Γιορτάζουμε Χριστούγεννα

Θαῦμα ἐξαίσιο καί μυστήριο παράδοξο γιά τή ζωή μας ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Κατάπληκτος ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ· «Τί εἴπω καί τί λαλήσω;... ῾Εκούσια ὁ Θεός ντύνεται τό δικό μου σῶμα, γιά νά χωρέσω ἐγώ τόν δικό του Λόγο καί παίρνοντας τή δική μου σάρκα μοῦ δίνει τό δικό του Πνεῦμα... Παίρνει τή σάρκα μου, γιά νά μέ ἁγιάσει· μοῦ δίνει τό Πνεῦμα του, γιά νά μέ διασώσει» (Λόγος εἰς τήν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος, ΡG 56,388).
᾿Αλλά τί εἶναι ὁ Θεός καί πῶς γίνεται ἄνθρωπος; Πῶς χωρᾶ στήν πεπερασμένη ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ; «Παραπληκτίσωμεν εἰς τά τοῦ Θεοῦ μυστήρια ἐρευνῶντες», λέει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. ῾Η μόνη ἀσφαλής διέξοδος, ὅπως τονίζουν οἱ πατέρες, εἶναι νά πλησιάζουμε τό μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος μέ τή φώτιση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τόν θεῖο λόγο καί μέ μυστηριακή ζωή.
Γιά νά κατανοήσουμε τό νόημα τῶν Χριστουγέννων, μᾶς χρειάζεται Πνεῦμα ἅγιο. Καί σ᾿ αὐτό ἀκριβῶς ἔρχεται νά μᾶς βοηθήσει ὡς μάνα φιλόστοργη ἡ ἁγία ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μέ τόν τρόπο της μᾶς παίρνει ἀπό τό χέρι ὡς παιδιά της καί μᾶς ὁδηγεῖ στή Βηθλεέμ· μᾶς βάζει μέσα στό σπήλαιο καί μᾶς γονατίζει μπροστά στή φάτνη. ᾿Εκεῖ, ὅταν ἐμεῖς μέ ταπείνωση δεχθοῦμε νά γίνουμε μαθητές της, μᾶς διδάσκει τό μεγάλο γεγονός, ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. ῞Οταν μέ συναίσθηση ὑπακούσουμε στό λόγο της καί οἰκειωθοῦμε τά μυστήριά της, μᾶς καθιστᾶ κοινωνούς στό θαῦμα· Γεμίζουμε εὐφροσύνη, καθώς ἀντιφεγγίζει μέσα μας ἡ λάμψη τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ καί ἐγγίζει τήν ψυχή μας ἡ θαλπωρή πού σκορποῦν τά χαμόγελά του.
 Βέβαια, ἴσως κάποιος ἀντιτείνει ὅτι ὅλος ὁ κόσμος σχεδόν τά ξέρει τά Χριστούγεννα καί μάλιστα οἱ περισσότεροι τά γιορτάζουν κιόλας ὡς χριστιανοί. ᾿Εντούτοις, δέν πρόκειται γι᾿ αὐτό. ῾Η γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν κοσμική γιορτή, πού φέρει τό ὄνομά της καί περιορίζεται σέ ὁρισμένα τυπικά θρησκευτικά καθήκοντα. Αὐτή εἶναι ἴσως μία θαυμάσια γιορτή γιά τό πεπτικό μας σύστημα ἤ γιά τίς ἐθιμοτυπίες μας. Δέν προσφέρει ὅμως τίποτε σ᾿ αὐτούς πού πεινοῦν καί διψοῦν τή δικαιοσύνη, σ᾿ αὐτούς πού μ᾿ ὅλες τίς ἀνέσεις καί τά ἀγαθά τους μένουν ἀνικανοποίητοι, διότι τούς λείπει ὁ Θεός. Χρειάζεται, τάχα, νά μνημονεύσουμε τίς τραγικές διαστάσεις πού παίρνει στίς μέρες μας αὐτή ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς λεγόμενες χριστιανικές κοινωνίες; ᾿Εναγώνιοι καί συγκλονισμένοι παρακολουθοῦμε τίς ἀπρόβλεπτες τρομοκρατικές ἐκδηλώσεις πού θρυμματίζουν τή μυριοπόθητη εἰρήνη, ἐντείνουν τήν ἀνασφάλεια καί παραβιάζουν κάθε ἔννοια ἠθικῆς, βάζοντας σέ δοκιμασία τό νευρικό μας σύστημα καί ἐξαχρειώνοντας ἀπαράδεκτα τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα.
 Κι ὅμως, γιά τό μικρό ποίμνιο, γιά τούς χριστιανούς -ὄχι τῆς τυπικότητας ἀλλά τῆς συνειδήσεως- τά Χριστούγεννα εἶναι μία γιορτή, πού θά τούς βοηθήσει νά ζήσουν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ὄχι ὡς ἕνα γεγονός τοῦ καιροῦ ἐκείνου ἀλλά ὡς μία πραγματικότητα τοῦ σήμερα. Διότι αὐτό θά πεῖ γιορτάζω· φεύγω ἀπό τό χρόνο μου καί ἀπό τόν τόπο μου καί μπαίνω στήν αἰώνια ὥρα τοῦ Θεοῦ, στή ζωντανή παρουσία του, γιά νά ζήσω τήν ἱστορία του σάν ἱστορία μου. «Σήμερον ὁ Χριστός γεννᾶται», ψάλλει ἡ ᾿Εκκλησία μας, σπάζοντας τά χρονικά καί τοπικά ὅρια καί μεταφέροντας τούς πιστούς σέ ἕνα διαρκές θεῖο παρόν.
 Αὐτός ἀκριβῶς εἶναι καί ὁ κυριότερος τρόπος πού διαθέτει ἡ ᾿Εκκλησία, γιά νά μᾶς μυήσει στό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας. ῾Η λατρεία, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τά μυστήρια, ὅλα ἀποβλέπουν στό νά μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπό τά δεσμά τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου καί ἤ νά φέρουν τό γεγονός κοντά μας, στήν ἐποχή μας, ἤ νά μεταφέρουν ἐμᾶς κοντά του, στήν ἐποχή του. Αὐτή τή δυνατότητα τή δίνει μόνο ἡ ᾿Εκκλησία, διότι μόνο αὐτή ἔχει θεανθρώπινο χαρακτήρα, χαρακτήρα πού ἀγκαλιάζει καί τόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό, οὕτως ὥστε νά βρίσκεται καί μέσα καί ἔξω ἀπό τό χρόνο. ᾿Αφ᾿ ἑνός στέκεται κοντά καί στόν πιό μεγάλο ἁμαρτωλό, καί ἀφ᾿ ἑτέρου ζῆ στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.
 ῞Οταν αὐτό εἶναι τό βαθύτερο νόημα κάθε γιορτῆς, μποροῦμε πολύ καλά νά καταλάβουμε πόσο ἀνταποκρίνεται ὁ ἑορτασμός τῶν περισσοτέρων μας στή σημασία τῶν Χριστουγέννων. Μακριά ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, ἄγευστοι τῶν ἱερῶν μυστηρίων καί ἀδιάφοροι πρός τίς ἀλήθειες τοῦ θείου λόγου τί Χριστούγεννα μποροῦμε νά γιορτάσουμε; Μοιάζουμε μ᾿ ἐκείνη τήν ὁλόχρυση περίτεχνη λάμπα, πού παραμένει ἄχρηστη, διότι δέν φωτίζει, δέν ἔχει ἐπαφή μέ τήν ἠλεκτρική πηγή. ῎Ετσι ἐκφυλίζουμε τή γιορτή σέ μία ἀκόμη εὐκαιρία ἐθιμοτυπίας, μία γιορτή ρουτίνας καί ἕνα κατεστημένο ἁμαρτίας, πού σιγά-σιγά μᾶς ἀηδιάζει καί μᾶς σπρώχνει στίς πιό ἀντιχριστιανικές ἐκδηλώσεις, μέ τή μάταιη ἐλπίδα νά σπάσουμε τή μονοτονία μας.
 ῎Αν εἶναι κακό μέσα στήν πρόοδο τοῦ 21ου αἰώνα νά πιστεύει κάποιος στά εἴδωλα, πόσο χειρότερο εἶναι νά πιστεύει στά εἴδωλα καί νά νομίζει ὅτι εἶναι χριστιανός; Κι ὁπωσδήποτε, δέν μπορεῖ νά λογίζεται χριστιανός ἐκεῖνος πού περιορίζει τή χριστιανική του ἰδιότητα στά ἐθιμοτυπικά καί στή ρουτίνα τοῦ κατεστημένου. ῞Οσο κι ἄν δαπανήσουμε καί ἐκδαπανηθοῦμε γιά νά γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα, θά μείνουμε μακριά ἀπό τό νόημά τους, ἄν οἱ μέρες αὐτές δέν γίνουν ἀφορμή γιά τήν πνευματική μας ἀνανέωση, γιά τήν ἀναθέρμανση τῶν σχέσεών μας μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό.
 ῾Η γιορτή τῶν Χριστουγέννων μᾶς ἀποκαλύπτει τόν Θεό καί μᾶς καλεῖ νά θεωθοῦμε, ν᾿ ἀνυψωθοῦμε ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, ὅπως ὁ Θεός κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. Μέ τήν ἀναβάθμιση τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, μέ τή συνεχῆ ἀνανέωση καί πρόοδο τῆς ἀγαπητικῆς σχέσεώς μας πρός τόν Θεό παίρνουν νόημα οἱ γιορτές, παίρνει νόημα καί χρῶμα ὅλη ἡ ζωή μας.
 

Στέργιος Ν. Σάκκος