Τετάρτη, 01 Απρίλιος 2015 03:00

Σταυρός καί ὑπομονή

estauromenosΓιά νά ἀποκτήσεις τήν ἀρετή τῆς ὑπομονῆς δές τόν Ἐσταυρωμένο. Μέ σπλαγχνικό βλέμμα στρέφεται σέ σένα καί σοῦ λέει: «Παιδί μου, ἐπειδή ἐσύ δέν θέλησες νά ἀντισταθεῖς λιγάκι στά πάθη σου, κοίταξε ποῦ μέ κατάντησαν οἱ ἄτακτές σου ὀρέξεις. Κοίταξε πόσο ὑποφέρω -καί μέ πόση χαρά- γιά τήν ἀγάπη σου καί γιά νά σοῦ δώσω παράδειγμα ἀληθινῆς ὑπομονῆς! Σέ παρακαλῶ, λοιπόν, παιδί μου, γιά ὅλους τούς πόνους μου νά σηκώσεις κι ἐσύ θεληματικά κάθε σταυρό, πού εἶναι εὐάρεστος σέ μένα, ἀφήνοντας χωρίς ἀντίσταση τόν ἑαυτό σου στά χέρια ὅλων ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων πού σέ κατατρέχουν, καί στούς ὁποίους ἐγώ θά ἐπιτρέψω νά βλάψουν τήν τιμή καί τό σῶμα σου. Ὢ! καί νά ᾿ξερες πόση χαρά θά μοῦ δώσεις μ᾿ αὐτό».

 

Νικοδήμου Ἁγιορείτου,
Ὁ ἀόρατος πόλεμος σ. 190-191.
Ἐλεύθερη ἀπόδοση Β. Σ.

    

Κατηγορία Πατερικά
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Χριστῳ συνεσταύρωμαι

Ποτέ της δέν συμβιβάστηκε ἡ κυρία Εὐθυμία μέ τό γάμο τοῦ γιοῦ της. Αὐτή ἄλλα ὄνειρα εἶχε γιά τόν μοναχογιό της. Τοῦ εἶχε ἑτοιμάσει κιόλας τή νύφη, τά εἶχε ὅλα κανονισμένα. καί ἦταν, λοιπόν, νά μήν πέσει ἀπό τά σύννεφα, ὅταν μιά μέρα ἐκεῖνος γεμάτος χαρά καί καμάρι τῆς παρουσίασε τήν κοπέλλα πού θά ἔκανε γυναίκα του;
    Μιά δασκαλίτσα ἀπό ἕνα χωριό πού πρώτη φορά στή ζωή της ἄκουγε ἡ κυρία Εὐθυμία. ῎Αστραψε καί βρόντηξε, τσίριξε καί φώναξε, μά ἐκεῖνος ἐκεῖ· τήν παντρεύτηκε τή δασκαλίτσα καί δέν ἄκουσε τήν ἐπιθυμία τῆς μάνας του.
    Τί δέν μηχανεύτηκε ἡ κυρία Εὐθυμία γιά νά κάνει μαρτύριο τή ζωή τῆς νύφης της! Ποτέ δέν τήν εἶπε παιδί της καί ποτέ δέν τή σύστησε σάν νύφη της. ῞Οταν χρειαζόταν νά μιλήσει γι᾿ αὐτήν, ἔλεγε· "ἡ Καταφερτζοῦ" πού τύλιξε τόν γιό μου. Οὔτε ὅταν γεννήθηκαν τά παιδιά ἄλλαξε τίποτα. Καί τά ἕξι ἐγγόνια της εἶχαν τήν ἴδια ἀπορία· Πῶς ἡ γιαγιά τους δέν ἀγαποῦσε τή μαμά τους, πού ἦταν σωστός ἄγγελος;
    ῞Ολοι ἤλπιζαν πώς μέ τό χρόνο θά μαλάκωνε ἡ καρδιά τῆς κυρίας Εὐθυμίας. Μά ὅσο ἐκείνη γερνοῦσε, τόσο θαρρεῖς καί τό κακό μεγάλωνε μέσα της. Κι ὅταν ἔπεσε ἀπό τίς σκάλες καί ἔσπασε τό πόδι της καί χειρουργήθηκε, εἶπαν ὅλοι πώς ἦταν μιά εὐκαιρία νά πλησιάσει ἡ νύφη τήν πεθερά της. Καί κείνη, πράγματι, μετά τό νοσοκομεῖο τήν ἔφερε στό σπίτι της.
    Σάν νά τῆς καλάρεσε τῆς κυρίας Εὐθυμίας νά εἶναι περιτριγυρισμένη ἀπό τά ἐγγόνια της καί νά τρέχουν ὅλα νά ἐκπληρώνουν τίς ἐπιθυμίες της. Μά ἐκείνη ἡ ἀγάπη, ἐκείνη ἡ ἁρμονία, πού ἔβλεπε μέσα στό σπιτικό τοῦ γιοῦ της, καθόλου δέν τῆς ἄρεζε.
    ῏Ηταν πολλές οἱ φορές πού μέσα της παραδεχόταν πώς ἡ δασκαλίτσα ἔκανε εὐτυχισμένο τόν γιό της καί τότε ἡ ζήλεια κι ὁ ἐγωισμός της τῆς ἔκαιγαν τά σωθικά.
    Μόλις μπῆκε ἡ Σαρακοστή, ἡ κυρία Εὐθυμία ἄρχισε νά ζητᾶ συνεχῶς νά εἶναι κοντά της ἡ νύφη της. Τῆς ζητοῦσε συνεχῶς ἐξυπηρετήσεις καί κείνη ξαφνιασμένη ἀπό τήν ἀλλαγή τῆς στάσης τῆς πεθερᾶς της ὁλοπρόθυμα ἀνταποκρινόταν σέ ὅ,τι τῆς ζητοῦσε. Δέν ἄργησαν ὅμως ὅλοι νά καταλάβουν τούς σκοπούς της.
    - Σήκωσέ με, κάθισέ με, κάνε μου αὐτό, κάνε μου ἐκεῖνο, κι ἡ δόλια ἡ ᾿Αννέτα μέ τά ἕξι παιδιά δέν σήκωνε κεφάλι.
    Τήν ξυπνοῦσε τή νύχτα καί τήν ἤθελε δίπλα της νά τῆς κρατάει συντροφιά. Καί κείνη δίχως νά βγάζει μιλιά σάν ὑποτακτικός ὑπηρέτης ἔκανε ὅ,τι τῆς ἔλεγε.
    Μιά φορά ἡ ᾿Αννέτα θέλησε νά πάει στούς Χαιρετισμούς καί τότε πικρόχολα τῆς πέταξε·
    - ῎Εμ βέβαια, ἀντί νά καθίσεις νά περιποιηθεῖς τή μάνα τοῦ ἄντρα πού σέ ἔκανε ἀρχόντισσα, μοῦ τρέχεις στίς ἐκκλησίες. Αὐτά σέ διδάσκει ὁ Χριστός;
    Σάν μπῆκε ἡ Μ. ῾Εβδομάδα ἡ κυρία Εὐθυμία παρίστανε πώς εἶναι πιά «τοῦ θανατᾶ». ῞Ολοι ἤξεραν πώς μποροῦσε πιά νά περπατήσει καί πώς δέν εἶχε λόγους νά εἶναι κατάκοιτη, μά ἐκείνη περισσότερο παρά ποτέ βογγοῦσε καί παραπονιότανε.
    - ῎Αχ! μιά σταλιά δέν μέ πονᾶτε, μιά στάλα δέν μέ νιώθετε. ῎Αχ! νύφη σοῦ λέει ὁ ἄλλος... Νά ἦταν κόρη, μάλιστα! ᾿Εκείνη θά ἤξερε νά μέ περιποιηθεῖ.
    ῾Η ᾿Αννέτα μέ πολύ κόπο συγκρατοῦσε τόν ἄνδρα της. Δέν ἤθελε νά τῆς δώσουν καμιά πραγματική ἀφορμή. Τόν ἔστελνε, λοιπόν, μέ τά παιδιά στήν ἐκκλησία καί κείνη καθόταν κοντά της καί ἱκανοποιοῦσε τίς ἀπαιτήσεις της.
    Τή Μ. Πέμπτη τό βράδυ ὅμως τό ποτήρι ξεχείλισε. Τήν παρακάλεσαν νά κάνει λίγη ὑπομονή, νά πάει κι ἡ ᾿Αννέτα στήν ἐκκλησία, καί κείνη τούς εἶπε ἄπονους καί σκληρούς χύνοντας ἄφθονα δάκρυα.
    ῾Ο ᾿Αντώνης, ὁ γιός της, ἄλλο πιά δέν κρατιότανε.
    - ῎Οχι, ᾿Αννέτα, φώναξε ἔξω φρενῶν, ὄχι! Δέν μπορῶ ἄλλο ν᾿ ἀνεχτῶ αὐτήν τήν κατάσταση. ῾Η γυναίκα αὐτή, ὄχι, δέν μπορεῖ νά εἶναι μάνα μου. Τί δαίμονας κρατᾶ τήν ψυχή της πού οὔτε ἀπό Μ. Πέμπτη καταλαβαίνει οὔτε ἀπό σταύρωση τοῦ Χριστοῦ;
    - Μή, ᾿Αντώνη μου, μή μιλᾶς ἔτσι γιά τή μάνα σου. Γι᾿ αὐτή τήν ψυχή της ἀγωνιστήκαμε μαζί τόσα χρόνια. Τραβήξαμε τόσα καί τόσα καί θά τά παρατήσουμε τώρα;
    ῾Ο Νίκος, ὁ μικρός της γιός, φοβισμένος ἀπό τίς φωνές τοῦ μπαμπᾶ, ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ δωματίου τῆς γιαγιᾶς καί μπῆκε μέσα. Τότε οἱ φωνές τοῦ ζευγαριοῦ ἔφτασαν ὁλοκάθαρα στ᾿ αὐτιά της. Καί τότε σάν σέ καθρέφτη εἶδε ποιά ἀληθινά ἦταν. Ποιά ἦταν ἡ νύφη της καί ποιά ἡ ἀφεντιά της.
    ῞Οταν κάποτε σταμάτησαν οἱ φωνές, ἡ ᾿Αννέτα κόκκινη ἀπό τό κλάμα, μά ὅσο ποτέ γλυκιά, μπῆκε στό δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς.
    - Θέλεις τίποτα, μαμά, τή ρώτησε τρυφερά.
    - Ναί, ἀπάντησε ἐκείνη μέ μιά ἀσυνήθιστη γλυκάδα στή φωνή. Νά μοῦ φέρεις ἐδῶ τό ραδιόφωνο καί νά ἑτοιμαστεῖς νά πᾶς στή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ.
    ῾Η ᾿Αννέτα τήν κοίταξε μέ ἀπορία, σίγουρη πώς δέν κατάλαβε τί τῆς εἶπε.
    - Νά πᾶς, παιδί μου, καί νά τόν παρακαλέσεις καί γιά μένα. ᾿Εκεῖνος εἶναι μακρόθυμος σάν καί σένα καί θά σ᾿ ἀκούσει.
    - Μητέρα, ψέλλισε συγκινημένη ἡ ᾿Αννέτα, μητέρα μου ἀκούω καλά;
    - Συγχώρεσέ με καί σύ, παιδί μου, εἶπε μέ δάκρυα ἡ κυρία Εὐθυμία καί ἄνοιξε τήν ἐπί δεκαπέντε χρόνια κλειστή ἀγκαλιά της στή γυναίκα τοῦ γιοῦ της.
    Κι ἔτσι καθώς ἡ ᾿Αννέτα χώθηκε μέσα σέ κείνη τήν ἀγκαλιά, ἔνιωσε πώς τό βάρος τοῦ σταυροῦ, πού κουβαλοῦσε δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια, λάφρυνε.
    Σέ λίγη ὥρα μπροστά στόν ᾿Εσταυρωμένο ἄφηνε νά ξεχειλίσει τό ποτήρι τῆς εὐγνωμοσύνης της γιά τή μεγάλη θυσία του. Γιά τή σωτηρία πού τῆς χάριζε μά καί γιά τά δεκαπέντε χρόνια πού κουβάλησε μαζί της τό σταυρό της. Κοίταξε μέ δέος τόν δικό του.
    - "Δόξα τῇ μακροθυμία σου, Κύριε", ψιθύρισε κι ἔσκυψε τό κεφάλι ἕτοιμη γιά καθετί πού θά ἐλάφρυνε τό βάρος τοῦ σταυροῦ του. Μέσα της, τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς της οἱ καμπάνες σήμαιναν ᾿Ανάσταση!

 

῾Ε. Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Πέμπτη, 01 Δεκέμβριος 2022 03:00

Μακροθυμία καί ὑπομονή

Kyrios ihsous  Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας δέν μπορεῖ να ὑπομείνει, νά ἀνεχθεῖ, νά μακροθυμήσει. Συνήθως ἀπαιτεῖ. Ἀπαιτεῖ δικαιώματα καί παραχωρήσεις ὄχι μόνο σέ συλλογικό ἐπίπεδο, ἀπό τό κράτος ἤ ἄλλες κοινωνικές δομές καί ὀργανώσεις, ἀλλά καί σέ προσωπικό, ἀπό τούς συνανθρώπους του· ἀκόμη καί ἀπό τήν οἰκογένειά του. Θέλει νά ἐπιβάλλεται, δέν ἀντέχει ὄχι μόνον τήν ἄρνηση σέ ὅ,τι ζητᾶ, ἀλλά οὔτε τήν καθυστέρηση. Πολύ περισσότερο δέν ἀντέχει νά ὑποχωρεῖ, νά παραιτεῖται, καί ἀκόμη πιό πολύ νά ὑποτιμᾶται καί νά ὑποβιβάζεται. Τότε ἐπαναστατεῖ, ἐκρήγνυται. Ἰδίως μάλιστα ὅταν καί ἀδικεῖται.
  Δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση τό νά εἶναι κανείς μακρόθυμος καί ὑπομονετικός ἀπέναντι στούς ἄλλους. Ὁ σαρκικὸς καί ψυχικὸς ἄνθρωπος (Ρω 7,14. Α΄ Κο 2,14), ἐκεῖνος πού ἀγνοεῖ τόν Θεό καί δέν ἐλπίζει πουθενά ἀλλοῦ παρά μόνο στόν ἑαυτό του, ἀντιμετωπίζει τόν συνάνθρωπό του κυρίως σάν ἀπειλή. Τόν ἀνταγωνίζεται σέ ὅλους τούς τομεῖς. Ἡ σχέση μαζί του καί ὅταν ἀκόμη λέγεται φιλία καί ἀγάπη ὑπονομεύεται ἀπό τόν φόβο -ἀσυνείδητο ἀλλά ὑπαρκτό- ὅτι ἀπειλεῖται τό κυριαρχικό ἔδαφος τοῦ «ἐγώ» του. Καί ἄν συμβεῖ κάποια στιγμή ἡ σχέση αὐτή νά κλονισθεῖ, δίνει τήν θέση της στήν ἀντιπαράθεση καί στήν σύγκρουση χωρίς νά ὑποχωρεῖ κανείς. Ὅπως πολύ ρεαλιστικά ἔγραψε ὁ Σάρτρ γιά τήν γενιά μας, «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου».
  Ὅμως ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ πνευματικὸς (Α΄ Κο 2,15), αὐτός δηλαδή πού φέρει τό Πνεῦμα τό ἅγιο καί φέρεται καί ὁδηγεῖται ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο, δέν λειτουργεῖ ἔτσι. Γι᾽ αὐτόν ὁ ἄλλος, ὁ συνάνθρωπος, εἶναι ὁ παράδεισός του, ὁ ἀδελφός του. Στηριγμένος στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι μακρόθυμος καὶ μὴ ὀργὴν ἐπάγων καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν (Ψα 7,12), συγκαταβαίνει καί συγχωρεῖ. Προκειμένου νά συναντήσει τόν ἄλλο πού ἐπιμένει στήν ἄρνησή του, δέν ἐπιλέγει τόν ἴδιο τρόπο, τήν ἄρνηση. Ὑποχωρεῖ· προτιμᾶ γιά τόν ἑαυτό του τήν σκιά, ὥστε νά χαρεῖ ὁ πλησίον του τό φῶς. Προλαβαίνει τῇ τιμῇ τόν ἄλλο (βλ. Ρω 12,10), τοῦ παραχωρεῖ δηλαδή μεγαλόψυχα τήν τιμητική προτεραιότητα, ἔστω καί ἄν ἔτσι τά δικά του ζημιώνονται. Ὅπως ἔκανε ὁ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος παραχώρησε τό δικαίωμα νά ἐπιλέξει γῆ πρῶτος στόν ἀνεψιό του Λώτ. Καί ἀφοῦ ὁ Λώτ διάλεξε τήν πιό εὔφορη, ὁ γέροντας χωρίς νά πεῖ τίποτε κατευθύνθηκε ταπεινά ἀλλοῦ. Ἤ ὅπως ὁ βασιλιάς Δαυίδ, ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε τήν Ἰερουσαλήμ σάν κυνηγημένος ὑποχωρώντας μπροστά στόν ἐπαναστάτη γιό του.
  Ἡ στάση αὐτή τῆς μακροθυμίας, τῆς συγκατάβασης καί τῆς συγγνώμης δέν εἶναι ἀδυναμία. Εἶναι ἔκφραση τῆς πιό ἰσχυρῆς δύναμης∙ τῆς ἀ- γάπης. Γιά νά εἴμαστε ἀκριβέστεροι, ἡ μακροθυμία τῶν Χριστιανῶν δέν μπορεῖ παρά νά ἐκδηλώνεται ὡς ἀγάπη καί ἐν ἀγάπῃ (Ἐφ 4,2). Εἶπα πιό πάνω ὅτι ὁ μακρόθυμος πνευματι-κός ἄνθρωπος στηρίζεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλήθεια, σκεφτόμαστε ποτέ πόσο μακροθυμεῖ ὁ Θεός ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅτι αὐτό τό κάνει ἐπειδή ἀκριβῶς μᾶς ἀγαπᾶ; Εἶναι πραγματικά ἀσύλληπτο! Μᾶς δημιούργησε καί μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη γιά νά γίνουμε υἱοί καί κληρονόμοι τῆς βασιλείας Του. Κι ὅμως ἐμεῖς ἐπιλέξαμε τήν ἀνταρσία. Καί ἐνῶ ἡ ἐλάχιστη δικαιοσύνη ἀπαιτοῦσε τόν θά- νατό μας ὡς ἀχρείων, Ἐκεῖνος ἔκανε τά πάντα γιά νά μᾶς σώσει. Σύναψε διαθήκη μ᾽ ἕνα λαό ἀνάξιο τῆς ἐμπιστοσύνης του, καί κάθε τόσο ἀνεχόταν τίς ἐρωτοτροπίες του μέ τούς ψευτοθεούς τῶν ἐπιθυμιῶν του. Ἔστειλε δικαίους καί προφῆτες γιά νά ὑπομνήσει στούς πεπτωκότες τήν δέσμευσή τους καί νά ζητήσει διάλογο (βλ. Ἠσ 1,18), καί εἰσέπραξε περιφρόνηση καί τόν διωγμό καί τήν δολοφονία τῶν ἀπεσταλμένων Του. Μέχρι πού στό τέλος ἀπέστειλε στήν γῆ μας μεσίτη καί πρεσβευτή Του τόν Υἱό Του. Ὅμως κι αὐτόν ἀκόμη οἱ ἀχάριστοι εὐεργετηθέντες τόν ἀτίμασαν καί τόν σκότωσαν. Καί ὁ Κύριος τά ὑπέμεινε ὅλα αὐτά μόνον ἀπό εὐσπλαγχνία.
  Συνεπῶς αὐτός εἶναι καί ὁ κλῆρος τῶν πιστῶν. Νά μακροθυμοῦν μέ γενναιότητα καί νά ἀγαποῦν. Ὅπως ὁ Χριστός. Νά πολεμοῦν τό ἄδικο μέ τήν ἀγάπη καί τήν ἐγκαρτέρηση. Ἔτσι θά ἀναδειχθοῦν τέλειοι. Ἔτσι θά γίνουν υἱοί Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους (Μθ 5,45). Καί ποιός ξέρει; Ἴσως ἔτσι κερδίσουν καί τόν ἀδελφό τους· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ (Ρω 12,20). Καί ἄν ἡ μακροθυμία μᾶς στοιχίσει ἀκριβά, καί φθάσουμε μέχρι καί τόν τάφο, καί τότε ἀκόμη δέν πρέπει νά διστάσουμε. Ὁ Κύριος ὑπέμεινε μέχρι θανάτου, ἀλλά ἀναστήθηκε καί δοξάσθηκε. Ἄν, λοιπόν, συσταυρωθοῦμε μαζί Του, καί θά συναναστηθοῦμε καί θά συνδοξασθοῦμε μαζί Του.

Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας

Ἀπολύτρωσις 67 (2012) 312-313

Κατηγορία Πνευματικά