Γεννιέται γιά νά μᾶς ἀναγεννήσει

 gennissi Γνωρίζουμε καί πιστεύουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κτίσθηκε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ». Ἐπίσης διδασκόμαστε ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο ὅτι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός. Ἄρα, συμπεραίνουμε, ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, πλάστηκε δηλαδή μέ μοντέλο τόν Χριστό, πλάστηκε γιά νά γίνει Χριστός. Ἀκριβῶς στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ἀξία του, ἡ ὑπεροχή του ἀπό τά ἄλλα κτίσματα καί ἡ μοναδικότητα τοῦ προορισμοῦ του.
  Τά θρησκεύματα, οἱ φιλοσοφίες, οἱ ποικίλες ἀνθρωπολογικές θεωρίες καί ἡ πολιτική στηρίζουν τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου στά συστατικά του, στήν ἐφευρετικότητά του. Καί ἀντιδικοῦν αἰῶνες τώρα, γιά τό εἶδος τῶν συστατικῶν τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν ἰδιαιτερότητά του ἤ τήν κοινότητά του σέ σχέση μέ τά ἄλλα πλάσματα. Ὅμως πλανῶνται στήν ἀφετηρία τῆς σκέψεώς τους καί γι’ αὐτό δέν ἐκτιμοῦν σωστά τήν ἀξία καί τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου.
  Δέν εἶναι τά συστατικά του, πού προσδιορίζουν τήν οὐσία, τήν ἀξία καί τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τά χρώματα καί τό εἶδος τοῦ ὑλικοῦ ἀπό τό ὁποῖο εἶναι κατασκευασμένη μιά φωτογραφία δέν εἶναι ἐκεῖνα πού προσδιορίζουν τήν ἀξία τῆς φωτογραφίας. Τήν ἀξία τῆς ἡ φωτογραφία τήν παίρνει ἀπό τό πρόσωπο πού εἰκονίζει καί ἀπό τό πῶς καί πόσο σωστά καί καθαρά τό εἰκονίζει. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν ἄνθρωπο. Τή θέση του ὡς κορωνίδα τοῦ κόσμου καί τήν ὑπαρξιακή του ἀξία τήν ὀφείλει ὄχι στά συστατικά του ἤ στό δυναμισμό του ἀλλά στό ὅτι εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Καί τό πόσο σωστά καί καθαρά εἰκονίζει τόν Χριστό, αὐτό μετρᾶ τήν ἀξία του καί τήν ἐπιτυχία τῆς ἀποστολῆς του.
  Εἶναι ὁ ἄνθρωπος λογική, ἐλεύθερη καί κοινωνική ὕπαρξη, διότι τό ἀρχέτυπό του, ὁ Χριστός, εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ὑπάρχει αἰώνια καί κοινωνεῖ ἐλεύθερα μέ τά ἄλλα πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος. Λαχταρᾶ τή ζωή, τήν ἀλήθεια καί τήν εὐτυχία, διότι τό ἀρχέτυπό του, ὁ Χριστός, εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀπόλυτη μακαριότητα. Ἄρα ὁ ἄνθρωπος κτίσθηκε, ζῆ, ὑπάρχει καί πορεύεται ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ εἰκόνα. Γι’ αὐτό εὔστοχα παρατηροῦν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἄγχεται καί ἀγωνιᾶ ἕως ὅτου βρεῖ τόν Χριστό καί ἀναπαυθεῖ σ’ Αὐτόν. Δηλαδή τό ζητούμενο γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ εὕρεση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἕνωση μαζί Του.
  Ἀκριβῶς ἡ διαδικασία γιά νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό καί γιά νά ἑνωθεῖ μαζί Του, ἄρχισε μέ τά Χριστούγεννα. Καί ἐδῶ βρίσκεται ἡ μοναδικότητα καί ἡ ἄμετρη φιλανθρωπία τῶν Χριστουγέννων. Ἐπειδή δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του νά φτάσει τό ἀρχέτυπό του, τόν Χριστό, νά ἑνωθεῖ μαζί Του καί νά ἀπολαύσει τήν πληρότητά Του, γι’ αὐτό ὁ Χριστός ἦρθε στήν εἰκόνα Του, τόν ἄνθρωπο, μέ τά Χριστούγεννα.
   Τά Χριστούγεννα, δηλαδή, δέν εἶναι ὅπως οἱ θεοφάνειες, πού περιγράφονται στίς μυθολογίες τῆς ἀρχαιότητος. Ἐκεῖ, στίς διηγήσεις τῶν μύθων, οἱ θεοί ἐμφανίζονται σάν ἄνθρωποι γιά μιά στιγμή καί ὕστερα ἐξαφανίζονται, διότι «Θεός ἀνθρώπῳ οὐ μίγνυται». Ἐδῶ, στά Χριστούγεννα, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἑνώθηκε αἰώνια μέ τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Στή συνέχεια αὐτή τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη τήν ἀνέστησε καί τή θέωσε. Ἔτσι, ὑπάρχει ἔκτοτε ἡ θεανθρώπινη ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ, πού ἑλκύει μέ τίς ἐκκλησιαστικές διαδικασίες πρός τήν παντοδυναμία του τίς εἰκόνες του, δηλαδή τούς ἀνθρώπους.
   Ἑπομένως τά Χριστούγεννα εἶναι τό μοναδικό γεγονός, πού πραγματοποιεῖ τόν προορισμό καί τήν ἀποστολή τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί θεωροῦμε τά Χριστούγεννα καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ὡς τή μεγαλύετρη δωρεά τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρωπότητα. Δωρεά πού σημαδεύει ἀνεξίτηλα τή μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου. Καταλαβαίνουμε, ἔτσι, γιατί ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων γιά τούς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς δέν ἔχει ἀναμνησιακό μόνο χαρακτήρα καί δέν γίνεται μία φορά μόνο τόν χρόνο σάν κάποια λαογραφική ἐκδήλωση. Δέν γίνεται ἔτσι ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων στήν Ὀρθόδοξη Λατρεία.
  Τά Χριστούγεννα ὡς ἐρχομός τοῦ ἀρχετύπου στήν εἰκόνα του, ὡς φιλάνθρωπη ὑπαρξιακή αὐτοπροσφορά τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο, ἐπαναλαμβάνονται σέ κάθε περίπτωση πού ἕνας ἄνθρωπος γίνεται Χριστιανός, δηλαδή σέ κάθε τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Τή στιγμή πού ἕνας ἄνθρωπος βαπτίζεται, γίνεται ἡ θαυματουργική δικαίωση τῶν Χριστουγέννων. Διότι τή στιγμή τοῦ Βαπτίσματος, ὁ βαπτιζόμενος μέ θαυματουργικό τρόπο «βουτάει» μέ τήν ψυχή του καί μέ τό σῶμα του στή θεανθρώπινη ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ, «μπολιάζεται» μέ τόν θεάνθρωπο Χριστό, «ἑνώνεται» μέ τό ἀρχέτυπό του, «μπαίνει» στή διαδικασία τῆς χριστοποιήσεώς του, γιά τήν ὁποία ἔγιναν τά Χριστούγεννα.
  Ἀκριβῶς μ’ αὐτή τήν πίστη γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Στή γιορτή τῶν Χριστουγέννων δέν πανηγυρίζουμε μόνο τά γενέθλια τοῦ Χριστοῦ, πού ἀποτελοῦν ὡς γεγονός τό μεγαλύτερο θαῦμα ὅλων τῶν ἐποχῶν. Τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων δέν γιορτάζουμε μόνο τά γενέθλια κάθε πολιτιστικῆς καί ἀνθρωπιστικῆς προόδου, πού δημιουργήθηκε μέ τά διδάγματα τοῦ Χριστοῦ καί μέ τό ἦθος τῶν Χριστιανῶν. Ἔτσι τά Χριστούγεννα τά γιορτάζουν καί ἐκεῖνοι πού δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί· ἀκόμα καί ἐκεῖνοι πού δέν εἶναι Χριστιανοί. Διότι τόν Χριστό ὡς μέγα διδάσκαλο καί ἀνακαινιστή τῆς ἀνθρωπότητος τόν τιμοῦν καί οἱ μή Χριστιανοί. Γιορτάζουν ἑπομένως καί ἐκεῖνοι τά Χριστούγεννα ὡς γενέθλια τοῦ ἀνακαινιστοῦ τῆς ἀνθρωπότητος. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, τά Χριστούγεννα τά γιορτάζουμε προπαντός ὡς προσωπική καί ταυτόχρονα ἐκκλησιαστική μας ὑπόθεση. Τά γιορτάζουμε ὡς μπόλιασμά μας μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Τά γιορτάζουμε ὡς ἀρχή τῆς διαδικασίας γιά τήν πορεία τῆς προσωπικῆς μας κατοχυρώσεως στήν αἰωνιότητα. Κατοχυρώσεως πού γίνεται καθώς κτίζεται στήν ἐκκλησιαστική ζωή ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νά ὑπάρχει στή γῆ μέ τά Χριστούγεννα.
  Κοντολογῆς, γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, τά Χριστούγεννα εἶναι ὁ προσφερόμενος παράδεισος, πού λαχταρᾶ καί ἐπιποθεῖ ἡ ὅλη ὕπαρξή μας. Γι’ αὐτό γιορτάζοντας τά Χριστούγεννα δέν περιοριζόμαστε σέ παχειά λόγια καί σέ τυπικές εὐχολογίες καί φαμφαρώνικες διακοσμήσεις. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα μετά ἀπό τεσσαρακονθήμερη προετοιμασία μέ τή συμμετοχή μας στήν πανδαισία τῆς χριστουγενιάτικης Λειτουργίας. Ἐκεῖ γινόμαστε σύναιμοι καί σύσσωμοι Χριστοῦ. Ἐκεῖ βιώνουμε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, πιστεύουμε, ὅτι δικαιώνονται τά Χριστούγεννα καί κατανοεῖται ὁ ἀγγελικός ὕμνος τή νύχτα τῶν Χριστουγέννων, ὅτι τά Χριστούγεννα εἶναι «εὐδοκία ἐν ἀνθρώποις».

Δῆμος Ματσικίδης