Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἐκεῖνο τό Φλεβάρη

Τέτοιο Φλεβάρη δέν θυμόταν ὅσο καί νά ἔφτανε στά βάθη τῶν χρόνων του οὔτε ὁ γερο-Μιχάλης ὁ ἑκατοχρονίτης. Καί τό ἔλεγε μέ πεποίθηση ὁ ἁπλός αὐτός ἄνθρωπος·
 - Εἶναι τά τέλη τοῦ κόσμου!
 Γελούσαμε μεῖς τά παιδιά, σάν ὁ γέρος ἔλεγε τό ἀπόφθεγμά του. Καί κεῖνος κουνοῦσε τό κεφάλι του ὄχι θυμωμένος ἀλλά λυπημένος.
 - Νά λυπηθεῖ ὁ Θεός ἐσᾶς τά παιδιά, ἔλεγε ὑψώνοντας τά μακριά κοκκαλιάρικα χέρια του στόν οὐρανό.  ᾿Εμεῖς τό ξεχειλίσαμε τό ποτήρι καί δέ μᾶς ἀκούει πιά.
Τόν γερο-Μιχάλη τόν ἀγαπούσαμε ὅλα τά παιδιά, γιατί ἦταν στ᾿ ἀλήθεια ἄκακος. Μᾶς ἄρεζε νά καθόμαστε κατάχαμα χειμώνα - καλοκαίρι καί νά τόν ἀκοῦμε ὧρες ἀτέλειωτες. Μονάχα σάν ἔφτανε στά τέλη τοῦ κόσμου φωνάζαμε ὅλοι μαζί·
 - Μή μᾶς πεῖς, παππού, γιά τά τέλη τοῦ κόσμου!
 ᾿Εκεῖνο τό Φλεβάρη ὅμως κανείς μας δέν τόλμησε νά τόν διακόψει ποτέ. ῎Ισως γιατί καί μεῖς νιώθαμε πώς κάτι διαφορετικό συνέβαινε, κάτι ἀφύσικο. Τόσο ἀφύσικο, πού ἀκόμα καί τά παιδιά τῆς πρώτης τάξης ἔμαθαν νά λένε·
- Εἶμαι τόσων χρονῶν καί τέτοιο Φλεβάρη δέν εἶδα!
Τί εἶχε, λοιπόν, ἐκεῖνος ὁ Φλεβάρης; ῞Οσο κι ἄν φαίνεται παράδοξο, ἐκεῖνο πού τοῦ ἔλειπε ἦταν ὁ ... ἥλιος.
Στόν τόπο μου, πού στίς 360 ἀπό τίς 365 μέρες ἔχουμε ἡλιοφάνεια, εἴχαμε νά δοῦμε ἥλιο εἴκοσι ὁλόκληρες μέρες. ᾿Από τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν πού χιόνισε ὥς τό τέλος τοῦ Φλεβάρη ὁ ἥλιος δέν μᾶς χαμογέλασε. Μαυρίλα ὁ οὐρανός, βροχή κι ἀέρας.
- Χάθηκε ὁ ἥλιος, παππού; τόν ρώτησα μιά μέρα.
- ῾Ο ἥλιος δέ χάθηκε, παιδί μου, μοῦ ἀπάντησε σοβαρά ὁ γερο-Μιχάλης, μά θά ᾿ρθει καί ἡ μέρα πού θά χαθεῖ.
Εἴχαμε μπεῖ πιά στό Τριώδιο καί πλησιάζαμε πρός τίς ᾿Απόκριες. Τό ᾿χαμε συνήθειο κατά γειτονιές νά μαζευόμαστε σ᾿ ἕνα σπίτι, νά φέρνει ἡ κάθε νοικοκυρά τό φαγητό της καί νά τρῶμε ὅλοι μαζί, νά τραγουδᾶμε καί νά χορεύουμε. ᾿Εκείνη τή χρονιά τό σπίτι ὁρίστηκε νά εἶναι τό δικό μας. ῞Ολοι οἱ γείτονες θά ἔρχονταν στό σπίτι μας. Εἶχα μεθύσει ἀπό τή χαρά μου καί λαχταροῦσα πότε νά ᾿ρθει ἡ Κυριακή. Τό Σάββατο τό πρωί ἑτοιμάζαμε πυρετωδῶς τό σπίτι γιά νά δεχθεῖ τή γειτονιά, ὅταν ἀπ᾿ τά μεγάφωνα τῆς κοινότητας ἔφτασε ἡ φωνή τοῦ προέδρου·
- Προσοχή, προσοχή!
Βγήκαμε στήν αὐλή νά ἀκούσουμε καλύτερα.
- Καλοῦνται ὅλοι οἱ χωριανοί, αὔριο Κυριακή τῆς ᾿Αποκριᾶς, νά μαζευτοῦν γιά νά γιορτάσουμε ὅλοι μαζί τίς ἀπόκριες στό καφενεῖο τῆς πλατείας. Παρακαλεῖσθε ὅσοι μπορεῖτε νά ἔρθετε μασκαρεμένοι. Τό φαγητό καί τά ποτά θά τά προσφέρει ἡ Κοινότητα.
- Τί εἶν᾿ αὐτό πάλι; ἄκουσα τή μάνα μου νά λέει στή γειτόνισσα.
- Ξέρω καί γώ; ἀναρωτήθηκε ἐκείνη.
- Δηλαδή δέ θά ἔρθουν στό σπίτι μας; ρώτησα ἕτοιμη νά βάλω τά κλάματα.
- ᾿Εμεῖς πάντως θά φᾶμε στό σπίτι μας, εἶπε ἀποφασισμένη ἡ μάνα μου καί μπήκαμε γιά νά συνεχίσουμε τίς δουλειές.
Εἶχα χάσει πιά τό κέφι μου. ῎Ημουν σίγουρη πώς ὅλη ἡ γειτονιά θά πήγαινε στό καφενεῖο.
-῏Ηρθαν οἱ κόρες τοῦ ᾿Αργύρη μέ κάτι φιλενάδες τους ἀπό τήν πόλη, γιά νά ὀργανώσουν, λένε, τή γιορτή. Παρήγγειλαν στόν πρόεδρο νά τούς βρεῖ καί κάποιον πού νά θέλει νά ντυθεῖ παπάς.
῾Η φωνή τοῦ πατέρα μου ἀγρίεψε λιγάκι·
- Δέν ἔχει νά πᾶμε πουθενά, εἶπε καί ὕστερα ἔγειρε λιγάκι τό κεφάλι του λυπημένος. ᾿Ακοῦς ἐκεῖ νά ντυθεῖ κάποιος παπάς!
Τήν ἄλλη μέρα, Κυριακή τῶν ᾿Απόκρεων, τό μικρό χωριό μου πῆρε ὄψη πανηγυριοῦ. Ποῦ βρέθηκαν τόσα πολύχρωμα μπαλόνια, τόσες σερπαντίνες;
- Θειά, θά πᾶτε; ρώτησα δειλά τή γειτόνισσα μέ μιά μικρή ἐλπίδα ὅτι θά μοῦ ἀπαντοῦσε ἀρνητικά.
- Γιατί, ἐσεῖς δέ θά ᾿ρθεῖτε; μέ ρώτησε κατάπληκτη.
Εἶχα πλέον βεβαιωθεῖ· οἱ μόνοι πού δέν θά πηγαίναμε στό πάρτυ θά ἤμασταν ἐμεῖς κι ἡ οἰκογένεια τοῦ παπα-Γιώργη.
- Μαμά, νά καλέσουμε τόν παπα-Γιώργη στό σπίτι μας; πρότεινα γεμάτη ἐλπίδα.
- Τόν κάλεσε ἤδη ὁ πατέρας σου, παιδί μου. Θά ᾿ρθει, εἶπε, νά ἀποκρέψουμε μαζί.
Παρηγορήθηκα λιγάκι καί περίμενα τό βράδυ μέ μικρότερο σφίξιμο στήν καρδιά.
Ποτέ δέν μποροῦσα νά φανταστῶ πώς ὁ παπα-Γιώργης ἦταν τόσο χαρούμενος, τόσο κεφάτος καί χωρατατζής ἄνθρωπος. Τά γέλια καί τά τραγούδια μας μπορεῖ νά ἔφταναν καί μέχρι τό καφενεῖο. Εἶχα ξεχάσει ὅλους τούς γείτονές μας, ὅταν ἔκανε πρώτη τήν ἐμφάνισή της ἡ θειά ἡ ᾿Αννέτα μ᾿ ὅλη τήν οἰκογένειά της.
- ᾿Αηδία, εἶπε, καλά κάνατε καί δέν ἤρθατε.
Σιγά-σιγά ὅλη ἡ γειτονιά μαζεύτηκε στό σπίτι μας. Τέτοιο γλέντι καί τέτοια χαρά δέν ξέρω ἄν ξανάγινε.
Μάθαμε πώς οἱ πρωτευουσιάνες μέθυσαν, χλεύασαν τό ράσο, χόρεψαν ξετσίπωτα πάνω στά τραπέζια καί πώς ἀκόμα καί ὁ πρόεδρος δέν τ᾿ ἄντεξε, προφασίστηκε πώς ἔχει πονοκέφαλο καί ἔφυγε.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα καί ἑτοιμαζόμασταν νά σηκωθοῦμε, ὅταν ἦρθε ὁ ἐγγονός τοῦ γερο-Μιγάλη τρεχάτος.
- Παπα-Γιώργη, τρέχα! ῾Ο παππούς πεθαίνει καί θέλει νά τόν κοινωνήσεις.
῎Εφυγε βιαστικός ὁ παπα-Γιώργης καί μεῖς τό διαλύσαμε χαρούμενοι.
- Τά 101 πάτησε ὁ παππούς, εἶπε ἡ μάνα μου, τήν εὐχή του νά ᾿χουμε, καλό παράδεισο νά ᾿βρει.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ἀκούσαμε τήν καμπάνα νά χτυπᾶ πένθιμα.
- Πάει ὁ γερο-Μιχάλης, φώναξα καί πετάχτηκα ἀπό τό κρεβάτι.
῾Ο ἥλιος πού ἔμπαινε ἀπό τό τζάμι τοῦ παραθύρου μοῦ τύφλωσε τά μάτια. Μοῦ ᾿ρθε νά φωνάξω ἀπό τή χαρά μου, μά σάν θυμήθηκα τόν γερο-Μιχάλη ἀναστέναξα.
- Κρίμα, γερο-Μιχάλη, δέν πρόλαβες νά δεῖς τόν ἥλιο πού τόσο λαχταροῦσες!
- Μόνο ἥλιο βλέπει ἐκεῖ πού πῆγε, παιδί μου, ἀπάντησε στό παράπονό μου ἡ μάνα μου.
- Εὐτυχῶς δέν ἔμαθε καί γιά τά χθεσινά, εἶπα κουνώντας τό κεφάλι μου, ὅπως τό κουνοῦσε ὁ παππούς σάν ἔλεγε τ᾿ ἀποφθέγματά του. Μ᾿ ὅλα αὐτά πού γίνονται, καλά ἔλεγε ὁ γερο-Μιχάλης· «Εἶναι τά τέλη τοῦ κόσμου». Γέλασε ἡ μάνα μου καί μ᾿ ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά της. ᾿Εκεῖ μέσα ὁ κόσμος μοῦ φαινόταν ἀτέλειωτος.

 

Ε.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Στήν παγωνιά τοῦ Φλεβάρη

 pagvnia flebariὉ μανιασμένος ἄνεμος καί τό -5oC πού ἔδειχνε τό ψηφιακό θερμόμετρο τῆς πλατείας ἔκαναν τήν Ἄννα νά τυλιχθεῖ ἀκόμα πιό πολύ στό μακρύ κασκόλ της. Χαμογέλασε στή σκέψη ὅτι σήμερα ἔμαθε στά πρωτάκια της τήν παροιμία «ὁ Φλεβάρης κι ἄν φλεβίσει, καλοκαίρι θά μυρίσει». Φαίνεται, σκέφθηκε, πώς αὐτή τήν παροιμία τήν ἔβγαλαν στήν νότια Ἑλλάδα. Ἐδῶ, στήν μικρή της πόλη, πάντα θυμωμένο τόν θυμᾶται.
 Περνώντας ἔξω ἀπό ἕνα πολυκατάστημα θυμήθηκε πώς εἶχε μερικά ψώνια νά κάνει καί μπῆκε μέσα. Ἡ ζέστη πού τήν ἀγκάλιασε μπαίνοντας τήν ἔκανε νά νιώσει πολύ καλά, μά ἔνιωσε ἀκόμα πιό ὄμορφα ὅταν εἶδε τή Νίτσα, τήν παιδική φίλη καί συμμαθήτριά της μπροστά στό μανάβικο. Ἦταν ἀγαπημένες φίλες, μά ἡ ζωή τίς χώρισε στέλνοντάς την ἐκείνη στήν Κομοτηνή γιά τή Νομική καί τήν δια στή Θεσσαλονίκη στό Παιδαγωγικό.
 Καινούργιες φιλίες καί καινούργια ζωή κράτησαν σέ ἀπόσταση τή μία ἀπό τήν ἄλλη. Ὕστερα ἦρθε ὁ γάμος, τά παιδιά... Στάθηκαν μπροστά στό μανάβικο ὥρα πολλή. Εἶπαν, εἶπαν, θυμήθηκαν.
 -Ἄννα μου, τῆς εἶπε σέ κάποια στιγμή ἡ Νίτσα, συγχώρεσέ με γι᾿ αὐτό πού θά σοῦ πῶ, ὅμως κάπου ἄκουσα νά μιλοῦν γιά τήν κόρη σου καί στεναχωρέθηκα.
 -Γιά τήν κόρη μου; ἀπόρησε ἡ Ἄννα. Καί σάν τί νά εἶπαν γιά τήν Φανούλα μου;
 - Τί νά σοῦ πῶ, Ἄννα μου, καί ᾿γώ προβληματίστηκα. Εἶναι δυνατόν, εἶπα, ἐκεῖνο τό χαριτωμένο κοριτσάκι νά κατάντησε ἔτσι;
 - Μά πῶς κατάντησε; Τί σοῦ εἶπαν, Νίτσα μου, πές μου γρήγορα, ρώτησε γεμάτη ἀγωνία ἡ Ἄννα.
- Μοῦ εἶπαν πώς ἔμπλεξε μέ τίς ἐκκλησιές καί ὅτι πάει γιά καλόγρια, εἶπε σχεδόν ψιθυριστά ἡ Νίτσα. Κοίταξε γεμάτη ἀνακούφιση τή φίλη της ἡ Ἄννα.
 - Δόξα τῷ Θεῷ, ψέλλισε.
 - Τί, δηλαδή συμφωνεῖς, δέν σ᾿ ἐνοχλεῖ; ρώτησε σαστισμένη ἡ Νίτσα.
 - Νίτσα μου, ἡ Φανούλα μου εἶναι στό πρῶτο ἔτος τῆς Ἰατρικῆς, εἶναι ἕνα ζωντανό καί χαρούμενο πλάσμα, καί ὅλοι στό σπίτι μας τήν καμαρώνουμε.
 - Δηλαδή ψέματα μοῦ εἶπαν; ρώτησε χαρούμενη ἡ Νίτσα, δέν ἔμπλεξε μέ τούς παπάδες;
 - Τό παιδί μου, Νίτσα, εἶπε σοβαρά ἡ Ἄννα, μεγάλωσε μέσα στήν Ἐκκλησία καί στά κατηχητικά. Δέν εἶδα αὐτό νά τό ἔβλαψε σέ τίποτε. Ἀντίθετα τό ἀσφάλισε στά τρελά χρόνια τῆς ἐφηβείας.
 Δέν εἶπε τίποτε ἡ Νίτσα, ἄλλαξε θέμα καί ἄρχισε νά ἐνδιαφέρεται γιά τά μαναβικά.
 Μά τῆς Ἄννας τῆς φάνηκε πώς ἡ φίλη της δέν ἦταν πιά ἐκεῖ. Χαιρετήθηκαν λίγο τυπικά, λίγο ψυχρά καί χώρισαν. Ἡ Ἄννα ἔκανε τά ψώνια της καί ξαναβρέθηκε στήν ἀπονιά τοῦ Φλεβάρη.
 Εἶχε νυχτώσει πιά γιά τά καλά. Σκέφτηκε πώς ἔλειπε ἀρκετή ὥρα ἀπό τό σπίτι κι ὅτι ὅπου νά ᾿ναι θά γύριζαν τά δίδυμά της ἀπό τά ἀγγλικά τους. Τάχυνε τό βῆμα της καί γιά νά «κόψει» δρόμο πέρασε μέσα ἀπό τό πάρκο. Κάποια παιδιά ξεχασμένα παίζαν ποδόσφαιρο κάτω ἀπό τό φῶς τῶν λίγων φαναριῶν πού ἀπέμειναν.
 - Θά παγώσετε, παιδιά μου, γρήγορα νά πᾶτε στά σπίτια σας, τούς φώναξε. Δέν βλέπετε πού τό θερμόμετρο δείχνει -5oC;
 - Πέντε ὑπό τό μηδέν; φώναξε κάποιος ἀπορημένος. Καί σάν ἐκείνη τή στιγμή νά ἔνιωσε τό κρύο στό πετσί του, «πᾶμε σπίτια μας, ρέ! θ᾿ ἀρρωστήσουμε», εἶπε στούς ἄλλους καί κυριολεκτικά τούς διέλυσε.
 Κόντευε στήν ἔξοδο τοῦ πάρκου ἡ Ἄννα, ὅταν τό μάτι της ἔπιασε μέσα στό σκοτάδι κάποιον πίσω ἀπό τόν χονδρό κορμό ἑνός πεύκου. Ἦταν ἀφοσιωμένος σ᾿ αὐτό πού ἔκανε. Κρατοῦσε τή σύριγγα στό δεξί του χέρι. Δέν ἦταν τόσο πυκνό τό σκοτάδι, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά δεῖ ἡ Ἄννα ὅλη τή σκηνή. Ἔκανε τήν κίνηση πού κάνουν οἱ νοσοκόμες γιά νά βγάλουν τόν ἀέρα ἀπό τή σύριγγα κι ὕστερα μέ μιά ἀπότομη κίνηση τήν ἔχωσε στ᾿ ἀριστερό του χέρι.
  Ἔκανε νά φωνάξει «μή» ἡ Ἄννα, μά μέχρι νά βρεῖ τή λαλιά της ἐκεῖνος ὅ,τι εἶχε νά κάνει τό ᾿κανε.
 Κάτι μέσα της τήν ἔσπρωξε νά μικρύνει τό βῆμα της. Ὁ νέος πού ξεπρόβαλε πίσω ἀπό τό δέντρο στάθηκε γιά μιά στιγμή καί τήν κοίταξε σάν χαμένος. Ὕστερα, δίχως νά πεῖ λέξη, ἔκανε μεταβολή καί χάθηκε μέσα στά δέντρα.
 - Ἀλέκο! πρόλαβε νά φωνάξει σάν συνῆλθε λιγάκι ἡ Ἄννα, μά ὁ Ἀλέκος δέν γύρισε νά τήν κοιτάξει.
 Θεέ μου, ψιθύρισε, Θεέ μου, ἦταν ὁ Ἀλέκος, ὁ μεγάλος γιός τῆς Νίτσας. Εἶχε βέβαια 2-3 χρόνια νά τόν δεῖ, ὅμως δέν γελιόταν, σίγουρα ἦταν ἐκεῖνος. Περπατοῦσε κι ἔκλαιγε ἡ Ἄννα. Ἐκεῖνο τό χαριτωμένο ἀγόρι, τό πανέξυπνο παιδί εἶναι δυνατόν νά ἔχει μπλέξει; Σταμάτησε ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία πού ἦταν φωτισμένη. Σίγουρα τώρα τελείωσε ὁ Ἑσπερινός, σκέφτηκε καί τά βήματά της τήν ὁδήγησαν μέσα. Πῆρε δυό κεριά καί τ᾿ ἄναψε. Τό ἕνα γιά τόν Ἀλέκο, Θεέ μου, εἶπε μέ λυγμούς καί τ᾿ ἄλλο γιά τή Νίτσα, τή μάνα του.
 Βγῆκε ἀπό τό ναό ξαλαφρωμένη. Βρέθηκε καί πάλι στήν παγωνιά τῆς νύχτας. «Ὁ Φλεβάρης κι ἄν φλεβίσει...». Τέτοια παγωνιά, τέτοια θανατερή παγωνιά, ἄχ! κάνε, Θεέ μου, καλοκαίρι νά μυρίσει.
 Παραξενεύτηκε σάν ἄνοιξε τήν πόρτα της καί εἶδε φῶς καί τό ξάφνιασμά της ἔγινε ξεφωνητό σάν εἶδε νά στέκεται μπροστά της χαμογελαστή ἡ Φανούλα της.
 - Καλῶς τήν ἄνοιξή μου, καλῶς τό καλοκαίρι μου, τῆς εἶπε καί τήν ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά της.
 Ἔξω ἡ παγωνιά τοῦ κόσμου συναγωνιζόταν μέ τήν παγωνιά τοῦ Φλεβάρη, μά φαίνονταν κι οἱ δυό τους πολύ θυμωμένοι· ποῦ νά βρεῖ τό δρόμο τό καλοκαίρι γιά νά ᾿ρθεῖ νά μυρίσει; Τά δυό κεριά στό μανουάλι τῆς ἐκκλησιᾶς ἔλειωναν καί φώτιζαν, ἔλειωναν καί ζέσταιναν· δέν μπορεῖ, θά φέρουν τήν ἄνοιξη. Ὁ Ἀλέκος, ὁ Ἀντώνης, ὁ Βαλάντης, τά παιδιά τῆς παγωνιᾶς τήν ἔχουν ἀνάγκη. Ἔχουν ἀνάγκη νά περάσει ὁ Φλεβάρης γιά νά μποῦνε στήν ἄνοιξη.
 

Ε.Β.

Κατηγορία Διηγήματα