Πέμπτη, 16 Μάρτιος 2017 17:40

Προσευχή μέ σταυρό

Ὁ Μωυσῆς προσεύχεται

  Μετά τήν ἔξοδό του ἀπό τήν ἔρημο Ραφιδείν ὁ ἰσραηλιτικός λαός συναντᾶ τόν πρῶτο ἐχθρικό λαό, τούς Ἀμαληκῖτες (Ἔξ 17,8-16). Οἱ ἐχθροί κάνουν ἀλλεπάλληλες ἐπιθέσεις καί ἐμποδίζουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ νά προχωρήσει πρός τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ὁ Μωυσῆς παραγγέλλει στόν πιστό ὑπασπιστή του, τόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, νά διαλέξει λίγους ἄνδρες δυνατούς καί μαζί μ’ αὐτούς νά πολεμήσει τόν Ἀμαλήκ. Ὁ ἴδιος μαζί μέ τόν Ἀαρών καί τόν Ὤρ ἀνεβαίνει στό βουνό πού ἦταν ἐκεῖ κοντά καί, κρατώντας τήν «ῥάβδον τοῦ Θεοῦ» στά δυό του χέρια, τά ὑψώνει στόν οὐρανό καί προσεύχεται γιά τούς μαχητές τοῦ Ἰσραήλ. Καί τότε γίνεται τό θαῦμα. Ὅσην ὥρα κρατᾶ ὁ Μωυσῆς τά χέρια ὑψωμένα, νικᾶ ὁ Ἰσραήλ. Μόλις κουράζεται καί τά κατεβάζει, νικᾶ ὁ Ἀμαλήκ. Τό ἀντιλαμβάνονται αὐτό οἱ δύο συνοδοί τοῦ Μωυσῆ καί γίνονται βοηθοί του. Τόν βάζουν νά καθίσει σέ μιά πέτρα καί, ὁ ἕνας ἀπό τά δεξιά, ὁ ἄλλος ἀπό τά ἀριστερά, κρατοῦν τά χέρια του γιά νά μήν κουράζονται. Ἔτσι, νικώντας συνεχῶς ὁ Ἰησοῦς μέ τούς μαχητές του κατετρόπωσε καί κατέσφαξε τόν Ἀμαλήκ.

Ἕνα γεγονός-τύπος

  Τό γεγονός τῆς ἐρήμου Ραφιδείν καί ἡ ἱστορία τοῦ Ἀμαλήκ, πού ἐξαφανίσθηκε σάν λαός ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς, γεννᾶ πολλές ἀπορίες στόν ἀναγνώστη. Ὁ Θεός ξεχώρισε τόν περιούσιο λαό του ἀπό ὅλα τά ἔθνη καί καθόρισε τή στάση του πρός ἐκεῖνα. Ἀπό ἄλλα ἔθνη ἀπαγόρευσε μόνο νά παίρνουν οἱ Ἰσραηλῖτες γυναῖκες, μέ ἄλλα ἀπαγόρευσε κάθε σχέση καί μέ ἄλλα συνέστησε φιλία ἤ συμπάθεια. Ὁ Ἀμαλήκ ὅμως εἶναι τό ἔθνος γιά τό ὁποῖο ὁ Θεός ἀπείλησε ὁλοκληρωτικό ἀφανισμό καί ἔδωσε ἐντολή στούς Ἰσραηλῖτες νά τό μισοῦν πάντα. Κι εὐχαριστήθηκε μέ ὅσους ὑπηρέτησαν στό σχέδιο αὐτό, ἐνῶ τιμώρησε ὅσους συμπάθησαν Ἀμαληκίτη. Ὅλα αὐτά ἑρμηνεύονται ὅταν, στό θαῦμα πού ἔγινε κατά τή μάχη τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, δοῦμε τόν τύπο τοῦ σταυροῦ. Ἔτσι ἄλλωστε βλέπουν τό γεγονός καί οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ

stayros  Ἀπό τούς πρώτους ἀκόμη αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἰουδαῖοι ἀντιλέγοντας στήν ἑρμηνεία τῶν πατέρων, ἰσχυρίζονται ὅτι κανένας τύπος τοῦ σταυροῦ δέν διεγράφη, καί ὅτι ἡ προσευχή τοῦ Μωυσῆ εἶναι ἡ δύναμη πού νίκησε τόν Ἀμαλήκ. Βέβαια κανείς πιστός δέν ἀμφιβάλλει ὅτι ἡ προσευχή εἶναι δύναμη μεγάλη. Στήν περίπτωση ὅμως αὐτή, ἡ νικηφόρα δύναμη δέν εἶναι μόνο ἡ προσευχή ἀλλά ἡ προσευχή μέ τόν σταυρό, ὅπως ἀφήνει ἡ Γραφή νά ἐννοήσουμε. Ὁ Μωυσῆς προσεύχεται βέβαια συνέχεια, ἀλλά δέν ἔχει συνέχεια ὑψωμένα τά χέρια του μέ τή ράβδο, καί ἡ νίκη ἐναλλάσσεται μέ τήν ἧττα, ἀνάλογα μέ τή στάση τοῦ Μωυσῆ. Ὁ Μωυσῆς ἔχοντας ὑψωμένα τά χέρια καί κρατώντας τή ράβδο εἰκονίζει τόν Γολγοθᾶ. Οἱ δύο συνοδοί του, Ἀαρών καί Ὤρ, εἰκονίζουν τούς δύο ληστές. Ὅπως ἐκεῖνοι σταυρώθηκαν δεξιά καί ἀριστερά τοῦ Κυρίου, ἔτσι κι αὐτοί στέκονταν ὅλη τήν ἡμέρα ἕνας στά δεξιά κι ἕνας στ’ ἀριστερά τοῦ Μωυσῆ. Ὁ Ἀαρών, πού ἀργότερα ἔγινε ἀρχιερέας, παραστεκόταν ὡς ἐκπρόσωπος τῆς ἱερωσύνης, ἐνῶ ὁ Ὤρ, πού καταγόταν ἀπό τή βασιλική φυλή τοῦ Ἰούδα, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς βασιλείας. Καί οἱ δύο, μαζί μέ τόν μεγάλο προφήτη Μωυσῆ, προτύπωναν τό τριπλό ἀξίωμα τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου: προφητικό, ἀρχιερατικό, βασιλικό.
  Ὁ Ἀμαλήκ ὑποχωροῦσε μόνο ἐφόσον διατηροῦνταν τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ. Καί ὅπως ὅταν ὁ δοῦλος Μωυσῆς ἅπλωσε τά χέρια νικήθηκε ὁ Ἀμαλήκ, ἔτσι κι ὅταν ὁ Κύριός του Ἰησοῦς ἅπλωσε τά χέρια του στόν σταυρό, καταλύθηκε τό κράτος τοῦ νοητοῦ Ἀμαλήκ, τοῦ σατανᾶ. Αὐτός πού κατετρόπωσε τόν Ἀμαλήκ λεγόταν Ἰησοῦς, κι αὐτός πού κατέλυσε τό κράτος τοῦ διαβόλου ὀνομαζόταν κι αὐτός Ἰησοῦς. Καί ὅπως ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἔμεινε στήν ἱστορία σάν στρατηλάτης κατά τοῦ Ἀμαλήκ, ἔτσι καί ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἐμφανίσθηκε στόν κόσμο σάν στρατηλάτης κατά τοῦ σατανᾶ. Καί ὁ ἀρχαῖος Ἰησοῦς πολέμησε μέ λίγους δυνατούς πού τούς διάλεξε μόνος του, καί ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς ἔκανε τόν πόλεμό του κατά τοῦ σατανᾶ μέ λίγους ἀποστόλους, πού τούς διάλεξε ὁ ἴδιος. Ὁ Κύριός μας τήν ὥρα πού ἦταν πάνω στόν σταυρό νικοῦσε τόν σατανᾶ. Ἐπειδή ὅμως αὐτό δέν ἦταν δυνατό νά τό προτυπώσει μόνος ὁ Μωυσῆς σάν ἁπλός ἄνθρωπος, γι’ αὐτό τόν Κύριο σάν Ἐσταυρωμένο τόν προτυπώνει ὁ Μωυσῆς, ἐνῶ σάν νικητή τοῦ σατανᾶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι πολλά πρόσωπα συγχρόνως προτύπωναν τόν Κύριο.

Δυνατοί μέ τόν σταυρό

  Ὁ Ἀμαλήκ ἐμπόδιζε τόν Ἰσραήλ νά βαδίσει πρός τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ὁ σατανᾶς ἐμποδίζει τούς πιστούς νά μποῦν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τήν πνευματική γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἀλλά τά παιδιά τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀγκαλιάζουμε καί παίρνουμε πάνω στούς ὤμους μας τόν σταυρό, πού τότε προτύπωσε ὁ Μωυσῆς, καταδιώκουμε τόν νοητό Ἀμαλήκ καί ἀνοίγουμε τόν δρόμο πρός τούς οὐρανούς. Τῶν χριστιανῶν ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται μέ σταυρό, ὅπως πολλές φορές διδάσκει ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη. Μόνο ἡ σταυρική θυσία τοῦ Θεανθρώπου δίνει νόημα στίς προσευχές μας, γιατί μόνο ἡ ἀνεξάντλητη ἀξιομισθία της δίνει ἐξιλαστική δύναμη καί ἀξία σ’ αὐτές, καθώς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Μόνο ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου ἀνεβάζει τίς προσευχές μας στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Χωρίς αὐτόν τά ἔργα καί ἡ θυσία τοῦ μεγαλύτερου ἁγίου εἶναι νόμισμα τοῦ ὁποίου καταργήθηκε ἡ ἀξία, καί κάθε ἅγιος εἶναι ἀνάξιος νά εἰσακουσθεῖ.
   Ἡ ἐκπομπή τῆς προσευχῆς μας φθάνει στ’ αὐτιά τοῦ Θεοῦ μόνον ὅταν μεταδοθεῖ μέ τήν κεραία τοῦ σταυροῦ τοῦ Κυρίου. Καί ἔχουμε τόν σταυρό τοῦ Κυρίου μόνον ὅταν ζοῦμε σταυρωμένοι. Ὅταν προσευχόμαστε, γράφουμε τόν σταυρό ἐξωτερικά καί ἐσωτερικά. Ἐξωτερικά, κάνοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἐσωτερικά ἔχοντας ἀγωνία, κόπο, ἱδρώτα, θυσία. Αὐτό εἶναι σταυρός καί ὄχι τά ξερά λόγια. Ἡ προσευχή μας, λοιπόν, νά γίνεται μέ σταυρό. Γι’ αὐτό ἄλλωστε ἀρχίζουμε καί τελειώνουμε κάνοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἀλλά τό σημεῖο αὐτό νά εἶναι ἔκφραση τῆς ἐσωτερικῆς μας διαθέσεως καί ἀγωνίας καί ὄχι τυπική κίνηση. Μέ τυπικές κινήσεις προσεύχονται μόνον οἱ μωαμεθανοί. Τί θά διαφέρουμε ἀπό αὐτούς ἐμεῖς, ἄν ἡ κίνησή μας, πού διαγράφει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, δέν εἶναι ἐνσυνείδητη, ζωντανή καί καθαρή; Πῶς θά εἰσακουσθοῦμε, ἄν λείψει τό ἐσωτερικό ἀντίκρυσμα τῆς κινήσεώς μας καί ἀντί σταυροῦ παίζουμε κιθάρα; Γιατί χωρίς τήν οὐσία του ὁ τύπος στρεβλώνεται καί παραμορφώνεται. Καί τότε παθαίνουμε ὅ,τι πάθαινε ὁ Ἰσραήλ, ὅταν ὁ Μωυσῆς κατέβαζε τά χέρια του. Νά κάνουμε, λοιπόν, τόν σταυρό μας καθαρά καί ἐνσυνείδητα, γιατί ἀλλοιῶς νικᾶ ὁ ἐχθρός.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 115-116

Κατηγορία Τριώδιον
Πέμπτη, 01 Νοέμβριος 2018 02:00

Πότε ὡφελεῖ ἡ προσευχή τῶν ἄλλων;

23Εἶναι καλό νά ζητᾶς καί νά ἔχεις τήν προσευχή τῶν ἁγίων, ἀλλά ὅταν κι ἐσύ κάνεις κάτι γιά τήν κατάσταση πού βρίσκεσαι. Βέβαια θά πεῖς, τότε τί μοῦ χρειάζεται ἡ προσευχή τῶν ἄλλων; ...Αὐτό ὅμως δέν τό εἶπε οὔτε ὁ Παῦλος (κι ἄς ἦταν κατώτεροί του αὐτοί τῶν ὁποίων ζητοῦσε τήν προσευχή), οὔτε ὁ Πέτρος (ὅταν ἡ Ἐκκλησία προσευχόταν ἐκτενῶς γιά αὐτόν), καί τό λές ἐσύ; Γι’ αὐτό ἀκριβῶς σοῦ χρειάζεται, διότι νομίζεις ὅτι δέν τήν ἔχεις ἀνάγκη. Κι ἄν γίνεις Παῦλος ἔχεις ἀνάγκη προσευχῆς. Μήν ὑψώνεις τόν ἑαυτό σου γιά νά μήν ταπεινωθεῖς. Ἀλλά πρόσεξε αὐτό πού εἶπα προηγουμένως: Θά ὠφελήσει ἡ προσευχή τῶν ἄλλων γιά μᾶς, ἄν δραστηριοποιηθοῦμε κι ἐμεῖς... Ἄν μένουμε ἀδρανεῖς, κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς ὠφελήσει. Τί ὠφέλησε ὁ Ἰερεμίας τούς Ἰουδαίους, πού γιά χάρη τους προσευχήθηκε τρεῖς φορές στόν Θεό καί τήν τρίτη ἄκουσε: «Μήν προσεύχεσαι καί μή ζητᾶς τίποτα γιά αὐτόν τό λαό, διότι δέν θά σ’ ἀκούσω»; Κι ὁ Σαμουήλ τί μπόρεσε νά κάνει στόν Σαούλ; Κι ἄς πενθοῦσε μέχρι τήν τελευταία μέρα γι’ αὐτόν καί ὄχι μόνο προσευχόταν... Ἄρα δέν ὠφελοῦν οἱ προσευχές; θ᾿ ἀναρωτηθεῖς. Καί πολύ μάλιστα, ἀλλά ὅταν κι ἐμεῖς κάνουμε κάτι... Διότι, ἐάν εἶχαν τή δύναμη οἱ προσευχές, ἐνῶ ἐμεῖς δέν ἐργαζόμαστε γιά τή σωτηρία μας, νά μᾶς βάλουν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιατί δέν γίνονται χριστιανοί ὅλοι οἱ εἰδωλολάτρες; Δέν προσευχόμαστε γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου; Κι ὁ Παῦλος τό ἴδιο δέν ἔκανε; Δέν ζητοῦμε νά ἐπιστρέψουν ὅλοι στόν Θεό; Γιατί δέν γίνονται οἱ κακοί καλοί χωρίς νά καταβάλουν καμία προσπάθεια; Πολύ, λοιπόν, ὠφελοῦν οἱ προσευχές, ἄν καί μεῖς προσφέρουμε τήν κατά δύναμιν προσπάθειά μας.
 

Ἰω. Χρυσοστόμου,
 Εἰς Α΄ Θεσσαλονικεῖς 1,4·ΕΠΕ 22,366-368.
 Ἀπόδοση Β.Σ.
    

Κατηγορία Πατερικά
Τρίτη, 25 Νοέμβριος 2014 02:00

Ἡ τέχνη τῆς προσευχῆς

texnh-proseyxis῞Οπως ἀπ᾿ ὅλες τίς αἰσθήσεις καλύτερη εἶναι ἡ ὅραση, ἔτσι καί ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές ἡ προσευχή εἶναι ἡ πιό θεία καί ἱερή.

*  *  *

῞Οπως τό ψωμί εἶναι τροφή τοῦ σώματος καί ἡ ἀρετή τροφή τῆς ψυχῆς, ἔτσι καί τοῦ νοῦ τροφή εἶναι ἡ πνευματική προσευχή.

 *  *  *


Μακάριος ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος κατά τόν καιρό τῆς προσευχῆς μένει ἀνεπηρέαστος ἀπ᾿ ὅλα τά πράγματα.

*  *  *

Πολλές φορές ζήτησα μέ τήν προσευχή ἀπό τόν Θεό νά μοῦ γίνει κάτι πού νόμιζα καλό καί ἐπέμεινα παράλογα νά τό ζητῶ βιάζοντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν τόν ἄφηνα νά οἰκονομήσει ᾿Εκεῖνος ὅ,τι γνωρίζει ὡς συμφέρον δικό μου. Καί λοιπόν, ἀφοῦ ἔλαβα ὅ,τι ζήτησα, στενοχωρήθηκα ὕστερα πολύ, πού δέν εἶχα ζητήσει μᾶλλον νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διότι δέν μοῦ ἦρθε τό πράγμα ἔτσι ὅπως τό νόμιζα.


῞Αγιος Νεῖλος

Κατηγορία Πατερικά
Κυριακή, 21 Αύγουστος 2016 03:00

"Δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι"

  Ἄργησε! Ἔρριξε τό ἱμάτιο στούς ὤμους του καί βγῆκε στό λιθόστρωτο. Μήτε πού τό κατάλαβε πῶς σκόνταψε στόν τρίβωνα πού ἔπεφτε ἀσουλούπωτα ἀπό τούς ὤμους τοῦ κοντοῦ διαβάτη, πού σουλάτσαρε ἀμέριμνα.
 - Σωκράτη! ἀναφώνησε ὁ Ἀλκιβιάδης, συμπάθα με! Μά ποῦ ἀλήθεια τριγυρνᾶς πρωί-πρωί;
 Τοῦ γέροντα τά μάτια φωτιστῆκαν καλοκάγαθα.
 - Ἐγώ, μακάριε; Ἐσύ ποῦ τό ᾿βαλες μέ τόση βιάση ἀπ᾿ τά χαράματα;
 - Πηγαίνω νά προσευχηθῶ στήν πολιάδα Ἀθηνᾶ, ἀπάντησε σχεδόν λαχανιασμένα τό παιδί.
 Ὅμως τά χείλη τοῦ ἄλλου εἴχανε μισανοίξει μ᾿ ἀπορία κι ἔκπληξη.
 - Ὦ θεσπέσιε! Ξέρεις ἀλήθεια νά προσεύχεσαι; Μά πές μου, ποιός σοῦ τό ᾿μαθε αὐτό;
 Ὁ νέος ἐκνευρίστηκε. Μέσα στά μάτια πού ἀνοίγανε μέ τόση συλλογή εἶδε σπιθίζουσα τή γνώριμη εἰρωνεία π᾿ ἀναστάνωνε τήν πόλη του.
 - Ὦ Σωκράτη, τραύλισε ἀνυπόμονα, δέν ἔχω χρόνο σήμερα γι᾿ αὐτά.
 - Στάσου, στάσου, ἀγαθέ, τόν ἔκοψε ὁ γέροντας. Πῶς θά προσευχηθεῖς; Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;... Πρέπει νά περιμένουμε, μακάριε.
 - Νά περιμένουμε... πότε, Σωκράτη; Ποιός ἄνθρωπος θά μᾶς διδάξει προσευχή;
 - Αὐτός πού νοιάζεται γιά σένα, φίλε μου. Αὐτός πού θ᾿ ἀφαιρέσει τά σκοτάδια ἀπ’ τήν ψυχή.
 - Ἀλήθεια; -μουρμούρισε σχεδόν συνεπαρμένα τό παιδί- κι ὕστερα, σάν νά ξυπνοῦσε ἀπότομα ἀπό τή μαγγανεία τοῦ δασκάλου του:
 - Ὦ Σωκράτη, ἔκαμε χάνοντας τή γνώριμη συγκράτηση μπρός στά λευκά μαλλιά. Καλά τό λέν πώς εἶσαι σοφιστής. Κι ἀνασηκώνοντας τόν ὄμορφο χιτώνα του χάθηκε βιαστικά στοῦ δρόμου τή στροφή.
  Μές στή γαλήνη τοῦ ναοῦ, μπρός στό πανέμορφο ἄγαλμα τῆς Πολιάδας πού ἔλαμπε, ὁ Ἀλκιβιάδης ψέλλιζε, μέ τήν ψυχή του μαζεμένη στή φωνή, τόν ὕμνο πού ἔμαθε παιδί. Μά οἱ ἐξαίσιοι στίχοι του σκοντάψανε ἀπρόσμενα σέ ᾿κείνη τήν εἰρωνική φωνή πού ξεπετάχθηκε στή μνήμη του: «Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;».
 Κόμπιασε τό παιδί· φουρκίστηκε. Αὐτός ὁ σοφιστής... Στά μάτια του κοντεύαν ν᾿ ἀνεβοῦνε θυμωμένα δάκρυα. Τό ᾿νιωθε ἡ ἐφηβική ψυχή τό ἀναπάντητο ἐρώτημα πού ᾿χε ἐκτοξεύσει ὁ παράξενός του δάσκαλος. Κι ὅμως ζητοῦσε νά προσευχηθεῖ ὁ Ἀλκιβιάδης, νά συναντήσει τόν ἀθάνατο, τόν ἄπειρο θεό...
  Ἤθελε νά προσευχηθεῖ. Ἦταν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του, πεῖσμα της· ἀνάμνηση θαμπή -κατά πῶς θά ᾿λεγε ὁ Πλάτωνας· μιά νοσταλγία δειλινοῦ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ. Ἐκεῖ, σάν τά βουνά ντυνόντανε τά ἑσπερινά τους φωτοστέφανα καί ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ἁγνή καί παρθενεύουσα, ἀφουγκραζότανε τ᾿ ἀγαπημένα χνάρια τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κουβέντιαζε ἔτσι ὅπως φίλος μέ τόν φίλο πού πεθύμησε, ὅπως παιδί μέ τόν γονιό του πού ἀγάπησε. Προσευχή· ἀκούμπημα τῆς ἀθωότητας ἀπάνω στήν καρδιά τοῦ πλαστουργοῦ Θεοῦ στόν κῆπο τοῦ Παράδεισου...
  Ἔμεινε τούτη ἡ νοσταλγία ζωντανή, κραυγάζουσα, στό θρῆνο τοῦ ἐξόριστου Ἀδάμ· γενιές γενιῶν ζητοῦσε νά προσευχηθεῖ, νά μπολιαστεῖ στήν κοινωνία τῆς ψυχῆς του μέ τόν ἄπειρο Θεό του, τόν ποθούμενο. Μόνο πού λάσπωσε ἡ φθορά τήν ἅγια μνήμη τῆς εἰκόνας Του κι ἀνήμπορος σήκωνε προσευχόμενος τά χέρια του στό τίποτα· σέ ὡραῖα καμωμένα εἴδωλα πού τόν κοιτούσανε βουβά. Κι ὅμως, ἐπίμονα, παρακαλεστικά σήκωνε ὁ ἄνθρωπος τά χέρια του πασχίζοντας κι ἀπό τίς τέσσερις γωνιές τῆς γῆς ν᾿ ἀγγίξει πάλι λίγο οὐρανό. Καί πιό πολύ ἐκεῖ, στήν πόλη τήν κλεινή, τήν ἰοστέφανη, π᾿ ἀχτιδοβόλησε σοφία καί πολιτισμό· ναοί, ναΐσκοι, οἶκοι, ἀναθήματα, ἀπ᾿ τήν ἀστράπτουσα ζωφόρο τῆς παρθένας Ἀθηνᾶς μέχρι τίς στῆλες τῶν Ἑρμῶν καί τ᾿ ἀετώματα τοῦ Ποσειδώνα, προσευχή. Μά μές στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας τῆς κατείδωλης ἕνα κοντόσωμο ἀνθρωπάκι, πού τό ὄνομά του ἔμελλε νά σημαδέψει ἐποχές, πλανιότανε ρωτώντας ἐναγώνια: «Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;».

  proseuxomena xeriaΤαξίδεψε τό ἐρώτημα, ἡ ἀναπάντητη κραυγή τοῦ νοσταλγοῦ Ἀδάμ ἀπό τήν ἀπορία τοῦ ἕλληνα σοφοῦ στά χείλη τῶν ἁπλοϊκῶν ψαράδων πού ἱκετεύουνε τόν Ἁλιέα τῶν ψυχῶν: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι».
  Κι Αὐτός, ἡ Προσευχή, ἡ Κοινωνία ἡ νοσταλγούμενη κάθε ἀνθρώπινης καρδιᾶς, τούς δίνει λέξεις καί καρδιά, γιά νά προσεύχονται· καρδιά λουσμένη μέ τή χάρη τοῦ Παράκλητου, γιά νά μπορέσει ἡ χωμάτινή μας ὕπαρξη νά ἀγγίξει τή διάσταση τοῦ αἰώνιου· νά πεῖ τόν πλαστουργό Θεό πατέρα της· κι ἔτσι ὑψωμένη ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό ἀγγελικά νά τόν δοξολογεῖ, ἀγγελικά νά λαχταρᾶ τόν ἐρχομό τῆς βασιλείας του μές στῶν ἀνθρώπων τίς καρδιές, ἀγγελικά νά παραδίνεται στό ζωηφόρο θέλημα, καί μέ τήν ἀμεριμνησία τοῦ παιδιοῦ ν᾿ ἀφήνει τή φροντίδα της στά πατρικά, ἀγαπημένα χέρια του, αὐτά πού τρέφουνε καί συντηροῦν τά σύμπαντα· αὐτά πού ἀνοῖξαν στό σταυρό, γιά νά τή δέσουν μέ τή διπλανή ἀνθρώπινη καρδιά στήν κοινωνία τοῦ «ἡμῶν». Κι ἔτσι ἀγαπώντας, συγχωρητικά νά ἱκετεύει αὐτό πού περισσότερο ποθεῖ: συγχώρεση, λύτρωμα ἀπ᾿ τήν κηλίδα πού ματώνει τήν εἰρήνη της, γιά ν᾿ ἀναφέρεται ἀνάλαφρη, ἁγνή στό πρῶτο κάλλος τῆς εἰκόνας της κράζουσα μυστικά καί ἀδιάλειπτα «ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». Πάτερ ἡμῶν· μιά προσευχή γιά νά ἐγγίσουμε Θεό· νά ἀγαπήσουμε ξανά Θεό καί ἄνθρωπο, χαράσσοντας λυτρωτικά στόν μέσα κόσμο μας τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό· ἀπό τήν κλειδωμένη μας καρδιά στόν ἀδελφό· μιά προσευχή πού μᾶς τή δίδαξαν τά χείλη τοῦ Θεοῦ, τύπος τῆς κάθε προσευχῆς πού θ᾿ ἀναπέμπουμε.
  Ταξίδεψαν οἱ εὐλογημένες λέξεις της ἀπό τή θεοβάδιστη Ἀνατολή μέχρι τήν περιμένουσα πατρίδα μου, νά μάθει ἐπιτέλους νά προσεύχεται· νά τίς προφέρουν ἀδιάκριτα γέροντες καί παιδιά, σοφοί κι ἀγράμματοι· τά νήπιά της νά ἀρχίζουνε μ᾿ αὐτές τή μέρα στό σχολειό· κι ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη, στό γαλάζιο καί στό πράσινο ν᾿ ἀνθίσει προσευχή· ναοί, ναΐσκοι, λευκοί σταυροί στῶν γλάρων τούς ἀναβαθμούς, καί στ᾿ ἀετώματα τῶν κορυφῶν ξωκκλήσια τοῦ Ἁι-Λιᾶ· τροῦλοι χρυσοί νά εὐλογοῦνε σιωπηλά τίς πόλεις μας, καί τάλαντα στίς ἐξοχές μας νά μηνοῦν Ἑσπερινό. Καιόμενο λιβανωτό ἡ πατρίδα μου! Στόν Ἄθωνα χέρια π᾿ ἀναμετροῦν τά «Κύριε, ἐλέησον» τήν ἀκουμποῦνε στήν ποδιά τῆς Παναγιᾶς.
   Κι ἀπ᾿ τά καμπαναριά μας κι ἀπ᾿ τά σήμαντρα φθάνει ζεστή στούς οὐρανούς ἡ προσευχή: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι». Ἡ ἱκετεύουσα ἀγωνία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας γιά τήν πατρίδα μας, τώρα πού κάποιοι μάχονται νά ξεγυμνώσουν τό γαλάζιο ἀπ᾿ τό στολίδι τοῦ σταυροῦ, καί νά ξεμάθουνε τήν προσευχή ἀπό τά χείλη τῶν νηπίων μας· ἡ ἱκετεύουσα ἀγωνία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας γιά μᾶς, τούς κουρασμένους νοσταλγούς τοῦ σήμερα...
  Γιατί ἐμεῖς, οἱ θεοδίδακτοι τῆς προσευχῆς, ἐρχόμαστε καί πάλι νοσταλγοί, σηκώνοντας ξανά τά χέρια μας στό τίποτα· σ᾿ ὡραῖα καμωμένα εἴδωλα, ὅλα ἐκεῖνα τά φθαρτά πού ἀγαπήσαμε καί τά ᾿παμε ἐπιπόλαια στηρίγματα τῆς ζήσης μας· κι ἔτσι ἀπομένουμε μονάχοι μας, δίχως μιά προσευχή νά φέρει τόν Θεό Πατέρα μας συνοδοιπόρο στήν ὀδύνη μας. Μά ὁ Θεός μας εἶναι ἐκεῖ, γλυκύς καί πρᾶος, καρφωμένος στό σταυρό. Μᾶς περιμένει νά Τόν συναντήσουμε στήν ὀμορφιά τῆς προσευχῆς. Ἀρκεῖ νά Τόν ἀφήσουμε -ὅπως δίχως νά ξέρει τό ζητοῦσε ὁ Σωκράτης μας- νά ἀφαιρέσει τά σκοτάδια μας, τή λίθινη καρδιά μας, γιά νά μᾶς δώσει μιά καρδιά σάρκινη, μαλακωμένη μέ τό δάκρυ τῆς μετάνοιας, γιά νά χωρέσει τόν Παράκλητο· ἐν ἀληθείᾳ καί ἐν Πνεύματι νά ποῦμε προσευχή, νά λαχταροῦμε προσευχή, νά ἀπολαύσουμε, κρυφή χαρά μας, προσευχή· μέσα στήν προσευχή μας ν᾿ ἀνεβαίνουμε ἀπ᾿ τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος στή γλυκύτητα κάποιου χαμένου δειλινοῦ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ· νά ζοῦμε προσευχή, γιά νά μπορέσουμε νά ξαναζήσουμε Παράδεισο... Ἀμήν.

Μ. Παστουρματζῆ
Κατηγορία Ποικίλα
Κυριακή, 18 Αύγουστος 2019 03:00

Προσευχή εὐάρεστη στό Θεό

 prosefhiΤήν προσευχή τή βοηθοῦν νά βρεῖ τό δρόμο της καί νά ἔχει ἀποτέλεσμα ὄχι τά κούφια λόγια ἀλλά τά ἀγαθά ἔργα. Πάρε παράδειγμα ἀπό τόν θεόφρονα Δαυΐδ. Ζητᾶ νά κριθεῖ ἀπό τόν Θεό χρησιμοποιώντας ὡς ἐλαφρυντικό τή δική του ἀκακία. Ἀλλά καί ὁ εὐσεβής Ἐζεκίας φέρει μπρο­στά στόν Θεό ὡς ἱκέτη τή δική του εὐλάβεια· καί οἱ χῆρες στήν Ἰόππη χρησιμοποιοῦν τά φιλανθρωπικά ἔργα τῆς νεκρῆς Ταβιθᾶ γιά νά ἐπιτύχουν τήν ἐπέμβαση τοῦ ἀποστόλου.
  Ἄν ἔτσι προσεύχεσαι, ἡ προσευχή σου θά φθάσει κατευθείαν στόν Θεό καί θά προβάλει φω­τεινή τήν ἀρετή σου καί ὁλόφωτη τή δικαιοσύνη σου.
  Κι ἄν θέλεις μεγαλύτερη ἐξήγηση ὅσων σοῦ ἔγραψα, ἀμέσως θά σοῦ τά ξεκαθαρίσω. Θέλεις νά σέ βοηθήσει ὁ Θεός; Σκέψου πρῶτα ἄν ἐσύ συμπαραστάθηκες σέ κάποιον ἐμπερίστατο πού μποροῦσες νά τόν βοηθήσεις. Παρακαλεῖς νά σοῦ προσθέσει πλούτη ὁ Θεός; Ἐξέτασε ἄν αὐτά πού ἤδη ἔχεις τά διαχειρίζεσαι σωστά. Θέλεις ὁ Κριτής νά εἶναι εὐμενής ἀπέναντί σου; Γίνε καί σύ ἀμνησίκακος στούς ἐ­χθρούς σου. Ἐπιθυμεῖς νά ἀπολαύσεις τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ; Συγχώρεσε κι ἐσύ ὅσους σοῦ ἔχουν φταίξει. Καλόν εἶναι νά μή ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό πάντα χαριστικά νά ἱκανοποιεῖ τά αἰτήματά μας, ἀλλά φιλότιμα νά ἐπιδεικνύουμε κάποια προσπάθεια γιά νά τόν εὐαρεστοῦμε. Διαφορετικά ἡ προσευχή μας θά εἶναι μία ἀχάριστη ἀπαίτηση.

Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, Ἐπιστολαί, ΡG 78,400C-401Α
Ἀπόδοση Β.Σ.

Κατηγορία Πατερικά