Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Μέ τό καριοφύλλι καί τό κοντύλι

- Τί σ᾿ ἔπιασε σήμερα, ὠρέ Νώντα, κι ὅλο βαριαναστενάζεις; Τί σέ χολόσκασε καί σκοτείνιασες, ὠρέ;
 Ὁ καπετάν Νώντας κοίταξε συλλογισμένος τόν καρδιακό του φίλο.
 - Ἔλα, πές το καί σέ μένα, ἐπέμενε ὁ καπετάν Νάσος, πόνος μοιρασμένος μισός πόνος.
 Ἅρπαξε στό χέρι τό καριοφύλλι του ὁ καπετάν Νώντας καί σίμωσε τό φίλο του.
 - Ἄσχημα μαντάτα ἀπό τό σπίτι, Νάσο. Ὁ Νικήτας μοῦ φαρμάκωσε σήμερα τήν ψυχή.
 - Ἀρρώστησε κανένας; ῾ Η ἐρώτηση τοῦ καπετάν Νάσου ἔκανε τόν Νώντα νά χαμογελάσει πικρά.
  - Μακάρι νά ἦταν ἀρρώστια, ὠρέ Νάσο.
 Ἡ ἀρρώστια δέν εἶνε ντροπή. Τοῦτο ὅμως πού μοῦ κάνει ὁ Λάμπης, μοῦ φέρνει μεγάλη ντροπή.
 - Μά τί ἔκανε τό παιδί, πού σέ ντροπιάζει; Ὁ Λάμπης δέν εἶναι πάνω ἀπό δώδεκα χρονῶν. Τί μπορεῖ ἕνα τόσο μικρό παιδί νά κάνει;
  - Ἀκριβῶς, ὠρέ Νάσο, δώδεκα χρονῶν παλληκάρι κι ἐγώ τόν περιμένω χρόνο μέ τό χρόνο νά ξεπεταχτεῖ, ν᾿ ἀνεβεῖ ἐδῶ κοντά μου νά τοῦ μάθω τόν πόλεμο. Μά τοῦτος ἀντί τουφέκι κρατᾶ μέρα-νύχτα στά χέρια του τήν πλάκα καί τό κοντύλι. Θέλει, λέει, νά μάθει γράμματα, νά γίνει δάσκαλος. Ἀκοῦς ἐκεῖ, ὁ γιός τοῦ καπετάν Νώντα σκολιαρόπαιδο. Κι ἐγώ πού τόν περιμένω τόσα χρόνια νά τόν καμαρώσω πλάι μου, στά χαμένα περιμένω.
 - Καί κακό εἶναι, ὠρέ Νώντα, νά θέλει τό παιδί νά μάθει γράμματα; τόν ἔκοψε ξαφνιασμένος ὁ φίλος του.
 - Καί ποιός θά λευτερώσει τό γένος, ὠρέ Νάσο, ἄν ὅλα τά παλληκάρια μας γίνουν σκολιαρούδια; Νά τοῦ δώσω μέ παρακαλεῖ τήν εὐχή μου νά πάει στήν πόλη νά μάθει πιό πολλά γράμματα. Νά τά κάνει τί, ὠρέ; Τί χρειάζονται τά γράμματα, σά δέν ἔχεις λεύτερη πατρίδα;
 - Νώντα, φίλε μου, δέ μιλᾶς γνωστικά. Ἀκοῦς ἐκεῖ ντροπή νά θέλει τό παιδί νά μάθει γράμματα; Ὁ καπετάν Νάσος κοίταξε αὐστηρά στά μάτια τό φίλο του.
 - Ἄσε τόν Λάμπη νά κάνει αὐτό πού ζητᾶ ἡ ψυχή του. Ὥσπου νά γίνει ἄντρας γιά πόλεμο, ἄν μαθαίνει καί γράμματα, σέ τί θά τόν βλάψει;
Δίχως νά μιλήσει ἄλλο ὁ καπετάν Νώντας, πῆρε ξανά τό καριοφίλι του κι ἀπομακρύνθηκε. Πάει καλά, ἄς πάει ὁ γιός του νά μάθει γράμματα. Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἐκείνου τό καμάρι ἔσβησε. Ἔδωσε τήν εὐχή του κι ἀπό τότε δέν ξαναμίλησε γιά τό γιό του, οὔτε στόν καπετάν Νάσο οὔτε σέ κανέναν ἄλλο. Κι ὅσο περνοῦσαν τά χρόνια, τόσο κλεινόταν στόν ἑαυτό του ὁ καπετάν Νώντας. Στό χωριό του σπάνια κατέβαινε, μά καί τότε δέν ρωτοῦσε ποτέ γιά τόν Λάμπη, κι οὔτε τολμοῦσε κανένας νά τοῦ ἀναφέρει κάτι γι᾿ αὐτόν. Ὅσες φορές ὁ καπετάν Νάσος ἐπιχείρησε κάτι νά τοῦ πεῖ, ἐκεῖνος ἀγρίευε καί μούγκριζε σά θηρίο.
 Καί περνοῦσαν τά χρόνια κι ὅλο καί περισσότερα παλληκάρια ἀνέβαιναν στό βουνό! Κι ὁ πόνος στήν καρδιά τοῦ πατέρα ὁλοένα καί μεγάλωνε, γιατί δέν ἀξιώθηκε κι αὐτός νά χαρίσει στήν πατρίδα του ἕνα γιό.
 - Δέ σοῦ φαίνεται, ὠρέ Νάσο, πώς τόν τελευταῖο καιρό μαζεμένα μᾶς ἔρχονται τά παλληκάρια;
 - Φουντώνει ὁ πόθος γιά τή λευτεριά, Νώντα. Ξύπνησαν οἱ πολιτεῖες καί τά χωριά μας. Κι ὄχι μονάχα αὐτούς πού μᾶς ἦρθαν, μά κάθε μέρα καί περισσότερους θά βλέπουμε.
 - Καπετάν Νάσο, τόν ἔκοψε γεμάτος πόνο ὁ καπετάν Νώντας, ὅλη ἡ Ἑλλάδα νά ἀνέβει στό βουνό, ἀφοῦ δέν ἀνέβηκε ὁ Λάμπης...
 - Ντροπή σου, ὠρέ Νώντα, τόν ἀποπῆρε θυμωμένος ὁ καπετάν Νάσος. Ὅλα τοῦτα τά παλληκάρια ἦρθαν στό δικό μας τό λημέρι κι ἐσύ ἀντί νά πετᾶς ἀπό τή χαρά σου, μοιρολογᾶς;
 - Ὥρα σας καλή, καπεταναῖοι! Δυό παλληκάρια 15-16 χρονῶν στέκονταν ἀμήχανα μπροστά στούς δυό καπετάνιους.
 - Καλῶς τά παλληκάρια, ἀποκρίθηκε ὁ καπετάν Νάσος. Τί γυρεύετε λεβέντες;
 - Τή λευτεριά, καπετάνιο, ἀπάντησε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς.
 - Κι ἀπό ποῦ ἔρχεστε; ξαναρώτησε ὁ καπετάν Νάσος.
 - Ἀπό τήν πόλι, ἀπάντησαν τά παλληκάρια κι ἔνιωσε πάλι ὁ καπετάν Νώντας τό ἀγκάθι νά τοῦ τρυπάει τήν καρδιά.
 - Καί τί σᾶς ἔπιασε ὅλους ξαφνικά ἐκεῖ κάτω στήν πολιτεία καί ἀνεβαίνετε στό βουνό μπουλούκια-μπουλούκια, τούς ρώτησε μέ μιά ἀνεξήγητη αὐστηρότητα ὁ καπετάν Νώντας.
 - Δέν σᾶς εἶπαν οἱ ἄλλοι; Κανένας δέ σᾶς μίλησε γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔβαλε φωτιά στίς καρδιές μας; ρώτησε μέ ἀπορία τό ἕνα παλληκάρι.
 - Γιά λέγε μας, λοιπόν, ἐσύ, τόν προκάλεσε ὁ καπετάν Νώντας.
  - Ὅλη ἡ πόλη μιλᾶ γιά ἕναν παπαδάσκαλο. Ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι, ὁρκίζονται στ᾿ ὄνομά του. Ἔκανε τήν ἐκκλησία σχολεῖο καί μαζεύει τά παιδιά καί τά μαθαίνει γράμματα καί τούς μιλᾶ γιά τήν πατρίδα καί γιά τή λευτεριά. Αὐτός σάν τόν ρωτήσαμε, μᾶς ἔστειλε σ᾿ αὐτό τό λημέρι καί μᾶς εἶπε νά βροῦμε τόν καπετάν Νώντα, νά τοῦ φιλήσουμε τό χέρι ἀπό τό Λάμπη, ἔτσι μᾶς εἶπε ὅτι τόν φώναζαν μικρό.
 - Τινάχτηκε ἀπό τήν κοτρόνα πού καθόταν ὁ καπετάν Νώντας.
 - Τί εἶπες ὠρέ, ἀπό ποιόν, ποιός εἶπες; Μιά γυρνοῦσε καί κοιτοῦσε σάν τρελλός τόν καπετάν Νάσο καί μιά τά δυό παλληκάρια, πού κι αὐτά τόν κοιτοῦσαν ξαφνιασμένα.
 - Ὁ παπα-Χαράλαμπος μᾶς εἶπε πώς εἶναι ἀπό τά μέρη σας, ἀπάντησε ψύχραιμα τό ἕνα παλληκάρι κι ὅτι μικρό τόν φώναζαν Λάμπη καί φαίνεται πώς πολύ ἀγαποῦσε καί σεβόταν τόν καπετάν Νώντα. Μπορεῖ κάποιος νά μᾶς ὁδηγήσει στόν καπετάν Νώντα; Ἀνυπομονοῦμε νά τόν γνωρίσουμε.
 - Μπροστά του βρίσκεστε, παιδιά μου, μπῆκε στή μέση συγκινημένος ὁ καπετάν Νάσος καί ἔδειξε μέ τό χέρι τόν καπετάνιο.
Ξαφνιάστηκαν τά παιδιά, ὅμως γρήγορα συνῆλθαν κι ἔσκυψαν κι οἱ δυό μέ σεβασμό καί τοῦ φίλησαν τό χέρι.
 - Ὁ Λάμπης εἶναι ὁ γιός μου, εἶπε περήφανα ὁ καπετάν Νώντας καί δίχως νά ντραπεῖ, ἄφησε τά δάκρυα νά τοῦ αὐλακώσουν τό μπαρουτοκαπνισμένο του πρόσωπο.
 - Ἡ πατρίδα, ὠρέ Νάσο, μοῦ φαίνεται πώς δέ θέλει μόνο τουφέκια γιά νά λευτερωθεῖ, μά θέλει καί πλάκες καί κοντύλια.
Χαμογέλασε ὁ καπετάν Νάσος καί ἀγκάλιασε τό φίλο του.
 - Ἡ πατρίδα, καπετάνιο μου, τοῦ εἶπε μέ ἀγάπη, ἔχει ἀνάγκη τόσο ἀπό τήν μπαρουτοκαπνισμένη φουστανέλλα τοῦ κλέφτη, ὅσο κι ἀπό τό σεμνό ράσο τοῦ παπαδάσκαλου. Ἐσύ τῆς τά χάρισες καί τά δύο. Χαρά σου καί καμάρι σου! Πῆρε στά χέρια του ξανά τό καριοφύλλι ὁ καπετάν Νώντας καί τό κοίταξε μέ ἀγάπη.
 - Ἐγώ θά πολεμῶ ἀπό ᾿δῶ, μονολόγησε, κι ὁ γιός μου ἀπό ᾿κεῖ. Χαρά μου καί καμάρι μου!

 

Ε. Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου

anhmera28hsΤόν Δημήτρη τόν Δαμπίζα ποιός δέν τόν γνώριζε; Μέ τό μισό του πόδι στόν τάφο καί μέ τ᾿ ἄλλο του μισό νά σέρνεται στούς δρόμους τοῦ χωριοῦ του, κουβαλοῦσε μέσα του μιά καρδιά πέτρα. Λέω μέ τό μισό πόδι, γιατί ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Δαμπίζας εἶχε ἕνα μονάχα. Τό δεύτερο πόδι του τοῦ τό ἔφαγε μιά βόμβα, καί τ᾿ ἄφησε σέ κάποιο ὀρεινό χειρουργεῖο ἐκεῖ πάνω στά ἀλβανικά βουνά. Ζοῦσε μόνος μέ μιά ἀδερφή του, πού δέν ἔκανε δική της οἰκογένεια γιά νά τόν συντροφεύει καί νά τόν ὑπηρετεῖ, μά πού ποτέ της δέν ἄκουσε μέσα ἀπό τό στόμα του νά βγαίνει ἡ λέξη «εὐχαριστῶ».
 Κανείς δέν ἄκουσε τόν Δημήτρη τόν Δαμπίζα νά λέει ἔστω καί μιά ἱστορία ἀπό τόν πόλεμο, οὔτε καί κανείς ἤξερε πῶς ἔγινε καί ἔχασε τό πόδι του. Οἱ παλιότεροι ἁπλά θυμόντουσαν πώς, σάν γύρισε ἀπό τόν πόλεμο εἰκοσιδυό χρονῶν παιδί, γύρισε δίχως πόδι καί δίχως χαμόγελο. Καί τί δέν ἔκαναν οἱ φίλοι του νά τοῦ γιατρέψουν τήν πληγή τῆς καρδιᾶς του. Ὁ Δημήτρης ὅμως ἔμενε πάντα πόρτα κλειστή καί πάγος ἄλειωτος.
 Ἔμαθε κι ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ νιοφερμένος δάσκαλος, πώς στό χωριό ὑπάρχει ἕνας ἀνάπηρος τοῦ πολέμου τοῦ ᾿40 καί πέταξε ἀπό τή χαρά του. Θά ὀργάνωνε γιορτή γιά τήν 28η καί θά τόν καλοῦσε νά μιλήσει στά παιδιά καί στούς χωριανούς. Χαμογέλασαν ὅσοι ἄκουσαν τίς σκέψεις του, μά δέν τοῦ εἶπαν τίποτε. Καινούργιος ἦταν ἀκόμα, θά καταλάβαινε μόνος του.
 Ὁ καινούργιος δάσκαλος ἦταν ἀποφασισμένος νά γνωρίσει τόν γερο-Δημήτρη τό γρηγορότερο. Νά καταστρώσουν μαζί σχέδια καί προγράμματα. Νά ζωντανέψουν οἱ δυό τους μαζί μέ τά παιδιά τό ἔπος τό ἀλβανικό. Τοῦ ἔστησε, λοιπόν, καρτέρι καί σάν τόν εἶδε πού βγῆκε στόν κῆπο του λίγο νά λιαστεῖ, ὁ δάσκαλος ἄνοιξε χαρούμενος τό ξεπόρτι. Ξαφνιάστηκε ὁ γέρος μέ τόν αὐθορμητισμό τοῦ νέου. Ἔσμιξε τά φρύδια του καί τόν κοίταξε αὐστηρά.
 - Τί θέλεις; τόν ρώτησε λίγο ἄγρια.
 - Χαίρετε! χαιρέτησε ἐγκάρδια ὁ δάσκαλος. Εἶμαι ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ νέος δάσκαλος τοῦ χωριοῦ, κι ἦρθα νά σᾶς γνωρίσω.
 - Ἀλκιβιάδης; ρώτησε ὁ γέρος μέ ἕνα παράξενο τρέμουλο στή φωνή του. Καί ... καί τό ἐπίθετό σου; - Ἀλκιβιάδης Σιδέρης, ξανάπε ὁλόκληρο τό ὄνομά του ὁ δάσκαλος κι ὁ γερο-Δημήτρης ἔσφιξε στό γέρικο χέρι του τό χέρι πού ἁπλώθηκε μπροστά του.
 - Ἀλκιβιάδη Σιδέρη λέγαν τόν καλύτερό μου φίλο, εἶπε μέσα σ᾿ ἕνα μουγκρητό πόνου ὁ γέρος. - Ἔτσι λέγαν τόν παππού μου, τόν πατέρα τοῦ πατέρα μου, πού σκοτώθηκε στήν Ἀλβανία. Γι᾿ αὐτό, ξέρετε, ἔχω ἰδιαίτερη ἀδυναμία στούς ζωντανούς μάρτυρες ἐκείνου τοῦ πολέμου.
 Σταμάτησε νά μιλᾶ ὁ Ἀλκιβιάδης, γιατί εἶδε τόν γέρο ἀπέναντί του νά τρέμει ὁλόκληρος. Ἔγινε γιά λίγη ὥρα σιωπή κι ὁ δάσκαλος τά ᾿χασε κυριολεκτικά, σάν ἄκουσε τόν γέρο μ᾿ ἕνα λυγμό στή φωνή νά λέει:
 - Τόν παππού σου, παιδί μου, ἐγώ τόν σκότωσα. Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια δέν εἶπα σέ κανέναν τό σαράκι τῆς ψυχῆς μου. Μά σήμερα στόν ἐγγονό τοῦ Ἄλκη δέν μπορῶ πάρα νά μιλήσω.
 Δίναμε μιά πολύ σκληρή μάχη τή μέρα ἐκείνη καί πότε - πότε ψάχναμε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, γιά νά βεβαιωθοῦμε ὅτι εἶναι ζωντανός. Ἐκεῖνος ἦταν πιό γενναῖος ἀπό μένα καί ἔδειχνε πώς δέν φοβόταν καθόλου τό θάνατο. Ἡ μόνη του ἔγνοια ἦταν ὅτι θ᾿ ἄφηνε τή γυναίκα του χήρα καί τά δυό παιδιά του ὀρφανά. Μά καί πάλι ἔλεγε πώς ὁ Θεός θά τούς ἀναλάβει. Ἐγώ ὅμως τόν φοβόμουνα τό θάνατο καί ἔτρεμα μήπως ἔρθει, εἴτε γιά κεῖνον εἴτε γιά μένα. Σέ κάποια στιγμή τῆς μάχης ἕνας ὅλμος ἔπεσε σχεδόν πάνω μου καί μοῦ πολτοποίησε τό πόδι. Ἔνιωσα νά χάνομαι. Φοβήθηκα πώς θά πεθάνω καί ἄρχισα νά φωνάζω τόν φίλο μου: «Ἄλκη, Ἄλκη, πεθαίνω, τρέχα». Γύρω μου γινόταν χαλασμός. Ἄν κάποιος ξεταμπουρωνόταν, ἦταν γι᾿ αὐτόν βέβαιος θάνατος. Ὁ Ἄλκης φαίνεται πώς ἦταν κάπου κοντά κι ἄκουσε τή φωνή μου κι ἔτρεξε δίπλα μου. Δέν πρόλαβα καλά καλά νά τόν δῶ νά στέκεται ἀπό πάνω μου καί τόν εἶδα νά πέφτει δίπλα μου χτυπημένος κατάστηθα ἀπό τίς ἐχθρικές σφαῖρες. Πρόλαβε μονάχα νά μοῦ πεῖ: «Μή φοβᾶσαι, Δημήτρη, ἡ ζωή δέν τελειώνει μέ τό θάνατο».
  Ἐγώ τόν σκότωσα, ἐγώ τοῦ ἔκλεισα καί τά μάτια. Μαζί μέ τό πόδι μου σ᾿ ἐκεῖνο τό βουνό ἄφησα καί τήν καρδιά μου.
  Ὁ νεαρός δάσκαλος ἔκλαιγε κι ὁ γερο-Δημήτρης τόν κοιτοῦσε καί κεῖνος δακρυσμένος, ζητώντας ἐξιλέωση.
 - Ὄχι, δέν τόν σκότωσες ἐσύ, παππού. Ἡ ἀγάπη του τόν σκότωσε. Ἀπό σήμερα εἶμαι διπλά περήφανος γιά τόν παππού μου, γιατί ξέρω πώς δέν πέθανε μόνο γιά τό ἰδανικό τῆς πατρίδας, μά καί γιά τό ἰδανικό τῆς ἀληθινῆς φιλίας.
 Ἔχωσε τά χέρια τοῦ γερο-Δημήτρη στά δικά του καί ἔσκυψε καί τά φίλησε.
 - Παππού Δημήτρη, ἄσε με νά σέ λέω ἔτσι στή θέση τοῦ παπποῦ Ἀλκιβιάδη, αὐτή τήν ἱστορία θέλω νά τή μάθουν τά παιδιά τοῦ σχολείου μας, νά τή μάθουν ὅλοι οἱ χωριανοί. Ὄχι, παππού Δημήτρη, δέν εἶσαι ὁ φονιάς τοῦ παπποῦ μου. Εἶσαι ὁ φίλος του, γιά τόν ὁποῖο χαλάλισε καί τή ζωή του. Τέτοιες ἱστορίες εἶναι ἁμαρτία νά μένουν θαμμένες ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια.
 - Θά τήν πῶ τήν ἱστορία αὐτή, παιδί μου, σ᾿ ὅποιον θέλεις. Ἔχεις δίκιο, Ἄλκη μου. Εἶχα καθῆκον, εἶχα χρέος πρός τόν φίλο μου νά μιλήσω σ᾿ ὅλον τόν κόσμο γιά τήν αὐτοθυσία του.
  Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια περίμενε τό χωριό τόν γερο-Δημήτρη τόν Δαμπίζα, ν᾿ ἀνοίξει ἐπιτέλους τό στόμα του καί νά τούς πεῖ κάτι ἀπό κεῖνο τό κομμάτι τῆς ζωῆς του πού λεγόταν ἀλβανικό ἔπος. Κι οὔτε πού πίστευαν στ᾿ αὐτιά τους κι οὔτε πού πίστευαν στά μάτια τους. Ὁ γερο-Δαμπίζας ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, πότε κλαίγοντας καί πότε γελώντας, ἐξιστοροῦσε χίλια δυό ἀπό τόν πόλεμο, μέ πρῶτο φυσικά τήν αὐτοθυσία τοῦ φίλου του. Καί σάν τελείωσε ἡ γιορτή καί φάνταξε στά μάτια τῶν παιδιῶν ὁ γερο-Δαμπίζας σάν ἥρωας, ἔνιωσε πώς ὄχι μονάχα εἶχε καρδιά, μά πώς ἦταν ἕτοιμη ἀπό τή χαρά καί τή συγκίνηση νά σπάσει.
 - Καί γιατί δέν μᾶς τά ἔλεγες αὐτά τά ὄμορφα πράγματα τόσα χρόνια, κύρ Δημήτρη; τόν ρώτησε εὐχαριστημένος ἀπό ὅλη τήν γιορτή ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ.
 - Περίμενα νά ἔρθει πρῶτα ὁ Ἄλκης, εἶπε χαμογελώντας ὁ γέρος, καί ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά του τόν ἐγγονό τοῦ φίλου του.
 Πάνω σέ τοῦτο τό σφιχταγκάλιασμα δέν ἄντεξε ἄλλο ἡ γέρικη καρδιά. Ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Δαμπίζας ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου συνάντησε ὕστερα ἀπό ἑξήντα τόσα χρόνια τόν φίλο του...

Κατηγορία Διηγήματα