Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΝΑ

2h manaΝόμιζε πώς τίποτα δέν μαρτυροῦσε τήν πάλη τῆς καρδιᾶς της. Εἶχε τήν ἐντύπωση πώς κανείς δέν ἀντιλήφθηκε τόν πόνο πού κρυβόταν πίσω ἀπό τό χαμογελαστό πρόσωπό της, γι᾿ αὐτό ξαφνιάστηκε σάν ἄκουσε τή φιλόλογό της νά τή ρωτᾶ ἀνήσυχα:
 - Κατερίνα, σοῦ συμβαίνει τίποτα;
 Σήκωσε τότε τό βλέμμα της, ἔκανε τό ὕφος της ἐπιθετικό κι ἑτοιμάστηκε ν᾿ ἀμυνθεῖ. Μά ἐκεῖνο τό ἄλλο βλέμμα πού ἀντίκρυσε τήν ἀφόπλισε.
 Δέν μίλησε ἡ Κατερίνα, δέν ἀπάντησε στό ἀνήσυχο ἐρώτημα τῆς καθηγήτριάς της. Μά σάν εἶδε τά γεμάτα στοργή μάτια της ἔχασε κάθε δύναμη γιά ἐπίθεση. Δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει ἄλλο τήν καρδιά της καί τά πυρωμένα της δάκρυα τῆς ἔτσουζαν τά μάτια. Καί τά δάκρυά της ἔγιναν λυγμοί καθώς ἔνιωσε στό κεφάλι της τό στοργικό χάδι τῆς καθηγήτριάς της.
 Ἡ Κατερίνα ἡ ἀπουσιολόγος τοῦ Β2, τό παιδί πού δυό χρόνια στό Λύκειο δέν ἔδωσε σέ κανέναν τήν παραμικρή ἐντύπωση ὅτι κάτι τήν ἀπασχολοῦσε, ὅτι κάτι τήν βασάνιζε, ἔκανε καί τούς συμμαθητές της νά τά χάσουν. Εὐτυχῶς τό κουδούνι τούς λύτρωσε ὅλους καί, μέ τήν εὐαισθησία πού διακρίνει αὐτή τήν ἡλικία, ἔφυγαν ἀπό τήν τάξη ἀφήνοντας μόνες τήν Κατερίνα καί τή φιλόλογό τους.
 - Κυρία... Κυρία, τό Σάββατο πρέπει νά πάω στό γάμο τοῦ πατέρα μου!... Δέν εἶναι φοβερό; Καλύτερα νά πεθάνω, νά πάω ἐκεῖ πού βρίσκεται ἡ μαμά...
 - Πόσα χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού πέθανε ἡ μαμά σου, Κατερίνα; Ἡ ἐρώτηση τῆς καθηγήτριας ξάφνιασε τήν Κατερίνα, γιατί φάνηκε πώς ἔβγαινε ἔξω ἀπό τήν καρδιά τοῦ προβλήματος.
 - Δέκα χρόνια, κυρία, ἀπάντησε ἡ Κατερίνα. Ἐγώ ἤμουν στήν πρώτη δημοτικοῦ κι ὁ ἀδερφός μου στά νήπια.
 - Κι ὁ πατέρας σου, παιδί μου, πόσων χρονῶν εἶναι;
 - Σαρανταδύο, ἀπάντησε ἐκείνη, καί τότε, γιά πρώτη φορά, κατάλαβε πόσο νέος ἦταν ὁ μπαμπάς.
 - Δηλαδή, ὅταν ὁ πατέρας σου ἔχασε τή γυναίκα του, ἦταν 32 χρονῶν. Καί τό θεωρεῖς τραγικό ὕστερα ἀπό δέκα ὁλόκληρα χρόνια, κι ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά χρόνια σᾶς στάθηκε καί μάνα καί πατέρας, νά ξαναφτιάξει τώρα τή ζωή του; Νομίζεις, Κατερίνα μου, πώς δέν ἔχει αὐτό τό δικαίωμα;
 Τ᾿ αὐτιά τῆς Κατερίνας εἶχαν γίνει κατακόκκινα καί βούιζαν.
 - Ξέρεις κάτι, καλό μου παιδί; Ἦταν ἀπό τόν Θεό νά πεῖς τόν πόνο σου σέ μένα, γιατί κι ἐγώ λίγο-πολύ στήν ἡλικία σου ἤμουν, ὅταν κι ὁ δικός μου πατέρας ξαναπαντρεύτηκε. Καί ᾿γώ, τό λέω καί ντρέπομαι, πείσμωσα καί δέν πῆγα στό γάμο του. Καί μόνο αὐτό; Δέν ἤθελα νά γνωρίσω κἄν τή γυναίκα του. Ἔφυγα στή γιαγιά μου, τή μάνα τῆς μάνας μου, καί δέν ἤθελα νά ξαναδῶ οὔτε τόν ἴδιο.
 Ἡ Κατερίνα ἄκουγε καί δέν πίστευε στ᾿ αὐτιά της. Ἀκριβῶς τό ἴδιο εἶχε ἀποφασίσει κι ἐκείνη. Νά φύγει καί νά πάει στή γιαγιά της. Μά τέτοια σύμπτωση!
 - Ἄρα, λοιπόν, μέ καταλαβαίνετε! Εἶπε μονάχα μέ πόνο καί ξανάβαλε τά κλάματα.
 - Σέ καταλαβαίνω, Κατερίνα μου, ὅμως ἡ πραγματικότητα μοῦ ἀπέδειξε πόσο ἄδικο εἶχα. Ὁ πατέρας μου εἶχε ἀνάγκη ἀπό μιά συντροφιά, πού ἐμεῖς τά παιδιά του δέν μπορούσαμε νά τοῦ τήν προσφέρουμε. Ἡ γυναίκα πού παντρεύτηκε ἔγινε, κι ἄς ἤμουν ὁλόκληρη γυναίκα, δεύτερη μάνα μου. Ἀρκεῖ μονάχα νά σοῦ πῶ πώς μένει σήμερα στό σπίτι μου καί πώς μεγαλώνει τά δικά μου τά παιδιά.
 - Καί τ᾿ ἀγαπάει; ρώτησε ἔκπληκτη ἡ Κατερίνα.
 - Ὅσο ἀγάπησε καί τόν πατέρα κι ἐμένα κι ἀκόμα πιό πολύ.
 Τό κουδούνι εἶχε χτυπήσει ἐδῶ καί ἀρκετή ὥρα κι οἱ συμμαθητές τῆς Κατερίνας στριμωγμένοι ἔξω ἀπό τήν πόρτα περίμεναν.
 - Θά τά ξαναποῦμε ὥς τό Σάββατο, ἔδωσε τέρμα στή συζήτηση ἡ φιλόλογος. Ἐγώ θά ἔλεγα νά ψωνίσεις καί κανένα ὄμορφο ροῦχο ὥς τότε.
 Τά εἶπαν καί τά ξαναεῖπαν ὥς τή μέρα τοῦ γάμου ἡ Κατερίνα μέ τή φιλόλογό της, καί τήν Παρασκευή, τήν ὥρα πού σχολοῦσε ἡ Κατερίνα, τόλμησε καί ζήτησε αὐτό πού ἐπιθυμοῦσε ἡ καρδιά της:
 - Κυρία, θά μπορούσατε νά ᾿ρθεῖτε μαζί μου στό γάμο; Θά ... θά τό ἤθελα τόσο νά σᾶς ἔχω δίπλα μου...
 - Τό σκέφτηκα καί ᾿γώ Κατερίνα, μά δυστυχῶς ἐκείνη τήν ὥρα ἔχω ἄλλη σοβαρή ὑποχρέωση. Μή φοβᾶσαι·  θά τά καταφέρεις καί μόνη σου. Εἶμαι σίγουρη γι᾿ αὐτό.
 Μελαγχόλησε ἡ Κατερίνα. Λιγάκι καί τῆς κακοφάνηκε. Πιό σοβαρή ὑποχρέωση ἀπό τή δική της ὑπῆρχε;
 Ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ γάμου κι ἡ Κατερίνα βρέθηκε στήν ἐκκλησία μέ ἀρκετή ἀγωνία στήν καρδιά της. Τήν ἀρραβωνιστικιά τοῦ πατέρα της δέν τήν εἶχε δεῖ παρά μόνο σέ φωτογραφίες. Οὔτε κι ἐκείνη εἶχε δεῖ ποτέ τήν Κατερίνα. Ὁ γάμος θά γινόταν σέ κλειστό οἰκογενειακό κύκλο. Ἔτσι μπῆκε στήν ἐκκλησία νά περιμένει τούς μελλόνυμφους.
 Ἕνα σούσουρο τήν ἔκανε νά γυρίσει πρός τήν πόρτα καί τότε τῆς ἦρθε νά φωνάξει ἀπό τή χαρά της. Δίπλα στή νύφη περπατοῦσε ἡ κυρία της, ἡ φιλόλογός της. Ἔτρεξε κοντά της ἀπορημένη.
 - Κατερίνα, θά παντρέψω σήμερα τήν πιό καλή μου φίλη μέ τόν πατέρα σου. Ἔλα, καλό μου παιδί, νά σοῦ τή γνωρίσω...
 Κοίταξε ἡ Κατερίνα τή σεμνή νύφη δίπλα στόν πατέρα της. Βύθισε τό βλέμμα της μέσα στό δικό της καί τό εἶδε ἴδια φωτεινό καί γλυκό, ἴδια ζεστό καί στοργικό μέ τῆς καθηγήτριάς της.
 - Θά σ᾿ ἀγαπᾶ, Κατερίνα μου! Θά σ᾿ ἀγαπᾶ ὅπως ἀγάπησε τόν πατέρα σου, ὅπως ἀγάπησε τόν ἀδελφό σου πού τόν γνώρισε. Θά σ᾿ ἀγαπᾶ, γιατί ἀγαπᾶ τόν Θεό. Ἔπεσε στήν ἀγκαλιά τῆς καθηγήτριάς της ἡ Κατερίνα.
 - Καί θά γίνει δεύτερη μάνα μου; τή ρώτησε δακρυσμένη.
  - Φτάνει νά θελήσεις ἐσύ νά γίνεις κόρη της, τῆς ἀπάντησε ἐκείνη καί τήν ἔσπρωξε ἁπαλά στήν ἀγκαλιά τῆς φίλης της.
  - Θέλω, ψιθύρισε ἡ Κατερίνα, κι ἔνιωσε αὐτή τήν ἀγκαλιά τόσο πλατειά, τόσο ζεστή, σάν ἐκείνη πού χρόνια τώρα νοσταλγοῦσε κι ὀνειρευότανε.
 

Ἑ. Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Κυριακή, 31 Ιανουάριος 2016 02:00

Μάνες καί μάνες

1 may flowerbinding lamp Σήμερα, τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, ξετυλίχτηκε τό μεσημέρι στό σπίτι μία ὄμορφη τρυφερή σκηνή, πού ζέστανε τά φυλλοκάρδια μου.

 Χτυπᾶ τό κουδούνι. Ἀνοίγω τήν πόρτα καί βλέπω τά πέντε μου παιδιά νά κρατοῦν στό ἕνα τους χέρι τή σχολική τους τσάντα καί στό ἄλλο ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο. Ἦταν σάν μιά ζωγραφιά. Δέν πρόλαβα νά συνέλθω ἀπό τήν ἔκπληξη καί τ᾿ ἀκούω ὅλα μαζί συντονισμένα νά μοῦ εὔχονται: «Σήμερα στή γιορτή σου, μαμά, θέλουμε νά σοῦ ποῦμε χρόνια πολλά καί σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιά ὅ,τι κάνεις γιά μᾶς».
 Τούτη ἡ χαριτωμένη χειρονομία τῶν παιδιῶν διαπότισε τήν ὑπόλοιπη μέρα μου. Ἑστίασα τή σκέψη μου σ᾿ ὅλες τίς χριστιανές μητέρες, πού τέτοια μέρα ἔχουν τήν τιμητική τους. Στήν καθεμιά ἔστειλα καρδιόβγαλτη τήν εὐχή μου:
 «Χριστιανή μάνα, μήν ἀποκάμεις. Κράτα καλά τό μετερίζι σου.
Χριστιανή μάνα, πού μαζί μέ τήν κούνια τοῦ παιδιοῦ σου κινεῖς τά νήματα τοῦ αὔριο, συνέχιζε ν᾿ ἀνατρέφεις τά παιδιά σου "ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου".
 Χριστιανή μάνα, τώρα πού τό κακό ἔρχεται κατακλυσμιαῖο νά καταπιεῖ τά βλαστάρια σου, κλίνε πιό συχνά τά γόνατα καί δεήσου θερμά στόν Κύριο γιά τήν πνευματική προκοπή τους.
 Χριστιανή μάνα, ἡ Ἐκκλησία περιμένει πολλά ἀπό σένα».
 Κι ἡ σκέψη μου ἁπλώθηκε κι ἀγκάλιασε μαζί μέ τίς χριστιανές μάνες κι ὅλες ἐκεῖνες τίς ἐκλεκτές μορφές, πού διάλεξαν τήν ὑψηλή ἀποστολή νά διακονήσουν ἀπερίσπαστα στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
 Λαχεῖο στή ζωή μας πού σᾶς ἀνταμώσαμε, πνευματικές μας μάνες.
 Δέν μᾶς θηλάσατε μέ γάλα φυσικό, ἀλλά μᾶς γαλουχήσατε μέ τά νάματα τῆς πίστεως.
 Δέν μᾶς ταΐσατε ψωμί, ἀλλά μᾶς θρέψατε πλούσια μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ.
 Δέν μᾶς προσφέρατε νερό, ἀλλά μᾶς ξεδιψάσατε μέ τό νέκταρ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ.
 Δέν μᾶς συνδέσατε μέ τόν ἑαυτό σας ἀλλά μέ τή μάνα Ἐκκλησία καί μέσῳ αὐτῆς μᾶς μάθατε ν᾿ ἀφηνόμαστε μ᾿ ἐμπιστοσύνη στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
 Δέν μᾶς κληροδοτήσατε περιουσίες ὑλικές, ἀλλά μᾶς ἀφήσατε ἱερή παρακαταθήκη νά κάνουμε τά σπίτια μας «κατ᾿ οἶκον» ἐκκλησίες καί νά στοχεύουμε στήν οὐράνια πατρίδα.
 Δέν μᾶς ντύσατε μέ ροῦχα ὑλικά, ἀλλά μᾶς μεταγγίσατε τήν ἀγωνία τῆς καρδιᾶς σας νά κοσμήσουμε τόν ἑαυτό μας μέ στολίδια πνευματικά, μέ ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία, ἀνοχή, ἀγάπη, ἀνεξικακία. Καί μ᾿ αὐτό τό ἰσχυρό ὁπλοστάσιο μπήκαμε στό στίβο τῆς οἰκογένειας.
 Καθώς βλέπω τήν εἰκόνα τῆς Ὑπαπαντῆς, τήν Παναγία Μητέρα μας νά προσάγει στό ναό τό σαραντάμερο βρέφος της, τόν Ἰησοῦ, θέλω κι ἐγώ ν᾿ ἀποθέσω σήμερα λουλούδια εὐγνωμοσύνης σ᾿ ὅλες ἐκεῖνες πού χρόνια τώρα, μυστικά καί ἀθόρυβα, ἀναλώνουν τόν ἑαυτό τους σέ κατηχητικές αἴθουσες, σέ χριστιανικά φοιτητικά οἰκοτροφεῖα, σέ χριστιανικές κατασκηνώσεις, σέ κύκλους μελέτης ἁγίας Γραφῆς, σέ προσπάθειες φιλανθρωπίας καί σέ ποικίλους ἄλλους ἀφανεῖς τομεῖς· πού στέκονται δίπλα σ᾿ ἐμᾶς καί στά παιδιά μας καί μᾶς προσάγουν στόν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας· πού πυροδοτοῦν πνευματικά τίς καρδιές μας, γιά νά μήν παρασυρθοῦμε ἀπό τό ρεῦμα τῆς ἀσωτείας καί νά κρατήσουμε, σ᾿ αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς, τή λαμπάδα τῆς πίστεως ἀναμμένη· πού μέ τόν κόπο τῆς ἀγάπης τους νοστιμίζουν τή ζωή μας κι ἀνακόπτουν τή σήψη τῆς κοινωνίας μας.
«Αἰωνία ἡ μνήμη» καί ἐκείνων, πού παρέδωσαν τή σκυτάλη τῆς θυσίας καί τῆς προσφορᾶς στίς ἑπόμενες καί ἀναπαύονται μακαριστές στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄς εἶναι ἡ ταπεινή αὐτή μνεία ἕνα ἁγιοκέρι στή μνήμη τους.

 

Μαρία Γούδα

Φιλόλογος - Θεολόγος

Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 33-34 

Κατηγορία ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

agramatimana «Γειά σου, γιαγιά!», εἶπε καί τεντώθηκε τό παιδικό προσωπάκι νά ἀκουμπήσει τό φιλί τῆς ἀγάπης στό γηρασμένο πρόσωπο. Ἀνταποκρίθηκε τό λευκό της κεφάλι κι ἔσκυψε νά ἀσπαστεῖ σάν εἰκόνισμα τήν ἀγαθή φυσιογνωμία τοῦ παιδιοῦ. Κι ἔτσι ὅπως βρέθηκε τόσο σιμά του, τοῦ ψιθύρισε μία στοργική συμβουλή - εὐχή τῆς καρδιᾶς της: «Χαρά μου, νά ᾿σαι κι ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ μας!».
 Ἡ ἐξώπορτα ἔκλεισε ἁπαλά πίσω του καί ἡ γιαγιά ἔμεινε νά κοιτᾶ ἀπ᾿ τό παράθυρο· κατευόδωσε τό παιδί μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ψιθύρισε: «“ Ἡ μαρτυρία Κυρίου πιστή, σοφίζουσα νήπια”. Τί ἄλλο μπορῶ, μικρέ μου Ἀνέστη, νά σοῦ χαρίσω γιά τή ζωή πιό πολύτιμο καί πιό μεγάλο; Τό λόγο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι πάνω ἀπ᾿ τή γνώση πού παίρνεις στό σχολεῖο σου· καί πάνω ἀπ᾿ τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων πού μαθαίνεις». Ἕνα χαμόγελο ἱκανοποίησης ζωγραφίστηκε στό πρόσωπό της: «Χαρά μου! Νά ᾿χεις χαρά σου τό Χριστό!».
 Αὐτή εἶναι ἡ γιαγιά μας, ἡ μάνα μου, ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος μέσα στήν οἰκογένειά μας. Νιώθω νά τή ζηλεύω· ἔχει τή νιότη μέσα στά γηρατειά της· ἔχει τήν εἰρήνη μέσα στίς τόσες θλίψεις της· ἔχει ὁλόκληρη τή χαρά.
 Μιά μέρα μοῦ ἀποκάλυψε τό μυστικό της: «Θά σοῦ μιλήσω στή γλώσσα τῆς ἁγίας Γραφῆς, πού εἶναι γλυκιά σάν μέλι. “Τά δικαιώματα Κυρίου εὐθέα, εὐφραίνοντα καρδίαν”».
 Νά γιατί ἡ μάνα μᾶς φώναζε πάντα λέγοντας «Χαρά μου!». Γιατί τή χαρά τήν εἶχε μέσα της μόνιμη καί ἀναφαίρετη.
 Χρόνια καθηγήτρια καί νιώθω νά μαθητεύω κοντά στήν ἀγράμματη μάνα, πού ἔχει μία ἄλλου εἴδους γνώση.
 Ἕνα ἀπόγευμα ὁ Ἀνέστης, ὁ μικρός μου γιός, μέ ρώτησε:
 «Γιατί ἐσύ, μαμά, δέν μπορεῖς νά ἔχεις τό χαρούμενο πρόσωπο τῆς γιαγιᾶς, καί νά μᾶς μιλᾶς γλυκά ὅπως αὐτή; Ξέρεις κάτι; Μιά φορά, ἐκεῖ πάνω στό παλιό ντουλάπι, δίπλα στή μεγάλη πολυθρόνα, βρῆκα ἕνα μεγάλο βιβλίο. Εἶναι τό ἀγαπημένο τῆς γιαγιᾶς. Λές ἀπό κεῖ νά βρίσκει τίς ἱστορίες πού μοῦ διηγεῖται καί πού μ᾿ ἀρέσουν πολύ; Ὅμως στό γραφεῖο σου δέν εἶδα κανένα τέτοιο βιβλίο ἀνάμεσα στά τόσα πού ἔχεις! Γιά δές το! Θά σοῦ ἀρέσει!», κι ἔτρεξε νά μοῦ τό φέρει.
 Τό ἄνοιξα κι ἄρχισα νά μελετῶ ἐδῶ κι ἐκεῖ... «Νά, ἡ πολύτιμη γνώση τῆς ἀγράμματης μάνας μου!», μονολόγησα. «Ἡ ἁγία Γραφή!». Μιά περίεργη δύναμη μέ κράτησε γιά πολύ μπροστά στίς σελίδες τοῦ μεγάλου βιβλίου. Ἡ μάνα διακριτικά δέν ἀναζήτησε τό ἀγαπημένο της βιβλίο... καί κεῖνο τό βράδυ καί γιά πολλά ἀκόμη βράδια. Κι ἐγώ ἔβρισκα τήν εὐκαιρία νά καταφεύγω στήν καθοδήγησή του, νά ἀνακουφίζομαι ἀπό τίς συμβουλές του, νά ἀνακαλύπτω τά μυστικά κλειδιά τῆς εὐτυχίας τήν ὥρα τῆς μελέτης μου αὐτῆς... Πόσο εἶχε δίκιο, ἡ μητέρα μου! «Τά κρίματα Κυρίου ἀληθινά»... ἐπιθυμητά.
 Τό μεγάλο βιβλίο ἀπό τότε δέν ἐπέστρεψε στό παλιό ντουλάπι. Ὥσπου δέν ἄντεξε ἡ μάνα μου καί χαριτολογώντας μοῦ εἶπε: «Μοῦ ἔκλεψες τό βιβλίο, κυρία μου!». Κι ἔπειτα πρόσθεσε σοβαρά: «Ξέρεις τί λέω τώρα πιά μέ βεβαιότητα; “Ὁ νόμος Κυρίου ἐπιστρέφων ψυχάς”. Κι εἴμαστε κι ἐσύ κι ἐγώ οἱ εὐεργετημένοι, πού ἄλλαξε ἡ ζωή μας καί ἔγινε στ’ ἀλήθεια εὐτυχισμένη».
 Τήν κοίταξα μέ εὐχαριστία καί σκέφτηκα: «Εὐλογημένη νά ᾿σαι, ἀγράμματη μάνα μου, πού ἄφησες τήν αἰώνια γνώση σου πολύτιμη κληρονομιά μές στήν οἰκογένειά μου»!

Εὐγ. Χ. Χατζηιωαννίδου

Κατηγορία ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ