Παρασκευή, 27 Ιούνιος 2014 03:00

Ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς

argia-kyriakhsἈνάμεσα στά ἄλλα μέτρα γιά τήν ἀποχριστιανοποίηση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας συγκαταλέγεται καί ἡ κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς. Ἡ ἀνίερη αὐτή «ἐπιχείρηση», ἔστω κι ἄν θέλει νά καλύπτεται πίσω ἀπό τό πρόσχημα τῆς τόνωσης τῆς ἀγορᾶς, στήν οὐσία στοχεύει στήν ἀποϊεροποίηση τῆς Κυριακῆς ὡς χριστιανικῆς ἀργίας. Ταυτόχρονα πλήττει τόν θεσμό τῆς οἰκογένειας, καθώς τῆς στερεῖ τήν εὐκαιρία τῆς ἀπερίσπαστης συνάντησης τῶν μελῶν της. Πρόκειται δηλαδή γιά μία μορφή ἰδεολογικοῦ διωγμοῦ εἰς βάρος τῶν Χριστιανῶν.
 Τά συνδικάτα τῶν ἐργαζομένων, μετά ἀπό προβληματισμό καί συζητήσεις, ἀποφάσισαν νά συμμαχήσουν μέ τήν Ἐκκλησία στόν ἀγώνα γιά τή διατήρηση τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς.
 Τί ἔπαθε ὅμως ἡ ἐποχή μας καί θεσπίζει «ἀντικοινωνικά ὡράρια» μεταθέτοντας ὅρια καί ὅρους πού ὁ Θεός ὅρισε; Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ τέταρτη ἐντολή τοῦ Δεκαλόγου ἀναφέρει ρητά ὅτι ἕξι μέρες πρέπει νά ἐργάζεται ὁ ἄνθρωπος καί τήν «ἑβδόμην» νά τήν ἀφιερώνει στόν Δημιουργό του, λατρεύοντάς Τον καί ἀναπαυόμενος, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε καί Ἐκεῖνος· «διὰ τοῦτο εὐλόγησε Κύριος τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν» (Ἔξ 20,11). Ὁ καλός Θεός, πού ὅλα τά ρύθμισε «καλά λίαν», ἔδωσε μαζί τήν ἐντολή τῆς ἐργασίας καί τῆς ἀργίας ἀξεχώριστα.
 Στήν Ἐκκλησία τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Κύριός μας, τό Σάββατο τῶν ἰουδαίων ἀντικαταστάθηκε ἀπό τήν ἡμέρα πού φέρει τό ὄνομά του, τήν Κυριακή. Εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς λαμπροφόρου ἐγέρσεως τοῦ Χριστοῦ μας, «ἡ μία τῶν σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία, ἑορτὴ ἑορτῶν καὶ πανήγυρις πανηγύρεων».
 Στή συνέχεια ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μέ αὐτοκρατορικό διάταγμα ἐπέβαλε τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ὡς ἡμέρα ἀργίας. Τό Διάταγμα προέβλεπε: «ὅλοι οἱ δικασταί, ὁ λαὸς τῆς πόλεως καὶ αἱ λοιπαὶ ἐργασίαι ὀφείλουν νὰ καταπαύουν κατὰ τὴν ἀξιοσέβαστον ἡμέραν τοῦ Ἡλίου» (C 111, 12· 2, in Corpus Juris Civilis τ. II, Codex Justinianus, Berlin 1927).
 Τελικῶς ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καθιέρωσε ὡς πλήρη ἀργία τήν Κυριακή μέ σκοπό τή μετοχή τῶν Χριστιανῶν στή λατρευτική σύναξη στούς ναούς καί τήν οἰκογενειακή ἀνάπαυση καί γαλήνη.
 Ἀργότερα, στά μαῦρα χρόνια τῆς Ὀθωμανοκρατίας ὁ ἀπόστολος τοῦ σκλαβωμένου Γένους, ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, περιερχόταν τήν ὕπαιθρο καί δίδασκε: «Τὴν Κυριακὴν νὰ σχολάζωμεν καὶ νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὰς ἐκκλησίας μας νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεόν μας» (Διδαχή Α΄). Ὁ λόγος του εἶναι κατηγορηματικός: «Οὔτε νὰ ἐργαζώμεθα καὶ νὰ πραγματευώμεθα τὴν Κυριακήν» (Διδαχή Δ΄). Καί κατά τρόπο ἀπόλυτο συμβούλευε: «Τὶς Κυριακές... μήτε νὰ πωλήσητε μήτε νὰ ἀγοράσητε οὔτε χωράφι οὔτε ἀμπέλι» (Διδαχή Η΄). Τόλμησε μάλιστα νά τά βάλει ὁ φωτισμένος διδάχος μέ τούς Ἑβραίους τῆς ἐποχῆς του καί κατάφερε νά μεταφέρει τά παζάρια (=τίς ἀγορές) ἀπό τήν Κυριακή στό Σάββατο. Λαμπρή ἡ νίκη του, σκληρό ὅμως καί τό τίμημα. Πλήρωσε μέ τή ζωή του· αὐτός μόνον ἀπό ὅλους τούς νεομάρτυρες θυσιάζεται, ὄχι γιατί ἀρνήθηκε νά ἀλλαξοπιστήσει, ἀλλά γιατί ἀντιστάθηκε καί συγκρούσθηκε μέ τά μεγάλα οἰκονομικά συμφέροντα τῶν ἡμερῶν του, τήν ἑβραϊκή κεφαλαιοκρατία.
 Ἀπό τήν ἱστορία ἐπίσης γνωρίζουμε ὅτι ἡ περίφημη Γαλλική Ἐπανάσταση, θέλοντας νά ἐξαλείψει κάθε ἴχνος Χριστιανισμοῦ στήν Εὐρώπη, ὅρισε ὡς ἡμέρα ἀναπαύσεως κάθε δέκατη ἡμέρα· ἀλλά τό μέτρο ἀπέτυχε. Σήμερα, ἀκόμα καί μουσουλμανικές χῶρες ἀργοῦν ἐπισήμως τίς Κυριακές, περιορίζοντας τή δική τους ἀργία, μόνο στό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς.
 Βέβαια, ἐνῶ ἡ Κυριακή εἶναι συνυφασμένη μέ τόν ἁγιασμό, τήν ἀνάπαυση, τή χαρά καί τήν εὐφροσύνη, ὀφείλουμε νά ὁμολογήσουμε ὅτι οἱ Νεοέλληνες μέσα στήν ἀφροσύνη τοῦ νεοπλουτισμοῦ μας δέν τῆς ἀποδώσαμε τήν τιμή πού τῆς ἀνῆκε. Καταπατήσαμε τήν ἱερότητά της, ἀφοῦ αὐτήν τήν ἡμέρα διαλέξαμε, γιά νά ἱκανοποιοῦμε ὅλες τίς διασκεδάσεις -ἐν πολλοῖς ἁμαρτωλές-, τά χόμπυ καί κάθε ἀναψυχή μας. Κι ὕστερα θέλουμε νά δοῦμε προκοπή!
Ἐσχάτως, οἱ σοφοί κι ἐπινοητικοί μας ἄρχοντες, ὑπακούοντας στά κελεύσματα σκοτεινῶν κέντρων καί παρακούοντας στή φωνή τοῦ Θεοῦ, νομοθετοῦν τήν κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς· θεσπίζουν παραδόξως τή Δευτέρα ὡς ἀργία, γιά νά ἀποφευχθοῦν ἐνδεχομένως οἱ διαμαρτυρίες ἑβραϊκῶν καί μουσουλμανικῶν Συλλόγων.
 Προφανῶς δέν ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι ὅποιος νομοθετεῖ κατά τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς αὐτός στρέφεται κατά τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ἀποδομεῖ τή νεοελληνική κοινωνία, ἐκθεμελιώνει τήν παράδοσή μας, ὑποβαθμίζει τόν πολιτισμό μας, καταστρατηγεῖ τίς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς μας. Δέν χορταίνει ἡ καρδιά μας μέ τόν ἦχο τοῦ χρήματος κι οὔτε βρίσκει ἔτσι τήν εἰρήνη της· αὐτή βιώνεται μόνον στή συντροφιά μέ τόν Θεό.
 Ἀλλά κι ἄν ἀκόμη μέχρι τίς ἡμέρες μας δέν εἶχε θεσπισθεῖ ἐπίσημα ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς, ἔπρεπε σήμερα, πού ἀντιμετωπίζουμε τόσα προβλήματα, νά καθιερωθεῖ, γιά νά μποροῦν οἱ Νεοέλληνες νά προσφεύγουν στό μοναδικό ἀληθινό καί ἀξιόπιστο καταφύγιο, στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία, καί νά ἀντλοῦν ἀπό ἐκεῖ δύναμη καί παρη- γοριά.
Ἕνας παλιός σοφός λόγος διασώζει: «Μέ δύο τρόπους γίνεσαι φτωχός καί δυστυχισμένος: Ὁ ἕνας εἶναι νά κλέβεις κι ὁ ἄλλος τήν Κυριακή νά δουλεύεις». Ἄς μήν βαυκαλιζόμαστε· ἀνάκαμψη τῆς οἰκονομίας δέν πρόκειται νά δοῦμε βεβηλώνοντας τήν Κυριακή. Ἄς ἀκούσουμε τή φωνή τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ πού μέ τρόπο ἀσυμβίβαστο καί ἀνυποχώρητο -εἰς πεῖσμα τῶν τροϊκανῶν- παραγγέλλει: «Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ὁποὺ γίνεται τὴν Κυριακὴν εἶναι ἀφωρισμένο καὶ κατηραμένο, καὶ βάνετε φωτιὰ καὶ κατάρα εἰς τὸ σπίτι σας καὶ ὄχι εὐλογίαν... Ἐγὼ σᾶς συμβουλεύω νὰ φυλάγετε τὴν Κυριακήν, ὡσὰν ὁποὺ εἶνε ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεόν» (Διδαχή Δ΄).

Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος-Θεολόγος

    

Κατηγορία Λατρευτικά
Τετάρτη, 16 Ιούλιος 2014 03:00

Ὄχι ψώνια τήν Κυριακή


  kleiston Γιά τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς καί τίς βέβηλες ἐνέργειες γιά τήν καταπάτησή της ἔχουμε ξαναγράψει. Προσθέτουμε τώρα μερικές ἀκόμη σκέψεις.
 Ἡ Κυριακή -ὅπως πολλές φορές τονίσθηκε- εἶναι ἡμέρα ἀφιερωμένη στόν Κύριο· ἡμέρα, κατά τήν ὁποία πανηγυρίζουμε τόν θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως καί δοξάζουμε τόν φιλάνθρωπο Θεό πού μᾶς χάρισε τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπαριθμεῖ τά «ἀπόρρητα ἀγαθά» πού μᾶς προσπορίζει ἡ ἡμέρα αὐτή ὡς ἑξῆς: «Ἐν ταύτῃ (Κυριακῇ) κατελύθη ὁ θάνατος, ἐσβέσθη ἡ κατάρα, ἁμαρτία ἠφανίσθη, ᾅδου πύλαι συνεκλάσθησαν καὶ δέσμιος ὁ διάβολος γέγονε καὶ ὁ χρόνιος κατελύθη πόλεμος, καὶ καταλλαγαὶ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐγένοντο... Διὰ τοῦτο καὶ προσήκει αὐτὴν τιμᾶν τιμὴν πνευματικήν» (ΕΠΕ 31,416-418· PG 51,265).
  Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Μέγας καί ἰσαπόστολος Κωνσταντῖνος μέ διάταγμά του στίς 3 Μαρτίου τοῦ 321, ἐπέβαλε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς: «Ὅλοι οἱ δικασταί, ὁ λαὸς τῆς πόλεως καὶ αἱ λοιπαὶ ἐργασίαι ὀφείλουν νὰ καταπαύουν κατὰ τὴν ἀξιοσέβαστον ἡμέραν τοῦ Ἡλίου» (C 111,12 2, in Corpus Juris Civilis ν. II, Codex Justinianus, Berlin 1927).
  Δυστυχῶς ὅμως σήμερα ἐν ὀνόματι τάχα τῆς ἀνάκαμψης τῆς οἰκονομίας ἐπιχειρεῖται ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς Κυριακῆς, ἐνῶ ταυτόχρονα συντελεῖται ἡ ἀπαξίωση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καί ἡ μετατροπή του σέ μηχανή.
  Ἀναμφισβήτητα, ἡ χρεωκοπημένη μας οἰκονομία δέν πρόκειται νά τονωθεῖ μέ τό ἄνοιγμα τῶν καταστημάτων μας τήν Κυριακή. Γιά τήν ὕφεση στήν ἐγχώρια ἀγορά εὐθύνεται ἡ ἔλλειψη ρευστότητας, ὄχι ἡ ἔλλειψη χρόνου γιά ἀγορές. Ἄς μή μᾶς ἐξαπατοῦν μέ τά ἕωλα ἐπιχειρήματά τους. Ἀνύπαρκτη ἔκθεση τοῦ ΟΟΣΑ ἐπικαλέστηκε ὁ ὑπουργός Ἀνάπτυξης, γιά νά ὑποστηρίξει τίς θετικές συνέπειες ἀπό τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ὡραρίου λειτουργίας τῶν ἐμπορικῶν καταστημάτων (βλ. «matrix 24»).
  Ἄν πραγματικά ἤθελαν μία ἐπέκταση τοῦ ὡραρίου -ὅπως κάποιοι ἰσχυρίζονται- γιατί δέν τήν ἐπιχείρησαν τά ἀπογεύματα πού τά καταστήματα παραμένουν κλειστά; Τό ἄνοιγμα τῶν καταστημάτων τήν Κυριακή καταδεικνύει τά ἄνομα καί ἀντίθεα σχέδια ἐκείνων πού τό ἐπινόησαν, καθώς καί τίς βρόμικες μεθοδεύσεις τῶν πολυεθνικῶν, τῶν ὑπεραγορῶν καί τῶν ἐμπορικῶν μονοπωλίων. Θά μποροῦσε κάτι ἀνάλογο νά ἐπιχειρηθεῖ στίς μουσουλμανικές χῶρες μέ τήν κατάργηση τῆς Παρασκευῆς ἤ τοῦ Σαββάτου στούς Ἑβραίους;
  Οὔτε βέβαια πρέπει νά ἐφησυχάζουμε μέ τό γεγονός ὅτι τά ἐμπορικά καταστήματα θά ἀνοίγουν μετά τή θεία Λειτουργία. Δέν κάνουμε «παζάρια» μέ τόν Θεό, γιά νά βρεθοῦμε στό παζάρι! Ἡ Κυριακή, «ἡ ἀπαρχή τῶν ἡμερῶν», ἡ «ὁμῆλιξ τοῦ φωτός» καί «τῇ ἀναστάσει τοῦ Κυρίου τετιμημένη» (Μ. Βασιλείου, ΕΠΕ 4,98· PG 29,52) εἶναι ὁλόκληρη ἁγία, ὄχι μόνον οἱ πρῶτες της ὧρες. Εἶναι ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Τήν ξεχώρισε ὁ Θεός γιά τόν ἑαυτό του καί τή σφράγισε. Κι ὅ,τι λέει ὁ Θεός δέν ἀμφισβητεῖται, δέν τροποποιεῖται, δέν ἀθετεῖται, δέν τίθεται ὑπό διαπραγμάτευση. Ἐπιπλέον, ἄς μή μᾶς διαφεύγει ὅτι ὅποιος ψωνίζει τήν Κυριακή, αὐτός συναινεῖ στή διάλυση τῆς οἰκογένειας καί στήν περαιτέρω ἐξαθλίωση τῶν ἐργαζομένων.
  Πρόσφατα, ἔκθεση τοῦ ΟΟΣΑ προτείνει λειτουργία τῶν καταστημάτων ὅλες τίς Κυριακές τοῦ χρόνου, παρά τό γεγονός ὅτι πάνω ἀπό τό 90% τοῦ ἐμπορικοῦ κόσμου ἀντιδρᾶ. Ἡ ἐπιχειρούμενη ὁλική κατάργηση τῆς ἀργίας πρέπει νά μᾶς βρεῖ ἕτοιμους νά ἀνατρέψουμε αὐτόν τόν νόμο. Ὄχι μόνον νά μήν ψωνίζουμε τήν Κυριακή, ἀλλά καί νά στηρίξουμε τά καταστήματα πού τή σέβονται. Ἡ κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς δέν ἀποτελεῖ μόνον πρόβλημα τῶν ἐμπόρων. Ξεκινοῦν ἀπό αὐτούς, γιά νά ἐπεκταθοῦν σέ ὅλους μας.
  Πολύ εὔστοχα ἡ ἱερά μονή Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους παρατηρεῖ: «Ἐκεῖνοι πού σήμερα ἐπίεσαν γιά τήν κατάργηση τῆς Κυριακῆς ἀργίας δέν θέλουν τούς χριστιανικούς θεσμούς, ἐπειδή δέν θέλουν τόν Χριστό, ἀλλά τόν ἀντίχριστο, κατά τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου: “ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε” (Ἰω 5,43)».
  Ὀφείλουμε νά διαφυλάξουμε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ, ὡς ἀκριβό καί πολυτίμητο θησαυρό. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κατηγορηματικός γιά τήν τήρηση τῆς ἀργίας τῆς δικῆς του ἡμέρας (βλ. Ἔξ 31,14). Καί ὁ Ἀλεξανδρείας Εὐσέβιος συμβουλεύει: «Μὴ παρέλθῃς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, μὴ κλέψῃς τὴν ἡμέραν αὐτοῦ, μὴ ἀποστερήσῃς τοῖς μισθίοις σου τὴν ἀνάπαυσιν, μὴ χωρισθῇς τῆς εὐχῆς, μὴ ἀποστῇς τῆς Ἐκκλησίας» (PG 86A,421Α).
  Στά κελεύσματα τῆς Νέας Τάξης πραγμάτων, ἡ ὁποία καθαιρεῖ ὅ,τι ἱερό καί ὅσιο, καλούμαστε νά προβάλουμε ἀντίσταση, νά γίνουμε ἀντιστασιακοί! Δέν εἶναι, ἐξάλλου, ἡ πρώτη φορά πού ὡς ἔθνος περνᾶμε δυσκολίες. Καί οἱ προηγούμενες γενιές ἔζησαν πολέμους, καταστροφές, στερήσεις· καί ὅμως μπόρεσαν νά ἀναστήσουν ἀπό τά συντρίμμια τήν πατρίδα μας, γιατί εἶχαν θεμελιώσει τή ζωή τους στό θεμέλιο τῆς πίστης, τῆς ὀλιγάρκειας, τῆς ἄσκησης.
  Ἐπιπροσθέτως, δέν εἶναι δυνατό νά λέμε ὅτι τιμοῦμε τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό -τό 2014 εἶναι ἀφιερωμένο στή μνήμη του, ἐπειδή συμπληρώνονται 300 χρόνια ἀπό τή γέννησή του- κι ἐμεῖς νά ἐξακοντιζόμαστε τήν Κυριακή στά καταστήματα. Δέν χρειάζεται οὔτε προβληματισμός οὔτε δίλημμα. Στό χέρι μας εἶναι νά καταργήσουμε ἐν τοῖς πράγμασι τόν ἐπαίσχυντο αὐτό νόμο. Ἀποτελεῖ πιά ὁμολογία πίστεως ἡ τήρηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς.

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Φιλόλογος- Θεολόγος

Κατηγορία Λατρευτικά
Τρίτη, 08 Ιούλιος 2014 03:00

Ποτέ δουλειά τήν Κυριακή

ΚΛΕΙΣΤΟ- Καλημέρα, Γιαννούλα!

- Ἄχ καλή μου Λαμπρινή, τί κάνεις; Φώναξε ἡ Γιαννούλα καί τραβήχτηκε μήν τήν πατήσει ἡ ρόδα τοῦ κάρου πού σταμάτησε δίπλα της.

- Πρωί-πρωί στήν ἐκκλησιά πᾶς, καημένη, ρώτησε ἡ Λαμπρινή. Δέν βλέπεις τά χωράφια σέ τί κατάσταση εἶναι; Τά ᾽πνιξε ἡ μουχρίτσα, τό καλάμι κι ἡ ἀγριάδα. Μά τί χόρτο εἶναι αὐτό φέτος! Πάει, χάθηκε τό βαμβάκι. Τέτοια χρονιά ἄς μήν ξαναρχόταν!

- Μά Λάμπρω, εἶναι Κυριακή, πῶς θά πάω στό χωράφι; Δέν πῆγα ποτέ μέχρι σήμερα.

- Σήμερα ὅμως, Γιαννούλα, πρέπει νά πᾶς στό χωράφι! Ὁ ἄντρας σου εἶναι ξαπλωμένος ἀπ’ τή μέση του καί δέν δουλεύει στ’ ἁλώνια ὅπως ἄλλες χρονιές. Ἄν δέν ὑπάρχει σοδειά, τά παιδιά σου θά πεινάσουν. Ἐγώ λέω σήμερα νά πᾶς στό χωράφι, ὅπως καί ὅλες τίς μέρες πού θά ’ρθουν, καθημερινές καί Κυριακές. Τά χορτάρια δέν περιμένουν. Καλή καί ἅγια ἡ ἐκκλησιά, ἀλλά γι’ αὐτούς πού κάθονται. Μιά ζωή μές στίς ἐκκλησιές εἶσαι, καημένη, ἄν δέν πᾶς καί κάνα δυό φορές δέν χάλασε ὁ κόσμος!

Ἔδωσε μιά καμτσικιά στ’ ἄλογα ἡ Λάμπρω καί τό κάρο ὅρμησε τραβώντας μέ δύναμη πέτρες, χόρτα καί χῶμα, πνίγοντας ὅλα γύρω στή σκόνη.

Ἡ Γιαννούλα ἔμεινε γιά λίγο ἀκίνητη κοιτάζοντας νά φεύγει μέσα στή σκόνη μιά καλή ψυχή, συγγενής της. Κράτησε μέ τά δυό χέρια της τή μαντήλα τοῦ κεφαλιοῦ της καί τήν ἔσφιξε ἀποφασιστικά, ὅπως ἔκανε πάντα ὅταν δυσκολευόταν, λές καί ἤθελε νά κρατήσει γερά τό κεφάλι μέ τίς σκέψεις της καί τό μυαλό της. Ἔκανε τόν σταυρό της καί προχώρησε βιαστική πρός τήν ἐκκλησιά. Γύρω τό καλοκαίρι παντοῦ μέ τόν ἥλιο νά ζεματάει, πρωτόβγαλτο χαμηλά στόν ὁρίζοντα τῆς ἀνατολῆς ἀκόμη.

Ἡ μέρα ὅμως προχώρησε. Ἔγινε μεσημέρι καί πολλά κάρα ἐπέστρεφαν γιά τόν μεσημεριανό ἐφοδιασμό τῶν ξωμάχων. Ἡ Γιαννούλα ἑτοίμαζε τό φτωχικό κυριακάτικο τῶν παιδιῶν της καί τοῦ ἄντρα της, πού ἦταν ξαπλωμένος. Ἀκριβῶς τότε ἦρθε κι ἕνας συγχωριανός πού ἐπέμενε νά πάρει μαζί του τόν ἄντρα της γιά τή Σουηδία καί ἡ ψυχή τῆς δόλιας Γιαννούλας σφίχτηκε ἀφάνταστα. Τάχα εἶναι θέλημα Θεοῦ νά ξενιτευτεῖ ὁ ἄντρας της; «Παναγιά μου», ψιθύρισε, «ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου εἶμαι ὀρφανούλα χωρίς πατέρα, ἄς μή μέ ἀφήσει τώρα κι ὁ ἄντρας μου μέ τέσσερα παιδιά».

- Εἶναι ὁ Κώστας μέσα; ρώτησε.

- Εἶναι, μά σήμερα εἶναι ἀνήμπορος καί δέν θά βγεῖ. Ὅταν γίνει καλά, θά σᾶς βρεῖ στό καφενεῖο, εἶπε ἡ Γιαννούλα κατακόκκινη. Τώρα δέν μπορεῖ νά σηκωθεῖ, ἔχει τή μέση του...

Μέσα στήν ἀγωνία της γιά τό πῶς νά πορευτοῦν μέ τά χρήματα πού λείπουν καί μέ τόν ἄντρα ξαπλωμένο, βράδιασε κρατώντας του πολύ σκεπτική λίγη συντροφιά.

- Γιαννούλα, εἶπε κάποια στιγμή αὐτός, τά χρήματα φαίνεται θά μᾶς λείψουν. Φέτος δέν δουλεύω κι ἐγώ, εἶπε ἀναθεματίζοντας νευρικά μέ φοβέρα.

- Ἔχει ὁ Θεός, Κώστα μου, ἀπάντησε χαμηλόφωνα αὐτή.

- Ἔχει, μά δέν δίνει, ἀπάντησε αὐτός ὀργισμένα.

- Ἄχ, Κώστα μου, γιατί βλαστημᾶς; Τί μᾶς ἔλειψε μέχρι τώρα; Στό μαχαλά τέσσερα παιδιά μόνο ἐσύ ἔχεις. Εἶναι γερά καί δέν τούς λείπει τίποτα. Νά λές μόνο «δόξα σοι ὁ Θεός», Κώστα μου. Ἔτσι νά λές.

Νύχτωσε γιά καλά ἡ Κυριακή καί ὁ καιρός στήν πλάση καλός, μαλακός. Γλυκειά θαλπωρή γιά τούς φτωχούς καί ἀνήμπορους.

Ἡ Γιαννούλα συμμάζεψε κι ἔβαλε γιά ὕπνο τά μικρά της κι ὅπως ἑτοιμαζόταν κι αὐτή νά πέσει, μέσα στό τρυφερό νανούρισμα τῶν τριζονιῶν καί τοῦ καλοκαιρινοῦ ἀγέρα, χτύπησε δυνατά ἡ ἐξώπορτα καί, χωρίς νά πάρει τήν ἄδεια, ἕνας πανύψηλος ἄντρας πέρασε μέσα, γελώντας δυνατά.

- Γιαννούλα, τί κάνεις; Τί κάνει ὁ Κωτσιάκος; Εἶμαι ὁ ξάδελφος ὁ Κώστας ἀπό τόν Ἅγιο Λουκᾶ. Φέτος δέν μᾶς ἦρθε. Ἔχει τή μέση του. Ἄς εἶναι. Ἄς γίνει καλά κι ἔρχεται τοῦ χρόνου, εἶπε δυνατά καί προχώρησε μέσα στό σπίτι φωνάζοντας: «Ποῦ εἶσαι μωρέ Κωτσιάκο! Δέν πιστεύω πώς εἶσαι ἐσύ ξαπλωμένος!».

Γυρίζοντας στή Γιαννούλα, πού ἀκολουθοῦσε ἀμήχανη, τῆς εἶπε γελαστά.

- Ἤμουνα στό Κιλκίς καί τό ᾽χα νά περάσω νά ἰδῶ τόν Κωτσιάκο. Συγγνώμη γιά τήν ὥρα. Χασομέρησα. Ξέρεις, φέτος δέν δουλεύουμε πλέον Κυριακή μετά τή ζημιά πού πάθαμε πέρυσι, Κυριακή μέρα. Πέρυσι ντέ, πού ἔμεινε ἡ κομπίνα μέσα στό χωράφι καί εἴδαμε καί πάθαμε νά τή φτιάξουμε καί κρατήσαμε ἀπό ὅλους χρήματα γιά τή ζημιά. Τώρα ὅμως ἀποφασίσαμε ὅλα τ’ ἀδέλφια νά ἐπιστρέψουμε τά χρήματα στούς ἐργάτες καί τά περισσότερα νά τά δώσουμε στόν Κωτσιάκο, μιᾶς καί εἶναι ἀνήμπορος φέτος καί δέν μπόρεσε νά ’ρθεῖ. Γι’ αὐτό εἶμαι ἐδῶ. Ἔλα, πᾶρε. Καί μέ μιά δρασκελιά πλησίασε καί τῆς ἔδωσε τά χρήματα.

- Τόσα πολλά! ψιθύρισε.

- Τόσα, τῆς ἀπάντησε καί προχώρησε στό δωμάτιο φωνάζοντας: «Ποῦ εἶσαι ὠρέ Κωτσιάκο; Περαστικά!».

 Ἡ Γιαννούλα πλησίασε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ τόν μικρό Χριστό στήν ἀγκαλιά καί ψιθύρισε μέ δάκρυα... «Σ’ εὐχαριστῶ, Παναγιά μου, πού βρέθηκαν χρήματα γιά τό σπιτικό μου σ’ αὐτή τή δύσκολη ὥρα. Μά πιό πολύ σ’ εὐχαριστῶ γιά τόν ἄντρα μου. Νά πάψει νά βλαστημάει καί ἄν γίνεται νά μή μᾶς φύγει μακριά!».

Βασίλης Βασιλάκος

Δάσκαλος

Κατηγορία Διηγήματα