Ο λαός του Θεού είναι έτοιμος να εισέλθει στη γη της Επαγγελίας. Αργηγός του τώρα, μετά τον πρόσφατο θάνατο του Μωυσή, είναι ο Ιησούς του Ναυή. Μπροστά τους κυλάει ο Ιορδάνης ποταμός. Την εποχή εκείνη ήταν αδιάβατος. «Επληρούτο καθ’ όλην την κρηπίδα αυτού». Η κοίτη του ήταν πλημμυρισμένη από άκρη σε άκρη. Με εντολή του Θεού ο Ιησούς του Ναυή έδωσε οδηγίες στον λαό για τη διάβαση. Μπροστά βάδισαν οι ιερείς σηκώνοντας στους ώμους τους την Κιβωτό της Διαθήκης, τη δόξα του Ισραήλ, όπου φυλάσσονταν οι πλάκες του Νόμου και άλλα ιερά αφιερώματα.
Όταν οι ιερείς μπήκαν στον Ιορδάνη και βράχηκαν λίγο τα πόδια τους στο νερό, στάθηκαν, κρατώντας πάντα υψωμένη την Κιβωτό. Επαναλήφθηκε τότε το θαύμα της θαυμαστής διάβασης της Ερυθράς θάλασσας. Τα ορμητικά νερά του Ιορδάνη κόπηκαν απότομα στη μέση. Αυτά που κατέβαιναν από το πάνω μέρος του ποταμού, σταμάτησαν. Ένα υδάτινο τείχος σαν ένας μακρύς εκτεταμένος πάγος απλώθηκε σε τεράστια απόσταση, όσο έβλεπε το μάτι. Έφτανε ως την πόλη Καριαθιαρίμ. Αντιθέτως, στο κάτω μέρος του ποταμού, τα κατερχόμενα νερά συνέχισαν να τρέχουν ορμητικά, ώσπου άδειασαν όλα στην αλμυρή Νεκρά θάλασσα. Ο Ιορδάνης έγινε στεριά. Ο λαός γεμάτος δέος και κατάπληξη παρακολουθούσε απέναντι ακριβώς από την Ιεριχώ.
Αφού στέγνωσε ο Ιορδάνης, οι ιερείς με την Κιβωτό προχώρησαν και στάθηκαν στο μέσον. Ο λαός πήρε τότε εντολή να διαβεί τον ποταμό. Κανένας δεν έπρεπε να πλησιάσει την Κιβωτό. Την έβλεπαν μόνο ευλαβικά από απόσταση δύο χιλιάδων πήχεων (χιλίων περίπου μέτρων). Μαζί τους έλαβαν δώδεκα μεγάλους λίθους από την κοίτη του Ιορδάνη, ένα για κάθε φυλή του Ισραήλ, και τους έστησαν στον τόπο όπου στρατοπέδευσαν, σε ανάμνηση του μεγάλου θαύματος. Αφού πέρασε όλος ο λαός, προχώρησαν τελευταίοι και οι ιερείς, εισάγοντας την Κιβωτό στη γη της Επαγγελίας. Με την έξοδό τους από τον Ιορδάνη, τα σταματημένα νερά του άρχισαν και πάλι να κυλούν κανονικά (Ιησ. Ν., κεφ. 3-4).
Την εικόνα αυτή αντιστοιχίζει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός με την Κοίμηση της Θεοτόκου. Οι Απόστολοι τότε συνάχθηκαν με θεία δύναμη, «θεαρχίω νεύματι», από τα πέρατα της οικουμένης, για να προπέμψουν στον τάφο το «πανάχραντον και ζωαρχικόν σκήνος» της, δηλαδή «το ζωοδόχον σώμα» της.
Με πρώτο τον Απόστολο Πέτρο σήκωσαν όλοι στους ώμους τους την αληθινή Κιβωτό του Θεού, όπως τότε οι ιερείς στον Ιορδάνη ύψωσαν την Κιβωτό της Διαθήκης, τον τύπο της έμψυχης Κιβωτού του Θεού (της Παναγίας). Και όπως δια μέσου του Ιορδάνη οι ιερείς εισήγαγαν την Κιβωτό στη γη της Επαγγελίας, έτσι και τώρα οι Απόστολοι, χρησιμοποιώντας τον τάφο σαν άλλον Ιορδάνη, παραπέμπουν στην αληθινή γη της Επαγγελίας, δηλαδή στην Άνω Ιερουσαλήμ, «την πάντων των πιστών Μητέρα». Και Άνω Ιερουσαλήμ βέβαια λέγεται η πόλη με τα ασάλευτα θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός. Η Βασιλεία των Ουρανών (Εβρ. 11, 10).
Ο Θεός μάς τίμησε ιδιαιτέρως κάνοντας και δική μας μητέρα την έμψυχη Κιβωτό του, τη μητέρα του. Ας ατενίζουμε ευλαβικά και εμείς την πανάχραντη μορφή της, για να διαπεράσουμε υπό τη μητρική της προστασία τον πολυκύμαντο Ιορδάνη της ζωής μας και να φτάσουμε όλοι ασφαλείς στην ακύμαντη γαλήνη της Βασιλείας του Θεού.
π. Δημήτριος Μπόκος
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 421, Αύγ. 2018)
Δοχεῖο ἐκλεκτό πῶς νά σέ ὑμνήσω;
Στόν ὕμνο τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν
σέ μακαρίζει κι ἡ δική μου ἡ καρδιά.
Πρῶτα, γιατί στῆς Παλαιᾶς τό περιθώριο ἐποχῆς
ἕτοιμος ἔγινες καρπός πιά τῶν καιρῶν.
Στούς χρόνους τῆς φθορᾶς – κληρονομιᾶς τῆς πρώτης Εὔας,
σέ διάλεξε ὁ πατήρ τῶν οἰκτιρμῶν
ζωῆς ἡ ἀρχή νά γίνεις.
Μ’ ὅτι πολύτιμο καί ἄπειρα μεγάλο ἤσουν γεμάτη
εἶπες τό ΝΑΙ σου ταπεινό στοῦ Οὐρανοῦ τήν κλήση.
Εἶσαι ἕνα κλῆμα ἀρετῶν κι ἄν θέλω νά τρυγήσω,
τή σύνεση, τή φρόνηση, τήν προσευχή,
τό ἀφιλόδοξο τῆς ὕπαρξής σου,
τοῦ Νόμου τή μελέτη, τήν πίστη τῶν πατέρων σου θά βρῶ,
νά καρτεροῦν τή Διακονία τῶν αἰώνων.
Στό θαῦμα τῆς ζωῆς σου ἐντρυφῶ
καί ψάχνω νά σέ βρῶ στά δεξιά τοῦ Υἱοῦ σου.
Σέ βρίσκω στούς πολλούς του μαθητές
μορφή σεμνή νά μαθητεύεις.
Δυό λόγια ἄν θέλω
τ’ ἀκριβοῦ σου Μυστικοῦ ν’ ἀκούσω,
χρόνια καί χρόνια καρτερῶ
στό θαῦμα τῆς σιωπῆς σου.
Εἶσαι τό πρῶτο ἀντίκρυσμα τοῦ βρεφικοῦ χαμόγελου,
ἡ ἀγγελική σκιά τῶν παιδικῶν μου χρόνων.
Εἶσ’ ὁ ἀτίμητος καθρέφτης τῆς ἁγνῆς μας ὀμορφιᾶς.
Εἶσαι ἡ τρυφερή στοργή στόν πόνο,
πού τά λογχίσματά του δέχτηκες καί σύ.
Ἡ Μάνα τοῦ πιστοῦ, τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ νιοῦ, τοῦ γέρου.
Μαρία, κόρη ἀπ’ τοῦ Δαβίδ τή γενεά τήν ἐκλεκτή,
σέ μακαρίζει κι ἡ δική μας ἡ καρδιά.
Κισσός
Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί πάλι, καί οἱ ἀκολουθίες τῶν Χαιρετισμῶν πρός τήν Παναγία μας ἀνανεώνουν μέσα μας τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι οἱ πιστοί ἀπολαμβάνουμε στήν ζωή μας -καί ποιός μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει αὐτό; τήν μοναδική εὐλογία ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου, ἡ Θεοτόκος Μαρία, νά εἶναι καί δική μας μητέρα. Πῶς;
Οἱ ἄνθρωποι στήν αὐγή τῆς ὕπαρξής μας, τότε στήν Ἐδέμ, γίναμε ἀντάρτες• ἐναντιωθήκαμε στόν ἴδιο τόν δημιουργό μας. Ὁ Θεός μᾶς εἶχε προειδοποιήσει: Κάτι τέτοιο, δηλαδή ἡ αὐτονόμησή μας ἀπό τόν μόνο ἀθάνατο, θά σήμαινε ἀναπότρεπτα τόν θάνατό μας• ὅπως καί ἔγινε: παραδοθήκαμε στόν θάνατο, στήν φθορά. Καί θά ἔπρεπε ὁ Κύριος νά μᾶς ἐξαφανίσει ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς, νά μήν ὑπάρχουμε. Ὅμως ἐπειδή εἶναι ἀγάπη καί ἐπειδή δέν μᾶς δημιούργησε γιά νά πεθάνουμε, θέλησε νά μᾶς σώσει. Θέλησε νά μᾶς ἀνασύρει ἀπό τόν βυθό τῆς πτώσης μας. Καί τί ἔκανε; Ἔκανε τά πάντα. Μᾶς ἔδωσε νόμο, σημεῖα, ἔστειλε γιά τόν σωφρονισμό μας δίκαιους καί προφῆτες, μέχρι πού στό τέλος ἔγινε καί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος.
Πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἔκανε δική του, τήν ἔκανε ἑαυτό του, δηλαδή ἔγινε ἕνας ἀπό μᾶς, ἔγινε ἀδελφός μας (βλ. Ἑβ 2, 11-12). Καί ὄχι μόνον ἔγινε ἀδελφός μας μέ τήν γενική ἔννοια πού ἰσχύει γιά ὅλους μας, ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἀδέλφια, ἀφοῦ ὅλοι μετέχουμε στήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά ἔγινε ἀδελφός μας μ’ ἕναν τρόπο πολύ πιό οὐσιαστικό καί βαθύ. Πῶς; Ἱδρύοντας τήν Ἐκκλησία του.
Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία του; Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα του, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Α΄ Κο 12,27). Ὅλοι ὅσοι βαπτιζόμαστε στό ὄνομά Του ἀποτελοῦμε τό σῶμα του. Mέ ἄλλα λόγια ὁ Θεός, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, μετά τήν ἀνάσταση καί τήν ἀνάληψή του εἶναι παρών στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος ὡς μία συλλογική ὕπαρξη, ὡς Ἐκκλησία. Καί ἐφόσον ἐμεῖς ἀποτελοῦμε τό σῶμα του, ὁ Χριστός εἶναι ὄχι ἁπλῶς ὁ πρωτότοκος ἀδελφός μας (βλ. Ρω 8,29) ἀλλά ὁ ἑαυτός μας, ὁ νοῦς μας, τά σπλάχνα μας, τό εἶναι μας (βλ. Α΄ Κο 2,16• Γα 4,6• Φι 1,8).
Ἀφοῦ λοιπόν εἴμαστε τόσο καί τέτοιοι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, εἴμαστε κατά χάριν καί υἱοί τοῦ Θεοῦ καί ἔχουμε κατά χάριν καί μητέρα μας τήν μητέρα του. Καί ὅπως ὁ Θεός ἀντικρίζει στό πρόσωπο τοῦ κάθε πιστοῦ τόν φυσικό του Υἱό, ἀφοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία γίναμε «σύναιμοι» καί «σύσσωμοι» μαζί Του, καί ἡ Παναγία μας στό πρόσωπο ὅλων μας, τοῦ καθενός ἀπό μᾶς, βλέπει τόν Υἱό της. Καί ὅπως ἐνδιαφερόταν γιά τόν Υἱό της, καί ὅπως ἀγαπᾶ τόν Υἱό της καί ὅπως θυσίασε τόν ἑαυτό της γιά τόν Υἱό της, ἀγαπᾶ κι ἐμᾶς καί ἐνδιαφέρεται καί πρεσβεύει γιά μᾶς.
Ἀλλά γιά νά γευθοῦμε τούς καρπούς τῆς πρεσβείας της, πρέπει νά τηρεῖται μιά βασική προϋπόθεση: πρέπει νά ἔχουμε προσευχή ζωντανή καί δυνατή. Ἀλλιῶς δέν γίνεται. Ἡ πρεσβεία τῶν ἁγίων εἶναι δένδρο πού καρποφορεῖ ὅταν ποτίζεται μέ τήν ἰσχυρή προσευχή μας. Αὐτή συγκινεῖ τόν Κύριο.
Καί ἰσχυρή προσευχή δέν θά πεῖ νά κραυγάζουμε καί νά ξεσηκώνουμε τόν τόπο, ὄχι. Ἰσχυρή προσευχή θά πεῖ προσευχή πού προέρχεται ἀπό καθαρή καρδιά. Ἡ καθαρή καρδιά εἶναι ἐκείνη πού κάνει τόν Θεό νά σκύβει πατρικά πάνω ἀπό τό πλάσμα του. Καί πῶς καθαρίζει ἡ καρδιά μας; Καθαρίζει μέ τήν μετάνοια, μέ τήν ἐπιστροφή μας στόν Θεό, μέ τήν ἀπόφαση νά εἴμαστε ἀγωνιστές, ὅπως μᾶς θέλει ὁ Κύριος. Νά Τοῦ τά προσφέρουμε ὅλα, νά μήν κρατοῦμε τίποτε γιά τόν ἑαυτό μας. Προτεραιότητά μας νά εἶναι ὁ Θεός καί ἡ βασιλεία του. Αὐτό ἑλκύει τό θεῖο ἔλεος.
Ὄχι ὅτι θά τό κατορθώσουμε μέ τίς δυνάμεις μας. Μέ τήν δύναμή μας δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε τίποτε στήν πραγματικότητα. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω 15,5), προειδοποιεῖ ὁ Χριστός. Ἀλλά τότε; Ἡ προσπάθεια καί ὁ ἀγώνας μας δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μόνον ἡ ἀποδοχή Του, τό «ναί» πού λέμε στόν Θεό. «Ναί, θέλουμε, ἀποδεχόμαστε, Κύριε, τήν σωτήρια προσφορά σου». Ὅλα τά ἄλλα τά ἀναλαμβάνει ἐκεῖνος. Ἄν αὐτό τό «ναί» εἶναι καρδιόβγαλτο, ἄν αὐτό τό «ναί» εἶναι ἡ κατάθεση τῆς ἐλευθερίας μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ, δεσμεύει τόν Κύριο νά μᾶς προσφέρει τά πάντα, καί τήν βασιλεία του καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί τήν μητέρα του νά εἶναι ὄντως μητέρα μας.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Ὅλα μου τά ρωτήματα καί τίς παιδικές μου ἀπορίες τά ἔλεγα ἀπό μωρό στή μάνα μου. Ἡ μάνα μου πῆγε ὥς τήν τρίτη τάξη τοῦ Δημοτικοῦ, μά γιά μένα εἶχε μιά σοφία σπάνια. μέ τά παιδικά μου μάτια τήν ἔβλεπα πάνσοφη.
- Εἶναι ἀλήθεια, μάνα μου, πώς ἡ Παναγιά κάνει πολλά θαύματα; τή ρώτησα μιά μέρα.
- Ἀλήθεια εἶναι, κόρη μου, μ᾿ ἀπάντησε καί τό βλέμμα της εἶχε μιά τέτοια σιγουριά πού μ᾿ ἔκανε νά τήν ξαναρωτήσω.
- Ξέρεις ἐσύ κανένα;
Μέ κοίταξε χαμογελαστή κι ὕστερα, δίχως ν᾿ ἀφήσει τό κέντημά της, ἄρχισε νά μοῦ διηγεῖται μέ κείνη τή γλυκειά κατανυκτική φωνή της:
«Ἐδῶ στό χωριό μας ζοῦσε μιά νέα πού ὀρφάνεψε πολύ μικρή ἀπό μάνα. Μιά φωτισμένη γριά τήν παρηγόρησε καί τῆς ἔμαθε νά ἔχει γιά μάνα της τήν Παναγιά. Ἔτσι ἡ μικρή, κάθε πού πλήγωνε κάτι τήν καρδούλα της, ἔτρεχε στό ἐκκλησάκι τῆς Παναγιᾶς καί τῆς τό ἔλεγε. Μιά μέρα ἔκλαψε πολύ μπροστά στό εἰκόνισμά της, ἐπειδή ἕνα παιδί τήν κορόιδεψε πού δέν εἶχε μάνα. Ἔκλαψε τόσο πού δέν ἔβλεπε πιά ἀπό τά δάκρυα καί, χωρίς νά τό πολυσκεφτεῖ, πῆρε στά χέρια της τήν “ποδιά” ἀπό τό εἰκόνισμα καί σκούπισε τά μάτια της. Τήν ἄλλη μέρα μιά γυναίκα τή μάλωσε γι᾿ αὐτό, μά ἡ καλή γριά τῆς εἶπε πώς τῆς Παναγιᾶς δέν τῆς κακοφάνηκε καθόλου.
Περνοῦσαν τά χρόνια καί μεγάλωνε τό κοριτσάκι κι ὅλοι εἶχαν νά λένε γιά τήν ὀμορφιά καί τή φρονιμάδα του. Ὁ πατέρας της καί τά δυό ἀδέλφια της τήν καμάρωναν· κι ἐκείνη ὅμως δέν τούς χαλοῦσε ποτέ χατίρι. Ἄλλον ἀπ᾿ αὐτούς, τή γριά καί τήν Παναγιά δέν εἶχε σ᾿ αὐτό τόν κόσμο.
Στά δεκάξι της χρόνια ἄρχισαν οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ νά τή γλυκοκοιτάζουν, μά κείνη δέν σήκωνε τό βλέμμα σέ κανέναν. Ὥσπου μιά μέρα ἕνας ξενοχωρίτης τήν εἶδε καί τό ᾿βαλε σκοπό νά τήν πάρει.
Ὁ πατέρας της τό ἔβλεπε πώς ἦταν μικρή, μά ὁ ξενοχωρίτης βιαζόταν. Καί εἶναι ἀλήθεια πώς ἦταν πολύ πλούσιος καί πώς ἦταν καί λεβέντης. Καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα τή ζητοῦσε δίχως προίκα.
Πῆγε κι ἦρθε πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος καί ὁ πατέρας λύγισε.
- Πάρ᾿ τονα, κόρη μου, τῆς εἶπε, κι ἐκείνη πού ἔβλεπε τή λεβεντιά του δέν τῆς φάνηκε καί ἄσχημη ἡ ἰδέα τοῦ πατέρα.
- Ἄσε με λίγες μέρες ἀκόμα νά τό σκεφτῶ, τ᾿ ἀπάντησε κι ἔπειτα ἔτρεξε στή γριά.
- Πές μου, γιαγιά, νά τόν πάρω; τή ρώτησε γεμάτη ἀγωνία.
- Ἐμένα μή μέ ρωτᾶς, κόρη μου· τή μάνα σου πήγαινε ρώτα.
Ἔτρεξε ἡ νέα στήν Παναγιά καί γονάτισε μπροστά στό εἰκόνισμά της.
- Φανέρωσέ μου τί πρέπει νά κάνω. Θά περιμένω ὥς τό πανηγύρι σου.
Γύρισε σπίτι της γαληνεμένη. Ἄλλες πέντε μέρες καί θά γιόρταζαν τό Δεκαπενταύγουστο. Ὥς τότε ἦταν σίγουρη πώς ἡ Παναγιά θά τῆς φανέρωνε τί ἔπρεπε νά κάνει. Ἡ κοπέλα, σάν ὅλες τίς κοπέλες, ἄρχισε νά κάνει μέ τό νοῦ της ὄνειρα. Νά φαντάζεται τόν ἑαυτό της νυφούλα δίπλα σέ κεῖνο τό ὄμορφο παλληκάρι. Καί περίμενε, περίμενε νά περάσουν οἱ πέντε μέρες γιά νά πεῖ τό «ναί!».
Ἀνήμερα τῆς Παναγιᾶς τά μάγουλά της ἦταν ἀναψοκοκκινισμένα ὅσο ποτέ. Θά ἔδινε τήν ἀπάντησή της τό μεσημέρι στό τραπέζι. Σάν ἦρθε ἡ ὥρα γιά φαγητό, δέν πρόλαβαν καλά-καλά ν᾿ ἀρχίσουν νά τρῶνε κι εἶδαν νά στέκεται στήν ἀνοιχτή ἐξώπορτά τους ἕνας ἄγνωστος παπάς. Σηκώθηκαν ὅλοι μέ σεβασμό καί μ᾿ ἀπορία. Μπῆκε ὁ παπάς καί κάθισε μαζί τους στό τραπέζι.
- Ἔμαθα πώς ἕνας νέος ἀπ᾿ τό χωριό μας ζητᾶ τήν κόρη σου, εἶπε ἀπευθυνόμενος στόν πατέρα της κι ἐκείνη ἔγινε κατακόκκινη.
- Ναί, πάτερ μου, ἀπάντησε σχεδόν ψελλίζοντας ἀπό τό ξάφνιασμά του ὁ πατέρας.
- Δέν ξέρω, παιδί μου, ἄν μοῦ πέφτει λόγος ἤ ὄχι, μά δέν μ᾿ ἀφήνει ἥσυχο ἐδῶ καί πέντε μέρες ἡ Παναγιά.
Κάθε βράδυ ἔρχεται στόν ὕπνο μου καί μοῦ λέει: “Νά πᾶς νά τούς τό πεῖς”.
- Μά τί πρέπει νά μᾶς πεῖς, πάτερ; ρώτησε μέ ἀγωνία πιά ὁ πατέρας.
- Ὁ νέος, πού ζητᾶ τό κορίτσι, εἶναι μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ, εἶπε ὁ παπάς καί κοίταξε κατάματα τό κορίτσι.
Ἐκείνη βούρκωσε. Ἐπειτα σταυροκοπήθηκε, σηκώθηκε, πλησίασε τόν παπά καί πῆρε τό χέρι του καί τοῦ τό φίλησε.
- Μή λυπᾶσαι, κόρη μου, καί μήν κλαῖς, τῆς εἶπε. Ὁ Θεός θά σοῦ στείλει κάτι καλύτερο.
- Δέν κλαίω ἀπό λύπη, πάτερ μου. Κλαίω ἀπό συγκίνηση· κλαίω ἀπό εὐγνωμοσύνη γιά τό θαῦμα τῆς Παναγιᾶς.
Ἔφυγε ὁ παπάς κι ἔμεινε μόνη της ἡ οἰκογένεια. Κι ὁ πατέρας πῆρε τήν κόρη του στήν ἀγκαλιά του.
- Θά τοῦ μηνύσω πώς τήν κόρη μου θά τή δώσω σέ κάποιον πού προσκυνᾶ τήν Παναγιά, γιατί πάνω ἀπ᾿ ὅλα στή ζωή της ἔχει τόν Θεό καί τή μάνα Του».
................................................................
Ἡ μάνα μου σταμάτησε νά μιλᾶ καί τά μάτια της ἦταν δακρυσμένα. Περίμενα νά ξαναμιλήσει. Μ᾿ ἔτρωγε ἡ περιέργεια, μά ἐκείνη σώπαινε.
- Τῆς ἔστειλε ὕστερα ἡ Παναγιά ἄλλον πιό πλούσιο; τή ρώτησα δειλά.
- Τῆς ἔστειλε ἕναν πολύ-πολύ φτωχό...
- Καί δέν ἔγινε ποτέ πλούσια; ρώτησα μ᾿ ἀπογοήτευση.
- Πλούσιος εἶναι, κόρη μου, ἐκεῖνος πού ἔχει πάντα δίπλα του τόν Θεό καί τήν Παναγιά, μ᾿ ἀπάντησε μέ σιγουριά.
Κι ἐγώ τότε ἔνιωσα νά μ᾿ ἀνοίγουν τά μάτια.
- Ἐσύ, ἐσύ ἤσουν τό κορίτσι! φώναξα καί δέν περίμενα τήν ἀπάντησή της.
Ἀπό τότε ποτέ δέν προβληματίστηκα ἄν κάνει ἤ ὄχι θαύματα ἡ Παναγιά. Μοῦ τό βεβαίωσε ἡ μάνα μου!
Ἑ.Β.
Ἡ γριά ἡ Παντέλαινα ἦταν μιά φοβερή γριά. Δέν ξέρω σήμερα νά πῶ ἄν ἦταν ἄσχημη ἤ ὄχι. Ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι πώς ἀπό τή μιά ἡ παραξενιά ἡ δική της κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἐγκατάλειψη τῶν δικῶν της ἀνθρώπων, τήν ἔκαναν νά φαίνεται στά παιδικά μας μάτια πολύ φοβερή. Τό δίχως ἄλλο ἦταν μιά ἐγκαταλελειμμένη δυστυχισμένη γυναίκα. Κι ἐγώ, ὅπως ὅλα τά παιδιά, τή φοβόμουνα, ὅμως στό βάθος μου ἔνιωθα μιά συμπάθεια γι᾿ αὐτήν καί μιά λύπη. Ἦταν βουτηγμένη στή βρωμιά καί μύριζε κι ἀπό μακριά. Χοντρή καί δυσκίνητη καθώς ἦταν, δέν ἔφευγε ποτέ ἀπό τό σπίτι της. Μόνο σάν ἔπιαναν οἱ ἀνοιξιάτικες μέρες, ἔβγαζε μέ δυσκολία μιά καρέκλα δίπλα στό ξεπόρτι της, καρσί στόν ἥλιο, καί καθόταν ἐκεῖ νωχελικά. Δυότρεῖς φορές πού τόλμησα νά σταματήσω λίγο γιά νά τή χαιρετήσω, μέ κοίταξε μέ κεῖνα τά σβησμένα μάτια της· ὄχι ἄγρια, ὄχι! Μέ κοίταξε πονεμένα. Ἔτσι ὅπως κοιτάζει ὁ ἄνθρωπος σάν εἶναι πληγωμένος.
-Τίνος εἶσαι; μέ ρώτησε μιά μέρα πού τή χαιρέτησα.
-Τοῦ Νικόλα, τῆς ἀποκρίθηκα καί ἔνιωσα τά πόδια μου νά τρέμουν.
Ἕνα ἀπόγευμα, ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἔστελνε τά τελευταῖα του χάδια στό ξεπόρτι τῆς γριᾶς Παντέλαινας, ἐγώ περνοῦσα βιαστικός ἀπό μπροστά της.
-Ποῦ τρέχεις ἔτσι βιαστικός;
Σταμάτησα ξαφνιασμένος, γιατί ἡ γριά, ἄν δέν τῆς μιλοῦσες πρῶτα ἐσύ, δέν ἄνοιγε ποτέ πρώτη κουβέντα.
-Εἶναι οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί ἀπόψε, τῆς ἀπάντησα βιαστικά, καί θά πᾶμε μέ τή μάνα μου στήν ἐκκλησία. Οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί;
-Ἀπόψε εἶναι οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί; Ἄστραψε τό βλέμμα της καί τό νωχελικό της σῶμα τινάχτηκε ὄρθιο.
-Θά σοῦ δώσω δέκα λίρες ἄν δέν πᾶς στήν ἐκκλησία καί μείνεις μαζί μου, γιά νά μοῦ διαβάσεις τούς Χαιρετισμούς.
Τό γέρικο χέρι της ἅρπαξε τό δικό μου καί τό ἔσφιγγε μέ τόση δύναμη πού μοῦ ᾿ρθαν δάκρυα ἀπό τόν πόνο.
-Νά ρωτήσω τή μάνα μου, εἶπα περισσότερο γιά νά ξεφύγω κι ἀποφασισμένος νά μή γυρίσω πίσω.
-Θά σοῦ δώσω εἴκοσι λίρες, ἐπέμενε γεμάτη ἀγωνία ἡ γριά.
-Δέν εἶναι γιά τά χρήματα, κατάφερα μέ κόπο νά πῶ. Πρέπει πρῶτα νά ρωτήσω τή μάνα μου. Μέ περιμένει καί θ᾿ ἀνησυχήσει ἄν δέν πάω.
-Καλά, εἶπε καί χαλάρωσε τό σφίξιμο. Ἡ μάνα σου εἶναι καλή γυναίκα καί θά σέ ἀφήσει. Πήγαινε, ρώτα την κι ἔλα. Ἐγώ θά σέ περιμένω.
Ἔφυγα τρέχοντας γιά τό σπίτι μου κι οὔτε πού τό ᾿χα σκοπό νά πῶ κουβέντα στή μάνα μου. Μά ἡ μάνα ἡ δική μου ἤξερε πάντα νά διαβάζει τά μάτια μου. Σιγάσιγά τῆς τά εἶπα ὅλα. Ὕστερα ἐκείνη μέ κοίταξε πολλή ὥρα σκεφτική.
-Καί νομίζεις, μοῦ εἶπε στό τέλος, νομίζεις πώς ἡ Παναγιά θά ᾿θελε ν᾿ ἀφήσουμε μέ τό παράπονο τή γριαΠαντέλαινα;
-Θά ᾿ρθεις καί σύ μαζί μου; φώναξα λυτρωμένος ἀπό τό φόβο νά βρεθῶ μόνος μέ τή γριά μέσα στή νύχτα.
-Θά πᾶμε μαζί, μ᾿ ἀπάντησε ἀποφασισμένη. Πάρε τό βιβλιαράκι σου καί πᾶμε. Εἶναι ἁμαρτία ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ τό ζήτησε, νά μήν πᾶμε.
Καθόταν ἀκόμα ἔξω ἀπό τό ξεπόρτι της κι ἄς εἶχε δύσει πρό πολλοῦ ὁ ἥλιος. Μᾶς εἶδε ἀπό μακριά καί σηκώθηκε.
-Τό ἤξερα πώς θά ᾿ρχόσασταν, εἶπε ἁπλά κι ἐγώ εἶδα τά μάτια της γεμάτα δάκρυα.
Μπῆκα γιά πρώτη φορά στό σπίτι της. Ἡ βρωμιά καί ἡ ἐγκατάλειψη μ᾿ ἔκαναν ν᾿ ἀνατριχιάσω. Μά καί ἡ μάνα μου τό καταλάβαινα πώς ἦταν ἀναστατωμένη.
-Συγχωρῆστε μου τήν ἀκαταστασία, εἶπε σχεδόν ντροπαλά. Μήτε τά χέρια μου πιάνουν μήτε τά πόδια μου μποροῦν.
Μ᾿ ἔβαλε καί κατέβασα ἀπό τό εἰκονοστάσι τή μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς, τήν προσκύνησε κι ὕστερα τήν κράτησε στήν ἀγκαλιά της.
-Ἄρχισε, παιδί μου, μοῦ εἶπε κι ἐγώ ἄρχισα νά διαβάζω.
Ὅπου ξέραμε ψάλλαμε μαζί μέ τή μάνα μου καί ὅταν φτάσαμε στό «Τῇ Ὑπερμάχῳ» ἡ γριαΠαντέλαινα σηκώθηκε ὄρθια κι ἄρχισε καί κείνη νά ψάλλει μαζί μας. Τά μάτια της θαρρεῖς κι ἦταν δυό βρύσες ἀσταμάτητες. Μά καί τά μάτια τῆς μάνας μου δέν πήγαιναν πίσω. Σάν ἀποτελειώσαμε ὅλα τά «Χαῖρε» καί ψάλαμε καί «Τήν ὡραιότητα τῆς Παρθενίας σου» ἡ γριαΠαντέλαινα μᾶς κοίταξε γαληνεμένη.
-Τήν εὐχή τῆς Παναγιᾶς νά ᾿χετε! εἶπε μόνο, κι ἦταν ἐκείνη τήν ὥρα τόσο γλυκό τό πρόσωπό της πού ἀπόρησα πῶς ἦταν δυνατόν νά τή φοβᾶμαι.
Ὕστερα ἡ μάνα μου ἔβαλε νερό νά βράσει καί μένα μ᾿ ἔστειλε στό σπίτι μέ τίς εἴκοσι κυπριακές λίρες στήν τσέπη, ἀφοῦ ἡ γριά ἐπέμενε σώνει καί καλά νά τίς πάρω. Ἄργησε νά γυρίσει ἡ μάνα μου κι ἐγώ ᾿ξιστόρησα στόν πατέρα μου καί στ᾿ ἀδέρφια μου τό τί κάναμε μέ τό νί καί μέ τό σίγμα. Ὅταν πολύ ἀργότερα γύρισε κι ἐκείνη, μᾶς εἶπε πώς τήν ἔλουσε καί πώς τῆς συμμάζεψε, ὅσο ἦταν δυνατόν, τό σπίτι.
Κοιμήθηκα ἐκεῖνο τό βράδυ χαρούμενος γιά τή χαρά πού δώσαμε στή γριαΠαντέλαινα, μά καί γιά τή μικρή περιουσία πού φούσκωνε τήν τσέπη τοῦ παντελονιοῦ μου. Ξύπνησα εὐδιάθετος καί πῆγα στό σχολεῖο. Ὅλα τά παιδιά εἶχαν ἀντιληφθεῖ τήν ἀπουσία μου ἀπό τήν ἐκκλησία καί μ᾿ ἀπορία μέ ρωτοῦσαν. Μά ἐγώ δέν εἶπα τό μυστικό μου. Μονάχα τούς εἶπα πώς ἤμουν σέ μιά δουλειά μέ τή μάνα μου.
Σάν σχόλασα, ἔτρεξα γιά νά περάσω πρῶτος ἀπό τό ξεπόρτι τῆς γριᾶς Παντέλαινας καί νά τή χαιρετήσω. Τό ξεπόρτι ἦταν ἀνοιχτό καί μέσα ἦταν κόσμος. Κάπου ἀνάμεσα εἶδα τή μάνα μου. Μέ εἶδε καί ἦρθε κοντά μου.
-Ἡ γριά ἔφυγε, μοῦ εἶπε καί τά μάτια της γέμισαν δάκρυα.
Ἔφυγε; Καί ποῦ πῆγε; ρώτησα δίχως νά καταλαβαίνω.
-Κοντά στήν Παναγιά, μοῦ εἶπε. Πῆγε νά τῆς πεῖ ἀπό κοντά τά «χαῖρε»!
Πᾶνε πάνω ἀπό τριάντα χρόνια πού ἔφυγα δακρυσμένος ἀπό ἐκεῖνο τό ἔρμο ξεπόρτι, μά κάθε πού ᾿ρχονται οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί ἡ σκέψη μου πετάει ἐκεῖ. Καί καθώς τά ψελλίζω ἕναἕνα τά «χαῖρε», παρακαλῶ τήν Παναγιά καί γιά ὅλες τίς γριές Παντέλαινες πού, παντέρημες, ἄλλη ἀπαντοχή δέν ἔχουν παρά μόνο τή δική της παρηγοριά καί τή δική μας ἐλάχιστη ἀνθρώπινη εὐαισθησία.
Ἑ. Β.
Τήν περί ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ ἄποψη ἐνισχύει καί τό πρόσωπο τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσήφ δέν ἦταν ἄνθρωπος σαρκικοῦ φρονήματος καί ἀκρατής, οὔτε ἐγωιστής. Ἀντίθετα ἦταν ἄνδρας συγκρατημένος, ἀφοῦ δέν κατέστησε τήν μνηστή του γρήγορα γυναίκα του. Διότι γιά τόν γάμο πρό Χριστοῦ δέν ὑπῆρχε ἱερολογία μυστηρίου, τήν ὁποία ἔπρεπε νά περιμένει κανείς γιά νά συνευρεθεῖ μέ τήν γυναίκα του. Μποροῦσε νά κάνει ἔναρξη τοῦ γάμου του καί νά καταστήσει τήν μνηστή του γυναίκα του ὅποτε ἤθελε. Ὁ Ἰωσήφ, λοιπόν, δέν ἦταν ἄνθρωπος πού βιαζόταν νά κάνει κάτι τέτοιο. Ἦταν κι αὐτός σκεῦος ἐκλογῆς ὅπως καί ἡ Μαρία, ὁ ἁγνότερος ἀπό τούς ἄνδρες τῆς γενιᾶς του προφανῶς.
Ὁ Ἰωσήφ ἦταν ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο ἀνατέθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ φύλαξη τῆς ἁγνότητας τῆς μητέρας Του. Δέν ἦταν, λοιπόν, τυχαῖος ἄνθρωπος, οὔτε εἶχε τήν νοοτροπία τῶν πολεμίων τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ, οἱ ὁποῖοι, ἄν εἴμαστε εἰλικρινεῖς, πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι εἶπαν ὅσα εἶπαν, διότι ἦσαν πολέμιοι τῆς παρθενίας γενικά καί δέν χωροῦσε ὁ νοῦς τους πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά μείνει διά βίου παρθένος. Αὐτοί καί τόν Κύριο ἄν μποροῦσαν νά παρουσιάσουν ὡς μή παρθένον δέν θά δίσταζαν νά τό κάνουν. Ἔπειτα ὁ Ἰωσήφ ὑποτασσόταν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ὡς ἄνθρωπος πλήρως ὑποταγμένος μποροῦσε νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νά μείνει ἡ μητέρα Του παρθένος, πάναγνος καί μετά τήν γέννησή Του, ὅπως καί πρό αὐτῆς. Ὁ Κύριος φύλαξε ἄμωμη τήν Μαρία, ὄχι μόνο γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ἡ ἐνανθρώπησή του, ἀλλά καί χάριν αὐτῆς τῆς ἴδιας. Αὐτό τό ἀντιλαμβανόταν καί ὁ Ἰωσήφ. Παράδοξο; Μήπως δέν εἶναι περισσότερο παράδοξο πῶς ὁ ζηλωτής τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, πού διέταζε τόν λιθοβολισμό τῆς κλεψίγαμης γυναίκας, νά μή τηρήσει ἐν προκειμένῳ τόν νόμο, ἀλλά νά θελήσει νά τήν ἀποπέμψει κρυφά καί μετά τήν θεία ἀποκάλυψη νά τήν κρατήσει ὑπό τήν προστασία του; Ἄλλωστε ἡ ὅλη ὑπόθεση τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα παράδοξο.
Τέλος στούς ἐχθρούς τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαρίας θέτουμε καί ἐμεῖς τό ἐρώτημα: Πῶς μία γυναίκα μέ ὀκτώ τουλάχιστον παιδιά, κατά τήν γνώμη τους, ἐπικράτησε νά θεωρεῖται παρθένος; Διότι ἤδη κατά τόν δεύτερο αἰώνα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε μαρτυρία περί τῆς ἀειπαρθενίας της. Νωρίτερα δέν ἔχουμε μαρτυρία, διότι ζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι γνώριζαν προσωπικά τήν Μαρία, γνώριζαν ὅτι ἦταν παρθένος, καί δέν χρειάστηκε νά ἀνακινηθεῖ ζήτημα ἀειπαρθενίας. Ὅλη ἡ Ἐκκλησία πίστευε ἀνέκαθεν σ' αὐτήν. Οἱ ἀρνηθέντες τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας εἶναι ἀποκλειστικά αἱρετικοί, καί μάλιστα ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν γενικά τήν ἰσόβια παρθενία. Ὥστε οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου μέ κανένα τρόπο δέν φαίνονται μέσα στήν Γραφή ὡς παιδιά τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου. Δέν μένει, λοιπόν, παρά νά δοῦμε ποιά ἦταν ἡ σχέση τους μέ τόν Ἰησοῦ.
Εἶναι γνωστές δύο ἐκδοχές. Ἦσαν ἐξάδελφοί του ἤ ἑτεροθαλεῖς ἀδελφοί. Τήν πρώτη ἐκδοχή διατύπωσε πρῶτος ὁ Ἱερώνυμος λέγοντας ὅτι ἀποτελεῖ προσωπική του ἄποψη. Ποτέ στήν ἐκκλησιαστική παράδοση δέν παρουσιάστηκε παρόμοια ἄποψη. Ὁ Ἰωσήφ, κατά τόν Ἱερώνυμο, δέν εἶχε ποτέ σύζυγο ἤ παιδιά, εἶναι δέ καί αὐτός ἀειπάρθενος. Εἶχε ἕναν ἀδελφό ὀνόματι Ἀλφαῖο, ὁ ὁποῖος εἶχε σύζυγο τήν «Μαρίαν τοῦ Κλωπᾶ» καί παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς τοῦ Κυρίου. Μεταξύ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἦσαν καί δύο Ἰάκωβοι, ὁ ἕνας γιός τοῦ Ζεβεδαίου καί ὁ ἄλλος γιός τοῦ Ἀλφαίου, ἀνεψιός τοῦ Ἰωσήφ καί φαινομενικά ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Δύο ἐπίσης ἀπό τούς μαθητές εἶχαν τό ὄνομα Ἰούδας· ὁ ἕνας ἦταν ὁ προδότης καί ὁ ἄλλος ὁ «Ἰούδας Ἰακώβου». Κατά τόν Ἱερώνυμο ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου καί ὄχι γιός· ἦταν γιός τοῦ Ἀλφαίου καί ἑπομένως ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Ὥστε οἱ «ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου ἦσαν ἐξάδελφοι αὐτοῦ. Ἦσαν ὅμως καί ἐξ αἵματος ἀδελφοί του ἀπό τήν συγγένεια τῆς παρθένου. Ἡ «Μαρία τοῦ Κλωπᾶ» ἦταν, κατά τόν Ἱερώνυμο, ἀδελφή τῆς παρθένου, θυγατέρα τοῦ Κλωπᾶ, σύζυγος τοῦ Ἀλφαίου καί μητέρα τῶν ἐξαδέλφων ἤ «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου. Στήν γλῶσσα τῶν Ἑβραίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε μία μόνο λέξη γιά νά σημάνει τόν ἀδελφό καί τόν ἐξάδελφο. Προσθέτουμε ὅτι καί στήν μετάφραση τῶν ἑβδομήκοντα ὁ ἐξάδελφος ἤ ὁ ἀνεψιός λέγονται καί ἀδελφοί, ἄν καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶχε διαφορετικές λέξεις γιά τίς δύο ἔννοιες. Ὁ Λάβαν ἀποκαλεῖ τόν ἀνεψιό του Ἰακώβ ἀδελφό του (Γέ 29,15), οἱ δέ ἐξάδελφοι τῶν θυγατέρων κάποιου Ἐλεάζαρ ἀποκαλοῦνται ἀδελφοί αὐτῶν (Α΄Πα 23,21-22).
Τήν θεωρία τοῦ Ἱερωνύμου σήμερα δέχονται οἱ δυτικοί καί ὅσοι ἀπό τούς προτεστάντες δέν ἀρνοῦνται τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. Παρόμοια δεχόταν στήν Ἀνατολή καί ὁ Θεοδώρητος. Ἀλλά ἡ θεωρία αὐτή ἔχει πολλά ἀδύνατα σημεῖα:
* Τό ἀειπάρθενον τοῦ Ἰωσήφ, τό ὁποῖο οὔτε ἡ Γραφή οὔτε ἡ Παράδοση ὑπαινίσσονται, οὔτε εἶναι εὔλογη ὑπόθεση.
* Ἔπειτα ἡ Γραφή πουθενά δέν λέγει ὅτι ὁ Ἀλφαῖος ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰωσήφ.
* Οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν πίστευαν σ' αὐτόν πρό τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτό τό λέγει, ὅπως εἴδαμε, ρητῶς ἡ Γραφή. Εἶναι ἀδύνατον νά ἦσαν ἀπό τούς δώδεκα μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἐξ ἀρχῆς πίστευσαν σ' αὐτόν. Τοῦτο ἀποκλείει καί ἡ περιφρονητική φράση «οἱ μαθηταί σου», πού ἐκτόξευσαν οἱ ἀδελφοί πρός τόν Ἰησοῦ.
* Δέν ἐπονομάζεται κανείς μέ τό ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του («Ἰούδας Ἰακώβου»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα του.
* Οὔτε γυναίκα ἔγγαμος ἐξακολουθεῖ νά ὀνομάζεται μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα της («Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ ἄνδρα της. Σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Δύσεως εἶπαν ὅτι ὁ Κλωπᾶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἀλφαῖος. Ἀλλά ἐκτός τοῦ ὅτι καί αὐτό εἶναι πολύ τολμηρό, μένουν τά ὑπόλοιπα ἀσθενῆ σημεῖα.
Ἡ δεύτερη ἄποψη εἶναι ἡ ἄποψη τήν ὁποία ἀναφέρουν πολλοί ἀρχαῖοι, δηλαδή οἰ Κλήμης, Ὠριγένης, Δίδυμος ὁ Τυφλός, Εὐσέβιος Καισαρείας, Κύριλλος Ἰεροσολύμων, Μ. Ἀθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἐπιφάνιος Κύπρου, Ἱλάριος Πικταβίου, Ἀμβρόσιος, Αὐγουστῖνος, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἱππόλυτος Θηβῶν, Ἀνδρέας Κρήτης, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Οἰκουμένιος Τρίκκης, Θεοφύλακτος, Ἐπιφάνιος μοναχός, καί αἱ Ἀποστολικαί Διαταγαί. Ἀλλά καί ὅσοι δέν ἀναφέρονται στό θέμα αὐτό, φαίνεται ὅτι δέχονταν τήν ἄποψη, ἐφόσον δέν ἀντέδρασαν στίς γνῶμες τόσο πολλῶν ἀνδρῶν. Βλέπουμε ὅτι καί οἱ ὀρθόδοξοι πατέρες τῆς Δύσεως αὐτήν τήν ἄποψη ἀκολουθοῦν καί ὄχι τήν ἄποψη τοῦ Ἱερωνύμου. Οἱ σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας δέχονται ἐπίσης αὐτήν.
Κατά τήν ἄποψη αὐτήν ὁ Ἰωσήφ, ὅταν μνηστεύθηκε τήν Μαρία, διατελοῦσε ἐν χηρείᾳ καί εἶχε ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς καί ἀδελφές τοῦ Κυρίου. Ἦσαν ἑπομένως ὅλοι μεγαλύτεροι τοῦ Ἰησοῦ κατά τήν ἡλικία. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ὅλη συμπεριφορά τους πρός τόν Ἰησοῦ. Στήν ἄποψη αὐτή δέν ὑπάρχουν ἀσθενῆ σημεῖα.
Δέν εἶναι δέ ἀδύνατη καί μία τρίτη ἐκδοχή, ὅτι ἀπό τούς ὀκτώ τουλάχιστον ἀδελφούς τοῦ Κυρίου ἄλλοι μέν ἦσαν παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του καί ἄλλοι ἐξάδελφοι αὐτῶν, λεγόμενοι ὅλοι μαζί «ἀδελφοί».
Στεργίου Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 193-196
Οἱ ἀρνούμενοι τήν ἀειπαρθενία τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου ἰσχυρίσθηκαν ὅτι, ἐφόσον στήν ἁγία Γραφή ἀναφέρονται «ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου, ἡ Μαρία εἶχε καί ἄλλα παιδιά, τά ὁποῖα ἀπέκτησε μέ τόν Ἰωσήφ. Αἱρετικοί πού ἰσχυρίσθηκαν αὐτό ἦσαν: α) Οἱ γνωστικοί, ἀρχαιότατοι αἱρετικοί, πού ἀναμίγνυαν τίς εἰδωλολατρικές θρησκεῖες μέ τόν Χριστιανισμό. β) Οἱ ἀντιδικομαριανῖτες, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονταν ἔτσι, διότι παρουσιάζονταν ὡς ἀντίδικοι τῆς πίστεως στήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. γ) Ὁ ἀρειανός ἰταλός τοῦ ε΄ αἰῶνος Ἑλβίδιος, ὁ ὁποῖος ἦταν σφοδρός πολέμιος τοῦ παρθενικοῦ βίου γενικῶς. δ) Οἱ σύγχρονοι ὀρθολογιστές, προερχόμενοι κυρίως ἀπό τόν προτεσταντισμό.
Ἀλλά ἄς δοῦμε πρῶτα κι ἐμεῖς ὅλες τίς μαρτυρίες τῆς Γραφῆς περί «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου.
1) Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει ὅτι ὀἸησοῦς μετά τό σημεῖο τῆς Κανά «κατέβη εἰς Καπερναούμ αὐτός καί ἡ μήτηρ αὐτοῦ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ καί οἱ μαθηταί αὐτοῦ» (Ἰω 2,12).
2) Οἱ τρεῖς συνοπτικοί εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι κάποτε «αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς ὄχλοις ἰδού ἡ μήτηρ καί οἱἀδελφοί αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῷ· εἶπε δέ τις αὐτῷ·Ἰδού ἡ μήτηρ σου καί οἱἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν» (Μθ 12,46-47· Μρ 3,31-32· Λκ 8,19-20).
3) Καί οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι οἱ Ναζαρηνοί, ἀποροῦντες γιά τήν σοφία καί τήν θαυματουργική δύναμη τοῦ συμπατριώτου τους Ἰησοῦ, ρωτοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο· «Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχί ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριάμ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ Ἰάκωβος καί Ἰωσῆς καί Σίμων καί Ἰούδας; Καί αἱ ἀδελφαί αὐτοῦ οὐχί πᾶσαι πρός ἡμᾶς εἰσι; Πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα;» (Μθ 13,55-56· Μρ 6,3· Λκ 4,22· Ἰω 6,42).
4) Τέλος ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει ἕναν διάλογο μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀδελφῶν του. «Ἦν δέ ἐγγύς», λέγει, «ἡ ἑορτή τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. Εἶπον οὖν πρός αὐτόν οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν καί ὕπαγε εἰς τήν Ἰουδαίαν, ἵνα καί οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τά ἔργα σου ἅ ποιεῖς· οὐδείς γάρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ καί ζητεῖ αὐτός ἐν παρρησίᾳ εἶναι. Εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον σεαυτόν τῷ κόσμῳ. Οὐδέ γάρ οἰ ἀδελφοί αὐτοῦἐπίστευον εἰς αὐτόν» (Ἰω 7,2-5).
Ἐκ πρώτης ὄψεως, καί χωρίς ἔρευνα τῶν χωρίων, μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὁρισμένα στοιχεῖα, τά ὁποῖα θά μᾶς βοηθήσουν στήν περαιτέρω ἔρευνα: α) Οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου εἶναι τέσσερις ἀδελφοί ἀναφερόμενοι ὀνομαστικῶς καί τρεῖς τουλάχιστον ἀδελφές, διότι ὀνομάζονται μέ τήν ἀντωνυμία «πᾶσαι». Ἄν ἦσαν δύο θά λέγονταν «ἀμφότεραι». β) Οἱ ἀδελφές τουλάχιστον ἦσαν ἔγγαμες. γ) Οἱ ἀδελφοί δέν πίστευαν στόν Κύριο, δέν τόν ἐκτιμοῦσαν καί τοῦ μιλοῦσαν μέ περιφρόνηση καί εἰρωνεία. δ) Ὡς ἐκ τούτου, καί ὅπως δείχνει ἡ φράση τους «οἱ μαθηταί σου», κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἦταν μαθητής τοῦ Κυρίου ἀπό τούς δώδεκα.
Αὐτά λέγονται ρητῶς στήν Γραφή καί πουθενά δέν ἀναφέρεται ἄν οἱἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν ἤ δέν ἦσαν τέκνα τῆς Παρθένου. Ἄς δοῦμε τώρα πῶς συνάγεται ἐμμέσως μέν, ἀλλά σαφῶς καί ἀβίαστα, ὅτι δέν ἦσαν τέκνα τῆς μητρός τοῦ Κυρίου.
Πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦἸησοῦὁ μέν Ἰωσήφ ὀνομάζεται συμβατικῶς μόνον «ἀνήρ τῆς Μαρίας» (Μθ 1,16), ἡ δέ Μαρία «γυνή αὐτοῦ» (Μθ 1,20.24). Δέν ὑπάρχει κίνδυνος παρεξηγήσεως τῶν φράσεων αὐτῶν, διότι ἡ Γραφή λέγει κατηγορηματικῶς ὅτι κατά τήν γέννηση τοῦἸησοῦἡ Μαρία ἦταν παρθένος. Μετά τήν γέννηση ὅμως αὐτοῦ, οὐδέποτε ἡ Γραφή ὀνομάζει τόν Ἰωσήφ «ἄνδρα Μαρίας» οὔτε τήν Μαρία «γυναῖκα αὐτοῦ», ἀλλά, καί ὅταν ἀκόμη ὁἄγγελος μιλᾶ πρός τόν ἴδιο τόν Ἰωσήφ, λέγει·«Ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ», ὄχι τήν «γυναῖκά σου». Ἦταν δέ τότε ὁ Κύριος «παιδίον» δύο ἐτῶν, πού σημαίνει ὅτι ἐάν ὁἸωσήφ σκόπευε νά καταστήσει τήν παρθένο Μαρία σύζυγό του, μέχρι τότε θά τό εἶχε κάνει. Καί ἡ φράση αὐτή ἐπαναλαμβάνεται τέσσερις φορές (Μθ 2,13.14.20.21). Μετά ἀπό δώδεκα χρόνια πάλι ὁἸωσήφ δέν ὀνομάζεται ἄνδρας τῆς Μαρίας, ἀλλά λέγει καί γιά τούς δύο ὁ Λουκᾶς· «Καί ἦν Ἰωσήφ καί ἡ μήτηρ αὐτοῦ (τοῦἸησοῦ)...» (Λκ 2,33.43). Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐπί δώδεκα ἔτη δέν κατέστησε ὁ Ἰωσήφ τήν παρθένο σύζυγό του, οὔτε μετά ἀπό αὐτά τήν κατέστησε.
Στήν τελευταία ἀπό τίς τέσσερις μαρτυρίες πού ἐκθέσαμε στήν ἀρχή οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ φέρονται πρός αὐτόν ὡς μεγαλύτεροι καί μέ πνεῦμα κηδεμόνος. Πῶς ὅμως δικαιολογεῖται τοῦτο, ἐφόσον, ἐάν ἦσαν ὁμομήτριοι ἀδελφοί του, ἔπρεπε ὁ μεγαλύτερος ἀπό αὐτούς νά ἦταν δώδεκα χρόνια μικρότερος τοῦ Ἰησοῦ καί οἱ ἄλλοι ἀκόμα μικρότεροι; Ποτέ δέν ἀναφέρεται ρητῶς ἤἐμμέσως γάμος τῆς Μαρίας μέ τόν Ἰωσήφ καί ποτέ οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν ὀνομάζονται παιδιά τῆς Μαρίας. Ὁ Κύριος πάνω στόν σταυρό «ἰδών τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἠγάπα (τόν Ἰωάννη) λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ·Ἰδού ἡ μήτηρ σου. Καί ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητής αὐτήν εἰς τά ἴδια», δηλαδή στό σπίτι του (Ἰω 19,26-27). Ἄν οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν τέκνα τῆς Μαρίας, δέν θά ἀνέθετε στόν Ἰωάννη νά γηροκομήσει τήν μητέρα του, οὔτε αὐτή θά τό δεχόταν, καθόσον θά εἶχε ἑπτά ἤ περισσότερα ἄλλα παιδιά.
Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 190-192
Δίπλα στό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, πού εὐδόκησε νά δανεισθεῖ τή σάρκα της καί νά μπεῖ στήν ἱστορία ὡς ὁ Μονογενής Υἱός τῆς Παρθένου, ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου κατέχει μία θέση μοναδική. ᾿Ανάμεσα στήν ὑπερτίμηση τῶν παπικῶν, πού σχεδόν θεοποίησαν τή σεμνή κόρη τῆς Ναζαρέτ, καί στήν ὑποτίμηση τῶν προτεσταντῶν, πού τή θεωροῦν ὡς μία ἁπλή γυναίκα, σύζυγο τοῦ ᾿Ιωσήφ, στέκει ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας. ᾿Εδῶ ἡ Θεοτόκος ἀπολαμβάνει τήν πρέπουσα τιμή. Τό πρόσωπό της ἀναδεικνύεται κριτήριο ὀρθοδοξίας, καθοριστικό γιά τή διατύπωση τῶν δογματικῶν ὅρων.
Ζωντανή κι ἀγαπημένη ἡ μορφή της στίς καρδιές τῶν πιστῶν ἐκπληρώνει ἀνά τούς αἰῶνες τήν προφητική διαβεβαίωση τῆς ἴδιας· «ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1, 48). Πλῆθος οἱ γιορτές πρός τιμήν της ἀγκαλιάζουν ὅλα τά γεγονότα τῆς ζωῆς της, ἀπό τή σύλληψη ὥς τήν κοίμησή της. ᾿Αναρίθμητα τά πρόσωπα πού φέρουν τό ὄνομά της, πάμπολλοι οἱ ναοί καί τά ἐξωκλήσια τά ἀφιερωμένα στή χάρη της μαρτυροῦν τή βαθειά εὐλάβεια τοῦ λαοῦ στό πρόσωπό της. Πράγματι, ποιός ἀπό μᾶς, μικρό παιδί ἀκόμη, δέν ψέλλισε προσευχές στή μεγάλη Μάνα; Ποιός δέν τήν ἔχει ἐπικαλεσθεῖ καί δέν ἔχει προστρέξει στή δική της πρεσβεία σέ κάθε δυσκολία;
῞Οπως ὅλα τά θέματα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεώς μας, ἔτσι καί ἡ θέση τῆς Παρθένου στήν πίστη μας ἔχει σαφῶς ἁγιογραφική στήριξη καί ἀφετηρία. Λιτά ἀλλά πολύ εὔγλωττα προβάλλει ἡ Κ. Διαθήκη τήν ὑπέρλογη καί μοναδική συμβολή της στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Σ᾿ ὅλους τούς σταθμούς τῆς θείας οἰκονομίας, ἀπό τόν Εὐαγγελισμό μέχρι τήν ᾿Ανάληψη, ὅπως ἱστοροῦν τά Εὐαγγέλια, ἡ Παρθένος κατέχει θέση πρωταρχική. ᾿Αλλά ἐκτός ἀπό τίς ἱστορικές διηγήσεις, τά Εὐαγγέλια περιέχουν ἐπίσης ἐξαίσιους καί θεόπνευστους ἐγκωμιαστικούς ὕμνους· τό χαιρετισμό τοῦ ἀγγέλου, τόν «ἀσπασμό» τῆς ᾿Ελισάβετ, τήν προφητεία τῆς ἴδιας τῆς Θεομήτορος ἀλλά καί τό μακαρισμό τῆς γυναίκας ἀπό τό ἀνώνυμο πλῆθος. Αὐτά ἀποτελοῦν τήν ἀπαρχή καί τό ἔναυσμα γιά τά ἐγκώμια πού θά τῆς ἀπευθύνουν οἱ πιστοί ὅλων τῶν αἰώνων.
Ἰδιαίτερα στίς ᾿Επιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου παρουσιάζεται ἡ ἱερή της προσωπικότητα μέσα ἀπό σύντομες ἀλλά τόσο σαφεῖς ἀναφορές, ὥστε καί μόνο αὐτές ἀρκοῦν γιά νά σκιαγραφήσουμε τό πορτραῖτο τῆς Παναγίας μας. Στόν περιορισμένο χῶρο αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου μόνο ἐπιλεκτικά καί ἐπιγραμματικά θά μνημονευθοῦν.
Στήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολή, καθώς ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ ᾿Ιησοῦ σημειώνει· «γενόμενος ἐκ σπέρματος Δαυΐδ κατά σάρκα» (1,3). Παρόμοια στό κύκνειο ἄσμα του, στή Β´ πρός Τιμόθεον ᾿Επιστολή, παραδίδοντας ὁ ἀπόστολος στόν ἀγαπημένο του μαθητή τό «εὐαγγέλιον», τό ὅλο μυστήριο τοῦ ἀποκαλυφθέντος Θεοῦ ἀπό τήν ἐνανθρώπηση μέχρι τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση, μνημονεύει «᾿Ιησοῦν Χριστόν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ» (2,8). ῾Ως ἄνθρωπος ὁ Χριστός προῆλθε ἀπό τό γενεαλογικό δένδρο τοῦ Δαυΐδ. Δέν εἶχε καμία σχέση αἵματος μέ τόν μνήστορα ᾿Ιωσήφ, διότι γεννήθηκε ἀσπόρως ἀπό τή Μαρία, ἀπόγονο τοῦ βασιλικοῦ γένους τοῦ Δαυΐδ. Διά μέσου αὐτῆς ἐκπληρώνονται στό πρόσωπό του ὅλες οἱ μεσσιακές προφητεῖες πού τόν περιμένουν ὡς «σπέρμα», ἀπόγονο, τοῦ Δαυΐδ.
Ἡ παρουσία τῆς Παρθένου Μαρίας στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας συμπίπτει μέ «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ θεόπνευστος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή (4,4). ῾Ο λαός τοῦ Θεοῦ, πού σάν φυτώριο καλλιεργοῦνταν μέ τό νόμο καί τό θέλημά του, εἶχε φθάσει στήν ἀκμή τῆς ἀποδόσεώς του· εἶχε νά δώσει στόν Θεό τόν πιό ἐκλεκτό βλαστό του, τήν Παρθένο Μαρία. Τήν ὥρα πού ἐκείνη συγκατανεύει στό θέλημα τοῦ Κυρίου καί ὑπάκουα παραδίδει τόν ἑαυτό της στό «ρῆμα» τοῦ ἀγγέλου (Λκ 1,38), φθάνει τό πλήρωμα τοῦ χρόνου· ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ σκηνώνει στά σπλάχνα της. Γεννιέται ἐκ γυναικός ὁ Χριστός, ὅπως κάθε κοινός ἄνθρωπος, ἀλλά μέ μία στοιχειώδη διαφορά· γεννιέται «ἄνευ σπορᾶς πατρός», ὅπως εἶχε προφητευθεῖ στήν Παλαιά Διαθήκη.
Στήν κλίμακα τῶν ταπεινώσεων τοῦ Θεανθρώπου, πού τόσο ἀνάγλυφα παρουσιάζεται στήν πρός Φιλιππησίους ᾿Επιστολή, ὁ ἀπόστολος ἐπισημαίνει δύο ὁριακά σημεῖα· τήν ἐνανθρώπηση ὡς ἀρχή καί τό σταυρό ὡς τήν ἐσχάτη τῶν ταπεινώσεων. Τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς «κενώσεως» τοῦ θείου Λόγου εἶναι ἡ σύλληψή του στή μήτρα τῆς Παρθένου Μαρίας (Φι 2,7-8). ῾Η Παναγία, λοιπόν, καί ὁ Σταυρός ἀποτελοῦν τά ὁρόσημα πού ὁριοθετοῦν τήν ἱστορική πορεία τοῦ ᾿Ιησοῦ στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας.
Τό γνώρισμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως εἶναι ἡ μετοχή στή φθαρτή ὕλη, ἡ σάρκα καί τό αἷμα, φορεῖς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. ῾Ο ἄυλος Θεός προσέλαβε ἀπό τή Μητέρα του σάρκα καί αἷμα, σημειώνει ἡ πρός ῾Εβραίους ᾿Επιστολή, ἀλλά «παραπλησίως» (2,14), ὄχι ἀκριβῶς ὅπως τά ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. ᾿Εκεῖνοι ἔχουν μέσα στή φύση τους τήν προπατορική ἁμαρτία, πού τήν κληρονομοῦν μέ τή φυσική γέννηση. ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός ἦταν ἀναμάρτητος, διότι ἡ γέννησή του προῆλθε μέ τρόπο μοναδικό, ἀσπόρως.
Στό 9ο κεφάλαιο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς γίνεται λόγος γιά τήν παλιά σκηνή καί τά ἀντικείμενά της τά ὁποῖα εἶναι τύπος, προφητεία, τῶν μελλόντων. Στήν κιβωτό τῆς σωτηρίας, λοιπόν, ὑπῆρχε καί ἡ ράβδος πού βλαστάνοντας κατοχύρωσε τήν αὐθεντία τοῦ ᾿Ααρών. Αὐτή ἡ ράβδος προτύπωνε τή Θεοτόκο, ἀπό τήν παρθενική μήτρα τῆς ὁποίας προῆλθε ὁ θεϊκός βλαστός.
Ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ σκηνή προεικόνιζε τήν ἀχειροποίητη σκηνή, τό σῶμα τό ὁποῖο ἔλαβε ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπό τήν Παναγία μας· «Χριστός δέ παραγενόμενος ἀρχιερεύς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διά τῆς μείζονος καί τελειοτέρας σκηνῆς» (῾Εβ 9,11). Γίνεται μνεία τῆς ἐνανθρωπήσεως γιά νά τονισθεῖ ἡ ἀνωτερότητα τοῦ ἀρχιερέα ᾿Ιησοῦ, ὁ ὁποῖος «παραγενόμενος», ὅταν ἦρθε στόν κόσμο, γεννήθηκε ἀρχιερέας καί δέν χρειάσθηκε νά χρισθεῖ, ὅπως χρίονταν οἱ ἄλλοι «χριστοί Κυρίου». Αὐτή ἡ ἐνανθρώπηση τελέσθηκε διά τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας, ἡ ὁποία ὡς ἀχειροποίητος ναός δέχθηκε τήν ἐγκατοίκηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στά σπλάχνα της.
Στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ὁ ἀπόστολος Παῦλος βλέπει τήν ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό πλήρωμα τοῦ χρόνου γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας, τό πρῶτο ὁρόσημο στήν ἐπίγεια πορεία τοῦ ᾿Ιησοῦ, τόν ἀχειροποίητο ναό, ὅπου βρῆκε ἅγιο κατοικητήριο ἡ θεότητα καί ἔλαβε σάρκα καί ὀστᾶ. Εἶναι τά στοιχεῖα διά τῶν ὁποίων τήν κατέστησε ὁ Θεός θεωμένη προσωπικότητα, τόν πρῶτο «ἀνθρωπόθεο», καί τήν πρόσφερε στίς γενιές τῶν πιστῶν ὡς τό «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα». Αὐτό τό τελειότατο δημιούργημα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, προβάλλει ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ὡς πρότυπο καί χειραγωγό τοῦ ἀνθρώπου πρός τή θέωση. ῾Ο κάθε πιστός, γράφει στούς Κορινθίους ὁ Παῦλος, μιμούμενος τήν Παναγία, φιλοξενεῖ μέσα του τόν τριαδικό Θεό. Σάν ἐκείνη, γίνεται κι αὐτός ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιος, «Θεοῦ κατοικητήριον»· «ὁ γάρ ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἔστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς» (Α´ Κο 3,17).
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, «τό κεφάλαιον ὅλων τῶν θαυμάτων, τό ὕψιστον θαῦμα», δέν εἶναι μία συνηθισμένη, ἔστω ἡ πιό ἁγία, ἀνθρώπινη προσωπικότητα. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού συνεργάσθηκε μέ τόν Θεό μ᾿ ἕναν μοναδικό κι ἀνεπανάληπτο τρόπο· ἔγινε ἡ Μητέρα του! «Εἰ γάρ ἔστι Θεός ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός, πῶς οὐ Θεοτόκος ἡ τεκοῦσα ἁγία Παρθένος;», ρωτᾶ ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας. Καί ἡ ᾿Εκκλησία, μαζί μέ τή δογματική κατοχύρωση τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καθιερώνει γιά τή Μητέρα του τόν ὅρο «Θεοτόκος».
«Καί διανοίας καί γλώσσης ἀνώτερον», χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Βασίλειος Σελευκείας, «τό μέγα τῆς Θεοτόκου μυστήριον». Ποιός θά μποροῦσε, τάχα, νά μιλήσει γιά τό μεγάλο μυστήριο αὐτῆς τῆς κεχαριτωμένης καί μοναδικά εὐλογημένης μορφῆς; «Τίς ἱκανός τό τοιοῦτον φράσαι μυστήριον; Ποῖον δέ φθέγξασθαι στόμα ἤ ποία γλῶσσα λαλῆσαι περί τῆς μεγαλωνύμου... Θεοτόκου Μαρίας, μητρός τοῦ Κυρίου; Αὕτη γάρ καί τάς τῶν οὐρανῶν δυνάμεις ἐξένισεν», θαυμάζει ὁ ἅγιος ᾿Επιφάνιος, ἐπίσκοπος Κύπρου. Εἶναι ὅμως ἐνδιαφέρον ὅσο καί ἀσφαλές νά μελετοῦμε τή μορφή της μέσα στίς λιγοστές ἀριθμητικά, ὡστόσο πλούσιες καί ἀκένωτες, γλυκύτατες καί διδακτικές μαρτυρίες πού μᾶς παρέχουν τά ἱερά Εὐαγγέλια.
Ἄν ἡ γραφίδα τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ ἱστορεῖ μέ τόν δικό της ἀνυπέρβλητο τρόπο τό πορτραῖτο τῆς Παναγίας, δέν ὑστεροῦν σέ ἐνδιαφέρον καί σπουδαιότητα καί οἱ πληροφορίες πού μᾶς παρέχει ὁ θεολόγος εὐαγγελιστής, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης ᾿Ιωάννης, ὁ ὁποῖος συνδέθηκε μέ τήν Παναγία μας μ᾿ ἕναν ἐντελῶς ἰδιάζοντα τρόπο· ἔγινε ὁ θετός υἱός της. ῾Ο ᾿Ιωάννης, λοιπόν, διασώζει τρεῖς μαρτυρίες γιά τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Οἱ δύο περιέχονται στό Εὐαγγέλιο πού αὐτός ἔγραψε. Παρουσιάζουν τή Μητέρα τοῦ Κυρίου δίπλα στόν Μονογενῆ Υἱό της ἀντίστοιχα στό πρῶτο ἐπεισόδιο τῆς δημόσιας ζωῆς του, στό γάμο τῆς Κανᾶ (᾿Ιω 2,1-11), καί στό τελευταῖο, στό σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ (᾿Ιω 19,23-27). ῾Η τρίτη μαρτυρία, στό 12ο κεφάλαιο τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ἀποδίδει προφητικά τήν οὐράνια δόξα τῆς Θεοτόκου. ῾Η πρώτη μαρτυρία καθορίζει τή σχέση τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου μέ μᾶς, ἡ δεύτερη ἐπισημαίνει τό δικό μας χρέος ἀπέναντί της. Καί γίνονται ἔτσι οἱ δύο αὐτές μαρτυρίες οἱ χειραγωγοί τῶν χριστιανῶν γιά τή δόξα τοῦ οὐρανοῦ, τήν ὁποία προτυπώνει ἡ Παναγία στήν τρίτη μαρτυρία. Αὐτή ἡ «γυνή ἡ περιβεβλημένη τόν ἥλιον», ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ πατέρες, προτυπώνει τή μέλλουσα δόξα, ὅπου πορεύεται ἡ ᾿Εκκλησία καί ὁ κάθε πιστός. ᾿Αξίζει, πράγματι, νά σταθοῦμε στίς τρεῖς μαρτυρίες τοῦ εὐαγγελιστῆ ᾿Ιωάννη.
Α. ῾Η ἐντολή της· Στό γάμο τῆς Κανᾶ καλεσμένη ἡ Παναγία μαζί μέ τόν Υἱό της, προφανῶς καί μέ τούς φίλους ᾿Εκείνου, τούς πρώτους μαθητές, παρεμβαίνει μεταφέροντας στόν Κύριο τήν ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων τοῦ γάμου· «οἶνον οὐκ ἔχουσι». Κι ἔπειτα, στρέφεται πρός τούς διακονοῦντες γιά νά τούς παραγγείλει· «ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε». ᾿Αλλοῦ τά ἱερά Εὐαγγέλια ἀναφέρουν τόν ὕμνο πού ἡ Παρθένος ἀπευθύνει πρός τόν Θεό, τό διάλογό της μέ τόν ἄγγελο Γαβριήλ ἤ μέ τόν Κύριο, τόν χαιρετισμό της στήν ᾿Ελισάβετ. Αὐτά τά λόγια πού ἀπευθύνει πρός τούς ἀνθρώπους τοῦ γάμου τῆς Κανᾶ εἶναι, θά λέγαμε, τό εὐαγγέλιο τῆς Παναγίας μας. Καί εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό ὅτι ἡ προτροπή της ταυτίζεται μέ ἐκείνη τοῦ οὐράνιου Πατέρα κατά τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου· «αὐτοῦ ἀκούετε». ῾Η Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὅπως καί ὁ οὐράνιος Πατέρας του, συνιστᾶ ὑπακοή στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό!
Τό σκεφθήκαμε, ἀλήθεια, ἐμεῖς, πού συχνά προστρέχουμε στή σκέπη τῆς Παναγίας μας καί ζητοῦμε τήν προστασία καί τή βοήθειά της, τό σκεφθήκαμε ὅτι κάτι ζητᾶ ἀπό μᾶς ἡ Παναγία; «῞Ο,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε». Πού θά πεῖ· ἀκοῦτε τί σᾶς λέγει ὁ Υἱός μου, πράττετε τό δικό του θέλημα, ὅπως περιέχεται συγκεκριμένα καί σαφέστατα μέσα στό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Αὐτό εἶναι ἡ λύση τῶν προβλημάτων σας, ἡ ἐκπλήρωση τῶν ἀναγκῶν σας, ἡ ἁρμονία καί πληρότητα τῆς ζωῆς σας.
Β. ῾Η θέση της στή ζωή μας· Βρισκόμαστε στό Γολγοθᾶ. ῾Υψωμένος πάνω στό σταυρό ὁ Κύριος, στήν ὥρα τῆς πιό πικρῆς ὀδύνης. Σηκώνει βαρύ φορτίο, ὄχι μόνο τόν σωματικό πόνο καί τήν πίκρα ἀπό τήν ἄρνηση τῶν μαθητῶν, ἀπό τήν ἀχαριστία τῶν σταυρωτῶν· σηκώνει τό βάρος τῆς ἁμαρτίας ὅλου τοῦ κόσμου, Αὐτός ὁ ἀναμάρτητος! ῾Υπογράφει μέ τό αἷμα του τή διαθήκη τῆς σωτηρίας καί τῆς λυτρώσεώς μας. Κάτω ἀπό τό σταυρό του παραστέκουν βουβά ἡ πονεμένη Μητέρα του καί ὁ μαθητής «ὅν ἠγάπα». Ἐκείνη τήν ὥρα, λίγο πρίν παραδώσει τό πνεῦμα του στόν οὐράνιο Πατέρα, ὁ Κύριος λέγει στή Μητέρα· «γύναι, ἰδού ὁ υἱός σου», καί στόν μαθητή· «ἰδού ἡ μήτηρ σου». Καί ὁ μαθητής ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη «ἔλαβεν αὐτήν εἰς τά ἴδια». Τί χαρά καί τί εὐλογία γιά τόν ᾿Ιωάννη νά ἔχει στό σπίτι του τή Μητέρα τοῦ Κυρίου!
Σκεφθήκαμε ὅμως ὅτι ὅλοι ἐμεῖς, πού δηλώνουμε μαθητές τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἀγαποῦμε ὡς Κύριο καί Θεό μας, ἔχουμε ἐπίσης τήν ἴδια εὐλογία; ῎Εχει ἐμπιστευθεῖ καί σέ μᾶς τήν Παναγία Μητέρα του! Νά τήν ἔχουμε στό εἰκονοστάσι στά δεξιά τοῦ Υἱοῦ της γιά νά πρεσβεύει σέ Κεῖνον γιά μᾶς. ᾿Αλλά νά τήν ἔχουμε -κυρίως αὐτό- καί στήν καρδιά μας, γιά νά ἐμπνέει τήν πίστη καί τή ζωή μας.
Γ. Τό πρότυπο τῆς δόξας μας· Τό βιβλίο τῆς ᾿Αποκαλύψεως, τό μόνο προφητικό βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, χωρίζεται σέ δύο μέρη. Στήν ἀρχή τοῦ πρώτου μέρους (κεφ. 1-11), στό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου, προβάλλει μεγαλόπρεπη ἡ μορφή τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ὡς «τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Τό δεύτερο μέρος (κεφ. 12-22) ἀνοίγει μέ τό «σημεῖον μέγα»· Μία γυναίκα μέ φόρεμά της τόν ἥλιο, μέ διάδημά της δώδεκα ἀστέρια, μέ τή σελήνη κάτω ἀπό τά πόδια της «ἐν γαστρί ἔχουσα τοῦ τεκεῖν». Εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, πού γεννᾶ τόν «υἱόν αὐτῆς», δέχεται μαζί του τόν πόλεμο τοῦ δράκοντα καί διασώζεται μαζί του «εἰς τήν ἔρημον». Αὐτή ἡ ἡλιοντυμένη γυναίκα φορᾶ τή δόξα τοῦ φωτός, καθώς ἔχει στήν ἀγκαλιά της τόν «ἀναβαλλόμενον φῶς ὡς ἱμάτιον», τόν ἴδιο τόν Θεό! Μέ δέος τήν ἀντικρύζει «γενόμενος ἐν πνεύματι» ὁ ᾿Ιωάννης. ῾Ο μαθητής πού φιλοξένησε στό σπίτι του τήν ταπεινή καί ἄσημη Κόρη τῆς Ναζαρέτ, γίνεται τώρα μάρτυρας τῆς ἔνδοξης παρουσίας της· Στή βιτρίνα τοῦ οὐρανοῦ βλέπει τήν Παναγία μέσα στό ἄκτιστο φῶς, ὅλη φῶς, ὅλη γλυκύτητα καί ὡραιότητα, ὅλη δύναμη καί μεγαλεῖο. Σ᾿ αὐτή τή δόξα καλεῖ κι ἐμᾶς ἡ Παναγία κι ἐκεῖ μᾶς ὁδηγεῖ, ἄν κάνουμε ὅ,τι μᾶς λέει ὁ Υἱός της κι ἄν ἔχουμε τήν ἴδια πρότυπο καί ὑπόδειγμα τῆς ζωῆς μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 58 (2003) 148-149