Πέμπτη, 18 Απρίλιος 2024 03:08

Κυρ. Μυροφόρων Μρ 15,42-16,8

    Ἡ περικοπή ἐξιστορεῖ τό πιό σημαντικό γεγονός τῶν Εὐαγγελίων, πάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ἡ πίστη μας. Καί τό γεγονός αὐτό εἶναι ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό ὅτι ὁ Χριστός πέθανε, ἀποδεικνύεται ἀπό τήν ταφή του· τό ὅτι ἀναστήθηκε βεβαιώνεται μέ τίς ἐμφανίσεις του. Γιά τήν ταφή τοῦ Χριστοῦ μιλοῦν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές: Μθ 27,57-61· Λκ 23, 50-54· Ἰω 19,38-42. Γιά τήν ἐπίσκεψη τῶν μυροφόρων στόν τάφο μιλᾶ ὁ Ματθαῖος (Μθ 28,1-8) καί ὁ Λουκᾶς (Λκ 24,1-12).
   Μετά τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ ὅλοι οἱ μαθητές διασκορπίσθηκαν. Ἀλλά τότε ἐμφανίσθηκαν οἱ κρυφοί μαθητές καί οἱ μαθήτριες, γιά νά προσφέρουν τίς τελευταῖες τιμές στό νεκρό σῶμα τοῦ Διδασκάλου.

Λέξεις:

15,42. ἤδη ὀψίας γενομένης = ὅταν εἶχε πλέον βραδιάσει
         ὅ ἐστι = δηλαδή
    43. εὐσχήμων = σεβαστός, ἐξοχώτατος
         ὅς καί ἦν προσδεχόμενος = πού κι αὐτός περίμενε
    44. ἐθαύμασε =ἀπόρησε
         τόν κεντυρίωνα = τόν ἑκατόνταρχο
    45. γνούς = ἀφοῦ ἔμαθε
         ἐδωρήσατο = χάρισε
    46. καθελών αὐτόν = ἀφοῦ τόν κατέβασε
         ἐνείλησε = τύλιξε
         κατέθηκεν αὐτόν ἐν μνημείῳ = τόν ἔβαλε μέσα σέ μνῆμα
         ὅ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας = πού ἦταν λαξευμένο σέ βράχο
         προσεκύλισε=κύλησε πάνω
         λίθον=μία πέτρα
    47. ἐθεώρουν = παρατηροῦσαν
 16,1. διαγενομένου = ἀφοῦ πέρασε
         προάγει ὑμᾶς = πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς

15,42. Καί ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεί ἦν παρασκευή, ὅ ἐστι προσάββατον.
   ὀψίας γενομένης: Ὀψία εἶναι τό δειλινό. Κατά τό ἑβραϊκό ἡμερολόγιο ἡ ἡμέρα ἀρχίζει τό ἀπόγευμα. Ἔτσι ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς θά ἄρχιζε τό Σάββατο. Καί ἐπειδή τό Σάββατο ἦταν ἡμέρα ἀργίας, ἐπιπλέον δέ αὐτό εἰδικά τό Σάββατο ἦταν καί ἡμέρα τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα καί δέν ἐπιτρεπόταν ἀπό τόν νόμο μιά τέτοια μέρα νά εἶναι ἄταφος ἕνας νεκρός, ὁ Ἰωσήφ προβαίνει στήν ταφή τοῦ Ἰησοῦ.
   ἐπεί ἦν Παρασκευή: Ἡ ἡμέρα πρίν ἀπό τό Σάββατο ὀνομάσθηκε Παρασκευή γιατί κατ’ αὐτήν οἱ Ἑβραῖοι ἔκαναν τίς παρασκευές, δηλαδή τίς ἑτοιμασίες πού χρειάζονταν γιά τό Σάββατο, κατά τό ὁποῖο δέν ἔκαναν καμία βαρειά δουλειά. Ὀνομαζόταν ἀκόμη ἡ μέρα αὐτή καί προσάββατον.

15,43. ἐλθών ᾿Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καί αὐτός ἦν προσδεχόμενος τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ.
   Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής: Ἦταν ἀπό τούς κρυφούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία, ἡ ὁποία δέν ξέρουμε ποῦ ἀκριβῶς ἦταν. Ἦταν βουλευτής, δηλαδή μέλος τοῦ Συνεδρίου, πού ἦταν ὅ,τι εἶναι σήμερα γιά μᾶς ἡ Βουλή καί ἡ Ἱερά Σύνοδος μαζί, γιατί στό θεοκρατικό κράτος τοῦ Ἰσραήλ, ἡ θρησκευτική καί πολιτική ἐξουσία ἦταν κοινή.
   ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας: σημαίνει ὄχι ἁπλῶς ὅτι καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία, ἀλλά καί ὅτι ἦταν βουλευτής τῆς Ἀριμαθαίας στό Συνέδριο. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς λέει ὅτι ἦταν πλούσιος (Μθ 27,57).
   Καί αὐτός ἦν προσδεχόμενος τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ: Τί σημαίνει αὐτό μᾶς τό ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, πού λέει ὅτι ὁ Ἰωσήφ ἦταν μαθητής τοῦ Ἰησοῦ, "κεκρυμμένος δέ διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων" (Ἰω 19,38). Ὁ ἴδιος εὐαγγελιστής μᾶς πληροφορεῖ ὅτι μαζί μέ τόν Ἰωσήφ ἦρθε καί ὁ Νικόδημος (19,39), πού ἀνῆκε στήν τάξη τῶν φαρισαίων καί ἦταν καί αὐτός κρυφός μαθητής τοῦ Κυρίου.
   τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ: Τήν σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ τήν ἀποφάσισαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλά ἡ ἀπόφαση ἐκτελέστηκε μετά ἀπό τήν ἔγκριση τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας, τῆς ὁποίας ἐπικεφαλῆς στήν Παλαιστίνη ἦταν ὁ Πιλᾶτος. Καί μάλιστα ὁ Πιλᾶτος ἐνέκρινε τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, γιατί τοῦ τόν παρουσίασαν σάν ἐπαναστάτη ἐναντίον τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας, σάν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων. Γι’ αὐτό, τό νεκρό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀνήκει στήν κυριότητα τοῦ Πιλάτου καί ἀπό αὐτόν τό ζητᾶ ὁ Ἰωσήφ. Ἦταν τολμηρή ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἰωσήφ νά ζητήσει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, γιατί ἀκόμη δέν εἶχε κοπάσει ἡ ταραχή τῶν ἀρχιερέων καί τοῦ λαοῦ, πού τό πρωΐ εἶχαν ἀποφασίσει τόν θάνατό του. Οἱ Ρωμαῖοι συνήθιζαν νά ἀφήνουν τά σταυρωμένα σώματα ἐκτεθειμένα πάνω στόν σταυρό γιά νά παραδειγματίζονται ὅσοι τά ἔβλεπαν. Ὁ μωσαϊκός νόμος ὅμως ὅριζε νά μή μένουν ἄταφοι οἱ νεκροί (Δε 21,23). Γι’ αὐτό ὁ Ἰωσήφ ζητᾶ νά θάψει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.

15,44. Ὁ δέ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καί προσκαλεσάμενος τόν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτόν εἰ πάλαι ἀπέθανε.
   ὁ δέ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκεν: Οἱ καταδικασμένοι σέ σταυρικό θάνατο σταυρώνονταν μέ τρεῖς τρόπους:
α) Ἄν ὁ σταυρός ἦταν ἕνας ἁπλός πάσσαλος, τούς κάρφωναν μέ τά χέρια σέ κλειστή ἀνάταση καί τίς παλάμες σχεδόν στήν κορυφή τοῦ πασσάλου. Στήν περίπτωση αὐτή πέθαιναν σέ λίγα λεπτά ἀπό ἀσφυξία.
β) Ἄν ὁ σταυρός εἶχε σχῆμα Τ ή †, τούς ἔδεναν τά χέρια στό ὁριζόντιο δοκάρι καί τά πόδια στό κάθετο. Ἔτσι πέθαιναν σέ πολλές μέρες ἀπό τήν πεῖνα, τή δίψα καί τήν ἡλίαση.
γ) Ἄν ὁ σταυρός εἶχε τό παραπάνω σχῆμα κάρφωναν τά χέρια στό ὁριζόντιο δοκάρι καί τά πόδια στό κάθετο. Γιά νά πατήσουν τά πόδια πάνω στό δοκάρι καί νά καρφωθοῦν λύγιζαν πολύ τά γόνατα τοῦ σταυρωμένου καί τό σῶμα του, κρεμασμένο ἀπό τά χέρια, ἔπαιρνε τό σχῆμα Υ. Τά τραύματα πού ἄνοιγαν τά καρφιά αἱμορραγοῦσαν, ἀλλά ὄχι πολύ γιατί ἦταν μικρά. Ἔτσι ὁ σταυρωμένος βασανιζόταν περίπου δύο ἡμέρες ὥσπου νά ξεψυχίσει. Ὁ Χριστός σταυρώθηκε μ’ αὐτό τόν τρίτο τρόπο. Γι’ αὐτό ὁ Πιλᾶτος ἀπόρησε ὅταν τοῦ ζήτησε ὁ Ἰωσήφ τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Δέν περίμενε νά 'χει πεθάνει τόσο νωρίς, γι’ αὐτό καί ἔδωσε ἐντολή νά ἐλέγξουν ἄν πέθανε ἤ ὄχι ὁ Ἰησοῦς.
   προσκαλεσάμενος τόν κεντυρίωνα: Ὁ κεντυρίων ἤ ἑκατόνταρχος ἦταν ἀξιωματικός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, πού εἶχε στίς διαταγές του ἑκατό ἄνδρες. Ἦταν περίπου ὅ,τι εἶναι σήμερα ὁ λοχαγός. Ἕνας κεντυρίων μαζί μέ τέσσερις στρατιῶτες παρευρίσκονταν στή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ.

15,45. Καί γνούς ἀπό τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τό σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ.
καί γνούς ἀπό τοῦ κεντυρίωνος: Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης περιγράφει ἀναλυτικώτερα πῶς βεβαιώθηκε ὁ κεντυρίων ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι νεκρός. Λέει ὅτι κάποιος ἀπό τούς στρατιῶτες "λόγχῃ αὐτοῦ τήν πλευράν ἔνυξε καί εὐθύς ἐξῆλθεν αἷμα καί ὕδωρ" (Ἰω 19,34).

15,46. Καί ἀγοράσας σινδόνα καί καθελών αὐτόν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καί κατέθηκεν αὐτόν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καί προσεκύλισε λίθον ἐπί τήν θύραν τοῦ μνημείου.
   καθελών αὐτόν: Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι στήν ἀποκαθήλωση τοῦ Ἰησοῦ μαζί μέ τόν Ἰωσήφ ἦταν καί ἄλλος ἕνας κρυφός μαθητής τοῦ Κυρίου, ὁ Νικόδημος, πού εἶχε φέρει "μῖγμα σμύρνης καί ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν" (Ἰω 19,39), γιά τόν ἐνταφιασμό.
   ἐνείλησε τῇ σινδόνι: Γιά νά θάψουν ἕναν νεκρό στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, τόν σπαργάνωναν μέ τίς κειρίες πού ἦταν στενόμακρες λωρίδες ὑφάσματος, τίς ὁποῖες μούσκευαν μέ ἀρώματα. Οἱ κειρίες λέγονταν καί ὀθόνια, γι’ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, λέει· "ἔλαβον οὖν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί ἔδησαν αὐτό ἐν ὀθονίοις μετά τῶν ἀρωμάτων" (Ἰω 19,40). Ὀθόνη λεγόταν ἡ σινδών, καί ὀθόνια τά κομμάτια, οἱ λωρίδες τῆς ὀθόνης. Μ’ αὐτές τίς λωρίδες τύλιγαν σφιχτά ὅλο τό σῶμα τοῦ νεκροῦ ἀπό τίς φτέρνες μέχρι τόν λαιμό. Τά ὀθόνια, πού εἶχαν καί κολλητικές οὐσίες, κολλοῦσαν πάνω στίς σάρκες τόσο γερά, πού γιά νά τά βγάλει κανείς, ἔπρεπε νά καταξεσχίσει τίς σάρκες τοῦ νεκροῦ. Τό κεφάλι τοῦ νεκροῦ τό τύλιγαν μ’ ἕνα φακιόλι μουσκεμένο μέ ἀρώματα, πού λεγόταν σουδάριο. Κι ἀφοῦ ἔτσι τύλιγαν τόν νεκρό, τόν ἔβαζαν μετά στόν τάφο.
   ἐν μνημείῳ ὅ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας: Στήν Παλαιστίνη τότε οἱ τάφοι δέν ἔμοιαζαν μέ τούς δικούς μας. Ὁ τάφος ἦταν ἕνα σπήλαιο λαξευμένο σέ βράχο ἤ σέ πετρῶδες μέρος σέ σχῆμα φούρνου. Ὁ θολωτός χῶρος μποροῦσε νά φιλοξενήσει πολλούς νεκρούς, γιατί ἤ ἄνοιγαν τέτοιους μικρότερους φούρνους στά ἐσωτερικά τοῦ τοιχώματος γιά καθένα νεκρό ἤ ἀπόθεταν τούς νεκρούς στό δάπεδο τοῦ μεγάλου θόλου. Τό στόμιο τοῦ τάφου τό ἔκλειναν μέ μία πέτρα. Καθώς δέν ἦταν παραχωμένος ὁ νεκρός γρήγορα ἄρχιζε νά μυρίζει καί ἡ δυσοσμία ἔβγαινε ἀπό τίς χαραμάδες τῆς πόρτας τοῦ τάφου. Οἱ συγγενεῖς τοῦ νεκροῦ γιά νά ἐξουδετερώσουν τή δυσοσμία πήγαιναν καί ἔρριχναν στόν τάφο ἀρώματα. Γι’ αὐτή τή δουλειά πῆγαν καί οἱ μυροφόρες στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ.
   Στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ οἱ φαρισαῖοι ἔβαλαν φρουρά, γιατί φοβοῦνταν μήπως οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ κλέψουν τό νεκρό σῶμα του καί ποῦν ὅτι ἀναστήθηκε. Ἀλλά γιά νά μήν μποροῦν νά πειράξουν τόν νεκρό οὔτε οἱ φύλακες στρατιῶτες, σφράγισαν τόν τάφο. Δηλαδή ἔβαλαν σφραγισμένο βουλοκέρι, ὥστε νά μή μπορεῖ ν’ ἀνοίξει κανείς τόν τάφο, χωρίς νά καταστρέψει τίς σφραγῖδες. Ἔτσι οἱ στρατιῶτες φύλαγαν τόν τάφο ἀπό τούς ἀνθρώπους, καί οἱ σφραγῖδες τόν φύλαγαν ἀπό τούς στρατιῶτες.

15,47. Ἡ δέ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.
   Μαρία ἡ Μαγδαληνή: Ἦταν ἀπό τίς πρῶτες μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ἴσως ἡ μεγαλύτερη ἀπό ὅλες καί μέ πολύ ζῆλο. Καταγόταν ἀπό τήν πόλη Μάγδαλα τῆς Γαλιλαίας καί γι’ αὐτό λεγόταν Μαγδαληνή. Ὁ Ἰησοῦς τήν εἶχε θεραπεύσει ἀπό ἑπτά δαιμόνια καί μετά τή θεραπεία της ἔμεινε κοντά στόν Χριστό μαζί καί μέ ἄλλες γυναῖκες, γιά νά ὑπηρετοῦν τόν Κύριο. Οἱ ἱστορίες πού παρουσιάζουν τή Μαρία τή Μαγδαληνή νεαρή καί ἁμαρτωλή εἶναι ψεύτικες.
   Μαρία Ἰωσῆ: Ἀναφέρεται καί ὡς Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ, ἀδελφή τῆς μητρός τοῦ Κυρίου, μήτηρ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καί Ἰωσῆ. Εἶναι γυναίκα τοῦ Κλωπᾶ, ἀδελφοῦ τοῦ Ἰωσήφ, δηλαδή συννυφάδα τῆς Παναγίας. Εἶχε τρεῖς γιούς, τόν Ἰάκωβο τόν μικρό, τόν Ἰωσῆ καί τόν Σίμωνα. Ἦταν κι αὐτή ἀπό τίς μαθήτριες τοῦ Κυρίου.

16,1. Καί διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καί Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν.
   Σαλώμη: Εἶναι ἡ γυναίκα τοῦ Ζεβεδαίου, μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννου. Ἦταν καί αὐτή μαθήτρια τοῦ Κυρίου.
   ἠγόρασαν ἀρώματα… αὐτόν: Ἐπειδή ὅπως εἴπαμε οἱ τάφοι ἀνέδιδαν τή δυσοσμία τοῦ νεκροῦ, οἱ συγγενεῖς τῶν νεκρῶν πήγαιναν κι ἔρριχναν στόν τάφο ἀρώματα. Γι' αὐτό καί οἱ μυροφόρες μόλις πέρασε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, πῆραν ἀρώματα καί ἦρθαν νά τά ρίξουν στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ.

16,2. Καί λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπί τό μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου.
   λίαν πρωί τῆς μιᾶς σαββάτων: Σάββατα στά ἑβραϊκά λεγόταν ἡ ἑβδομάδα. Μία Σαββάτων εἶναι ἡ πρώτη μέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ ὁποία μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου πῆρε τό ὄνομά του, Κυριακή.

16,3. Καί ἔλεγον πρός ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;
   Οἱ μυροφόρες σκέπτονταν νά ἀνοίξουν τό μνῆμα τοῦ Κυρίου γιά νά ρίξουν καί μέσα μύρα. Ἐπειδή ὅμως ἡ πέτρα πού ἔκλινε τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος ἦταν μεγάλη, συζητοῦσαν μεταξύ τους πηγαίνοντας κι προβληματίζονταν ποιός θά κυλίσει τήν πέτρα.

16,4. Καί ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γάρ μέγας σφόδρα.
   ἀποκεκύλισται ὁ λίθος: Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν περιγράφεται πουθενά στά Εὐαγγέλια, γιατί κανείς δέν εἶδε τόν Κύριο νά βγαίνει ἀπό τόν τάφο. Οἱ εὐαγγελιστές διηγοῦνται μόνο ὅ,τι εἶδαν καί ἔπιασαν. Εἶδαν δέ καί ἔπιασαν τόν ἀναστημένο Κύριο, τόν ἄκουσαν, ἔφαγαν καί περπάτησαν μαζί του. Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καί βγῆκε ἀπό τόν τάφο ἀοράτως καί χωρίς νά ἀνοίξει τήν πλάκα ἤ νά καταστρέψει τίς σφραγῖδες. Γι’ αὐτό ψάλλουμε τό Πάσχα· "φυλάξας τά σήμαντρα σῷα, Χριστέ, ἐξηγέρθης τοῦ τάφου", πού σημαίνει: "Χριστέ, ἀναστήθηκες καί βγῆκες ἀπό τόν τάφο διατηρώντας τίς σφραγῖδες σῶες". Ἔτσι ὁ τάφος ἦταν γιά ἀρκετή ὥρα ἄδειος καί οἱ στρατιῶτες τόν φύλαγαν νομίζοντας ὅτι ὁ νεκρός εἶναι μέσα. Ὕστερα ἀπό ὥρα, ὅταν πλησίαζαν οἱ γυναῖκες, γιά νά ρίξουν τά ἀρώματα καί ἔλεγαν ποιός θά μᾶς κυλίσει τή βαρειά πλάκα (γιατί αὐτές καί οἱ μαθητές δέν ἤξεραν ὅτι οἱ φαρισαῖοι εἶχαν βάλει φρουρά), τότε ὁ ἄγγελος γιά νά δείξει στίς γυναῖκες τόν τάφο ἄδειο, ἔκανε σεισμό καί πέταξε κάτω τήν πλάκα καί τότε οἱ στρατιῶτες λιποθύμησαν ἀπό τόν φόβο τους. Ὁ Χριστός βγῆκε ἀπό τόν τάφο ὅπως ἀκριβῶς λίγο ἀργότερα τήν ἴδια μέρα μπῆκε στό δωμάτιο τῶν ἕνδεκα μαθητῶν κεκλεισμένων τῶν θυρῶν. Τό ἀναστημένο σῶμα δέν χρειάζεται κανένα ἄνοιγμα γιά νά μπεῖ ἤ νά βγεῖ. Μπαίνει καί ἀπό τόν τοῖχο.

myrofores216,5. Καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καί ἐξεθαμβήθησαν.
   καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον: Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος λέει ὅτι ὁ ἄγγελος καθόταν ἐπάνω στόν λίθο, ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει δύο ἀγγέλους. Οἱ διαφορές αὐτές ὄχι μόνο δέν μειώνουν τήν ἀλήθεια τῶν Εὐαγγελίων, ἀλλά τονίζουν τή φυσικότητα τῆς διηγήσεως.

16,7. Ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτόν ὄψεσθε, καθώς εἶπεν ὑμῖν.
   τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ Πέτρῳ: Ὁ Πέτρος μετά τήν ἄρνησή του ἦταν λυπημένος. Ὀ ἄγγελος τόν ἀναφέρει ὀνομαστικά γιά νά τοῦ δώσει νά καταλάβει ὅτι ὁ Κύριος ἔχει δεχθεῖ τή μετάνοιά του, τόν συγχώρεσε καί τόν συμπεριλαμβάνει στήν ὁμάδα τῶν μαθητῶν.
   προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν… εἶπεν ὑμῖν: Ὁ Κύριος εἶχε προειδοποιήσει τούς μαθητές του μετά τό πάθος του νά φύγουν στή Γαλιλαία καί ἐκεῖ θά τόν δοῦν (14,28). Αὐτοί ὅμως, ἐπειδή καθόλου δέν περίμεναν νά ἀναστηθεῖ, παρέμειναν στά Ἰεροσόλυμα φοβισμένοι καί τσακισμένοι ἀπό τή θλίψη πού χάσανε τόν διδάσκαλό τους καί ἀπό τήν ἀγωνία μήπως ἡ κακία τῶν φαρισαίων ξεσπάσει καί πάνω τους.

Τά κυριώτερα νοήματα

   1. Ἡ ταφή τοῦ Κυρίου: Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος, μέλη τοῦ μεγάλου Συνεδρίου πού καταδίκασε τόν Χριστό, δέν συμφωνοῦσαν μέ τή γνώμη τοῦ Συνεδρίου καί δημοσιεύουν αὐτή τή διαφωνία τους δείχνοντας ὅλη τους τήν ἀγάπη στόν διδάσκαλο Ἰησοῦ. Ἡ πράξη τους δείχνει τήν εὐγένεια τῆς καρδιᾶς τους, τή δύναμη τῆς ἀγάπης τους, ἀλλά καί τήν τόλμη καί τήν ἀνδρεία τους.
   Ἔχει μεγάλη σημασία τό ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ πιστοποιεῖται ἀπό τόν ρωμαῖο στρατιωτικό καί βεβαιώνεται μέ τήν ταφή του. Δίνει μία ἀπάντηση: α) Στούς αἱρετικούς δοκῆτες, πού ἔλεγαν ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλά κατά δόκησιν παρουσιάστηκε σάν ἄνθρωπος. Ἔπαθε καί πέθανε, ἄρα ἦταν ἄνθρωπος. β) Στούς ἀρνητές τῆς ἀναστάσεως, πού μιλοῦν γιά νεκροφάνεια κτλ. Ὁ ἴδιος ὁ δήμιος πιστοποιεῖ τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, γι’ αὐτό κανείς δέν μπορεῖ νά ἀμφιβάλλει γιά τήν ἀνάστασή του, ἀφοῦ ἕνας σίγουρα νεκρός ἐμφανίζεται ζωντανός.
   Σημαντική εἶναι ἐπίσης ἡ λεπτομέρεια πού μᾶς διασώζουν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, ὅτι ὁ Ἰωσήφ χάρισε στόν Ἰησοῦ τόν ἀριστοκρατικό καί ἀμεταχείριστο τάφο του. Καί ἔχει σημασία αὐτό: α) Σάν τεκμήριο τῆς ἀναστάσεως καί β) σάν προφητικός ὑπαινιγμός.
   α) Ἀφοῦ μόνον ὁ Ἰησοῦς μπῆκε γιά πρώτη φορά σ’ αὐτόν τόν τάφο, αὐτός σίγουρα εἶναι πού βγῆκε. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά βγῆκε κάποιος ἄλλος ἀπό τόν τάφο καί νά παρουσιάσθηκε αὐτός σάν Ἰησοῦς.
   β) Ὅπως ὁ τάφος τοῦ Ἰησοῦ εἶναι καινούργιος, ἔτσι ὅλα στήν Καινή Διαθήκη εἶναι καινούργια. Καινούργιο τό Πάσχα, καινούργια ἡ διαθήκη τοῦ Θεοῦ μέ τόν λαό του, καινούργια ἡ ζωή, ὅπως εἶναι καινούργιος ὁ τάφος, ἡ μήτρα ἀπό τήν ὁποία γεννιοῦνται ὅλοι οἱ χριστιανοί.
   2. Οἱ μυροφόρες: Ἄν θαυμάζουμε καί ἐπαινοῦμε τήν τόλμη τοῦ εὐσχήμονος Ἰωσήφ, δέν ὑστεροῦν καθόλου σέ τόλμη καί οἱ γυναῖκες πού εἴδαμε στήν περικοπή μας. Στήν ἐνέργεια τῶν μυροφόρων βλέπουμε τήν εὐαίσθητη γυναικεία καρδιά, τή γεμάτη ἀγάπη, ἀλλά καί θαυμαστή ἀνδρεία.
   Ὁ Μ. Βασίλειος στόν λόγο του στή μάρτυρα Ἰουλίττα, βάζει στό στόμα της νά λέει ὅτι ὅταν ὁ Θεός ἔπλασε τή γυναίκα δέν πῆρε μόνο σάρκα ἀπό τήν ἀνδρική σάρκα, ἀλλά καί ὀστοῦν ἀπό τά ὀστᾶ τοῦ ἀνδρός, γιά νά δώσει στήν γυναίκα σθένος καί ἀντοχή. Κι αὐτό τό θαυμαστό σθένος, τήν ἀνδρεία, βλέπουμε στίς μυροφόρες. Αὐτό πού κάνει δυνατές τίς μυροφόρες εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι τό πιό ἰσχυρό καί ἀκατανίκητο ὅπλο τῆς γυναίκας. Ἄν ὁ ἄνδρας κυριαρχεῖ μέ τή δύναμη, ἡ γυναίκα ὑποτάσσει καί αὐτόν τόν κυρίαρχο ἄνδρα μέ τήν ἀγάπη της. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀναπόσπαστο χαρακτηριστικό τῆς γυναίκας. Γυναίκα χωρίς ἀγάπη δέν εἶναι κἄν γυναίκα. Εἶναι ἕνα ἀπαίσιο πλάσμα, πού δημιουργεῖ ἀποτροπιασμό (π.χ. Μήδεια, Κλυταιμνήστρα, Ἰεζάβελ, Ἡρωδιάς). Ἡ ἀγάπη κάνει τή γυναίκα νά θυσιάζει τόν ἑαυτό της γιά χάρη τῶν ἄλλων (π.χ. μητέρα, νοσοκόμα). Κι ὅσο πιό μεγάλη ἀξία ἔχει αὐτό γιά τό ὁποῖο θυσιάζεται, τόσο μεγαλύτερη εἶναι καί ἡ δική της ἀξία. Οἱ μυροφόρες τά ἄφησαν ὅλα κι ἀκολούθησαν τόν Χριστό στή διδασκαλία καί τή δράση του. Ἀλλά τόν ἀκολούθησαν ἀκόμη καί στόν τάφο του, ὅταν ὅλοι τόν εἶχαν ἐγκαταλείψει. Ἀποκαλύπτει σ’ αὐτές πρῶτα τή μεγάλη εἴδηση τῆς Ἀναστάσεως. Κι ἀκόμη ἐμφανίζεται σ’ αὐτές πρῶτα ὁ Ἀναστημένος Κύριος καί τίς ἀποστέλλει νά φέρουν στόν κόσμο τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεώς του, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας: "Δεῦτε ἀπό θέας γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καί τῇ Σιών εἴπατε· Δέχου παρ’ ἡμῶν χαρᾶς εὐαγγέλια, τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ• τέρπου, χόρευε καί ἀγάλλου Ἰερουσαλήμ, τόν Βασιλέα Χριστόν θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς νυμφίον προερχόμενον".

Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Σάββατο, 29 Απρίλιος 2017 03:00

Δ΄ Ἑωθινόν (Λκ 24,1-12)

myrofores

Οἱ μυροφόρες στόν κενό τάφο

Τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστές. Ἀποτελεῖ τόν πυρήνα τῶν Εὐαγγελίων, τό περιεχόμενο τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, τήν βάση τῆς πίστεώς μας, τήν πηγή τῆς δικαιώσεως, τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς δόξας μας, τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Δέν περιορίζεται μόνο στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀνάσταση. Εἶναι γεγονός κοσμοϊστορικό, τό πιό σπουδαῖο καί λαμπρό γεγονός πού σημάδεψε τήν παγκόσμια ἱστορία. Τό φῶς της καταυγάζει ὅλη τήν οἰκουμένη καί ἡ προσφορά της δέν ἱκανοποιεῖ μόνο τίς προσδοκίες τοῦ πιστοῦ, ἀλλά στοχεύει στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου, διότι κάθε ἄνθρωπος -πιστός ἤ ἄπιστος- δέν παύει νά πεινᾶ καί νά διψᾶ γιά τό αἰώνιο.
  Βέβαια, σέ κανένα βιβλίο ἤ χωρίο τῆς Καινῆς Διαθήκης δέν περιγράφεται πῶς ἔγινε ἡ ἀνάσταση οὔτε παραδίδεται ἡ ἀκριβής ὥρα της, διότι κανείς δέν εἶδε τόν Κύριο τήν ὥρα πού ζωντανός ἔβγαινε ἀπό τόν τάφο. Μόνο τά ἀπόκρυφα προσφέρουν τέτοιες πληροφορίες, πού ἀποβλέπουν στήν ἱκανοποίηση τῆς νοσηρῆς ἀνθρώπινης περιέργειας. Οἱ εὐαγγελιστές μέ ἱστορική ἀκρίβεια, μέ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια καί ἐκφραστική εὐκρίνεια διηγοῦνται μόνο ὅ,τι εἶδαν καί ἔζησαν (βλ. Α´ Ἰω 1,1). Τεκμηριώνουν τήν ἀνάσταση ἐξιστορώντας ἕνα πλῆθος ἐμφανίσεων, μέ τίς ὁποῖες ὁ ἀναστημένος Κύριος διέλυσε τίς ἀμφιβολίες τῶν ἀνθρώπων, τούς ἔπεισε ὅτι ἀναστήθηκε καί τούς κατέστησε μάρτυρες τῆς ἀναστάσεώς του. Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτο ὅτι παρόλο πού πολλές φορές ὁ Κύριος εἶχε προαναγγείλει τήν ἀνάστασή του, κανείς ἀπό τούς μαθητές του δέν περίμενε ὅτι θά ἀναστηθεῖ.
  Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ὁλοκληρώνοντας τήν γραπτή κατήχησή του (βλ. Λκ 1,4), στό 24ο κεφάλαιο περιγράφει πῶς τό μνῆμα ὅπου εἶχε ταφεῖ ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε κενό. Ἀναφέρει κάποιες ἀπό τίς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Κυρίου καί κλείνει μέ τήν ἐμφάνιση κατά τήν ὁποία ἀφοῦ εὐλόγησε τούς μαθητές, ἀνελήφθη ἔνδοξος στούς οὐρανούς μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια τους.

24,1. Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς.
 Ἀπό τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, τήν ὁποία -σύμφωνα μέ τόν Νόμο (βλ. Ἔξ 20,10)- ἰδιαίτερα τιμοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι, ὀνόμασαν «Σάββατα» καί ὅλη τήν ἑβδομάδα (πρβλ. Μθ 28,1· Μρ 16,2.9· Λκ 18,12· Πρξ 20,7· Α´ Κο 16,2). «Μία τῶν σαββάτων» λεγόταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, αὐτή πού προηγεῖται τῆς Δευτέρας. Ἀργότερα οἱ χριστιανοί τήν ὀνόμασαν «Κυριακή», διότι κατά τήν ἡμέρα αὐτή πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ σύνδεσμος δὲ συνδέει ἄμεσα τόν στίχο μέ τόν προηγούμενο «τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν» (23,56).
 Τηρώντας τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου οἱ «γυναῖκες» (23,55) δέν μπόρεσαν νά πᾶνε στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ τήν ἑπομένη τῆς ταφῆς του. Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων, τήν Κυριακή ὅμως, ὄρθρου βαθέος, νωρίς τά ξημερώματα, μόλις ἄρχισε νά χαράζει (βλ. Μθ 28,1), ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα,ἦρθαν στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ φέρνοντας μύρα, γιά νά ἐκτελέσουν τά νεκρικά ἔθιμα καί νά ἐκδηλώσουν ἔτσι στόν ἀγαπημένο νεκρό τόν βαθύτατο σεβασμό καί τήν ἀπέραντη ἀγάπη τους. Στίς 16 τοῦ ἑβραϊκοῦ μήνα Νισάν, δηλαδή ἀρχές Ἀπριλίου, ὁ ἥλιος στήν Παλαιστίνη ἀνατέλλει γύρω στίς 5.30´ τό πρωί. Οἱ μυροφόρες ξεκίνησαν πρίν ἀπό τήν ὥρα αὐτή, ὅταν τό σκοτάδι δέν εἶχε διαλυθεῖ ἐντελῶς ἀκόμη (βλ. Ἰω 20,1). Τό μνῆμα βρισκόταν ἔξω ἀπό τήν πόλη κοντά στό σημεῖο τῆς σταυρώσεως (βλ. Ἰω 19,41) καί χρειαζόταν κάποιος χρόνος γιά νά φθάσουν ὥς ἐκεῖ. Ἔφθασαν, λοιπόν, μετά τήν ἀνατολή· «ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου» (Μρ 16,2).
 Μαζί μέ τίς γυναῖκες πού εἶχαν παρευρεθεῖ στήν ταφή τοῦ Κυρίου ἦλθαν στό μνῆμα ὡς μυροφόρες καί τινες σὺν αὐταῖς, καί κάποιες ἄλλες μαθήτριες.

24,2. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου.
 Ἄν καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς δέν κατέγραψε ὅτι τό στόμιο τοῦ μνήματος τοῦ Ἰησοῦ εἶχε καλυφθεῖ μέ λίθο, θεωρεῖ δεδομένη τήν παρουσία του, ὅπως διηγοῦνται οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 27,60· Μρ 15,46). Ἦταν γνωστό, ἐξάλλου, ὅτι μέ λίθο ἔκλειναν ὅλους τούς λαξευτούς τάφους (πρβλ. Ἰω 11,38). Ὁ λίθος πού ἔκλεινε τόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ ἦταν «μέγας σφόδρα» (βλ. Μρ 16,4) καί ἀσήκωτος. Μόνο κυλιόμενος θά μποροῦσε νά παραμερισθεῖ, ὅπως φανερώνει τό γεγονός ὅτι οἱ γυναῖκες εὗρον τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον, τόν βρῆκαν ἀποκυλισμένο (πρβλ. Μθ 28,2· Μρ 16,4), καθώς καί ὅτι κατά τήν διαδρομή οἱ μυροφόρες ἀναρωτιόνταν ποιός θά «ἀποκυλίσει τὸν λίθον» (Μρ 16,3), ὥστε νά μπορέσουν νά μποῦν μέσα στό μνῆμα γιά νά ἀλείψουν μέ τά μύρα τους τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι δέν προβληματίζονται γιά τήν φρουρά τῶν στρατιωτῶν, προφανῶς διότι δέν γνώριζαν τήν ὕπαρξή της, ἀφοῦ αὐτές εἶχαν παρακολουθήσει μόνο τήν ταφή καί τό κλείσιμο τοῦ τάφου μέ τόν λίθο (βλ. Μθ 27,60-61· Μρ 15,46-47· Λκ 23,56).
 Σύμφωνα μέ τήν διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου μετά τήν ταφή τοῦ Κυρίου τά μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, ἀφοῦ συνεννοήθηκαν μέ τόν Πιλᾶτο, τοποθέτησαν στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ τήν κουστωδία τῶν στρατιωτῶν γιά νά φυλάγει τόν τάφο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου καί σφράγισαν τόν λίθο τοῦ τάφου μέ κέρινες σφραγίδες, ὥστε νά μή μποροῦν νά τόν ἀνοίξουν οὔτε οἱ στρατιῶτες (βλ. Μθ 27,66). Τό πότε ἀκριβῶς ἔγινε ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν ἀναφέρεται ἀπό τούς εὐαγγελιστές. Ὁ Κύριος πέθανε ἐπάνω στόν σταυρό στίς 3.00 περίπου τό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς. Ἐκπληρώνοντας τίς προφητεῖες γιά τήν τριήμερη κάθοδό του στόν ἅδη (βλ. Ἰω 2,19-22) ἔμεινε στόν τάφο τρεῖς ἡμέρες, ὄχι τρία ὁλόκληρα εἰκοσιτετράωρα. Σύμφωνα μέ τά δεδομένα τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας, παρέμεινε ἐνταφιασμένος μέρος τῆς Παρασκευῆς, τό Σάββατο καί μέρος τῆς Κυριακῆς. Ἡ ἀνάστασή του ὑποθέτουμε ὅτι ἔγινε τά χαράματα τῆς Κυριακῆς, κατά τήν 4η φυλακή τῆς νύχτας -μεταξύ 3.00-6.00 π.μ.-, λίγο πρίν τόν ἐρχομό τῶν πρώτων μυροφόρων στόν τάφο.
 Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καί βγῆκε ἀπό τόν τάφο ἀόρατα, χωρίς νά ἀνοίξει τήν πλάκα ἤ νά καταστρέψει τά νήματα τῶν σφραγίδων τοῦ τάφου. Οἱ στρατιῶτες πού τόν φρουροῦσαν δέν ἀντιλήφθηκαν ποιά ὥρα ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε· γιά ἕνα διάστημα φύλαγαν ἄδειο τάφο! Αὐτό ἐννοεῖται σαφῶς στίς εὐαγγελικές διηγήσεις καί ἐκφράζεται ἑρμηνευτικά σέ λόγους καί ἐκκλησιαστικούς ὕμνους: «Φυλάξας τὰ σήμαντρα (=τίς σφραγίδες) σῷα, Χριστέ, ἐξηγέρθης τοῦ τάφου, ὁ τὰς κλεῖς τῆς παρθένου μὴ λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ σου». Ἡ εἰκόνα ἡ ὁποία παριστάνει τόν Χριστό νά ἐκτινάσσεται σάν πύραυλος ἀπό τόν τάφο μέ λάβαρα στά χέρια εἶναι δυτικῆς προελεύσεως καί ἔγινε γνωστή στόν ὀρθόδοξο χῶρο τά τελευταῖα χρόνια. Πρίν ἀπό τό ξημέρωμα τῆς Κυριακῆς ἔγινε σεισμός, ἄγγελος Κυρίου κύλησε τόν λίθο καί κάθισε ἐπάνω σ’ αὐτόν. Ὁ σεισμός καί ἡ θέα τοῦ ἀγγέλου φόβισαν τούς στρατιῶτες πού φρουροῦσαν τό μνῆμα. Καθώς εἶδαν καί τό ἐσωτερικό τοῦ τάφου ἄδειο, ἔτρεξαν νά ἀναφέρουν τό παράδοξο γεγονός στούς ἀρχιερεῖς. Ἔτσι ἐξασφαλίσθηκε καί ἡ μαρτυρία τῶν στρατιωτῶν τῆς φρουρᾶς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν λάβει ἐντολή νά φυλάγουν τό μνῆμα μέχρι καί τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ (βλ. Μθ 27,64). Ὅταν, λοιπόν, ἔφθασαν στό μνῆμα οἱ γυναῖκες τό βρῆκαν ἀφρούρητο καί τήν εἴσοδό του ἐλεύθερη (βλ. Μθ 28,2-6.11).

24,3. καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
 Ἀφοῦ ὁ τάφος εἶναι πλέον ἀνοιχτός οἱ μυροφόρες μπαίνουν μέσα -στούς θολωτούς τάφους αὐτό εἶναι δυνατόν- καί εἰσελθοῦσαι, ὅταν μπῆκαν ἔμειναν ἔκπληκτες, διότι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, δέν βρῆκαν τό νεκρό σῶμα τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό τόν σκοπό, γιά νά λάβουν προσωπική ἀπόδειξη οἱ γυναῖκες, κύλησε τόν λίθο ὁ ἄγγελος καί ἄφησε ἐλεύθερη τήν εἴσοδο.
 Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι μετά τήν ἀνάσταση ὁ εὐαγγελιστής ὀνομάζει τόν Ἰησοῦ Κύριο, διότι ἡ ἀνάσταση βεβαιώνει πλέον τήν θεότητά του. Στό βιβλίο τῶν Πράξεων καί στίς ἐπιστολές ἀπαντᾶ συχνά ἡ συνεκφορά «Κύριος Ἰησοῦς».

24,4. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις.
 Οἱ μυροφόρες ἦταν παροῦσες στόν ἐνταφιασμό τοῦ Ἰησοῦ καί εἶδαν μέ τά μάτια τους ὅτι τοποθετήθηκε στό μνῆμα. Δέν μποροῦν νά ἐξηγήσουν πῶς τώρα ἀπουσιάζει τό νεκρό σῶμα. Δέν περίμεναν βέβαια ὅτι θά ἀναστηθεῖ ὁ Διδάσκαλός τους· γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ἦλθαν νά ἀλείψουν μέ μύρα τό σῶμα του. Ὁ ἄδειος τάφος καί ἡ ἀπουσία τοῦ νεκροῦ θά ἔπρεπε νά τούς ὑπενθυμίσουν τήν πρόρρηση τοῦ Διδασκάλου τους γιά τήν ἀνάσταση (βλ. 18,33). Ἐντούτοις, αὐτές ἐντελῶς ἀνυποψίαστες καταλαμβάνονται ἀπό μεγάλη ἀπορία -ἡ πρόθεση «διά» στό διαπορεῖσθαι ἐπιτείνει τήν ἔννοια τοῦ ρήματος- καί δέν ξέρουν πῶς νά ἑρμηνεύσουν τό γεγονός. Μένουν ἐμβρόντητες, διότι οὔτε κἄν περνᾶ ἀπό τήν σκέψη τους τό ἐνδεχόμενο τῆς ἀναστάσεως.
 Σ’ αὐτή τήν κατάσταση, λοιπόν, ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις, βλέπουν νά παρουσιάζονται μπροστά τους δύο ἄνδρες μέ ἀπαστράπτουσα ἐνδυμασία. Τόσο ἡ ξαφνική ἐμφάνιση, τήν ὁποία δηλώνει τό ἰδού, ὅσο καί ἡ ἀστραφτερή ἐνδυμασία τῶν λαμπροφορεμένων ἀνδρῶν (πρβλ. Πρξ 1,10· 10,30) φανερώνουν τήν ταυτότητά τους. Εἶναι ἄγγελοι! Ἡ λαμπρότητα εἶναι σύμβολο τῆς καθαρότητος πού διακρίνει τήν ἀγγελική φύση καί τῆς ἱλαρότητος καί τῆς γιορτινῆς χαρᾶς πού ἀποπνέει ἡ ἀνάσταση. Ἡ παρουσία τῶν ἀγγέλων ἐπιβραβεύει τήν ἀγάπη τῶν μαθητριῶν πρός τόν Χριστό καί τόν ζῆλο τους νά τοῦ προσφέρουν τίς νεκρικές τιμές.
 Δέν γνωρίζουμε τόν ἀκριβῆ ἀριθμό τῶν ἀγγέλων πού παρουσιάσθηκαν στό κενό μνῆμα. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος διηγεῖται γιά ἕναν ἄγγελο πού κύλησε τόν λίθο καί κάθισε ἐπάνω σ’ αὐτόν, στήν εἴσοδο τοῦ τάφου (βλ. 28,2), ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος γιά ἕναν ἄγγελο τόν ὁποῖο συνάντησαν οἱ μυροφόρες μέσα στό μνῆμα, στά δεξιά τοῦ τάφου (βλ. 16,5-7), ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρεται σέ δύο ἀγγέλους, τούς ὁποίους εἶδε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή μέσα στόν τάφο, ἕναν πρός τήν θέση ὅπου εἶχαν τοποθετήσει τό κεφάλι τοῦ Κυρίου καί ἄλλον πρός τήν θέση τῶν ποδιῶν του (βλ. 20,12). Οἱ ἄγγελοι ἴσως ἦταν πολλοί ἤ μόνο δύο, πού μετακινοῦνταν, καί οἱ μυροφόρες τούς συνάντησαν σέ διάφορα σημεῖα.

24,5. Ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν εἶπον πρὸς αὐτάς· τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;
 Ὅπως συμβαίνει σέ κάθε ἐνατένιση τοῦ ὑπερφυσικοῦ, οἱ ψυχές τῶν μαθητριῶν καταλαμβάνονται ἀπό φόβο στήν θέα τῶν ἀγγέλων (πρβλ. 1,12). Ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν, κι ἐνῶ εἶναι γεμάτες φόβο, καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν καί σκύβουν τό πρόσωπό τους στό ἔδαφος μέ δέος καί σεβασμό, διότι δέν τολμοῦν ἀλλά οὔτε καί μποροῦν νά ἀντικρύσουν τά ἀπαστράπτοντα αὐτά ὄντα, ἀκοῦν τήν ἀγγελική φωνή νά τούς ρωτᾶ: τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στούς νεκρούς αὐτόν πού εἶναι ἤδη ζωντανός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε;
 Ἡ ἐρώτηση τοῦ ἀγγέλου ἐμπεριέχει καί κάποια ἐπίπληξη. Θά ἔπρεπε οἱ μαθήτριες τοῦ Ἰησοῦ νά ἔχουν ἀντιληφθεῖ τήν θεϊκή ὑπόστασή του, νά πιστεύουν στήν δύναμή του ἀλλά καί στήν ἐκπλήρωση τῆς προρρήσεως τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτές, ἀντίθετα, ἀναζητοῦν τόν Ἰησοῦ στόν τάφο, φρονώντας ὅτι βρίσκεται στήν κατάσταση τῶν νεκρῶν. Λησμόνησαν ὅτι Αὐτός διαβεβαίωσε ὅτι εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή (βλ. Ἰω 11,25· 14,6). Γεύθηκε τόν θάνατο ἀλλά τόν θανάτωσε καί χάρισε στήν ἀνθρωπότητα τήν ἀθανασία.

24,6. Οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη· μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ.
 Οἱ ἄγγελοι λύνουν τήν ἀπορία τῶν μαθητριῶν: Ὁ Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ὧδε, δέν βρίσκεται στό μνῆμα, ἀλλ’ ἠγέρθη, ἀναστήθηκε! Καί γιά νά γίνουν πιστευτά τά λόγια τους, οἱ ἄγγελοι ὑπενθυμίζουν στίς μυροφόρες ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐλάλησεν ὑμῖν τούς εἶχε μιλήσει γιά τήν Ἀνάστασή του, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, ὅταν ἦταν ἀκόμη στήν Γαλιλαία (βλ. Μθ 16,21· 17,23· Μρ 9,31· Λκ 9,22. 44).
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς δέν καταγράφει τήν ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου ὅτι ὁ Ἰησοῦς «προάγει» τούς μαθητές «εἰς τὴν Γαλιλαίαν» (Μθ 28,10· Μρ 16,7), ἐπειδή ἀκριβῶς στό Εὐαγγέλιό του δέν μνημονεύει καμία ἀπό τίς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου στήν Γαλιλαία.

24,7. λέγων ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι.
 Τά λόγια μέ τά ὁποῖα ὁ Κύριος προεῖπε τήν σύλληψη, τήν σταύρωση καί τήν ἀνάστασή του ἐπαναλαμβάνουν οἱ ἄγγελοι μέ μία προσθήκη. Προσθέτουν τόν χαρακτηρισμό ἁμαρτωλῶν γιά τούς σταυρωτές. Προφανῶς ὑπονοοῦν τόν Πιλᾶτο καί τούς ρωμαίους στρατιῶτες, διότι «ἁμαρτωλοί» στήν ἰουδαϊκή γλῶσσα χαρακτηρίζονταν οἱ ἐθνικοί.

24,8. Καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ.
 Ἡ σχεδόν κατά λέξη ἐπανάληψη τῆς προρρήσεως τοῦ Κυρίου ἀπό τούς ἀγγέλους τήν ἐπαναφέρει στήν μνήμη τῶν γυναικῶν, καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ. Ἐντούτοις, τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως εἶναι τόσο συγκλονιστικό, ὥστε ἀδυνατοῦν νά τό πιστέψουν. Ποτέ δέν κατανόησαν, ἐξάλλου, τίς προρρήσεις τοῦ Διδασκάλου τους γιά τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή του. Τίς ἐκλάμβαναν ὡς παραβολικές ἐκφράσεις τῆς ἀτίμωσης καί τῆς μελλοντικῆς δόξας τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ ἐλπίδες πού ἔτρεφαν γιά τόν Μεσσία, οἱ προσδοκίες τους γιά τήν ἔνδοξη ἐπίγεια βασιλεία του καί τήν συντριπτική ἥττα τῶν ἐχθρῶν του, δέν τούς ἐπέτρεπαν οὔτε σωστά νά ἑρμηνεύσουν αὐτούς τούς λόγους οὔτε νά τούς διατηρήσουν στήν μνήμη τους. Ἀλλά καί τά τελευταῖα γεγονότα, ἡ σύλληψη καί σταύρωση τοῦ Διδασκάλου τους, πού διέψευσαν τόσο τραγικά τίς προσδοκίες τους, συσκότισαν τήν μνήμη τους ὥστε νά μή θυμοῦνται ὅσα εἶχαν ἀκούσει.
 Βέβαια, τούς λόγους τοῦ Κυρίου γιά τό Πάθος του, τούς ὁποίους οἱ ἄγγελοι θυμίζουν στίς μυροφόρες, Ἐκεῖνος τούς εἶχε ἀπευθύνει «τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ» (Μθ 16,21· πρβλ. Μρ 9,31· Λκ 9,22.44· 18,32-33). Τό ὅτι οἱ γυναῖκες ἐμνήσθησαν δείχνει εἴτε ὅτι αὐτοί οἱ λόγοι τοῦ Ἰησοῦ συζητοῦνταν ἰδιαιτέρως ἀπό τούς μαθητές καί ἔτσι ἔγιναν γνωστοί καί στόν κύκλο τῶν μαθητριῶν, εἴτε -τό πιθανώτερο- ὅτι στόν ὅρο «μαθηταί» πού χρησιμοποιοῦν οἱ εὐαγγελιστές περιλαμβάνονται καί οἱ μαθήτριες.

24,9. καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς.
 Οἱ μυροφόρες φεύγοντας ἀπό τό κενό μνῆμα ἔχουν ἀνάμεικτα συναισθήματα «φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης» (Μθ 28,8). Δέν τολμοῦν νά ποῦν τίποτε σέ κανέναν (βλ. Μρ 16,8), παρά μόνο στούς μαθητές (βλ. Μθ 28,9). Τίς καθηλώνει ὁ φόβος τῶν ἰουδαίων ἀρχόντων, πού γιά νά ἐξαλείψουν τήν φήμη τῆς ἀνάστασης δέν θά δίσταζαν ἀκόμη καί στόν φόνο νά φθάσουν. Ἡ ἐπίσημη οὐράνια μαρτυρία τῶν ἀγγέλων ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός δέν πείθει τίς γυναῖκες. Θά βεβαιωθοῦν μόνον ὅταν ἐμφανισθεῖ ἐνώπιόν τους ὁ ἴδιος ὁ Ἀναστημένος (βλ. Μθ 28,9-10).
 Ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἐπιστρέφοντας μετά τήν συνάντησή τους μέ τόν Ἀναστημένο οἱ μαθήτριες, ἐνημερώνουν πλέον τούς συναθροισμένους μαθητές γιά ὅλα· γιά τό κενό μνῆμα, τά ὀθόνια, τό σουδάριον, τούς ἀγγέλους, γιά τό μήνυμα τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές (βλ. Μθ 28,7.10· Μρ 16,7) καί κυρίως γιά τήν ἐμφάνιση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἀναστημένου (Μθ 28,9). Ὅλα αὐτά τά θαυμαστά συμβάντα, τά καταθέτουν τοῖς ἕνδεκα ἀλλά καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς· προφανῶς μαζί μέ τούς ἀποστόλους ἦταν ἴσως καί κάποιοι ἀπό τούς ἑβδομήκοντα ἤ ἀπό τόν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν, κάποιοι ἀπό ἐκείνους πού ἀποτέλεσαν τήν πρώτη χριστιανική κοινότητα (βλ. Πρξ 1,15).
 Ἀπόστολοι τῶν ἀποστόλων καί εὐαγγελίστριες τῶν εὐαγγελιστῶν γίνονται οἱ γυναῖκες! Αὐτή τήν ἰδιαίτερη τιμή ἐπεφύλασσε ὁ Κύριος γιά τό γυναικεῖο γένος, τό ὁποῖο ἀτιμάσθηκε στόν παράδεισο μέ τήν ἀπάτη τοῦ ὄφεως (βλ. Γέ 3,1-7). Κι ἐνῶ τότε ἡ γυναίκα ἔγινε πρόξενος λύπης γιά τόν ἄνδρα, τώρα γίνεται γι’ αὐ- τόν ὁ ἀγγελιοφόρος τῆς χαρᾶς. «Ἔτσι ὅπως στήν ἀρχή ἡ γυναίκα ὑπῆρξε ὁ εἰσηγητής τῆς ἁμαρτίας καί ὁ ἄνδρας ὁ ἐκτελεστής τῆς πλάνης, τώρα αὐτή, πού πρίν ἀπό τόν ἄνδρα γεύθηκε τόν θάνατο, εἶδε πρώτη τήν ἀνάσταση. Πρώτη κατά σειρά στήν πτώση ἀλλά καί στήν λύτρωση. Αὐτή πού διοχέτευσε τήν πτώση στόν ἄνδρα, διοχέτευσε καί τήν χάρη. Ἐξισώνει τήν ταλαιπωρία τῆς παλιᾶς πτώσεως μέ τό κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως» .

24,10. Ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα.
 Ἐπικυρώνοντας τήν μαρτυρία ὁ εὐαγγελιστής ἀναφέρει τρία ἀπό τά ὀνόματα τῶν μυροφόρων αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα, πού ἔφεραν τό μήνυμα τῆς ἀνάστασης στούς ἀποστόλους. Ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία, πού εἶχε ἡγετική θέση στόν ὅμιλο τῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου (βλ. 8,2-3) καί ἡ Ἰωάννα, ἡ «γυνή Χουζᾶ ἐπιτρόπου Ἡρῴδου» (Λκ 8,3), τήν ὁποία μόνον ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει. Πιθανόν ὁ εὐαγγελιστής γνώριζε προσωπικά αὐτή τήν μαθήτρια τοῦ Ἰησοῦ καί ἀπό αὐτήν ἔμαθε κάποιες λεπτομέρειες, ὅπως π.χ. τό περιστατικό τῆς παραπομπῆς τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν Πιλᾶτο στόν Ἡρώδη (βλ. Λκ 23,7-12). Ἡ τρίτη μυροφόρα, ἡ Μαρία Ἰακώβου ἦταν σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ (Ἰω 19,25), ἀδελφοῦ τοῦ δικαίου Ἰωσήφ, δηλαδή «συνυφάδα» τῆς Παναγίας, καί μητέρα τοῦ Ἰωσῆ καί τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ (βλ. Μθ 27,56. Πρβλ. Μρ 15,40.47).
 Ἀπό τά ὀνόματα τῶν ἄλλων μυροφόρων, πού μνημονεύονται μέ τήν φράση καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, καί οἱ ὑπόλοιπες τῆς συντροφιᾶς, ἡ διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Μάρκου ἀναφέρει τό ὄνομα τῆς Σαλώμης, τῆς μητέρας προφανῶς τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννη (βλ. Μρ 16,1).

24,11. Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς.
 Οἱ μαθητές ἀποδοκιμάζουν τήν εἴδηση τῆς ἀναστάσεως. Ἄν καί εἶχαν ἀπόλυτο σεβασμό καί ἐμπιστοσύνη στίς σεβάσμιες ἐκεῖνες γυναῖκες, δέν ἀποδέχονται αὐτά πού τούς εἶπαν, διότι τά λόγια τους ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος, τούς φάνηκαν σάν ἀνόητη φλυαρία. Φαίνεται ὅτι οἱ μαθητές φοβήθηκαν μήπως οἱ γυναῖκες ἀπατήθηκαν ἀπό τήν ὑπερβολική ἀγάπη τους πρός τόν Χριστό καί ὅτι οἱ περιγραφές τους ἦταν ἀποκυήματα τῆς φαντασίας τους, γι’ αὐτό ἠπίστουν αὐταῖς, δέν τίς πίστευαν.
 Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι κανείς ἀπό τούς μαθητές καί τίς μαθήτριες δέν πιστεύει στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἄν δέν ἔχει προσωπική ἐμπειρία τοῦ γεγονότος, ἄν δέν δεῖ μέ τά μάτια του τόν ἀναστημένο. Κανείς δέν ἐμπιστεύεται τίς διαβεβαιώσεις τῶν ἄλλων ὅτι εἶδαν τόν ἀναστημένο Κύριο. Μετά ὅμως ἀπό τήν προσωπική συνάντηση μέ τόν Ἰησοῦ, ὄχι μόνο δέν ἀμφιβάλλει κανείς, ἀλλά οἱ περισσότεροι σφραγίζουν τήν κατάθεσή τους μέ τό ἴδιο τους τό αἷμα. Αὐτή ἡ ἐπιφυλακτικότητα τῶν μαθητῶν εἶναι ἰδιαίτερα εὐνοϊκή γιά τούς πιστούς τῶν μεταγενέστερων χρόνων. Ἀποτελεῖ ἀνά τούς αἰῶνες τήν πιό πειστική μαρτυρία ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι ἱστορικό γεγονός, ἀληθινό καί ἀναμφισβήτητο.

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Γ΄, σελ. 374-384
 myrofores2Ἔνας σταθμός μέσα στό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας εἶναι ἡ εἰς ἅδου κάθοδος τοῦ Κυρίου. Τό γεγονός δέν ἀναφέρεται στίς εὐαγγελικές διηγήσεις, μνημονεύεται ὅμως ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο· «Χριστός ἅπαξ περί ἁμαρτιῶν ἔπαθε, δίκαιος ὑπέρ ἀδίκων, ἵνα ἡμᾶς πρασαγάγῃ τῷ Θεῷ, θανατωθείς μέν σαρκί, ζωοποιηθείς δέ πνεύματι· ἐν ᾧ καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθείς ἐκήρυξεν…»(Α’ Πέ 3,18-19). Ὁ Ἰησοῦς ἦταν νεκρός ὡς πρός τό σῶμα του, τό πνεῦμα του ὅμως παρέμεινε ζωντανό, καί ὡς ζωντανό πνεῦμα πῆγε καί κήρυξε στά «ἐν φυλακῇ πνεύματα», δηλαδή στούς ἀπ’ αἰῶνος νεκρούς. Στό τροπάριο·
 Μετά ψυχῆς ἐλθόντος σου
 ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς γῆς,
 ψυχάς ἅς περ ἐκέκτητο,
 ἐναπεδίδου ᾅδης σπουδῇ,
 βοώσας τῷ κράτει σου,
 ὠδήν χαριστήριον, μόνε Κύριε,

 εἶναι πολύ εὔστοχη ἡ ἑρμηνεία «μετά ψυχῆς», μέ τήν ὁποία ἀποδίδει ὁ ποιητής τό «πνεύματι» τοῦ ἀποστόλου.
  Κατά τήν ἀντίληψη τῆς Π. Διαθήκης ὁ ἅδης εἶναι ἡ χώρα τοῦ θανάτου. Ἡ πόρτα του, μέ τήν ὁποία ἐπικοινωνεῖ μέ τή γῆ, εἶναι ἀμπαρωμένη μέ «μοχλούς αἰωνίους». Αὐτοί εἶναι οἱ «αἰώνιοι κάτοχοι», πού κρατοῦν αἰώνια στόν ἅδη τούς ἀνθρώπους πού φτάνουν ἐκεῖ (Ἰν 2,7). Αὐτές τίς ἀντιλήψεις ἀπηχεῖ τό ἑπόμενο τροπάριο, τό ὁποῖο κατά λειτουργική ἀνάγκη, ὡς εἱρμός τῆς στ’ ὠδῆς, ἀναφέρεται στόν προφήτη Ἰωνᾶ.
 Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς
 καί συνέτριψας μοχλούς αἰωνίους,
  κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ,
 καί τριήμερος, ὡς ἐκ κήτους Ἰωνᾶς,
 ἐξανέστης τοῦ τάφου.

  Παρουσιάζεται ἐπίσης ἐδῶ καί τό ἀποτέλεσμα τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στόν ἅδη, πού ἦταν ὅτι ἐξουθένωσε τόν ἅδη, διότι συνέτριψε τούς αἰωνίους μοχλούς του, οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν δεμένους τούς ἀπ’ αἰῶνος νεκρούς.
  Ὁ συναξαριστής τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα διευκρινίζει ὅτι δέν ἀπελευθέρωσε ὁ Κύριος ὅλους τούς νεκρούς, ἀλλά μόνο τούς ἁγίους, αὐτούς οἱ ὁποῖοι «πιστεῦσαι αὐτῷ ᾐρετίσαντο». Αὐτῶν τά αἰσθήματα ἀπεικονίζει πολύ παραστατικά τό τροπάριο·
 Τήν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν
 οἱ ταῖς τοῦ ᾅδου σειραῖς
 συνεχόμενοι δεδορκότες
 πρός τό φῶς ἠπείγοντο, Χριστέ,
 ἀγαλλομένῳ ποδί,
 Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον.

 ************
  Ἡ μύρωση τοῦ νεκροῦ ἦταν νεκρικό ἔθιμο, ἀντίστοιχο μέ τό σημερινό τρισάγιο. Τό ἔθιμο αὐτό ἐπέβαλλε ἡ κατασκευή τῶν τάφων καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐνταφιάζονταν οἱ νεκροί. Συνήθιζαν δέ, κατά τόν συναξαριστή, νά πηγαίνουν οἱ ἄνθρωποι τόν ὄρθρο στά μνήματα τῶν προσφιλῶν νεκρῶν τους, γιά νά τούς κλάψουν καί νά τούς μυρώσουν. Ὁ ἐνταφιασμός καί ἡ μύρωση εἶχε γίνει βέβαια τήν Παρασκευή ἀπό τόν Νικόδημο καί τόν Ἰωσήφ. Οἱ γυναῖκες ἔρχονται γιά νά συμπληρώσουν καί νά προσφέρουν αὐτό πού δέν τούς ἐπέτρεψαν οἱ περιστάσεις νά κάνουν τήν ἡμέρα τῆς ταφῆς· «τό ἐλλεῖψαν διά τήν ἔπειξιν τοῦ καιροῦ τότε ἀναπληρῶσαι», ὅπως σημειώνει ὁ συναξαριστής.
  Στήν έθιμική αὐτή πράξη τῶν μυροφόρων ὁ ὑμνογράφος διακρίνει τήν ἀφοσίωσή τους στόν Χριστό. Ὅπως τόν ἀκολούθησαν στή ζωή, ἔτσι καί στό θάνατο δέν τόν ἐγκαταλείπουν, ἀλλά κινοῦνται μέ συμπάθεια· «Χριστοῦ φανέντος τοῖς ἴχνεσιν ἀκολουθοῦσαι σεμναί καί αὐτόν θεραπεύσουσαι γνώμης προθυμότατα, μυροφόροι, εὐθύτητι οὐδέ θανόντα τοῦτον ἐλίπετε· ἀλλ’ ἀπελθοῦσαι μύρα σύν δάκρυσιν ἀπεκομίσατε συμπαθῶς κινούμεναι…».
  Πρβλ. συναξάριο· «Ἀγάπην διαπύρως ἔχουσαι πρός Χριστόν, ὡς μαθήτριαι μύρα πολυτελῆ ὠνησάμεναι νυκτός παρεγένοντο».
  Ἡ ἀφοσίωση καί συμπάθειά τους ἐκφράζεται σέ ἀρκετά τροπάρια μέ τή σπουδή, ἡ ὁποία τίς χαρακτηρίζει στήν κίνησή τους πρός τόν τάφο. «Μετά φόβου ἦλθον αἱ γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα ἀρώμασι τό σῶμά σου μυρίσαι σπουδάζουσαι». Στήν περιγραφή τῶν εὐαγγελιστῶν ἡ σπουδή αὐτή φαίνεται στό γεγονός ὅτι μετά τήν ὑποχρεωτική ἀργία τοῦ Σαββάτου ἔτρεξαν στό μνῆμα τά χαράματα τῆς ἑπομένης ἡμέρας, τῆς μιᾶς τῶν σαββάτων. Ὑπάρχει καί ἡ ἑρμηνεία ὅτι ἦλθαν ἀπό τόν ὄρθρο στόν τάφο «διά τόν τῶν Ἰουδαίων φόβον» (συναξάριο Κυριακῆς Μυροφόρων).
  Σέ πολλά τροπάρια γίνεται λόγος καί γιά δάκρυα τῶν μυροφόρων, ἐνῶ ἡ εὐαγγελική διήγηση δέν μνημονεύει κάτι τέτοιο. Μόνο ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει ὅτι «Μαρία δέ εἰστήκει πρός τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω» (Ἰω 20,11). Οἱ ὑμνογράφοι φαίνεται νά γενικεύουν τήν περίπτωση τῆς Μαρίας καί ἀποδίδουν τά δάκρυα καί τό θρῆνο σέ ὅλες τίς μυροφόρες. Δέν εἶναι ὅμως καθόλου αὐθαίρετη ἡ γενίκευση αὐτή. Πολύ φυσικό ἦταν ἡ ἐπίσκεψη στόν τάφο νά συνοδεύεται ἀπό μύρα καί δάκρυα, ἀφοῦ γι’ αὐτό πήγαιναν· «κλαῦσαι καί μυρῖσαι» (τό σῶμα τοῦ Κυρίου), διαβάζουμε στό συναξάριο τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων.
  Τά δάκρυα καί ὁ θρῆνος τῶν γυναικῶν δίνουν ἀφορμή στόν ποιητή νά ὑπενθυμίσει ὅτι οἱ μυροφόρες ἔβλεπαν τόν Ἰησοῦ ὡς ἄνθρωπο. Ἔκλαιγαν τό νεκρό τους διδάσκαλο χωρίς κἄν νά περιμένουν τήν ἀνάστασή του. «Ὄρθρον προλαβοῦσαι τόν βαθύν φόβῳ μυροφόροι γυναῖκες τάφῳ παρέστησαν μύρα προσκομίζουσαι τῷ ζωοδότῃ Χριστῷ ἐν νεκροῖς λογιζόμεναι τόν ᾅδην νεκροῦντα…».

Παυσανία Κουτλεμάνη, «Ἡ ἁγία Γραφή στό Πεντηκοστάριο» (διδακτ. διατριβή)

 
 
Κατηγορία Ὑμνολογικά