλο πού νά πεινάει». Πόσο ὑποφέρει ὁ Κυβερνήτης, σάν βλέπει τά παιδιά, «τό ροδόχρουν ὄνειρον τῆς Πατρίδος μας, τῆς ῾Ελλάδος» ὅπως τά ἀποκαλοῦσε, νά περιφέρονται πεινασμένα καί ἀπροστάτευτα στά διάφορα στρατόπεδα ἀναζητώντας λίγη τροφή! ᾿Ανησυχεῖ γιά τούς κινδύνους πού διατρέχουν. Ψάχνει κατάλληλους παιδαγωγούς, γιά νά τά χειραγωγήσουν σωστά.
  Καί αὐτόν, πού ἔσμιξε τό δάκρυ του μέ τά δάκρυα τῶν ἀδυνάτων, αὐτόν πού μέσα σέ τρία χρόνια καί ὀκτώ μῆνες ἔχτισε πάνω στά ἐρείπια τή νέα μας ῾Ελλάδα, γιά νά ἐξελιχθεῖ ὅπως οἱ ἄλλες κοινωνίες, αὐτόν πού μέ αὐταπάρνηση ἐργάστηκε, γιά νά θέσει σέ λειτουργία τήν πρώην ἀνύπαρκτη κρατική μας μηχανή, αὐτόν πού ὑπῆρξε πρότυπο ἡγέτου, αὐτόν ἕνα κυριακάτικο ὀρθρινό, στίς 27 Σεπτεμβρίου 1831, τόν ἀφανίσαμε μιά γιά πάντα. Συγχώρεσέ μας, μεγάλε Κυβερνήτη, γιατί οἱ μικρότητες καί οἱ μικροψυχίες μας δέν μᾶς ἐπέτρεψαν νά συλλάβουμε τό μεγαλεῖο τῆς μεγαλοψυχίας, πού ἔδειξες ἀπέναντί μας. Συγχώρεσέ μας γιά τίς σφαῖρες πού σοῦ φυτέψαμε· γιατί, ἐνῶ ἐσύ ἀνύσταχτος σχεδίαζες τήν ἀνόρθωσή μας, ἐμεῖς σχεδιάζαμε τό θάνατό σου. Κι αὐτό τό ἀνεπανόρθωτο λάθος μας ἀρχίσαμε νά τό πληρώνουμε μέ τόκο καί ἐπιτόκιο στήν ἑπόμενη παράγραφο τῆς ἱστορίας μας· τότε, πού μέ τήν εἴσοδο τῶν Βαυαρῶν στόν τόπο μας, ὅσο ποτέ νιώσαμε τήν ἀκριβή σου ἀπουσία καί τήν τραγική μας κατάντια.

῾Ελληνίς

Παρασκευή, 28 Σεπτέμβριος 2018 03:00

Ὁ φιλόστοργος κυβερνήτης νεκρός

 thanatos kapodistria Περασμένα μεσάνυχτα. Μιά Ἑλληνίδα τρέχει ἐναγώνια στό Κυβερνεῖο. Συναντᾶ τόν Κυβερνήτη ξάγρυπνο, σκυμμένο πάνω σέ κάποια ἔγγραφα. Ταραγμένη τοῦ μεταφέρει μιά τρομερή εἴδηση, πού τήν ἄκουσε ἀπό ἕναν γάλλο ἀξιωματικό. «Δέν θά τολμήσουν νά τό κάνουν αὐτό τό ἔγκλημα οἱ Μαυρομιχάλες...», τῆς τονίζει ἀποφασιστικά καί προσπαθεῖ νά τή γαληνεύσει.
 Χάραμα τῆς μοιραίας ἐκείνης Κυριακῆς. 27η Σεπτεμβρίου 1831. Φεύγει ὁ Καποδίστριας ἀπό τό «ταπεινόν Κυβερνεῖον ὄρθρου βαθέος», στίς 6.00 τό πρωί, καί κατευθύνεται στό ναό τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στό Ναύπλιο, γιά νά παρακολουθήσει τή θεία Λειτουργία. Ἀπό τότε πού ἀνέλαβε τό τιμόνι τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ἐκτελεῖ πάντα τήν ἴδια εὐλογημένη συνήθεια. Δέν προλαβαίνει ὅμως νά μπεῖ στήν ἐκκλησία, κι οἱ σφαῖρες καί τό μαχαίρι τοῦ Γεωργίου καί τοῦ Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη τόν ρίχνουν κάτω νεκρό. «Τά τελευταῖα βλέμματα τῆς ζωῆς του δέν ἔσβησαν εἰρηνικά ἐπάνω στίς πράσινες φυλλωσιές τῆς πατρίδας του, τῆς Κέρκυρας. Ἔσβησαν ματωμένα ἐπάνω στή σπασμένη παραστάδα τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στό Ναύπλιο...», σημειώνει γλαφυρά ἡ ἱστορικός Ἑλένη Κούκκου.
 Σύσσωμος ὁ λαός θρηνεῖ γοερά τόν στυλοβάτη καί ἀναμορφωτή τῆς νέας Ἑλλάδας, τόν πατέρα καί προστάτη τῶν ὀρφανῶν καί κατατρεγμένων. Δέν μπορεῖ νά πιστέψει στό ἐθνικό ἔγκλημα πού διαπράχθηκε. Δέν μπορεῖ νά διανοηθεῖ τήν ἀπρόσμενη ἀπουσία τοῦ μεγάλου ἄνδρα. Δέν εἶναι δυνατόν αὐτός πού «ἔβαλε τά θεμέλια καί ἔχτισε ἐπάνω στά χαλάσματα, πέτρα-πέτρα, ὅλες τίς μορφές τῆς ὀργανώσεως καί διοικήσεως ἑνός κράτους πού ἀναγεννήθηκε ἀπό τή στάχτη του» νά κείτεται ξαφνικά νεκρός.
 Τό πρῶτο φύλλο τῆς Γενικῆς Ἐφημερίδας τῆς Κυβερνήσεως κυκλοφορεῖ μέ μεγάλο μαῦρο περιθώριο κι ἐκφράζει τόν πόνο τῶν Ἑλλήνων γιά τόν ἄδικο χαμό τοῦ Κυβερνήτη τους: «Τρομερόν καί φρικτόν ἄκουσμα! Μέγα καί ἀνήκουστον δυστύχημα κατέλαβε τήν Ἑλλάδα! Ἄνδρες αἱμάτων κατέβαψαν τάς ἀνοσίους χεῖρας των εἰς τό αἷμα τοῦ Πατρός τῆς Πατρίδος!... Ὁποία ἐκπληκτική λύπη καί ἀδημονία κατεκυρίευσεν εὐθύς ὅλους!...».
 Μικροί, μεγάλοι ντύνονται πένθιμα. Βάφουν τά σεντόνια τους μαῦρα καί σκεπάζουν τίς προσόψεις τῶν σπιτιῶν τους ἀπό τή σκεπή μέχρι τό ἔδαφος. Ὅλα τά σπίτια τοῦ Ναυπλίου, ἀπ’ ὅπου θά περνοῦσε ἡ νεκρώσιμη πομπή, παρόμοια εἰκόνα παρουσιάζουν. Τί νά τό κάνουν τό φῶς, ἀφοῦ ὅλα σκοτείνιασαν γύρω τους σάν ἔχασαν ἀπό ἀνάμεσά τους τή γλυκειά, τήν ἱλαρή αὐτή μορφή;
 Τό σῶμα τοῦ φιλόστοργου Κυβερνήτη ταριχευμένο προσμένει νά ὁδηγηθεῖ στήν τελευταία του κατοικία μετά τό τέλος τῶν ἀνακρίσεων. Κυλοῦν 22 μέρες, καί τότε τελεῖται ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία. Ἀπό τό παλάτι τῆς Κυβέρνησης ξεκινᾶ ἡ ἐπικήδεια πομπή μέ κατεύθυνση τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Σαλπιγκτές, ἱππικό, πυροβολικό, πεζικό, ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, τό σῶμα τῆς Γερουσίας, μαθητές μέ τούς δασκάλους τους κι ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος λαοῦ περιστοιχίζουν τήν ὑψηλή Ἐξοχότητα. Κλαυθμοί, ὀδυρμοί, στεναγμοί ἠχοῦν ἀσταμάτητα. Ἀπ’ ὅπου κι ἄν περνᾶ ἡ σορός οἱ εὐεργετημένες καρδιές σπαράζουν κι οἱ φωνές συνταιριασμένες ὅλες μαζί φωνάζουν εὐγνώμονα «πατέρα»! Μπροστά σ’ ἕνα τέτοιο θλιβερό σκηνικό κι ὁ πιό ἄτεγκτος λυγίζει. Καί τά πιό σκληρά αἰσθήματα μαλακώνουν.
 Μά, πῶς νά μή θρυμματίζεται ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή τους, ὅταν συλλογίζονται σέ πόσες θυσίες ἀναλώθηκε, πόσες κακουχίες ὑπέμεινε, τί ὄνειρα ἔπλαθε γιά τήν ἀναστήλωση τῆς πατρίδας! Αὐτός εἶναι πού ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ τό μισθό πού τοῦ ὅρισε ἡ Βουλή κι ἡ Γερουσία. Μποροῦσε ὁ ἴδιος νά κολυμπᾶ στό χρῆμα, τή στιγμή πού τό ἐθνικό ταμεῖο κατέρρεε; Αὐτός εἶναι πού ὑποθήκευσε τή μεγάλη ἀκίνητη πατρική περιουσία του στήν Κέρκυρα, μέ σκοπό ν’ ἀγοράσει τροφές ἀπό τήν Ἰταλία καί νά σώσει ἀπό τή μάστιγα τῆς πείνας τούς κατοίκους τοῦ Ναυπλίου καί πιότερο τά φίλτατά του παιδιά, «τό ροδόχρουν τοῦτο ὄνειρον τῆς Ἑλλάδος», ὅπως τρυφερά τ’ ἀποκαλοῦσε. Αὐτός εἶναι πού ἀδιαφοροῦσε γιά τήν ὑγεία του, ἐργαζόταν σκληρά, διαρκῶς ξαγρυπνοῦσε, γιά νά δρομολογήσει τήν ἁλυσίδα ποικίλων ἔργων, πού θά κοσμοῦσαν τή νέα Ἑλλάδα.
 Πῶς, λοιπόν, νά μή χύνουν ποτάμι τά δάκρυα, σάν συνέχονται ἀπό τή στυγερή δολοφονία του; Ἀντί νά γευθεῖ ὁ μεγάλος εὐεργέτης τους, ὁ χαρισματοῦχος, ὁ ἀνύσταχτος Κυβερνήτης τους τό γλυκό ποτό τῆς εὐγνωμοσύνης, δοκιμάζει τό φαρμάκι τοῦ μίσους καί τῆς ἐμπάθειας στίς σφαῖρες πού τοῦ φύτεψαν. Δακρύβρεχτα τά πολυπληθῆ γράμματα, πού καταφθάνουν ἀπό πόλεις καί χωριά στή Διοικητική Ἐπιτροπή τῆς Ἑλλάδας. Ὅλα ἀντανακλοῦν τό σπαραγμό ψυχῆς τοῦ λαοῦ γιά τήν ἀναπάντεχη ὀρφάνια του. Ἐκεῖνα ὅμως πού πιότερο ματώνουν τήν καρδιά καί τή συγκλονίζουν εἶναι τά γράμματα τόσων παιδιῶν, μαθητῶν, πού ζεστάθηκαν ἀπό τό χάδι καί τή στοργή τοῦ Κυβερνήτη. Νά πῶς ἐκφράζονται αὐτά τά χαριτωμένα πλάσματα:
 «Ἀγαπημένε μας, τρυφερέ Πατέρα! Μέ τό θάνατό σου σκοτείνιασαν ὅλα γύρω μας. Τά λουλούδια μαράθηκαν. Τά πουλιά σώπασαν. Ὅλα βουβάθηκαν ἀπό τίς δικές μας παιδικές καί νεανικές κραυγές, πού τίς στέλνουμε στόν οὐρανό μαζί μέ τούς λυγμούς μας... Ἐκεῖνοι πού σέ σκότωσαν θά εἶναι γιά πάντα καταραμένοι. Γιατί σκότωσαν τήν ἐλπίδα μας. Σκότωσαν τήν παρηγοριά μας. Τή δύναμη. Τό φῶς γιά ἕνα καλύτερο αὔριο. Γιατί σκότωσαν ἐσένα, ἀγαπημένε μας Κυβερνήτη-Πατέρα!...».

Ἑλληνίς

Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Ἰωάννης Καποδίστριας

kapodistrias  Καθώς ὁ χρόνος κυλᾶ, ἡ μορφή τοῦ πρώτου κυβερνήτη μας σελαγίζει ὅλο καί πιό ἀκτινοβόλα στήν ἱστορία, ἀναζητώντας μάταια μιμητές μέσα ἀπό τόν κόσμο τῶν ἐντυπώσεων, τῶν δημαγωγιῶν καί τῶν δημοσκοπήσεων. Ἁδρές πινελιές ἀπό τό πορτραῖτο του καταδεικνύουν τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνεπανάληπτου πολιτικοῦ.
  Κατά τή διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ὑπηρετοῦσε στήν Ἐλβετία, ἀπεσταλμένος ἀπό τόν ρῶσο αὐτοκράτορα γιά τήν ἐπίλυση τοῦ ὀξύτατου ἐλβετικοῦ ζητήματος. Στή Γενεύη διέμενε μέ τόν ὑπηρέτη του σέ δυό πενιχρά δωμάτια καί δικαιολογοῦνταν: «Ἀφοῦ χτύπησα τίς πόρτες τῶν παλατιῶν τῶν πλουσίων, χτύπησα μετά καί τίς πόρτες τῶν καλυβῶν τῶν φτωχῶν, γιά νά συλλέξω τόν ὀβολό τοῦ φτωχοῦ. Πρέπει νά μπορῶ νά τούς λέω μέ παρρησία: “Ἔδωσα τά πάντα, πρίν ζητήσω καί τή δική σας βοήθεια γιά τούς ἀδελφούς μου”». Ὁ μισθός του τότε ἀνερχόταν σέ 700.000 φράγκα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἀπό τά ὁποῖα ξόδευε συνολικά 2.500 φράγκα γιά τά προσωπικά του ἔξοδα. Ὅλα τά ὑπόλοιπα τά διέθετε γιά τούς Ἕλληνες καί τόν ἀγώνα τους.
  Ὅταν στίς 2 Ἀπριλίου 1827 ἡ Γ΄ Ἐθνική Συνέλευση ψήφισε τόν Καποδίστρια ὡς πρῶτο κυβερνήτη τῆς ἐλεύθερης μικρῆς Ἑλλάδας, ἔγραψε στόν φίλο του Ἐυνάρδο: «Εἶμαι ἀποφασισμένος νά ἄρω τόν οὐρανόθεν ἐπικαταβαίνοντά μου σταυρόν». Καί μέ τή φράση: «Ἐάν ὁ Θεός μεθ᾿ ἡμῶν, οὐδείς καθ᾿ ἡμῶν», ἀρχίζει ἡ πρώτη προκήρυξή του πρός τόν ἑλληνικό λαό. Ἀποτελεῖ μάλιστα μοναδικό φαινόμενο στήν ἑλληνική ἱστορία -πιθανόν καί στήν παγκόσμια- πολιτικοῦ, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε κάθε χρηματική χορηγία, γιά νά μήν ἐπιβαρύνει τό δημόσιο ταμεῖο.
 Παιδεία καί Ἐκκλησία ἦταν οἱ βασικοί πόλοι γύρω ἀπό τούς ὁποίους περιεστράφη τό ζωτικό του ἐνδιαφέρον καί θεμελίωσε τή συνύπαρξή τους στό ὑπουργεῖο «Παιδείας καί Ἐκκλησίας» (καί ὄχι Θρησκευμάτων). Εὔστοχα ὑπογραμμίστηκε ὅτι ὑπῆρξε ὁ πρῶτος καί μαζί ὁ τελευταῖος πολιτικός πού ἀγάπησε τήν Ἐκκλησία. Ἀγωνιοῦσε καί ἐπαγρυπνοῦσε μήν εἰσχωρήσει στήν «καθ᾿ ἡμᾶς» παιδεία τό «μόλεμα τῆς Εὐρώπης», ὑπονομεύσει τήν πίστη μας καί φραγκέψει τόν τόπο μας. Γι᾿ αὐτό μέ πάθος οἱ προτεστάντες μισσιονάριοι τόν κατηγόρησαν ὅτι τά σχολεῖα του εἶχαν μοναστηριακή ὀργάνωση, ἀφοῦ συνδύαζαν παιδεία καί λατρεία σέ καθημερινή βάση.
  Εἶναι γνωστή ἡ ἀντίθεσή του πρός τή Γαλλική Ἐπανάσταση καί κυρίως πρός τίς ἀντιθρησκευτικές της ἀρχές. Ὡστόσο, κάποιοι θέλησαν αὐθαίρετα καί κακόβουλα νά τόν σπιλώσουν ὡς ἀναμεμιγμένο στά δίχτυα τῆς Μασονίας.
  Γνώριζε ὅτι ἑτοιμαζόταν ἡ δολοφονία του καί μέ φρόνημα μάρτυρα, ἀμνηστεύοντας καί τούς ὑποψήφιους δολοφόνους του, ἔλεγε: «Οἱ Ἕλληνες δέν θά φθάσουν ποτέ μέχρι τοῦ σημείου νά μέ δολοφονήσουν. Θά σεβασθοῦν τήν λευκήν κεφαλήν μου... Ἄλλωστε εἶμαι ἀποφασισμένος νά θυσιάσω τήν ζωήν μου διά τήν Ἑλλάδα καί θά τήν θυσιάσω. Ἐάν οἱ Μαυρομιχαλαῖοι θέλουν νά μέ δολοφονήσουν, ἄς μέ δολοφονήσουν. Τόσον τό χειρότερον δι᾿ αὐτούς. Θά ἔλθῃ κάποτε ἡ ἡμέρα, κατά τήν ὁποίαν οἱ Ἕλληνες θά ἐννοήσουν τήν σημασίαν τῆς θυσίας μου».
  Στίς 27 Σεπτεμβρίου τοῦ 1831 δολοφονεῖται στίς 6.15 τό πρωί, καθώς κατευθυνόταν στό ναό τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα στό Ναύπλιο, συνοδευόμενος ἀπό τούς δύο σωματοφύλακές του, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας ἦταν μονόχειρας.
  Ὁ Καποδίστριας δέν ὑπῆρξε ὁ πολιτικός τῶν τυμπανοκρουσιῶν, τῶν πανηγυριῶν καί τῶν δοξολογιῶν ἀλλά ὁ σεμνός καί συνειδητοποιημένος πιστός. Ἔχοντας δεχτεῖ ὀρθόδοξη χριστιανική ἀγωγή προσερχόταν στό ναό ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Ὄρθρου μαζί μέ τό λαό τοῦ Θεοῦ, στήν ὑπηρεσία τοῦ ὁποίου ἔταξε τή ζωή του. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι εἶχε δύο ἀδελφές μοναχές.
  Καί ὅταν τό νῆμα τῆς ζωῆς του κόπηκε, σημειώνει ὁ Δραγούμης, «συνετρίβησαν διά μιᾶς δικαιοσύνη, ἐκπαίδευσις, στρατός, στόλος, δημοσία οἰκονομία, τάξις, ἀσφάλεια καί ζοφερώτερον ἀνέκυψε τό πρό τοῦ 1828 ἔτους χάος, διότι... ἀχαλίνωτος ἐμπάθεια καί ἑωσφορική ἰδιοτέλεια καί φιλαρχία τυφλώσασαι καί τούς ἐπισημοτάτους, κατέβαλον εἰς ἔδαφος πᾶν ὅ,τι διά μόχθων καί καρτερίας καί συνέσεως ἐθεμελίωσεν ἐκεῖνος».
Α. Ε.