timia dora Αύριο ξημερώνει Κυριακή, η μέρα του Κυρίου μας. Ταυτόχρονα, λαμβάνουμε μια ιδιαίτερη πρόσκληση. Μια πολύ όμορφη πρόσκληση. Να μετάσχουμε όλοι στο κοινό Ποτήριο, στο Ποτήριο της ζωής. Μια πρόσκληση για τη συμμετοχή μας στο Θείο Τραπέζι, στο οποία προσφέρεται το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας.
  Μελετώντας προσεκτικά τον 33ο ψαλμό του Δαυίδ, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως μια πρώτη έκφραση αγάπης του ανθρώπου προς τον Κύριό μας. Έτσι, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ότι αυτός ο ψαλμός αποτελεί μια "πρώτη πρόσκληση" προς εμάς, να μετάσχουμε όλοι μαζί στο κοινό Ποτήριο. Και η φράση "γεύσασθε και ίδετε..." είναι μια προφητική φράση. Μάλιστα, ο Μέγας Βασίλειος, αναφέρει ένα διδακτικό παράδειγμα, ερμηνεύοντας αυτόν τον στίχο του 33ου ψαλμού: "όπως το μέλι, όσο να το παρατηρήσεις και με τα λόγια να το περιγράψεις, ότι είναι καλό και γλυκό, δεν μπορείς να το καταλάβεις, αν δεν το γευθείς, έτσι συμβαίνει κι εδώ. Δεν μπορείς να νιώσεις τη χρηστότητα του ουράνιου λόγου, αν δεν βασανίσεις με το νου σου τα δόγματα της αλήθειας, κι αν δεν αποκτήσεις προσωπική πείρα της χρηστότητος του Κυρίου. Η γεύση είναι μια εμπειρία. Και η γεύση του Χριστού είναι θεϊκή, πνευματική εμπειρία." 

  Παραπάνω, ο Μέγας Βασίλειος, αναφερόμενος στο γεγονός ότι η γεύση του Χριστού είναι μια θεϊκή, πνευματική εμπειρία, αναφέρεται στη βρώση. Με την βρώση έχασαν οι πρωτόπλαστοι τον Παράδεισο, αλλά με την βρώση τον κερδίζουμε. Δηλαδή, μεταλαμβάνοντας "Σώμα και Αίμα Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον". Έτσι ο Χριστός, αποκαθιστά τον άνθρωπο από την απέραντη αγάπη Του και με τον Άρτο της ζωής, τον καθαρίζει από τις αμαρτίες και τον ξανατοποθετεί στον Παράδεισο. Επομένως, αυτή η γεύση και η βρώση δεν διώχνει τον άνθρωπο από τη Βασιλεία του Θεού, αντιθέτως τον εισάγει και του χαρίζει απλόχερα την πρόγευση της χαράς του Παραδείσου. Παρ' όλα αυτά, δεν πρόκειται να γευθούμε αυτή τη χαρά, εάν δεν σηκωθούμε από το μαλακό κρεβάτι μας την Κυριακή το πρωί...
  Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι ο Κύριός μας, κάνει σε όλους ανεξαιρέτως μια ανοιχτή πρόσκληση: "Λάβετε φάγετε, τούτο εστί το Σώμα μου...". Με αυτή την εξαιρετική φράση μας προσκαλεί να καθίσουμε μαζί Του στο Θείο Τραπέζι. Για να μας πει και τούτο το συγκλονιστικό: "Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το Αίμα μου...". Με αυτή τη συγκλονιστική φράση μας αποκαλύπτει το τι συνέβη στη συνέχεια, όπως ακριβώς απεκάλυψε και στους μαθητές Του. Μας υπενθυμίζει τη σταυρική Του θυσία, το αίμα που έτρεξε από τα σπλάχνα Του. Και, δυστυχώς, είναι απαραίτητο να αναφερθεί ότι πολλοί άνθρωποι αδιαφόρησαν και συνεχίζουν να αδιαφορούν για το γεγονός της θυσίας του Χριστού μας, αντί να Του πουν: "Εσταυρώθης δι' ημάς...".
  Στη σπουδαιότητα της Θείας Μεταλήψεως επιμένει και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο βιβλίο του "Μυστικός Αγώνας". Σε αντίθεση με το «Περί Συνεχούς Θείας Μεταλήψεως», εδώ είναι πολύ πιο ασυμβίβαστος και εξηγεί τα βιβλικά, πατερικά και συνοδικά χωρία ως υποχρέωση των Ορθοδόξων Χριστιανών για τη συνεχή θεία μετάληψη. Περαιτέρω, αποδεικνύει πόσο απαραίτητη για τη σωτηρία μας είναι η συνεχής μετάληψη των Τιμίων Δώρων, η οποία επιπλέον ενισχύει και την αγάπη των πιστών στον Χριστό. Χριστιανός που κοινωνεί συνεχώς, βιώνει και την πραγματική ανάσταση (δηλαδή το προσωπικό του Πάσχα).
  Αυτή τη θέση αναδεικνύουν και οι αναστάσιμες ευχές του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. «Πραγματικά, κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής αποδεχόμασθε τρείς ή τέσσερεις φορές την εβδομάδα ή καλύτερα όσες φορές θα θέλαμε τα άγια δώρα. Το Πάσχα δεν είναι νηστεία, το Πάσχα είναι η Θεία Μετάληψη σε κάθε Θεία Λειτουργία. Μάθε αυτή την αλήθεια και άκου τον θείο Παύλο που λέγει ότι το Πάσχα μας είναι ο Χριστός, ο οποίος έδωσε τον εαυτό του θυσία για μας με αγάπη. Κάθε φορά όταν δέχεσαι τα άγια δώρα, εορτάζεις το λαμπρό Πάσχα». Συχνά η Θεία Μετάληψη καθαρίζει τη ψυχή και βοηθάει την υγεία μας: «Άκου χριστιανέ μου, πόσο αγαθότητα δέχεσαι από τη συνεχή θεία μετάληψη! Ιατρεύονται οι πληγές σου και αποδέχεσαι ολοκληρωτική θεραπεία».
  Επομένως, δεν χωρά καμία αμφιβολία για τις ωφέλειες που μπορεί να επιφέρει στον άνθρωπο η συμμετοχή του στη Θεία Μετάληψη. Καθαρίζεται η ψυχή του και αλλάζει η ζωή του. Μαθαίνει να ζει με τις αρετές στη ζωή του και προσπαθεί να τις μεταλαμπαδεύσει στους συνανθρώπους του. Η Θεία Κοινωνία είναι πιο γλυκιά από το μέλι, πιο δυνατή από το ατσάλι και πιο πολύτιμη από το χρυσάφι. Όπως τα λόγια της Αγίας Γραφής μπορούν να αλλάξουν τον άνθρωπο, έτσι και η δύναμη της Θείας Μετάληψης είναι μεγάλη. Οπότε, ας δεχθούμε αυτή την πρόσκληση που μας δίνεται, αυτή που θα μας οδηγήσει στη Βασιλεία του Αγίου Θεού μας. Οπότε, αδελφοί: Γεύσασθε και ίδετε... λάβετε Σώμα και πίετε Αίμα Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Αμήν.

Σωτήριος Σαρβάνης
Θεολόγος

 
Κατηγορία Ποικίλα
Παρασκευή, 27 Ιούνιος 2014 03:00

Ἡ τελευταία Κυριακή

 Θεός ξημερώνει ἄλλη μία Κυριακή. Κι ἐμεῖς βρισκόμαστε ἀκόμη στήν ἔνδοξη Κωνσταντινούπολη. Σήμερα γιά ἐκκλησιασμό στό πρόγραμμα ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Ταξιάρχη στό Μπαλατά. Βρίσκεται στήν περιοχή τοῦ Φαναρίου, ἀπό τή μεριά τοῦ Κεράτιου. Τήν εἴδηση γιά τή θεία Λειτουργία στόν Ταξιάρχη μάθαμε ἀπό τήν «Ἀπογευματινή», τήν τοπική ἐφημερίδα τῆς Ρωμιοσύνης, πού μᾶς προμήθευσαν φιλικά χέρια ὁμογενοῦς.

Μιᾶς καί ἡ λειτουργία ξεκινᾶ κάπως ἀργά, ἔχουμε ὅλη τήν ἄνεση νά καμαρώσουμε τόν Κεράτιο. Παρά τίς βροχές πού προηγήθηκαν, μοιάζει ἤρεμος. Ἀνηφορίζουμε στά στενά δρομάκια τῆς συνοικίας. Σέ μιά ψηλή σιδερένια πόρτα, πού κρύβει μαζί μέ τόν ἀκόμη πιό ψηλό μαντρότοιχο ὅ,τι ὑπάρχει πίσω της, σταματοῦμε. Ἡ δίγλωσση ἐπιγραφή πού ὑπάρχει μᾶς ἐνθαρρύνει, πώς δέν λαθέψαμε. Περνοῦμε στό ἐσωτερικό. Ἕνας ἄλλος κόσμος ξανοίγεται μπρός μας. Κλείνουμε πίσω μας τή βαρειά πόρτα. Ἔξω ἀπ᾽ αὐτήν κανείς δέν ὑποπτεύεται τί συμβαίνει ἐδῶ μέσα.

Νά ὁ ναός! «Ἔτος 1833», διαβάζω. Φῶς ἱλαρό, εἰκόνες ἁγίων, γλυκειά, σιγανή, ἤρεμη ψαλμωδιά, ζεστασιά, ἀνάπαυση ψυχῆς καί σώματος. Νά ὁ ἐπί- σκοπος· λειτουργός μαζί μέ τούς ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Μπαίνουμε κάπως δειλά. Ἀνιχνευτικά ψάχνουμε τόν τόπο γιά τά κεράκια. Ὅλα ἀστράφτουν ἀπό καθαριότητα. Λάμπουν. Μά ποῦ εἶναι τό ἐκκλησίασμα; Στά ἀδειανά στασίδια καί στίς ὄμορφες καλογυαλισμένες θέσεις βρίσκεται μόνο μιά κυρία... Προστεθήκαμε κι ἐμεῖς οἱ πέντε καί ὁ ἀριθμός τοῦ ἐκκλησιάσματος αὐξήθηκε θεαματικά! Ἡ Λειτουργία προχωρᾶ. Ὡστόσο κανείς δέν θά ξανανοίξει τήν πόρτα. Οἱ πιστοί θά παραμείνουμε ἕξι ὥς τό τέλος...

Αἰσθάνομαι ἕνα μούδιασμα στήν καρδιά. Ὅπως μάθαμε στό τέλος ἀπό τήν κυρία Κυριακή, τήν συνεκκλησιαζόμενή μας, ὁ ναός εἶναι σχεδόν ἔρημος ἀπό ἐνορίτες. Ὅμως ἡ τάξη, ἡ ἁρμονία, ἡ καθαριότητα, ἡ ἀνακαίνιση παντοῦ σέ ξεγελοῦν, σάν τίποτε νά μήν ἔχει ἀλλάξει ἀπό τόν παλιό καλό καιρό. Γιατί ὅπως μαρτυρεῖ τό ὅλο κτηριακό συγκρότημα, κόσμος πολύς μπαινόβγαινε στήν αὐλή τοῦ Ταξιάρχη, κι ἠχοῦσε σάν κελάηδημα ἡ χαρακτηριστική πολίτικη λαλιά. Διαβάζω γύρω μου: «Ρωμαϊκό σχολεῖο τῆς κοινότητας», «Φιλόπτωχος ἀδελφότης», «Ἁγίασμα ἁγ. Νικολάου» καί πιό κεῖ τό παρεκκλήσι τοῦ Ταξιάρχη μέ τή θρυλική Ζουλόπετρα. Ὅλα μέ κέντρο τό ναό. Ὑπάρχει μάλιστα συνήθεια νά περνᾶ κάθε προσκυνητής τρεῖς φορές ἀπό τό στενό ἄνοιγμα τῆς Ζουλόπετρας, πού ἀγγίζει τό ἔδαφος, γιά εὐλογία. Σπεύδει καί ἡ δική μας συντροφιά νά συμμορφωθεῖ μέ τίς ἀπαιτήσεις αὐτῆς τῆς παράδοσης.

Καθώς περιμένω νά περάσουν κι οἱ ἄλλοι, σκέφτομαι πόσο βαθιά χαράχτηκε μέσα μου ἡ σημερινή Κυριακή. Νιώθω πώς ἡ μοναξιά καί ἡ ἐρήμωση τοῦ ναοῦ μᾶς ἔφερε κοντύτερα στόν Θεό. Ἄ, ὄχι! Δέν μετανιώνω στιγμή γιά τήν ἐπιλογή μας...

Χτές πού ἐπισκεφθήκαμε τόν πατριαρχικό Ναό τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, ἄλλες σκηνές ξετυλίχθηκαν μπρός στά μάτια μας. Πρωταγωνιστές οἱ τουρίστες συμπατριῶτες μας ἀπό τήν Ἑλλάδα, χωρίς καθόλου ἐκκλησιαστική παιδεία, χωρίς θρησκευτική ἀγωγή, μήπως καί χωρίς φόβο Θεοῦ; Δέν μπορῶ νά ξέρω. Ἴσως ἀρκετοί ἀπ᾽ αὐτούς δέν γνωρίζουν οὔτε τήν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας τους. Αἰσθάνεσαι σάν νά μπῆκαν οἱ βάρβαροι ἐντός τῶν πυλῶν. Τά φλάς ἀστράφτουν. Κουβέντες μεγαλοφώνως. Ὁ ἕνας φωνάζει τόν φίλο ἤ τόν συγγενῆ του. Ὁ ἄλλος ποζάρει χαμογελαστά γιά μιά ἀναμνηστική φωτο­γραφία. Μά γίνεται θεία Λειτουργία! ἐκπλήσσεσαι. Ἀδιάφορο. Κάποιοι ἦρθαν γιά νά δοῦν τόν πατριάρχη, ὡς ἕνα ἐπιπλέον ἀξιοθέατο αὐτῆς τῆς Πόλης, κι ἀφοῦ συντελέστηκε κι αὐτό τό «καθῆκον», θεωροῦν τήν παρουσία τους περιττή πιά μέσα στό ναό. Βγαίνουν ἔξω φωνασκώντας. Νά πάρουν καί λίγο ἀέρα, βρέ ἀδερφέ! Μέσα σέ δέκα λεπτά τῆς ὥρας ὅλοι εἴχαμε γίνει ἄνω κάτω.

Χρειάζεται ὡστόσο νά μάθουμε ὡς ἐπισκέπτες ν᾽ ἀφουγκραζόμαστε τήν καρδιά τῆς ὀρθόδοξης Ρωμιοσύνης στά ἅγια αὐτά μέρη. Νά μάθουμε νά μπαίνουμε μέ σεβασμό καί εὐλάβεια στόν πατριαρχικό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἤ στόν ὅποιον ἄλλο ξεχασμένο ἤ ἔρημο, ἀλλά ὄχι καί ἐρημωμένο ναό τῆς ὅποιας γειτονιᾶς τῆς Πόλης... Νά νιώσουμε τί πάει νά πεῖ νά δίνεις χαρά μέ μόνη τήν παρουσία σου στούς λιγοστούς ἐνορίτες, στούς ἱερεῖς καί ἐπισκόπους πού λειτουργοῦν ἐκεῖ, στούς ψάλτες -ἄν ὑπάρχουν, γιατί εἶναι τό πλέον δυσεύρετο εἶδος στόν τόπο-, ἀλλά καί στόν ἴδιο τόν ἅγιο χῶρο τῶν ναῶν, μέ τίς γλυκειές μορφές τῶν ἁγίων. Φέρνοντας ἴσως δύο κόμπους θυμίαμα ἤ λαμπάδες γιά τήν ἁγία Τράπεζα ἀπό καθαρό κερί ἤ ἔστω ἕνα πρόσφορο. Ἴσως καί τά λίγα κέρματα, πού θά ἠχήσουν κούφια στό παγκάρι, γιά τή συντήρηση καί τήν ἀνακαίνιση τῶν ναῶν. Γιά νά μήν πάψουν νά λειτουργοῦν...

Αὔριο ἐπιστρέφουμε. Νιώθω ἕνα σφίξιμο στήν καρδιά. «Τήν ἄγγιξε καί πάλι ἡ ἀνατολή»1, σκέφτομαι. Φεύγουμε ἀφήνοντας κάτι ἀπό τό εἶναι μας πίσω καί «παίρνοντας κάτι ἀπό τό ἄρωμα τῆς Πόλης μαζί μας»2. «Κι οἱ πληγές πού ἀνοίχτηκαν θά πάρουν καιρό γιά νά γιάνουν»3, διάβασα κάπου. Ἄν γιάνουν καί ποτέ, συμπληρώνω. Γιατί «πεθαίνεις καί ξαναγεννιέσαι»4 σέ τούτη τήν Πόλη, ὑψώνεσαι καί καταβαραθρώνεσαι, σταυρώνεσαι κι ἀνασταίνεσαι, γιά νά τήν κουβαλᾶς γιά πάντα στήν καρδιά σου τήν αἰώνια πολυαγαπημένη Κωνσταντινούπολη.

Μικρός Ταξιδευτής

Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 203-204

 ...................................

1-4. Κ. Σταματοπούλου, Βήματα στά Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως.

Κατηγορία Ποικίλα
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Κυριακή: ἡ θεολογία της

 aggeloiὉ ἐρχομός καί τό πέρασμα τοῦ Θεοῦ ἀπό τή γῆ ἄφησε τά ἴχνη καί τά ἀποτυπώματά του πάνω στό χῶρο καί μέσα στό χρόνο τῶν ἀνθρώπων. Τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε μέσα σέ μιά φάτνη, ἡ λίμνη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου περπάτησε καί ἁλίευσε τούς πρώτους μαθητές του, οἱ πλαγιές καί οἱ πεδιάδες, πού ἄκουσαν τή φωνή του νά διδάσκει τά πλήθη, τό βουνό τῆς Μεταμορφώσεως, πού εἶδε τή θεότητά του νά λάμπει σάν ἥλιος, ὁ κῆπος τῆς Γεθσημανῆ, ποτισμένος ἀπό τά δάκρυα καί τήν ἀγωνία του, ὁ τόπος τοῦ Γολγοθᾶ, βαμμένος μέ τό αἷμα του, τό ἄδειο μνῆμα του, ἡ Παλαιστίνη ὅλη, πού τήν διέσχισε «εὐεργετῶν καί ἰώμενος» (Πρξ 10,38), εἶναι ἡ ἁγία γῆ, πού κρατᾶ αἰχμάλωτη μέ τά θυμητάρια της τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεανθρώπου. Αὐτή τήν ἁγία γῆ μποροῦμε, ἄν θέλουμε, νά τήν ἐπισκεφθοῦμε καί νά προσκυνήσουμε τά ἱερά της χώματα. Μποροῦμε ὅμως νά τή βροῦμε καί μέσα στό χῶρο κάθε ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἡ Ἐκκλησία μας ἀναπαριστᾶ μυστηριακά τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Στήν Πρόθεση ἀντικρύζουμε τή Βηθλεέμ καί στήν Ἁγία Τράπεζα ἀτενίζουμε τόν Γολγοθᾶ· στήν κολυμβήθρα τῆς βαπτίσεως βλέπουμε τόν Ἰορδάνη καί ἀπό τήν καντήλα τοῦ Ἱεροῦ παίρνουμε τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
  Ἀπό τήν ἄλλη, ἔχουμε τά θεϊκά σημάδια μέσα στό χρόνο μας. Τά Θεοφάνια, ὅταν ὁ Πατέρας ἔδειχνε τόν Υἱό καί τό Πνεῦμα ἀναπαυόταν πάνω του μέ μορφή περιστεριοῦ, τό Πάσχα τῶν παθῶν, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ὁδηγοῦνταν βῆμα μέ βῆμα πρός τήν ἀτίμωση καί τό θάνατο, ἡ Ἀνάσταση, πού γέμισε φῶς καί χαρά τίς καρδιές τῶν πιστῶν, ἡ Ἀνάληψη, πού δόξασε τήν ἀνθρώπινη φύση, ἡ Πεντηκοστή, ὅταν τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία, ὅλα ἐκεῖνα τά ὑπερφυσικά γεγονότα πού ἔφεραν τή λύτρωση στόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, εἶναι οἱ ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας, πού κρατοῦν ζωντανή μέ τή χάρη τῶν μυστηρίων τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά μας. Ἔτσι, οἱ πιστοί μποροῦμε νά συναντήσουμε σέ ὅποια ἐποχή κι ἄν ἀνήκουμε, τόν θεάνθρωπο Κύριό μας· νά γίνουμε μαθητές του, νά περπατήσουμε μαζί του, νά ἀκούσουμε τό λόγο του, νά δοῦμε τά θαύματά του, νά ζήσουμε τήν ἀνάστασή του, νά τόν κάνουμε δικό μας.
  Ὅλα αὐτά τά ἅγια καί τά ἱερά, πού σώζονται γιά χάρη μας, τούς ἅγιους τόπους καί τίς ἱερές μας ἑορτές, τά συμπυκνώνει σέ μία θαυμαστή ἑνότητα καί μᾶς τά προσφέρει μέ ἕναν τρόπο πού μόνον ὁ Θεός μποροῦσε νά ἐπινοήσει καί νά ἐπιτύχει, ἡ Κυριακή ἡμέρα. Μέ τή θεία Λειτουργία, πού ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο καί οὐσιῶδες γνώρισμά της, μᾶς συγκεντρώνει στόν τόπο ὅπου ἔρχεται ὁ Κύριος σωματικά ἐν μυστηρίῳ, καί μᾶς βοηθᾶ νά συμμετάσχουμε στή ζωή του ἀπό τή φάτνη ὥς τό μνημεῖο τό κενό. Ἐκεῖ, στό ναό, μπροστά στά Ἅγια τῶν Ἁγίων καί ἀνάμεσα στά πνεύματα τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων ἀγκαλιάζουμε τό χῶρο τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ψυχή μας ἀναπαύεται, διότι νιώθει νά ἁπλώνεται στό ἄπειρο. Τότε, στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καθώς ὁ Χριστός ἀνακλίνεται στούς ἄρτους τῆς Προθέσεως, καθώς διδάσκει μέσα ἀπό τίς σελίδες τοῦ Εὐαγγελίου, καθώς σταυρώνεται πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα καί ἀνασταίνεται μέσα στό δισκοπότηρο, μπαίνουμε στό χρόνο τοῦ Θεοῦ καί ἡ ψυχή μας ἀναγαλλιάζει, διότι νιώθει νά χορταίνει αἰωνιότητα. Ἕναν χῶρο χωρίς πέρατα κι ἕναν χρόνο χωρίς τέρματα, τόν ἄπειρο χῶρο καί τόν αἰώνιο χρόνο τοῦ Θεοῦ, μᾶς προσφέρει ἡ Κυριακή καί φέρνει στή ζωή μας καί στήν καρδιά μας τόν Θεό.
  Ἡ θεολογική ἀξία καί ἡ θεϊκή αὐτή δυναμική τῆς Κυριακῆς συνίσταται στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, πού συνέβη στό χρόνο της ἱστορικά καί πραγματώνεται κάθε φορά στή θεία Λειτουργία της μυστηριακά. Γίνεται ἔτσι ἡ Κυριακή μία ἄμεση ἐμπειρία τοῦ παρόντος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται καί πραγματοποιεῖται χειροπιαστά μέσα στή θεία λατρεία. Ἀλλά εἶναι καί ἕνα ζωντανό μνημεῖο τοῦ παρελθόντος, ἕνα εἶδος μάρτυρος τοῦ χρόνου, μοναδικοῦ κι ἀνεπανάληπτου μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, πού μαρτυρεῖ ἀδιάκοπα μέχρι σήμερα τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ἐπί πλέον ὅμως ἡ Κυριακή ἀποτελεῖ καί ἕναν εὔγλωττο τύπο τοῦ μέλλοντος, ὅπως φωτισμένα ἔχουν ἐπισημάνει οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ παρών κόσμος περικλείεται μέσα στίς ἑπτά ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, πού ἀνακυκλώνονται διαρκῶς μέχρι τή συντέλεια τῶν αἰώνων. Ἡ Κυριακή θεωρεῖται ἡ ὀγδόη ἡμέρα, πού διαδέχεται τήν ἑβδόμη καί προτυπώνει τή μέλλουσα ζωή, ἡ ὁποία ἐγκαινιάζεται μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ὀγδόη ἡμέρα εἶναι ἡ γλυκειά αἰωνιότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού ἀρχίζει ἀπό τώρα μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἐπεκτείνεται στό διάστημα μετά τό χρόνο τοῦ κόσμου αὐτοῦ, μιά γεύση της δέ μᾶς δίνει προκαταβολικά ἡ Κυριακή. Ὅταν ὁ Θεός ἔκανε ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου φέρνοντας τό φῶς μέσα στήν ἄβυσσο, ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ χρόνου· «Καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένενο πρωΐ, ἡμέρα μία» (Γέ 1,5). Κι ὅταν ὁ Χριστός ἔκανε ἀρχή τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους νικώντας τό θάνατο μέσα στόν ἅδη, ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων» (Λκ 24,1). Ὥστε οἱ πιστοί τήν Κυριακή γιορτάζουμε συγχρόνως τά γενέθλια τῆς δημιουργίας καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση τῆς ἀνθρωπότητος, ἐνῶ προγευόμαστε ἀπό τώρα τόν μέλλοντα κόσμο τῆς αἰωνιότητος, τήν οὐράνια παλιγγενεσία.
  Ἁδρογραφώντας τίς θεολογικές σημασίες τῆς Κυριακῆς προβάλλει μπροστά μας τό πρόσωπό της μέ χαρακτηριστικά τίς μεγάλες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας. Εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἡ εὐαγγελική ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ προφητική ἡμέρα τοῦ μελλοντικοῦ αιῶνος, καί τό πιό πρόσφορο γιά μᾶς, εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ἡμέρα τῆς θείας Εὐχαριστίας, μέσα στήν ὁποία εἰσρέουν ὅλα τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ καί ἀρδεύουν καί ζωογονοῦν τήν ὕπαρξή μας. Προσβλέποντας στήν Κυριακή καί στά γνωρίσματά της νιώθουμε, πράγματι, τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά τόν κόσμο πού μᾶς χάρισε, νά τόν δοξολογοῦμε γιά τήν Ἐκκλησία του, νά τόν λατρεύουμε γιά τήν ἀνάστασή του, καί νά λαχταροῦμε τήν εὐλογημένη βασιλεία του. Ἡ ἐπίσκεψη τῆς Κυριακῆς κάθε ἑβδομάδα μέσα στόν ἡμερολογιακό μας χρόνο εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, πού πλησιάζοντάς μας σπάει τούς γήινους φραγμούς καί ἀνοίγει γιά μᾶς τό δρόμο πρός τόν οὐρανό, τό δρόμο πού μᾶς φέρνει στή συντροφιά του.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 42 (1987) 97-99
Κατηγορία Πνευματικά
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Κυριακή: ἡ ἱστορία της

ΚΥΡΙΟΣ ΑΝΑΣΤΠόσο γλυκά ἀκούγεται στ’ αὐτιά μας καί ἠχεῖ στήν καρδιά μας τό ὄνομα τῆς Κυριακῆς ἡμέρας! Τό ἄγγιγμά της ἀφήνει καί στούς πιό πωρωμένους ἕνα ἁπαλό χάδι καί φέρνει στή θύμιση ὅλων μας τά ὀμορφότερα καί γλυκύτερα κομμάτια τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ντυμένη μέ τή λαμπράδα τῆς γιορτῆς καί στολισμένη μέ τή χάρη τῆς εὐφρόσυνης κοινωνίας μέ πρόσωπα ἀγαπητά. Μά πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι στεφανωμένη μέ πολύτιμα δῶρα θεϊκά, εἶναι ὁλόκληρη ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
 Μιλώντας γιά τήν Κυριακή εἶναι σάν νά μιλᾶμε γιά τόν ἴδιο τόν Κύριο, γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τό Εὐαγγέλιο, γιά τό μυστήριο. Τήν ἱστορία της καί τή θεολογία της τή βρίσκουμε μέσα στήν ἁγία Γραφή πλεγμένη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ χρόνου ἀκόμη μέ τήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ. Μόλις τέλειωσαν οἱ ἕξι ἡμέρες τῆς δημιουργίας, ὁ Θεός «κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἐποίησε» (Γέ 2,2), σταμάτησε, δηλαδή, τήν ἑβδόμη ἡμέρα τό ἔργο τῆς δημιουργίας. Δέν σταμάτησε νά ἐργάζεται, διότι ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός του, μαρτυρεῖ, «ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται» (Ἰω 5,17), συνεχίζει νά ἐργάζεται διακυβερνώντας καί συντηρώντας τόν κόσμο. Αὐτή ἡ διακυβέρνηση καί ἡ συντήρηση τοῦ κόσμου, πού δέν εἶναι κατώτερο ἔργο ἀπό τή δημιουργία, αὐτή ἡ ἀκατάπαυστη πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κατάπαυσή του, ἡ ἀνάπαυσή του. Ἀφοῦ μᾶς ἔκτισε πανέμορφο σπίτι τό σύμπαν, γιά νά τό ἀπολαμβάνουμε, καί μᾶς δημιούργησε κι ἐμᾶς, πλάσμα τῆς ἀγάπης του, ἀναπαύθηκε, ἡσύχασε, καί εὐχαριστημένος χαίρεται νά μᾶς φροντίζει καί νά μᾶς χαρίζει τήν παρουσία του μέσα στόν κόσμο μέ ποικίλους τρόπους.
 Τήν ἡμέρα ἐκείνη, τήν ἑβδόμη, πού σταμάτησε ὁ Κύριος τό δημιουργικό του ἔργο καί ἄρχισε τή σχέση κοινωνίας μέ τά πλάσματά του, τήν εὐλόγησε καί τήν ἁγίασε, τήν ξεχώρισε ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες καί τήν καθιέρωσε ὡς ἡμέρα λατρείας του. «Μνήσθητι τήν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν», παρήγγειλε στόν περιούσιο λαό του. «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καί ποιήσεις πάντα τά ἔργα σου· τῇ δέ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον» (Ἔξ 20,8-10). Ὅπως γιά τόν Θεό ἡ ἑβδόμη ἡμέρα σημαίνει τή συνεχῆ φροντίδα του καί πρόνοια γιά μᾶς, ἔτσι γιά τό λαό του ἡ ἡμέρα τοῦ σαββάτου σημαίνει τήν ἀποκλειστική ὑπηρεσία καί λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος τά ἔκανε ὅλα γιά τόν ἄνθρωπο, τόν ἄνθρωπο ὅμως τόν ἔκανε γιά τόν ἑαυτό του καί ζητᾶ ἀπ’ αὐτόν νά τοῦ ἀφιερώνει μία ἡμέρα σχολῆς καί ἀργίας ἀπό ὅλες τίς βιοτικές του μέριμνες, καί ἐνασχολήσεως καί σπουδῆς μέ τά τοῦ Θεοῦ. Καί εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι χρειάζεται νά σταματήσει ὁ ἄνθρωπος τίς ἀσχολίες του, γιά νά μπορέσει νά συναντηθεῖ μέ τόν Θεό. «Σχολάσατε καί γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός» (Ψα 45,10), συστήνει ὁ ψαλμωδός. Νά, ἡ πρώτη ἔννοια τῆς «σχόλης» τοῦ λαοῦ, τῆς γιορτῆς του· ἀπερίσπαστη ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.
 Βέβαια, πολύ σύντομα μετά τή δημιουργία τοῦ κόσμου καί μετά τήν εὐλογία τοῦ σαββάτου ἡ παράβαση τῶν πρωτοπλάστων διασάλευσε τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Δημιουργό. Ἔπειτα, ὁ σπόρος της, πού διαιωνίσθηκε μέσα στό ἀνθρώπινο γένος, ὕψωνε πάντοτε ἐμπόδιο τά ἀγκάθια του ἀνάμεσά τους, παρ’ ὅλο πού ὁ νόμος προσπαθοῦσε νά κρατᾶ ἀνοιχτό τό δρόμο μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς. Ἐν τούτοις, ὁ δεσμός Θεοῦ καί ἀνθρώπου συντηρήθηκε ἔτσι, ἡ διαθήκη διαφυλάχθηκε, μέχρις ὅτου ἐγκαθιδρύθηκε ἡ νέα οἰκονομία, ἡ καινούργια τάξη πραγμάτων, πού ἔφερε στή γῆ ὁ θεάνθρωπος Κύριός μας Ἰησοῦ Χριστός. Μέ τό ἔργο του καί τή θυσία του συντελέσθηκε μία νέα κοσμογονία, δημιουργήθηκε ἡ καινούργια κτίση, ἡ πνευματική, ἡ Ἐκκλησία του. Κι ὅπως τήν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου ἀκολούθησε ἡ ἀνάπαυση τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει τήν ἀγαπητική φροντίδα του γιά τόν κόσμο, ἔτσι τή δεύτρη δημιουργία τῆς Ἐκκλησίας σφράγισε ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού καθορίζει νέα σχέση οἰκειότητος τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο.
 Τήν ἡμέρα ἐκείνη, «τήν μίαν τῶν σαββάτων», πού ἀναστήθηκε ὀ Χριστός καί ἀνέστησε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ἁγίασε ὁ Θεός καί τήν εὐλόγησε, τήν ἀνέδειξε ἔνα καινούργιο σάββατο, πού ἀντικατέστησε τό παλιό καί πῆρε ὅλα τά γνωρίσματά του, ἐνῶ ἐπί πλέον ἀπέκτησε καινούργιες χάρες. Τό παλιό σάββατο καθιερώθηκε μέ ἐντολές, διότι δέν εἴδαμε τόν Θεό οὔτε νά δημιουργεῖ οὔτε νά ἀναπαύεται· τό καινούργιο θεμελιώθηκε πάνω σέ ἕνα γεγονός, διότι τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τή μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία. Τό παλιό σάββατο ἀπαιτοῦσε θυσίες καί προσφορές στόν Θεό· τό καινούργιο μᾶς προσφέρει τή θυσία τοῦ Κυρίου καί μᾶς τρέφει μ’ αὐτήν. Μέσα στήν καινή κτίση τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε πλέον μιά καινούργια ἡμέρα. Σάν νά ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί καί νά ἀνέτειλε στή γῆ μας ἕνα εὐωδιαστό λουλούδι, νά ἔπεσε στά χέρια μας ἕνα πολύτιμο πετράδι, σάν νά μᾶς ἦλθε ἀπό τόν Κύριο ἕνα πανάκριβο δῶρο. Καί γιά νά τό ξεχωρίζουμε καί νά μήν τό θεωροῦμε ὅπως τά ἄλλα τῆς γῆς μας, μία ἡμέρα σάν ὅλες τίς ἄλλες, ἔγραψε πάνω της τό ὄνομά του· Κυριακή. Ὅπως γράφουμε τό ὄνομά μας πάνω στά ἀντικείμενά μας, γιά νά τά ἀναγνωρίζουμε, παρόμοια ὁ Κύριος σημάδεψε τήν ἡμέρα του καί μᾶς τήν χάρισε.
Στεργίου Σάκκου
Ἀπολύτρωσις 42 (1987) 81-82
 
 
Κατηγορία Πνευματικά
Τρίτη, 08 Ιούλιος 2014 03:00

Ποτέ δουλειά τήν Κυριακή

ΚΛΕΙΣΤΟ- Καλημέρα, Γιαννούλα!

- Ἄχ καλή μου Λαμπρινή, τί κάνεις; Φώναξε ἡ Γιαννούλα καί τραβήχτηκε μήν τήν πατήσει ἡ ρόδα τοῦ κάρου πού σταμάτησε δίπλα της.

- Πρωί-πρωί στήν ἐκκλησιά πᾶς, καημένη, ρώτησε ἡ Λαμπρινή. Δέν βλέπεις τά χωράφια σέ τί κατάσταση εἶναι; Τά ᾽πνιξε ἡ μουχρίτσα, τό καλάμι κι ἡ ἀγριάδα. Μά τί χόρτο εἶναι αὐτό φέτος! Πάει, χάθηκε τό βαμβάκι. Τέτοια χρονιά ἄς μήν ξαναρχόταν!

- Μά Λάμπρω, εἶναι Κυριακή, πῶς θά πάω στό χωράφι; Δέν πῆγα ποτέ μέχρι σήμερα.

- Σήμερα ὅμως, Γιαννούλα, πρέπει νά πᾶς στό χωράφι! Ὁ ἄντρας σου εἶναι ξαπλωμένος ἀπ’ τή μέση του καί δέν δουλεύει στ’ ἁλώνια ὅπως ἄλλες χρονιές. Ἄν δέν ὑπάρχει σοδειά, τά παιδιά σου θά πεινάσουν. Ἐγώ λέω σήμερα νά πᾶς στό χωράφι, ὅπως καί ὅλες τίς μέρες πού θά ’ρθουν, καθημερινές καί Κυριακές. Τά χορτάρια δέν περιμένουν. Καλή καί ἅγια ἡ ἐκκλησιά, ἀλλά γι’ αὐτούς πού κάθονται. Μιά ζωή μές στίς ἐκκλησιές εἶσαι, καημένη, ἄν δέν πᾶς καί κάνα δυό φορές δέν χάλασε ὁ κόσμος!

Ἔδωσε μιά καμτσικιά στ’ ἄλογα ἡ Λάμπρω καί τό κάρο ὅρμησε τραβώντας μέ δύναμη πέτρες, χόρτα καί χῶμα, πνίγοντας ὅλα γύρω στή σκόνη.

Ἡ Γιαννούλα ἔμεινε γιά λίγο ἀκίνητη κοιτάζοντας νά φεύγει μέσα στή σκόνη μιά καλή ψυχή, συγγενής της. Κράτησε μέ τά δυό χέρια της τή μαντήλα τοῦ κεφαλιοῦ της καί τήν ἔσφιξε ἀποφασιστικά, ὅπως ἔκανε πάντα ὅταν δυσκολευόταν, λές καί ἤθελε νά κρατήσει γερά τό κεφάλι μέ τίς σκέψεις της καί τό μυαλό της. Ἔκανε τόν σταυρό της καί προχώρησε βιαστική πρός τήν ἐκκλησιά. Γύρω τό καλοκαίρι παντοῦ μέ τόν ἥλιο νά ζεματάει, πρωτόβγαλτο χαμηλά στόν ὁρίζοντα τῆς ἀνατολῆς ἀκόμη.

Ἡ μέρα ὅμως προχώρησε. Ἔγινε μεσημέρι καί πολλά κάρα ἐπέστρεφαν γιά τόν μεσημεριανό ἐφοδιασμό τῶν ξωμάχων. Ἡ Γιαννούλα ἑτοίμαζε τό φτωχικό κυριακάτικο τῶν παιδιῶν της καί τοῦ ἄντρα της, πού ἦταν ξαπλωμένος. Ἀκριβῶς τότε ἦρθε κι ἕνας συγχωριανός πού ἐπέμενε νά πάρει μαζί του τόν ἄντρα της γιά τή Σουηδία καί ἡ ψυχή τῆς δόλιας Γιαννούλας σφίχτηκε ἀφάνταστα. Τάχα εἶναι θέλημα Θεοῦ νά ξενιτευτεῖ ὁ ἄντρας της; «Παναγιά μου», ψιθύρισε, «ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου εἶμαι ὀρφανούλα χωρίς πατέρα, ἄς μή μέ ἀφήσει τώρα κι ὁ ἄντρας μου μέ τέσσερα παιδιά».

- Εἶναι ὁ Κώστας μέσα; ρώτησε.

- Εἶναι, μά σήμερα εἶναι ἀνήμπορος καί δέν θά βγεῖ. Ὅταν γίνει καλά, θά σᾶς βρεῖ στό καφενεῖο, εἶπε ἡ Γιαννούλα κατακόκκινη. Τώρα δέν μπορεῖ νά σηκωθεῖ, ἔχει τή μέση του...

Μέσα στήν ἀγωνία της γιά τό πῶς νά πορευτοῦν μέ τά χρήματα πού λείπουν καί μέ τόν ἄντρα ξαπλωμένο, βράδιασε κρατώντας του πολύ σκεπτική λίγη συντροφιά.

- Γιαννούλα, εἶπε κάποια στιγμή αὐτός, τά χρήματα φαίνεται θά μᾶς λείψουν. Φέτος δέν δουλεύω κι ἐγώ, εἶπε ἀναθεματίζοντας νευρικά μέ φοβέρα.

- Ἔχει ὁ Θεός, Κώστα μου, ἀπάντησε χαμηλόφωνα αὐτή.

- Ἔχει, μά δέν δίνει, ἀπάντησε αὐτός ὀργισμένα.

- Ἄχ, Κώστα μου, γιατί βλαστημᾶς; Τί μᾶς ἔλειψε μέχρι τώρα; Στό μαχαλά τέσσερα παιδιά μόνο ἐσύ ἔχεις. Εἶναι γερά καί δέν τούς λείπει τίποτα. Νά λές μόνο «δόξα σοι ὁ Θεός», Κώστα μου. Ἔτσι νά λές.

Νύχτωσε γιά καλά ἡ Κυριακή καί ὁ καιρός στήν πλάση καλός, μαλακός. Γλυκειά θαλπωρή γιά τούς φτωχούς καί ἀνήμπορους.

Ἡ Γιαννούλα συμμάζεψε κι ἔβαλε γιά ὕπνο τά μικρά της κι ὅπως ἑτοιμαζόταν κι αὐτή νά πέσει, μέσα στό τρυφερό νανούρισμα τῶν τριζονιῶν καί τοῦ καλοκαιρινοῦ ἀγέρα, χτύπησε δυνατά ἡ ἐξώπορτα καί, χωρίς νά πάρει τήν ἄδεια, ἕνας πανύψηλος ἄντρας πέρασε μέσα, γελώντας δυνατά.

- Γιαννούλα, τί κάνεις; Τί κάνει ὁ Κωτσιάκος; Εἶμαι ὁ ξάδελφος ὁ Κώστας ἀπό τόν Ἅγιο Λουκᾶ. Φέτος δέν μᾶς ἦρθε. Ἔχει τή μέση του. Ἄς εἶναι. Ἄς γίνει καλά κι ἔρχεται τοῦ χρόνου, εἶπε δυνατά καί προχώρησε μέσα στό σπίτι φωνάζοντας: «Ποῦ εἶσαι μωρέ Κωτσιάκο! Δέν πιστεύω πώς εἶσαι ἐσύ ξαπλωμένος!».

Γυρίζοντας στή Γιαννούλα, πού ἀκολουθοῦσε ἀμήχανη, τῆς εἶπε γελαστά.

- Ἤμουνα στό Κιλκίς καί τό ᾽χα νά περάσω νά ἰδῶ τόν Κωτσιάκο. Συγγνώμη γιά τήν ὥρα. Χασομέρησα. Ξέρεις, φέτος δέν δουλεύουμε πλέον Κυριακή μετά τή ζημιά πού πάθαμε πέρυσι, Κυριακή μέρα. Πέρυσι ντέ, πού ἔμεινε ἡ κομπίνα μέσα στό χωράφι καί εἴδαμε καί πάθαμε νά τή φτιάξουμε καί κρατήσαμε ἀπό ὅλους χρήματα γιά τή ζημιά. Τώρα ὅμως ἀποφασίσαμε ὅλα τ’ ἀδέλφια νά ἐπιστρέψουμε τά χρήματα στούς ἐργάτες καί τά περισσότερα νά τά δώσουμε στόν Κωτσιάκο, μιᾶς καί εἶναι ἀνήμπορος φέτος καί δέν μπόρεσε νά ’ρθεῖ. Γι’ αὐτό εἶμαι ἐδῶ. Ἔλα, πᾶρε. Καί μέ μιά δρασκελιά πλησίασε καί τῆς ἔδωσε τά χρήματα.

- Τόσα πολλά! ψιθύρισε.

- Τόσα, τῆς ἀπάντησε καί προχώρησε στό δωμάτιο φωνάζοντας: «Ποῦ εἶσαι ὠρέ Κωτσιάκο; Περαστικά!».

 Ἡ Γιαννούλα πλησίασε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ τόν μικρό Χριστό στήν ἀγκαλιά καί ψιθύρισε μέ δάκρυα... «Σ’ εὐχαριστῶ, Παναγιά μου, πού βρέθηκαν χρήματα γιά τό σπιτικό μου σ’ αὐτή τή δύσκολη ὥρα. Μά πιό πολύ σ’ εὐχαριστῶ γιά τόν ἄντρα μου. Νά πάψει νά βλαστημάει καί ἄν γίνεται νά μή μᾶς φύγει μακριά!».

Βασίλης Βασιλάκος

Δάσκαλος

Κατηγορία Διηγήματα