Ὁ ἐρχομός ἑνός καινούργιου ἔτους ἀποτελεῖ συνήθως ἀφετηρία γιά κάποιους στοχασμούς, ἄλλοτε ἁπλούς καί ἄλλοτε σύνθετους. Στό σημείωμα πού ἀκολουθεῖ θά προσπαθήσω νά μείνω κάπου στό μέσον.
Τό σύνολο τῶν πραγμάτων τοῦ φυσικοῦ κόσμου περικλείεται μέσα σ᾿ ἕνα εὐρύ πλαίσιο, τό χῶρο. Τό σύνολο τῶν φαινομένων -φυσικῶν, φυσιολογικῶν, ψυχικῶν- περικλείεται μέσα σ᾿ ἕνα δεύτερο καί ἐπίσης εὐρύ πλαίσιο, τό χρόνο. Οἱ ἔννοιες τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου συνυφαίνονται μεταξύ τους καί ἀλληλοσυμπληρώνονται δίνοντας τή φιλοσοφική ἔννοια τοῦ χωροχρόνου.
Περιοριζόμενοι στήν ἔννοια τοῦ χρόνου -πράγμα πού τό ἐπιβάλλει ἡ ἐπικαιρότητα- μποροῦμε νά ξεκινήσουμε ἀπό τή θεμελιακή τοποθέτηση ὅτι ἡ ἔναρξη τοῦ χρόνου ὁριοθετεῖται μέ τή δημιουργία τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Στήν ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς Ἁγίας Τριάδας ὁ χρόνος εἶναι ἀνυπόστατος· ὑπάρχει μόνο ἡ ἀσύνορη αἰωνιότητα. Ὅμως μερικές ἐπιμέρους παρατηρήσεις εἶναι ἀπαραίτητες.
Ὁ χρόνος εἶναι μία συνεχής ροή, μιά κίνηση. Τά περιστατικά πού συμβαίνουν ετε στό ἐξωτερικό μας περιβάλλον, στόν φυσικό δηλαδή κόσμο, ετε στή συνείδησή μας, τόν ψυχικό μας δηλαδή κόσμο, ετε στόν ἱστορικό καί κοινωνικό χῶρο, μέ τήν ἀέναη διαδοχή τους μᾶς βοηθοῦν νά σχηματίσουμε ἀπό παιδιά τήν ἀντίληψη τοῦ χρόνου. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ Ἡράκλειτος παρομοιάζει τό χρόνο μέ τό νερό ἑνός ποταμοῦ πού ρέει ἀσταμάτητα. Ἀλλά καί ὁ Ἀριστοτέλης παρατηρεῖ· «φανερόν ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνευ κινήσεως καί μεταβολῆς χρόνος», καί «τότε φαμέν γεγονέναι χρόνον, ὅταν τοῦ προτέρου καί τοῦ ὑστέρου ἐν τῇ κινήσει ασθησιν λάβωμεν». Συμπερασματικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀντίληψη τοῦ χρόνου περιλαμβάνει δύο στοιχεῖα: α) τήν ἰδιότητα τῆς διάρκειας καί β) τίς σχέσεις τοῦ ταυτόχρονου καί τῆς διαδοχῆς. Στή χρονική σχέση τῆς διαδοχῆς διακρίνουμε τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον.
Ὁ χρόνος δέν ἀποτελεῖ μονοσήμαντη ἔννοια. Ἄν τόν δοῦμε ἀπό καθαρά ἐνδοκοσμική ἄποψη, ξεχωρίζουμε δύο κατηγορίες: τόν ἀντικειμενικό, φυσικό, καί τόν ὑποκειμενικό, ψυχολογικό χρόνο. Ὡστόσο μέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ὁ χρόνος χάνει τή γνωστή κινητική του ἰδιότητα καί μεταβάλλεται σ᾿ ἕνα συνεχές καί ἀρράγιστο παρόν. Πρόκειται γιά τόν λειτουργικό χρόνο, ὅπου καταργεῖται ἡ ασθηση τῆς διαδοχῆς καί ὅλα τά γεγονότα τῆς σωτηρίας μας τελοῦνται ἀδιαλείπτως μέ τήν ἀμεσότητα τοῦ παρόντος: Σήμερον γεννᾶται, σήμερον σταυροῦται, σήμερον ἀνίσταται ὁ λυτρωτής Χριστός.
Ὁ ἄνθρωπος, βέβαια, εἶναι μία φυσική καί μεταφυσική συγχρόνως ὕπαρξη πλασμένη ἀπό τόν Θεό «κατ᾿ εἰκόνα» καί «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Τό «κατ᾿ εἰκόνα» εἶναι ἕνα ὀντολογικό δεδομένο. Τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» ὅμως ἀποτελεῖ τελικό στόχο, προορισμό. Ἑπομένως, γιά νά πετύχει ἡ στόχευση, χρειάζεται μία πορεία πρός τά ἐμπρός μέ ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μιά κατεύθυνση πρός τό «πέραν»· «ὅλο μακρύτερα νά πηγαίνουμε, ὅλο ψηλότερα ν᾿ ἀνεβαίνουμε». Ἔτσι καταλήξαμε πάλι στήν ἀρχική ἀντίληψη τῆς κίνησης, θεωρημένη τώρα ἀπό ἄλλη σκοπιά. Ἡ στατικότητα, ἡ στασιμότητα σημαίνει ἀπώλεια. Ἡ ζωή μας στόν κόσμο τοῦτο ὀφείλει νά εἶναι in statu viae (σέ κατάσταση δρόμου, πορείας). Γι᾿ αὐτό καί ὁ πιστός δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι Homo viator (ἄνθρωπος ταξιδευτής, ὁδοιπόρος). Πόσο ὡραῖα καί ἐπιγραμματικά ἐκφράζει τήν ἀλήθεια αὐτή ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος» (Φι 3,14). Ἐπηρεασμένος ἀπό τόν Παῦλο καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τήν πορεία μας αὐτή τή χαρακτηρίζει ὡς «ἐπέκτασιν».
Ἑπομένως ἡ ἔλευση τοῦ νέου ἔτους συνεπάγεται ἀνανέωση τοῦ συμβολαίου τῆς εὐθύνης, ὥστε νά φθάσουμε στό «ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ». Ἡ παράταση τῆς ζωῆς σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἔχει νόημα, ὅταν ὁ χρόνος ἀξιοποιεῖται. Καί τό ἀρχαῖο ἐκεῖνο «χρόνου φείδου» δηλώνει ὅτι ὁ ἐφησυχασμός, ἡ ἀδράνεια, ἡ σπατάλη τοῦ χρόνου ὁδηγοῦν στόν πνευματικό μαρασμό, στή φθορά. Ἀντίθετα ἡ σωστή ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου γίνεται μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης. «Τοιοῦτοι γάρ τῆς ἀγάπης οἱ ὀφθαλμοί· οὐχ ὁδῷ διακόπτονται, οὐ χρόνῳ μαραίνονται». Μέσα, λοιπόν, στή σύγχρονη ταραχή καί ἀνεμοζάλη μακάρι ὁ καινούργιος χρόνος νά μᾶς καταστήσει συμμέτοχους στήν ἀκατάλυτη ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν πού μᾶς περιμένουν, γιατί «τό τοῦ Κυρίου Πάσχα προέρχεται καί καιροί συνάγονται καί μετακόσμια ἁρμόζεται καί διδάσκων ἁγίους ὁ Λόγος εὐφραίνεται»• δηλαδή: Τό Πάσχα τοῦ Κυρίου προχωρεῖ καί οἱ χρόνοι συγκλίνουν καί οἱ ὑπερφυσικές πραγματικότητες ἐναρμονίζονται καί ὁ Λόγος (τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας) εὐφραίνεται καθώς διδάσκει τούς ἁγίους.
Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης
Σηκώνομαι τό πρωί κι ἀκούω τή μικρή κόρη μου νά τραγουδᾶ καί νά λέει τά «θέλω» της καί χαίρομαι τίς σταθερές κινήσεις καί τή γλυκειά σιωπή τοῦ γιοῦ μου.
Ὕστερα ἕνα «Πάτερ ἡμῶν...» μέ πολύ δυνατή φωνή πάλι ἀπ᾿ τήν κόρη μου, πού ὁ Θεός μοῦ τή διπλοδώρισε, καί εἶμαι εὐτυχής, γιατί αὐτή ἡ προσευχή θά εἰσακουστεῖ.
Μπαίνω στήν τάξη μου καί θλίβομαι γιά τήν ἀνυπακοή τῶν σημερινῶν παιδιῶν, τήν ἀδιαφορία τους στίς προτροπές μου, τήν ἀποφυγή κάθε κόπου, τήν ἔντονη κοσμικότητα τοῦ φρονήματος. Κι ἐνῶ βρίσκομαι στά πρόθυρα τῆς ἀπόγνωσης, θυμοῦμαι τούς ἐχθρούς τῆς πατρίδας μου, τούς ἀγῶνες τῶν προγόνων μου, τή θυσία τοῦ Χριστοῦ μας καί σχεδόν ντρέπομαι γιά τήν λιποψυχία μου καί... χαμογελῶ.
Περιέρχομαι τά διάφορα σημεῖα καί τούς χώρους τῆς πόλης καί εἶμαι χαρούμενος, γιατί γνωρίζω ἕνα μεγάλο μυστικό, πού τό θυμᾶμαι εὔκολα χάρη στούς συνανθρώπους μου καί στίς δυσκολίες πού συναντῶ: ν᾿ ἀναγνωρίζω «τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό», πού εἶναι ἀνάγκη νά πορευτῶ πρός τή λύτρωση καί τήν ἐλευθερία.
Τακτοποιῶ τίς ἐργασίες μου στό σπίτι καί προετοιμάζω τά παιδιά μου στά μαθήματά τους βοηθώντας τή γυναίκα μου, πού μέ παρακολουθεῖ καί μέ κρίνει θυμίζοντάς μου τή ματαιότητα τῆς ζωῆς καί τό πλῆθος τῶν περιττῶν ἀσχολιῶν μου. Ἀναγνωρίζω στήν κρίση της τή βαθειά πίστη καί τήν ἐγκατάλειψή της στή φροντίδα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐμπιστεύομαι, ὄχι σπάνια, μ᾿ ἕνα κρυφό ἤ φανερό γογγυσμό. Τελικά ἀναγνωρίζω τή σταθερή πορεία της, πού δυστυχῶς ἐγώ δέν ἔχω.
Τό βράδυ σέ κάποιο χῶρο ἱερό, μπροστά σέ μιά ἅγια μορφή συμμετέχω στήν «ἀγαθή μερίδα» καί ζῶ τούς χαμογελαστούς κι εἰλικρινεῖς ἀνθρώπους μέ τήν ψηλαφητή ἀγάπη καί τό ζωντανό παράδειγμα, πού προκαλοῦν τή ζωή μου γιά ποιοτική πνευματική ἄνοδο.
Ἐπιστρέφω κατάκοπος καί πανευτυχής γιά τή μεγάλη διπλή δωρεά Του σέ μένα καί μιάν ἀγωνιώδη διαπίστωση πώς μέχρι στιγμῆς δέν στάθηκα ἄξιος.
Μπαίνω στό σπίτι. Τελείωσε ἡ μέρα μου...
Δόξα σοι, ὁ Θεός.
Στοχαστής
Συνήθως τήν Πρωτοχρονιά ἀπορροφοῦν τήν προσοχή μας οἱ πανηγυρισμοί γιά τήν ἀλλαγή τοῦ χρόνου, ἕνα γεγονός χωρίς ἰδιαίτερο πνευματικό νόημα, ἀφοῦ ἐκκλησιαστικά ἡ ἀρχή τοῦ ἔτους γιορτάζεται τήν 1η Σεπτεμβρίου, ἤ -στήν καλύτερη περίπτωση- στρέφουμε τή σκέψη μας στήν ὄντως μεγάλη μορφή τοῦ οὐρανοφάντορα ἁγίου ἐπισκόπου Καισαρείας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Λησμονοῦμε ὅμως οἱ περισσότεροι τή μεγαλύτερη γιορτή τῆς μέρας, πού εἶναι μάλιστα καί δεσποτική γιορτή, τήν περιτομή τοῦ Δεσπότου Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἄναρχου καί ὑπέρχρονου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπλασε, συντηρεῖ καί ἁγιάζει τά σύμπαντα.
῾Η γιορτή τῆς περιτομῆς πιστοποιεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση πού γιά τή σωτηρία μας προσέλαβε ὁ Θεός. «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων... οὐκ ἐβδελύξατο σαρκός τήν περιτομήν», διακηρύττει ὁ ἐκκλησιαστικός ὕμνος. ᾿Επίσης ὅμως, ἡ περιτομή στοιχειοθετεῖ ἕνα κύριο γνώρισμα τῆς ταυτότητας τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ συνέχεια θά δείξει.
Σημάδι διαθήκης τοῦ Θεοῦ
῾Η περιτομή, ὅπως καί ὅλα τά γεγονότα πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας, ἔχει προϊστορία. Τή μελετοῦμε στήν Παλαιά Διαθήκη. Πολύ παλιά, πρίν ἀκόμη ἀνακαλύψει τά μέταλλα ὁ πολιτισμός, οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν περιτομή μέ πέτρινα μαχαίρια (῎Εξ 4,25· ᾿Ιη 5,2-3). Γιά τόν ᾿Ισραήλ, τόν ἐκλεκτό κι ἀγαπημένο λαό τοῦ Θεοῦ, ἡ περιτομή εἶχε κοινωνική ἀλλά καί θρησκευτική σημασία. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός ἀπαιτώντας την ἀπό τόν πατριάρχη ᾿Αβραάμ τήν ὀνομάζει «σημεῖον διαθήκης ἀνά μέσον ἐμοῦ καί ὑμῶν» (Γε 17,11). Τήν προσδιορίζει, δηλαδή, ὡς γνώρισμα τῆς ἀδιάρρηκτης συμφωνίας, τοῦ πνευματικοῦ γάμου τόν ὁποῖο συνάπτει ὁ Γιαχβέ μέ τό λαό του.
Κανείς ἀπερίτμητος δέν μποροῦσε νά γιορτάσει τό Πάσχα, τή γιορτή πού ἀπαθανάτιζε τήν ἐκλογή καί σωτηρία πού χάρισε στόν ᾿Ισραήλ ὁ Γιαχβέ (῎Εξ 12,44-48). ῾Η περιτομή ἦταν δείκτης τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ Γιαχβέ πάνω στόν περιτμημένο ἀλλά καί σημάδι τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν του σέ μία κοινωνία, σ᾿ ἕνα λαό, τόν δικό του. Δέν ἦταν μία ἐθιμοτυπική, ἔστω ἁπλή θρησκευτική πράξη. ῏Ηταν πρωτίστως ὑπόθεση καρδιᾶς, δήλωση τῆς πίστης καί ἐκδήλωση τῆς ὑπακοῆς τοῦ πιστοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός ζητᾶ τήν «περιτομή» τῆς καρδιᾶς (᾿Ιε 4,4), τήν ἀπαλλαγή της ἀπό τή σκληρότητα. Κι ἐπειδή γνωρίζει ὁ Παντογνώστης ὅτι αὐτό δέν εἶναι εὔκολο γιά τόν ἄνθρωπο, παρηγορεῖ ἤδη ἀπό τήν παλαιοδιαθηκική ἐποχή τό λαό του· ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός θά καθαρίσει τίς καρδιές τῶν πιστῶν του καί τῶν ἀπογόνων τους, γιά νά μποροῦν ν᾿ ἀγαποῦν τόν Κύριο «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» (Δε 30, 6).
«᾿Αχειροποίητη περιτομή»
Μετά ἀπό ὅλη αὐτή τήν προϊστορία εἶναι πράγματι συγκλονιστικά καταπληκτικό τό γεγονός ὅτι καί αὐτός ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, πού ὡς ἄνθρωπος προῆλθε ἀπό τή γενιά τοῦ ᾿Αβραάμ, ὑποτάσσεται στή διάταξη τῆς περιτομῆς. Βρέφος ὀκταήμερο δέχεται στό ἄχραντο σῶμα του τήν περιτομή (Λκ 2,21), γιά νά ἀπαλλάξει ἀπό τήν ταλαιπωρία της ὅλους ἐμᾶς, πού μέ τό ἅγιο Βάπτισμα πολιτογραφόμαστε στή βασιλεία του καί ἀποτελοῦμε τόν νέο ᾿Ισραήλ, τήν ᾿Εκκλησία του.
«᾿Οδύνη καί ἕλκος (=πληγή)» ἦταν τά γνωρίσματα τῆς παλιᾶς περιτομῆς, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ἐνῶ τοῦ Βαπτίσματος ἡ προσφορά εἶναι «δρόσος ψυχῆς καί ἴαμα (=θεραπεία)» τοῦ ἕλκους τῆς καρδιᾶς. Καί γίνεται ἡ περιτομή τοῦ Χριστοῦ στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ· Καθώς ἐντάσσεται στήν ᾿Εκκλησία ὁ πιστός μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, πού εἶναι ἡ «ἀχειροποίητη περιτομή» (Κλ 2,11), πετᾶ ἀπό πάνω του «τό σῶμα τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός», κάθε ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ καί κάθε ἀπαίτηση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. ᾿Ενστερνίζεται τό φρόνημα τοῦ σταυροῦ, γιά νά ζήσει στό ἑξῆς καί γιά πάντα μέ τόν Χριστό.
Τό δεύτερο σημάδι τοῦ Θεοῦ
Σ᾿ αὐτή τήν ἐν Χριστῷ ζωή ἔρχεται νά στηρίξει καί χειραγωγήσει τόν πιστό ἕνα δεύτερο θεόσδοτο «σημεῖον», πού εἶναι ἐπίσης στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ταυτότητας, ἡ ἀργία τῆς ἕβδομης ἡμέρας. ῎Εχει κι αὐτή τήν προϊστορία της στήν Παλαιά Διαθήκη. Μόλις ὁλοκλήρωσε τή δημιουργία τοῦ κόσμου ὁ Θεός «κατέπαυσε... ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἐποίησε» (Γε 2,2). Σταμάτησε τό δημιουργικό του ἔργο καί ἄρχισε τή σχέση κοινωνίας μέ τά πλάσματά του. Γι᾿ αὐτό τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν εὐλόγησε καί τήν ἁγίασε, τήν ξεχώρισε ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες καί τήν καθιέρωσε ὡς ἡμέρα λατρείας του (᾿Εξ 20,8-10).
«῾Ορᾶτε, καί τά σάββατά μου φυλάξεσθε· σημεῖόν ἐστι παρ᾿ ἐμοί καί ἐν ἐμοί εἰς τάς γενεάς ὑμῶν, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγώ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς» (᾿Εξ 31,13) παραγγέλλει ὁ Γιαχβέ. Τό Σάββατο, λέει, θά εἶναι τό σημάδι ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος πού σᾶς ἁγιάζει, μπαίνει στή ζωή σας καί γίνεται δικός σας.
Στήν καινή κτίση
῾Η περιτομή καί ἡ τήρηση τοῦ Σαββάτου εἶναι δύο αἰσθητά στοιχεῖα. Τό πρῶτο δείχνει ὅτι ὁ περιτμημένος ἀνήκει στόν Θεό, εἶναι δικός του· τό δεύτερο ὅτι ὁ Θεός ἀνήκει στόν πιστό, εἶναι δικός του.
Στήν καινή κτίση, τήν ᾿Εκκλησία, μετά ἀπό τό ριζοσπαστικό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἡ περιτομή γίνεται πνευματική. Εἶναι ἡ μυστική μετοχή τοῦ πιστοῦ στό σταυρό τοῦ Κυρίου μέ τήν ἀποκοπή τῶν παθῶν καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς. Πρίν ἀπ᾿ αὐτό ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός καταργεῖ τό ἑβραϊκό Σάββατο καί μεταφέρει τόν ἁγιασμό στή «μία τῶν σαββάτων», τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδας, τήν Κυριακή. Τήν ἡμέρα πού ἀναστήθηκε ὁ Χριστός κι ἀνέστησε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ἁγίασε καί τήν εὐλόγησε. Τήν ἀνέδειξε ἕνα καινούργιο σάββατο, πού ἀντικατέστησε τό παλιό καί πῆρε ὅλα τά γνωρίσματά του, ἐνῶ ἐπιπλέον ἀπέκτησε καινούργιες χάρες.
Τά δῶρα τῆς Κυριακῆς
Τό παλιό σάββατο ἀπαιτοῦσε θυσίες καί προσφορές στόν Θεό· τό καινούργιο μᾶς προσφέρει τή θυσία τοῦ Κυρίου καί μᾶς τρέφει μ᾿ αὐτήν. Πολύ πρίν καθιερώσει ἡ πολιτεία τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς, καθιερώθηκε καί θεσπίσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο ὁ ἁγιασμός της. ῾Η ἐπίσκεψη τῆς Κυριακῆς κάθε ἑβδομάδα μέσα στόν ἡμερολογιακό μας χρόνο εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Μᾶς πλησιάζει ὁ Κύριος τήν Κυριακή. Σπάει τούς γήινους φραγμούς κι ἀνοίγει γιά μᾶς τό δρόμο πρός τόν οὐρανό, τό δρόμο πού μᾶς φέρνει στή συντροφιά του.
Κι ἐνῶ φαίνεται ὅτι ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Θεός νά τοῦ δώσουμε μία ἡμέρα ἀφιερωμένη στή λατρεία του, στήν πραγματικότητα μᾶς δίνει τήν ἡμέρα τή σημαδεμένη μέ τ᾿ ὄνομά του. Γιά ἐκείνους πού ἐπάξια τήν τιμοῦν καί πνευματικά τήν ἀξιοποιοῦν, ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς γίνεται τό σημάδι πού τούς «σημειώνει» ὡς «σημεῖον Χριστοῦ» μέσα στόν κόσμο, ὡς ζύμη ἅγια μέσα στήν ἄγρια κοινωνία μας.
Κοινωνοί θείας φύσεως
῾Αγιασμός τῆς Κυριακῆς καί καθημερινή προσπάθεια γιά τήν κατάργηση τῆς δυναστείας τῶν παθῶν μέσα μας εἶναι δύο ἀνεξίτηλα «σημεῖα» τοῦ Κυρίου πάνω στήν κάθε ψυχή πού ἐξαγόρασε μέ τή λυτρωτική θυσία του. Εἶναι δύο ἀλληλένδετα στοιχεῖα τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ, γνωρίσματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς του, ἀλλά καί δύο ἀδιάψευστες ἀποδείξεις ὅτι ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μόνη δύναμη πού μπορεῖ νά ἀλλάξει τόν κόσμο μας καί νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τή φθορά.
῾Αγιασμένοι μέ τίς θεόσδοτες εὐλογίες τῆς Κυριακῆς καί μάλιστα μέ τήν ὑψηλότερη ἀπ᾿ αὐτές, τή μέθεξή μας στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου μέ τή θεία Μετάληψη, μπαίνουμε στόν ἀγώνα τῆς ἑβδομάδας. Καί πάλι, ἁγνισμένοι μέ τόν καθημερινό ἀγώνα γιά τήν περιτομή τῶν παθῶν μας, φτάνουμε στήν ἑπόμενη Κυριακή, ὅπου ἀνανεώνουμε τόν ἁγιασμό. ῎Ετσι ἁγιάζεται ὅλη ἡ ἑβδομάδα, γίνεται ἅγιος ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας. Γινόμαστε ἅγιοι, δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Καλή χρονιά! Εὐλογημένο τό νέο ἔτος, καρποφόρο καί νικηφόρο γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Μέ ὑγεία, χαρά, εἰρήνη στίς καρδιές, στίς οἰκογένειες, στήν πατρίδα μας καί σ᾿ ὅλο τόν κόσμο.
Στό κατώφλι τῆς νέας χρονιᾶς, πού καθιερώθηκε ν᾿ ἀρχίζει τήν 1η Ἰανουαρίου, ἄν καί ἐκκλησιαστικά ἡ ἀρχή τοῦ ἐτησίου κύκλου τοποθετεῖται τήν 1η Σεπτεμβρίου, εἶναι φυσικό ὁ καθένας νά σκέπτεται πῶς θά ἀξιοποιήσει τό χρόνο καί ὅσα μ᾿ αὐτόν συνδέονται. Ὑποθέτω ὅτι καί σύ, φίλε μου, ἔχεις τά ὄνειρα καί τίς ἐπιδιώξεις σου, τά προγράμματα καί τά προβλήματά σου κι εὔχομαι νά βροῦν ὅλα τήν καλύτερη καί συμφερότερη γιά σένα λύση.
Θά ἤθελα ὅμως μαζί μέ τήν εὐχή νά σοῦ προτείνω καί τόν ὅρο πού ἐγγυᾶται τήν ἐκπλήρωσή της. Εἶναι ὁ ὅρος τόν ὁποῖο ἔθεσε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἄχρονος Θεός, πού κρατᾶ στά χέρια του τό χρόνο καί τόν κόσμο ὅλο, ἐσένα καί τά δικά σου μαζί. Μιλώντας στά πλήθη τοῦ λαοῦ πού κρέμονταν ἀπό τά χείλη του, στήν περίφημη ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία ὁ Ἰησοῦς Χριστός παραγγέλλει· «ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Μθ 6,33). Μέ ἁπλά λόγια· «Ἀναζητῆστε πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τή δική του δικαιοσύνη καί ὅλα αὐτά πού ἐπιθυμεῖτε θά τά ἔχετε». Διαβάζουμε σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτός ὁ διος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός κατέχει τήν πρώτη θέση στά σχέδια, στά ὄνειρα, στίς ἐπιδιώξεις καί στίς ἐπιλογές μας, θά ἔχουμε μαζί του καί ὅλα τά καλά. Διαφορετικά, χωρίς τόν Χριστό, τόν κόσμο ὅλο νά κατέχουμε, φτωχοί καί ταλαίπωροι θά παραμένουμε.
Ἀπόλυτος σοῦ φαίνεται ὁ λόγος, ἀγαπητέ μου. Σ᾿ ἀκούω ἤδη νά ἐπιχειρηματολογεῖς ἀπαριθμώντας τά σοβαρά σου προβλήματα, τίς μεγάλες ἀνάγκες σου, τίς ἐλλείψεις καί τά ἐλλείμματα, πού σοῦ κατατρῶνε τήν καρδιά καί σέ κρατοῦν ἄγρυπνο τή νύχτα. Σέ μία κοινωνία κατά κόρον καταναλωτική, ὅπου οἱ ἀνάγκες -πραγματικές ἤ πλασματικές- αὐξάνουν μέ γεωμετρική πρόοδο, ὁ πληθωρισμός καλπάζει, ἡ ἀνεργία μαίνεται, ἡ ἀνασφάλεια ἀπειλεῖ, πῶς μπορῶ -σκέπτεσαι- νά δώσω τήν προτεραιότητα στόν Χριστό;
Κατανοῶ τή δυσπιστία σου. Κι ὅμως ἐπιμένω. Νομίζεις πώς δέν γνώριζε ὁ παντογνώστης Κύριος τίς σημερινές μας ἀνάγκες, ὅταν διατύπωνε τήν παραγγελία αὐτή; Ἤ μήπως φαντάζεσαι ὅτι οἱ εἴκοσι καί πλέον αἰῶνες πού πέρασαν εἶναι ἀρκετοί, ὥστε νά θεωρεῖται σήμερα ξεπερασμένος ὁ εὐαγγελικός λόγος;
Δέν ἀγνοεῖ ἀσφαλῶς τίς ἀνάγκες μας, οὔτε ἀποκλείει τή μέριμνα ὁ Χριστός. Δέν ἀνέχεται ὅμως αὐτή νά γίνεται ἐρήμην τοῦ Θεοῦ. Ὁ αἰώνιος λόγος του χαραγμένος μέ τήν πένα τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου μᾶς θυμίζει πολύ ρεαλιστικά ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι μία ἀτμίδα «ἡ πρός ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δέ καί ἀφανιζομένη» (Ἰα 4,14). Εἶναι ἀνόητο νά μᾶς τυφλώνει ἡ ἀλαζονεία γιά τίς ἐπιτυχίες μας ἤ νά μᾶς ἀγχώνει ἡ ἀποτυχία. Κι εἶναι φρόνιμο νά προγραμματίζουμε πάντοτε μέ τήν προϋπόθεση «ἐάν ὁ Κύριος θελήσῃ» (Ἰα 4,15), πού δίνει στήν προσωρινότητα τή διάσταση τῆς αἰωνιότητας.
Ἀδελφέ μου, μπῆκες στή νέα χρονιά μέ ἀγωνίες καί προσδοκίες. Πρίν σέ παρασύρει ἡ δίνη τῆς καθημερινότητας, σκέψου· πῶς ἀξιολογεῖς τά θέματά σου; Πῶς προγραμματίζεις τή μέρα σου; Ποῦ δίνεις τήν προτεραιότητα;
Στέργιος Ν. Σάκκος
Καλή χρονιά! Καλή κι εὐλογημένη νά ᾿ναι ἡ κάθε μέρα τοῦ νέου ἔτους. Καί νά μᾶς χαρίζει ὁ Κύριος τό φωτισμό καί τή σοφία του, ὥστε ἀπ᾿ ὅλα καί μέ ὅλα, πού τήν κάθε ὥρα τοῦ νέου ἔτους θά ἀντιμετωπίσουμε, νά προαγόμαστε καί νά ἁγιαζόμαστε. Νά ᾿χουμε, δηλαδή, στή νέα χρονιά πολλά κέρδη πνευματικά.
῾Ο χρόνος εἶναι χρῆμα, λέει ἡ ἀγγλική παροιμία. ᾿Αλλά ἡ χριστιανική πίστη ἀποκαλύπτει κάτι πολύ μεγαλύτερο· πώς μέ τήν ἀξιοποίηση ἤ μή τοῦ περιορισμένου χρόνου τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας κερδίζουμε ἤ χάνουμε τήν αἰωνιότητα, δηλαδή τήν ἀτέλειωτη χαρά καί καταξίωσή μας. «᾿Επιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς!», ἄδραξε τήν αἰώνια ζωή, συστήνει ὁ ἀπόστολος (Α´ Τι 6,12). Καί μᾶς θυμίζει ἔτσι τό μεγάλο κι ἀκριβό μυστικό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, πώς μέσα στήν ᾿Εκκλησία, στό καθεστώς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ χριστιανός ἔχει τή δυνατότητα νά κάνει τήν πιό ἀπίθανη καί σκανδαλιστικά κερδοφόρα ἐπένδυση· νά ἐπενδύει τόν πεζό γήινο χρόνο του στό αἰώνιο.
Σωστά γράφτηκε ὅτι «ὁ χρόνος ἀκολουθεῖ διαφορετικό βηματισμό, καθόσον ἀφορᾶ σ᾿ ἀλλιότικους ἀνθρώπους». ῾Ο χριστιανός ἀποτελεῖ ἕνα ἀλλιότικο εἶδος ἀνθρώπου μές στόν κόσμο. Μέ τό βάπτισμά του ἔχει ἀποταχθεῖ τήν πομπή τοῦ πονηροῦ -ἔφτυσε τό σατανᾶ μέ τό στόμα τοῦ ἀναδόχου του- κι ἔχει ἐνταχθεῖ στήν καλή στρατεία τῆς ᾿Εκκλησίας, τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπου μέ τήν πίστη κάνει τό μεγάλο ἅλμα δίνοντας στή γήινη ζωή του τήν πνευματική διάσταση. Πῶς; Μέ τή συνεχῆ ἀνανέωση τῆς ἀποταγῆς του ἀπό τόν πονηρό, μέ τήν ἀδιάκοπη ὑποταγή του στόν Χριστό καί τήν ἀναβάθμιση τῆς ζωῆς του ἐν Χριστῷ.
Ἐδῶ βρίσκεται τό μυστικό τοῦ μυστικοῦ πού προανέφερα. Τό διατυπώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ μιά πρόταση παράδοξη, μιλώντας γιά «τόν νέον (ἄνθρωπον), τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κλ 3,10). ῾Η ἀποταγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κακό καί ἡ συμπόρευσή του μέ τόν Χριστό δέν γίνεται ἅπαξ διά παντός. Δηλαδή, ὁ χριστιανός -πού μέ τό βάπτισμά του ἔγινε νέος, καινούργιος ἄνθρωπος- ὀφείλει νά ξανακαινουργιώνεται καθημερινά. Νά κατοχυρώνει καί ἐπαναβεβαιώνει τόν ἀνακαινισμό τῆς χάριτος, συσφίγγοντας τή συνεργασία του μαζί της. «Οὐ... τετελείωμαι, διώκω δέ εἰ καί καταλάβω ἐφ᾿ ᾧ καί κατελήφθην ὑπό τοῦ Χριστοῦ» (Φι 3,12), ἐξομολογεῖται ὁ μεγάλος Παῦλος πού κατέκτησε τίς ἀκρώρειες τῆς ἀνθρώπινης τελειότητας κι ἔφθασε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ. Μᾶς διαβεβαιώνει δέ ὅτι ἡ τελειότητα βρίσκεται στόν ἀγώνα γιά τήν τελείωση καί ἡ ἁγιότητα προσψαύεται στήν προσπάθεια γιά τόν ἁγιασμό.
Αὐτή ἡ προσπάθεια, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ συνειδητή χριστιανική ζωή, μέ νόμο κι ὁδηγό τό εὐαγγέλιο, μέ μόνιμο χορηγό καί τροφοδότη τά ἄχραντα μυστήρια, πού ταμιεύονται στήν ἁγία μας ᾿Εκκλησία, συνιστᾶ τή συμφερότερη ἐπένδυση. ᾿Αλλά καί νοηματίζει μέ μιά ἐντελῶς ἰδιαίτερη σημασία τό κάθε λεπτό τῆς ζωῆς μας, ἀφοῦ τοῦ δίνει ἕνα μοναδικό καί καίριο ρόλο στή σωτηρία μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος