Παρασκευή, 27 Ιούνιος 2014 03:00

Τραυματίζουν τά Φυλακισμένα Μνήματα

fylakismena-mnhmataΣτήν Κύπρο ἐπί προεδρίας Χριστό­φια ἡ Ἐπίτροπος γιά τό παιδί εἰση­γή­θη­κε νά ἀπαγορευθοῦν οἱ ἐπισκέψεις τῶν μαθητῶν τοῦ Δημοτικοῦ στόν ἱε­ρό χῶρο τῶν «Φυλακισμένων Μνη­μά­των». Ὅσον ἀφορᾶ στά παιδιά τοῦ Γυ­μνα­σίου καί τοῦ Λυκείου ἡ κ. Ἐπί­τρο­πος θεωρεῖ ὅτι «οἱ ἐπισκέψεις αὐ­τές θά μπο­ροῦσαν νά γίνονται, ἀφοῦ προη­γηθεῖ διάλογος μαζί τους».
 Ἡ ἰδιαίτερα «εὐαισθητοποιημένη» προστάτιδα τῆς παιδικῆς ψυχῆς ἰσχυ­ρίζεται «πώς ἡ θέα τῆς ἀγχόνης καί τῶν τάφων τῶν ἡρώων ἀγωνιστῶν τῆς ΕΟΚΑ, ἀπό τά παιδικά μάτια, προ­κα­λεῖ δυσφορία ἐξαιτίας τῆς σκλη­ρό­τη­τάς της, ἐνῶ δύναται νά προξενήσει ψυχολογικά τραύματα», τά ὁποῖα φυ­σικά ἡ ἴδια προσπαθεῖ νά προλάβει. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἴδια Ἐπί­­τρο­πος ὑπερασπίστηκε τό δικαίωμα τῆς ἀπαλλαγῆς τῶν παιδιῶν ἀπό τό μά­­θημα τῶν Θρησκευτικῶν (βλ. Σάβ­βα Ἰακωβίδη, «Τά Θρησκευτικά καί τά Φυ­­λακισμένα Μνήματα», ἐφ. «Σημε­ρινή» τῆς Κύπρου, 27-1-2013).
 Μοιάζει πραγματικά ἀπίστευτο! Ποιός θά περίμενε μιά τέτοια ἀπα­γό­ρευση καί μάλιστα ἀπό θεσμικούς πα­ράγοντες; Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀπα­γόρευση βάλλει κατά τῆς ἱστορικῆς μνήμης καί ἔχει στόχο τήν ἀποκοπή τῆς νέας γενιᾶς ἀπό τούς ἐθνικούς ἀ­γῶνες τῶν προγόνων. Παράλληλα στρέ­φεται κατά τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀ­φοῦ πάνδημη ὑπῆρξε ἡ συμμετοχή του στούς ἀγῶνες τῆς ΕΟΚΑ, μέ πρωτο­πόρο τήν ἄλκιμη μαθητιῶσα νεολαία, πού καλλιεργοῦνταν στά κατηχητικά Σχολεῖα.
 Ἀλήθεια, στά σχολεῖα πού μέχρι στιγμῆς ἔχουν ἐπισκεφθεῖ τά «Φυλα­κι­σμένα Μνήματα» πόσα περιστατικά ψυχολογικοῦ τραυματισμοῦ ἔχουν κα­ταγραφεῖ; Ὁ καταιγισμός τῆς βίας μέ­σῳ τῶν τηλεοπτικῶν προγραμμάτων δέν δημιουργεῖ στά παιδιά κανένα ψυ­χολογικό πρόβλημα; Τί ἔκανε γι’ αὐτά ἡ ἐν λόγῳ Ἐπίτροπος; Ποιός ἐ­πι­τέλους θά προστατεύσει τά παιδιά μας ἀπό ὅλους αὐτούς τούς ἐπίβουλους προ­στάτες;
 Κι ὅμως! Τά «Φυλακισμένα Μνή­ματα» πρέπει νά τά ἐπισκέπτονται τά παιδιά ὄχι μόνον τῆς Κύπρου ἀλλά καί ὅλου τοῦ κόσμου, ἀκριβῶς γιά «τό συμφέρον τους». Ἔτσι, ὅπως παρα­παί­ουν χωρίς ἀξίες, χωρίς ἰδανικά, χω­ρίς ταυτότητα, πρέπει νά προσέρ­χον­­ται προσκυνητές ἐκεῖ, γιά νά συνει­δη­τοποιοῦν «ποιά εἶναι καί τί τούς πρέ­πει». Κλίνοντας εὐλαβικά τό γόνυ μπρο­­­στά στό ἀνεκτίμητο προσκυ­νη­τάρι τοῦ παγ­κόσμιου πολιτισμοῦ, μπο­ροῦν νά μα­θητεύουν στίς σελίδες τῆς δόξας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τότε πού μία πάνο­πλη αὐτοκρατορία τά ’βαζε μέ τήν ἄο­πλη Κύπρο.
 Ἐκεῖ θά δοῦν πώς οἱ δεκατρεῖς ἡ­ρωομάρτυρες -ὅλοι τους νέοι ἡλικίας 18-30 ἐτῶν- παρά τά φρικτά καί ἀ­πάν­θρωπα σωματικά καί ψυχικά βασα­νι­στήρια δέν λύγισαν· πορεύθηκαν πρός τήν ἀγχόνη ψάλλοντας, τραγου­δών­τας τόν Ἐθνικό Ὕμνο καί νίκησαν τόν θάνατο. Αὐτό δηλώνει καί ἡ ἐπι­γραφή στόν τοῖχο: «Τ’ ἀντρειωμένου ὁ θά­νατ­ος, θάνατος δέ λογιέται». Ἐκεῖ θά νιώ­σουν τό πάθος πού κόχλαζε στήν ψυχή ὅλων τῶν Ἑλλήνων κι ἀν­τιφέγγιζε τήν πατριωτική φλόγα γιά τή μέχρι θα­νά­του πορεία. Ἔτσι ἀντα­να­κλοῦσε τήν Ἑλλάδα τῆς τιμῆς, τῆς ἀξι­οπρέ­πει­ας, τῆς ἀντίστασης, τῆς πί­στης στήν Ἀνά­σταση.
 Ἐκεῖ ἀκοῦν τόν τελειόφοιτο μαθη­τή τοῦ Γυμνασίου Εὐαγόρα Παλλη­κα­ρίδη, τόν μικρότερο ἀπό τούς ἀπαγχο­νισθέντες, νά τούς λέει «ἀληθινή ἱστο­ρία»· ἐκεῖ θά τόν καμαρώσουν νά παίρ­νει μιάν ἀνηφοριά, γιά «νά βρεῖ τά σκαλοπάτια πού πᾶν στή Λευτεριά».
 Ἐκεῖ θά ἀκούσουν τόν Ἀνδρέα Πα­ναγίδη νά παραδίδει τή συγκι­νη­τική παρακαταθήκη στά παιδιά του, λίγο πρίν ὁδηγηθεῖ στήν ἀγχόνη: «Λα­τρευ­τά μου παιδιά, στά 22 μου χρόνια πε­θαίνω γιά χάρη μιᾶς μεγάλης ἰδέας. Κάποτε ἡ μάνα σας καί ὁ θεῖος σας θά σᾶς ἀναπτύξουν γιατί ἐκτελέστηκα. Σᾶς εὔχομαι, ἀγαπητά μου παιδιά, νά γινῆτε καλοί Χριστιανοί καί καλοί Ἕλ­ληνες Κύπριοι. Ἀκολουθῆστε πάντα τό δρόμο τῆς ἀρετῆς».
 Ἐκεῖ θά βροῦν τόν Ἰάκωβο Πα­τά­τσο, τόν «ἅγιο τοῦ Κυπριακοῦ Ἀγώνα», νά γράφει στή μητέρα του τήν παρα­μονή τῆς ἐκτέλεσής του:
«Ἀγαπημένη μου μητέρα,
 Χαῖρε. Εὑρίσκομαι μεταξύ ἀγγέ­λων. Τώρα ἀπολαμβάνω τούς καρπούς μου. Τό πνεῦμα μου φτερουγίζει γύρω ἀπό τό θρόνο τοῦ Κυρίου. Θέλω νά χαίρης, ὅπως κι ἐγώ. Ἄν κλαῖς θά λυποῦμαι… Εἶναι καιρός νά καμαρώσης τό παιδί σου. Εὑρίσκεται ἐκεῖ ψηλά, ὅπου ψάλ­λουν οἱ ἄγγελοι. Χαῖρε, ἀγα­πημένη μου μητέρα. Μή κλαίης γιά ν’ ἀκούσης τήν ἀγγελικήν φωνήν μου, πού ψάλλει Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε καί σύ μαζί μου. Ψάλ­λε, προσ­εύχου, δόξαζε τόν Θεόν σ’ ὅλην σου τήν ζωήν».
 Μέσα στά Φυλακισμένα Μνήματα φυλάσσεται τό ἀνεξίτηλο ἀλφαβητάρι τῆς λευτεριᾶς, πού πρέπει νά διαβάζει ἡ κάθε νέα γενιά. Γιατί, λοιπόν, ἡ νε­ό­τητα πρέπει νά μείνει στερημένη ἀπό ὅλα αὐτά τά μεγάλα ἀγκω­νάρια τῆς ἱστορίας; Γιατί πρέ­πει νά ὑποσιτί­ζεται πνευματικά καί ἐθνικά, ὑ­πα­κού­ο­ν­τας στά κε­λεύ­­σματα πού ὑ­πα­γο­ρεύει ἡ ἀ­ν­τι­ηρωική ἐποχή μας;
 Τώρα, πού ὁδηγοῦν καί πάλι τούς ἥρωες στήν ἀγ­χό­νη δικοί μας κι ὄχι ξέ­νοι, τώ­ρα πού ἡ κερκό­πορτα εἶναι διά­πλατα ἀ­νοι­κτή, ἦρθε ὁ και­ρός νά κά­νουμε τά σπίτια μας σχο­λειά κρυ­φά καί φανε­ρά, γιά νά φυ­τέ­ψουμε στίς καρ­διές τῶν παι­διῶν μας τά ὑψη­λά ἰδα­νικά τῆς Φυ­λῆς μας. Ἐπι­τακτικά προσ­καλεῖ ὁ Φώ­της Κό­ν­το­­γλου: «Ὅ­σοι ἀ­πο­μεί­να­με πιστοί στήν πα­ρά­­­­δοση, ὅσοι δέν ἀρ­νη­­θή- ­καμε τό γάλα πού βυζάξα­με, ἀ­γωνι­ζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλ­λος ἐ­κεῖ, καταπάνω στήν ψευ­τιά. Κατα­πάνω σ’ αὐ­τούς πού θέ­λουνε τήν Ἑλ­λάδα ἕνα κου­φάρι χωρίς ψυχή, ἕνα λου­λούδι χω­ρίς μυρουδιά.Κου­ράγιο, ὁ και­­­ρός θά δείξει ποιός ἔχει δίκιο, ἄν καί δέ χρει­­άζεται ὁλό­τελα αὐτή ἡ ἀπό­δειξη».
 Ἐλπίζουμε ἡ νέα πολιτική κατά­στα­ση στήν Κύ­προ νά ἀποκαταστήσει αὐ­­τή τήν ἀσέβεια, ἀκυρώ­νον­τας ἀν­τι­η­ρωι­κές καί σκοτεινές ἀποφάσεις.

Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος-Θεολόγος

Κατηγορία Ἐκπαιδευτικά
Κυριακή, 06 Ιούλιος 2014 03:00

Ὁ ἅγιος τοῦ κυπριακοῦ ἀγῶνος

  1956. Μέρα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί στήν τουρκική συνοικία τῆς Λευκωσίας ἕνα ἀδίκημα τρομερό διαπράττεται. Μία Τουρκάλα κατηγορεῖ ἕνα ἑλληνοκύπριο παλληκάρι ὅτι σκότωσε τόν τοῦρκο ἀστυνομικό Νιχάτ Βασίφ. Ὁ ἀθῶος νέος δέν εἶνε πρόσωπο τυχαῖο, ἀλλ᾿ ἕνα ὄνομα σπουδαῖο, ἕνας κρίκος γερός ἀνάμεσα στούς πολλούς πού λαμπρύνουν τήν ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τοῦ κυπριακοῦ ἔπους 1955-59. Εἶνε ὁ Ἰάκωβος Πατάτσος, «ἡ προσωποποίησις τῆς ἀθωότητος, ἀφωσιωμένος ψυχῇ τε καί σώματι στήν ἰδέα τῆς θρησκείας καί τῆς Πατρίδος».
   Ποιός δέν ξέρει τῆς ΟΧΕΝ (Ὀρθόδοξος Χριστιανική Ἕνωσις Νέων) τό ζωντανό μέλος πού ὀνειρεύεται μία χριστιανική ἐλεύθερη Κύπρο, τόν εὐσυνείδητο κατηχητή τῶν παιδιῶν τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου τῆς Ἀγλαντζιᾶς; Ἀπό τότε ὅμως πού σήμανε ὁ ἐθνικός συναγερμός τῆς 1ης Ἀπριλίου τοῦ 1955 ἡ ζωή του χάνει τόν ἥσυχο ρυθμό της. Μέ τίς ὁμάδες κρούσεως τῆς Λευκωσίας ἀναλαμβάνει ριψοκίνδυνες ἀποστολές. Πόσες φορές στίς ἐπιχειρήσεις δέν παραπλανᾶ τόν ἄγγλο δυνάστη καί γλυτώνει τή σύλληψι! Ἀλλά τώρα, πού μία ἀδέσποτη σφαῖρα πληγώνει θανάσιμα τόν ἀστυνομικό Νιχάτ Βασίφ, ὁ Ἰάκωβος δέν ἔχει καμιά ἀνάμειξη. Κι ὅμως, ἡ ἐπιμονή τῆς Τουρκάλας Ἐμινέ τόν ρίχνει στίς Κεντρικές Φυλακές τῆς Λευκωσίας.
   Σ᾿ ἐκεῖνα τά σκοτεινά καί ὑγρά κελλιά πού παγώνουν καί σκιάζουν τήν καρδιά κάθε φυλακισμένου, ὁ 22χρονος λεβέντης βρίσκει φωλιά ζεστή, συντροφιά ζηλευτή. Μέ τήν πιό ἔξαλλη φαντασία του δέν μποροῦσε νά συλλάβη τήν ἔκπληξη πού τόν περίμενε στό διπλανό κελλί. Ποιός νά τοῦ τό ᾿λεγε πώς αὐτές τίς σκληρές ὧρες πού τόν πνίγει τό ἄδικο καί τά βέλη τῆς συκοφαντίας βαθιά τόν πληγώνουν, θά ἔβρισκε γείτονα προσφιλέστατο καί στυλοβάτη ἄξιο, τόν πνευματικό του πατέρα π. Φώτιο Καλογήρου; Μόνον ἐκεῖνο τό παράθυρο μέ τά σίδερα καί τό χοντρό σύρμα πού χωρίζει τά δύο κελλιά γνωρίζει καλά τίς μυστικές καί τονωτικές συζητήσεις πού ἔκαναν οἱ δύο "κατάδικοι".
   Ἐντείνεται ἡ ἀγωνία γιά τό μέλλον τοῦ Πατάτσου στίς 23 Ἰουλίου 1956, τήν τελευταία μέρα τῆς δίκης. Λακωνική καί ἀκριβής ἡ ἀπολογία του· «Εἶμαι ἀθῶος. Εὑρέθην ἐκεῖ τυχαίως... Δέν ἐπυροβόλησα καί οὔτε εἶχα περίστροφον...». Κι ἐνῶ τό δικαστήριο στερεῖται ἀποδείξεων, ὁ ἄγγλος δικαστής Ἔλλισον ἀπαγγέλλει ψύχραιμα τή θανατική του καταδίκη. Ὤ, καί νά κρατοῦσε στά χέρια του ἐκείνη τή στιγμή ὁ φλεγματικός Ἔλλισον ἕναν παλμογράφο, γιά νά καταγράψει τίς ἄτακτες κινήσεις τῆς καρδιᾶς τῆς μάνας τοῦ κατηγορουμένου! Ἴσως τότε θά εἶχε κάποιες ἀναστολές καί ἐνοχές μέσα του γιά τήν τιμωρία ἑνός ἀθώου.
  Τά βήματα τῆς χήρας Ροδού μέχρι τήν ἀποφράδα μέρα κατευθύνονται χωρίς σταματημό πρός τό σπλάγχνο της. Κι ἐκεῖνο ἀντικρύζει καθημερινά τή θλιβερή φιγούρα τῆς μαυροφορεμένης μάνας του, πού τοῦ φέρνει λουλούδια εὐωδιαστά ἀπ᾿ τήν αὐλή τους. Χύνει βάλσαμο στή σπαραγμένη της καρδιά μέ τίς παραμυθητικές του ὑποθῆκες· «Μάνα μου, θέλω νά περνᾶς καλά, νά μή στερῆσαι τίποτε καί νά ᾿σαι περήφανη. Νά πηγαίνεις τακτικά στήν ἐκκλησιά καί νά προσεύχεσαι μέ πίστη...».
  Ξημερώνει ἡ 8η Αὐγούστου 1956, ἡ τελευταία μέρα τῆς ζωῆς του. Κι ὅμως τό παλληκάρι τοῦ Θεοῦ δέν τήν αἰσθάνεται ἔτσι. Ἡ θεοφιλής ψυχή του ἀπ᾿ τή γῆ βιώνει ἤδη τά... πέραν τῆς ἀγχόνης, τή γλυκύτητα τῆς αἰώνιας μακαριότητας. Τίς ἐσωτερικές οὐράνιες πτήσεις του ἐκμυστηρεύεται γραπτά στή μητέρα του· «Εὑρίσκομαι μεταξύ ἀγγέλων. Τώρα ἀπολαμβάνω τούς κόπους μου. Τό πνεῦμα μου φτερουγίζει γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Κυρίου. Θέλω νά χαίρης ὅπως κι ἐγώ. Ἄν κλαίης, θά λυποῦμαι. Τ᾿ ὄνομά σου θά γραφῆ στήν ἱστορία, γιατί ἐδέχθης νά θυσιασθῆ τό παιδί σου γιά τήν Πατρίδα. Εἶνε καιρός τώρα νά καμαρώσης τό παιδί σου. Εὑρίσκεται ἐκεῖ ψηλά ὅπου ψάλλουν οἱ ἄγγελοι. Χαῖρε, ἀγαπημένη μου μητέρα. Μή κλαίης, γιά ν᾿ ἀκούσης τήν ἀγγελική φωνή μου, πού ψάλλει Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε καί σύ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τόν Θεόν σ᾿ ὅλη σου τήν ζωήν...».
   Ἔρχεται στίς 8 τό βράδυ ὁ ἱερέας τῶν Κεντρικῶν Φυλακῶν, π. Ἀντώνιος Ἐρω-τοκρίτου. Ἀρχίζει τήν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου μέ παρευρισκομένους τούς τρεῖς μελλοθανάτους. Μπορεῖ ἐκεῖνες τίς φυλακές νά μήν τίς λούζει τό ἄπλετο φῶς τοῦ ἥλιου, μές στήν καρδιά ὅμως τοῦ Χαρίλαου Μιχαήλ, Ἀνδρέα Ζάκου καί Ἰάκωβου Πατάτσου, μέ τή συμμετοχή τους στό "Ποτήριον τῆς Ζωῆς", κατοικεῖ ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Νικητής τοῦ θανάτου.
   Εἶχα τήν εὐτυχῆ συγκυρία νά γνωρίσω στήν Κύπρο τόν τραγικό αὐτόν ἱερέα, πού ἔζησε ἀπό τόσο κοντά τό δρᾶμα τῶν ἀπαγχονισθέντων. Γεμάτη ἀνυπομονησία ζήτησα νά μοῦ μιλήση γι᾿ αὐτούς τούς ἐθνομάρτυρες, πού μέ τά "χριστιανά τέλη" τους καθαγίασαν τόν φρικτό τόπο τοῦ μαρτυρίου τους. Κι εἶδα τά μάτια τοῦ ἀσπρομάλλη γέροντα νά ὑγραίνωνται, σάν θυμήθηκε τί ὁ Ἰάκωβος Πατάτσος τόν ρώτησε στίς τελευταῖες του στιγμές· «Ὅταν θά μᾶς παίρνουν, πάτερ, τί νά ψάλλωμεν;». Πραγματικά, στό δρόμο γιά τήν κρεμάλα ἀντήχησε ἡ φωνή τοῦ ἥρωα πού ἔψαλε ἕνα τροπάριο τοῦ Μ. Σαββάτου· «Ἔκστηθι φρίττων, οὐρανέ, καί σαλευθή-τωσαν τά θεμέλια τῆς γῆς...». Συνέχισε μέ τό «Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον...», ἀλλά δέν τό ἀποτέλειωσε, διότι ἡ ἀγχόνη τοῦ εἶχε ἤδη φράξει τό λαιμό. Μά τέτοια μαρτύρια δέν σκιάζουν τούς τίμιους ἀγωνιστές. Τέτοιες θυσίες ἐμπνέουν καί ἠλεκτρίζουν τίς νέες γενιές.
   Ἀκριβῶς 40 χρόνια ἀπό τότε, στίς 11 καί 14 Αὐγούστου 1996, δύο παλληκάρια τῆς Κύπρου, ὁ Ἀναστάσιος Ἰσαάκ καί ὁ Σολωμός Σολωμοῦ, μέ τή λεβεντιά, τήν τόλμη καί τόν ἀξιοθαύμαστο ἡρωϊσμό τους ἀνασταίνουν, ἐκεῖ στό ὁδόφραγμα τῆς Δερύνειας, τή χορεία τῶν ἐθνομαρτύρων τῆς Ε.Ο.Κ.Α.
  Ἡρωϊκά, χριστιανικά νιάτα τοῦ κυπριακοῦ ἔπους 1955-59, πυροδοτῆστε καί ἄλλα νιάτα τῆς ἐποχῆς μας. Πόσο ἀνάγκη ἔχουν καί ἀπό μία σπίθα τῆς φλόγας σας πρός τόν Θεό καί τήν Πατρίδα, γιά νά ζωογονηθοῦν καί νά πληρωθοῦν οἱ ἄδειες ἀπό ἰδανικά καρδιές τους!
  Ἑλληνίς
Τετάρτη, 19 Ιούλιος 2023 03:00

Δέν ξεχνῶ

den ksexno  Τούτη τή φορά δέν θ' ἀνατρέξω σέ πηγές κι ἱστορικά ἀρχεῖα. Δέν θά ξεφυλλίσω ἀπομνημονεύματα κι οὔτε θά ἀναζητήσω πορίσματα ἱστορικῶν. Ἀλλά θά βυθίσω τή σκέψη μου ἐπίμονα στό παρελθόν, θά ἀφήσω τήν καρδιά μου ἐλεύθερα νά ἐκφράσει τά δικά της βιώματα καί τόν ἑαυτό μου ὅλο νά καταθέσει τή δική του μαρτυρία γιά κεῖνο τό τραγικό ξημέρωμα τῆς 20ῆς Ἰουλίου 1974 στή μακρινή μεγαλόνησο, τήν Κύπρο μας.
  Δέν μέ ξυπνοῦν οἱ ὀρθρινές καμπάνες γιά τοῦ προφήτη Ἠλία τή γιορτή. Στό χάραμα τῆς νέας μέρας καί μές στήν καρδιά τοῦ καλοκαιριοῦ ἀπρόσμενοι ἦχοι φθάνουν στ' αὐτιά μου. Ὅλη ἡ Λεμεσός ἐκπέμπει στήν ἴδια συχνότητα· ἐμβατήρια, πολεμικά ἀνακοινωθέντα, ὁ ἐθνικός ὕμνος... Ὄχι, δέν ξημερώνει καμιά ἐθνική γιορτή. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. «Εἰρηνικοί ἐπισκέπτες» εἰσβάλλουν στό νησί μας καί μέλλει κι ἡ δική μου γενιά νά «γνωρίσει» ἀπό κοντά τούς «εὐγενεῖς» γειτόνους της, τούς Τούρκους.
  Πῶς νά συμβιβαστεῖ μέ τούτη τήν ἄδικη καταπάτηση τό λογικό μου; Πῶς νά συνταιριαστεῖ μέ τήν τρομερή παραφωνία τοῦ πολέμου ἡ ἐφηβική μου καρδιά; Μά, προπάντων, πῶς νά ἀντέξω σέ τέτοιες σκληρές ὧρες, πού οἱ ὀρδές τοῦ Ἀττίλα μανιακά λεηλατοῦν, τήν ἀπουσία τοῦ πατέρα; Ἄλλοτε τέτοια μέρα κινοῦσε γιά τήν ἐκκλησία. Καί τώρα; Ἀπό τ' ἀκουστικό τοῦ τηλεφώνου ψυχρή καί κατηγορηματική ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ ἀξιωματικοῦ ὑπηρεσίας πρός τή δόλια μάνα μου· «Κυρία μου, βρίσκεται ἐκτός στρατοπέδου. Εἶναι σέ ἀποστολή». Περνοῦν μέρες... Ἡ ἀπάντηση ἔρχεται πάντα ἴδια. Καί λίγο πιό πέρα ὁ Ἀσιάτης βάρβαρος μέ τίς ληστρικές ἐπιδρομές καί τ' ἅρματα μάχης, μέ τίς ὀβίδες καί τίς ἐμπρηστικές του βόμβες ναπάλμ, ἐξακολουθεῖ ν' ἀλλάζει ριζικά τή ζηλευτή ὄψη τοῦ νησιοῦ.
  Πέρασαν ἀπό τότε πολλά χρόνια. Λησμόνησα πολλά. Μά ὅ,τι λίγο ἔζησα ἀπό τήν κυπριακή τραγωδία χαράχτηκε μέσα μου. Μπορῶ νά ξεχάσω τή γειτονιά μου πού μέ μιᾶς βουβάθηκε σάν ἦρθαν τά λεωφορεῖα νά παραλάβουν τίς οἰκογένειες τῶν Ἄγγλων γιά νά τίς ἀσφαλίσουν στίς ἀγγλικές βάσεις, ἐκεῖ πού ὁ ἐχθρός δέν θά βομβάρδιζε; Μπορῶ νά ξεχάσω τό θαυμασμό πού ἔνιωσα γιά τόν διπλανό μας Ἕλληνα Κύπριο, ἥρωα τῆς ἐποποιΐας τοῦ 1940, πού καθηλωμένος στήν ἀναπηρική του καρέκλα ἀρνήθηκε μαζί μέ τήν ἀγγλίδα γυναίκα του τήν ἀσφάλεια πού τοῦ προσφερόταν στό ἀγγλικό ἀκρωτήρι, διότι ἤθελε νά ἔχει τήν ἴδια τύχη μέ τούς Ἕλληνες συμπατριῶτες του; Νά ξεχάσω τή γραφική ἔπαυλη πού ὀμόρφαινε τή συνοικία μας καί τ' ἀφεντικό της, τόν πρόξενο τῆς Μάλτας, πού θρηνοῦσε γοερά τό χαμό τοῦ παλληκαριοῦ του στήν Ἀμμόχωστο; Τή θλιβερή φιγούρα τῆς μάνας μου, πού ἔλειωνε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς κι ἄφηνε γιά ὧρες τή σιωπηλή κραυγή καί ἱκεσία της;
 Κάθε 20 Ἰουλίου ἡ μάνα μας ξεδιπλώνει ἕνα χακί πουκάμισο. Κι ἔτσι λερωμένο, μέ τά σημάδια τοῦ ἱδρώτα φανερά καί μέ τ' ἀριστερό πέτο τοῦ γιακᾶ ξεσχισμένο ἀπό τή σφαίρα τοῦ ἐχθροῦ πού τό διαπέρασε, μᾶς ὑπενθυμίζει τό χρέος μας ἀπέναντι στόν Θεό καί στόν προφήτη του Ἠλία γιά τή σωτηρία τοῦ πατέρα μας. Κι ἐκεῖνος ἀπ' τό χάραμα, μπροστά στό τέμπλο τοῦ Ἱεροῦ, στητός, ὁλόρθος ἀναπολεῖ... Μέ μάτια ὑγρά καί μ' ἕνα δίπτυχο στό χέρι μνημονεύει τούς ἀξιωματικούς κι ὁπλῖτες του πού ἄφησαν τήν τελευταία τους πνοή σέ κείνη τήν ἐπιχείρηση καί δέεται τό αἷμα τους κι ἡ θυσία τους σέ τοῦτο τό μαρτυρικό νησί νά βροῦν κάποτε τό δίκιο τους.

Ἑλληνίς,
Μαρία Γούδα, φιλόλογος-θεολόγος