Δευτέρα, 02 Ιούνιος 2014 03:00

Στό λυκαυγές τῆς λευτεριᾶς

Ἦταν ξημέρωμα. Μόλις πού εἶχε ἀρχίσει ν᾿ ἀχνοφέγγει. Κάποια μακρινά γαυγίσματα σκύλων καί κάποια κραξίματα πετεινῶν ἔκαναν τήν καρδιά τῆς Κατερινιῶς νά κτυπήσει ἀκόμα πιό δυνατά. Ναί, τοῦτο τό μονοπάτι πού βάδιζε τώρα τό ᾿ξερε καλά καί τούτη ἡ μυρωδιά, πού ἔφτανε ὥς τή μύτη της μέ τόν πρωινό ἀέρα, τῆς ἦταν γνώριμη. Ἦταν ἡ μυρωδιά τοῦ χωριοῦ της. Ἔφτανε, ἐπιτέλους ἔφτανε! Ἡ μάνα της εἶναι ἐκεῖ, τ᾿ ἀδέλφια της εἶναι ἐκεῖ! Κι ἄν δέν εἶναι; Κι ἄν τούς πῆραν κι αὐτούς οἱ ἄπιστοι; Κι ἄν σκότωσαν τή μάνα της ὅπως σκότωσαν τόν πατέρα της τότε πού δέν τούς ἄφηνε νά τήν πάρουν ἀπό τήν ἀγκαλιά του; Ὄχι, ὄχι δέν μπορεῖ!
 Ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια, ἀπό τότε πού δέκα χρονῶν κοριτσάκι τήν ἅρπαξαν ἀπό τό σπίτι της, ἄλλο δέν σκεφτόταν τό Κατερινιώ, ἄλλο δέν μελετοῦσε ἀπό τό πῶς μιά μέρα θά τό σκάσει, γιά νά βρεθεῖ καί πάλι κοντά σ᾿ αὐτούς πού ἀγαποῦσε.
 Ἔφτασε κοντά στά πλατάνια μέ τήν πηγή κι ἦταν ἕτοιμη νά σωριαστεῖ μέ λαχτάρα πλάι στό νερό, ὅταν ἄκουσε ποδοβολητά ἀλόγων. Μέ τά γόνατα παραλυμένα ἀπό τό φόβο κρύφτηκε πίσω ἀπό ἕνα χοντρό κορμό πλατανιοῦ.
 Οἱ καβαλάρηδες ξεπέζεψαν καί πῆραν νά γιομίσουν τά παγούρια τους. Δέν μποροῦσε νά τούς δεῖ ἀπό κεῖ πού ἦταν, μά ὅμως τούς ἄκουγε καθαρά. Μιλοῦσαν τούρκικα:
 - Δίκιο ἔχει ὁ ἀφέντης. Πῶς δέν τό σκεφτήκαμε τόσο καιρό; Θά πάει ὅμως σήμερα ὁ Νικολός στήν ἐκκλησία;
 - Δέν ἀφήνει ὁ γκιαούρ Κυριακή πού νά μείνει ἀλειτούργητος, ἀκούστηκε ἡ φωνή ἑνός ἄλλου. Σίγουρα θά κατεβεῖ καί σήμερα στό χωριό καί τότε οἱ δικοί μας θά πετσοκόψουν τούς γκιαούρηδες πάνω στό βουνό.
 Τό Κατερινιώ πίσω ἀπό τό δένδρο παρακολουθοῦσε μ᾿ ὀρθάνοιχτα αὐτιά καί μέ κομμένη τήν ἀνάσα. Ὥστε σήμερα εἶναι Κυριακή, ὥστε σήμερα, ὕστερα ἀπό ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια, θά πήγαινε στήν ἐκκλησιά!
 - Ἄν μυριστεῖ ὁ Νικολός τ᾿ ἀσκέρι μας; ρώτησε μ᾿ ἀνησυχία ὁ ἕνας.
 - Δέν θά τό μυριστεῖ, ἀπάντησε μέ σιγουριά ὁ ἄλλος. Ἔχει νά πέσει τουφεκίδι στήν περιοχή ἐδῶ καί τρεῖς μῆνες. Ξεθάρρεψαν οἱ γκιαούρηδες καί δέν φοβοῦνται πιά. Χωρίς τόν καπετάνιο τους θά τά χάσουν καί θά τούς ξεκάνουμε ὅλους. Ἔπειτα κατεβαίνουμε στό χωριό καί καθαρίζουμε καί μέ κεῖνον.
 Ξέσπασαν κι οἱ δυό σ᾿ ἕνα χαχανητό κι ἀφοῦ ἀνέβηκαν στ᾿ ἄλογά τους ἐξαφανίστηκαν μέ καλπασμό. Πέτρωσε ἐκεῖ πού καθόταν τό Κατερινιώ. Πέτρωσε γιά μιά στιγμή μονάχα. Ἔπειτα τινάχτηκε ἀπό τή θέση της κι ἄρχισε σάν ζαρκάδι ν᾿ ἀνεβαίνει τό βουνό.
kleftes Ἔτρεχε, ἀνέβαινε καί δέν ἔβλεπε τίποτα μπροστά της. Δέν ἤξερε κἄν κατά ποῦ βρίσκεται τό λημέρι τῶν κλεφτῶν. Ἄφησε τήν καρδιά της νά ὁδηγήσει τά πόδια της καί κείνη δέν λάθεψε.
 Κάμποσοι κλέφτες παρακολουθοῦσαν μέ ἀπορία μιά Τουρκάλα ν᾿ ἀνεβαίνει στό λημέρι. Τό Κατερινιώ οὔτε κἄν θυμόταν πώς ἡ φορεσιά της ἦταν τουρκική. Μά σάν ἔφτασε κι εἶδε τήν ἀπορία στά μάτια τῶν ἀντρῶν, φώναξε δυνατά στά ἑλληνικά:
 - Τόν καπετάν Νικολό θέλω· γρήγορα νά δῶ τόν καπετάνιο.
 - Ποιά εἶσαι τοῦ λόγου σου καί θέλεις νά δεῖς τόν καπετάνιο; τή ρώτησε κάποιος, πού φαινόταν νά εἶναι πρωτοπαλλήκαρο.
 Γύρισε καί κοίταξε αὐτόν πού τῆς μίλησε καί τότε πιότερο μέ τήν καρδιά παρά μέ τό στόμα φώναξε: «Κωσταντῆ!» καί λιποθύμησε. Ὅταν συνῆλθε, δέν ἦταν κοντά της παρά μόνον ὁ ἀδελφός της ὁ Κωσταντῆς κι ὁ καπετάνιος.
 - Κωσταντῆ, γρήγορα τόν καπετάνιο· ποῦ εἶναι ὁ καπετάνιος; ρώτησε κι ἔκανε νά σηκωθεῖ, μά ὁ καπετάνιος μέ μιά στοργική κίνηση τήν κράτησε ξαπλωμένη.
 - Ἐγώ εἶμαι ὁ καπετάνιος, τῆς εἶπε γλυκά. Ἐσύ ποιά εἶσαι;
 - Ἐγώ, ἐγώ εἶμαι τό Κατερινιώ τοῦ Μήτρου. Εἶμαι ἡ ἀδελφή σου, Κωσταντῆ, ἡ μικρή σου ἀδελφή πού τήν ἅρπαξαν οἱ ἄπιστοι, μά πού τώρα εἶναι ἐλεύθερη.
 Ἔμειναν γιά λίγη ὥρα ἀγκαλιασμένα τά δύο ἀδέλφια κι ὕστερα σάν νά θυμήθηκε τό χρέος της ἔβγαλε μιά φωνή:
 - Οἱ Τοῦρκοι, καπετάνιο, οἱ Τοῦρκοι ὅπου νά ᾿ναι φτάνουν. Θά ριχτοῦν στό λημέρι, ὅταν ἐσύ θά εἶσαι στήν ἐκκλησιά.
 Εἶπε ὅλα ὅσα ἄκουσε τό Κατερινιώ κι ὁ καπετάνιος τήν ἄκουγε μέ προσοχή. Ἔπειτα, ἀφοῦ τελείωσε τό κορίτσι, ἐκεῖνος φώναξε τόν Κίτσο, ἕνα παλληκαράκι 14-15 χρονῶν, καί τοῦ εἶπε:
 - Θά τρέξεις βολίδα στό χωριό καί θά πεῖς στόν παπα-Βαγγέλη νά μήν μπεῖ στή Λειτουργία, ὥσπου νά ἔρθω ἐγώ. Κατάλαβες;
 - Ναί, ἀπάντησε τό παιδί καί μέχρι νά τόν κοιτάξει τό Κατερινιώ, ἐκεῖνος ἤδη εἶχε χαθεῖ στό μονοπάτι.
 Σέ λίγο ὅλοι οἱ ἄντρες σέ θέση μάχης περίμεναν. Κι ὁ ἐχθρός δέν ἄργησε νά φανεῖ. Χαμογέλασαν τά παλληκάρια, μίλησαν τρυφερά στό ντουφέκι τους καί κεῖνο δέν ξαστόχησε. Πρίν κἄν προλάβουν οἱ ἐχθροί νά πάρουν θέσεις μάχης, εἶχαν ἤδη διαλυθεῖ.
 - Βάι - βάι - βάι! φώναζαν οἱ Τοῦρκοι κι οὔτε γυρνοῦσαν τό κεφάλι πρός τό λημέρι.
 Οὔτε μισή ὥρα δέν κράτησε ἡ ἀναστάτωση καί στό λημέρι ἦταν ὅλα ὅπως πρῶτα. Ὁ καπετάν Νικολός πῆρε τόν Κωσταντῆ καί τό Κατερινιώ καί κατέβηκαν στό χωριό. Μπῆκαν μέσα στήν κατάμεστη ἐκκλησιά καί τά βλέμματα ὅλων στράφηκαν ἐπάνω τους. Ἡ χαρά τους μετατράπηκε σέ ἔκπληξη, ὅταν ἀνάμεσά τους εἶδαν νά στέκεται μιά Τουρκάλα. Ἐκείνη φαινόταν νά τρώει τό πλῆθος μέ τά μάτια. Ἔψαχνε, ἔψαχνε καί ὕστερα ἡ φωνή της ράγισε τίς καρδιές ὅλων:
 - Εἶμαι τό Κατερινιώ τοῦ Μήτρου. Μάνα μου, ποῦ εἶσαι;
 Πίσω ἀπό τή μεγάλη κολώνα τοῦ ναοῦ ἐμφανίστηκε μιά μαυροφορεμένη, τρέμοντας ἀπό λαχτάρα κι ἀγωνία.
 - Ἄν εἶσαι τό παιδί μου καί δέν τούρκεψες, κάνε πρῶτα τό σταυρό σου νά σέ δῶ.
 Ἔκανε τό σταυρό της μέ λυγμούς τό Κατερινιώ καί τότε ἡ μητρική ἀγκαλιά ἄνοιξε καί τήν ἔκλεισε μέσα.
 - Ὀμπρός, παπα-Βαγγέλη, φώναξε μέ ραγισμένη τή φωνή ὁ καπετάν Νικολός, ἄρχισε τή δοξολογία κι ἐγώ πάω νά κτυπήσω τίς καμπάνες. Κι ἄμποτε γλήγορα νά δώσει ὁ Θεός νά σημάνουν καί γιά τή λευτεριά μας!
Τά παλληκάρια πάνω στό βουνό ἄκουσαν τίς καμπάνες καί σταυροκοπήθηκαν. Κι οἱ Τοῦρκοι ἀπό ἀντίκρυ τίς ἄκουσαν κι αὐτοί καί φώναξαν: «Βάι - βάι, μάνα μου, βάι-βάι!».

 

Ἑ. Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἡ Ἄνοιξη τῆς λευτεριᾶς

anoixh leyterias - Ἄσε με, μάνα, σοῦ λέω, δός μου τήν εὐχή σου! Μή μέ κρατᾶς ἄλλο δεμένο στά φουστάνια σου. Δέν τό βλέπεις, λοιπόν, πώς ἔγινα πιά ἄντρας;
 Τά λόγια τοῦ Μιχάλη χτύπησαν σάν μαχαιριά στήν καρδιά τῆς μάνας.
 - Τό ξέρω, παιδί μου, τό βλέπω. Κάνε ὅμως λιγάκι ἀκόμα ὑπομονή νά βγεῖ ὁ βαρύς χειμώνας, νά μπεῖ ἡ ἄνοιξη. Ἔτσι ἄμαθος καθώς εἶσαι, θ᾿ ἀρρωστήσεις πάνω στό βουνό.
 Ὁ Μιχάλης κοίταξε ἤρεμος πιά τή μάνα του.
 - Καλά, λοιπόν, θά περιμένω τήν ἄνοιξη. Μά ξέρε το, ἄλλο πιά δέν μπορῶ νά καρτερῶ. Ἄν ἔρθει ἡ ἄνοιξη καί δέν μοῦ δώσεις τήν εὐχή σου, θά φύγω καί δίχως αὐτήν.
 Τόν εἶδε νά βγαίνει ἀπό τό ξεπόρτι της ἡ κυρα-Βασιλική καί σφίχτηκε ἡ καρδιά της. Δίκιο εἶχε τό παιδί. Ὄχι μόνο μεγάλωσε, μά ἔγινε καί λεβέντης. Ἔπειτα ὅλοι οἱ συνομήλικοί του ἀνέβηκαν στό βουνό. Μόνο ἐκεῖνος ἔμενε στέργοντας στά παρακάλια της καί στά δάκρυά της.
 - Συγχώρα με, Θεέ μου! ψιθύρισε καθώς τόν σταύρωνε ἀπό μακριά. Συγχώρα με. Μόνο αὐτός μ᾿ ἀπέμεινε.
  Ἔπειτα θέλησε νά παρακαλέσει τόν Θεό ν᾿ ἀργήσει φέτος νά φέρει τήν ἄνοιξη, μά ντράπηκε, κοκκίνησε μόλις τό σκέφτηκε.
  Ἔμεινε γιά λίγο ἀκίνητη ἡ κυρα-Βασιλική νά κοιτᾶ τό δρόμο. Ἀπ᾿ αὐτόν ἔφυγε πρῶτα ὁ ἄντρας της καί ὕστερα μέ τή σειρά οἱ τρεῖς γιοί της. Μέσα ἀπ᾿ αὐτόν τούς πέρασαν ἕναν ἕναν μέ τίς θανατερές λαβωματιές. Τέσσερις εἶχε δοσμένους στήν πατρίδα· δέν ἔφτανε τό αἷμα τους;
 - Θεέ μου! ἱκέτεψε, μήν ἐπιτρέψεις νά χάσω καί τόν Μιχάλη. Περνοῦσαν οἱ μέρες δίχως νά τῆς ξανακάνει λόγο γιά τό βουνό ὁ Μιχάλης. Καί κείνη μέσα της ἔνιωθε τήν ἐλπίδα νά ξαναγεννιέται. Μήπως τό παιδί της ἄλλαξε ἀπόφαση; Μήπως τοῦ πέρασε ἡ λαχτάρα τοῦ βουνοῦ;
 - Μάντεψε τί ἔχω, μάνα, στόν ντουρβά μου, τῆς εἶπε μιά μέρα πού γύρισε ἀπό τό χωράφι μέ πρόσωπο πού ἔλαμπε ὁ Μιχάλης.
 Τόν κοίταξε μέ ἀπορία μήν μπορώντας νά ὑποθέσει τί ἦταν ἐκεῖνο πού εἶχε στόν ντουρβά ὁ γιός της καί τοῦ ἔδινε τόση χαρά.
 - Δεῖξε μου, λοιπόν, τί ἔχεις νά χαρῶ κι ἐγώ, τοῦ εἶπε καί ἕνας ἀνεξήγητος, ἕνας ἀκαθόριστος φόβος τήν κυρίεψε.
 Ἄνοιξε ἀργά καί προσεκτικά τόν ντουρβά του ὁ Μιχάλης κι ἔβγαλε μέ δέος ἕνα κλωνάρι ἀνθισμένης μυγδαλιᾶς.
 - Ἦρθε ἡ ἄνοιξη, μάνα. Νόμιζα πώς δέν θά ᾿ρχότανε ποτέ. Μά κοίτα, δές, ἄνθισε ἡ μυγδαλιά στό χωράφι μας.
 Φωτιά ἄναψαν τά φυλλοκάρδια τῆς μάνας, μά δέν τοῦ τό φανέρωσε. Τό ᾿βλεπε πιά καθαρά, τίποτα δέν κρατοῦσε τόν γιό της κοντά της.
 - Ναί, γιέ μου, τοῦ εἶπε σφίγγοντάς τον πάνω στήν καρδιά της, κανένας δέν μπορεῖ νά σταματήσει τήν ἄνοιξη.
 - Οὔτε καί τή λευτεριά, μητέρα, μπορεῖ κανείς νά τή σταματήσει. Ὅπου νά ᾿ναι θά ᾿ρθει. Θά σοῦ τή φέρω ἐγώ, ὅπως σοῦ ἔφερα σήμερα μέσα στό σπίτι μας τήν ἄνοιξη. Ἔτσι μιά μέρα, ἐκεῖ πού δέν θά τό περιμένεις, θ᾿ ἀνοίξω τήν πόρτα μας καί θά σοῦ φέρω τή λευτεριά. Δός μου, μητέρα μου, τήν εὐχή σου! Αὔριο τά χαράματα θά φύγω μέ τόν Κωνσταντή τῆς Μήτραινας.
  - Τόσο γρήγορα θά φύγεις; Καί πότε θά προλάβεις νά ἑτοιμαστεῖς; τόν ρώτησε συγκρατώντας μέ κόπο ἕνα λυγμό.
 - Τ᾿ ἄρματα τοῦ πατέρα μου εἶναι ἕτοιμα καί καλοκαθαρισμένα. Ἕνα δισάκι μέ λίγα ροῦχα κι αὐτό εἶναι ὅλο, τῆς ἀπάντησε καί ἔνιωσε ἡ μάνα πώς ὁ γιός της δέν ἦταν πιά ἐκεῖ κι ἄς τόν εἶχε μπροστά της.
 Δέν κοιμήθηκε κανένας τους ὅλη τή νύχτα καί μέ τό πρῶτο λάλημα τοῦ πετεινοῦ ὁ Μιχάλης ἦταν ὄρθιος. Ἡ κυρα-Βασιλική τόν πῆρε ἀπό τό χέρι καί τόν ἔφερε μπροστά στό εἰκονοστάσι, κάτω ἀπό τό καντήλι.
  - Σοῦ τόν παραδίδω, Χριστέ μου, εἶπε δακρυσμένη. Φύλαγέ τον Ἐσύ καί γρήγορα φέρε μου τον πίσω μέ τή λευτεριά.
 Γονάτισε ὁ Μιχάλης καί φίλησε τό χέρι τῆς μάνας του. Ὕστερα προσκύνησε ὅλα τά εἰκονίσματα, πῆρε τ᾿ ἄρματα καί τόν μπόγο πού τοῦ ἑτοίμασε ἡ μάνα του καί χάθηκε τρέχοντας μέσα στή νύχτα.
  Ἔμεινε ὧρες γονατισμένη ἡ κυρα-Βασιλική, ἀφήνοντας τήν καρδιά της νά ξεχυθεῖ μπροστά στόν Θεό καί τούς ἁγίους του. Ξαφνιάστηκε, ὅταν κάποια στιγμή ἄκουσε νά χτυποῦν ἐπίμονα τήν πόρτα της. Ἀπό τό παράθυρό της εἶδε καμιά δεκαριά Τούρκους κι ἀνάμεσά τους τόν μουχτάρη. Ξεμαντάλωσε γεμάτη ἀγωνία τήν πόρτα καί ὅρμησαν μέσα οἱ ἄπιστοι.
 - Γκιαούρισσα, ἔχεις ἕνα γιό δεκαπέντε χρονῶν. Θά τόν παραδώσεις στόν πολυχρονεμένο μας πασά, εἶπε ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς κι ἔρριξε ἀγριεμένος τό βλέμμα του στήν κλειστή πόρτα.
 - Βασιλική, ἄκουσε τόν μουχτάρη νά τῆς λέει, μάζεψαν ὅσα ἀγόρια ἀπόμειναν στό χωριό. Σφίξε τήν καρδιά σου· τό ξέρεις πώς δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀλλιῶς.
 Ἄστραψε τό βλέμμα τῆς κυρα-Βασιλικῆς κι ἡ καρδιά της ἄρχισε ἕνα ξέφρενο χορό. Τῆς ἦρθε ν᾿ ἀρχίσει νά χοροπηδᾶ, μά συγκρατήθηκε.
  - Ἄν τόν βροῦνε, ἄς τόν πάρουν, εἶπε ἀγέρωχα ἡ μάνα καί κοίταξε τό δρόμο ἀπό τό παράθυρο -ἐπιτέλους μιά φορά τῆς πῆρε τόν γιό της γιά νά τόν σώσει.
  - Ποῦ τόν ἔκρυψες, γκιαούρισσα; ἄκουσε ἄγρια τή φωνή τοῦ Τούρκου ἀπό πάνω της κι ἔνιωσε βαρύ τό χέρι του νά πέφτει στό πρόσωπό της.
  Ἔφυγαν ἀφήνοντάς την αἱμόφυρτη μέσα σ᾿ ἕνα σπίτι ἀνάστατο. Μάζεψε τίς δυνάμεις της ἡ κυρα-Βασιλική καί σηκώθηκε. Κάπου ἐκεῖ κοντά εἶδε πεταμένο τό κλωνάρι τῆς ἀμυγδαλιᾶς. Τό πῆρε στά χέρια της, τό φίλησε κι ὕστερα τ᾿ ἀπόθεσε εὐλαβικά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
  - Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου! εἶπε γεμάτη εὐγνωμοσύνη. Σ᾿ εὐχαριστῶ πού ἔφερες τήν ἄνοιξη πάνω στήν ὥρα. Κάνε, Θεέ μου, στήν ὥρα της νά ᾿ρθεῖ κι ἡ λευτεριά!
 Κάπου ψηλά στό βουνό ὁ Μιχάλης ἀνέπνεε ἐλεύθερα. Κι ἦταν στ᾿ ἀλήθεια πανέμορφα ὅλα ἀπό κεῖ πάνω, μά πιό ὄμορφες φάνταζαν ἀπό ψηλά οἱ ἀνθισμένες μυγδαλιές.
 - Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού ᾿φερες τήν ἄνοιξη, ψιθύρισε κι ἔσφιξε ἀποφασισμένος μέ ἀγάπη τό ντουφέκι του. Μ᾿ αὐτό θά ᾿φερνε καί τή λευτεριά.

 Ἑ. Β.

Κατηγορία Διηγήματα