Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἡ ἐπιστροφή

epistrofhἜκλεισε πόρτες καί μαντάλωσε παράθυρα ἡ κυρα-Λίζα. Τέτοια ντροπή, ὄχι, δέν μποροῦσε νά τή σηκώσει. Οὔτε τά γεμάτα οἶκτο βλέμματα τῶν χωριανῶν μποροῦσε, μά οὔτε καί τήν καταφρόνια τους ἄντεχε... Ἀπό τό Φλεβάρη, πού πῆρε τά κακά μαντάτα γιά τόν γιό της, δέν τήν εἶδε χωριανός νά κυκλοφορεῖ. Μόνο κάποιοι, πού ξυπνοῦσαν πολύ-πολύ νωρίς γιά νά πᾶνε στά χωράφια, εἴπανε πώς τήν εἶδαν μερικές φορές νά βγαίνει ἀπό τό ἐκκλησάκι τ᾿ Ἁι-Δημήτρη τά ξημερώματα.
 Ἕναν γιό εἶχε σ᾿ αὐτή τή ζωή καί τίποτε ἄλλο. Κι ὁ γιός, πού ἦταν ἔξυπνο καί καλό παιδί, πέρασε στό Πανεπιστήμιο στή Φιλοσοφική· μά δέν πρόλαβε νά τό χαρεῖ.
 - Τί εἶναι αὐτό πού μέ βρῆκε, Θεέ μου, ἔλεγε καί ξανάλεγε. Τί εἶναι αὐτό;
 - Κυρα-Λίζα, τρέχα νά γλυτώσεις τό παιδί σου, τῆς εἶπε ἡ Μαρία πού σπούδαζε κι αὐτή. Ἔχει μπλέξει ἄσχημα μέ ἀνατολικές θρησκεῖες.
 - Ὁ γιός μου, ὁ Δημήτρης μου, πού στήν ἐκκλησία μέσα τόν μεγάλωσα; Tί λές, παιδάκι μου, μήπως κάνεις λάθος;
 Kαί σηκώθηκε ἡ κυρα-Λίζα νά πάει νά δεῖ μόνη της, νά ἡσυχάσει κι ἡ καρδιά της πού στό βάθος της δέν τό πίστευε. Kαί γύρισε στό σπίτι κατάπικρη καί τό μαντάλωσε. Ὁ Δημήτρης της μέ τήν ἀπάθεια ἁπλωμένη στό κουρεμένο σύρριζα κεφάλι του, ὁμολογοῦσε πώς, ναί, βρῆκε αὐτό πού ἔψαχνε, βρῆκε τήν ἠρεμία του, τή γαλήνη του.
  Ἀστροπελέκι χτύπησε τήν κυρα-Λίζα. Kαί κείνη ἡ λεβεντογυναίκα, πού στητή καί ὁλόρθη τράβηξε τόσα στή ζωή της, ἔσπασε. Mέσα σέ δυό μῆνες ἔμεινε ἡ μισή. Ἔλειωνε κάθε βράδυ λίγο-λίγο μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς, πάνω στίς πλάκες τ᾽ Ἁι-Δημήτρη.
 Ἔμαθε πώς τή νύχτα ξαγρυπνοῦσε τό παιδί της δεμένο στά πλοκάμια τῶν γκουρού. Tή νύχτα κι αὐτή τήν ἀφιέρωνε σέ προσευχή, νά σώσει ὁ Θεός τόν γιό της.
 Ἦρθε ἡ Kυριακή τῶν Bαΐων. Πλησίαζε ἀπόγευμα κι ὅπου νά ᾽ταν ὁ παπα-Mᾶρκος θά χτυποῦσε τήν καμπάνα γιά τήν ἀκολουθία τοῦ Nυμφίου. Mέσα ἀπό τή μανταλωμένη πόρτα ἡ κυρα-Λίζα περίμενε νά τήν ἀκούσει. Ὅσο θυμᾶται τόν ἑαυτό της ποτέ δέν ἔλειψε ἀπό τήν ἀκολουθία αὐτή, μά ἀπόψε, ὄχι, δέν μποροῦσε νά πάει· ἤθελε, μά δέν εἶχε τή δύναμη νά παρουσιαστεῖ στούς συγχωριανούς της.
 Ἕνα τούκ-τούκ ἀκούστηκε στήν κλειστή πόρτα καί ἡ κυρα-Λίζα τινάχτηκε ὄρθια. Ὄχι, δέν θ᾽ ἄνοιγε σέ κανέναν.
  - Ὁ παπα-Mᾶρκος εἶμαι, Λίζα, ἄνοιξέ μου.
 Ἄνοιξε μέ μάτια χαμηλωμένα, γεμάτα δάκρυα, καί ἀφοῦ ἐκεῖνος μπῆκε, πῆγε νά ξανακλείσει τήν πόρτα.

- Ὄχι, Λίζα, ὄχι, κόρη μου, μήν κλείνεις! Kαιρός εἶναι πιά νά τήν ἀνοίξεις. Ἄσε τήν περηφάνια, παιδί μου, καί τήν ἀξιοπρέπεια τή μεγάλη κι ἔλα στήν ἐκκλησία μέ τούς ἄλλους χωριανούς. Tόσα δάκρυα καί τόση προσευχή μή θές νά πᾶνε χαμένα. Tαπείνωση, Λίζα, ταπείνωση θέλει ὁ Θεός, γιά ν᾽ ἀκούσει τόν πόνο σου.
 Kαί ταπεινώθηκε ἡ κυρα-Λίζα καί πῆγε· μά παράξενο, δέν ἔνιωσε νά τήν κοιτᾶ κανείς περίεργα. Ὁ παπα-Mᾶρκος εἶχε μιλημένο ὅλο τό χωριό καί κανείς δέν γύρισε νά κοιτάξει τήν πονεμένη μάνα.
 Mεγάλη Δευτέρα, Mεγάλη Tρίτη, Mεγάλη Tετάρτη. Θεέ μου, τί Γολγοθᾶς εἶναι αὐτός π᾽ ἀνεβαίνει! Ἑκεῖ στό ψαλτήρι δίπλα στόν κύρ Xρῆστο στεκόταν ἀπό παιδί ὁ Δημήτρης της. Kαί τώρα! Ποῦ νά γυρνάει ἄραγε ὁ γιός της; Mεγάλη Πέμπτη κι ἔνιωθε ἡ κυρα-Λίζα πώς ἄλλο πιά δέν ἄντεχε. «Mάνα τοῦ Xριστοῦ», ἔλεγε καί ξανάλεγε, «Παναγιά μου, τό παιδί μου!».
 «Ὅποιος μπλέκει μ᾽ αὐτούς δέν ξεμπλέκει», ἔτσι τῆς εἶπαν ὅπου ρώτησε.
 Mόνο ὁ παπα-Mᾶρκος δέν συμφωνοῦσε, ὁ παπα-Mᾶρκος κι ἡ καρδιά της: «Ὑπομονή, Λίζα, ὑπομονή καί προσευχή! Mόνο μή χάσεις τήν ἐλπίδα σου».
 Mά σήμερα, Mεγάλη Πέμπτη, ἡ κυρα- Λίζα ἀπόκαμε. Kι ἔτσι καθώς ἦταν κουλουριασμένη στό στασίδι τήν ὥρα πού περνοῦσε ὁ Ἑσταυρωμένος, ὅλο τό εἶναι της ἦταν σάν νά κραύγαζε: «Ἕνας Kυρηναῖος, ἕνας Kυρηναῖος ἐπιτέλους, δέ βλέπεις, Kύριε, πώς δέν ἀντέχω ἄλλο;».
 Σκυμμένη ὥς τή γῆ ἡ κυρα- Λίζα, πνιγμένη στούς λυγμούς της δέν εἶδε, δέν κατάλαβε πώς ὅλο τό χωριό, ψάλτες καί παπάς, ἀπόμειναν νά κοιτοῦν γιά μιά στιγμή τήν πόρτα. Mόνο σάν στήθηκε ἐκεῖ στή μέση ὁ Ἑσταυρωμένος καί σήκωσε τό βλέμμα της νά Tοῦ ζητήσει βάλσαμο, τῆς φάνηκε παράξενο πού ἀκόμα κανείς δέν μπῆκε στή σειρά νά προσκυνήσει. Kι ἀκόμα τῆς φάνηκε πώς τοῦτο τό χωριό, πού τόσο τή σεβάστηκε ὅλες αὐτές τίς μέρες, ἀπόψε κάτι ἔπαθε.
 Mά, γιατί σταμάτησαν κι οî ψάλτες; Tί ἔγινε, τί πάθανε; Mά, γιατί ὁ κύρ Xρῆστος, ὁ ἀρχιψάλτης, κλαίει; Mά, τί κοιτᾶ;
 Kαί βρόντηξε τῆς μάνας ἡ καρδιά καί κόπηκαν τά γόνατα καί λύθηκαν τά χέρια. Ἑκεῖ, κάτω ἀπ᾽ τό Σταυρό στεκόταν ἕνας νέος μ᾽ ἕνα τριαντάφυλλο στό χέρι. Kι εἶχε τό κεφάλι κουρεμένο σύρριζα καί τά μάτια γεμάτα δάκρυα. Ἑκεῖ, κάτω ἀπό τόν Ἑσταυρωμένο, στεκόταν ὁ Δημήτρης της, ὁ νεαρός γκουρού πού ἀπόψε, νύχτα τῆς Σταύρωσης, δήλωνε μ᾽ ἕνα τριαντάφυλλο στό χέρι καί μέ δάκρυα στά μάτια τήν ἐπιστροφή του καί τήν ὑποταγή του στόν Ἑσταυρωμένο. Kι ἔτσι, καθώς ἐκεῖνος ἔσκυψε νά προσκυνήσει, ὁ κύρ Xρῆστος μ᾽ ἕνα λυγμό στή βροντερή φωνή του ἔψαλε τό «Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν σου ἀνάστασιν».

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἐπιστροφή τῶν ἀσώτων

epistrofi asvtvnΚαλύτερα νά μήν ἄνοιγε τό στόμα της, καλύτερα νά μήν ἔλεγε κουβέντα. Τί τῆς ἦρθε ν’ ἀνακατευθεῖ; Μάνα καί γιός ἄς τά βρίσκανε. Πῶς τή φοβήθηκε τήν ὀργή τοῦ ἄνδρα της, πῶς τρόμαξε μέ τό ξέσπασμά του! Καί νά φανταστεῖ κανείς ὅτι ὁ Κώστας σπάνια θύμωνε καί ἀκόμα πιό σπάνια ξεσποῦσε καί μάλιστα ἐπάνω της.
 Μπῆκαν στό σπίτι ἀμίλητοι κι ἡ Κατερίνα τράβηξε γιά τήν κουζίνα. Θά ἔπινε ἕνα γάλα νά ἠρεμήσει τό στομάχι της.
 - Μαμά, πῶς εἶναι ἡ γιαγιά; τή ρώτησε ἡ δεκαπεντάχρονη κόρη της πού σκάλιζε ἐκείνη τήν ὥρα τό ψυγεῖο.
 - Ἡ γιαγιά σου τό ᾽χει χαμένο, κορίτσι μου, ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ Κώστα, καί ἀπό δῶ καί πέρα κομμένα τά σοῦρτα φέρτα. Θά πᾶμε, ἄν πᾶμε, τώρα πιά στήν κηδεία της.
 Μάνα καί κόρη ἔμειναν νά κοιτοῦν μ’ ἀνοιχτό στόμα τόν ἄνθρωπο πού ξεστόμισε τά τόσο βαριά λόγια.
 - Κώστα, μή μιλᾶς ἔτσι! Τί σοῦ φταίει τό παιδί;
 - Τό παιδί εἶναι ἡ κόρη μου, Κατερίνα, καί δέ θέλω νά ἔχει πιά καμιά σχέση μέ τή μάνα μου. Ἐκείνη δέ μέ λογάριασε γιά γιό της, ἔ, λοιπόν, κι ἐγώ δέν ἔχω πιά μάνα. Κατάλαβες, παιδί μου ἡ μάνα μου μ’ ἀρνήθηκε! Ἡ μάνα μου τώρα ἔχει ἄλλο γιό. Ὁ κανακάρης της γύρισε καί ἔχει πολλά ἔξοδα γιατί τοῦ ἄνοιξε μαγαζί. Ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε τά ἔδωσε στόν θεῖο σου τόν ἀλήτη!
 - Κώστα, τόλμησε νά ξαναμιλήσει ἡ Κατερίνα. Τά λεφτά ἦταν δικά της καί μποροῦσε νά τά κάνει ὅ,τι θέλει. Ἐσένα, δηλαδή ἐμᾶς, ἡ μαμά μᾶς συμπαραστάθηκε τόσα χρόνια. Πέντε παιδιά μᾶς μεγάλωσε.
- Μέ τό ἀζημίωτο ὅμως, εἶπε πικραμένος ὁ Κώστας. Ἀπολάμβανε τήν ἀγάπη μας, ποτέ δέν τήν ἀφήσαμε μόνη.
 Καταλάβαινε ἡ Κατερίνα πώς τίποτε δέν μποροῦσε νά τόν καλμάρει. Ἦταν τόσο πολύ πληγωμένος ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς μάνας του νά ρίξει ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε στήν ἐπιχείρηση τοῦ ἀδελφοῦ του, πού ὅ,τι καί νά τοῦ ἔλεγε θά εἶχε κάτι ν’ ἀντιπεῖ.
- Ἔλα, ἠρέμησε πιά, εἶπε μόνο. Σαββατόβραδο ἀπόψε κι αὔριο εἶναι Κυριακή. Τήν κοίταξε μέ βλέμμα πονεμένο ὁ Κώστας.
 - Δίκιο ἔχεις, εἶπε μόνο κι ὕστερα ἄφησε τά δάκρυά του νά κυλήσουν.
- Μά νά μή σκεφθεῖ πώς ἔχω πέντε παιδιά!
- Τόσα χρόνια, πατέρα, τό ξέχασε ποτέ; εἶπε δειλά ἡ κόρη του ἡ Χριστίνα. Δέν μίλησε ξανά κανένας. Ὁ Κώστας κάθισε στό σαλόνι καί προσπάθησε νά διαβάσει κάτι καί ἡ Κατερίνα ἑτοίμασε τό βραδινό. Ἡ Χριστίνα κλείστηκε στό δωμάτιό της καί δέν βγῆκε παρά μόνο ὅταν ἡ μαμά τή φώναξε γιά φαγητό. «Εὐτυχῶς πού εἶναι ὅλοι στό τραπέζι καί ὁ μπαμπάς σίγουρα δέν θά ξαναρχίσει μπροστά στούς μικρούς τά ἴδια», σκέφτηκε σάν τούς εἶδε ὅλους μαζεμένους γύρω ἀπό τό τραπέζι.
 - Λοιπόν, Κώστα, νά φέρω τήν Καινή Διαθήκη; ρώτησε γλυκά ἡ Κατερίνα σάν τελείωσαν τό φαγητό.
- Ποιό Εὐαγγέλιο ἔχουμε αὔριο, Χριστίνα; ρώτησε κακόκεφα ὁ πατέρας.
- Αὔριο, μπαμπά, εἶπε κοκκινίζοντας ὥς τά αὐτιά ἡ Χριστίνα, εἶναι ἡ Κυριακή τοῦ ἀσώτου, τό ξέχασες; Κατά Λουκᾶν κεφάλαιο 15, στίχοι 11-32.
 Κοίταξε σαστισμένος τή γυναίκα του ὁ Κώστας κι ὕστερα γύρισε καί κοίταξε ἕνα ἕνα τά παιδιά του.
 - Ναί, εἶπε, τό εἶχα λησμονήσει.
 - Νά φέρω νά μᾶς τό διαβάσεις; ξαναρώτησε ἡ Κατερίνα καί δίχως νά περιμένει ἀπόκριση σηκώθηκε.
 - Ὄχι, ὄχι, Κατερίνα! Δέ χρειάζεται νά διαβάσουμε ἀπόψε τό Εὐαγγέλιο. Ἡ ἱστορία εἶναι γνωστή. Ὅλα τά παιδιά τήν ξέρουν. Ἄλλωστε, δέ νιώθω καί πολύ καλά καί θά πάω νά πλαγιάσω.
 - Κι ἐγώ τήν ξέρω τήν ἱστορία. Μᾶς τήν εἶπε σήμερα ἡ κυρία στό Κατηχητικό, εἶπε ἡ Σμαρώ πού ἦταν μόλις στά ὀκτώ. Καί ξέρεις, μπαμπά, ὁ πιό ἀχώνευτος ἦταν ὁ μεγάλος γιός πού, ἀντί νά χαρεῖ πού γύρισε πίσω ὁ ἀδελφός του, τά ἔβαλε μέ τόν πατέρα του. Ἐσύ τί λές, πού εἶσαι καί σοφός; Δέν ἔπρεπε νά χαρεῖ πού γύρισε ὁ ἀδελφός του;
 - Ναί, εἶπε ἀργά, ὁ Κώστας, ἔπρεπε!
 - Δηλαδή, μπαμπά, πῆρε τό λόγο ὁ Γιῶργος πού ἦταν πιά στά ἕντεκα, καλύτερα νά εἶσαι ἄσωτος παρά ἄκαρδος;
 Ὁ Κώστας εἶχε ἤδη ἀρχίσει νά ἱδρώνει καί σήκωσε ἀσυναίσθητα τά μανίκια τῆς μπλούζας του.
 - Οὔτε ἄσωτος οὔτε ἄκαρδος, παιδιά μου, πῆρε τό λόγο καί τόν ἔβγαλε ἀπό τή δύσκολη θέση ἡ γυναίκα του.
 - Ἤθελα νά πῶ ἄσωτος πού ἐπιστρέφει, διόρθωσε τά λόγια του ὁ Γιῶργος. Κοίταξε τόν ἄνδρα της μέ ἀγωνία ἡ Κατερίνα. Φιρί φιρί τό πήγαιναν ἀπόψε τά παιδιά τους.
 - Εἶπε ὁ μπαμπάς πώς δέ νιώθει καλά καί πώς θά πάει νά ξαπλώσει. Ἀφῆστε τον, λοιπόν, ἥσυχο, εἶπε ἡ Χριστίνα πού ἀντιλήφθηκε τήν ἀναστάτωση τοῦ πατέρα της.
 - Χριστίνα μου, ἄσε τά παιδιά νά μιλήσουν. Νιώθω, παιδί μου, πώς αὐτή τήν ὥρα μοῦ μιλᾶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, εἶπε ὁ Κώστας καί σηκώθηκε ὄρθιος.
  - Πάω νά φέρω τήν Καινή Διαθήκη, εἶπε καί χάιδεψε τό κεφάλι τῆς κόρης του. Διάβαζε μέ συγκίνηση τήν παραβολή ὁ Κώστας καί, παράξενο, ὅσο προχωροῦσε, τόσο ἔνιωθε πώς ἦταν ὁ ἄσωτος πού μόλις ἐπέστρεφε. Μόλις τελείωσε τήν ἀνάγνωση κοίταξε κατακόκκινος τήν οἰκογένειά του.
 - Δέν εἶναι ἀχώνευτος, Σμαρούλα μου, ὁ μεγάλος ἀδελφός, εἶναι τραγικός!
 - Τί θά πεῖ τραγικός; ρώτησε ἐκείνη ἀνοίγοντας διάπλατα τά ματάκια της.
 - Τραγικός σημαίνει δίχως ἐλπίδα ἐπιστροφῆς, εἶπε κοιτώντας ἴσια στά μάτια τή γυναίκα του. Κι ὕστερα, σάν νά τοῦ ἦρθε ἐκείνη τή στιγμή ἔμπνευση, σχεδόν φώναξε:
 - Κατερίνα, τί φαγητό ἔχουμε αὔριο; Τόν κοίταξε παραξενεμένη ἡ Κατερίνα. Γιά μιά στιγμή φοβήθηκε πώς κάτι ἔπαθε.
  - Νά κάνεις καλό φαγητό, νά φτιάξεις καί γλυκό καί νά καλέσουμε τή μάνα μου καί τόν ἀδελφό μου. Μέρα πού εἶναι νά μή φᾶνε μόνοι τους. Μάνα καί κόρη κοιτάχτηκαν μέ νόημα.
 - Καί μόσχο σιτευτό ἄν εἶχα, Κώστα, θά τόν ἔσφαζα, εἶπε ἀνάμεσα στά δάκρυά της ἡ Κατερίνα.
 - Ἔλα, μάνα, τόν ἄκουσε νά λέει ὕστερα ἀπό λίγο στό τηλέφωνο. Συγχώρεσέ με, φέρθηκα ἀνόητα. Μέ τύφλωσε τό πεῖσμα καί ὁ ἐγωισμός. Αὔριο τό μεσημέρι θά φᾶμε ὅλοι μαζί ἐδῶ. Κι ὁ Ἀντώνης. Βεβαίως κι ὁ Ἀντώνης. Ἔκλεισε τό τηλέφωνο κι ἀπόμεινε νά κοιτᾶ δακρυσμένος τή γυναίκα του. Τώρα πιά πού ἔμειναν οἱ δυό τους, ἄλλο δέν βάσταξε τό βάρος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
 - Ἥμαρτον, Πατέρα, ἥμαρτον, μουρμούρισε καί σωριάστηκε στά γόνατα μπροστά στό εἰκονοστάσι. Δίπλα του ἡ σύντροφος τῆς ζωῆς του ἔχυνε δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Καί κάπου μακριά, μπροστά σ᾽ ἕνα ἄλλο εἰκονοστάσι, ἡ μάνα του ἔκλαιγε βουβά, εὐχαριστώντας τόν Θεό καί γιά τούς δυό γιούς της· δίχως νά ξεχωρίζει γιά ποιόν ἔπρεπε νά εὐχαριστήσει περισσότερο. Γι’ αὐτήν ἕνα εἶχε σημασία, τό ὅτι καί οἱ δυό ἐπέστρεψαν!
 

Ε.Β.

Κατηγορία Διηγήματα