Κυριακή, 29 Ιούνιος 2014 03:00

ΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΩΣ

-Νυχτωμένοι στρατοκόποι,
στά σκοτάδια πού γυρνᾶτε,
σάν τί νά 'ναι πού ζητᾶτε;
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι
μές στό σκοτεινό στρατί
τ' ἀνηφορικό, γιατί,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
 
Νά! Σέ λίγο ἀρχίζει ἡ μπόρα:
Σύγνεφα, βροντή, καπνός·
καί τό λιγοστό ἀστροφῶς,
πού σᾶς σιγοφέγγει τώρα,
ὅπου νά 'ν' κι αὐτό θά σβήσει.
Καί σεῖς τρέχετε, γυρνᾶτε,
λές καί βιάζεστε νά πᾶτε
σέ νυχτερινό μεθύσι.
 
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι!
Σάν τί νά 'ναι πού ζητᾶτε
στά σκοτάδια πού γυρνᾶτε,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
 
- Τί ζητᾶμε; Φῶς, διαβάτη:
Εἶν' ὁ πόθος ὁ βαθύς
κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Σάν ποιό νά 'ν' τό μονοπάτι
πού στό φῶς θέ νά μᾶς φέρει;
Ἄχ! κανείς μας δέν τό ξέρει.
 
Φῶς ζητᾶμε, Φῶς, διαβάτη.
Πήραμ' ἕνα γιδοστράτι
καί χυθήκαμε στά σκότη
ἀπ' τήν πρώτη μας τή νιότη.
Καί ζητᾶμε κι ὅλο πᾶμε
κι ὅσο πᾶμε καί ζητᾶμε.
 
Πόσα χρόνια πᾶνε τώρα;
Χίλια; Δυό χιλιάδες; Τρεῖς;
Μέτρησέ μας τα ἄν μπορεῖς.
Μέ τήν ἴδια πάντα φόρα,
στό σκοτάδι, στ' ἀστροφῶς,
τριγυρνᾶμε σάν ἀλῆτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες,
καί γυρεύουμε τό Φῶς.
 
Πήγαμε στή Βαβυλώνα,
στό Θιβέτ, στήν Καρχηδόνα,
στῆς Αἰγύπτου τίς ἐρμιές.
Μᾶς ἐμάθαν ὅλ' οἱ δρόμοι
κι ὅλες οἱ νεροσυρμές
ὥς τήν Κίνα κι ὥς τή Ρώμη.
 
Τϊποτα! Νεκρές ἐλπίδες!
Δέν ἐβρήκαμε παρά
λιγοστές χλωμές ἀχτίδες.
Φῶς ζητᾶμε, Φῶς, διαβάτη.
Ξαναπαίρνουμε φτερά
καί πετᾶμε νύχτα-μέρα
ἀπ' τό Νεῖλο στόν Εὐφράτη
κι ὥς τίς θάλασσες κι ὥς πέρα.
 
Τρέξαμε στό Καπιτώλιο
καί στό βράχο τόν αἰώνιο
κι ἀνεβήκαμε κι αὐτές
τοῦ Ὀλύμπου τίς κορφές.
 
Μά κι ἐδῶ ἡ χαρά σάν πρῶτα
σβήστηκε σάν λευκαφρός:
Ἦταν φῶτα, χίλια φῶτα,
μά δέν ἤτανε τό Φῶς...
Καί κινήσαμε καί πάλι
καί ριχτήκαμε ξανά
στά λαγκάδια, στά βουνά,
στά σκοτάδια καί στήν πάλη.
 
Καί γυρνᾶμε σάν ἀλῆτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες,
στό σκοτάδι στ' ἀστροφῶς.
Ἄχ! πονόψυχε διαβάτη,
πές ἐσύ, ποιό μονοπάτι
θά μᾶς φέρει πρός τό Φῶς;
 
- Κουρασμένοι στρατοκόποι,
πού σᾶς εἶδαν τόσοι τόποι,
πού σᾶς θόλωσαν τό μάτι
καταιγίδα, ἀνεμοζάλη,
δίψα, θλίψη, φόβος, μπόρα,
πάρτε καί τό μονοπάτι
τό φτωχό, πού θά σᾶς βγάλει
πρός τῆς Βηθλεέμ τή χώρα.
 
Εἶν' τό ἴδιο τό στρατί
τό ματόβρεχτο πού φθάνει
στό μαρτυρικό στεφάνι
κι ὥς τό Γολγοθᾶ κρατεῖ.
Ἀκλουθᾶτε το, ἀκλουθᾶτε:
Ἀπ' τή φάτνη ὥς τό Σταυρό
μπόρεσα κι ἐγώ νά βρῶ
τ' ἄυλο Φῶς π' ἀναζητᾶτε.
 
Γ. Βερίτης

Κατηγορία Χριστούγεννα
Τετάρτη, 25 Ιούνιος 2014 03:00

Τ' ἄστρο στήν Ἀνατολή


αστροΤ' ΑΣΤΡΟ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ
 
Κύττα τόν Ὄλυμπο, τί νά 'χει
καί τρέμουνε τά θέμελά του;
Ἄκου· τριζοβολοῦν οἱ βράχοι
καί σκούζουν ἄγρια τά στοιχειά του.
 
Σάν πληγωμένα σ' ἄγρια μάχη,
ὁρμοῦν καθέν' ἀπ' τή φωλιά του,
κατρακυλᾶνε πρός τά κάτου
καί παίρνουν ὅποιο δρόμο λάχει.
 
Δέν εἶναι δώδεκα μονάχα·
μετρῶ θεούς, μετρῶ θεές,
μισοθεούς, μισοθεές,
-πόσες χιλιάδες νά 'ναι τάχα;
 
Σάν τ' ἀνεμόδαρτα τά φύλλα
τόπο γιά νά σταθοῦν δέν ἔχουν·
τό μάτι τους θολό, μαυρίλα,
καί τρέχουν, τρἐχουν.
 
Τούς κράζω: - Ἀθάνατοι, ποῦ πᾶτε
κυνηγημένοι;
Δέν εἶστε σεῖς πού κυβερνᾶτε
τήν οἰκουμένη;
 
Μιλιά! Κανείς! Τρέχουν ἀκόμα,
λές θά τούς κάψει τ' ἀστροπελέκι.
Ἕνα στοιχειό μονάχα στέκει,
κι αὐτό μέ τήν ψυχή στό στόμα.
 
Χτυπιέται, δέρνεται καί κλαίει
κι ἀγκομαχᾶ·
«Ρώτα τόν Ὄλυμπο», μοῦ λέει
καί ξεψυχᾶ.
 
Δέν παίρνω λέξη -νεκρωμένες
ἀπό τόν τρόμο τους μορφές.
Γυρίζω στίς προσκυνημένες
βουνοκορφές.
 
Σπαράζει ὁ Ὄλυμπος, μουγκρίζει,
καί σ' ἀστραπόβροντα ξεσπᾶ·
ὁ δρόλαπας ἄγρια σφυρίζει
καί τόν χτυπᾶ.
 
Κι εἶν' οἱ βροντές κι οἱ κεραυνοί του
σάν μιά κατάρα, μιά βρισιά·
κι εἶν' ἡ φωνή κι εἶν' ἡ κραυγή του,
πού μ' ἀπαντᾶ μ' ἀπελπισιά:
 
- Τί μέ ρωτᾶς; Ἦρθε ἡ στιγμή μου·
μέ ζώνει ὁλοῦθε συμφορά·
νιώθω τοῦ Χάρου τά φτερά·
πεθαίνει ἡ δόξα κι ἡ τιμή μου.
 
Ἄχ! Δέ μέ σώζει πιά κανένας.
Νά, τ' Ἄστρο στήν Ἀνατολή.
Τώρα πεθαίνουν οἱ πολλοί,
γεννιέται ὁ Ἕνας!...
 
Εἶπε καί στέναξε πικρά
καί σέ βαθειά σιγή ἐβυθίστη.
...Κι ἡ αὔρα φέρνει ἀπό μακριά
κάποιο γλυκό «Δόξα ἐν ὑψίστοις»!

Γ. Βερίτης

Κατηγορία Χριστούγεννα
Τετάρτη, 25 Ιούνιος 2014 03:00

Γ. Βερίτης (Β΄)

  ΒΕΡΙΤΗΣ Τό προηγούμενο σημείωμα τό εἶχα κλείσει μ' ἕνα σχόλιο γιά τό πρῶτο ποίημα τοῦ Γ. Βερίτη «Πασχαλινό». Τό τελευταῖο ποίημά του (Μάρτιος τοῦ 1946) ἔχει τόν τίτλο «Μαζί θά περπατήσουμε». Πρόκειται γιά τήν πνευματική παρακαταθήκη τοῦ ποιητῆ. Ἕνα τό αἴτημα: Ἡ ἑνότητα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ καλοῦ ἀγώνα. Κάτι πού τόσο συχνά τό ξεχνᾶμε.
   Μαζί θά περπατήσουμε χέρι μέ χέρι
   στό δρόμο τοῦτον πού στή θέωση θά μᾶς φέρει.
   Μαζί θά περπατήσουμε χειμῶνες, καλοκαίρια
   καί στῆς γαλήνης τίς στιγμές καί στ' ἀγριοκαίρια...
   Ἀνάμεσα στά δύο ὁριακά αὐτά ποιήματα ξετυλίγεται ἡ λογοτεχνική παραγωγή τοῦ Βερίτη. Σέ μιά ἐποχή ὅπου στήν ποίησή μας κυριαρχοῦσε ἡ ὑποτονικότητα, ὁ ἀρρωστημένος ρομαντισμός καί ἡ πεισιθάνατη μελαγχολία, ἕνα πνεῦμα δηλαδή παρακμῆς (Ρῶμος Φιλύρας, Κώστας Οὐράνης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μῆτσος Παπανικολάου, Τέλλος Ἄγρας), τά ποιήματα τοῦ Βερίτη ἄνοιγαν καινούργιους ὁρίζοντες. Στόν θρηνητικό ἀπόηχο τῶν στίχων τοῦ Λαπαθιώτη,
   Μονάχα ἐμεῖς στεκόμαστε θλιμμένοι
   - ἐμεῖς, ἐμεῖς, τῆς ζωῆς οἱ νικημένοι
   μέ τά βασιλεμένα ἰδανικά,
ἀπαντοῦσε ἡ χαρούμενη φωνή τοῦ Βερίτη·
   Πλάκες πού στέκατε βαρειές
   στά μνήματα καί στίς καρδιές
   σᾶς ἔσπασε ὁ Χριστός μου!
   Γι' αὐτό καί στάθηκε ὁ ποιητής μας γιά δεκαετίες ὁλόκληρες ἡ καθαρή φωνή -παλμός καί τραγούδι- τῆς χρυσῆς ἑλληνικῆς νιότης. Ὁ Βερίτης εἶχε τό σπάνιο χάρισμα τοῦ βάρδου. Τά ποιήματά του ἔγιναν θούρια καί ἐνέπνευσαν γενιές γενιῶν. Κανένας νεοέλληνας ποιητής δέν εἶχε τό προνόμιο νά ἀγαπηθεῖ καί νά τραγουδηθεῖ μέ τόσο ἐνθουσιασμό ἀπό τά νιάτα. Μόνο ὁ Ρήγας Βελεστινλής γνώρισε μιά ἀνάλογη δόξα, ἀλλά πιό περιορισμένη. Οἱ ἀνθολόγοι καί οἱ γραμματολόγοι μας μένουν δυστυχῶς ἀνυποψίαστοι. Ὡστόσο ὁ χρόνος θά ἀποκαθάρει τόν νεοελληνικό Παρνασσό ἀπό τή σαβούρα πού τοῦ στοιβάζουν.
   Στό ποιητικό ἔργο τοῦ Βερίτη μπορεῖ κανείς νά ξεχωρίσει δύο κατηγορίες ποιημάτων. Ἐκεῖνα πού ἐκφράζουν τά συναισθήματα τοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος, τῆς Ἐκκλησίας. Καί τά ἄλλα, τά πολύ προσωπικά, μέ τήν ἔντονη ὑποκειμενική συγκίνηση. Τά πρῶτα ἔχουν ἀγωνιστικό, μαχητικό χαρακτήρα μέ κάποια στοιχεῖα ρητορισμοῦ. Εἶναι ὁ ὁμαδικός λόγος πού ἀκούγεται ἐνίοτε σάν βροντή. Στά δεύτερα ὁ ποιητής γίνεται πιό λυρικός, πιό χαμηλόφωνος, πιό ἐσωτερικός, πιό μουσικός. Π.χ.
   Τ' ὀρνίθι λάλησε, μά ἐγώ δέν κλείνω μάτι·
   εἶναι ἡ ψυχή μου προσευχή γεμάτη.
                          ἤ
   Θά 'ρθης πάλι τώρα, Πολυαγαπημένε,
   νά μέ συναντήσης κάτω στά χωράφια.
   Δρόμο μές στά στάχυα
   ἀνοίγω καί περνῶ,
   δρόμο μές στά στάχυα.
   Ὡστόσο ὁ ἐμπνευσμένος δημιουργός τῆς «Ὠδῆς τοῦ Ἀγαπητοῦ», πολύπλευρο ταλέντο, δοκίμασε μέ ἐπιτυχία τίς δυνάμεις του καί σέ ἄλλες μορφές λόγου. Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ προσφορά του στό δύσκολο χῶρο τοῦ δοκιμίου. Οἱ μελέτες του, πού δημοσιεύτηκαν στίς «Ἀκτῖνες», μαρτυροῦν τή φωτεινή του κρίση, τή δύναμη τοῦ στοχασμοῦ καί τήν πλήρη ἐνημέρωση στά λογοτεχνικά πράγματα τοῦ τόπου. Ἐξάλλου φαίνεται ὅτι παρακολουθοῦσε ἀπό κοντά καί τή γαλλική πνευματική κίνηση.
   Κι ἕνας σύγχρονος ἀναγνώστης ἔχει νά πάρει πολλά μελετώντας τά πρωτότυπα δοκίμια· «Ἡ καλλιτεχνική δημιουργία καί ὁ καλλιτέχνης», «Ἡ τέχνη γιά τόν ἄνθρωπο», «Ὁ ποιητής χθές καί σήμερα», «Ὁ θάνατος τοῦ λυρισμοῦ», «Ὁ λυρισμός θά ξαναζήση». Θά μνημονεύσω ἀκόμα τό θαυμάσιο ἀντιρρητικό κείμενό του «Ἀλεξικέραυνο» καί τή μελέτη του, δημοσιευμένη μετά τό θάνατό του, «Λογοτεχνία καί ἰδανικά».
   Δυό λόγια καί γιά τά τρία διηγήματα τοῦ Βερίτη, ὑπογεγραμμένα μέ τό ψευδώνυμο Α. Λαμπρινός, «Κάθε Πάσχα», «Ὁ Φαροφύλακας», «Ὁ Γησίλας». Ἐδῶ εἶναι φανερή ἡ ἐπίδραση τοῦ Παπαδιαμάντη. Στά δύο τελευταῖα βρίσκουμε τόν ὡραῖο νησιώτικο περίγυρο τῆς φύσης καί τῶν ἀνθρώπων. Πυρήνας τους, τό αἰώνιο θέμα τῆς λύτρωσης.
   Σημαντικές εἶναι καί κάποιες μελέτες καί μονογραφίες τῆς ἱστορικῆς φύσεως. Ὁ χῶρος ὅμως δέν μοῦ ἐπιτρέπει νά γράψω περισσότερα.
   Ἐνῶ ὁ Γ. Βερίτης συνέχιζε τό πολυεδρικό συγγραφικό ἔργο του, ξαφνικά σήμανε ἡ καμπάνα τοῦ τέλους. Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1946 τόν βρῆκε μιά βαρειά ἐγκεφαλική συμφόρηση. Ἐπέζησε δύο χρόνια καί στίς 5 Μαΐου τοῦ 1948 ὁ «ἀγαθός καί πιστός δοῦλος» παρέδωσε τό πνεῦμα. Τότε, χωρίς ὑπερβολή, ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα, ἀπό τόν Ἕβρο ὥς τήν Κύπρο, συγκλονίστηκε βαθιά. Εἶχε χάσει τόν δυνατό ποιητή, τόν μεγάλο ἀγωνιστή, τόν ἐξαίρετο ἄνθρωπο.
 
   Τό ψευδώνυμο Γ. Βερίτης δέν σημαίνει Γεώργιος Βερίτης, ὅπως πολλοί νομίζουν, ἀλλά Γεωργός Βερίτης (= ἀληθινός). Διάλεξε δηλαδή ὁ Ἀλέξανδρος Γκιάλας νά ὀνομάζεται καλός σποριάς.
 

Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης

Τετάρτη, 25 Ιούνιος 2014 03:00

Γ. Βερίτης (Α΄)

Ὁ λογοτέχνης, ὁ ἀγωνιστής

 

  Gkialas Ὁ Ἀλέξανδρος Γκιάλας, πού πολιτογραφήθηκε στά νεοελληνικά γράμματα μέ τό λογοτεχνικό ψευδώνυμο Γεωργίου Βερίτη, στάθηκε ὁ προικισμένος ἐκφραστής μιᾶς ἐποχῆς. Θεολόγος, ἱστορικός, φιλόλογος, δοκιμιογράφος, ποιητής. Ἡ δυναμική προσωπικότητά του μέ τήν πνευματική ὑποδομή πού διέθετε, τήν ἱστορικοφιλολογική κατάρτιση καί τό γνήσιο ποιητικό ταλέντο, τόν ἐπέβαλε πολύ γρήγορα μέσα στό χῶρο τοῦ νεοελληνικοῦ χριστιανικοῦ κινήματος καί τόν ἀνέδειξε ἐμπνευστή καί ὁδηγητή τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας. Μιά φωτιά, ἡ φλόγα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λαμπάδιαζε μέσα του καί θέρμαινε καί φώτιζε καί πυροδοτοῦσε καί, ὅπου χρειαζόταν, ἔκαιγε.
   Ὁ Ἀλέξανδρος Γκιάλας γεννήθηκε τό 1915 στήν Ἐλάτα τῆς Χίου, ἕνα ἀπό τά γνωστά μαστιχοχώρια τοῦ αἰγαιοπελαγίτικου νησιοῦ μας. Γιός τοῦ εὐλαβικοῦ παπαδάσκαλου Ἰωάννη Γκιάλα καί τῆς πρεσβυτέρας Ἀμαλίας, τό γένος Μπιλίρη. Κοντά στόν ἱερέα πατέρα του ἔζησε τήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί μέσα στό πατρικό σπίτι γνώρισε βιωματικά τήν πίστη, τήν ἀγάπη, τήν ἐλπίδα καί τή θυσία. Γι' αὐτό διακήρυξε:
Χριστιανό μέ κάματε,
μητέρα καί πατέρα.
   Στό Δημοτικό Σχολεῖο γράφτηκε μόλις πέντε ἐτῶν καί, καθώς τό Γυμνάσιο τῆς Χίου ἦταν τότε πεντατάξιο, ὁ Ἀλέξανδρος ἀποφοίτησε ἀπό αὐτό τό 1930. Ὡστόσο τό 1926 εἶχε δεχτεῖ ἕνα καίριο πλῆγμα στήν ὑγεία του. Ξαφνικά τόν βρῆκε ἕνας ὑψηλός πυρετός. Ἡ ἀρρώστια ἀποδείχτηκε ὅτι ἦταν ὀξεῖς ρευματισμοί. Ὅμως ἡ μή ἔγκαιρη διάγνωση καί ἡ καθυστέρηση τῆς κατάλληλης θεραπευτικῆς ἀγωγῆς προκάλεσαν ἀνεπανόρθωτη βλάβη στήν καρδιά, μέ ἀποτέλεσμα τόν ἀποφασιστικό περιορισμό στά ὅρια τῆς ζωῆς του.
   Πάντως, μόλις ὁ Ἀλέξανδρος πῆρε τό ἀπολυτήριο τοῦ Γυμνασίου μέ Ἄριστα, πῆγε στήν Ἀθήνα γιά νά σπουδάσει Θεολογία. Τό 1935, σέ ἡλικία 20 χρόνων, ἦταν κιόλας ἀριστοῦχος πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. Ἔτσι ἐντάχθηκε στούς κόλπους τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ἡ Ζωή».
   Τό ποιητικό ταλέντο τοῦ Ἀλεξάνδρου Γκιάλα ἐκδηλώθηκε πολύ νωρίς. Ἀπό μαθητής ἀκόμα ἔγραφε στίχους πού δημοσιεύονταν σέ τοπικά φύλλα τῆς Χίου μέ τό ψευδώνυμο «Ἀλέκος Πέτασσος». Τό δημιουργικό του ὅμως ἔργο ἄρχισε μέ τήν ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ «Ἀκτῖνες». Τότε ξεδιπλώθηκε μέ ὁρμή τό πολύπλευρο λογοτεχνικό τάλαντο τοῦ νεαροῦ θεολόγου καί ἔτσι ὁ Ἀλέξανδρος Γκιάλας καθιερώθηκε ἀνά τό Πανελλήνιο ὡς Γ. Βερίτης. Τό πιό ἐντυπωσιακό εἶναι ὅτι τό ἀπαράμιλλο ἔργο τοῦ Γ. Βερίτη ὁλοκληρώθηκε στό βραχύτατο διάστημα ὀκτώ μόνο χρόνων, ἀπό τό 1938 ὥς τό 1946, σέ ἡλικία νεαρώτατη ἀπό τά 23 ὥς τά 31 χρόνια του. Ποῦ θά ἔφτανε ἄραγε ὁ φωτισμένος αὐτός λογοτέχνης ἄν ζοῦσε ἄλλα 20, 30, 40 χρόνια;
   Τό Φεβρουάριο τοῦ 1946 μιά βαρειά ἐγκεφαλική συμφόρηση διέκοψε ἀπό­τομα τό ἐμπνευσμένο ἔργο, ἀχρηστεύοντας ὁριστικά τήν δημιουργική πνοή τοῦ λογοτέχνη, καί στίς 5 Μαΐου τοῦ 1948 ὁ «ἀγαθός καί πιστός δοῦλος» μέ τά δέκα τάλαντα παρέδωσε τό πνεῦμα του.
   Τό πρῶτο κριτικό κείμενο γιά τόν ποιητή δημοσιεύτηκε στίς «Ἀκτῖνες» τόν Ἰούνιο τοῦ 1948 ἀπό τόν Σ. Καλησπέρη. Διαβάζουμε μεταξύ ἄλλων· «Πρίν ἀπ' ὅλα οἱ "Ἀκτῖνες" αἰσθάνθηκαν τόν Βερίτη ὡσάν ἀγωνιστή. Ἀπό τῆς πρώτης στιγμῆς ἐγνώρισαν τόν πιστό πού μόλις ἄρχισε ὁ ἀγώνας "ἀναλαβών τόν θυρεόν τῆς πίστεως καί περιζωσάμενος ἐν ἀληθείᾳ τήν ὀσφύν", ἐμπῆκε στόν στίβο "ἔμπλεως ζήλου καί παρρησίας". Καί διηκόνησε καί "ἠγωνίσθη τόν καλόν ἀγῶνα" μέχρι τῆς τελευταίας ἡμέρας του, μέ πλήρη συναίσθησι τῆς εὐθύνης. Ἐπολέμησε μέ ὅλη τή δύναμί του. Μέ τήν πίστι του, τόν στοχασμό, τό ταλέντο, τήν θεολογική καί φιλολογική του κατάρτισι, μέ ὅλη του τήν ψυχή».
   Ἀγωνιστής, λοιπόν, ὁ Βερίτης, μαχητής τῆς πρώτης γραμμῆς μέσα στά πλαίσια τῆς ὀρθόδοξης στρατευομένης Ἐκκλησίας, μέ τή σκέψη του καί τήν καρδιά ὡστόσο προσανατολισμένη ἀταλάντευτα πρός τήν αἰωνιότητα, τή μακαριότητα τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας:
Κι ὅταν στερνά θά πέφτη ἀπάνω μου,
θά πέφτη ὁ ἴσκιος τοῦ θανάτου,
στό φῶς μιᾶς νέας ζωῆς, ἀθάνατης,
θ' ἀνοίγη ὁ νοῦς τά βλέφαρά του.
   Τό ἀγωνιστικό χριστιανικό φρόνημα τοῦ Βερίτη φανερώθηκε προπαντός στόν ὡραῖο χῶρο τῆς ποίησης. Εἶναι ἐνδιαφέρον νά γνωρίσει κανείς τό ξεκίνημα καί τό τέρμα τοῦ ποιητικοῦ αὐτοῦ κατορθώματος. Τό πρῶτο ποίημα πού δημοσίευσε στίς «Ἀκτῖνες» ὁ Βερίτης τό Πάσχα τοῦ 1938 ἔχει τόν τίτλο «Πασχαλινό». Πρόκειται γιά ἕνα λυρικό νεανικό τραγούδι, ὅπου κάτω ἀπό τό ντύμα μιᾶς φαινομενικῆς συναισθηματικῆς ἀτμόσφαιρας σπαρταρᾶ ἡ πίστη στήν ἀθανασία. Μπορεῖ τό ποίημα νά ἀρχίζει μέ μιά νότα ρομαντικῆς μελαγχολίας -εἶναι ἡ καθημερινή φθορά τοῦ κόσμου:
Στό στερνό τό ξεψύχισμα
δειλινοῦ μυρωμένου
κάποια ρόδα μαραίνονται,
κάποια ρόδα πεθαίνουν.
   Καταλήγει ὅμως μέ ἕνα θριαμβευτικό τόνο, πού δηλώνει σαφῶς τήν ὑπέρβαση καί τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου:
Νύχτα-νύχτα τό μήνυμα
τό τρανό θά κηρύξω,
τοῦ Χριστοῦ τήν Ἀνάστασι,
στούς νεκρούς πού θά σμίξω.
   Ἀναστάσιμος, λοιπόν, ὁ ποιητής μας. Ἐπαληθεύει μέ λόγο καί μέ πράξη τή ρήση τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται ματαία ἡ πίστις ἡμῶν».

Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης