Πέμπτη, 11 Απρίλιος 2024 03:00

Ἀναβαίνετε!

 

anabainete   Ἀπό τά βάθη τῆς ἐρήμου, ὅπου πέρασε τή ζωή του, κι ἀπό τήν ἀπόσταση τῶν δεκαπέντε αἰώνων, πού μᾶς χωρίζουν ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἀσκητικοῦ γέροντα, μοιάζει ξέμακρη ἡ φωνή του. Μά εἶναι τόσο σοφή καί πρακτική ἡ διδασκαλία του, τόσο ἀναγκαία καί ἐπίκαιρη, πού ἀξίζει νά μᾶς ἀπευθύνει αὐτός τό μήνυμα τῆς περιόδου αὐτῆς, ὁ ἅγιος Ἰωάννης συγγραφέας τῆς Κλίμακος (525-600 μ.Χ.), τόν ὁποῖο τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τήν τέταρτη Κυριακή τῶν νηστειῶν. 
   Ἐπί σαράντα χρόνια στή μόνωση τῆς ἐρήμου, ὅπου ἀπό τά δεκαέξι του εἶχε καταφύγει, καί κατόπιν, ἐπί μία εἰκοσαετία περίπου, ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ, μελέτησε σέ βάθος τήν ἀνθρώπινη ψυχή καί γνώρισε τά μυστικά τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας του τό ἀπόσταγμα περιλαμβάνει στό σοφό βιβλίο του «Κλῖμαξ». Σ᾿ αὐτό, μέσα σέ τριάντα λόγους (ὅσα ἦταν τά χρόνια τοῦ Κυρίου, ὅταν ἄρχισε τή δημόσια δράση του), ταξινομεῖ πρακτικά διδάγματα γιά τή μοναχική ζωή ἀλλά καί γενικότερα γιά τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν. Ἄν καί ἀσκητής ὁ ἴδιος καί πρός ἀσκητές ἀπευθυνόμενος, δέν περιορίζεται σέ ἐντολές πού ἀφοροῦν στή σωματική ἄσκηση. «Δέν ἔχω νηστέψει, δέν ἔχω ἀγρυπνήσει, δέν κοιμήθηκα στό χῶμα, ἀλλά ταπεινώθηκα καί μέ ἔσωσε ὁ Κύριος», γράφει χαρακτηριστικά στόν 25ο λόγο.
   Τό γνώρισμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού κυρίως τονίζει ὁ θεοφώτιστος διδάσκαλος, εἶναι ὁ συνεχής ἀγώνας γιά τήν πνευματική ἀναβάθμιση τοῦ πιστοῦ. Παρουσιάζει τήν πνευματική ζωή ὡς μία κλίμακα. Τό χρέος τοῦ καθενός εἶναι νά ἀγωνίζεται, ὅσο περισσότερο μπορεῖ, ν᾿ ἀνεβαίνει στήν κλίμακα. «Κλίμακα ἀναβάσεως πεπελέκηκα (=ἔχω καταρτίσει)», γράφει στόν 27ο λόγο, «ἕκαστος, λοιπόν, βλεπέτω ἐν ποίᾳ βαθμίδι ἕστηκεν». Τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀναβάθμισης τονίζει ἐπιγραμματικά καί στήν κατακλείδα τοῦ βιβλίου παροτρύνοντας τούς ἀναγνῶστες: «Ἀναβαίνετε, ἀναβαίνετε, ἀδελφοί, ἀναβάσεις προθύμως ἐν καρδίᾳ διαθέμενοι (=ἐπιθυμώντας ὁλόψυχα τίς ἀναβάσεις)».
   Πόσο σοφός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου καθηγητῆ τῆς ἐρήμου καί πόσο ἀναγκαῖος καί γιά ὅλους ἐμᾶς, πού μέσα στήν ἐρημία τῶν πόλεων, στίς τόσες μέριμνες τῆς καθημερινότητας, δέν παύουμε ν᾿ ἀτενίζουμε μέ λαχτάρα τόν οὐρανό καί νά ζητοῦμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τήν κατάκτησή του! Αὐτή τή λαχτάρα ἐπιθυμώντας νά τονώσει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, μᾶς προετοιμάζει σ᾿ ὅλη τήν περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, καθώς βῆμα-βῆμα μᾶς χειραγωγεῖ στό θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου, στόν ζωοποιό σταυρό του, γιά νά ἀξιωθοῦμε καί τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεώς του.
    Ἡ ὅλη πορεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἶναι μία ἀνάβαση. Τή βιώνει ὁ πιστός σέ προσωπικό ἐπίπεδο μέ τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησή του. Ἄν σέ πρώτη φάση ἡ μετάνοια εἶναι ἀλλαγή φρονήματος καί πορείας, στή συνέχεια προσδιορίζεται ὡς ἀλλαγή ἐπιπέδου. Κερδίζουμε ὕψος κάθε φορά πού μέ συναίσθηση καί συντριβή ἐπιστρέφουμε στόν Κύριο κι ἐξαγορευόμαστε τά κρίματά μας στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα», θά ψάλουμε στήν ἀρχή τῆς Μ. Ἑβδομάδας. Θά εμαστε, ἄραγε, ὅλοι ἕτοιμοι γιά τήν ἀνάβαση αὐτή; Θά ἔχει προηγηθεῖ ἡ εἰλικρινής ἐξομολόγησή μας; Ὁ Θεός νά δώσει!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Κατηγορία Τριώδιον
Τρίτη, 30 Οκτώβριος 2018 02:00

Ὁ ἐξοπλισμός μας (Ἐφ 6,10-17)

 panoplia Ἀκούγεται προκλητικός ὁ τίτλος. Τί γνώμη μπορεῖ νά ἐκφέρει ἕνα χριστιανικό περιοδικό γιά ὅπλα καί ἐξοπλισμούς; Ἀλλά, ἄν ὁ στρατιωτικός ἐξοπλισμός ἀπασχολεῖ καί ἐνδιαφέρει τούς ἰσχυρούς τῆς γῆς, ὁ δικός μας λόγος ἀφορᾶ στόν πνευματικό ἐξοπλισμό. Διότι, ὅπως σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐν σαρκί γάρ περιπατοῦντες, οὐ κατά σάρκα στρατευόμεθα» (Β΄ Κο 10,3). Ἐνῶ ζοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, εμαστε στρατευμένοι σέ ἀγώνα ὑπερκόσμιο. Ὑπερκόσμια, πνευματικά εἶναι τά ἔπαθλα τοῦ ἀγώνα. Ὑπερκόσμιος, ὑπεράνθρωπος καί πνευματικός εἶναι καί ὁ ἐχθρός διάβολος καί τά ὅπλα πού ἐκεῖνος χρησιμοποιεῖ ἐναντίον μας. «Οὐκ ἔχομεν πάλην πρός ἀνθρώπους ὁμοιοπαθεῖς ἡμῖν καί ἰσοδυνάμους», σχολιάζει ὁ ἅγιος Οἰκουμένιος.
 Γιά τήν ἀπόκρουση τοῦ πονηροῦ χρειαζόμαστε ὁπωσδήποτε τόν ἀνάλογο ὁπλισμό. «Τά γάρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικά» ἀλλά πνευματικά, «δυνατά τῷ Θεῷ πρός καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων», τῶν ὀχυρωμάτων τοῦ διαβόλου (Β΄ Κο 10,4). Στά ὁπλοστάσια καί στίς ἀγορές τῆς γῆς δέν βρίσκονται αὐτά τά ὅπλα. Προσφέρονται δωρεάν ἀπό τόν ἀγωνοθέτη Κύριο στόν κάθε πνευματικό ἀγωνιστή. Καί εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ πανοπλία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν παρουσιάζει ὁ προφήτης Ἠσαΐας (59,17-18). «Ὁ Θεός ἅπασι διανέμει τήν βασιλικήν παντευχίαν (= πανοπλία)», τονίζει ὁ Θεοδώρητος. Τά προσωπικά του ὅπλα μᾶς ἐμπιστεύεται ὁ Θεός. Τί θαυμαστό! Ὁ μυθικός Πάτροκλος φορώντας τήν πανοπλία τοῦ φίλου του Ἀχιλλέα κατατρόμαξε τούς Τρῶες καί τούς ἀνάγκασε νά κλεισθοῦν φοβισμένοι στά τείχη. Ἀλλά κι ἐμεῖς γινόμαστε πανίσχυροι, τρομεροί γιά τούς ἐχθρούς δαίμονες φορώντας τή θεϊκή πανοπλία. Στή δική μας περίπτωση μάλιστα συμβαίνει κάτι τό μοναδικό: φορώντας τήν πανοπλία τοῦ Θεοῦ ὑφιστάμεθα τήν ἐσωτερική ἀλλοίωση. Ἡ δειλία μας μεταβάλλεται σέ γενναιότητα, ὁ φόβος σέ θάρρος, ἡ ἀδυναμία σέ δύναμη. Ἔχουμε δική μας τή δύναμη τοῦ Θεοῦ.
  Ἡ θεοκίνητη πένα τοῦ ἀρχιστράτηγου ἀποστόλου Παύλου περιγράφει λιτά τήν πνευματική πανοπλία στό τελευταῖο κεφάλαιο τῆς πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς του (6,13-18). Δέσμιος στή φυλακή τῆς Ρώμης ὁ ἀπόστολος, ἔχοντας μπρός στά μάτια του τόν ὁπλισμό τοῦ ρωμαίου στρατιώτη, κατονομάζει τά ὅπλα τοῦ πιστοῦ: ζώνη, θώρακας, ὑποδήματα, θυρεός, περικεφαλαία, μάχαιρα. Ἀξίζει νά τά περιεργασθοῦμε γιά λίγο.
  Ἀπαραίτητο ἐξάρτημα τῆς στρατιωτικῆς στολῆς σήμερα ἀλλά ἰδιαίτερα στήν ἀρχαιότητα ἡ ζώνη, στερέωνε στή μέση τό χιτώνα καί καθιστοῦσε εὐσταλῆ καί εὐκίνητο τόν στρατιώτη, ὥστε μέ ἄνεση νά ἐκτελεῖ τά παραγγέλματα. Τί σημασία ἔχει ἡ ζώνη τῆς πνευματικῆς πανοπλίας; Σημαίνει τήν περιστολή, τόν περιορισμό τῶν παθῶν, καθώς κοντά στή μέση, στά νεφρά, κατά τή βιβλική ἀνθρωπολογία, βρίσκεται ἡ ἕδρα τῶν ἐπιθυμιῶν. Ἡ πονηρή ἐπιθυμία, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, εἶναι ἐμπαιγμός καί ψέμα. Δέν εἶναι ἡδονή ἡ ἁμαρτία ἀλλά σκιά ἡδονῆς. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει στούς πιστούς νά ζωστοῦν «ἐν ἀληθείᾳ», μέ τήν ἀληθινή ἡδονή, τή σωφροσύνη. Ἡ ἐγκράτεια, λοιπόν, εἶναι τό πρωταρχικό ὅπλο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα.
  Στή ζώνη οἱ ἀρχαῖοι πολεμιστές στερέωναν τό θώρακα, ὁ ὁποῖος προστάτευε ἀπό τά ἐχθρικά κτυπήματα τό ἐπάνω μέρος τοῦ σώματος. Στήν πνευματική πανοπλία ὁ θώρακας ὀνομάζεται «θώρακας δικαιοσύνης». Εἶναι, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, ὁ ἐνάρετος βίος, πού «θώρακος δίκην» σκέπει τούς πιστούς καί τούς καθιστᾶ ἄτρωτους ἀπό τά ἐχθρικά βέλη.
  Τά ὑποδήματα, ὄχι ὅπλο ἀλλά ἀπαραίτητο ἐξάρτημα τοῦ στρατιώτη, τόν κρατοῦν σέ κατάσταση ἑτοιμότητος. Γιά τόν πνευματικό πολεμιστή ἡ ὑπόδηση δηλώνει τήν «ἑτοιμασία τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης», τήν προθυμία καί τόν ἐνθουσιασμό νά μεταφέρει στόν κόσμο τό εὐαγγέλιο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φτερώνει τά πόδια καί κάνει τόν χριστιανό ἀγγελιοφόρο τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ, εὐαγγελιστή τοῦ κόσμου.
  Ὁ θυρεός ἦταν μία τεράστια ἀσπίδα, ἡ ὁποία κάλυπτε ὅλο τό σῶμα, ἕνα κινούμενο τεῖχος, πού ἐξοστράκιζε τά πυρωμένα βέλη τοῦ ἐχθροῦ. Ἀντίστοιχα, ὁ θυρεός τῆς πίστεως εἶναι ἡ ἀκλόνητη καί ρωμαλέα πίστη. Αὐτή προστατεύει τόν πιστό ἀπό τούς δριμύτατους πειρασμούς τῶν πονηρῶν δυνάμεων.
  Γιά νά ἀσφαλίσει τό κεφάλι του ὁ ἀρχαῖος στρατιώτης φοροῦσε πάντα στή μάχη τήν περικεφαλαία. Τά ὀρθόδοξα δόγματα πρόγονο τοῦ σημερινοῦ κράνους. εἶναι ἡ «περικεφαλαία τοῦ σωτηρίου», οἱ σωτήριες ἀλήθειες τῆς πίστεως ἀσφαλίζουν τό νοῦ τοῦ πιστοῦ ἀπό τίς πλάνες θεωρίες, πού σκοτίζουν τή διάνοια.
  Κοντά σ᾿ ὅλα αὐτά τά ἀμυντικά ὅπλα προσθέτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος κι ἕνα ἐπιθετικό, τή μάχαιρα. Εἶναι ἡ ρομφαία ἤ τό ξίφος, πού κρεμόταν στόν δεξιό μηρό τοῦ στρατιώτη. Μέ τόν ἐπιδέξιο χειρισμό τοῦ πολεμιστῆ ἐπέφερε θανατηφόρα κτυπήματα στούς ἐχθρούς. Ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ κρατᾶ τή «μάχαιρα τοῦ Πνεύματος», τήν ὁποία κατευθύνει ἐπιδέξια τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει τή δύναμη νά διεισδύει ὥς τά βάθη τῆς καρδιᾶς. Μέ τή μάχαιρα τοῦ θείου λόγου συντρίβονται τά δεσμά τοῦ πονηροῦ, καταλύονται τά πάθη, ἀλλά καί διαφωτίζονται ψυχές ἀπό τήν κατοχή τοῦ σατανᾶ ὁδηγοῦνται στό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία.
  Ἕνα τελευταῖο ὅπλο σάν μυστικός ἀσύρματος κρατᾶ τόν πιστό σέ συνεχῆ ἐπαφή μέ τόν Κύριο καί τόν συνδέει μέ τούς ἄλλους συναγωνιστές. Εἶναι ἡ προσευχή. Ἡ πνευματική πανοπλία καλύπτει τόν ἀγωνιστή τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν κορφή ὥς τά νύχια καί  τόν καθιστᾶ ἀήττητο. Μέ μιά προϋπόθεση ὅμως: νά μήν ἐμπιστεύεται στίς δικές του δυνάμεις, ἀλλά συνεχῶς νά ζητᾶ τή θεία βοήθεια μέ τήν προσευχή. Ὁ ἐχθρός καιροφυλακτεῖ γιά νά ἐπιτεθεῖ στόν πιστό. Ἀδυνατεῖ ὅμως νά τόν βλάψει, ὅταν ἐκεῖνος μένει ἄγρυπνος, προσεύχεται ἀδιάλειπτα καί διατηρεῖ ἔτσι ἀδιάκοπη ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.
  Ἁγνότητα καί σωφροσύνη, ἁγιότητα ζωῆς, ἀκλόνητη πίστη, ἐμμονή στά ὀρθόδοξα δόγματα, μελέτη τοῦ θείου λόγου, προσευχή ἀδιάλειπτη νά ὁ ἐξοπλισμός μας! Γιά τούς ἀπίστους ὅλα αὐτά εἶναι ἄγνωστα ἤ ἀδιάφορα, πιθανόν καί ἐνοχλητικά. Γιά μᾶς τούς πιστούς τί νόημα ἔχουν; Ποιά εἶναι ἡ θέση τους στή ζωή μας;
            Στέργιος  Ν. Σάκκος
Κατηγορία Τριώδιον
Πέμπτη, 27 Φεβρουάριος 2020 02:00

Λάδι ὄχι, ἐλιές ναί· γιατί;

  «Γιατί σέ καιρό νηστείας νηστεύουμε τό λάδι καί τά ψάρια καί τρῶμε ἐλιές καί αὐγοτάραχο;»
 

elies  Ἡ παλιά καί ἀληθινή νηστεία συνίσταται στήν πλήρη ἀποχή τροφῆς ἤ στήν ξηροφαγία. Ἐπειδή ὅμως αὐτή δέν εἶναι δυνατόν νά τηρηθεῖ στίς μεγάλες περιόδους τῶν νηστειῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, λόγῳ δύσκολων συνθηκῶν ζωῆς ἤ ἔλλειψης ζήλου, ἔχουν στήν πράξη ἐπινοηθεῖ διάφορες διευκολύνσεις, ὥστε νά εἶναι δυνατή ἡ ἐφαρμογή τῆς νηστείας ἀπό ὅλους τούς πιστούς.
   Στήν ἀρχαία ἐποχή οἱ χριστιανοί μετά τήν ἐνάτη ὥρα (3 μ.μ.) τῶν νηστήσιμων ἡμερῶν κατέλυαν μόνο νερό καί ψωμί. Σιγά-σιγά ὅμως ὄχι μόνο ἡ διάρκεια τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀποχῆς ἀπό τροφή περιορίστηκε στά συνηθισμένα καί στίς ἄλλες μέρες ὅρια γι᾿ αὐτό μετατέθηκαν καί οἱ Ἑσπερινοί τῆς Τεσσαρακοστῆς καί οἱ Προηγιασμένες τό πρωί ἀλλά καί ἄλλα εἴδη τροφῶν ἄρχισαν νά χρησιμοποιοῦνται, ὅπως οἱ καρποί, τά ὄσπρια, τά ὀστρακόδερμα, τά μαλάκια κ.ο.κ.
   Μέσα στά πλαίσια αὐτά μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί τό ὅτι τρῶμε ἐλιές κατά τίς ἡμέρες πού δέν τρῶμε λάδι, καί αὐγοτάραχο κατά τίς ἡμέρες πού ἀπέχουμε ἀπό ψάρια. Γιά τό πρῶτο μποροῦμε νά ἐπικαλεστοῦμε τό λόγο ὅτι οἱ ἐλιές τρώγονται ὡς καρπός, ἐνῶ ἡ ἀπαγόρευση τοῦ λαδιοῦ ἀφορᾶ στά φαγητά πού παρασκευάζονται μέ λάδι. Γιά τό δεύτερο ἡ δικαιολογία εἶναι λιγότερο εὔλογη, ἀφοῦ δέν ἰσχύει τό ἴδιο γιά τό γάλα ἤ τά αὐγά, ἀλλά καί αὐτά ἀπαγορεύονται κατά τίς νηστεῖες μας ὡς «καρπός... καί γεννήματα ὧν ἀπεχόμεθα» κατά τόν 56ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γνωρίζω πάντως εὐλαβεῖς χριστιανούς πού κατανοοῦν ὅτι πρόκειται γιά «οἰκονομία», καί κατά τίς ἡμέρες τῶν μεγάλων νηστειῶν, ὅπως καί τήν παραμονή πού θά κοινωνήσουν, ἀπέχουν καί ἀπό ἐλιές καί ἀπό αὐγοτάραχο.
   Εἶναι ἀλήθεια πώς αὐτή τήν ἐρώτηση τήν ἀκοῦμε συχνά ἀπό καλοπροαίρετους πιστούς καί συχνότερα ἀπό μερικούς πού εἰρωνεύονται τίς νηστεῖες. Θά μποροῦσε καί στίς δύο περιπτώσεις νά ὑπογραμμιστεῖ ἡ ἐλαστικότητα καί τό φιλάνθρωπο τῶν σχετικῶν ἐθίμων καί τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν ἔχουν σκοπό νά ἐξοντώσουν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά τούς βοηθήσουν νά ἀσκηθοῦν στήν ἐγκράτεια καί νά κυριαρχήσουν στά πάθη τους. Ἄν τούς σκανδαλίζουν οἱ τροφές αὐτές, μποροῦν νά ἀπέχουν ἀπό αὐτές χωρίς κατά τόν ἀπόστολο νά ἐξουθενώνουν τούς «ἐσθίοντας» ἤ νά «κρίνουν» (Ρω 14,3) τήν Ἐκκλησία γιά τήν φιλάνθρωπη τακτική της. Τό νά ἀναλάβει ἡ Ἐκκλησία ἀγώνα γιά τήν ἐκκαθάριση τῶν σχετικῶν μέ τή νηστεία ἐθίμων καί τῶν τροφῶν πού τρώγονται ἤ ὄχι σ᾿ αὐτήν, οὔτε τοῦ παρόντος εἶναι οὔτε μπορεῖ νά μείνει πάντοτε μέσα στά ὅρια τῆς σοβαρότητος. Ἐκεῖνο πού πρωτεύει εἶναι ὁ τονισμός τῆς ἀνάγκης τῆς νηστείας καί τῆς πνευματικῆς ὠφέλειας πού προέρχεται ἀπ᾿ αὐτή, καθώς καί ἡ προσπάθεια γιά τήν κατά τό δυνατόν συμμόρφωση τῶν πιστῶν στίς σχετικές ἐκκλησιαστικές διατάξεις, πού ἀρκετά ἔχουν ἀτονήσει στίς μέρες μας.

Ἰωάννης Φουντούλης

Κατηγορία Τριώδιον
Παρασκευή, 28 Φεβρουάριος 2020 02:00

Νηστεία

Α. Ἡ σχέση της μέ τήν ἐλπίδα

 nisteia   Καθώς γύρω μας αὐξάνουν καθημερινά τά καταναλωτικά μας ἀγαθά, καθώς ἀπολαμβάνουμε συνεχῶς καί πλουσιότερη τήν τροφή καί καθώς συσσωρεύονται πάνω μας τό ἕνα μετά τό ἄλλο τά βάρη καί οἱ συμφορές τῆς καλοφαγίας καί πολυφαγίας, συνειδητοποιοῦμε ὅλο καί περισσότερο, ὅλο καί καλύτερα πόσο ὠφέλιμη καί πόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ νηστεία. Οἱ γιατροί καί οἱ ἐπιστήμονες ἐπισημαίνουν ὅτι πρέπει ἡ δίαιτά μας νά γίνει ἁπλή καί λιτή καί ἔμμεσα ἤ ἄμεσα ἀναγνωρίζουν ὅτι οἱ διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας γιά γενική ἐγκράτεια στό φαγητό καί γιά ἀποχή κατά καιρούς ἀπό ὁρισμένες τροφές εἶναι ἡ πιό κατάλληλη καί ἀποτελεσματική ἀντιμετώπιση τῆς πλημμύρας τῶν ἀγαθῶν στή ζωή μας, εἶναι ἡ πιό σωστή στάση γιά τήν ὑγεία καί γιά τήν εὐεξία μας. Ὅλοι συμφωνοῦν ὅτι ἀκόμη κι ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ θεσμός τῆς νηστείας, θά ἔπρεπε νά ἐφευρεθεῖ τώρα καί νά ἐπιβληθεῖ, γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τόν ὀλέθριο κίνδυνο τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, πού ἀπειλεῖ νά μᾶς καταστρέψει περισσότερο ἀπό ὅ,τι μᾶς ἀπείλησε κάποτε ἡ πεῖνα, ἡ πενία, ἡ ἀπορία.
    Ἐντούτοις, ὅσο κι ἄν ὁ κόσμος παραδέχεται ἀπό ἀνάγκη τήν ἀξία τῆς νηστείας στήν οὐσία της -διότι βέβαια στόν ἀκριβῆ της τύπο, ὅπως τήν διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, δέν ἔχουν ὅλοι τήν ταπείνωση νά τήν ἀποδεχθοῦν-, δέν κατορθώνει νά συλλάβει πλήρως τήν ὑπεροχή της, ἐφόσον τήν κρίνει μόνο ἀπό τήν προσφορά της στή βιολογική μας ὕπαρξη καί δέν τήν θεωρεῖ ὁλοκληρωμένα ὡς προσφορά στόν σύνολο ἄνθρωπο καί πρό πάντων στήν πνευματική του ὑπόσταση. Διότι ἡ νηστεία ὁρίσθηκε ἀπό τόν Θεό μέ στόχο ὄχι μόνο τήν ὑγεία τοῦ σώματος, ἀλλά καί τήν εὐρωστία τοῦ πνεύματος, τήν εὐεξία τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ Κύριος ἔδινε στούς πρωτοπλάστους τήν ἐντολή νά μή φᾶνε τούς καρπούς ἑνός συγκεκριμένου δένδρου μέσα στόν παράδεισο -οἱ ὁποῖοι, σημειωτέον, ἦταν πολύ ἑλκυστικοί-, θέσπιζε τήν πρώτη πράξη τῆς νηστείας καί ἔθετε τόν πρῶτο ὅρο γιά τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς· τήν ἑκούσια δηλαδή ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τήν ἐλεύθερη συμφωνία τοῦ πλάσματος μέ τόν Πλάστη. Ὑπακούοντας ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα στό παράγγελμα τῆς νηστείας φανέρωναν τήν ἐμπιστοσύνη τους καί τήν ἀγάπη τους στόν Κύριο, ἔδειχναν ὅτι ἀναγνωρίζουν τήν αὐθεντία του καί ἐπιθυμοῦν νά τόν εὐχαριστήσουν, καί ἀνέπτυσσαν ἔτσι μία δυνατή σχέση μαζί του, κατόρθωναν μία βαθειά ἐναρμόνιση τῆς ζωῆς τους μέ τή θεία ζωή.
    Αὐτή ἡ τέλεια ἁρμονική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἦταν καί ἔμεινε πάντοτε τό θαυμαστό ἀποτέλεσμα τῆς νηστείας. Στούς αἰῶνες πού ἀκολούθησαν μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, μετά τή διάρρηξη τοῦ δεσμοῦ πίστεως καί ἀγάπης πρός τόν Θεό, πού συνέβη ἀκριβῶς μέ τήν καταπάτηση τῆς νηστείας, ὁ Κύριος δέν ἄφησε τό πλάσμα του νά χάσει κάθε δυνατότητα ἐπαφῆς μαζί του καί νά χαθεῖ. Τοῦ χάρισε τήν ἐλπίδα ὅτι κάποτε θά ἐπιστρέψει πάλι στόν παράδεισο καί θά δεῖ ξανά τό πρόσωπό του, καί τοῦ ἔδωσε ἕνα μέσο γιά νά βρίσκει κοινωνία μαζί του, ὅσο μακριά κι ἄν πλανηθεῖ· τόν νόμο του καί μέσα σ’ αὐτόν τή νηστεία. Μέχρι σήμερα καί μέχρι νά ἔρθει ἡ τελική ἀπολύτρωσή μας, ἡ νηστεία παραμένει γιά ὅλους ὁ θεόσδοτος τρόπος γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ἐσωτερική μας ἁρμονία, νά εἰρηνεύσουμε τόν διχασμένο ἑαυτό μας, πού ἐνῶ εἶναι τοῦ Θεοῦ, συγχρόνως ἐπαναστατεῖ ἐναντίον του. Βέβαια, ὅλα τοῦτα ἔγιναν πλήρως κατανοητά μετά τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος παραδίδει πλέον τό σῶμα του καί τό αἷμα του γιά τήν καταλλαγή τοῦ ἀποστάτη ἀνθρώπου μέ τόν Δεσπότη Κύριο καί ὁ ὁποῖος ἐπιτυγχάνει ἤδη γιά χάρη μας τή θεία κοινωνία μαζί του. Νηστεύοντας τώρα μέσα στήν Ἐκκλησία συσφίγγουμε τό δεσμό μας μέ τόν Κύριο καί ὁμολογοῦμε ὅτι διατηροῦμε ζωντανή τήν ἐλπίδα πώς κάποτε θά βρεθοῦμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γίνεται φανερό πῶς ἡ νηστεία συνδέεται μέ τήν ἐλπίδα, ὅπως ἡ λατρεία συνδέεται μέ τήν πίστη καί ἡ θυσία μέ τήν ἀγάπη. Καί ἔτσι γίνεται φανερό ἐπίσης πῶς ἡ νηστεία ἀναφέρεται στόν Θεό καί ἡ θυσία στόν συνάνθρωπο. Μέσα στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας ἡ νηστεία καταλαμβάνει μία τέτοια θέση πού νά ἐκφράζει τήν ἐν Χριστῷ ἐλπίδα μας καί νά ὑπηρετεῖ τήν ὑπαρξιακή μας ὁλοκλήρωση.


Β. Ἡ συμβολή της στήν οἰκολογία

    Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ ὑπεροχή καί ἡ ἀξία τῆς νηστείας καί ἀπό ἐδῶ ἀπορρέει ἡ ὠφέλεια καί ἡ προσφορά της. Ἡ ἰσσοροπία πού ἐπιφέρει στίς πνευματικές σχέσεις μας ἀντανακλᾶται στήν καλή ὑγεία πού ἐξασφαλίζει γιά τό σῶμα μας, καί ἡ ἀγαλλίαση πού δημιουργεῖ στίς καρδιές μας, ὅταν γίνεται γιά τόν Θεό, ἀντικατοπτρίζεται στήν εὐφροσύνη τοῦ πνεύματός μας. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ μονομερής ἡ θεώρηση τῆς νηστείας μόνο ἀπό βιολογική ἄποψη, ἀποκομμένη ἀπό τήν ἀναφορά της στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί ἀποσχισμένη ἀπό τή συνάφειά της μέ τήν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ. Καί εἶναι πολύ ἄδικη ἡ ἐκτίμησή της μόνο σέ σχέση μέ τό στομάχι καί τίς ἀρρώστιες του. Τό εὖρος της εἶναι ὅσο καί τό ὕψος της. Τό μέγεθός της ἔχει τόση χωρητικότητα, ὥστε μπορεῖ νά χωνεύσει ὅλα τά κακά τοῦ εὐδαιμονισμοῦ μας καί νά συλλάβει ὅλες τίς μάστιγες τοῦ πολιτισμοῦ μας. Πράγματι, ἄν δοῦμε βαθύτερα τί βλάπτει τόν κόσμο σήμερα -ὄχι μόνο τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τή φύση-, ἄν ἐξετάσουμε στή ρίζα τους τόν ὑποσιτισμό καί τόν ὑπερσιτισμό, τήν ἔνδεια καί τήν ἀσυδοσία, ἀκόμη ἄν ἐξετάσουμε στή ρίζα τους τή μόλυνση καί τή ρύπανση τοῦ περιβάλλοντος, τόν ἀποδεκατισμό ἐκλεκτῶν εἰδῶν καί τόν πολλαπλασιασμό μικροβίων καί ἰῶν, τήν καταστροφή τῆς γῆς καί τῆς ἀτμόσφαιρας, μέ ἕνα λόγο ἐκεῖνο πού ὀνομάζουμε οἰκολογικό πρόβλημα, θά ἀντιληφθοῦμε ὅτι αἰτία εἶναι ἡ περιφρόνηση καί ἡ καταπάτηση τῆς ἁγίας ἐντολῆς τῆς νηστείας. Διότι, ἄν ὁ ἄνθρωπος νήστευε ἀληθινά, ἄν δηλαδή σεβόταν τόν ἑαυτό του ὡς πνευματικό ὄν, θά σεβόταν καί τή φύση γύρω του καί θά νοιαζόταν νά μήν ἀφανισθεῖ.
    Αὐτό ἀποτελεῖ μία μεγάλη ἀλήθεια, τήν ὁποία ἀξίζει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα σήμερα πού βλέπουμε τό σύμπαν νά ἐκφυλίζεται. Ἐκεῖνος πού νηστεύει κατά Θεόν, πιστεύει ὅτι δέν εἶναι μόνο σάρκα καί αἷμα, πού κάποτε θά λειώσουν καί θά χαθοῦν, ἀλλά ὅτι εἶναι μία αἰώνια ὕπαρξη, ψυχή καί σῶμα, πού κάποτε θά βρεθεῖ ἀναστημένη, καί γι’ αὐτό πρέπει νά τήν κρατήσει σέ διαρκῆ κι ἀληθινή κοινωνία μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς της, τόν Θεό. Ἔτσι δέν φοβᾶται μήπως ἀρρωστήσει ἤ μήπως πεθάνει τρώγοντας μόνο ἐκεῖνα πού ὁ Κύριος ἐντέλλεται. Ἔτσι βρίσκει τή δύναμη νά νικήσει τή λαιμαργία καί τή γαστριμαργία περιορίζοντας τήν τροφή του στά ἐπιτρεπτά καί ἀναγκαῖα. Καί ἔτσι δέν ἀντικρύζει τή φύση καί τά ἀγαθά της ὡς ἀντικείμενο μόνο ἐκμεταλλεύσεως, ἁρπαγῆς καί βιασμοῦ γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ὀρέξεών του, ἀλλά τήν βλέπει ὡς δῶρο ἀγάπης τοῦ Δημιουργοῦ πρός αὐτόν, οἶκο οἰκεῖο, δικό του σπίτι, πού θέλει νά τό φροντίζει καί νά τό περιποιεῖται, γιά νά τό ἔχει σ’ αὐτή τή ζωή ἀλλά καί στήν ἄλλη, καθόσον κι αὐτό μαζί του θά ἀνακαινισθεῖ τήν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Παλιγγενεσίας. Ὅσο οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν μέ αὐτό τό φρόνημα, ὁ κόσμος ὅλος διατηροῦνταν «καλός λίαν». Ἀπό τή στιγμή πού παρέβησαν τήν ὑπακοή τῆς νηστείας, ὁ παράδεισος ἔγινε κόλαση. Ἡ φθορά τῆς φύσεως ξεκίνησε ἀπό τή διαφθορά τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅπου μέσα στήν ἱστορία συναντοῦμε ἐξαπλωμένη τήν ἀνθρώπινη διαφθορά, ἐκεῖ βρίσκουμε καί διευρυμένη τή φυσική φθορά. Τό ἀντίθετο εἶναι ἡ λύση στό οἰκολογικό μας πρόβλημα. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζῆ μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνίας ὑπάρξεώς του καί ἁγνεύει καί νηστεύει, ὁ κόσμος μας θά συντηρεῖται καθαρός καί ὡραῖος. Κι ὅπου ὑπάρχει ἀγώνας πνευματικός γιά τόν ἐξανθρωπισμό καί γιά τή θέωσή μας, ἐκεῖ θά ἀπαντᾶ προστασία καί μέριμνα γιά τή φύση.
    Ἡ Ἐκκλησία μας μέ τή νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς φέρνει τό δικό της οἰκολογικό ἄγγελμα. Ἡ οἰκολογία δέν ἀναφέρεται μόνο στή φύση· ἀρχίζει ἀπό τόν ἄνθρωπο, τόν οἰκοκύρη τοῦ οἴκου γύρω μας, καί εἶναι τότε ἀσφαλής, ὅταν διασφαλίζει πρῶτα τήν πνευματική ἀκεραιότητα τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἀσκώντας τόν ἑαυτό μας νά φυλάγεται ἀπό τή δουλεία στά κτίσματα, ὅσο ἀγαθά κι ἄν εἶναι αὐτά, μαθαίνουμε νά φυλάγουμε τήν κτίση ἀπό τήν τυραννική  ἐξουσία μας. Μέ ἕνα τόσο ἁπλό τρόπο, ὅπως ἡ νηστεία, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ μᾶς χαρίζει ἕνα τόσο σπουδαῖο ἀποτέλεσμα, τήν ἐλευθερία ἀπό τή δυναστεία τῆς φθορᾶς.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Κατηγορία Τριώδιον