Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Μυστήριον ξένον

 Μυστήριο καί μάλιστα μέγα χαρακτηρίζει τήν πίστη μας ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί συνοψίζει τό περιεχόμενο τοῦ μυστηρίου στή φράση: «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄ Τι 3,16). Ἡ ἐν σαρκί φανέρωση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνανθρώπησή του, εἶναι τό μέγιστο μυστήριο, τό «πάντων θαυμάτων ὑπέρτερον», ὅπως τό ὀνομάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ταυτίζεται ὅμως μέ τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ἀδιαμφισβήτητο ἱστορικό γεγονός. Ἀδιαμφισβήτητο, διότι κατοχυρώνεται ἀπό πλῆθος ἱστορικῶν μαρτυριῶν. Ἐπιπλέον, οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, αἰῶνες πολλούς πρίν ἀπό τή Γέννηση, μιλοῦν γι᾿ αὐτήν καί πραγματικά καταπλήσσουν τόν ἀναγνώστη. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ καί τό «σεσιγημένον μυστήριον», τό ἀπροσπέλαστο στή λογική τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τό θεϊκό μυστικό, σχεδιασμένο καί φυλαγμένο πρό καταβολῆς κόσμου γιά τή σωτηρία τοῦ ἀποστάτη, τοῦ ἀντάρτη, τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου.
 Οἱ ἄγγελοι τό ὑπηρέτησαν χωρίς νά τό γνωρίζουν. Οἱ προφῆτες «ἐξεζήτησαν καί ἐξηρεύνησαν» (Α΄ Πε 1,10) περί αὐτοῦ, ἀλλά δέν τούς ἀποκαλύφθηκε πλήρως. Δέν ἦταν δυνατόν ἄγγελοι καί ἄνθρωποι νά συλλάβουν ὅτι ὁ Γιαχβέ, ὁ ὕψιστος Θεός, θά γίνει ἄνθρωπος· ὁ ὑπέρχρονος καί ἀπερίγραπτος Κύριος τοῦ παντός θά μπεῖ στήν τροχιά τῆς ἱστορίας! Οὔτε ἄνθρωποι οὔτε ἄγγελοι καί οὔτε βέβαια ὁ σατανᾶς ἔπρεπε νά ἀντιληφθοῦν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος λέγει ὅτι τρία πράγματα «διέλαθον», ξέφυγαν, τήν προσοχή τοῦ διαβόλου: ἡ παρθενία τῆς Μαρίας, ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καί ὁ σταυρός του.
 Εἶναι θαυμαστό ὅτι, καί ὅταν περνᾶ στήν ἱστορία τό «σεσιγημένον μυστήριον», ἀποκαλύπτεται ὄχι σέ ὅλους ἀδιάκριτα, παρά μόνο σ᾿ ἐκείνους πού ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά τό δεχθοῦν. Ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός πού συνέβη σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο. Μποροῦσαν ὅλοι νά τό πληροφορηθοῦν καί νά ἐνστερνισθοῦν τήν εὐλογία του. Δέν ἔγινε ὅμως ἔτσι. Τό ἀντιλήφθηκαν μόνο οἱ ἁπλοϊκοί ποιμένες, ἐκπρόσωποι τοῦ πιστοῦ λαοῦ, πού μελετοῦσαν τίς Γραφές περιμένοντας τόν Μεσσία, καί οἱ σοφοί μάγοι, ἐκπρόσωποι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, πού μέ τήν προσδοκία τοῦ Λυτρωτῆ ἀκολούθησαν τό παράδοξο ἀστέρι. Αὐτοί ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό «παιδίον νέον» καί νά προσκυνήσουν τόν «πρό αἰώνων Θεόν». Οἱ περισσότεροι, ἰουδαῖοι καί εἰδωλολάτρες, ἔμειναν ἀδιάφοροι γιά τό γεγονός καί, φυσικά, ἀμύητοι στό μυστήριο. Ὁ Ἡρώδης μάλιστα καί ἡ αὐλή του πανικοβλήθηκαν καί ἑτοίμασαν διωγμό γιά τόν Γεννηθέντα. Γιά ὅλους αὐτούς, ἰουδαίους καί ἐθνικούς, «λαθών ἐτέχθη ὑπό τό σπήλαιον» ὁ Κύριος· δέν ἤθελε νά τόν δοῦν, διότι κι αὐτοί δέν τόν ἤθελαν, δέν τόν περίμεναν.
 Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ παραμένει τό «σεσιγημένον μυστήριον», τό μυστικό τοῦ Θεοῦ, πού ὅμως γίνεται ἁπτή ἱστορική πραγματικότητα μέσα στήν Ἐκκλησία. Εἶναι αὐτή ἡ νέα δημιουργία, στήν ὁποία ἀναπλάθει τόν κόσμο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση κοινωνεῖ στίς θεῖες ἰδιότητες καί μεταλαμβάνει τήν ἀθανασία. «Αὐτός γάρ (ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος) ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν», θεολογεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Καί τή θέωση τή χαρίζει ὁ Χριστός σέ ὅποιον σκύβει μέ εἰλικρίνεια καί ἐνδιαφέρον στήν ἱστορία, προσεγγίζει μέ πίστη τό μυστήριο καί παραδίδει ἐλεύθερα τόν φθαρτό ἑαυτό του στή χάρη τοῦ Θεοῦ.
 Πῶς ἀκούγονται ὅλα αὐτά στήν ὑπεραυτόματη τεχνοκρατική ἐποχή μας; Ἀσφαλῶς, ἀποτελεῖ μία πρόκληση τό γεγονός τῶν Χριστουγέννων. Βαρυφορτωμένος ἀπό τόν καταιγισμό τῆς πληροφόρησης ὁ σημερινός ἄνθρωπος δέν διαθέτει τό χρόνο οὔτε καί τή δυνατότητα νά σκύψει στή μελέτη τῆς ἱστορίας πού κραυγαλέα βεβαιώνει τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐγκλωβισμένος στά ἐγκόσμια ἐνδιαφέροντά του ἔχει τήν ψευδαίσθηση πώς τά ξέρει ὅλα καί δέν διατίθεται νά ἀναζητήσει τό μυστήριο. Στήν καλύτερη περίπτωση, περιορίζεται σέ μία ἐπιδερμική ἐπαφή μέ τό μεγάλο γεγονός. Γιορτάζει «ἐθιμοτυπικά» τά Χριστούγεννα καί συνεχίζει τήν ἄχαρη πορεία του μέσα στό χρόνο, ἐνῶ τό κενό τῆς ψυχῆς του μεγαλώνει, αὐξάνει ἡ ἀνασφάλειά του καί τό ἄγχος τόν κατατρύχει.
 Ὡστόσο, καί σήμερα ὁ μοναδικός τρόπος νά εἰσχωρήσουμε στό μυστικό τοῦ Θεοῦ, νά ζήσουμε τήν εἴσοδο τοῦ μεγάλου Θεοῦ στήν προσωπική μας ζωή, εἶναι ὁ πνευματικός, ὁ ἐκκλησιαστικός ἑορτασμός του. «Τοίνυν ἑορτάζωμεν μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς· μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως... μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως», μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Μελετώντας τό ἱστορικό γεγονός καί βιώνοντας τή νέα δημιουργία, μέ μετάνοια καί συμμετοχή στή θεία Εὐχαριστία, γινόμαστε μέτοχοι στό μεγάλο μυστήριο τῆς ἑνώσεως θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως, τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ.
 «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν· πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, δηλώνοντας τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ νά ὑψωθεῖ στή σφαίρα τοῦ μυστηρίου. Ἀποδεχόμενος αὐτή τήν ἀδυναμία του ὁ πιστός καταφεύγει στή δοξολογική λατρεία τοῦ θείου Βρέφους· τοῦ προσφέρει τόν αἶνο τῶν χειλέων καί τήν εἰλικρινῆ μετάνοια. Κι ὁ Θεός τοῦ χαρίζει τήν κάθαρση «ἀπό παντός μολυσμοῦ», τόν ἀνάγει στή θέωση.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Κατηγορία ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ