Θέλω νά δῶ γιά νά πιστέψω

lazaros cΤήν πρώτη συνήθως Κυριακή τοῦ Νοεμβρίου διαβάζεται στήν Ἐκκλησία ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου (Λκ 16,19-31). Ἡ παραβολή αὐτή ξεχωρίζει ἀπό τίς ὑπόλοιπες, διότι εἶναι ἡ μόνη πού μᾶς προσφέρει μιά γεύση ἀπό τό ἐπέκεινα, ἀπό τή ζωή πέραν τοῦ τάφου.
Ἀπό τά ἐπιμέρους νοήματά της, θά ἐπικεντρώσω τήν προσοχή μου σ’ ἕνα ἐνδιαφέρον σημεῖο στό τέλος. Σύμφωνα μέ τή διήγηση τοῦ Κυρίου, ὁ πλούσι­ος, καθώς βασανίζεται στήν κόλαση, θυμᾶται ὅτι ἔχει στόν κόσμο πέντε ἀ­δελφούς. Παρακαλεῖ λοιπόν τόν πατριάρχη Ἀβραάμ νά στείλει τόν Λάζαρο ἀπό τόν παράδεισο στό πατρικό του, ὥστε νά τόν δοῦν ἀναστημένο τ’ ἀδέλφια του, νά πιστέψουν καί νά σωθοῦν. Ὅμως ὁ Ἀβραάμ ἀποκρούει τήν ἐπιθυμία του. Ἔχουν, λέει, στά χέρια τους τήν ἁγία Γραφή, «τόν Μωϋσῆ καί τούς προ­φῆτες», ἄς τούς ἀκούσουν. Ὁ πλούσιος τοῦ ἀντιτείνει ὅτι δέν πρόκειται νά συμβεῖ κάτι τέτοιο καί ὅτι μόνο ἕνα θαῦμα θά τούς πείσει, ἀλλά ὁ δίκαιος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπόλυτος: Ἄν δέν πιστέψουν στή Βίβλο, κανένα θαῦμα δέν θά τούς βοηθήσει.
Πάντοτε, ἰδίως ὅμως στούς δύσκολους καιρούς μας, οἱ ἄνθρωποι στήν πλειονότητά τους ἐπιζητοῦν θαύματα γιά νά πιστέψουν στόν ἅγιο Θεό. Θέλουν ἀποδείξεις καί τεκμήρια γιά τήν ὕπαρξή του, τά ὁποῖα νά ἀντέχουν στόν ἔλεγχο τῶν αἰσθήσεων. Δέν τούς ἀρκεῖ ἡ πίστη πού ἑδράζεται στήν καρδιά. Ἀπαιτοῦν νά ἱκανοποιηθεῖ, εἰ δυνατόν, καί ὁ νοῦς καί τά χέρια καί τά μάτια καί τ’ αὐτιά. «Θέλω νά δῶ γιά νά πιστέψω!», τονίζουν μαζί μέ τόν Θωμᾶ πού ἀπιστοῦσε στό ἄγγελμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Διδασκάλου. Καί μπορεῖ τυπικά νά εἶναι Χριστιανοί, ἀλλά μέσα τους κυριαρχεῖ ἡ ἀμφισβήτηση ἤ ἀκόμη καί ἡ ἄρνηση.
Ἕνα ἀπό τά ἐπιχειρήματα πού ἐπικαλοῦνται οἱ ἀδελφοί αὐτοί εἶναι ὅτι καί ὁ Χριστός ἔκανε θαύματα κατά τή δημόσια δράση του, κάτι πού ἀσφαλῶς εἶναι ἀληθές. Βέβαια ἡ ἁγία Γραφή δέν χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «θαύματα», ἀλλά «σημεῖα». «Θαῦμα» εἶναι ὅ,τι θαυμάζουμε. «Σημεῖον» σημαίνει «σημάδι», κάτι δηλαδή πού δείχνει, πού φανερώνει. Κι αὐτό ἐπιδίωκε ὁ Χριστός. Τί φανερώνουν τά σημεῖα του; Τή θεότητά του, ὅτι εἶναι ὁ παντοδύναμος Γιαχβέ. Ὡσ­τό­σο, πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ Κύριος ἀναγκάστηκε νά ἐπιτελέσει σημεῖα. Δέν ἦταν αὐτό πού πραγματικά ἤθελε. Ἦταν ὁ μόνος τρόπος νά δείξει τήν ἀληθινή του ταυτότητα καί νά διεγείρει τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά δέν τοῦ ἦταν ἐπιθυμητός. Αὐτό συνάγεται ἀπό δύο τουλάχιστον περιστατικά τῆς ζωῆς του. Τό πρῶτο εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ γιοῦ ἑνός ἀξιωματούχου («βασιλικοῦ») τοῦ Ἡρώδη (βλ. Ἰω 4,46-54). Στήν παράκληση τοῦ δύστυχου πατέρα νά θαυματουργήσει στό ἑτοιμοθάνατο παιδί του, ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίνεται: «Ἐάν δέν δεῖτε σημεῖα, δέν θά πιστέψετε!». Ἐννοεῖ σαφῶς ὅτι ἀπορρίπτει τή συγκεκριμένη νοοτροπία καί μάλιστα ὅτι θλίβεται γι’ αὐτή. Τό δεύτερο περιστατικό, σαφέστερο αὐτό, εἶναι ἡ ψηλάφηση τοῦ ἀναστάντος ἀπό τόν Θωμᾶ (βλ. Ἰω 20,24-29). Ὁ Θωμᾶς βλέπει μπροστά του τόν ἀναστημένο Ἰησοῦ καί ὁμολογεῖ, χωρίς ἀμφιβολίες πλέον, ὅτι εἶναι «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου!». Καί τότε, αἴφνης, τόν ἀκούει νά τοῦ λέει ἀπαξιώνοντας τόν ἐνθουσιασμό του: «Πίστεψες ἐπειδή μέ εἶδες· μακάριοι εἶναι ὅσοι πιστεύουν χωρίς νά δοῦν».
Ἀλλά γιατί ὁ Κύριος εἶναι ἀρνητικός ἀπέναντι στήν πίστη πού στηρίζεται στά θαύματα; Ποῦ ἐντοπίζει ἐντέλει τό πρόβλημα; Θά ἔλεγα ὅτι οἱ λόγοι τῆς στάσης του αὐτῆς εἶναι κυρίως δύο: Ὁ πρῶτος, καί πολύ σημαντικός, εἶναι ἡ διαφύλαξη τῆς ἐλευθερίας μας. Δέν διαθέτουμε οἱ ἄνθρωποι κάποιο ἄλλο χάρι­σμα ἀνώτερο ἀπό τήν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία μᾶς καθιστᾶ αὐτό πού εἴμαστε. Ἡ ἐλευθερία μᾶς ξεχωρίζει ἀπό τά κτήνη. Ἡ θεόσδοτη ἐλευθερία, ἡ ὁποία φτάνει μέχρι τό σημεῖο νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀρνηθεῖ τόν ἴδιο τόν δημιουργό του. Ὡστόσο, δύναται ἄραγε νά ἀρνηθεῖ κανείς τόν Θεό ἔχοντας τήν ἐμπειρία τοῦ θαύματος; Μπορεῖ νά τόν ἀγνοήσει, τή στιγμή πού γεύτηκε μέ τίς αἰσθήσεις του τήν ὑπερφυσική του δύναμη; Ἡ ἀπάντηση φυσικά εἶναι αὐτονόητη: Ὄχι, δέν μπορεῖ. Δέν εἶναι πιά ἐλεύθερος νά τό κάνει. Εἶναι δέσμιος. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος, προκειμένου νά περισώσει ὅσο ἦταν δυνατόν αὐτό τό θεμέλιο τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης, ἔδειξε μέν στά πλήθη, ὅταν ζοῦσε ἐδῶ στή γῆ, ποικίλα σημεῖα -δέν γινόταν ἀλλιῶς-, ἀλλά φρόντισε νά ἀποκρύψει ἀπό τά αἰ­σθητήριά τους τό πιό κρίσιμο, τήν ἀδιαμφισβήτητη ἀπόδειξη τῆς θεότητάς του, τό κορυφαῖο γεγονός τῆς ἀνάστασής του. Ἐπειδή, ἄν τό ἔβλεπαν, θά ἐξα­ναγ­κάζονταν νά πιστέψουν χωρίς καμιά δυνατότητα διαφυγῆς.
Ὁ δεύτερος λόγος, ἐξίσου σπουδαῖος, εἶναι ὅτι πολλές φορές τά θαύματα καταντοῦν ἀνούσια σό­ου. Προ­καλοῦν μέν τήν πίστη, ἀλλά μόνο ἐπι­φα­νει­ακά, δέν ἐπιδροῦν σέ βάθος. Βέβαια, γιά νά εἴμαστε ἀκριβεῖς, τό πρό­­βλημα δέν εἶναι τά θαύματα. Ὁ Κύριος εἶ­ναι πάνσοφος καί γνωρίζει καλά τί δίνει καί γιατί τό δίνει. Ὁ ὑπαίτιος αὐτῆς τῆς κατά­στα­σης εἶ­ναι ἡ κακή προ­αίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία θέ­λει μέν τό θαῦμα -καί μάλι­στα τίς ἡμέρες αὐτές τῆς πανδημίας τό ἐκ­βιάζει κιόλας-, συγκλονίζεται ἴσως, ὅταν τό βλέπει, ἀλλά μέχρι ἐκεῖ. Δέν ἐν­διαφέρεται γιά τό ἀ­λη­θινό, πνευματικό του μήνυμα, τό προ­σπερνᾶ.
Ἀλήθεια, ἐμεῖς πῶς ἀν­τι­μετωπίζουμε αὐτό τό θέμα; Πόσο ἐλεύθεροι εἴμαστε ἀ­πό τέτοιες ἐξαρτήσεις; Ὁ Κύριος, διά τοῦ Ἀβραάμ, εἶ­ναι ξεκάθαρος: Τά ὑπέρτατα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναμφίβολα ἡ πίστη καί ἡ μετάνοια, ὅ­μως προσοχή: Αὐ­τά τά δύο καλλιεργοῦνται καί καρποφοροῦν μέ τή σπουδή καί ἐφαρμογή τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Μέ θυσία. Ὄχι μέ θαύματα.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας