Μίλησε ἡ φλογέρα

Στό μεγάλο ἀρχοντικό τοῦ Ἀνέστη ὅλα ἦταν σάν τόν καιρό πού ἦταν γε­μάτο μέ παιδιά καί μεγάλους καί γέρους. Στρω­μέ­νο καί συγυρισμένο, λές κι ὅλοι λείπανε στά χωράφια κι ὅπου…

Στίς 7 Φεβρουαρίου

Ὁ χῶρος στάθμευσης τῶν αὐτοκινήτων τοῦ νοσοκομείου ἦταν γεμάτος καί ἡ κ. Στέλλα περίμενε ὑπομονετικά νά φύγει κάποιος, γιά νά παρκάρει στή θέση του. Μπροστά ἀπό αὐτήν περίμεναν ἄλλα τρία…

Ἅγιε Βασίλη, πρόφτασε

  Χειμώνας! Χειμώνας βαρύς! Ἡ ξυλόσομπα, ὅσο καί νά μπουμπούνιζε, δέν ἔ­φτανε νά ζεστάνει τόν χῶρο πού ἔμπαζε ἀπό παντοῦ. Μά κανείς δέν κρύωνε. Μᾶλλον κανείς δέν παραπονέθηκε ὅτι κρύωνε.…

Ἡ ἰσοπαλία τῆς ἀγάπης

Τί ἀέρας φυσοῦσε ἐκείνη τή μέρα! Τρελός ἀέρας πού ἤθελε, θαρρεῖς, νά ξε­ριζώσει ἀκόμα καί τίς αἰωνόβιες ἐλιές. Τίς ἔκανε νά χορεύουν σάν μπαλαρίνες μέ τούς ἁπλωμένους κλώνους τους, νά…

Ζητεῖται ὀμπρέλα

Βροχή, βροχή, βροχή! Μούλιασε ἡ γῆ ἀπό τό νερό κι ὁ ἥλιος εἶχε νά φανεῖ μέ­ρες. Αὐτές οἱ τόσο ὑγρές καί μουντές μέ­ρες θύμιζαν περισσότερο Λονδίνο κι ὄχι Ἑλλάδα. -…

Τό Καταφύγιο

Ἀκούμπησε εὐλαβικά τά χείλη της καί ἀσπάστηκε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσας. Ἡ μοσχοβολιά, ἀνάμικτη ἀπό θυμίαμα καί κά­πνα ἀπό καντήλι, μπῆκε, θαρρεῖς, μέ­χρι καί μέσα στήν ψυ­χή της.…

Δέν ξεχνῶ τήν πατρίδα μου!

 Τόν ἀγαποῦσε πολύ τόν παππού τόν Χριστοφῆ ὁ Ἀνδρέας. Δέν ἄντεχε νά τόν βλέπει νά σβήνει σιγά-σιγά. Τό καταλάβαινε ὅτι ἔτσι ἦταν τό φυσικό, ὁ παππούς ἔζησε καί γέρασε κι…

Μετά τόν σταυρό ἡ Ἀνάσταση

Γέρος ἄνθρωπος ὁ παπα-Σωτήρης, πῶς τήν ἔβγαλε μόνος του τή Μεγάλη Ἑβδομάδα; Πῶς δέν εἶπε μιά φορά νά συντομέψουν οἱ ψάλτες τήν Ἀκολουθία, νά προσπεράσει ὁ ἴδιος κάποιες εὐχές; Τό…

Ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων

Μεγάλωσε ἡ μέρα καί ποιός μποροῦ­σε νά κρατήσει ὅλη ἐκείνη τήν παρέα τῶν ἐ­φήβων κλεισμένη στό σπίτι; Οὔτε τά δια­βάσμα­τα οὔτε κἄν οἱ ἀνοικτοί ὑπολογιστές.- Πᾶμε γιά ποδόσφαιρο, πρότεινε ὁ …

Χαλάλι της πατρίδος, μια φορά κανείς πεθαίνει!

   -Σαν νυχτώσει, μην αποκοιμηθείς, έχουμε μια μεγάλη δουλειά εσύ κι εγώ. Α, μην το ξεχάσω, κι ως που να έρθω, σου έχω επάνω στο σοφρά καθαρή, μοσχοβολιστή, την καλή…

Γιά μιά στάμνα τάλαρα

Στά δεκατέσσερά σου δέν λέγεσαι ἄντρας μά δέ λογιέσαι πιά καί γιά παιδί. Αὐτό τό ἤξερε καλά ὁ Μῆτρος τῆς Πανάγαινας μά ὅλο μπερδευότανε, γιατί γιά ἄλλα πράγματα τόν ἔλεγαν…

Ἡ τιμή στή μητέρα

Ἄκουγε τή βροχή πού ἔπεφτε ἡ Χριστίνα καί χαμογέλασε μέ εὐγνωμοσύνη. Σηκώθηκε τό πρωί κι ἔβαλε πλυντήριο. Σέ λίγο τελείωνε καί ὕ­στε­ρα....  Ἄς βρέχει ὅσο θέλει, τό στεγνωτήριο τῆς ἔλυσε…