mhniatis«Χριστιανέ, καθώς ἡ πίστις σου εἶναι ἀληθινή καί ἁγία, ἔτσι πρέπει νά εἶναι καί ἡ ζωή σου. Ἄν αὐτή δέν εἶναι καλή καί ἁγία, μήν ἐλπίζεις νά σωθεῖς», δίδασκε ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἠλίας Μηνιάτης, ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ὁποίου συμπληρώνονται φέτος τριακόσια χρόνια.
 Γεννήθηκε στό Ληξούρι τῆς Κεφαλληνίας τό 1669. Γονεῖς του ἦταν ὁ πρωτοπαπάς τῆς πόλεως -καί πρῶτος του δάσκαλος- Φραγκίσκος Μηνιάτης καί ἡ Μορεζίνα Περιστιάνου. Τό 1681 ὁ πατέρας του τόν ὁδήγησε στό Φλαγγινιανό Φροντιστήριο στή Βενετία. Ἐκεῖ γιά ὀκτώ χρόνια σπούδασε ὑπό τήν προστασία τοῦ Κεφαλλονίτη Μελετίου Τυπάλδου, ἱεροκήρυκα καί δασκάλου τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας τῆς Βενετίας. Ὅταν ὁ Μελέτιος Τυπάλδος ἔγινε μητροπολίτης Φιλαδελφείας, ὁ Μηνιάτης διατέλεσε γραμματέας του. Τήν ἴδια χρονιά χειροτονήθηκε διάκονος καί ἐργάσθηκε ὡς ἱεροκήρυκας στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Βενετίας. Παράλληλα δίδαξε στή Φλαγγίνειο Σχολή.
 Τόν Μηνιάτη τόν διέκρινε μία φυσική εὐγλωττία καί ἡ μεγάλη του κλίση πρός τή ρητορική. Γι’ αὐτό καί τόν ἀποκάλεσαν «Χρυσόστομο τῆς Τουρκοκρατίας». Κύριο ἔργο του ὑπῆρξε τό κήρυγμα καί μάλιστα σέ ἁπλή καθομιλουμένη γλῶσσα, ὅπως εἶχε καθιερωθεῖ κατά τή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Εὔστοχα ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος ὄχι μόνον τόν ξεχωρίζει ἀνάμεσα στούς ἱεροκήρυκες τῆς Τουρκοκρατίας, ἀλλά τόν θεωρεῖ ὡς τόν πιό λαμπρό τῆς Ἀνατολῆς μετά τόν Φώτιο. Ὑπῆρξε ὄντως «αὐτόφωτη μονάδα». Στά λίγα χρόνια τῆς ζωῆς του κατάφερε νά ξαναζωντανέψει τήν ὀρθόδοξη κηρυκτική παράδοση καί νά τή συνταιριάσει μέ τίς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς του. «Ἦτο.... ὁ μεγαλύτερος ἐκκλησιαστικός ρήτωρ τῆς ὑποδούλου Ἑλλάδος· μέ δημοσθένειαν ρητορείαν ἐκήρυξε τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Τό κήρυγμά του συγκλόνιζε τό ἐκκλησίασμα, τά λόγια του ἄγγιζαν τήν καρδιά μέ τή συναρπαστικότητα καί τίς πλούσιες διδαχές του.
 Οἱ Κεφαλλονίτες βλέποντας τήν ἀξία του τόν καλοῦν νά ἐπιστρέψει στό νησί πού γεννήθηκε. Εἶναι ἡ περίοδος πού οἱ βενετοί κατακτητές κρατοῦν στό σκοτάδι τούς Ἑπτανησιῶτες. Συχνά μάλιστα σπέρνουν διχασμό, γιά νά ἐπωφελοῦνται οἱ ἴδιοι. Καί φυσικά ὁ διαπρύσιος κήρυκας ἐπιστρέφει στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του καί γιά ἑπτά χρόνια διακονεῖ μέ τόν κοφτερό του λόγο. Ἐνδεικτικά παραθέτω ἕνα ἀπόσπασμα: «Χριστιανοί ὁπού μέ ἀκούετε, μέ τήν εἰρήνην, μέ τήν ὁμόνοιαν, μέ τήν συμφωνίαν κάθε ἐπιχείρημα κατορθοῦται· τά μικρά γίνονται μεγάλα, τά μεγάλα στερεώνονται· αὐξάνει ἡ εὐτυχία τῶν οἰκογενειῶν, τῶν πόλεων, τῶν βασιλειῶν».
 Δέν ριζώνει ὅμως στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Τόν ἀποζητοῦν καί τόν προσκαλοῦν παντοῦ. Πρῶτα στή Ζάκυνθο καί μετά στήν Κέρκυρα προσφέρει ὑπηρεσίες ὡς διδάσκαλος τῆς φιλοσοφίας καί ὡς ἱεροκήρυκας. Γιά ἕνα χρόνο ὑπηρετεῖ καί πάλι τό Φλαγγίνειο Φροντιστήριο καί στή συνέχεια τόν συναντοῦμε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὁ Πατριάρχης Γαβριήλ μέ σιγίλλιο τόν ὀνομάζει ἱεροκήρυκα τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἐπί μιά ἑπταετία κάνει τά πλήθη νά ριγοῦν μέσα στίς ἐκκλησίες καί νά κρέμονται ἀπό τά χείλη του.
 Ἡ Κεφαλλονιά, ἡ Κέρκυρα, τό Ναύπλιο καί τό Ἄργος εἶναι οἱ ἑπόμενοι σταθμοί τῆς ζωῆς του, ὅπου ἀφειδώλευτα σπέρνει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τό 1711 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Κερνίτσης καί Καλαβρύτων. Ἔτρεχε, προσπαθοῦσε, ἀγωνιζόταν νυχθημερόν, γιά νά καταρτίσει, νά στηρίξει, νά οἰκοδομήσει τό ποί- μνιό του. Αἰσθανόταν τόσο βαρύ τό φορτίο τῆς ἀρχιεροσύνης! Κι αὐτό δέν ἄργησε νά φανεῖ στήν ὑγεία του. Ὅμως παρά τήν εὐρύτερη ἀποδοχή του δέν ὑπῆρξε ἰδιαίτερα ἀγαπητός στήν ἐπισκοπή του ἐξαιτίας τῶν σπουδῶν του στή Βενετία. Ὁ θάνατος τόν βρῆκε τό 1714 σέ ἡλικία μόλις 45 ἐτῶν. Τό λείψανό του τό ἐνταφίασε στόν ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Μηνιατῶν στό Ληξούρι ὁ πατέρας του, ὁ ὁποῖος στή συνέχεια ἐξέδωσε τά ἔργα τοῦ υἱοῦ του, γιά νά συνεχίσει νά μᾶς οἰκοδομεῖ μέ τίς Διδαχές του καί μετά τήν κοίμησή του.
 25 Μαρτίου 1688. Ὁ Μηνιάτης σέ ἡλικία 19 ἐτῶν στή Βενετία μπροστά σέ ἕνα πυκνότατο ἀκροατήριο ἐκφώνησε τήν πρώτη του ὁμιλία στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου. Ὅταν ἔφθασε στό τέλος της, συγκινήθηκε βαθύτατα καί ἀπηύθυνε θερμή ἱκεσία ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῆς Ἑλλάδος: «Εὔσπλαγχνε Μαριάμ, παρακαλοῦμέν σε... χάρισε εἰς τό ἑλληνικόν γένος τήν προτέραν τιμήν· σήκωσέ το ἀπό τήν κοπρίαν τῆς δουλείας εἰς τόν θρόνον τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος. Ἀπό τά δεσμά εἰς τό σκῆπτρον, ἀπό τήν αἰχμαλωσίαν εἰς τό βασίλειον. Καί ἄν ἐτοῦταί μας αἱ φωναί δέν σέ παρακινοῦσιν εἰς σπλάγχνος, ἄς σέ παρακινήσωσιν ἐτοῦτα τά πικρά δάκρυα, ὁπού μᾶς πέφτουσιν ἀπό τά ὀμμάτια. Ἀλλ’ ἀνίσως καί ἐτοῦτα δέν φθάνουσιν, ἄς σέ παρακινήσωσιν αἱ φωναί καί οἱ παρακλήσεις τῶν ἁγίων σου».
 Καί σήμερα πικρότατα δάκρυα πέφτουν ἀπό τά μάτια ἐκείνων πού πονοῦν γιά τήν κατάσταση στήν ὁποία ἔχει περιέλθει ἡ πατρίδα μας. Ἑνώνουμε κι ἐμεῖς τή δέησή μας μέ αὐτήν τῆς πυρωμένης καρδιᾶς τοῦ Μηνιάτη καί ζητοῦμε ἀπό τήν Κυρία Θεοτόκο τήν πρεσβεία της, ὥστε νά λάμψει καί πάλι στήν πατρίδα μας «τό ζωηφόρον φῶς τῆς ἀληθινῆς πίστεως» καί νά τῆς χαρίσει ὁ νεκρεγέρτης Κύριος πνευματική καί ἐθνική ἐλευθερία, γιά τήν ὁποία τόσο δυνατά μίλησε ὁ Μηνιάτης.

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

    

Κατηγορία Τουρκική σκλαβιά
Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Τοῦ Γένους ἀντιστύλι!

oikonomos  Κυριακή τοῦ 1792 στήν Τσαρίτσανη τῆς Θεσσαλίας. Γιατί τά βλέμματα ὅλων εἶναι στραμμένα πρός τόν ἄμβωνα; Τί κοιτάζει ἐπίμονα τό ἐκκλησίασμα; Ἕνα χαριτωμένο δωδεκάχρονο παιδί κάνει τό πρῶτο του κήρυγμα. Καταπλήσσει τούς συντοπίτες του. Ὁ παπα-Κυριακός καμαρώνει τό βλαστάρι του. Εἶναι ὁ νεαρός Κωνσταντίνος Οἰκονόμος, ὁ μετέπειτα ταλαντοῦχος δάσκαλος τοῦ Γένους καί μεγάλος ρήτορας.
  Λέγεται πώς, ὅταν ἦταν βρέφος, ἕνα σμῆνος ἀπό μέλισσες ρίχτηκε στό λαιμό του. Σάν ἀποχώρησαν, δέν τοῦ ἄφησαν κανένα ἴχνος κακοποίησης. Τοῦτο τό γεγονός θεωρήθηκε σημάδι, πού προμήνυε τή μελιστάλαχτη φωνή του καί «τόν βόμβον» αὐτῶν πού θά τήν ἀπολάμβαναν.
  Πραγματικά, ὡς μαθητής διαπρέπει. Ρουφᾶ τή γνώση στήν περίφημη σχολή τῶν Ἀμπελακίων, καθώς ρίχνεται στή μελέτη τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς γραμματείας, τῆς ἑλληνικῆς, τῆς λατινικῆς καί τῆς γαλλικῆς γλώσσας. Τί θαυμασμό προκαλεῖ μέ τήν εὐγλωττία του στούς συμμαθητές του, κάθε φορά πού ἐκφωνεῖ τούς πανηγυρικούς λόγους στίς σχολικές γιορτές! Δέν χορταίνουν νά τόν χειροκροτοῦν.
  Ὅλοι εἶναι σίγουροι πώς θά σταδιοδρομήσει καί θά δοξασθεῖ ὡς φιλόλογος. Κάτι ἄλλο ὅμως, ἱερό, ζυμώνεται μέσα του. Καί νά! Σείονται οἱ θόλοι τῆς ἐκκλησιᾶς ἀπό τά «ἄξιος, ἄξιος»! Χειροτονεῖται διάκονος καί εἰσέρχεται στίς τάξεις τοῦ ἔγγαμου κλήρου. Πῶς νά μήν ἐπικροτήσουν τούτη τή μοναδική στιγμή γιά τόν τόπο τους οἱ συμπατριῶτες του, ὅταν θωροῦν τόν ἀγαπητό Κωνσταντίνο τους, πού λαχταρᾶ νά θέσει ὅλα του τά χαρίσματα στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ!
   Ἀπό κείνη τή στιγμή δίδεται ὁλόψυχα στό ἔργο τῆς θείας σπορᾶς. Ἡ εὐρυμάθειά του ἀποτυπώνεται στήν πρώτη πραγματεία πού κυκλοφορεῖ γιά τή διαφώτιση τοῦ κλήρου· «Τόμος, τά καθήκοντα τοῖς ἱερεῦσι θεσπίζων». Ἱερό του ἄντλημα στή συγγραφή καί στό λόγο ἡ Βίβλος, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα οἱ προσφιλεῖς του Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος καί Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὀργώνει ἀκάματος χωριά καί πόλεις τῆς Θεσσαλίας, τῆς Μακεδονίας. Πῶς τόν καρτεροῦν! Σάν τό χῶμα τή βροχή, σάν τό παιδί τόν πατέρα, γιά νά δροσίσει μέ τά νάματα τῆς πίστεως τήν ἀποκαμωμένη τους ὕπαρξη. Γρήγορα «ἡ θεία χάρις... προχειρίζεται Κωνσταντῖνον τόν εὐλαβέστατον διάκονον εἰς πρεσβύτερον...».
  Κι ἐνῶ δέν ἀρέσκεται στό κυνήγι τῆς προβολῆς, ἡ φήμη του τρέχει παντοῦ. Ποιοί τώρα ἔχουν τό προνόμιο ν’ ἀπολαμβάνουν τόν χειμαρρώδη λόγο, τή σοφία του; Οἱ μαθητές τοῦ «Φιλολογικοῦ Γυμνασίου» τῆς Σμύρνης. Ἡ Ἰωνία καί τά νησιά τοῦ Αἰγαίου στέλνουν τά παιδιά τους νά μαθητεύσουν «παρά τούς πόδας» τοῦ ὑπέροχου αὐτοῦ Σχολάρχου. Δέκα ὁλόκληρα χρόνια διδάσκει σ’ αὐτό τό σχολεῖο θρησκευτικά καί ἑλληνική φιλολογία.
 Στόν περίφημο «Παραινετικόν πρός τούς νέους» λόγο του ὁ χαρισματοῦχος ρήτορας σείει τήν καρδιά τῆς νεολαίας τῆς Σμύρνης· «...Κατηραμένη ἡδονή. Πόσους μετεμόρφωσας ἐλεεινῶς! Πόσους νέους ἔθαψας ἀώρους! Ὁποιονδήποτε ἐπάγγελμα καί ἄν μέλλετε, φίλοι νέοι, νά ἐπαγγελθῆτε, χωρίς τήν χαράν, τήν ταπείνωσιν, τήν ἀγάπην, τήν εἰλικρίνειαν, τήν ἁγνότητα εἶναι ἀδύνατον νά διαδράμητε τό στάδιον ἐντίμως καί εὐτυχῶς. Ὅλων δέ τούτων τῶν ἀρετῶν θεμέλιον ἔχετε τήν πρός τόν Θεόν εὐσέβειαν. Χωρίς τοῦ Θεοῦ τήν προστασίαν μ’ ὅλα τά προτερήματά σας ἠθέλετε εἶσθαι ὅμοιοι μέ ἄθλια ὀρφανά παιδία ἀφειμένα εἰς ἔρημον τόπον χωρίς ὁδηγόν νά τά κατευθύνῃ...».
  Ἀξιοσημείωτη ἡ κηρυκτική του δραστηριότητα καί στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Σμύρνης. Μέ τίς πύρινες ὁμιλίες του δονεῖ τίς καρδιές τῶν πιστῶν. Κι εἶναι γιά τούς ραγιάδες πολύτιμος ἀστέρας ἡ παρουσία του, πού φωτίζει τό πηχτό σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς.
  «Δέξαι τήν καλοῦσάν σε φωνήν, ὡς φωνήν ἀληθοῦς Κυρίου». Μ’ αὐτά τά λόγια τό 1819 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ὁ Ε΄ προσκαλεῖ τόν χαλκέντερο ρήτορα, γιά νά τόν διορίσει ἱεροκήρυκα τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Καί στή «βασιλίδα τῶν πόλεων» σπρώχνονται τά πλήθη, γιά ν’ ἀπολαύσουν τόν μελίρρυτο ἱεροκήρυκα. Μά ἡ ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ἀνακόπτει τήν πολυσχιδῆ δράση του. Ὁ Πατριάρχης τόν συμβουλεύει νά φύγει στήν Ὀδησσό τῆς Ρωσίας, γιατί τό Γένος τόν χρειάζεται. Μέ τή λύπη ζωγραφισμένη στά πρόσωπά τους ἀποχαιρετιοῦνται οἱ δύο μεγάλοι ἄνδρες.
  Σέ λίγες μέρες μέ θρυμματισμένη τήν καρδιά του ὑποδέχεται στό λιμάνι τῆς Ὀδησσοῦ μέ πλῆθος λαοῦ τό σεπτό σκήνωμα τοῦ Πατριάρχη. Καί τότε, στό ναό τῆς Μεταμορφώσεως, μπροστά στή σορό τοῦ ἐθνομάρτυρα Γρηγορίου τοῦ Ε΄ ἐκφωνεῖ μέ τή μεταλλική φωνή του ἐπιτάφιο λόγο, πού ἀντηχεῖ ὡς ἐγερτήριο σάλπισμα στό πολύπαθο Γένος. Στ’ ἀλήθεια, ἡ ὁμιλία του αὐτή ἀπαθανατίζει τή ρητορική του δεινότητα καί θεωρεῖται ἕνα ἀπό τά διαμάντια τῆς νεότερης ἑλληνικῆς φιλολογίας. Εἶναι ἕνα λυρικό τραγούδι, πού ἀντανακλᾶ τόν πόνο τοῦ παιδιοῦ, τό σπαραγμό τοῦ Ἕλληνα, καθώς στέκεται δίπλα στό λείψανο τοῦ πατέρα του, τοῦ Ἐθνάρχη του:
  «...Σεβασμιώτατε Πατριάρχα, ἄν καί δέν στολίζῃς πλέον τόν θρόνον τόν Οἰκουμενικόν, παρίστασαι μετά παρρησίας εἰς τόν θρόνον τῆς Μεγαλωσύνης τοῦ Ὑψίστου. Ἄν καί δέν ἄρχῃς πνευματικῶς εἰς τήν Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, διαπρέπεις μακαριστῶς εἰς τήν Οὐράνιον Ἐκκλησίαν τῶν Πρωτοτόκων. Ἄν καί δέν ἐνταφιάζεσαι εἰς τήν ἔνδοξον μέν, ἀλλά στενάζουσαν ἤδη γῆν τῆς Ἑλλάδος, ἐνταφιάζεσαι ἐνδόξως εἰς γῆν ἐλευθέραν καί τιμᾶσαι λαμπρῶς ὑπό τῶν παρόντων ὁμογενῶν σου... Ὦ Θεέ τοῦ ἐλέους! Ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καί δε τήν κάκωσιν τοῦ λαοῦ σου. Ἕως πότε, Κύριε, μέλλει νά ἐξυβρίζῃ τό Πανάγιόν Σου ὄνομα ὁ βάρβαρος ἐχθρός τοῦ Σταυροῦ;...».
  Μέ τή συναρπαστικότητα τοῦ λόγου καί μέ τή δύναμη τῆς πένας του ἀγωνίζεται ὅπου γῆς γιά τήν ἀνάσταση τῆς πατρίδας του. Ἀξιώνεται νά πατήσει τά ἐλεύθερα πιά ἑλληνικά χώματα καί νά ὑπηρετήσει ἀνύσταχτος τήν Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος. Καί ὁ μεγάλος ἀθλητής τῆς Ὀρθοδοξίας καί δεινός ρήτορας, πού «ἑνώνει τοῦ Χρυσοστόμου τήν εὐγλωττίαν μέ τοῦ Ἀθανασίου τό φλογερόν πνεῦμα», κλείνει στίς 8 Μαρτίου 1857 τά μάτια του, γιά νά τ’ ἀνοίξει στήν ἀτέρμονη αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.
  Πνευματοφόρε, πνευματοκίνητε, λευκασμένε δάσκαλε τοῦ Γένους μας, σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιά τίς σοφές ὑποθῆκες πού μᾶς κληροδότησες κι ἡ μνήμη σου ἄς εἶναι αἰώνια.

 Ἑλληνίς