Παρασκευή, 04 Αύγουστος 2023 03:00

Μωυσῆς καί Ἠλίας στή Μεταμόρφωση (Β΄)

ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ (Β΄)

Γιατί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας;
metamorfosi Στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου παρευρίσκονται ὡς ἐκπρόσωποι τῆς καινῆς διαθήκης οἱ τρεῖς μαθητές Πέτρος, Ἰάκωβος καί Ἰωάννης, καί ὡς ἐκπρόσωποι τῆς παλαιᾶς διαθήκης οἱ δύο προφῆτες Μωϋσῆς καί Ἠλίας. Γιατί ὅμως ὁ Χριστός διάλεξε νά παρουσιάσει ἐκεῖ ἐπάνω στό ὄρος ὡς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεώς του εἰδικά αὐτά τά δύο πρόσωπα τῆς παλαιᾶς διαθήκης;
 Ἀπαντώντας στό ἐρώτημα αὐτό ἀρχαῖοι καί νεώτεροι ἑρμηνευτές ἐπισημαίνουν κατ' ἀρχήν τά κοινά στοιχεῖα τῶν δύο ἀνδρῶν:

  • Εἶναι καί οἱ δύο μεγάλοι προφῆτες, πού προφήτευσαν τόν Μεσσία. Ὁ Μωϋσῆς, ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς προφῆτες πού ἔγραψαν βιβλία, καί ὁ Ἠλίας, ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς προφῆτες πού δέν ἔγραψαν.
  •  Ἐγκαινιάζουν καί οἱ δύο τήν ἀρχή δύο νέων σημαντικῶν περιόδων. Μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Μωϋσῆ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ γινόταν στούς ἀνθρώπους προφορικά. Αὐτός πρῶτος τήν καταγράφει στήν Πεντάτευχο, δηλ. στά πέντε πρῶτα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀρχίζει ἔτσι ἡ ἐποχή τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, πού δόθηκε μέ τόν Μωϋσῆ. Ἀντίστοιχα, ὁ Ἠλίας ἐγκαινιάζει τήν ἀρχή τοῦ προφητικοῦ νόμου, πού κηρύχθηκε πρώτη φορά ἀπό αὐτόν. Παραδίδει ἄγραφη τήν προφητεία του. Θά γράψουν ἀργότερα οἱ ἄλλοι προφῆτες. Αὐτός μέ μόνο τό προφορικό κήρυγμα καθιερώνεται στίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων ὡς ὁ μεγάλος προφήτης καί ἡ διδασκαλία του μεταδίδεται προφορικά ἀπό γενιά σέ γενιά.
  •  Ἐπιτελοῦν καί οἱ δύο θαυμαστά σημεῖα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
  • Νηστεύουν καί οἱ δύο ἐπί 40 ἡμέρες· ὁ Μωϋσῆς ὅταν ἐπρόκειτο νά παραλάβει ἀπό τόν Θεό τό νόμο, καί ὁ Ἠλίας ὅταν καταδιωκόταν ἀπό τήν Ἰεζάβελ.
  • Συνδέονται καί οἱ δύο μέ τά ὄρη. Στό ὄρος Σινᾶ ὁ Μωϋσῆς πῆρε τίς θεοχάρακτες πλάκες τοῦ νόμου. Στό ὄρος Χωρήβ ὁ Ἠλίας δέχθηκε τήν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ, ὅταν κυνηγημένος ἀπό τόν Ἀχαάβ λιποψύχησε καί φοβήθηκε πώς ἔχει μείνει μόνος λάτρης τοῦ Γιαχβέ. Καί τώρα πάλι σέ «ὄρος ὑψηλόν» (Μθ 17,1· Μρ 9,2) συναντῶνται οἱ δύο μαζί μέ τόν Κύριο καί συνομιλοῦν μαζί του.
  •  Ἔχουν καί οἱ δύο τόν τίτλο τοῦ θεόπτη. Δέν εἶδαν ὅμως τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὁ Μωϋσῆς εἶδε τόν γνόφο καί τό φῶς στό Σινᾶ, ὁ Ἠλίας αἰσθάνθηκε τή λεπτά αὔρα στό ὄρος Χωρήβ. Καί μέ τούς δύο τρόπους ὁ Θεός ἁπλῶς ἔκανε αἰσθητή τήν παρουσία του. Δέν ἐμφάνισε τό πρόσωπό του. Τούς τό ἐμφανίζει τώρα ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός κατά τή Μεταμόρφωσή του.
  •  Εἶναι δύο ἐξέχουσες προσωπικότητες «οἱ ἐπισημότεροι» τῆς παλαιᾶς διαθήκης, κατά τόν Ζιγαβηνό, πού ἐπηρέασαν καί στήριξαν τόν λαό. Γι' αὐτό, μεταξύ τῶν ἄλλων, λέει ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, τούς παρουσιάζει ὁ Κύριος στούς μαθητές του ὡς ὑποδείγματα ἀρετῆς· «ἠβούλετο γάρ αὐτούς καί τό δημαγωγικόν τό ἐκείνων ζηλῶσαι καί τό εὔτονον, καί τό ἀκαμπές· καί γενέσθαι ἐπιεικεῖς κατά Μωϋσέα καί ζηλωτάς καί τόν Ἠλίαν καί κηδεμονικούς ὁμοίως».
  •  Ὁ Μωϋσῆς εἶναι ὁ μέγιστος νομοθέτης καί ὁ Ἠλίας ὁ σπουδαιότερος προφήτης, ὁ πυρπολούμενος ἀπό τόν ζῆλο τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παρουσία τους, λοιπόν, μαρτυροῦν ὡς ἐκπρόσωποι τῆς παλαιᾶς διαθήκης ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ὑποσχέθηκαν ὅλα τά κείμενα τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν. Ἡ συζήτηση τῶν δύο, ἐπισημαίνει ὁ Κύριλλος, δείχνει ὅτι «οὐκ ἀσύμβατα τοῖς διά τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν».
 Ἐπιπλέον, παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἐπειδή οἱ ὄχλοι ἔλεγαν γιά τόν Ἰησοῦ ὅτι εἶναι ὁ Ἠλίας ἤ ὁ Ἰερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς ἀρχαίους προφῆτες, παρουσιάζει ἐδῶ τούς δύο κορυφαίους, ὥστε παραβάλλοντάς τους μαζί νά διαπιστώσουν τή μεγάλη διαφορά πού χωρίζει τούς δούλους ἀπό τόν Δεσπότη.
 Ἐπίσης, ὁ ὄχλος κατηγοροῦσε τόν Χριστό ὡς καταπατητή τοῦ νόμου καί σφετεριστή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ Πατρός, διότι παρουσιαζόταν ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παρουσία τῶν δύο ἀνδρῶν στή Μεταμόρφωση ἀποδεικνύονται ἀβάσιμες αὐτές οἱ κατηγορίες τοῦ ὄχλου. Διότι, ὁ Μωϋσῆς δέν θά ἀνεχόταν τήν καταπάτηση τοῦ νόμου καί ὁ ζηλωτής Ἠλίας δέν θά παρέστεκε κοντά σ' ἕναν πού ἐξίσωσε τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό, χωρίς νά εἶναι ὁ Θεός.

 

Δείχνουν τόν προφητευόμενο
 Μαζί μέ ὅλους τούς παραπάνω λόγους νομίζω ὅτι ἐξηγεῖται πλήρως ἡ παρουσία τῶν δύο προφητῶν καί κατανοεῖται ἀπόλυτα, ὅταν ἐξετασθεῖ ἐπί πλέον ὁ ρόλος της μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί εὑρεθεῖ ἡ σημασία της μέσα στή θεία οἰκονομία.
 Τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στή γῆ, τήν ἐνσάρκωσή του καί τό σωτήριο ἔργο του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους προφητεύει ὅλη ἡ παλαιά διαθήκη κατ' ἐξοχήν μέ τούς ἁγίους ἄνδρες της, τούς προφῆτες. Στή χορεία τῶν μεγάλων προφητῶν διακρίνονται κυρίως τρεῖς κορυφαῖοι· ὁ Μωϋσῆς, ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ὁ τελευταῖος, πού ἔζησε στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο προφήτευσε γι' αὐτόν, ἀλλά καί τόν παρουσίασε στά πλήθη διαβεβαιώνοντας· «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ» (Ἰω 1,36). Ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού ἔζησαν σέ προηγούμενες ἐποχές, προφήτευσαν βέβαια μέ δύναμη τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία, ἀλλά κάποτε ἡ δράση τους ἔληξε καί αὐτοί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τό προσκήνιο τῆς ἱστορίας.
 Νά, ὅμως τώρα πού ἡ προφητεία τους ἐκπληρώθηκε καί ὁ Θεός φανερώθηκε στούς ἀνθρώπους, οἱ δύο ἐπιφανεῖς ἄνδρες ἔρχονται, τήν ὥρα τῆς μεγαλοπρεποῦς ἐμφανίσεως τοῦ Θεανθρώπου, τή στιγμή πού ὁ Ἰησοῦς μέσα ἀπό τήν ταπεινή ἀνθρώπινη φύση του ἀφήνει νά φανεῖ ἔκπαγλη ἡ θεότητά του, ἔρχονται γιά νά δείξουν καί αὐτοί τόν προφητευόμενο καί νά ἀποδείξουν στόν κόσμο ὅτι εἶναι ἀληθινά ὅσα προφήτευσαν. Δέν μοιάζουν αὐτοί μέ τούς ψευδοπροφῆτες, πού ὅσο ἔχουν καιρό μιλοῦν γιά τά μελλούμενα καί μόλις πλησιάσει ἡ ὥρα τῆς ἐκπληρώσεως ἐξαφανίζονται. Οἱ προφῆτες τοῦ Θεοῦ προκειμένου γιά ἕνα τόσο μεγάλο γεγονός, ὅπως ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Σωτῆρος στόν κόσμο, ἀκόμα κι ὅταν λείπουν ἀναπόφευκτα τήν ὥρα τῆς ἐπισκέψεως, σπᾶνε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τά φυσικά ὅρια καί ἐμφανίζονται γιά νά ἐπικυρώσουν τήν προφητεία τους. Ἔτσι, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας φανερώνονται στή Μεταμόρφωση καί μ' αὐτόν τόν τρόπο καθιστοῦν τήν προφητεία τους ἱστορία καί οἱ ἴδιοι γίνονται πλέον αὐτόπτες. Ὑπῆρξαν θεόπτες, ὅπως εἶπα παραπάνω, τώρα ὅμως καταξιώνεται πραγματικά ἐκεῖνος ὁ χαρακτηρισμός τους, καθόσον βλέπουν τό θεῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
 Γιά τούς λόγους αὐτούς νομίζω κυρίως ὅτι ὄχι μόνο δικαιολογεῖται ἡ παρουσία τῶν δύο συγκεκριμένων ἀνδρῶν κατά τή Μεταμόρφωση, ἀλλά ἦταν καί ἡ πιό ἐνδεδειγμένη καί λειτουργικά δεμένη μέ τό ὅλο σχέδιο τῆς σωτηρίας. Μπροστά στόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό συναντῶνται τήν ὥρα ἐκείνη ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη· ἡ Παλαιά μέ τούς ἐκπροσώπους της προφῆτες νά δείχνει ποιός εἶναι ὁ Μεσσίας, καί ἡ Καινή μέ τούς ἐκπροσώπους της μαθητές νά δέχεται τή μαρτυρία τῶν προφητῶν ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων. Τί ἄλλο μποροῦσε, πράγματι, νά καταστήσει πιό ἔγκυρο τόν λόγο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί πιό ἀξιόπιστη τή μαρτυρία καί τό κήρυγμα τῆς Καινῆς;
Ὅτι αὐτό, ἐξ ἄλλου, ἦταν ὄντως ἕνα ἰδιαίτερα σημαντικό μάθημα πού ἤθελε νά δώσει ὁ Ἰησοῦς μέ τή Μεταμόρφωση, μᾶς τό βεβαιώνει ἕνας ἀπό τούς μαθητές πού ἦταν παρόντες στό γεγονός. Ὁ ἀπ. Πέτρος γράφοντας ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια πρός τούς χριστιανούς τή δεύτερη Ἐπιστολή του καί θέλοντας νά ἀποδείξει τό κῦρος τῆς μαρτυρίας τῶν ἀποστόλων διαλέγει ἀπό ὅλα τά περιστατικά τῆς ζωῆς του μέ τόν Ἰησοῦ τή Μεταμόρφωση, γιά νά πεῖ ὅτι τότε οἱ ἀπόστολοι ἔγιναν «ἐπόπται τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β΄ Πέ 1,16) καί ἀπό τότε κατέχουν «βεβαιότερον τόν προφητικόν λόγον» (Β΄Πέ 1,19). Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῶν ἀποστόλων εἶναι καί ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία τίποτε δέν μπορεῖ νά θολώσει ἤ νά σβήσει, ἀλλά μένει μέσα στίς καρδιές τῶν πιστῶν σάν φωτεινό λυχνάρι, μία λαμπρή ἀλήθεια πού μᾶς φωτίζει.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 44 (1989) 123-125

 
 
Σάββατο, 05 Αύγουστος 2023 03:00

Μωυσῆς καί Ἠλίας στή Μεταμόρφωση (Α΄)

ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ (Α΄)

Ἡ μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου
moysis-ilias A Περιγράφοντας τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου τά Εὐαγγέλια (Μθ 17,1-9· Μρ 9,2-9· Λκ 9,28-36) μνημονεύουν καί τούς πέντε μάρτυρες τοῦ γεγονότος, δηλαδή τούς τρεῖς ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη, καί τούς δύο προφῆτες Μωϋσῆ καί Ἠλία. Καί ἡ μέν παρουσία τῶν τριῶν μαθητῶν δέν μᾶς προβληματίζει, διότι καί ἄλλοτε, ὅπως π.χ. στήν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου (Μρ 5,37· Λκ 8,51), καί ἀργότερα στή Γεθσημανῆ (Μθ 26,37· Μρ 14,33) ὁ Κύριος τούς ξεχωρίζει ἀπό τή συντροφιά τῶν δώδεκα καί τούς παίρνει μαζί του. «Οὗτοι τῶν ἄλλων ἦσαν ὑπερέχοντες», ἐξηγεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ξεχώριζαν ἀπό τούς ἄλλους, ἀποτελοῦσαν, θά λέγαμε, τόν πυρήνα τῆς συντροφιᾶς καί εἶναι φυσικό νά παρευρίσκονται μόνο αὐτοί σέ ἕνα γεγονός, τό ὁποῖο μάλιστα, ὅπως σημειώνεται στά Εὐαγγέλια, ὁ Κύριος ἤθελε νά κρατήσει μυστικό (Μθ 17,9· Μρ 9,9· Λκ 9,36).
 Ἡ παρουσία ὅμως τῶν δύο προφητῶν δημιουργεῖ ὁρισμένα ἐρωτήματα. Πρῶτα-πρῶτα, πῶς ἀναγνωρίσθηκε ἡ ταυτότητά τους. Πῶς, δηλαδή, κατάλαβαν οἱ μαθητές ὅτι οἱ δύο ἄνδρες μέ τούς ὁποίους συνομιλοῦσε ὁ Κύριος ἦταν ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας; Ἔπειτα, γιατί ὁ Χριστός παίρνει ὡς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεώς του ὄχι μόνο τούς μαθητές, ἀλλά καί πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Καί τρίτον, γιατί διαλέγει εἰδικά αὐτά τά δύο πρόσωπα, τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία;
 Τά παραπάνω ἐρωτήματα παρουσιάζουν ἕνα ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι ὄχι μόνο μᾶς δίνουν τήν εὐκαιρία νά ἐντρυφήσουμε στήν ἱερή ἱστορία, ἀλλά καί μᾶς βοηθοῦν νά προσεγγίσουμε τή Μεταμόρφωση, πού εἶναι ἕνας σημαντικός σταθμός τῆς πίστεώς μας.

Πῶς ἀναγνωρίσθηκαν
 Στό πρῶτο ἐρώτημα, πῶς δηλαδή ἔγινε γνωστή στούς μαθητές ἡ ταυτότητα τῶν δύο προφητῶν, προτείνονται ἀπό τούς ἑρμηνευτές τρεῖς ἀπαντήσεις. Πρῶτον, οἱ ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πιθανόν νά ἐμφανίσθηκαν πάνω στό ὄρος μέ τά γνωρίσματα ἐκεῖνα πού τούς χαρακτηρίζουν στήν ἱστορία. Ὅπως στή χριστιανική εἰκονογραφία π.χ. ὁ ἅγιος Δημήτριος εἰκονίζεται καβαλάρης σέ κόκκινο ἄλογο καί ὁ ἅγιος Γεώργιος σέ ἄσπρο ἄλογο καί ὅλοι τούς ἀναγνωρίζουν ἀπό τίς παραστάσεις αὐτές, ἔτσι καί στόν ἰουδαϊκό κόσμο ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας εἶχαν τή χαρακτηριστική τους παράσταση ὁ καθένας. Ὁ Μωϋσῆς εἰκονίζονταν μέ τίς θεοχάρακτες πλάκες τοῦ νόμου στίς ὁποῖες, ὅπως ἱστορεῖ τό Ἔξ 34,29, τοῦ παρέδωσε ὁ Θεός τόν νόμο στό ὄρος Σινᾶ. Τοῦ Ἠλία τό χαρακτηριστικό εἶναι τό πύρινο ἅρμα, πάνω στό ὁποῖο κατά τή μαρτυρία τοῦ Δ΄ Βα 2,11 ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς.
 Δεύτερον, μερικοί ἑρμηνευτές ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς κατεβαίνοντας ἀπό τό ὄρος ἀποκάλυψε στούς μαθητές τήν ταυτότητα τῶν δύο ἀνδρῶν τούς ὁποίους εἶχαν δεῖ προηγουμένως νά συζητοῦν μαζί του.
 Ἄν καί ἡ ἐκδοχή αὐτή, ὅπως καί ἡ προηγούμενη, δέν φαίνεται ἀπίθανη, ἐν τούτοις νομίζω ὅτι δέν μποροῦμε νά τίς υἱοθετήσουμε ἀνεπιφύλακτα, διότι δέν ἀναφέρει τίποτε σχετικό ἡ εὐαγγελική διήγηση.
Πιθανότερη θεωρῶ μία τρίτη πρόταση· ὅτι οἱ δύο προφῆτες ἀναγνωρίσθηκαν ἀπό τή συζήτηση πού εἶχαν μέ τόν Κύριο κατά τή Μεταμόρφωση. Ἀναφέροντας τούς δύο ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης οἱ εὐαγγελιστές σημειώνουν ὅτι «ὤφθησαν μετ' αὐτοῦ (τοῦ Ἰησοῦ) συλλαλοῦντες» (Μθ 17,3· πρβλ. Μρ 9,4· Λκ 9,31). Μάλιστα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς διασώζει καί τό περιεχόμενο τῆς συζητήσεως· «ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἰερουσαλήμ». Μιλοῦσαν, δηλαδή, γιά τό πάθος καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Δέν ἀποκλείεται στή συζήτηση αὐτή νά ἀναφέρθηκαν τά ὀνόματα τῶν δύο ἀνδρῶν· μπορεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νά τούς προσφώνησε, καθώς μιλοῦσε μαζί τους. Δέν εἶναι ἀπίθανο ἐπίσης νά ἐπανέλαβε ὁ καθένας κάτι ἀπό ἐκεῖνα πού εἶχε προφητεύσει γιά τόν Μεσσία. Ἔτσι οἱ μαθητές πού τούς ἄκουγαν, κατάλαβαν ὅτι ἔχουν μπροστά τους τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία.
 Ἐπιπλέον, δέν πρέπει νά λησμονοῦμε τή συμβολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐπισκίασε καί φώτισε τούς μαθητές. Ἀλλά ἐδῶ δέν πρόκειται γιά ἕναν ἁπλό φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τήν ὥρα ἐκείνη τῆς Μεταμορφώσεως οἱ μαθητές ἔζησαν κάτι ἐντελῶς ἰδιαίτερο καί ἔκτακτο. Καθώς ὁ Ἰησοῦς «μικρόν παραγυμνωσάμενος τῆς θεότητος», ξεσκεπάζοντας γιά λίγο τή θεότητα, ἄφησε νά λάμψει τό θεϊκό του φῶς, κατηύγασε μέ τό φῶς αὐτό τή σκέψη τῶν μαθητῶν καί τούς μετέφερε στήν πνευματική συχνότητα. Μέ τήν ἀποκαλυπτική δύναμη ἐκείνου τοῦ φωτός, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, οἱ ἀπόστολοι μπόρεσαν νά ἀναγνωρίσουν τούς δύο προφῆτες.

Τί ἐξυπηρετοῦν οἱ μάρτυρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Τό δεύτερο ἐρώτημα, γιατί δηλαδή παρευρίσκονται στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου δύο πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κατανοεῖται καί βρίσκει τήν ἀπάντησή του, ὅταν σταθμίσουμε σωστά τή σπουδαιότητα τοῦ γεγονότος τῆς Μεταμορφώσεως.
 Παρ' ὅλο πού ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ τό πρῶτο καί βασικό γεγονός τῆς πίστεως, ἐν τούτοις ἡ Μεταμόρφωση κατέχει τά πρωτεῖα σέ δόξα καί μεγαλεῖο μπροστά στά ἀνθρώπινα μάτια. Διότι τήν Ἀνάσταση δέν τήν εἶδε κανένας καί ὁ ἀναστημένος Χριστός ἐμφανιζόταν μπαίνοντας στή δική μας συχνότητα καί παίρνοντας τίς δικές μας διαστάσεις. Τή Μεταμόρφωση ὅμως τήν ἀντίκρυσαν οἱ μαθητές μπαίνοντας οἱ ἴδιοι στή συχνότητα τοῦ Πνεύματος. Ἔγιναν «ἐπόπται τῆς μεγαλειότητος» τοῦ Θεοῦ, ὅπως θά καταθέσει ἀργότερα ὁ ἀπ. Πέτρος (Β΄Πέ 1,16). Πρώτη φορά συμβαίνει αὐτό ἀπό καταβολῆς κόσμου, διότι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ἰω 1,18· πρβλ. Μθ 11,27· Κλ 1,15· Ἑβ 11,27 κ.ἄ.). Τώρα ὁ Θεός φανερώνει τόν ἑαυτό του, ἕνα μέρος βέβαια, ὅσο μποροῦσαν ν' ἀντέξουν τά ἀνθρώπινα μάτια. Καί, ἐφαρμόζοντας τό νόμο ὅτι «ἐπί στόματος δύο μαρτύρων καί ἐπί στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρῆμα» (Δε 19,15), «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν» (Μθ 17,2· Μρ 9,3). Σ' αὐτή τήν ἐπίσημη, τήν ἱστορική στιγμή ὁ Ἰησοῦς παίρνει μάρτυρες· μία ἀντιπροσωπεία ἀπό τούς συγχρόνους, τούς τρεῖς μαθητές του, καί μία ἀντιπροσωπεία ἀπό τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἤδη ἀπέλθει ἀπό αὐτό τόν κόσμο. Μ' αὐτό, κατά τήν ἑρμηνεία τῶν πατέρων, ὁ Χριστός δείχνει στόν κόσμο ὅτι «καί θανάτου καί ζωῆς ἐξουσίαν ἔχει». Καί σ' ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς ἀξιολογεῖται ἡ παρουσία τῶν δύο προφητῶν ὡς ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός «ζώντων καί νεκρῶν κυριεύει».
 Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ παρατήρηση ἑνός ἀρχαίου διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Τιμοθέου Ἀντιοχείας, ὅτι μέ τήν παρουσία εἰδικά αὐτῶν τῶν δύο προσώπων, τοῦ Μωϋσῆ καί τοῦ Ἠλία, ὁ Κύριος παίρνει μάρτυρες στή Μεταμόρφωσή του ὄχι μόνο ἀπό τή γῆ (τούς μαθητές), ἀλλά καί ἀπό τόν οὐρανό (τόν Ἠλία, πού δέν εἶχε πεθάνει) καί ἀπό τόν ἅδη (τόν Μωϋσῆ).
 Ἡ παρουσία τῶν μαρτύρων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπίσης, ἐγγυᾶται τή μέλλουσα δόξα, τήν κοινή ἀνάσταση, βεβαιώνει ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ζωντανοί, καί μαρτυρεῖ ὅτι ὑπάρχει σχέση καί ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν πνευμάτων. Γνωρίζονται καί ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους οἱ ψυχές στήν ἄλλη ζωή.
 Τέλος, ὁ ἱερός Χρυσόστομος δίνει καί ἕναν ἄλλο λόγο τῆς παρουσίας τῶν δύο ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στή Μεταμόρφωση. Ἀναφερόμενος στή συζήτησή τους μέ τόν Ἰησοῦ, κατά τήν ὁποία «ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ» (Λκ 9,31), μιλοῦσαν γιά τό Πάθος, ἐξηγεῖ ὅτι ἡ παρουσία τους ἔχει σκοπό νά γνωστοποιήσει στούς μαθητές τόν σταυρό καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί συγχρόνως νά παρηγορήσει τόν Πέτρο καί τούς ἄλλους πού δέν ἤθελαν τόν σταυρό. Ἡ ἄποψη αὐτή μαρτυρεῖται καί στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς ψάλλουμε· «…καί ὡς ἐχώρουν οἱ μαθηταί σου τήν δόξαν σου, Χριστέ, ὁ Θεός, ἐθεάσαντο· ἵνα, ὅταν σέ ἴδωσι σταυρούμενον, τό μέν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον…».
 Γιατί ὅμως ἀπό ὅλους τούς μεγάλους ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ Ἰησοῦς διαλέγει ὡς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεως τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία; Στό ἐρώτημα αὐτό θά ἀπαντήσουμε στό ἑπόμενο ἄρθρο.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 44 (1989) 108-110