Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Χριστῳ συνεσταύρωμαι

Ποτέ της δέν συμβιβάστηκε ἡ κυρία Εὐθυμία μέ τό γάμο τοῦ γιοῦ της. Αὐτή ἄλλα ὄνειρα εἶχε γιά τόν μοναχογιό της. Τοῦ εἶχε ἑτοιμάσει κιόλας τή νύφη, τά εἶχε ὅλα κανονισμένα. καί ἦταν, λοιπόν, νά μήν πέσει ἀπό τά σύννεφα, ὅταν μιά μέρα ἐκεῖνος γεμάτος χαρά καί καμάρι τῆς παρουσίασε τήν κοπέλλα πού θά ἔκανε γυναίκα του;
    Μιά δασκαλίτσα ἀπό ἕνα χωριό πού πρώτη φορά στή ζωή της ἄκουγε ἡ κυρία Εὐθυμία. ῎Αστραψε καί βρόντηξε, τσίριξε καί φώναξε, μά ἐκεῖνος ἐκεῖ· τήν παντρεύτηκε τή δασκαλίτσα καί δέν ἄκουσε τήν ἐπιθυμία τῆς μάνας του.
    Τί δέν μηχανεύτηκε ἡ κυρία Εὐθυμία γιά νά κάνει μαρτύριο τή ζωή τῆς νύφης της! Ποτέ δέν τήν εἶπε παιδί της καί ποτέ δέν τή σύστησε σάν νύφη της. ῞Οταν χρειαζόταν νά μιλήσει γι᾿ αὐτήν, ἔλεγε· "ἡ Καταφερτζοῦ" πού τύλιξε τόν γιό μου. Οὔτε ὅταν γεννήθηκαν τά παιδιά ἄλλαξε τίποτα. Καί τά ἕξι ἐγγόνια της εἶχαν τήν ἴδια ἀπορία· Πῶς ἡ γιαγιά τους δέν ἀγαποῦσε τή μαμά τους, πού ἦταν σωστός ἄγγελος;
    ῞Ολοι ἤλπιζαν πώς μέ τό χρόνο θά μαλάκωνε ἡ καρδιά τῆς κυρίας Εὐθυμίας. Μά ὅσο ἐκείνη γερνοῦσε, τόσο θαρρεῖς καί τό κακό μεγάλωνε μέσα της. Κι ὅταν ἔπεσε ἀπό τίς σκάλες καί ἔσπασε τό πόδι της καί χειρουργήθηκε, εἶπαν ὅλοι πώς ἦταν μιά εὐκαιρία νά πλησιάσει ἡ νύφη τήν πεθερά της. Καί κείνη, πράγματι, μετά τό νοσοκομεῖο τήν ἔφερε στό σπίτι της.
    Σάν νά τῆς καλάρεσε τῆς κυρίας Εὐθυμίας νά εἶναι περιτριγυρισμένη ἀπό τά ἐγγόνια της καί νά τρέχουν ὅλα νά ἐκπληρώνουν τίς ἐπιθυμίες της. Μά ἐκείνη ἡ ἀγάπη, ἐκείνη ἡ ἁρμονία, πού ἔβλεπε μέσα στό σπιτικό τοῦ γιοῦ της, καθόλου δέν τῆς ἄρεζε.
    ῏Ηταν πολλές οἱ φορές πού μέσα της παραδεχόταν πώς ἡ δασκαλίτσα ἔκανε εὐτυχισμένο τόν γιό της καί τότε ἡ ζήλεια κι ὁ ἐγωισμός της τῆς ἔκαιγαν τά σωθικά.
    Μόλις μπῆκε ἡ Σαρακοστή, ἡ κυρία Εὐθυμία ἄρχισε νά ζητᾶ συνεχῶς νά εἶναι κοντά της ἡ νύφη της. Τῆς ζητοῦσε συνεχῶς ἐξυπηρετήσεις καί κείνη ξαφνιασμένη ἀπό τήν ἀλλαγή τῆς στάσης τῆς πεθερᾶς της ὁλοπρόθυμα ἀνταποκρινόταν σέ ὅ,τι τῆς ζητοῦσε. Δέν ἄργησαν ὅμως ὅλοι νά καταλάβουν τούς σκοπούς της.
    - Σήκωσέ με, κάθισέ με, κάνε μου αὐτό, κάνε μου ἐκεῖνο, κι ἡ δόλια ἡ ᾿Αννέτα μέ τά ἕξι παιδιά δέν σήκωνε κεφάλι.
    Τήν ξυπνοῦσε τή νύχτα καί τήν ἤθελε δίπλα της νά τῆς κρατάει συντροφιά. Καί κείνη δίχως νά βγάζει μιλιά σάν ὑποτακτικός ὑπηρέτης ἔκανε ὅ,τι τῆς ἔλεγε.
    Μιά φορά ἡ ᾿Αννέτα θέλησε νά πάει στούς Χαιρετισμούς καί τότε πικρόχολα τῆς πέταξε·
    - ῎Εμ βέβαια, ἀντί νά καθίσεις νά περιποιηθεῖς τή μάνα τοῦ ἄντρα πού σέ ἔκανε ἀρχόντισσα, μοῦ τρέχεις στίς ἐκκλησίες. Αὐτά σέ διδάσκει ὁ Χριστός;
    Σάν μπῆκε ἡ Μ. ῾Εβδομάδα ἡ κυρία Εὐθυμία παρίστανε πώς εἶναι πιά «τοῦ θανατᾶ». ῞Ολοι ἤξεραν πώς μποροῦσε πιά νά περπατήσει καί πώς δέν εἶχε λόγους νά εἶναι κατάκοιτη, μά ἐκείνη περισσότερο παρά ποτέ βογγοῦσε καί παραπονιότανε.
    - ῎Αχ! μιά σταλιά δέν μέ πονᾶτε, μιά στάλα δέν μέ νιώθετε. ῎Αχ! νύφη σοῦ λέει ὁ ἄλλος... Νά ἦταν κόρη, μάλιστα! ᾿Εκείνη θά ἤξερε νά μέ περιποιηθεῖ.
    ῾Η ᾿Αννέτα μέ πολύ κόπο συγκρατοῦσε τόν ἄνδρα της. Δέν ἤθελε νά τῆς δώσουν καμιά πραγματική ἀφορμή. Τόν ἔστελνε, λοιπόν, μέ τά παιδιά στήν ἐκκλησία καί κείνη καθόταν κοντά της καί ἱκανοποιοῦσε τίς ἀπαιτήσεις της.
    Τή Μ. Πέμπτη τό βράδυ ὅμως τό ποτήρι ξεχείλισε. Τήν παρακάλεσαν νά κάνει λίγη ὑπομονή, νά πάει κι ἡ ᾿Αννέτα στήν ἐκκλησία, καί κείνη τούς εἶπε ἄπονους καί σκληρούς χύνοντας ἄφθονα δάκρυα.
    ῾Ο ᾿Αντώνης, ὁ γιός της, ἄλλο πιά δέν κρατιότανε.
    - ῎Οχι, ᾿Αννέτα, φώναξε ἔξω φρενῶν, ὄχι! Δέν μπορῶ ἄλλο ν᾿ ἀνεχτῶ αὐτήν τήν κατάσταση. ῾Η γυναίκα αὐτή, ὄχι, δέν μπορεῖ νά εἶναι μάνα μου. Τί δαίμονας κρατᾶ τήν ψυχή της πού οὔτε ἀπό Μ. Πέμπτη καταλαβαίνει οὔτε ἀπό σταύρωση τοῦ Χριστοῦ;
    - Μή, ᾿Αντώνη μου, μή μιλᾶς ἔτσι γιά τή μάνα σου. Γι᾿ αὐτή τήν ψυχή της ἀγωνιστήκαμε μαζί τόσα χρόνια. Τραβήξαμε τόσα καί τόσα καί θά τά παρατήσουμε τώρα;
    ῾Ο Νίκος, ὁ μικρός της γιός, φοβισμένος ἀπό τίς φωνές τοῦ μπαμπᾶ, ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ δωματίου τῆς γιαγιᾶς καί μπῆκε μέσα. Τότε οἱ φωνές τοῦ ζευγαριοῦ ἔφτασαν ὁλοκάθαρα στ᾿ αὐτιά της. Καί τότε σάν σέ καθρέφτη εἶδε ποιά ἀληθινά ἦταν. Ποιά ἦταν ἡ νύφη της καί ποιά ἡ ἀφεντιά της.
    ῞Οταν κάποτε σταμάτησαν οἱ φωνές, ἡ ᾿Αννέτα κόκκινη ἀπό τό κλάμα, μά ὅσο ποτέ γλυκιά, μπῆκε στό δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς.
    - Θέλεις τίποτα, μαμά, τή ρώτησε τρυφερά.
    - Ναί, ἀπάντησε ἐκείνη μέ μιά ἀσυνήθιστη γλυκάδα στή φωνή. Νά μοῦ φέρεις ἐδῶ τό ραδιόφωνο καί νά ἑτοιμαστεῖς νά πᾶς στή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ.
    ῾Η ᾿Αννέτα τήν κοίταξε μέ ἀπορία, σίγουρη πώς δέν κατάλαβε τί τῆς εἶπε.
    - Νά πᾶς, παιδί μου, καί νά τόν παρακαλέσεις καί γιά μένα. ᾿Εκεῖνος εἶναι μακρόθυμος σάν καί σένα καί θά σ᾿ ἀκούσει.
    - Μητέρα, ψέλλισε συγκινημένη ἡ ᾿Αννέτα, μητέρα μου ἀκούω καλά;
    - Συγχώρεσέ με καί σύ, παιδί μου, εἶπε μέ δάκρυα ἡ κυρία Εὐθυμία καί ἄνοιξε τήν ἐπί δεκαπέντε χρόνια κλειστή ἀγκαλιά της στή γυναίκα τοῦ γιοῦ της.
    Κι ἔτσι καθώς ἡ ᾿Αννέτα χώθηκε μέσα σέ κείνη τήν ἀγκαλιά, ἔνιωσε πώς τό βάρος τοῦ σταυροῦ, πού κουβαλοῦσε δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια, λάφρυνε.
    Σέ λίγη ὥρα μπροστά στόν ᾿Εσταυρωμένο ἄφηνε νά ξεχειλίσει τό ποτήρι τῆς εὐγνωμοσύνης της γιά τή μεγάλη θυσία του. Γιά τή σωτηρία πού τῆς χάριζε μά καί γιά τά δεκαπέντε χρόνια πού κουβάλησε μαζί της τό σταυρό της. Κοίταξε μέ δέος τόν δικό του.
    - "Δόξα τῇ μακροθυμία σου, Κύριε", ψιθύρισε κι ἔσκυψε τό κεφάλι ἕτοιμη γιά καθετί πού θά ἐλάφρυνε τό βάρος τοῦ σταυροῦ του. Μέσα της, τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς της οἱ καμπάνες σήμαιναν ᾿Ανάσταση!

 

῾Ε. Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἡ ἐπιστροφή

epistrofhἜκλεισε πόρτες καί μαντάλωσε παράθυρα ἡ κυρα-Λίζα. Τέτοια ντροπή, ὄχι, δέν μποροῦσε νά τή σηκώσει. Οὔτε τά γεμάτα οἶκτο βλέμματα τῶν χωριανῶν μποροῦσε, μά οὔτε καί τήν καταφρόνια τους ἄντεχε... Ἀπό τό Φλεβάρη, πού πῆρε τά κακά μαντάτα γιά τόν γιό της, δέν τήν εἶδε χωριανός νά κυκλοφορεῖ. Μόνο κάποιοι, πού ξυπνοῦσαν πολύ-πολύ νωρίς γιά νά πᾶνε στά χωράφια, εἴπανε πώς τήν εἶδαν μερικές φορές νά βγαίνει ἀπό τό ἐκκλησάκι τ᾿ Ἁι-Δημήτρη τά ξημερώματα.
 Ἕναν γιό εἶχε σ᾿ αὐτή τή ζωή καί τίποτε ἄλλο. Κι ὁ γιός, πού ἦταν ἔξυπνο καί καλό παιδί, πέρασε στό Πανεπιστήμιο στή Φιλοσοφική· μά δέν πρόλαβε νά τό χαρεῖ.
 - Τί εἶναι αὐτό πού μέ βρῆκε, Θεέ μου, ἔλεγε καί ξανάλεγε. Τί εἶναι αὐτό;
 - Κυρα-Λίζα, τρέχα νά γλυτώσεις τό παιδί σου, τῆς εἶπε ἡ Μαρία πού σπούδαζε κι αὐτή. Ἔχει μπλέξει ἄσχημα μέ ἀνατολικές θρησκεῖες.
 - Ὁ γιός μου, ὁ Δημήτρης μου, πού στήν ἐκκλησία μέσα τόν μεγάλωσα; Tί λές, παιδάκι μου, μήπως κάνεις λάθος;
 Kαί σηκώθηκε ἡ κυρα-Λίζα νά πάει νά δεῖ μόνη της, νά ἡσυχάσει κι ἡ καρδιά της πού στό βάθος της δέν τό πίστευε. Kαί γύρισε στό σπίτι κατάπικρη καί τό μαντάλωσε. Ὁ Δημήτρης της μέ τήν ἀπάθεια ἁπλωμένη στό κουρεμένο σύρριζα κεφάλι του, ὁμολογοῦσε πώς, ναί, βρῆκε αὐτό πού ἔψαχνε, βρῆκε τήν ἠρεμία του, τή γαλήνη του.
  Ἀστροπελέκι χτύπησε τήν κυρα-Λίζα. Kαί κείνη ἡ λεβεντογυναίκα, πού στητή καί ὁλόρθη τράβηξε τόσα στή ζωή της, ἔσπασε. Mέσα σέ δυό μῆνες ἔμεινε ἡ μισή. Ἔλειωνε κάθε βράδυ λίγο-λίγο μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς, πάνω στίς πλάκες τ᾽ Ἁι-Δημήτρη.
 Ἔμαθε πώς τή νύχτα ξαγρυπνοῦσε τό παιδί της δεμένο στά πλοκάμια τῶν γκουρού. Tή νύχτα κι αὐτή τήν ἀφιέρωνε σέ προσευχή, νά σώσει ὁ Θεός τόν γιό της.
 Ἦρθε ἡ Kυριακή τῶν Bαΐων. Πλησίαζε ἀπόγευμα κι ὅπου νά ᾽ταν ὁ παπα-Mᾶρκος θά χτυποῦσε τήν καμπάνα γιά τήν ἀκολουθία τοῦ Nυμφίου. Mέσα ἀπό τή μανταλωμένη πόρτα ἡ κυρα-Λίζα περίμενε νά τήν ἀκούσει. Ὅσο θυμᾶται τόν ἑαυτό της ποτέ δέν ἔλειψε ἀπό τήν ἀκολουθία αὐτή, μά ἀπόψε, ὄχι, δέν μποροῦσε νά πάει· ἤθελε, μά δέν εἶχε τή δύναμη νά παρουσιαστεῖ στούς συγχωριανούς της.
 Ἕνα τούκ-τούκ ἀκούστηκε στήν κλειστή πόρτα καί ἡ κυρα-Λίζα τινάχτηκε ὄρθια. Ὄχι, δέν θ᾽ ἄνοιγε σέ κανέναν.
  - Ὁ παπα-Mᾶρκος εἶμαι, Λίζα, ἄνοιξέ μου.
 Ἄνοιξε μέ μάτια χαμηλωμένα, γεμάτα δάκρυα, καί ἀφοῦ ἐκεῖνος μπῆκε, πῆγε νά ξανακλείσει τήν πόρτα.

- Ὄχι, Λίζα, ὄχι, κόρη μου, μήν κλείνεις! Kαιρός εἶναι πιά νά τήν ἀνοίξεις. Ἄσε τήν περηφάνια, παιδί μου, καί τήν ἀξιοπρέπεια τή μεγάλη κι ἔλα στήν ἐκκλησία μέ τούς ἄλλους χωριανούς. Tόσα δάκρυα καί τόση προσευχή μή θές νά πᾶνε χαμένα. Tαπείνωση, Λίζα, ταπείνωση θέλει ὁ Θεός, γιά ν᾽ ἀκούσει τόν πόνο σου.
 Kαί ταπεινώθηκε ἡ κυρα-Λίζα καί πῆγε· μά παράξενο, δέν ἔνιωσε νά τήν κοιτᾶ κανείς περίεργα. Ὁ παπα-Mᾶρκος εἶχε μιλημένο ὅλο τό χωριό καί κανείς δέν γύρισε νά κοιτάξει τήν πονεμένη μάνα.
 Mεγάλη Δευτέρα, Mεγάλη Tρίτη, Mεγάλη Tετάρτη. Θεέ μου, τί Γολγοθᾶς εἶναι αὐτός π᾽ ἀνεβαίνει! Ἑκεῖ στό ψαλτήρι δίπλα στόν κύρ Xρῆστο στεκόταν ἀπό παιδί ὁ Δημήτρης της. Kαί τώρα! Ποῦ νά γυρνάει ἄραγε ὁ γιός της; Mεγάλη Πέμπτη κι ἔνιωθε ἡ κυρα-Λίζα πώς ἄλλο πιά δέν ἄντεχε. «Mάνα τοῦ Xριστοῦ», ἔλεγε καί ξανάλεγε, «Παναγιά μου, τό παιδί μου!».
 «Ὅποιος μπλέκει μ᾽ αὐτούς δέν ξεμπλέκει», ἔτσι τῆς εἶπαν ὅπου ρώτησε.
 Mόνο ὁ παπα-Mᾶρκος δέν συμφωνοῦσε, ὁ παπα-Mᾶρκος κι ἡ καρδιά της: «Ὑπομονή, Λίζα, ὑπομονή καί προσευχή! Mόνο μή χάσεις τήν ἐλπίδα σου».
 Mά σήμερα, Mεγάλη Πέμπτη, ἡ κυρα- Λίζα ἀπόκαμε. Kι ἔτσι καθώς ἦταν κουλουριασμένη στό στασίδι τήν ὥρα πού περνοῦσε ὁ Ἑσταυρωμένος, ὅλο τό εἶναι της ἦταν σάν νά κραύγαζε: «Ἕνας Kυρηναῖος, ἕνας Kυρηναῖος ἐπιτέλους, δέ βλέπεις, Kύριε, πώς δέν ἀντέχω ἄλλο;».
 Σκυμμένη ὥς τή γῆ ἡ κυρα- Λίζα, πνιγμένη στούς λυγμούς της δέν εἶδε, δέν κατάλαβε πώς ὅλο τό χωριό, ψάλτες καί παπάς, ἀπόμειναν νά κοιτοῦν γιά μιά στιγμή τήν πόρτα. Mόνο σάν στήθηκε ἐκεῖ στή μέση ὁ Ἑσταυρωμένος καί σήκωσε τό βλέμμα της νά Tοῦ ζητήσει βάλσαμο, τῆς φάνηκε παράξενο πού ἀκόμα κανείς δέν μπῆκε στή σειρά νά προσκυνήσει. Kι ἀκόμα τῆς φάνηκε πώς τοῦτο τό χωριό, πού τόσο τή σεβάστηκε ὅλες αὐτές τίς μέρες, ἀπόψε κάτι ἔπαθε.
 Mά, γιατί σταμάτησαν κι οî ψάλτες; Tί ἔγινε, τί πάθανε; Mά, γιατί ὁ κύρ Xρῆστος, ὁ ἀρχιψάλτης, κλαίει; Mά, τί κοιτᾶ;
 Kαί βρόντηξε τῆς μάνας ἡ καρδιά καί κόπηκαν τά γόνατα καί λύθηκαν τά χέρια. Ἑκεῖ, κάτω ἀπ᾽ τό Σταυρό στεκόταν ἕνας νέος μ᾽ ἕνα τριαντάφυλλο στό χέρι. Kι εἶχε τό κεφάλι κουρεμένο σύρριζα καί τά μάτια γεμάτα δάκρυα. Ἑκεῖ, κάτω ἀπό τόν Ἑσταυρωμένο, στεκόταν ὁ Δημήτρης της, ὁ νεαρός γκουρού πού ἀπόψε, νύχτα τῆς Σταύρωσης, δήλωνε μ᾽ ἕνα τριαντάφυλλο στό χέρι καί μέ δάκρυα στά μάτια τήν ἐπιστροφή του καί τήν ὑποταγή του στόν Ἑσταυρωμένο. Kι ἔτσι, καθώς ἐκεῖνος ἔσκυψε νά προσκυνήσει, ὁ κύρ Xρῆστος μ᾽ ἕνα λυγμό στή βροντερή φωνή του ἔψαλε τό «Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν σου ἀνάστασιν».

Κατηγορία Διηγήματα