Ἐμμανουήλ

 Παραμονές Χριστούγεννα! Πλημμύρα φῶτα στούς πολύβοους δρόμους μας. Πλημμύρα κόσμος συναζότανε στά ἀστικά. Ἀνέβαινα σπρωγμένη ἀπό σακκοῦλες καί τεράστια κουτιά πού ᾿κλειναν μέσα τά καινούργια δῶρα τῶν παιδιῶν.
 - Χριστούγεννα, μουρμούρισε μιά νεαρή κυρία πίσω μου. Νά τρέχεις καί νά μή φτάνεις!
 - Νά σοῦ πῶ, Δέσποινα, ἀναστέναξε ἀπαντώντας της μιά ἐπίσης νεαρή φωνή. Τά Χριστούγεννα νιώθω ἀκόμα πιό μόνη. Τό λένε ἄλλωστε· εἶναι ἡ μελαγχολία τῶν γιορτῶν.
 Γύρισα φευγαλέα καί κοίταξα τό νεαρό κορίτσι πού πρόφερε τούτη τήν πρόταση. Ἤτανε γύρω στά 25 της -ἕνα ὄμορφο πρόσωπο στεφανωμένο μέ μεταξωτά μαλλιά· καί δυό μεγάλα μάτια πού κοιτούσανε μ’ ἀφηρημένη κούραση καί μέ μελαγχολία ἀκαθόριστη.
 «Τά Χριστούγεννα νιώθω ἀκόμα πιό μόνη»...
 Τό γνώριζα τοῦτο τό αἼσθημα -λογίστηκα- ὅπως τό γνώριζαν οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς, πού φορτωμένοι μέ σακκοῦλες καί μέ δῶρα τρέχαμε νά γιορτάσουμε Χριστούγεννα· ὅπως τό γνώριζε ὁ φωταγωγημένος κόσμος μας, πού τό ὀνομάτισε στά ψυχολογικά βιβλία του «ἡ μοναξιά καί ἡ μελαγχολία τῶν γιορτῶν».
 Μοναξιά! Κάποτε περισφίγγει ὅλους μας· εἶναι ἐκεῖνο πού σηκώνουμε στά βάθη μας, πού δέν μοιράζεται μήτε καί μέ τούς πιό ἀγαπημένους μας. Εἶναι ἐκεῖνο πού περίσσεψε στόν κόσμο μας, πού ἔφερε -κατά πώς τό ᾿πε ὁ λογοτέχνης μας- τίς στέγες μας τόσο κοντά καί τίς καρδιές μας τόσο μακριά. Κι ἔτσι ἀπομείναμε ἀσυντρόφιαστοι, καθείς νά περπατᾶ σέ δρόμους πού δέν τέμνονται, στήν ἐρημία καί στό ἄγχος τῆς σιωπῆς, πού μεγαλώνει ἀπειλητικά τοῦτες τίς μέρες πού ὅλα ἔξω μας φωτίζονται.
 «Τά Χριστούγεννα νιώθω ἀκόμα πιό μόνη»· μιά πρόταση τόσο ἀταίριαστη στά εἰκοσιπέντε χρόνια πού τήν πρόφεραν.
 Περνοῦσε τό λεωφορεῖο μας ἔξω ἀπό μία ἐκκλησιά· ἔκανα τό σταυρό μου, ὅπως συνήθιζα. Μόνο πού τούτη τή φορά μιά εὐγνωμοσύνη χύθηκε μέσα μου· εὐγνωμοσύνη, γιατί σέ λίγες μέρες θ’ ἀξιωνόμουν νά βρεθῶ μές στό ναό· ν’ ἀκούσω ἐκεῖ τό εὐλογημένο μήνυμα τοῦ λυτρωμοῦ, πού ᾿χει τή δύναμη νά λιγοστεύει τή δική μου μοναξιά: «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ·... Καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός».
 Γεννήθηκε! Ἐκεῖνος πού ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τόν εἴπαμε «Ἐμμανουήλ», τόν εἴπαμε «συνοδοιπόρο» μας καί «συντροφιά», γιατί ἐκεῖνο ψάχναμε: μιά συντροφιά νά συνοδοιπορήσει ὥς τά κεκλεισμένα ἔγκατα τοῦ κόσμου μας, νά μοιραστεῖ αὐτό πού δέν μοιράζεται· μιά συντροφιά νά βάλει στή ζωή μας ἕνα «σύν»· νά πεῖ τόν ἄλλο ἄνθρωπο «συνάνθρωπο», «συνοδοιπόρο», «ἀδελφό».
 Ἦρθε Ἐκεῖνος, ὁ μεγάλος μας Συνάνθρωπος, ὁ Ἐμμανουήλ, γιά νά σκορπίσει τή γαλήνη ἀπό τά μειδιάματα τῆς φάτνης του στίς κουρασμένες μας ψυχές· χάδι παρηγορητικό νά μᾶς θωπεύσει στήν ἀγάπη του, γιά νά ἀκοῦμε πάντοτε ᾿κείνη τήν ἅγια ὑπόσχεση πού στάζει θαλπωρή: «Εἶμαι ἐδῶ γιά σένα! Εἶμαι πάντα ἐδῶ! Ἀκόμα κι ἄν ἡ μάνα ἐγκαταλείψει τά μικρά της, ὅμως ἐγώ θά ᾿μαι κοντά σου πάντοτε!» (Ψα 26,10)· νά σβήσει ἡ μοναξιά μας μές στή θεία ἀγκαλιά.
 Κοίταξα πάλι τό κορίτσι μέ τή μελαγχολική ματιά. Κι ἔνιωσα τήν ἀνάγκη νά τῆς πῶ ἀπό καρδιᾶς· σέ ᾿κείνην καί στόν κάθε πληγωμένο ἀπό τή μοναξιά συνάνθρωπο: «Ἀδελφέ μου, ἄγνωστε κι ὅμως τόσο γνώριμε, δέν εἴμαστε πιά μόνοι, οὔτε ἐγώ οὔτε ἐσύ. Γεννήθηκε ὁ Ἐμμανουήλ! Ἔγινε ὁ Θεός μας “μεθ’ ἡμῶν”! Αὐτό μᾶς λένε τά Χριστούγεννα. Ἔλα νά περπατήσουμε μαζί στή Βηθλεέμ, νά πᾶμε στό ναό, στή φάτνη τήν ἀληθινή, νά γονατίσουμε στό λίκνο Του· νά λυτρωθοῦμε· νά Τόν προσκυνήσουμε.Ἀμήν».

Μ. Σωτηρίου