Κυριακή, 25 Οκτώβριος 2015 03:00

Τό ΟΧΙ τοῦ κλήρου στό ἔπος τοῦ 1940

kliros 1940 Ἀναμφισβήτητα τό ἔπος τοῦ 1940 ἀνήκει σέ ὅλους τους Ἕλληνες. Ὅλος ὁ λαός μας τότε ἑνωμένος μέ μία ψυχή, χωρίς κανένα δισταγμό, ὄρθωσε τό ἀνάστημά του στόν ὁρμητικό χείμαρρο τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ ναζισμοῦ. Ἔτσι, ἀπό αὐτήν τήν τιτάνια μάχη, πού ξεκίνησε τή Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940, δέν θά ἦταν δυνατό νά ἀπουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ ρόλος τῆς ὁποίας σήμερα μονίμως ἀγνοεῖται ἤ συστηματικά ἀποσιωπᾶται. Καί, ὅπως πάντοτε, ἔτσι καί τό 1940 ἔσπευσε νά καταγράψει μέ πράξεις ἡρωισμοῦ καί ἀντίστασης τήν ἀπροσκύνητη θέλησή της καί νά φανεῖ ἄλλη μία φορά ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ πονεμένου λαοῦ καί ὁ θύλακας τῆς σωτηρίας του.
 Μέ τήν κήρυξη τοῦ πολέμου ἡ ἱερά Σύνοδος ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσάνθου ἐξέδωσε διάγγελμα πρός τόν λαό: «Ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τά ὅπλα τά ἱερά καί πέποιθεν ὅτι τά τέκνα τῆς Πατρίδος εὐπειθῆ εἰς τό κέλευσμα Αὐτῆς καί τοῦ Θεοῦ, θά σπεύσωσιν ἐν μιᾷ ψυχῇ καί καρδίᾳ νά ἀγωνισθῶσιν ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν καί τῆς ἐλευθερίας καί τιμῆς, καί... θά προτιμήσωσι τόν ὡραῖον θάνατον ἀπό τήν ἄσχημον ζωήν τῆς δουλείας... Ἐπιρρίψωμεν ἐπί Κύριον τήν μέριμναν ἡμῶν...».
Τότε, χωρίς χρονοτριβή, ὀγδόντα τέσσερις κληρικοί ὅλων τῶν βαθμίδων ἐγκαταλείποντας τίς ἄλλες ἐπείγουσες ὑποχρεώσεις καί διακονίες τους σκαρφάλωσαν χωρίς ποτέ κάποιοι νά ἐπιστρέψουν στά βουνά τῆς Βορείου Ἠ πείρου, γιά νά ἐνισχύσουν τόν ἕλληνα στρατιώτη μέ τά πύρινα κηρύγματά τους, τήν ἐξομολόγηση, τή θεία Λειτουργία. Συμπορεύθηκαν μαζί του στή δόξα, μά καί στήν ὀδύνη καί στή θανή. Πόσες φορές δέν δρόσισαν τά φρυγμένα χείλη τῶν στρατιωτῶν, δέν σκούπισαν τά δάκρυα καί τόν ἱδρώτα τους, περιθάλποντας τούς ἥρωες, σάν νά ’ταν δικοί τους! Κι ἄλλοτε πάλι νεκροστόλισαν καί κήδευσαν τούς λιονταρόψυχους πού θυσιάστηκαν στό πεδίο τῆς μάχης.
 Κι ὅταν τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1941 οἱ Γερμανοί μπῆκαν νικητές στήν Ἑλλάδα, πάλι ἡ Ἐκκλησία ἐπωμίσθηκε τό μεγάλο βάρος γιά τή διάσωση τοῦ λαοῦ. Πρῶτος σήκωσε τή σημαία τῆς Ἀντίστασης ὁ «ὑπέρτατος πνευματικός ἡγέτης» ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος. Ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει στήν ἐπιτροπή παράδοσης τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά τελέσει Δοξολογία στόν μητροπολιτικό ναό τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά ὁρκίσει τήν κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου, μέ τίμημα τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν θρόνο του.
 Διάδοχός του ὁ «φιλόστοργος καί ἄκαμπτος πατριώτης» Δαμασκηνός ἀποδείχτηκε μεγάλη καί ἡγετική προσωπικότητα. Ἵδρυσε τόν Ἑλληνικό Ὀργανισμό Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) καί ἀπηύθυνε ἀγωνιώδεις ἐκκλήσεις στόν ἀνά τόν κόσμο Ἐρυθρό Σταυρό γιά ἀποστολή βοήθειας πρός τόν κακουχούμενο ἑλληνικό λαό.
 Περιδιαβαίνοντας τά μονοπάτια τῆς ἱστορίας κλίνουμε εὐλαβικά τό γόνυ μπροστά στή μεγαλοσύνη τῶν Πατέρων μας: Ὁ θαρραλέος μητροπολίτης Ἰωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος ἀπό τήν πρώτη στιγμή βρέθηκε στό Μέτωπο καί μπῆκε πρῶτος μαζί μέ τούς στρατιῶτες στό ἐλεύθερο Ἀργυροκάστρο. Ὁ μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος ὁ Α΄, ὅταν οἱ Γερμανοί εἰσῆλθαν στήν πόλη τῆς Μυτιλήνης, ἐνώπιον τοῦ ἀνώτατου γερμανοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ δήλωσε τεταγμένος ἀπό τόν Θεό νά προστατεύει τό ποίμνιό του. Ὁ μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰωακείμ, μετά τούς βομβαρδισμούς πού ὑπέστη ὁ Βόλος μένει ἐκεῖ, συγκακουχούμενος μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ προσπαθώντας νά τόν ἐμπνεύσει. Ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος στήν ἀπαίτηση τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ νά τοῦ ὑποδείξει ὁμήρους προσῆλθε στή γερμανική Κομμαντατούρ μέ κάποιους ἱερεῖς καί δήλωσε: «Ἐμεῖς εἴμεθα οἱ ζητηθέντες ὅμηροι».
 Πόσα ἐπίσης χρωστᾶ τό Αἴγιο στόν ἀρχιμανδρίτη Κωνστάντιο Χρόνη (μετέπειτα Ἀλεξανδρουπόλεως), ὁ ὁποῖος τό ἔσωσε ἀπό ὁλοκληρωτική καταστροφή, ὅταν ὁ γερμανός στρατιωτικός διοικητής τό ἀπειλοῦσε μετά τίς σφαγές στά Καλάβρυτα. Ὁ μετέπειτα μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγών Διονύσιος Χαραλάμπους, ἐνῶ βρισκόταν ἔγκλειστος στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῶν Γερμανῶν «Π. Μελᾶ» στή Θεσσαλονίκη, τοῦ ἐξασφαλίσθηκε ἡ δυνατότητα νά ἐλευθερωθεῖ. Δέν τή δέχθηκε. Ἔμεινε μέ τούς συγκρατούμενούς του, γιά νά τούς ἐνισχύει. Ὁδηγήθηκε στό Ἄουσβιτς καί ἔφθασε «παραπλήσιον θανάτου». Ὁ ἀρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος, μετέπειτα μητροπολίτης Ἐδέσσης καί Πέλλης τή Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1941 μέ τά φλογερά του λόγια κατάφερε νά σώσει ἀπό τούς βομβαρδισμούς καί τόν ἐξευτελισμό τό ἱστορικό θωρηκτό «Ἀβέρωφ».
  Ἀλλά καί «ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης», γράφει ὁ Στέφανος Μυλωνάκης «οὐδέποτε οὐδαμῶς ὑστέρησεν εἰς ἐκδηλώσεις πατριωτισμοῦ, θυσίας καί ὁλοκαυτωμάτων... Ἅπαντες... εὑρέθησαν ἀμέσως εἰς τάς ἐπάλξεις καί προμαχώνας τῆς προσφιλοῦς πατρίδος... Βλέπομεν καί πάλιν ἐπισκόπους τραυματιζομένους... φυλακιζομένους... τυφεκιζομένους πλήν οὐδέποτε ἐνδίδοντας ἤ ὑποχωροῦντας».
Στόν ἀγώνα ἀκόμη συμμετεῖχαν δυναμικά καί τά μοναστήρια μας, πού πάντοτε στάθηκαν οἱ κυματοθραῦστες τῶν βαρβαρικῶν ἐπιθέσεων. Κάποια καταστράφηκαν ἀπό τούς κατακτητές, ἄλλα λεηλατήθηκαν, πυρπολήθηκαν, ἀνατινάχθηκαν, πλήρωσαν βαρύ τόν φόρο τοῦ αἵματος. Ἰδιαιτέρως ἀναφέρουμε τά μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Ὕδρας, τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στή Σπάρτη, τῆς Δαμάστας στή Λαμία, τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καί τῆς Ἁγίας Λαύρας, τῆς Βελλᾶς στά Ἰωάννινα πού μετατράπηκε σέ Νοσοκομεῖο.
 Ἀτελείωτο τό συναξάρι τῶν ἐθνομαρτύρων κληρικῶν μας, πού προμάχησαν γιά νά ἀναπνέουμε ἐμεῖς τόν ζείδωρο ἄνεμο τῆς ἐλευθερίας! Γιά τίς τόσες ὅμως θυσίες καί τήν «κένωση» τήν ὁποία ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία μας, χάριν τοῦ Γένους μας, δέχεται διαρκῶς ταπεινώσεις καί ἀμφισβητήσεις ἀπό ἐκείνους πού κατά λόγον δικαιοσύνης τῆς χρωστοῦν εὐγνωμοσύνη. Ἄς μᾶς συγχωρέσει ὁ Θεός γιά τήν ἀφροσύνη μας καί τά ὀλέθριά μας λάθη.

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Φιλόλογος - Θεολόγος

Ἀπολύτρωσις 69 (2015) 255-256

Κατηγορία Ἐποποιΐα 1940-1941
Παρασκευή, 27 Ιούνιος 2014 03:00

Γλυκύς Γολγοθᾶς

glykis-golgothas  Δεκέμβρης τοῦ 1943. Ἕνα χωριουδάκι κοντά στά Πιέρια ἔχει τυλιχτεῖ στίς φλόγες καί τούς καπνούς. Ἀνήμποροι καί γέροι, ὅσοι δέν πρόλαβαν νά βγοῦν ἀπό τά σπίτια τους, κάηκαν ζωντανοί. Κι ἄλλους τούς σκότωσαν οἱ Γερμανοί ἐπί τόπου.
 Αἰτία γι᾿ αὐτή τή συμφορά ἦταν ἡ συμπλοκή πού ἔγινε τήν προηγούμενη ἡμέρα ἀνάμεσα σέ μιά ὁμάδα ἀνταρτῶν καί τή γερμανική περίπολο πού ἀνέβαινε στό χωριό. Οἱ Γερμανοί γιά ἀντίποινα θά κατέστρεφαν τό χωριό, ὅπως συνέβη σέ παρόμοιες περιπτώσεις καί σ᾿ ἄλλες περιοχές. Ἡ μόνη σωτηρία τῶν κατοίκων ἦταν ἡ φυγή. Τά ξημερώματα ὁλόκληρες οἰκογένειες, νέοι, γέροι, μάνες μέ μωρά παιδιά ἅρπαξαν βιαστικά ὅ,τι μπόρεσαν ἀπό τό σπίτι τους καί, σχηματίζοντας μιά ἀνθρώπινη ἁλυσίδα, ἀκολούθησαν τό μονοπάτι πού ὁδηγοῦσε στό βουνό.
 Πρωτοπόρος στή δύσκολη αὐτή πορεία εἶναι ὁ παπα-Γιάννης, ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ. Στούς ὤμους του κρατᾶ σάν λάβαρο τή γερόντισσα μητέρα του, παράλυτη ἀπό χρόνια.
 Ἡ ἀγωνία μεγάλη, ὁ δρόμος ἀνηφορικός καί δύσβατος. Τό φορτίο στήν πλάτη τοῦ ἱερέα βαρύ. Κοντανασαίνει. Χοντρές σταγόνες ἱδρώτα κυλοῦν στό μέτωπό του. Σκυφτός καθώς εἶναι, ἡ μακριά γενειάδα του ἀκουμπάει στή γῆ. Ἡ μάνα στούς ὤμους του, ψηλότερα ἀπό τούς ἄλλους, φαίνεται σάν ν᾿ ἀκουμπάει στόν οὐρανό.
 Ἀνηφορικός ὁ δρόμος. Καί τό φορτίο ἀπό τήν κόπωση ἀκόμα πιό βαρύ. Ὅμως ὁ παπα-Γιάννης δέν σταματᾶ. Συνεχίζει τήν πορεία, κουβαλώντας ἀγόγγυστα τή μάνα του. Πίσω ἀκολουθεῖ ἡ πρεσβυτέρα μέ τά τέσσερα μικρά παιδιά τους. Πονάει καί γι᾿ αὐτούς. Κοντοστέκεται καί τούς δίνει κουράγιο. Νοιάζεται καί γιά τό ποίμνιό του, πού τό βλέπει ν᾿ ἀνεβαίνει σιωπηλό τόν δικό του Γολγοθᾶ. Σκέφτεται ἰδιαίτερα τούς ἡλικιωμένους, τούς ἀρρώστους, τά μικρά παιδιά πού κρυώνουν, καθώς οἱ νιφάδες τοῦ χιονιοῦ πού τούς ἀκολουθοῦν σ᾿ ὅλη τή διαδρομή γίνονται ὅλο καί πιό πυκνές.
Σέ λίγο θά πέσει καί τό σκοτάδι. Ὁ λειτουργός τοῦ Ὑψίστου προσεύχεται καί προχωρεῖ. Ἔχει πίστη στόν Θεό πώς δέν θά τούς ἐγκαταλείψει. Θά προστατέψει κι αὐτούς, ὅπως προστάτεψε τόν περιούσιο λαό στήν ἔρημο. Ἡ πορεία τους μοιάζει λίγο μέ τήν πορεία τῶν Ἰσραηλιτῶν: Φύγανε τότε οἱ Ἰσραηλίτες ἀπό τήν ΑἼγυπτο, γιά νά γλυτώσουν ἀπό τή δουλεία τοῦ Φαραώ. Φεύγουν τώρα καί οἱ κάτοικοι τῶν Πιερίων ἀπό τό χωριό τους, γιά νά σωθοῦν ἀπό τή μανία τοῦ κατακτητῆ. Ἐκεῖ προπορευόταν ὁ Μωυσῆς, κρατώντας στά χέρια του τίς πλάκες μέ τίς δέκα ἐντολές πού τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός. Ἐδῶ προπορεύεται ὁ παπα - Γιάννης, κουβαλώντας στούς ὤμους τή μάνα του, πιστός στήν ἐντολή: «Τίμα τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου».
Ἔκανε τόσα θαύματα τότε ὁ Θεός, γιά νά σώσει τόν περιούσιο λαό του: Τούς πέρασε ἀπό τήν Ἐρυθρά θάλασσα, τούς ἔδωσε τό μάννα, ὀρτύκια, νερό στήν ἔρημο. Δέν μπορεῖ! Κάποιο θαῦμα θά κάνει καί γι᾿ αὐτά τά παιδιά Του. Τό πιστεύει καί προχωρεῖ ὁ παπα-Γιάννης.
 Καί νά τό πρῶτο θαῦμα! Λίγα μέτρα πιό πέρα διακρίνουν τήν ἐγκαταλειμμένη καλύβα ἑνός κτηνοτρόφου. Εἶναι μιά ὄαση μετά ἀπό τήν τόσο κοπιαστική πορεία. Πρίν ἀνοίξουν τήν πόρτα, στρέφονται καί κοιτοῦν τό χωριό τους, πού ἁπλώνεται κάτω ἀπό τά πόδια τους. Τό βλέπουν νά φλέγεται. Χέρια ἐχθρικά καταστρέφουν τά σπίτια τους, τό βιός τους, τό μόχθο μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς. Οἱ γυναῖκες κλαῖνε, τά μωρά τσιρίζουν, οἱ ἄντρες ὀργίζονται, βρίζουν καί ἀπειλοῦν.
«Ἀδέρφια μου», ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ παπα-Γιάννη, «μήν ἀπελπίζεστε! Ὁ πόλεμος κάποτε θά τελειώσει. Ὁ Κύριος, πού ἔσωσε τή ζωή μας, θά βοηθήσει νά ξαναγυρίσουμε καί πάλι στό χωριό μας. Θά ξανακτίσουμε τά σπίτια μας, θά ξαναφτιάξουμε τό βιός μας. Τώρα, ἄς τόν εὐχαριστήσουμε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιά τό θαῦμα πού ἔκανε νά βρεθεῖ τούτη ἡ καλύβα στό δρόμο μας. Θά περάσουμε ἐδῶ τή νύχτα, θά ξεκουραστοῦμε, καί τό πρωί πού θά ἔχουμε ἐπανακτήσει τίς δυνάμεις μας θά συνεχίσουμε τήν πορεία. Καί νά ᾿στε βέβαιοι πώς ὁ πανάγαθος Θεός εἶναι κοντά μας, μαζί μας. Θά ὁδηγήσει κι ἐμᾶς, ὅπως καί τούς Ἰσραηλίτες, σέ κάποια “Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας”, γιά νά μείνουμε ἐκεῖ, μέχρι νά περάσει ἡ μπόρα».
Οἱ συγχωριανοί του παίρνουν κουράγιο ἀπό τά λόγια του. Παραμερίζουν νά περάσει πρῶτος ὁ ἱερέας στήν καλύβα. Ἐκεῖνος μέ πολλή προσοχή βάζει τή μάνα του σέ μιά γωνιά νά ξαπλώσει. Δίπλα της κάθεται ἡ πρεσβυτέρα μέ τά παιδιά τους. Βολεύτηκαν καί οἱ ἄλλοι ὅπως μπόρεσαν. ῾Ο παπα-Γιάννης γονατίζει καί προσεύχεται. Μέ τά μάτια ὑψωμένα στόν οὐρανό εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τή σωτηρία τους, δέεται γιά τίς ψυχές τῶν συνανθρώπων του πού χάθηκαν, παρακαλεῖ τόν Κύριο νά τούς προστατέψει.
 Σηκώνεται γαλήνιος. Κοιτάζει τούς συγχωριανούς του. Στά πρόσωπά τους εἶναι ζωγραφισμένη ἡ ἀγωνία, ὁ πόνος, ὁ τρόμος. Προσπαθεῖ νά τούς ἐνθαρρύνει. Πλησιάζει στήν οἰκογένειά του. Ρίχνει μιά τρυφερή ματιά στήν πρεσβυτέρα. Τά παιδιά του ἔχουν ἀποκοιμηθεῖ στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας τους. Ἀθόρυβα πηγαίνει καί κάθεται δίπλα στή δική του μάνα. Στό γεμάτο ἀγωνία βλέμμα της διακρίνει τή μητρική ἀγάπη, τόν πόνο, τήν ἐγκαρτέρηση. Τῆς χαϊδεύει τό λευκόμαλλο κεφάλι. Ἀνασηκώνεται λίγο ἡ μάνα, παίρνει τό χέρι τοῦ παιδιοῦ της, τό χέρι τοῦ ἱερέα, τό ἀσπάζεται μέ σεβασμό κι εὐγνωμοσύνη!
 - Ἄχ, τί σταυρό κουβαλᾶς, παιδάκι μου! ψιθυρίζει μέ βαθύ ἀναστεναγμό.
 Κι ὁ παπα-Γιάννης μέ μιά λάμψη στά μάτια κι ἕνα φωτεινό χαμόγελο τῆς ἀπαντᾶ:
 - Ὁ σταυρός πού κουβαλάω, μάνα, εἶναι ἐλαφρύς· ὁ Γολγοθᾶς μου γλυκύς καί ἡ Ἀνάσταση γιά ὅλους μας δέν θ᾿ ἀργήσει νά ᾿ρθεῖ.

Καίτη Ἡλιοπούλου

Κατηγορία Γερμανική Κατοχή
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου

anhmera28hsΤόν Δημήτρη τόν Δαμπίζα ποιός δέν τόν γνώριζε; Μέ τό μισό του πόδι στόν τάφο καί μέ τ᾿ ἄλλο του μισό νά σέρνεται στούς δρόμους τοῦ χωριοῦ του, κουβαλοῦσε μέσα του μιά καρδιά πέτρα. Λέω μέ τό μισό πόδι, γιατί ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Δαμπίζας εἶχε ἕνα μονάχα. Τό δεύτερο πόδι του τοῦ τό ἔφαγε μιά βόμβα, καί τ᾿ ἄφησε σέ κάποιο ὀρεινό χειρουργεῖο ἐκεῖ πάνω στά ἀλβανικά βουνά. Ζοῦσε μόνος μέ μιά ἀδερφή του, πού δέν ἔκανε δική της οἰκογένεια γιά νά τόν συντροφεύει καί νά τόν ὑπηρετεῖ, μά πού ποτέ της δέν ἄκουσε μέσα ἀπό τό στόμα του νά βγαίνει ἡ λέξη «εὐχαριστῶ».
 Κανείς δέν ἄκουσε τόν Δημήτρη τόν Δαμπίζα νά λέει ἔστω καί μιά ἱστορία ἀπό τόν πόλεμο, οὔτε καί κανείς ἤξερε πῶς ἔγινε καί ἔχασε τό πόδι του. Οἱ παλιότεροι ἁπλά θυμόντουσαν πώς, σάν γύρισε ἀπό τόν πόλεμο εἰκοσιδυό χρονῶν παιδί, γύρισε δίχως πόδι καί δίχως χαμόγελο. Καί τί δέν ἔκαναν οἱ φίλοι του νά τοῦ γιατρέψουν τήν πληγή τῆς καρδιᾶς του. Ὁ Δημήτρης ὅμως ἔμενε πάντα πόρτα κλειστή καί πάγος ἄλειωτος.
 Ἔμαθε κι ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ νιοφερμένος δάσκαλος, πώς στό χωριό ὑπάρχει ἕνας ἀνάπηρος τοῦ πολέμου τοῦ ᾿40 καί πέταξε ἀπό τή χαρά του. Θά ὀργάνωνε γιορτή γιά τήν 28η καί θά τόν καλοῦσε νά μιλήσει στά παιδιά καί στούς χωριανούς. Χαμογέλασαν ὅσοι ἄκουσαν τίς σκέψεις του, μά δέν τοῦ εἶπαν τίποτε. Καινούργιος ἦταν ἀκόμα, θά καταλάβαινε μόνος του.
 Ὁ καινούργιος δάσκαλος ἦταν ἀποφασισμένος νά γνωρίσει τόν γερο-Δημήτρη τό γρηγορότερο. Νά καταστρώσουν μαζί σχέδια καί προγράμματα. Νά ζωντανέψουν οἱ δυό τους μαζί μέ τά παιδιά τό ἔπος τό ἀλβανικό. Τοῦ ἔστησε, λοιπόν, καρτέρι καί σάν τόν εἶδε πού βγῆκε στόν κῆπο του λίγο νά λιαστεῖ, ὁ δάσκαλος ἄνοιξε χαρούμενος τό ξεπόρτι. Ξαφνιάστηκε ὁ γέρος μέ τόν αὐθορμητισμό τοῦ νέου. Ἔσμιξε τά φρύδια του καί τόν κοίταξε αὐστηρά.
 - Τί θέλεις; τόν ρώτησε λίγο ἄγρια.
 - Χαίρετε! χαιρέτησε ἐγκάρδια ὁ δάσκαλος. Εἶμαι ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ νέος δάσκαλος τοῦ χωριοῦ, κι ἦρθα νά σᾶς γνωρίσω.
 - Ἀλκιβιάδης; ρώτησε ὁ γέρος μέ ἕνα παράξενο τρέμουλο στή φωνή του. Καί ... καί τό ἐπίθετό σου; - Ἀλκιβιάδης Σιδέρης, ξανάπε ὁλόκληρο τό ὄνομά του ὁ δάσκαλος κι ὁ γερο-Δημήτρης ἔσφιξε στό γέρικο χέρι του τό χέρι πού ἁπλώθηκε μπροστά του.
 - Ἀλκιβιάδη Σιδέρη λέγαν τόν καλύτερό μου φίλο, εἶπε μέσα σ᾿ ἕνα μουγκρητό πόνου ὁ γέρος. - Ἔτσι λέγαν τόν παππού μου, τόν πατέρα τοῦ πατέρα μου, πού σκοτώθηκε στήν Ἀλβανία. Γι᾿ αὐτό, ξέρετε, ἔχω ἰδιαίτερη ἀδυναμία στούς ζωντανούς μάρτυρες ἐκείνου τοῦ πολέμου.
 Σταμάτησε νά μιλᾶ ὁ Ἀλκιβιάδης, γιατί εἶδε τόν γέρο ἀπέναντί του νά τρέμει ὁλόκληρος. Ἔγινε γιά λίγη ὥρα σιωπή κι ὁ δάσκαλος τά ᾿χασε κυριολεκτικά, σάν ἄκουσε τόν γέρο μ᾿ ἕνα λυγμό στή φωνή νά λέει:
 - Τόν παππού σου, παιδί μου, ἐγώ τόν σκότωσα. Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια δέν εἶπα σέ κανέναν τό σαράκι τῆς ψυχῆς μου. Μά σήμερα στόν ἐγγονό τοῦ Ἄλκη δέν μπορῶ πάρα νά μιλήσω.
 Δίναμε μιά πολύ σκληρή μάχη τή μέρα ἐκείνη καί πότε - πότε ψάχναμε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, γιά νά βεβαιωθοῦμε ὅτι εἶναι ζωντανός. Ἐκεῖνος ἦταν πιό γενναῖος ἀπό μένα καί ἔδειχνε πώς δέν φοβόταν καθόλου τό θάνατο. Ἡ μόνη του ἔγνοια ἦταν ὅτι θ᾿ ἄφηνε τή γυναίκα του χήρα καί τά δυό παιδιά του ὀρφανά. Μά καί πάλι ἔλεγε πώς ὁ Θεός θά τούς ἀναλάβει. Ἐγώ ὅμως τόν φοβόμουνα τό θάνατο καί ἔτρεμα μήπως ἔρθει, εἴτε γιά κεῖνον εἴτε γιά μένα. Σέ κάποια στιγμή τῆς μάχης ἕνας ὅλμος ἔπεσε σχεδόν πάνω μου καί μοῦ πολτοποίησε τό πόδι. Ἔνιωσα νά χάνομαι. Φοβήθηκα πώς θά πεθάνω καί ἄρχισα νά φωνάζω τόν φίλο μου: «Ἄλκη, Ἄλκη, πεθαίνω, τρέχα». Γύρω μου γινόταν χαλασμός. Ἄν κάποιος ξεταμπουρωνόταν, ἦταν γι᾿ αὐτόν βέβαιος θάνατος. Ὁ Ἄλκης φαίνεται πώς ἦταν κάπου κοντά κι ἄκουσε τή φωνή μου κι ἔτρεξε δίπλα μου. Δέν πρόλαβα καλά καλά νά τόν δῶ νά στέκεται ἀπό πάνω μου καί τόν εἶδα νά πέφτει δίπλα μου χτυπημένος κατάστηθα ἀπό τίς ἐχθρικές σφαῖρες. Πρόλαβε μονάχα νά μοῦ πεῖ: «Μή φοβᾶσαι, Δημήτρη, ἡ ζωή δέν τελειώνει μέ τό θάνατο».
  Ἐγώ τόν σκότωσα, ἐγώ τοῦ ἔκλεισα καί τά μάτια. Μαζί μέ τό πόδι μου σ᾿ ἐκεῖνο τό βουνό ἄφησα καί τήν καρδιά μου.
  Ὁ νεαρός δάσκαλος ἔκλαιγε κι ὁ γερο-Δημήτρης τόν κοιτοῦσε καί κεῖνος δακρυσμένος, ζητώντας ἐξιλέωση.
 - Ὄχι, δέν τόν σκότωσες ἐσύ, παππού. Ἡ ἀγάπη του τόν σκότωσε. Ἀπό σήμερα εἶμαι διπλά περήφανος γιά τόν παππού μου, γιατί ξέρω πώς δέν πέθανε μόνο γιά τό ἰδανικό τῆς πατρίδας, μά καί γιά τό ἰδανικό τῆς ἀληθινῆς φιλίας.
 Ἔχωσε τά χέρια τοῦ γερο-Δημήτρη στά δικά του καί ἔσκυψε καί τά φίλησε.
 - Παππού Δημήτρη, ἄσε με νά σέ λέω ἔτσι στή θέση τοῦ παπποῦ Ἀλκιβιάδη, αὐτή τήν ἱστορία θέλω νά τή μάθουν τά παιδιά τοῦ σχολείου μας, νά τή μάθουν ὅλοι οἱ χωριανοί. Ὄχι, παππού Δημήτρη, δέν εἶσαι ὁ φονιάς τοῦ παπποῦ μου. Εἶσαι ὁ φίλος του, γιά τόν ὁποῖο χαλάλισε καί τή ζωή του. Τέτοιες ἱστορίες εἶναι ἁμαρτία νά μένουν θαμμένες ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια.
 - Θά τήν πῶ τήν ἱστορία αὐτή, παιδί μου, σ᾿ ὅποιον θέλεις. Ἔχεις δίκιο, Ἄλκη μου. Εἶχα καθῆκον, εἶχα χρέος πρός τόν φίλο μου νά μιλήσω σ᾿ ὅλον τόν κόσμο γιά τήν αὐτοθυσία του.
  Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια περίμενε τό χωριό τόν γερο-Δημήτρη τόν Δαμπίζα, ν᾿ ἀνοίξει ἐπιτέλους τό στόμα του καί νά τούς πεῖ κάτι ἀπό κεῖνο τό κομμάτι τῆς ζωῆς του πού λεγόταν ἀλβανικό ἔπος. Κι οὔτε πού πίστευαν στ᾿ αὐτιά τους κι οὔτε πού πίστευαν στά μάτια τους. Ὁ γερο-Δαμπίζας ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, πότε κλαίγοντας καί πότε γελώντας, ἐξιστοροῦσε χίλια δυό ἀπό τόν πόλεμο, μέ πρῶτο φυσικά τήν αὐτοθυσία τοῦ φίλου του. Καί σάν τελείωσε ἡ γιορτή καί φάνταξε στά μάτια τῶν παιδιῶν ὁ γερο-Δαμπίζας σάν ἥρωας, ἔνιωσε πώς ὄχι μονάχα εἶχε καρδιά, μά πώς ἦταν ἕτοιμη ἀπό τή χαρά καί τή συγκίνηση νά σπάσει.
 - Καί γιατί δέν μᾶς τά ἔλεγες αὐτά τά ὄμορφα πράγματα τόσα χρόνια, κύρ Δημήτρη; τόν ρώτησε εὐχαριστημένος ἀπό ὅλη τήν γιορτή ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ.
 - Περίμενα νά ἔρθει πρῶτα ὁ Ἄλκης, εἶπε χαμογελώντας ὁ γέρος, καί ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά του τόν ἐγγονό τοῦ φίλου του.
 Πάνω σέ τοῦτο τό σφιχταγκάλιασμα δέν ἄντεξε ἄλλο ἡ γέρικη καρδιά. Ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Δαμπίζας ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου συνάντησε ὕστερα ἀπό ἑξήντα τόσα χρόνια τόν φίλο του...

Κατηγορία Διηγήματα