Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἡ Μυρτιδιώτισσα

Τά Κύθηρα στήν πιό ἤρεμη, γλυκειά τους ὥρα. Μόλις εἴχαμε γυρίσει, μαζί μέ τή γυναίκα μου, ἀπό ἕναν ῾Εσπερινό στά Μυρτίδια. Προσπεράσαμε τήν Παλιόπολη καί τραβήξαμε γιά τόν Αὐλέμονα. Εἴχαμε κανονίσει νά βρεθοῦμε στοῦ καπετάν Μανώλη ὅλοι μαζί    -ὁ Γιάννης, ἡ Χριστίνα, ὁ Δημητράκης τους  κι ἐμεῖς-, γιά νά μᾶς μιλήσει γιά μιά συγκλονιστική περιπέτειά του ὁ καπετάνιος. Μᾶς ὑποδέχθηκαν ἡ καπετάνισσα, ὁ Χριστόφορος καί ἡ Διαμαντούλα. Σέ λίγο ἔφτασαν καί οἱ «Φρατσιῶτες» τῆς Πάτρας, μέ μπροστάρη τόν Δημητράκη.
    - ῞Οπου νά ᾿ναι θά ᾿ρθει καί ὁ καπετάν Μανώλης. Καθίστε! μᾶς πρότεινε πολύ εὐγενικά ὁ Χριστόφορος.
    Ὥσπου ν᾿ ἀνταλλάξουν λίγες κουβέντες ἡ καπετάνισσα μέ τή Βάσω καί τή Χριστίνα, φάνηκε κι ὁ καπετάνιος, μέ τό καΐκι του, νά μπαίνει στό λιμανάκι τοῦ Αὐλέμονα. Μόλις κάθισε κοντά μας, ρώτησε τή Διαμαντούλα, τήν κόρη του·
    -Κεράσατε τίποτε τόν καθηγητή καί τούς γιατρούς μας;
    -Τούς πρότεινε ὁ Χριστόφορος, ἀπάντησ᾿ ἐκείνη, μά εἶπαν νά ᾿ρθεῖς ἐσύ πρῶτα καί μετά θά μᾶς ποῦν τί θά πάρουν.
    -Καλά. Προσφέρετέ μας κανένα λαφρό πιοτό γιά τήν ὄρεξη, ἀλλά βάλτε νά γίνονται καί τά φρέσκα ψάρια, πού τώρα μόλις ἔφερα.
    Ὁ καπετάνιος, ξυπόλητος καί ἀξούριστος, μοσκοβολοῦσε ἁρμύρα καί θάλασσα. ῾Ο Κόντογλου θά τόν ἔλεγε «μισός ψάρι, μισός ἄνθρωπος»! Μᾶς ζήτησε συγγνώμη πού ἄργησε λίγο, μά συμπλήρωσε·
    -῾Η θάλασσα, βλέπεις δάσκαλε, δέν σ᾿ ἀφήνει νά τήν ἀφήσεις. Εἶναι ἄλλου εἴδους ἀλκοολίκι, πού μόνο οἱ κυνηγοί καταλαβαίνουν αὐτό πού λέω.
    Τσουγκρίσαμε τά ποτήρια, πού μᾶς φέρανε μέ τά πιοτά, καί ἀρχίσαμε νά ρωτᾶμε τόν καπετάν Μανώλη διάφορα πράγματα γιά τή ζωή τῆς θάλασσας, ἰδίως ὁ Δημητράκης, γιά τά δίχτυα, τήν ἄγκυρα, τά χταπόδια κι ἕνα σωρό ἄλλα.

* * *

    Στράφηκε πρός ἐμένα καί ἄρχισε τήν κουβέντα του ὁ καπετάν Μανώλης·
    -Τό χωριό μας, πού λές Πασχάλη, καί τό λιμανάκι μας -«ὅρμος ἁγίου Νικολάου», τό γράφουν οἱ χάρτες- εἶναι πολύ ἤρεμο. Λένε οἱ γραμματισμένοι πώς «Αὐλέμονας» βγῆκε ἀπό τό «εὐλίμενος». ῎Εχει στήν ἄκρη του, πρίν ἀπό τήν εἴσοδο, ἕνα πράσινο φανάρι πού ἀναβοσβήνει, γιά νά τό βλέπουν ὅσοι ταξιδεύουν νύχτα καί νά μήν κινδυνεύουν. Οἱ ναυτικοί καταλαβαίνουν ὅτι τό πράσινο φανάρι δείχνει «ἀσφαλές λιμάνι».
    Παλιά, ὅμως, ὅπως στήν κατοχή, ἐπειδή ἦταν συχνά καταφύγιο τῶν πλοίων, ἀποτελοῦσε στόχο καί γιά ἐχθρούς καί γιά συμμάχους. Πότε τό βομβάρδιζαν τά ἐγγλέζικα καί πότε τά στούκας τά γερμανικά. ᾿Ερχόταν κάπου-κάπου καί ὑποβρύχια. Στέλνανε οἱ Γερμανοί καΐκια μέ τρόφιμα στήν Κρήτη καί τά χτυπάγανε οἱ ᾿Εγγλέζοι. Κι αὐτό δέν εἶχε τελειωμό. Αὐτό, βέβαια, εἶχε καί τό καλό του. Ξέρεις τί κονσέρβες βγάλαμε καί φάγαμε ἀπό τά βυθισμένα καΐκια; Φάγαμε ὅλοι οἱ χωριανοί καί δώσαμε κι ἀλλοῦ ἀπό κεῖνα τά βουλιαγμένα καΐκια! Κι᾿ εὐτυχῶς πού βρέθηκαν κι αὐτά, γιατί ἀλλιῶς τήν εἴχαμε δύσκολα...
    Ἄ, ξέχασα νά σᾶς πῶ τό πιό σημαντικό, μέ τά βουλιαγμένα καΐκια τῶν Γερμανῶν πού χτύπησαν οἱ ῎Αγγλοι. ῞Ενα μεγάλο ἀπό αὐτά τά καΐκια ἦταν φορτωμένο μέ τσουβάλια γεμάτα στάρι. Τό θυμοῦμαι σάν τώρα! Βουτούσαμε καί βγάζαμε τά τσουβάλια μέ τό στάρι· τό στεγνώναμε καί τό ξαρμυρίζαμε, κι ἔτσι καταφέραμε νά περάσουμε τίς δύσκολες ἐκεῖνες μέρες τῆς πείνας...
    Θέλαμε νά ρωτήσουμε τόν καπετάν Μανώλη γιά κάποιες λεπτομέρειες, μά δέν τολμούσαμε νά τόν διακόψουμε. ῾Η διήγησή του εἶχε κάτι τό ἑλκυστικό, τό μαγευτικό· ἐγώ κρατοῦσα στό χέρι μου ἕνα κλωνάρι μυρτιᾶς, πού εἶχα πάρει ἀπό τά Μυρτίδια, ὡς εὐλογία. ᾿Εκεῖνος τό εἶδε καί μοῦ εἶπε συγκινημένος·
    - Στήν Παναγία τή Μυρτιδιώτισσα, Πασχάλη μου, ὀφείλει πολλά τό νησί μας ὁλόκληρο. ᾿Εγώ, ὅμως, τῆς ὀφείλω τή ζωή μου!
    Ἄναψε ξανά τό ἐνδιαφέρον ὅλης τῆς συντροφιᾶς καί ἡ Βάσω ρώτησε·
    - Πῶς αὐτό, καπετάνιε;
    - ῎Εχω ἰδεῖ πολλά θαύματά της στή ζωή μου, ἀλλά θά σᾶς διηγηθῶ μόνο ἕνα· κι αὐτό μέ συντομία, ὥσπου νά ᾿ρθοῦν τά ψάρια.
    Ὁ καπετάν Μανώλης ἤπιε μιά γουλιά καί ἄρχισε ν᾿ ἀφηγεῖται τό κομμάτι τῆς ζωῆς του, ὅταν ἔζησε τό θαῦμα, ἐνῶ ἐμεῖς πλησιάσαμε πιό πολύ κοντά του καί στήσαμε αὐτί γιά ν᾿ ἀκοῦμε καλύτερα.
    «῏Ηταν, πού λέτε, τέλος φθινοπώρου, ἴσως καί Νοέμβριος. Βροχερό ἀπόγευμα. Πρίν νά νυχτώσει, βγῆκα γιά μιά μικρή βόλτα στό λιμανάκι μας. ῏Ηταν ἡ τελευταία μέρα πού θά ἤμουν μέ τούς δικούς μου, γιατί λάβαμε διαταγή, οἱ νέοι τῆς ἡλικίας μου, νά πᾶμε καί νά καταταγοῦμε στό στρατό. Τήν ἄλλη μέρα ἔπρεπε νά βρισκόμαστε στόν Πειραιά καί ἀπό κεῖ...
    Τό ἀντάρτικο εἶχε φουντώσει καί εἶχε ἀνάψει παντοῦ φωτιές στήν ῾Ελλάδα. Πρέπει νά ἦταν στά 1947 -μπορεῖ νά κάνω καί λάθος, γιατί ἔχουν περάσει ἀπό τότε πάνω ἀπό πενήντα χρόνια! Δέν εἴχαμε καλά-καλά συνέλθει ἀπό τόν πόλεμο καί τίς καταστροφές μέ τούς Γερμανούς, καί ἀναγκαζόμαστε νά μποῦμε σ᾿ ἕναν ἀδερφοκτόνο πόλεμο. Ἐμένα, πού μέ βλέπετε, ὑπηρέτησα τότε στρατιώτης σχεδόν τέσσερα χρόνια, λές καί τό εἶχα ἐπάγγελμα, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι· ἀλλά σκέφτομαι τώρα πώς καί πάλι θά πήγαινα πρόθυμα γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα στόν πόλεμο, ἄν χρειαζόταν!».
     Ὁ καπετάνιος ἔκανε μιά κίνηση τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του, σά νά ᾿θελε νά σκουπίσει ἕνα δάκρυ, καί συνέχισε·
«Καθώς περιδιάβαζα, λοιπόν, τίς ἀγαπημένες γωνιές τοῦ λιμανιοῦ κι ἀγνάντευα τό πέλαγο, ἔνιωθα νά περνοῦν ἀπό τό μυαλό μου ἕνα σωρό θλιβερές καί μαῦρες σκέψεις· Ποῦ θ᾿ ἄφηνα τούς δικούς μου, τά μικρότερα ἀδέρφια μου, τό καΐκι μου; ...῎Εκανε κρύο καί φοροῦσα ἕνα χοντρό μαῦρο παλτό. Κι ἐκεῖ πού περπατοῦσα, εἶδα μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ μου κάτι νά σέρνεται καταγῆς καί ὁ ἀέρας νά τό φέρνει πρός τό μέρος μου. Φαινόταν ἕνα χαρτί καί δίχως, βέβαια, καμιά ἀξία, ἔτσι πεσμένο στό χῶμα. Μά καθώς ἐκεῖνο τόν καιρό ἦταν σπάνια τά χαρτιά, ἔσκυψα νά ἰδῶ τί εἶναι, ἀπό περιέργεια. Ξαφνιάστηκα, ὅταν ἀναγνώρισα στό χαρτί ἐκεῖνο τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιώτισσας. ῏Ηταν μαυρισμένη καί σέ μικρό σχῆμα, σάν φύλλο ἀπό μικρό τετράδιο. “Μεγαλόχαρή μου, φώναξα, Μυρτιδιώτισσά μου!”. Τή μάζεψα καί πολύ συγκινημένος, σταυροκοπήθηκα. ῏Ηταν λίγο λερωμένη ἀπό χώματα καί λάσπες, ἀλλά ἦταν καθαρό πώς ἦταν ἡ Παναγία ἡ Μυρτιδιώτισσα. Τή σκούπισα προσεχτικά μέ τό μανίκι μου, τήν ἀσπάστηκα καί τήν ἔβαλα διπλωμένη στή μέσα καί ἀριστερή τσέπη τοῦ παλτοῦ μου. Κι αἰσθάνθηκα ὁλόκληρος μιά γαλήνη μέσα μου, ὅπως εἰρηνεύει ἡ θάλασσα ὕστερ᾿ ἀπό δυνατή φουρτούνα. Τό πῆρα γιά θεϊκό σημάδι αὐτό κι ἀναθάρρησα. «᾿Από δῶ κι ἐμπρός -εἶπα μέσα μου- δέν θά εἶμαι μόνος· ὅπου καί νά πάω θά ἔχω τήν Παναγία τή Μυρτιδιώτισσα μαζί μου!». Τόν κόρφο μου ζέσταινε ὄχι ἕνα ἁπλό ἐνθύμιο, μά ἕνα φυλαχτό γιά τίς δύσκολες μέρες πού εἶχα νά περάσω στό στρατό.  
Πῆρε μιά μικρή γουλιά, καί μᾶς ρώτησε·
    -Μήπως κουραστήκατε, νά σταματήσω;
    - ῎Οχι, ἀπαντήσαμε ὅλοι μ᾿ ἕνα στόμα.
    - Συνεχίζω, λοιπόν, συντομεύοντας κάπως τήν ἱστορία. Φύγαμε τήν ἄλλη μέρα μ᾿ ἕνα σαπιοκάραβο γιά τόν Πειραιᾶ. ᾿Από κεῖ, ὕστερ᾿ ἀπό μιά ὀλιγοήμερη ἐκπαίδευση, μᾶς ἔστειλαν τόν καθένα στή μονάδα του. ῞Ολοι σχεδόν φύγαμε γιά τή ζώνη ἐπιχειρήσεων. Ἡ δική μου μονάδα βρισκόταν κάπου στήν περιοχή τῆς Κοζάνης, στά βουνά πού βρίσκονται ἀνάμεσα Πτολεμαΐδα καί Βέροια. ῾Ο λόχος μου ἦταν σ᾿ ἕνα προχωρημένο φυλάκιο, σ᾿ ἕνα χωριό πού δέν θυμοῦμαι τώρα πῶς τό λέγαν. Οἱ διμοιρίες εἶχαν διασκορπιστεῖ σέ διάφορα στρατηγικά σημεῖα καί πολεμοῦσαν. Στήν ἀρχή τά πράγματα ἦταν ὑποφερτά, μά ὅταν οἱ ἀντάρτες στρυμωχτήκανε καί χάνανε πολύ ἀπό τό ἔδαφός τους, ἔγιναν πολύ σκληροί. Σωστά ἄγρια θηρία! ῎Οχι ἁπλῶς χτυπάγανε στό ψαχνό, μά ρίχνανε καί ἁλάτι στήν πληγή, πού λέει ὁ λαός. ᾿Ενῶ πρῶτα ρήμαζαν τά χωριά, παίρνοντας κάθε εἴδους τρόφιμα, τώρα ἦταν φανατισμένοι· ἔδερναν, στρατολογοῦσαν, σκότωναν...
    Μιά βραδιά, καθώς εἴχαμε προχωρήσει σ᾿ ἕνα μπουγάζι πέρ᾿ ἀπό τό χωριό, χωρίς νά πάρω εἴδηση, βρέθηκα μέ ἀρκετούς ἄντρες τῆς διμοιρίας μου κυκλωμένος ἀπό τούς λυσσασμένους ἀντάρτες, πού μᾶς χτυποῦσαν ἀπό παντοῦ. Οἱ πιό πίσω μέ τό διμοιρίτη ὀπισθοχώρησαν, ἀλλά ἐμεῖς μπροστά δέν τούς ἀκούγαμε. ᾿Εγώ εἶχα τήν εὐθύνη τοῦ ὁπλοπολυβόλου καί ἔρριχνα ὅπου ἔβλεπα στόχο ἤ φλόγα πυροβολισμοῦ ἀπ᾿ τούς ἀντάρτες.
    Εἴχαμε μείνει πέντε ἄντρες καί πιάσαμε στή δυτική ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἕνα πέρασμα. Δίπλα μας ἦταν μιά ρηχή χαράδρα. Καθώς ἤμασταν κυκλωμένοι ἀπό παντοῦ, δέν βλέπαμε διέξοδο σωτηρίας. Χτυπούσαμε στά γεμάτα κ᾿ ἐμεῖς κ᾿ ἐκεῖνοι.
    - Σᾶς ἀποκόψαμε ἀπ᾿ τούς συντρόφους σας -μᾶς φώναζαν- θά πεθάνετε!
    Μᾶς πετοῦσαν βρισιές, πού ντρέπομαι νά τίς πῶ. Στό τέλος μᾶς φώναξαν·
    - ῎Αν θέλετε νά σωθεῖτε, πετάξτε τά ὅπλα καί παραδοθεῖτε!
    Ὅταν εἴδαμε τά πολεμοφόδια νά λιγοστεύουν καί τούς ἀντάρτες νά πλησιάζουν ὅλο καί πιό ἀπειλητικοί, τά χρειαστήκαμε. Χάιδεψα τόν κόρφο, ὅπου εἶχα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, γιά νά πάρω θάρρος. ῾Ο διπλανός μου τά ᾿χε χαμένα. Εἶχε καθίσει κάτω μή μπορώντας νά σκεφτεῖ τίποτε, σά νά ᾿κλαιγε τή μοίρα του. Σκέφτηκα· «Πρέπει νά ὑποχωρήσουμε, ὅπου μποροῦμε, ἀλλά μέ τά ὅπλα μας, γιά νά γλυτώσουμε». Τό λέω στόν διπλανό μου, μά δέν ἤθελε ἤ δέν μποροῦσε νά μ᾿ ἀκούσει καί νά μέ καταλάβει. Εἶχε ἤδη παρατήσει τό ὅπλο του. Πῆρα, λοιπόν, μόνος μου τήν ἀπόφαση, ἀφοῦ δέν ἤξερα τί ἔγιναν οἱ ἄλλοι, καί ὁ διπλανός μου δέν ἤθελε νά μ᾿ ἀκολουθήσει. ῎Αρχισα νά τρέχω καί νά ὑποχωρῶ, ἐνῶ πυροβολοῦσα. ᾿Απ᾿ τήν ἀντίθετη μεριά μοῦ φωνάζανε·
    - Ρίξε κάτω τό πολυβόλο!
    Τρέχοντας καί πυροβολώντας, ἔφτασα δίπλα σ᾿ ἕν’ ἀνάχωμα. ῎Επεσα κάτω καί κύλησα μέσα στό χαντάκι, ὅπου ἔτρεχε νερό καί ἦταν γεμάτο βοῦρλα, ὅπως καί ἡ γύρω περιοχή. Δέν κατάλαβα πῶς, μά βρέθηκα ὁ μισός μέσα στό νερό. Τό κρύο καί ἡ ὑγρασία μέ περόνιαζαν. Ξεπάγιαζα, μά δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτ᾿ ἄλλο. Οἱ ἀντάρτες πέρασαν δυό-τρεῖς φορές ἀπό δίπλα μου, φωνάζοντας καί βρίζοντας, μά στό τέλος ἔφυγαν, ἀφοῦ δέν μέ βρῆκαν. ῞Ενας τους γρύλισε·
    - Μά ἡ γῆς ἄνοιξε καί τόν κατάπιε; ᾿Ενῶ ἕνας ἄλλος συμπλήρωσε·
    - Δέν κλαίω πού γλύτωσε τό κάθαρμα, μά κλαίω γιατί χάσαμε τό πολυβόλο του!


* * *

    Ἔδωσε κάποτε ὁ Θεός καί πέρασε ἡ μαρτυρική αὐτή νύχτα. ῎Εφεξε, βγῆκα ἀπό τήν ὑδάτινη κρυψώνα μου καί ἄρχισα νά ψάχνω, πασπατεύοντας τά μέλη τοῦ κορμιοῦ μου, ἄν λείπει τίποτε, ἄν τρέχαν αἵματα, ὕστερ᾿ ἀπό τόσους πυροβολισμούς πού ἔφαγα... Εἶδα πώς ἤμουν γερός, κι ἄς τουρτούριζα ἀπό τό κρύο. ῎Εκαμα τό σταυρό μου· «Δόξα τῷ Θεῷ, γλύτωσα. Χίλιες δόξες νά ᾿χεις κ᾿ ἐσύ, Μυρτιδιώτισσά μου, πού μέ προστάτεψες!».
    Πῆρα τό πολυβόλο μου καί ξαναγύρισα προσεχτικά στή μονάδα μου. Κανείς τους δέν πίστευε στά μάτια του· ὅλοι μέ εἶχαν γιά σκοτωμένο. ῞Οταν, μάλιστα, εἶδαν τή χλαίνη μου νά εἶναι κόσκινο ἀπό τίς ἀντάρτικες σφαῖρες, τότε ἡ ἀπορία τους μεγάλωσε ἀκόμη πιό πολύ καί δέν μποροῦσαν νά ἐξηγήσουν πῶς γλύτωσα. ᾿Εγώ, ὅμως, ἤξερα κ᾿ ἤμουν σίγουρος γιά τό ποιός ἔβαλε τό χέρι του καί οἱ σφαῖρες δέν περνοῦσαν πέρ᾿ ἀπό τή χλαίνη μου, καί σέ ποιόν χρωστοῦσα τή σωτηρία μου...
    Ἀπό τούς ἄλλους συναδέλφους μου ἄλλοι γλύτωσαν ὑποχωρώντας νωρίς, ἐνῶ δυό εἶχαν πιαστεῖ αἰχμάλωτοι. ᾿Αργότερα καταφέραμε νά τούς ἐλευθερώσουμε κι αὐτούς.
    Θυμοῦμαι πού οἱ παλιότεροι συνάδελφοι μᾶς ἔλεγαν πώς οἱ ἀντάρτες στήν ἀρχή ἄφηναν ἐλεύθερους τούς στρατιῶτες πού ἔπεφταν αἰχμάλωτοι στά χέρια τους, ἀφοῦ τούς ἔπαιρναν τά ὅπλα καί τίς στολές τους. ῞Ομως, περνοῦσαν ἀπό στρατοδικεῖο μετά, γιατί ἄφησαν τόν ἐχθρό καί τούς πῆρε τά ὅπλα. Καί τό πιό σκληρό δέν ἦταν ἡ τιμωρία πού τούς ἔδινε τό δικαστήριο, μά τό ρεζιλίκι πού παθαίνανε, ὅταν οἱ ἄλλοι στρατιῶτες μέ τρόπο παράξενα σκληρό τούς βρίζανε καί τούς φτύνανε! ῏Ηταν βασανιστήριο ἀβάσταχτο κυριολεκτικά! Σοῦ ᾿ρχόταν νά πεῖς· «Δέν μέ σκότωναν καλύτερα, ἐκεῖ στή μάχη!».


* * *

    Αὐτά, ἐν συντομίᾳ, ἀγαπητέ Πασχάλη, τραβήξαμε τότε. Καί ὁ Θεός νά φυλάξει νά μήν ξανάρθει τέτοιος ἄγριος καί βρόμικος πόλεμος, νά χτυπάει καί νά σκοτώνει ὁ ῞Ελληνας τόν ῞Ελληνα! Δηλαδή ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφό!...
    Ὕστερ᾿ ἀπό τέσσερα σχεδόν χρόνια        -πού δέν σᾶς περιέγραψα, φυσικά, ὅλα ὅσα πέρασα- γύρισα στό νησί καί στόν ὡραῖο μας Αὐλέμονα. Καί ἡ πρώτη μου δουλειά ἦταν νά πάω μαζί μέ τούς δικούς μου νά λειτουργηθοῦμε στά Μυρτίδια καί νά εὐχαριστήσουμε τήν Παναγία, πού θαυματουργικά μέ προστάτεψε καί μέ γλύτωσε. Ἐκεῖ, παρακάλεσα τόν παπά νά κάνουμε κ᾿ ἕνα μνημόσυνο γιά ὅλες τίς ψυχές τῶν συντρόφων μου, πού χάθηκαν στά βουνά τῆς Μακεδονίας, πολεμώντας γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα.

 

Π. Β. Πάσχος

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Παραλειπόμενο τῆς κατοχῆς

paraleipomenoὉ Ἠλίας ἔσκυψε γιά τελευταία φορά καί φίλησε τόν τάφο τῶν γονιῶν του.
 Τό νιόσκαφτο χῶμα τό ἔνιωσε νά λαφραίνει καί μαζί του λάφρυνε κι ἡ ψυχή του. Πόσο τούς ἀγάπησε, πόσο τόν ἀγάπησαν! Καί δέν ἦταν δικό τους παιδί· δέν τόν γέννησαν αὐτοί, μά ὁ Ἠλίας δέν τό ᾿νιωσε αὐτό ποτέ του.
- Ὁ πατέρας σου, γιέ μου, πάει, καί ᾿γώ ὅπου νά ᾿ναι πηγαίνω νά τόν βρῶ, τοῦ εἶπε ἡ μάνα του λίγες ὧρες πρίν ἀφήσει τόν κόσμο αὐτό.
- Δέν εἶσαι ὅμως μόνος πάνω σ᾿ αὐτή τή γῆ. Πρέπει τώρα πιά νά μάθεις ὅλη τήν ἀλήθεια.
 Στή θύμηση αὐτή ὁ Ἠλίας ἔνιωσε τήν καρδιά του νά γλυκαίνεται καί νά γίνεται ὁ πόνος τοῦ χαμοῦ τῆς μάνας του λιγότερο ἀβάσταχτος.
 «Ὁ πατέρας σου», παιδί μου, «στά μαῦρα χρόνια τῆς κατοχῆς ἦταν ἔμπορος λαδιοῦ. Πήγαινε μέ πολλούς κινδύνους ἀπό πόλη σέ πόλη καί πουλοῦσε τό λάδι στόν πεινασμένο κοσμάκη. Ἦταν τίμιος ἄνθρωπος ὁ πατέρας σου, γιέ μου. Τότε, ἄν ἤθελε, θά γινόταν πάμπλουτος, μά... μαυραγορίτης δέν θέλησε νά γίνει ποτέ!
 Ἐκείνη τή χρονιά τοῦ ᾿43 ὁ Θεός δέν τσιγκουνεύτηκε. Φόρτωσε τά λιόδεντρά μας μέ καρπό καί ὁ πατέρας σου ἀποφάσισε νά κατεβεῖ στήν Ἀθήνα, γιατί εἶχε ἀκούσει πώς ἐκεῖ ἦταν πολύ μεγάλο τό κακό, πώς τούς ἀνθρώπους τούς μάζευαν μέ τά κάρρα πεθαμένους ἀπό τήν πείνα. Ἐγώ τότε ἐπέμενα νά μή φύγει τόσο μακριά, μά ἐκεῖνος θυμωμένος μέ ἀποπῆρε:
- Ἐδῶ γύρω, γυναίκα, δέν θά πεθάνει κανείς ἀπό πείνα· ὅλοι κουτσά στραβά πορεύονται. Δέν ἀκοῦς πού λένε ὅτι στήν Ἀθήνα δέν βρίσκεις σταγόνα λαδάκι, γιατί τό κρύβουν οἱ μαυραγορίτες; Θά πάω νά πουλήσω στόν κοσμάκη φτηνό λάδι.
Ἔφυγε, λοιπόν, γιέ μου, κι ὅταν γύρισε ἔφερε μαζί του τήν εὐτυχία στό σπίτι μας, ἔφερε, γιόκα μου, μιά σταλιά ἄνθρωπο, ἔφερε ἐσένα».
 Ἔτσι ἔμαθε ὁ Ἠλίας στά 23 του χρόνια πώς οἱ ἄνθρωποι πού τόν μεγάλωσαν μέ τόση ἀγάπη δέν ἦταν αὐτοί πού τόν γέννησαν.
- Ποῦ μέ βρῆκε, μάνα; ρώτησε γεμάτος ἀγωνία.
 - Ὁ Θεός, γιέ μου, ἔστειλε στό δρόμο του ἐκεῖ στό χάος τῆς Ἀθήνας ἕναν χρυσό ἄνθρωπο. Τοῦ ἔδωσε μιά ἀποθήκη νά βάλει τά λάδια του κι ὕστερα τόν φιλοξένησε στό σπίτι του μιά ᾿βδομάδα μ᾿ ἀντάλλαγμα λίγο λάδι. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εἶχε τέσσερα παιδιά καί τό μικρότερο μόλις πού εἶχε σαραντίσει. Ὁ πατέρας σου τό ἔβλεπε καθαρά πώς τό μωρό δέν εἶχε καί πολλές ἐλπίδες νά ζήσει σέ ἕνα τόσο φτωχικό σπίτι καί τότε τούς πρότεινε νά τό υἱοθετήσει, μιά καί ὁ Θεός δέν τοῦ ᾿δωσε τοῦ διου παιδί. Ἔτσι, παιδί μου, βρέθηκες στήν ἀγκαλιά μου, βρέθηκες νά εἶσαι γιός μου.
  Ἐκεῖ στό συρτάρι πού ἔβαζε ὁ πατέρας σου τούς λογαριασμούς του εἶναι τό ὄνομα καί ἡ διεύθυνση αὐτῶν πού σέ γέννησαν. Σάν κλείσω τά μάτια μου, μέ τήν εὐχή μου νά πᾶς νά τούς βρεῖς. Ὁ πατέρας σου ἔλεγε πάντα πώς εἶναι καλοί ἄνθρωποι.
  Ἔβαλε τό χέρι στήν ἐσωτερική τσέπη τοῦ σακακιοῦ του ὁ Ἠλίας καί χάιδεψε τό κιτρινισμένο χαρτί. Σήμερα ἔκανε τά ἐννιάμερα τῆς μάνας του καί τώρα ἦταν ἕτοιμος νά πάει νά γνωρίσει ἐκείνους πού τόν γέννησαν. Θά γνώριζε καί τά μεγαλύτερα ἀδέλφια του. Τί ἦταν ἄραγε, κορίτσια ἤ ἀγόρια; Αὐτό δέν τοῦ τό εἶπε ἡ μάνα του.
 Ἀτέλειωτο τοῦ φάνηκε τοῦ Ἠλία τό ταξίδι γιά τήν Ἀθήνα, σάν νά τό ἔκανε γιά πρώτη φορά, κι ἄς εἶχε μείνει ἐκεῖ τέσσερα ὁλόκληρα χρόνια, ὅσο κράτησαν καί οἱ σπουδές του. Μά σάν βρέθηκε μπροστά στήν πόρτα μέ τήν ὁδό καί τόν ἀριθμό πού εἶχε στό χαρτάκι του, εὐχήθηκε νά ἦταν μακρύτερος ὁ δρόμος πού τόν ἔφερε ἐκεῖ. Στάθηκε μπροστά στό κουδούνι μέ χέρια καί πόδια πού ἔτρεμαν.
- Ζητᾶς κάτι, παιδί μου; Μπορῶ μήπως νά σέ βοηθήσω;
- Ψάχνω τόν κ. Διαμαντόπουλο. Τόν ξέρετε; Μένει ἀκόμα ἐδῶ; ρώτησε μέ κομμένη ἀνάσα ὁ Ἠλίας.
- Τόν κύρ Πέτρο δέν ξέρω, παιδί μου; Καί ποιός δέν τόν γνωρίζει σ᾿ ὅλη τήν περιοχή. Ὅλα τά ὀρφανά κι οἱ χῆρες τόν ἔχουνε πατέρα. Κι αὐτός καί ἡ κυρά του δέν ζοῦν πιά παρά μόνο γιά τούς ἄλλους.
- Καί τά παιδιά τους; ρώτησε μέ κάποιο δισταγμό ὁ Ἠλίας.
 - Τό ἕνα πού τούς ἄφησε σ᾿ αὐτή τή ζωή ὁ Θεός τοῦ τό χάρισαν. Ὁ πατήρ Ἰσίδωρος εἶναι ὁ παπάς τῆς ἐνορίας μας. Τ᾿ ἄλλα, παιδί μου, τά ἔφαγε ἡ πείνα τῆς κατοχῆς.
- Ἔ, κύρ Πέτρο, τό παλληκάρι ἀπό δῶ σέ ψάχνει. Γύρισε ὁ Ἠλίας καί κοίταξε τό ζευγάρι πού πρόβαλε ἀπό τό δρόμο καί εἶδε ἐκεῖνο τό ἀγαθό βλέμμα τοῦ κύρ Πέτρου νά στηλώνεται ἀπάνω του κι ὕστερα νά βυθίζεται στό δικό του βλέμμα.
- Μπά σέ καλό σου, γιέ μου, εἶπε γελαστός ὁ κύρ Πέτρος. Γιά μιά στιγμή νόμισα πώς ἔβλεπα τόν πατέρα Ἰσίδωρο, πρίν γίνει παπάς. Πῶς ξεγελοῦν καμιά φορά τά μάτια, κύρ Γιώργη!
- Τά μάτια πολλές φορές μᾶς ξεγελοῦν, εἶπε ξέπνοα ὁ Ἠλίας, μά ἡ καρδιά ποτέ της.
- Τί θές νά πεῖς, παιδί μου; ρώτησε ὁ κύρ Πέτρος ἀνυποψίαστος.
- Ὁ Θεός θέλησε νά χάσω καί τούς δυό γονιούς μου, ἀπάντησε συγκινημένος ὁ Ἠλίας. Μά ἡ μάνα μου πρίν πεθάνει μοῦ ᾿πε νά ᾿ρθῶ ἐδῶ σέ σᾶς, γιά νά βρῶ μάνα καί πατέρα.
- Καλῶς ἦρθες, παιδί μου, εἶπε ἡ γυναίκα, πού δέν εἶχε μέχρι τώρα ἀνοίξει τό στόμα της. Μά ποῦ μᾶς ἤξερε ἡ μάνα σου;
- Ἐκείνη δέν σᾶς ἤξερε, σᾶς ἤξερε ὅμως ὁ πατέρας μου, ὁ κύρ Λάμπρος ὁ λαδάς. Δέ σέ γέλασε ἡ καρδιά σου, πατέρα. Φαίνεται μοιάζω πολύ μέ τόν ἀδελφό μου, εἶπε ὁ Ἠλίας καί μέ μιά κίνηση ἔκλεισε μέσα στή μεγάλη ἀγκαλιά του ἐκείνους τούς δυό πονεμένους ἀνθρώπους, πού τόσα χρόνια ξεχνοῦσαν τόν πόνο τους ἀνακουφίζοντας τόν πόνο τῶν ἄλλων, καί πού ἔχοντάς τα χαμένα ἔλεγαν καί ξανάλεγαν: Ὁ Ἠλίας, δόξα σοι ὁ Θεός! Ὁ Ἠλίας!
 Καί τοῦ κύρ Γιώργη τά μάτια, πού εἶχαν δεῖ πολλά -πάρα πολλά- ἔτρεχαν ποτάμια.
 - Τέτοια χαρά, Θεέ μου, τέτοια χαρά μόνο Ἐσύ μπορεῖς νά δίνεις! ἔλεγε, καί μιά γελοῦσε καί μιά ἔκλαιγε, σάν τήν ἡμέρα τῆς χειροτονίας τοῦ πατρός Ἰσιδώρου. Τότε οἱ δυό πονεμένοι αὐτοί ἄνθρωποι ἔδιναν τό μοναδικό παιδί τους στόν Θεό. Τώρα ὁ Θεός τούς ξαναγέμιζε τήν ἄδεια ἀγκαλιά τους. «Βρέ σεῖς», μονολόγησε, «βρέ σεῖς, ἔχετε ἰδέα ἀπό Θεό!».
 

Ἑ. Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Πέμπτη, 03 Ιούλιος 2014 03:00

Χτυπᾶτε, εἶμαι Ἕλληνας παπάς

 iereus Στόν τόπο μας ἡ ἱστορία τῆς κατοχῆς ἔχει συνδεθεῖ μέ ἀξιόλογες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες. Μία ἀπ᾿ αὐτές, πού κατατάχθηκε ἤδη στή χορεία τῶν ἐθνομαρτύρων, εἶναι ὁ βαθιά πιστός ἀλλά καί ἑλληνόψυχος ἀρχιμανδρίτης ἀπό τόν Κρόκο Κοζάνης, Ἰωακείμ Λιούλιας. Τόν θυμηθήκαμε πάλι, καθώς ξεφυλλίζαμε τό βιβλίο τοῦ Διονυσίου Χαραλάμπους «Μάρτυρες».
  Ὁ Διονύσιος Χαραλάμπους, ὀρθόδοξος κληρικός, συμφοιτητής τοῦ π. Ἰωακείμ, πέρασε τρία ὁλόκληρα χρόνια σέ στρατόπεδα συγκεντρώσεως τῶν Γερμανῶν. Οἱ δύο συμμαθητές συναντήθηκαν στό στρατόπεδο Παύλου Μελᾶ Θεσσαλονίκης. Ἀξίζει ἐδῶ νά μεταφέρουμε κάποιες ἀπό τίς σελίδες τοῦ προσωπικοῦ ἡμερολογίου τοῦ π. Διονυσίου:
  «6 Μαΐου 1943. Μεσημέρι. Κάποιος φωνάζει ἀπό τό παράθυρο: "Δέν βγαίνεις, πάτερ; Ἔφεραν κι ἄλλους παπάδες". Βγαίνω γρήγορα. Μέ πλησιάζουν. Νιώθω μιά ξαφνική συγκίνηση. Ὁ ἕνας συμμαθητής μου, ὁ πατήρ Ἰωακείμ. Χρόνια εἴχαμε ν᾿ ἀνταμώσουμε καί νά τώρα, πῶς ἦρθαν τά πράγματα, νά συναντηθοῦμε ἐδῶ μέσα!
  Μέ τραβᾶ μέ τρόπο παράμερα.
  - Δουλεύω καλά, μοῦ λέει, γιά τή λευτεριά τῆς σκλαβωμένης πατρίδας. Θά σοῦ πῶ ὕστερα λεπτομέρειες. Δέν ξέρω ὅμως πῶς μᾶς πρόδωσαν καί χθές τά μεσάνυχτα ἦρθαν οἱ Γερμανοί καί μέ σήκωσαν μέ τίς κλωτσιές ἀπό τό κρεβάτι. Οὔτε τά ροῦχα μου δέν ἐπέτρεψαν νά φορέσω. Τά ᾿φερε ὕστερα ἡ μάνα μου στό κρατητήριο. Καί σήμερα μέ τόν παπά τόν ἄλλο καί τούς ὑπόλοιπους, πού εἶναι οἱ περισσότεροι ὑπάλληλοι καί ἔμποροι τῆς Κοζάνης, μᾶς κουβάλησαν ἐδῶ.
  Τόν κατατοπίζω κι ἐγώ καί τοῦ συνιστῶ προσοχή στήν ἀνάκριση».
  Τό πῶς δούλευε γιά τή σκλαβωμένη πατρίδα τό γνωρίζουμε ἀπό τίς μαρτυρίες πολλῶν Κοζανιτῶν. Τό Πάσχα τοῦ ᾿43 ἐκφωνεῖ στήν κεντρική πλατεία τῆς Κοζάνης ἱστορικό καί μνημειώδη λόγο γιά τήν «αἰωνία Ἑλλάδα» καί τελειώνει μέ τούτη τή φράση: «Χριστός Ἀνέστη! Θ᾿ ἀναστηθοῦμε, ἀδελφοί μου». Λίγες μέρες ἀργότερα, στίς 2 Μαΐου, γιορτή τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁμιλεῖ σέ πλῆθος κόσμου, πού ἐκκλησιάστηκε στό ἐξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου μέ θέμα: «Ἄνοιξη, Ἀνάσταση, Ἐλευθερία». Τίμημα τῆς παρρησίας του εἶναι ἡ αἰφνιδιαστική σύλληψή του στίς 5 Μαΐου 1943 καί ἡ μεταφορά του στό στρατόπεδο Παύλου Μελᾶ. Τά ὑπόλοιπα ἄς τά παρακολουθήσουμε ἀπό τό ἡμερολόγιο τοῦ συγκρατούμενου π. Διονυσίου:
  «3 Ἰουνίου. Ἕνα αὐτοκίνητο τῆς Γκεστάπο, μαῦρο σάν τίς μαῦρες ψυχές τῶν ἀφεντικῶν του, ἦλθε καί μᾶς πῆρε τόν Ἰωακείμ. Ποῦ τόν πάει; Οἱ ἄνθρωποι τοῦ γραφείου, πού ξέρουν, λένε πώς τόν πηγαίνουν στό 501. Ἐκεῖ πού δοκιμάζει κανείς σ᾿ ὅλη της τήν ἔκταση τή σκληρότητα καί τήν κτηνωδία τῶν χωρίς Χριστόν ἀνθρώπων τοῦ Χίτλερ.
  Ὁ Θεός, ὁ μόνος πού μπορεῖ νά βοηθήσει σέ τέτοιες περιστάσεις τόν ἄνθρωπο, ἄς τόν βοηθήσει».
  Δύο μέρες ἀργότερα, συναισθανόμενος πώς ἔρχεται τό τέλος, γράφει στόν μητροπολίτη Κοζάνης τό παρακάτω γράμμα, στό ὁποῖο δείχνει τό ἀδούλωτο φρόνημα, πού τοῦ ἐνέπνευσε ἡ πίστη στόν Θεό καί ἡ προσήλωση στίς παραδόσεις τῆς φυλῆς.
 «5 Ἰουνίου 1943
 Πρός τόν Μητροπολίτην
 Κοζάνης Ἰωακείμ
 Σεβασμιώτατε,
  Φαίνεται ὅτι ἤγγικεν ἡ ὥρα ἀποδημίας μου εἰς Κύριον. Οἱ βάρβαροι εἰσβολεῖς θά μᾶς ὁδηγήσουν σήμερα ἤ αὔριο στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Αἰσθάνομαι ὑπερήφανος, Ἀρχιεπίσκοπέ μου, πού πεθαίνω γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός, καί πού ἀντιπροσωπεύω μέσα στή θυσία τοῦ Ἔθνους τόν ἑλληνικό κλῆρο μέ τήν ἔνδοξη παράδοση, πού μᾶς ἄφησε ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Σαμουήλ, ὁ Ἠσαΐας ἀπ᾿ τά Σάλωνα καί σεῖς ὁ ἴδιος συνεχίζετε ἀκόμη καί σήμερα τόν ἀγώνα γιά τήν ἐλευθερία τοῦ Ἔθνους.
 Σᾶς φιλῶ τό χέρι ὁ ἐν Χριστῷ καί ἀγῶνι ἀδελφός Ἰωακείμ».
 Ὕστερα ἀπό ἕνα σχεδόν μῆνα, στίς 2 Ἰουλίου, ὁδηγεῖται στό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα. Ἀλλ᾿ ἄς ἀφήσουμε καί πάλι τόν π. Διονύσιο Χαραλάμπους νά μᾶς μεταφέρει στό στρατόπεδο Παύλου Μελᾶ:
 «2 Ιουλίου. Μιά κλούβα περνᾶ μέ βία τή μεγάλη πορτάρα καί τραβᾶ κατά πάνω μας. Ξεχωρίζουμε μέσα "πεταλάδες"... Τά μάθαμε... Πῆραν τριανταδυό ἀπό δῶ καί δεκαοκτώ ἀπό τίς ἄλλες φυλακές...
 4 Ιουλίου. Θετικές πιά καί ἐξακριβωμένες πληροφορίες βεβαιοῦν τήν ἐκτέλεση τοῦ πατρός Ἰωακείμ. Ἕνας, μάλιστα, πού παρακολουθοῦσε ἀπ᾿ τόν κῆπο του ἐκεῖ κοντά τό δράμα, λέει πώς ἄνοιξε τήν τελευταία στιγμή τά στήθια του καί φώναξε δυνατά:
 - Χτυπᾶτε! Εἶμαι Ἕλληνας παπάς. Πεθαίνω γιά τόν Χριστό καί γιά τήν Πατρίδα. Ὁ ἴδιος λέει ἐπίσης πώς μετά τήν ἐκτέλεση οἱ στρατιῶτες τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος παίζαν φούτμπώλ μέ τό καλυμμαύχι του.
 Τόν κλαίω καί τόν μακαρίζω συγχρόνως. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχασε ἕναν καλό στρατιώτη καί τό Ἔθνος ἕναν πατριώτη μέ ἀλύγιστο ἐθνικό φρόνημα.
 Μοῦ ᾿λεγε προχθές, πού γινόταν λόγος γι᾿ αὐτόν, κάποιος πού τούς πῆγαν μαζί στό 501:
 "Ὅταν φθάσαμε ἐκεῖ, μᾶς πῆραν στήν ἀνάκριση χωριστά. Μετά δυόμισυ ὧρες περίπου μᾶς κατέβασαν. Ἀντίκρυσα τότε ἕναν πατέρα Ἰωακείμ ὁλότελα παραμορφωμένο ἀπ᾿ τό ξύλο. Χωρίς ράσο κι ἀντερί. Τά κρατοῦσε τσαλακωμένα στ᾿ ἀριστερό του χέρι. Μᾶς τράβηξαν καί μᾶς πέταξαν, ἐμένα στό 9 κι ἐκεῖνον στό 6. Το παραθυράκι τοῦ κελλιοῦ μου ἔβλεπε στήν αὐλή. Ἔτσι, κάθε πρωί παρακολουθοῦσα ὅλους ὅσους βγάζαν γιά ἔργα. Ἦταν ἀρκετοί. Ἐκεῖνος πού περισσότερο τραβοῦσε τήν προσοχή μου ἦταν ὁ πατήρ Ἰωακείμ. Περπατοῦσε καμαρωτός, πάντα μέ ψηλά τό κεφάλι. Στήν ὄψη του ἦταν ἁπλωμένη ἡ χριστιανική ἠρεμία καί γαλήνη. Κι ὅλο σιγόψαλλε ὄμορφα καί κατανυκτικά".
 Κάποιος ἄλλος πάλι, πού κι αὐτός ἔμενε μαζί του, μοῦ εἶπε σήμερα:
 "Ἄ, ὁ πατήρ Ἰωακείμ ἦταν κληρικός ἀπ᾿ τούς σπάνιους. Ὅλες τίς μέρες, πού ἔμενε ἐκεῖ, ἔψαλλε καί προσευχόταν μέ εὐλάβεια. Εἶχε βαθειά πίστη κι αὐτό τόν ἔκανε νά μή χάσει τό θάρρος του ὥς τήν τελευταία στιγμή. Ὅλοι μας τόν θαυμάζαμε. Ὅταν μιά μέρα ὁ γερμανός φρουρός πειράζοντάς τον τοῦ εἶπε κάτι περιφρονητικό γιά τόν κλῆρο, αὐτός μ᾿ ἕνα ἀξιοθαύμαστο θάρρος ἀπάντησε:
 - Εἶμαι Ἕλληνας κληρικός"».
  Πόση εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε στό τιμημένο ράσο! Μόνον ἐχθροί τοῦ Γένους μποροῦν νά τό περιφρονοῦν.

Ἀπ. Παπαδημητρίου
   

Κατηγορία Γερμανική Κατοχή