Ἡ ἐπανάσταση τῆς 25ης Μαρτίου 1821 εἶναι ἀπό τά σπουδαιότερα γεγονότα τῆς νεώτερης ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Μετά ἀπό 400 χρόνια σκλαβιᾶς ἀνακηρύσσεται «ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων» τό νέο ἑλληνικό Κράτος.
Κι ἐνῶ ἀπό ὅλους ἀναγνωρίζεται ἡ σημασία καί ἡ ἀξία τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ ’21, ὑπάρχει ὅμως διαφωνία ὡς πρός τούς λόγους γιά τούς ὁποίους πολέμησαν οἱ Ἕλληνες. Ἔτσι, ἀκούστηκε καί γράφτηκε στίς μέρες μας ὅτι το ’21 δέν ξεσηκώθηκαν οἱ Ἕλληνες ἐναντίον τῶν Τούρκων, ἀλλά οἱ φτωχοί ἐναντίον τῶν πλουσίων, οἱ ἀγροτολαϊκές μάζες ἐνάντια τῶν κοτζαμπάσηδων καί τοῦ ἀνωτέρου κλήρου, ἡ ἐπανάσταση τοῦ ’21 ἦταν ἕνας ταξικός ἀγώνας. Τό πόσο, ὅμως, ἀνιστόρητη καί ἄδικη εἶναι αὐτή ἡ ὑπόθεση τό ἀποδεικνύουν τά γεγονότα καί τά κείμενα τῶν πρωταγωνιστῶν τοῦ ἀγώνα.
Ἕνα μικρό ἀνθολόγιο ἀπό κείμενα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21 θά μᾶς δώσει ἀκριβῶς τούς λόγους γιά τούς ὁποίους πολέμησαν, ἀλλά καί τήν αἰτία «τοῦ θαύματος», ὅπως χαρακτηρίστηκε ὁ ἀγώνας του ’21.
«Ὅποιος λοιπόν εἶναι καλός
κι ὀρθόδοξος χριστιανός
μέ τ' ἄρματα στό χέρι,
ἄς δράμη σάν ξεφτέρι
τό Γένος του νά σώση
μέ χαρά, μπρέ παιδιά.
Σταυρός, ἡ πίστις καί ἡ καρδιά
ντουφέκια καί καλά σπαθιά
γκρεμίζουν τυραννίαν
τιμοῦν ἐλευθερίαν
ὁπ’ ἔδωκε ὁ πλάστης
στό ντουνιά, μπρέ παιδιά».
Ρήγας Φεραῖος
«Ἡ πρώτη βάσις τοῦ ἱεροῦ κινήματός μας εἶναι πίστις καί πατρίς, αὐτά ἐκηρύξαμεν, αὐτά καί τώρα κηρύττομεν».
23 Μαΐου 1821, Γεώργ. Κατακουζηνός.
«Ἀδελφοί Ἕλληνες, ἔπειτα ἀπό τετρακοσίων χρόνων σκληράν σκλαβιάν, ὁ Θεός εὐσπλαχνισθείς ἀπεφάσισε νά μᾶς δώση τήν ἐλευθερίαν, καθώς τήν ἐχαίροντο μιάν φοράν οἱ προπάτορές μας, πλήν διά νά τήν ἀπολαύσωμεν πρέπει νά ἀποφασίσωμεν ν’ ἀποθάνωμεν μέ τά ὅπλα εἰς τάς χεῖρας. Ἡμεῖς ὡς τόσον θέλομεν ἀπολαύσει τά δύο μεγαλύτερα καλά, τόν παράδεισον καί τήν αἰώνιον μνήμην τῶν μεταγενεστέρων, ἐπειδή διά τόν σταυρόν καί τήν ἐλευθερίαν ἀποθνήσκομεν».
Ἀθανάσιος Διάκος
«Ὅτι τότε οἱ Ἕλληνες ὁρκίστηκαν νά δουλέψουν διά θρησκεία καί πατρίδα καί δέν τούς κόλλαγε μολύβι, οὔτε σπαθί».
Στρατ. Μακρυγιάννης, Ἀπομνημονεύματα
«Εἶναι καιρός νά ἀποτινάξωμεν τόν ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν, νά ἐλευθερώσωμεν τήν πατρίδα, νά κρημνίσωμεν ἀπό τά ὕψη τήν ἡμισέληνον, διά νά ὑψώσωμεν τό σημεῖον δι’ οὗ πάντοτε νικῶμεν, λέγω τόν Σταυρόν, καί οὕτω νά ἐκδικήσωμεν τήν Πατρίδα καί τήν ὀρθόδοξον ἡμῶν πίστιν ἀπό τήν ἀσεβῆ τῶν ἀσεβῶν καταφρόνησιν».
Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης
«Πάψε νά γελιέσαι, Ἀλῆ· εἶδα τόν σταυρό στίς σημαῖες τῶν χριστιανῶν· πολεμᾶνε γιά τή θρησκεία τους καί γιά τήν πατρίδα».
Ταχήρ Ἀμπάζ, Τοῦρκος
«Αἱ σημαῖαι ἡμῶν φέρουσιν ἕναν σταυρόν καί ἕναν στέφανον ἐκ δάφνης. Ἐλευθερία! Θρησκεία! Πατρίς! Ἰδού τό ἔμβλημα ἡμῶν. Ἡ εἰρήνη ἔστω μεθ’ ὑμῶν, ἀδελφοί».
28 Ἰουνίου 1821, Μᾶρκος Βότσαρης
«Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσίν Ἕλληνες καί ἀπολαμβάνουσιν, ἄνευ τινός διαφορᾶς, ὅλων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων».
Β΄ Ἐθνοσυνέλευσι στό Ἄστρος
«Καί τότε οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ σταυροκοπήθηκαν, ξεκίνησαν… Γαλάζιες οἱ σημαῖες μέ τόν λευκό σταυρό, ἀσπροντυμένοι οἱ στρατιῶτες… Νά βλέπεις αὐτούς τούς κακόμοιρους Ἕλληνες, πολλούς ξυπόλυτους, χωρίς ψωμί ἤ μέ ψωμί πού δέν τρωγόταν, νά σκαρφαλώνουν στίς πλαγιές, νά κατρακυλοῦν στίς κοιλάδες, νά ρίχνονται πάνω στόν τυραννικό εἰσβολέα, πολεμώντας γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς πατρίδας τους, ἦταν κάτι πού συγκλόνιζε».
George Jarvis, Ἀμερικανός περιηγητής
«Τά σημειώνω κι ἐγώ ἐδῶ, ἴσως ἐσεῖς οἱ μεταγενέστεροι, σάν ἰδῆτε τήν ἀρετή μας, θά εἶστε εἰλικρινώτεροι διά τήν πατρίδα. Γλυκώτερον πράμα δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν πατρίδα καί θρησκεία. Ὅταν δι’ αὐτά τόν ἄνθρωπο δέν τόν τύπτη ἡ συνείδησί του, ἀλλά τά δουλεύη ὡς τίμιος καί τά προσκυνῆ, εἶναι ὁ πλέον εὐτυχής καί πλέον πλούσιος».
Στρατηγός Μακρυγιάννης
«Τό ἑλληνικόν ἔθνος εἰς τήν ἱεράν του θρησκείαν ὀφείλει τόν χαρακτῆρα του, τά ἤθη του, τά ἔθιμά του, τήν ὡραιοτάτην γλῶσσαν του, τήν προγονικήν του εὔκλειαν καί τό λαμπρόν ὄνομά του. Εἰς τήν ἱεράν του θρησκείαν ὀφείλει τάς σημερινάς ἀριστείας του, τήν ἀνεξαρτησίαν καί πολιτικήν του ὕπαρξιν, διότι μέγας ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν, ὅστις ὑπερασπίζεται τά δίκαιά των καί τήν ἁγίαν του Ἐκκλησίαν καί συμμάχεται μετ’ αὐτῶν κατά τῆς ἀνομίας καί ἀσέβειας».
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης
«Ὁ ἐφημέριος τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος ἱερεύς Παπαπαναγιώτης Μπουγάτσας ἐκ Μποχωρίου, ἀπό τῆς ἐνάρξεως τῆς πολιορκίας καί ἅμα ὡς ἤρχισεν ὁ κανονιοβολισμός καί τό τουφέκι, μετέβαινεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν του, ἐλάμβανεν εἰς χεῖρας του τά ἄχραντα μυστήρια καί ἀσκεπής, μέ τόν φανόν του, ὑπό τήν βροχήν τῶν σφαιρῶν περιήρχετο ἀπό προμαχῶνος εἰς προμαχῶνα καί ἐκοινώνει τούς ψυχορραγοῦντας, παρηγορῶν αὐτούς διά λόγων καταλλήλων καί ἐμψυχῶν τούς μαχομένους διά τοῦ παραδείγματός του. Τήν μετ’ ἀληθοῦς αὐταπαρνήσεως ἐκπλήρωσιν τοῦ ἱεροῦ τούτου καθήκοντος, οὐδεμίαν ἡμέραν παρέλειψεν».
Νικόλαος Μακρῆς
Ὅταν ἔτσι ὁμιλοῦν οἱ ἥρωες καί πρωταγωνιστές, ἐμεῖς δέν ἔχουμε νά προσθέσουμε κάτι ἄλλο. Ὅσο κι ἄν θέλουν μερικοί νά παραχαράξουν τό νόημα τοῦ ἀγώνα καί νά τό περιορίσουν στά στενά πλαίσια τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ, δέν θά τό κατορθώσουν. Οὔτε θά μπορέσουν νά σβήσουν τήν προσφορά τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἀνθρώπων της, τῆς Ἑλληνοσώτειρας Ἐκκλησίας. Πάντα θά ἠχοῦν τά λόγια τοῦ Κολοκοτρώνη: «Ἐμεῖς, ὅταν πιάσαμε τά ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως καί μετά ὑπέρ πατρίδος».
Ἰάφεθ
Ἀπολύτρωσις 43 (1988) 47-48.
Ξένε, ἄν βρισκόσουν στήν Ἑκατονταπυλιανή τῆς Πάρου τό 1840, θά ἄκουγες καμπάνες νά χτυποῦν πένθιμα, κλαγγές ὅπλων νά ἠχοῦν δυνατά. Θά ἔβλεπες ἐπίσημα πρόσωπα, ἀξιωματικούς, πολλούς νησιῶτες νά περιστοιχίζουν ἕνα φέρετρο. Μέ ρωτᾶς ποιός εἶναι ὁ νεκρός; Μιά γυναίκα ντυμένη μέ τή στολή τοῦ ἀντιστρατήγου. Νά, δίπλα της τό πρωτοπαλλήκαρό της κι οἱ συμπολεμιστές της τή συνοδεύουν στήν τελευταία της κατοικία δακρύβρεχτοι, ἀναπολώντας τά ἔνδοξα περασμένα. Κηδεύεται μέ τιμές ἀντιστρατήγου ἡ ἡρωίδα τῆς Μυκόνου, ἡ Μαντώ Μαυρογένους.
Λίγα χρόνια πρίν ξεσπάσει ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἡ νεαρή Μαντώ ἀναχωρεῖ ἀπό τήν Τεργέστη. Ἐκεῖ γεννήθηκε, μορφώθηκε κι ἔμαθε τέλεια τήν ἰταλική, τή γαλλική καί τουρκική γλῶσσα. Ὁ πλούσιος ἔμπορας πατέρας της, Νικόλαος, ἐπιστρέφει στήν ἀγαπημένη του πατρίδα τή Μύκονο. Τή Μαντώ ὅμως ἀφήνει στήν Τῆνο. Κατά προτροπή του, ὁ ἐνάρετος θεῖος της ἱερέας Μαῦρος ἀναλαμβάνει τή διαπαιδαγώγησή της.
Μάρτιος τοῦ 1821. Ἕνα ὑδραίικο ἱστιοφόρο φέρνει στό νησί τους χαρμόσυνες εἰδήσεις γιά τήν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης στήν Πελοπόννησο. Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἡ Μαντώ ζῆ, ἀναπνέει καί κινεῖται μόνο γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους. Ξεσηκώνει τήν πατρίδα της τή Μύκονο. Συγκινεῖ τούς προκρίτους μέ τό παράδειγμα καί τά πύρινα λόγια της: «Ἔρχομαι νά προσφέρω τήν περιουσίαν μου διά τόν ἀγῶνα τοῦ Γένους... Ἑνώσωμεν τάς δυνάμεις μας μέ τάς δυνάμεις τῶν ἀδελφῶν μας πού πολεμοῦν αὐτήν τήν ὥραν διά τήν ἀναγέννησιν τοῦ Ἔθνους! Ἀποτινάξωμεν τόν ἀτιμωτικόν ζυγόν!... Μή χάνωμεν καιρόν. Ἐμπρός! Εἰς τήν θάλασσαν τά καράβια μας!».
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἀποβιβάστηκε στή Μύκονο πολλοί γοητεύονται ἀπό τήν ὀμορφιά της, τή χάρη καί τή γλυκύτητα τῶν τρόπων της. Μνηστῆρες τήν περιτριγυρίζουν. Ἐκείνη ὅμως ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τέτοιες σχέσεις. Προτεραιότητα ἡ λευτεριά. «Ἡ καρδία της θά ἦτο τό ἔπαθλον τοῦ νικητοῦ τῶν Τούρκων», σημειώνει ὁ Πουκεβίλ.
Τά νησιά τοῦ Αἰγαίου, τό ἕνα μετά τό ἄλλο, ὑψώνουν τή σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἡ Μαντώ σκέφτεται πρῶτα ν' ἀσφαλίσει τή Μύκονο. Συγκροτεῖ ἐθελοντικό στρατό. Ὅλοι τήν ψηφίζουν ἀρχηγό. Χαρακτηριστικά τά λόγια της: «Ἡ πατρίς μου νά ἐλευθερωθῆ καί ἀδιάφορον τί θά ἀπογίνω». Ξοδεύει γιά τόν Ἀγώνα, δίχως νά λυπᾶται, τήν τεράστια περιουσία της. Κι ὅσο τά χρόνια διαβαίνουν καί τά χρήματα ἐξατμίζονται, μέ χαρά πουλᾶ τά χρυσαφικά της κι ἄλλα ἀκριβά πράγματα τοῦ ἀρχοντικοῦ της. Οἱ συγγενεῖς της, προπάντων ἡ μητέρα της, ἐξαγριώνονται.
Ἡ φρικτή καταστροφή τῆς αἱματοβαμμένης Χίου, τόν Μάρτιο τοῦ 1822, ἀνάβει τίς καρδιές τῶν κατοίκων τῆς Μυκόνου γιά ἐκδίκηση. Εἶναι ἀποφασισμένοι νά πολεμήσουν μέ τά πλοῖα τους τούς Τούρκους στή Χίο. Τότε ἐμφανίζεται στήν πλατεία τῆς Μυκόνου ἡ Μαντώ μαυροντυμένη, μέ πένθιμο πέπλο στό κεφάλι καί μέ τά συνετά της λόγια κατευνάζει τά πνεύματα: «Ἡ δίψα τῆς ἐκδικήσεως μή σᾶς παρασύρει εἰς ἀσυνέτους πράξεις... Ἀντί νά ἀφήσετε ἀνυπερασπίστους τάς γυναῖκας ἐδῶ, τρέχοντες κατά τοῦ ἐχθροῦ, ὁπλισθῆτε διά νά εἶσθε ἕτοιμοι νά τόν ἀποκρούσετε, ἐάν τυχόν θελήση νά ἐπαναλάβη εἰς τήν Μύκονον τάς θηριωδίας πού διέπραξεν εἰς τήν Χίον».
Πόσο ἡ ἱστορία τή δικαίωσε! Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1822, Τοῦρκοι καί Ἀλγερινοί, πατοῦν τή Μύκονο φωνάζοντας «Ἀλλάχ! Ἀλλάχ! Θάνατος στούς ἀπίστους!». Ἡ Μαντώ ἀτρόμητη κατευθύνει τή σκληρή μάχη, κραδαίνοντας τό ξίφος της. Τά παλληκάρια της πυροδοτοῦνται ἀπό τήν πατριωτική φλόγα τῆς νεαρῆς Ἀμαζόνας. Ὁ ἐχθρός τρέπεται σέ φυγή κι ἡ Μύκονος ἀναπνέει ἐλεύθερα. Μέ τήν ἀρχηγό τους οἱ μαχητές ἀναπέμπουν μές στήν ἐκκλησία δοξολογία εὐχαριστίας.
Καί ποῦ στή συνέχεια δέν δίνει δυναμικό τό παρών της ἡ ἡρωίδα τῆς Μυκόνου! Ἡ Εὔβοια, τό Πήλιο, ἡ Φωκίδα πόσα δέν τῆς χρωστοῦν, πού μέ αὐταπάρνηση κατεργάζεται τή λευτεριά τους!
Ἔρχεται στιγμή πού ὁ Ἀγώνας κινδυνεύει νά χαθεῖ ἀπό τά κομματικά πάθη. Γέφυρα καί εἰρηνοποιός ἀνάμεσα στούς ἀντιμαχόμενους ἀρχηγούς τῆς Ἐπανάστασης γίνεται ἡ γλυκύτατη Μαντώ. «Τασσομένη ἀδιαφόρως ὑπό τάς διαταγάς οἱουδήποτε ἀρχηγοῦ εἴτε ἐκτελοῦσα ἡ ἰδία χρέη ἀρχηγοῦ εἰς ἕνα καί μόνον ἀπέβλεπε σκοπόν: νά ἐκδιώξη τούς Τούρκους ἐκ τῆς γῆς τῆς πατρίδος της», μαρτυροῦν ξένοι φιλέλληνες.
Ὁ πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας, Ἰωάννης Καποδίστριας, τιμᾶ τή Μαντώ καί ἐπικυρώνει ἐπίσημα τόν βαθμό τοῦ ἀντιστρατήγου πού ἤδη φέρει. Αὐτή διαλέγει ὁ Κυβερνήτης, γιά νά ἀναλάβει τή διεύθυνση τοῦ ὀρφανοτροφείου στήν Αἴγινα. Περισσότερα ἀπό 500 ὀρφανά βρίσκουν θαλπωρή στήν πλούσια καρδιά της.
Αὐτή ἡ ἀρχοντογυναίκα πού θυσίασε τά ὑπέρογκα χρηματικά ποσά της γιά τόν Ἀγώνα, αὐτή πού πρόσφερε τίς στρατιωτικές της ὑπηρεσίες σέ στεριές καί θάλασσες γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ, ζῆ τά τελευταῖα της χρόνια ἐντελῶς ξεχασμένη, φτωχή, προπάντων παραπονεμένη καί ἀδικημένη. Τό κράτος τῆς ἔδωσε μία πολύ μικρή σύνταξη καί τή χαρακτήρισε χήρα καί ἀπόμαχη! Δίκαια σέ ἀναφορά της στόν βασιλιά Ὄθωνα ἔντονα διαμαρτύρεται: «... ἡ ὑποφαινομένη, Μεγαλειότατε, οὔτε χήρα ἤμουν ποτέ, ἀλλ' οὔτε ὑπανδρευμένη, διά νά εἶναι δυνατόν νά κατασταθῶ χήρα, καί οὔτε εἰς τόν πόλεμον ποτέ ἐπληγώθην διά νά κατασταθῶ ἀπόμαχος...». Ἔτσι καταπικραμένη, στά 43 της χρόνια, φεύγει ἀπ' αὐτή τή ζωή.
Ξένε, σάν ἐπισκεφθεῖς τή Μύκονο, θά σέ καλωσορίσει στήν παραλία ἡ προτομή της μέ τά ὑπέροχα λόγια της πού χαράχτηκαν ἀπό κάτω:
«Ἡ ἀγάπη τῆς πατρίδος μου, ἡ πίστις εἰς τήν θρησκείαν μου, ἡ δίψα δικαίας ἐκδικήσεως ἐξῆραν τήν ψυχήν μου, καί μοῦ ἐνέσπειραν τόν πόθον τῶν μαχῶν».
Ἑλληνίς
Ἐπίκαιρο, καθώς γιορτάζουμε τήν ἐθνική μας ἀπελευθέρωση, ἀλλά καί πάντοτε ἐνδιαφέρον τό θέμα τῆς ἐλευθερίας. Μᾶς δίνει τήν ἀφορμή νά μελετήσουμε τή σχέση μας -ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων- μέ τήν ἐλευθερία· τότε, στά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, καί τώρα, πού ζοῦμε σέ μιά χώρα ἐλεύθερη.
Τόσο ἡ ἐθνική ὅσο καί ἡ ἐσωτερική ἐλευθερία τοῦ καθενός προϋποθέτει τή δική του προσωπική προσπάθεια καί τόν ἀγώνα γιά τήν κατάκτησή της. Ὅσο κι ἄν ἀκούγεται παράδοξα, ἄνθρωπος κανείς δέν μπορεῖ νά χαρίσει στόν ἄλλο τήν ἐλευθερία, οὔτε βέβαια καί νά τοῦ τήν ἀφαιρέσει. Ἀκριβέστερα, γιά νά χρησιμοποιήσω τή φράση ἑνός ἁγίου διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, «τήν μέν σωματικήν ἐλευθερίαν καί ἄνθρωπος δίδωσι τήν δέ ψυχικήν μόνος ὁ Υἱός (τοῦ Θεοῦ), ὡς κυρίως κύριος· ἐπεί καί κυρίως αὕτη ἐλευθερία». Τήν ἐλευθερία τοῦ σώματος μπορεῖ κάποιες φορές νά τή χαρίσει ἄνθρωπος σέ ἄνθρωπο, τῆς ψυχῆς ὅμως τήν ἐλευθερία μόνο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πραγματικός Κύριος τή χαρίζει. Εἶναι σαφῶς ἀνώτερη ἡ ἐλευθερία τῆς ψυχῆς ἀπό ἐκείνη τοῦ σώματος ὅσο ἡ πρώτη ὑπερέχει ἀπό τό δεύτερο.
Μέγιστο ἀγαθό ἡ ἐθνική ἐλευθερία. Ποιός δέν τό κατανοεῖ, ἰδιαίτερα ἄν συμβαίνει νά εἶναι Ἕλληνας; Σωστά λέχθηκε ὅτι «ἡ ἑλληνική ψυχή ζῆ μονάχα γιά τήν ἐλευθερία». Ἀλλά εἶναι ἐξίσου σωστή ὅσο καί ἀμείλικτη ἡ διαπίστωση ὅτι κάποιες φορές οἱ Ἕλληνες φάνηκαν ἀνάξιοι τῆς ἐθνικῆς τους ἐλευθερίας καί τήν ἔχασαν μέσα ἀπό τά χέρια τους. Γιατί; Διότι εἶχαν καταντήσει βαθιά νυχτωμένοι πνευματικά. Ἦταν ἐσωτερικά σκλάβοι σέ πάθη καί κακίες. Ἡ ἐσωτερική σκλαβιά ἔφερε καί τήν ἐξωτερική, τήν ἐθνική. Ἔτσι συνέβη καί μέ τήν ὑποταγή στόν τουρκικό ζυγό, κάτω ἀπό τόν ὁποῖο ἀκόμη περισσότερο ἐξαχρειώθηκαν οἱ Ἕλληνες.
Ὡστόσο τό δοῦλο Γένος προικοδοτημένο πλουσιοπάροχα ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ κι ἀνδρωμένο μέ τῆς Ὀρθοδοξίας τή φλόγα, ἔχει νά δείξει καί στίς πιό σκοτεινές ὧρες του πνεύματα φωτεινά καί καρδιές ἀπροσκύνητες. Αὐτοί ἔγιναν ὁ σπόρος, γιά νά ἀνθοβολήσει καί πάλι στήν ἑλληνική πατρίδα τό ἁγνό λουλούδι τῆς λευτεριᾶς. Κι ἦρθε πράγματι ἡ ὥρα ἡ εὐλογημένη. Οἱ σκλάβοι ἔγιναν ἐλεύθεροι, διότι καί μέσα στή μακροχρόνια σκλαβιά κράτησαν ἀναμμένη τή φλόγα τῆς πίστεως, τήν εὐλάβεια, τήν ἀνθρωπιά, τίς παραδόσεις τους. Κράτησαν ἀδούλωτη, ἐλεύθερη τήν ψυχή τους.
Δέν ἦταν ἁπλή ὑπόθεση ἡ ἐπικράτηση τῆς ἐλευθερίας. Κίνδυνοι πολλοί ἀπειλοῦσαν νά τήν πνίξουν μόλις ἀναστήθηκε «ἀπ᾿ τά κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά». Πρῶτος καί φοβερός ὁ κίνδυνος τῆς διχόνοιας, τῆς ἐθνικῆς μας ἀρρώστιας. Τά ὅπλα, πού ἔδιωξαν ἀπό τή γῆ μας τόν ἐχθρό, κατόπιν βάφηκαν σ᾿ ἀδελφικό αἷμα. Ἔπειτα ἡ ἀδικία, ἡ ἰδιοτέλεια, τό συμφέρον μετέβαλαν σέ ἐχθρούς καί πολέμιους τούς ἀδελφούς. Ὁ Μακρυγιάννης, μέ τή θυμόσοφη ἁπλότητά του, ἐντοπίζει τήν αἰτία τῆς ἀθλιότητας στήν ἀτονία τῆς πίστεως καί στήν ἔκλυση τῶν ἠθῶν. «Ἐκκλησία εἰς τήν πρωτεύουσαν δέν εἶναι καί μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος». Δέν χτίζετε ἐκκλησίες καί σχολεῖα, ἀλλά κοιτᾶτε νά «φτιάξετε θέατρον, διά νά μᾶς μάθῃ τήν ἀπιστία καί τήν παραλυσία».
Αὐτά τότε. Νά ἔρθω τώρα στούς σημερινούς Ἕλληνες. Εἴμαστε ἐλεύθεροι ἐθνικά. Δόξα τῷ Θεῷ! Ποιός ὅμως μπορεῖ μέ εἰλικρίνεια νά μᾶς διαβεβαιώσει ὅτι κατέχουμε οἱ Νεοέλληνες τήν ἐσωτερική, τήν πνευματική ἐλευθερία, ἐκείνη πού ἔβγαλε ἀπό τή σκλαβιά τούς ἄλλοτε ὑπόδουλους προγόνους μας; Ἐκείνη τήν ἐλευθερία, γιά τήν ὁποία ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀποφθέγγεται· «Ἐλεύθεροί σοι νομιζέσθωσαν, οὐχ οἱ τήν τύχην ἐλεύθεροι· ἀλλ᾿ οἱ τόν βίον καί τούς τρόπους ἐλεύθεροι».
Φοβοῦμαι ὅτι καί σήμερα, εἴτε τό ὁμολογοῦμε εἴτε ὄχι, σέ πολλές περιπτώσεις μᾶς τυλίγει σκληρή καί ἀδυσώπητη σκλαβιά. Μήπως δέν ἀντιμετωπίζουμε καθημερινά ἕναν ἀπαίσιο ἐξανδραποδισμό στό ἐπίπεδο τῶν ἰδεῶν μέ τήν κατευθυνόμενη προπαγάνδα, τήν ἐλεγχόμενη μετάδοση πληροφοριῶν, τήν παραπλανητική διαφήμιση; Ἔπειτα ἡ ὕβρις, ὅπου παρέσυρε τόν Νεοέλληνα ὁ ἀέρας τοῦ νεοπλουτισμοῦ; Ὁ ξεπεσμός του στήν παγίδα τοῦ εὔκολου κέρδους; Ἡ ἐπαίσχυντη ἀντικατάσταση τῶν τιμαλφῶν ὄχι μόνο τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς ἀλλά καί αὐτῆς τῆς ἀνθρωπιᾶς μέ τίς νεοφανεῖς «ἀξίες» τοῦ χρηματιστηρίου;
Καί τί νά ποῦμε γιά τή βάρβαρη κακοποίηση τῆς ἴδιας τῆς γλώσσας μας· γιά τήν ἀπερίσκεπτη ἀπεμπόληση τῶν ἰδανικῶν καί παραδόσεών μας· γι᾿ αὐτή τήν ἄρρωστη ξενομανία, πού συχνά μᾶς ὁδηγεῖ στόν πιθηκισμό καί στό γραικυλισμό! Ἀνησυχητική εἶναι ἡ ἀδιαμαρτύρητη, ἡ τυφλή ὑπακοή σ᾿ ὅ,τι ἔξωθεν εἰσαγόμενο, ἡ ὁμαδοποίηση καί ἀγελοποίηση πού μᾶς ἐπιβάλλουν οἱ διάφορες «κοινωνικές ὑποχρεώσεις». Ἀκόμη καί οἱ προτιμήσεις στό ρουχισμό (μόδα), στήν ἐπίπλωση τοῦ σπιτιοῦ, στόν τρόπο συμπεριφορᾶς καί ἐπικοινωνίας προκαθορίζονται ἀπό κάποιες ἔξω ἀπό μᾶς σκοπιμότητες, στίς ὁποῖες ἄβουλα ὑποκύπτουμε. Αὐτή ἡ ἰσοπέδωση καί δρομολόγηση τῆς ζωῆς μας σέ προκατασκευασμένα καλούπια μᾶς καταντᾶ ἄβουλες μαριονέττες, πού κινούμαστε καί ἐκφραζόμαστε μηχανικά. Καί οἱ μαριονέττες ποτέ δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐλεύθερες.
Πρόβλημα σοβαρό ἀποτελεῖ ἡ τρομακτική ἀλλοίωση πού ἐπέφερε πάνω μας ὁ ἀλόγιστος καταναλωτισμός, ὁ εὐδαιμονισμός, ἡ ἔλλειψη ἄσκησης καί ἡ κατάργηση τοῦ φρονήματος τῆς θυσίας. Πολύ ἀπαισιόδοξη ἀλλά δυστυχῶς ἀληθινή ἡ διαπίστωση ὅτι «κάποτε δίναμε καί τή ζωή μας γιά τήν Ἑλλάδα· σήμερα δίνουμε καί τήν Ἑλλάδα γιά τή ζωή μας».
Γιατί αὐτός ὁ ξεπεσμός; Γιατί τέτοια κατάντια; Διότι πρῶτα δώσαμε τήν ψυχή μας σέ πράγματα ὑλικά καί ξένα πρός τίς βαθύτερες ἀνάγκες της. Ἀδιαφορήσαμε γιά τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε ὅλη τή φυσική δημιουργία γιά τόν ἄνθρωπο. Καί τόν ἄνθρωπο -μόνον αὐτόν μέσα ἀπ᾿ ὅλη τήν πλάση- τόν ἔπλασε ὁ Θεός γιά τόν ἑαυτό του. Τόν θέλει δικό του, δοῦλο του.
Μά τότε πῶς μιλοῦμε γιά ἐλευθερία, θά διερωτηθεῖ κάποιος. Ἐδῶ ἀκριβῶς μπαίνουμε στό χῶρο τοῦ μυστηρίου. Ὁ Θεός ξέρει νά λυγίζει τήν καρδιά μας χωρίς νά τή βιάζει καί νά μᾶς τραβᾶ κοντά του χωρίς νά μᾶς ἐξαναγκάζει. Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐγκαινίασε τό καθεστώς τῆς τέλειας καί ὁριστικῆς ἐλευθερίας γιά ὅλους ἐκείνους πού τόν ἀποδέχονται μέ πίστη καί ἀγάπη. Κι ὅπως συγκεκριμενοποίησε τήν ἀγάπη, βεβαιώνοντας ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α' Ἰω 4,8), καί τήν ἀλήθεια, ἀποκαλύπτοντας ὅτι «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω 14,6), ἔτσι ἔδωσε καί στήν ἐλευθερία τήν ἀληθινή της διάσταση. Ἐρήμην τοῦ Χριστοῦ ἡ ἐλευθερία δέν εἶναι παρά τό ψεύτικο ὄνομα τῆς δουλείας, «τό ἐπικάλυμμα τῆς κακίας», ὅπως τή χαρακτηρίζει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Α' Πε 2,6). Ἀντίθετα ἡ ἐν Χριστῷ δουλεία εἶναι τό πιό ἐκφραστικό, τό πιό ἀληθινό ὄνομα τῆς ἐλευθερίας.
Ἡ πίστη, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἐλευθερία σχηματίζουν μία τέλεια ἁλυσίδα στή χριστιανική ζωή. Ἡ γνώση τῆς θεϊκῆς ἀλήθειας ἔρχεται μέ τήν πίστη καί ἐλευθερώνει τούς πιστούς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἐλεύθερα τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ πιό ἀξιόπιστα νά ὑπακούει στίς ἐντολές του. Ὅταν ἀνταποκρίνεται στήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου, ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῆς ἄγνοιας, νικᾶ τή δύναμη τῆς ἁμαρτίας καί αὐτόν ἀκόμη τό φόβο τοῦ θανάτου.
Ὡς χριστιανοί ὀρθόδοξοι κατέχουμε τή ζωντανή ἀλήθεια. Θά ἔπρεπε συνεπῶς νά κατέχουμε καί τήν ἐλευθερία. Ἄν αὐτό δέν συμβαίνει, εἶναι διότι κάπου νοθεύουμε τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως, τήν παραμερίζουμε ἤ τή στομώνουμε, μέ ἀποτέλεσμα νά ψυχραίνουμε τήν ἀγάπη μας γιά τόν ἐλευθερωτή Χριστό. Καί πῶς νά κρατηθοῦμε ἐλεύθεροι χωρίς τή δική του βοήθεια; Καί πῶς νά κυριαρχήσουμε χωρίς τή θεϊκή συνδρομή; Ἀμείλικτος στή σαφήνεια καί καθηλωτικός στήν ἀπολυτότητά του ὁ θεϊκός λόγος ἀποκαλύπτει· «ᾧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καί δεδούλωται» (Β' Πε 2,19). Ἐλεύθερος δέν εἶναι αὐτός πού ἀσύστολα κάνει ὅ,τι θέλει, ἀλλά αὐτός πού κάνει ὅ,τι πρέπει. Κάθε ἥττα στόν πνευματικό τομέα μπορεῖ νά φαίνεται σάν ἀπελευθέρωση καί χειραφέτηση ἀπό τό νόμο τοῦ Θεοῦ, στήν πραγματικότητα ὅμως ὅποιος ἀρνεῖται τήν ὑποταγή στόν Θεό ὑποτάσσεται σέ μύρια ἄλλα ἀφεντικά, ὅσα εἶναι καί τά πάθη του, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος.
Δέν εἶναι στ᾿ ἀλήθεια τραγικό ὅτι μπορεῖ νά ἐκθειάζουμε τούς προγόνους μας καί νά τούς τιμοῦμε, διότι μέ τή θυσία τους νίκησαν ἐχθρούς ἄσπονδους καί αἰώνιους, ἀλλά οἱ ἴδιοι νά παραμένουμε δοῦλοι τῶν παθῶν μας;
«Χαῖρε, Μαρία Δέσποινα, χαῖρε, ἁγνή Παρθένα, χαῖρε καί σύ ἀθάνατο τρανό εἰκοσιένα!». Ἔτσι χαιρετίζει ὁ ἀείμνηστος Γ. Γρατσέας, καθηγητής Πανεπιστημίου καί ποιητής, τήν τρανή διπλή γιορτή τοῦ μήνα, τήν 25η Μαρτίου, σημειώνοντας τήν ἰδιαίτερη σχέση πού συνδέει ἐμᾶς τούς Ἕλληνες μαζί της.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ φανέρωση «τοῦ ἀπ᾿ αἰῶνος μυστηρίου», κατά τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, γίνεται σταθμός χαρᾶς, ἐλπίδας καί αἰσιοδοξίας γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καταδικασμένοι «ἐν χώρᾳ καί σκιᾶ θανάτου» εἶδαν τό φῶς, γνώρισαν τή ζωή, τή σωτηρία, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Ὁ Χριστιανισμός πλησίασε καί ἄλλα ἔθνη καί τά ἀναγέννησε ὅλα. Κανένα ὅμως δέν εὐεργέτησε τόσο ὅσο τό ἑλληνικό. Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε σέ ποιά κατάσταση εἶχε βρεῖ τήν πατρίδα μας ὁ Χριστός. Ἡ εἰδωλολατρία καί ἡ διαφθορά, οἱ φατριασμοί καί οἱ διχόνοιες εἶχαν ἀπομυζήσει καί τήν τελευταία ἰκμάδα σοφίας καί εὐρωστίας. Ἡ ρωμαϊκή κατάκτηση εἶχε ἀποκόψει καί τό τελευταῖο νεῦρο ζωτικότητας. Τό 146 π.Χ. ὄντως σήμανε finis Greciae, τό τέλος τῆς Ἑλλάδας. Κι ὅμως μετά ἀπό αἰῶνες, χωρίς καμιά ἐπανάσταση, χωρίς πολιτική ἤ κοινωνική μεταρρύθμιση, μόνο μέ τόν ἐκχριστιανισμό, ἡ χώρα βρέθηκε ὄχι μόνο πνευματικά ζωντανή ἀλλά καί ἐθνικά ἐλεύθερη καί, τό πιό θαυμαστό, κυρίαρχη!
Μά ἦρθαν χρόνοι δίσεκτοι. Ἀτόνησε ἡ πίστη. Χαλάρωσαν τά ἤθη. Ἀπομακρυσμένοι ἀπ᾿ τόν Θεό δουλώθηκαν στά πάθη οἱ Ἕλληνες κι ἔχασαν καί πάλι τήν ἐθνική τους ἐλευθερία. Τό Βυζάντιο, αὐτό τό ἀγλάισμα τῆς ἐκχριστιανισμένης Ἑλλάδας, πού φώτισε ὅλη τήν Εὐρώπη, βυθίστηκε καί πάλι στό σκοτάδι.
Εἶναι, ὡστόσο, γεγονός ὅτι καί μέσα σ᾿ ἐκείνη τή σκοτεινή νύχτα τῶν τετρακοσίων χρόνων τῆς σκλαβιᾶς δέν ἄφησε μόνους τούς ραγιάδες ὁ Χριστός. Κρυφόκαιγε τῆς πίστης τό καντήλι σέ κάποιες ἡρωικές ψυχές. Καί κράτησε ζωντανή αὐτή τή φλόγα, ἀνέγγιχτη ἀπό τῆς ἀπιστίας τό ἀγιάζι, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· μέ τόν παπά καί τόν καλόγερο, μέ τό Ψαλτήρι καί τό Ὀκτωήχι στήριξε τό δοῦλο γένος. Κράτησε ἀπροσκύνητη τήν ψυχή του. Ἔτσι, σάν ἦρθε ἡ ὥρα, σήκωσαν τ᾿ ἄρματα οἱ σκλάβοι. Ποῦ βρῆκαν τή δύναμη; Τό ἐξομολογεῖται μέ εἰλικρίνεια ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ: «Ὅταν πήραμε τ᾿ ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως κι ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος».
Τό γνωρίζουν καί τό ἀναγνωρίζουν ἀνά τούς αἰῶνες οἱ τίμιοι ἀγωνιστές αὐτοῦ τοῦ τόπου. Χωρίς τήν πίστη στόν Χριστό θά ἦταν διαφορετική ἡ πορεία τῆς Ἑλλάδας κι ἴσως θά εἶχε σβήσει ἀπό καιρό, ἄν δέν ἦταν τόσο δεμένη μέ τόν Χριστό. Κι ἄν σήμερα κάποιοι σπασμωδικά προσπαθοῦν νά ἀναστήσουν τό δωδεκάθεο τοῦ Ὀλύμπου πιστεύοντας(;) πώς ἐκεῖ θ᾿ ἀνακαλύψουν τό μεγαλεῖο καί τή δόξα τῆς Ἑλλάδας, εἶναι τουλάχιστον ἀνεδαφικοί. Διότι καί τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας τά μεγάλα πνεύματα εἶχαν ἀντιληφθεῖ τό ψέμα τῆς εἰδωλολατρίας. Δέν καταδικάστηκε ὁ Σωκράτης, διότι «ὡς τό παράπαν οὐ νομίζει εἶναι θεούς»; Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός, σκέπει καί δοξάζει αἰῶνες τώρα τήν Ἑλλάδα. Αὐτό μᾶς χρεώνει νά τοῦ ἀναγνωρίσουμε μιά ὁδηγητική θέση στή ζωή μας. νά ἐπιδιώξουμε οἱ Νεοέλληνες ὄχι τήν ἐπάνοδο στήν εἰδωλολατρία ἀλλά τόν ἐπανευαγγελισμό μας.
Γράμμα σ' ἕναν νέο
Ἀγαπητό μου παιδί,
Εἶχα πολύ καιρό νά διαβάσω σύνθημά σου ἄξιο προσοχῆς. Αὐτό ὅμως πού διάβασα πρόσφατα στόν τοῖχο τῆς «Αἴθουσας τέχνης» μοῦ προξένησε βαθειά ἐντύπωση. Σοῦ τό θυμίζω: «Μίσος ταξικό. Ξευτίλες πατριῶτες, στήν ἐθνική ἑνότητα εἴμαστε προδότες!». Σπεύδω νά μετριάσω τήν ἐντύπωση πού θά προκληθεῖ στόν ἀναγνώστη. Δέν πολυπιστεύω ὅτι διακατέχεσαι ἀπό μίσος. Μᾶλλον αὐτό τό ἔγραψες γιά νά τρομάξεις αὐτούς πού θά διαβάσουν τό σύνθημά σου. Τώρα πού τό γράφω θυμοῦμαι καί ἄλλη σου ἐπίθεση κατά τῶν πατριωτῶν, στούς ὁποίους εὐχόσουν «16 νά εἶναι οἱ ὧρες τους»! Ἄς ἐπιχειρήσουμε νά ἀναλύσουμε λίγο τό πρῶτο σύνθημά σου.
Τό μίσος σου, ἄν πράγματι κυριαρχεῖσαι ἀπ᾿ αὐτό, τό χαρακτηρίζεις ταξικό. Θεωρεῖς συνάμα τήν ἀπέχθειά σου πρός τούς πατριῶτες ὡς στάση συνεπῆ ἔναντι τοῦ διεθνισμοῦ, τόν ὁποῖο διακηρύσσει ὁ εὐρύς ἰδεολογικός χῶρος πού ἀντιμάχεται τήν ἀστική ἐξουσία. Βέβαια σέ κρίσιμες στιγμές τῆς ἱστορίας οἱ δογματικοί κομμουνιστές ἀνακάλυψαν τήν ἀξία τῆς πατρίδας. Ἔτσι, τήν ἀντίσταση κατά τῶν Γερμανῶν εἰσβολέων καί τῶν συμμάχων τους οἱ Σοβιετικοί ἀποκάλεσαν «μεγάλο πατριωτικό πόλεμο» καί ἔτσι ἔμεινε γνωστός στή Ρωσία. Ἀλλά ἐσύ ἔχεις κάνει τήν ὑπέρβαση καί ἴσως καυχᾶσαι γιατί βρίσκεσαι στόν ἰδεολογικό χῶρο τῆς ἀναρχίας. Μπορεῖ νά καμαρώνεις ὅτι διεξάγεις ἀγώνα χωρίς συμβιβασμούς, ὅτι ἑρμηνεύεις κατά τρόπο ἀλάθητο τά κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα, ὅτι ἀνήκεις στούς ἐλάχιστους ἐλεύθερους, ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι «φοροῦν κλουβί» (δικό σου σύνθημα). Ἕνα μόνο δέν διανοεῖσαι: Νά θέσεις στόν ἑαυτό σου τό ἐρώτημα μήπως καί σύ φορᾶς κλουβί.
Στρέφεσαι κατά τῶν πατριωτῶν, δηλαδή ἐναντίον αὐτῶν πού δηλώνουν πώς ἀγαποῦν τήν πατρίδα. Συνήθως προβάλλεσαι ὡς πολέμιος τῶν πολλῶν. Ἄραγε δέν συνειδητοποιεῖς ὅτι εἶσαι ἐνταγμένος στό μεγάλο στρατόπεδο αὐτῶν πού ἐχθρεύονται τήν πατρίδα καί τήν πολεμοῦν; Ἄς δοῦμε ποιοί εἶναι αὐτοί. Εἶναι καταρχήν οἱ πλουτοκράτες. Μή μοῦ πεῖς ὅτι δέν διάβασες τό ἀπόφθεγμα, ὄχι βέβαια γραμμένο σέ τοῖχο, «τό κεφάλαιο δέν ἔχει πατρίδα». Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι συνοδοιπορεῖς μέ τούς κατεξοχήν ἀποδέκτες τοῦ ταξικοῦ σου μίσους! Εἶναι στή συνέχεια κάποιοι ἄλλοι πού παραμένουν σταθερά προσανατολισμένοι στόν κομμουνιστικό διεθνισμό, ἄν καί ἔχουν αἰσθανθεῖ τίς συνέπειες τοῦ ἐθνικισμοῦ πού αὐτός ὁ διεθνισμός ἐξέθρεψε καί ἀντιλαμβάνονται τό πόσο αὐτός ὁ νεοεθνικισμός ὑπηρετεῖ σήμερα τά νεοταξικά σχέδια μέσῳ τῆς ἀμερικανικῆς πολιτικῆς. Εἶναι, τέλος, οἱ κατά πολύ περισσότεροι ὑπέρμαχοι τοῦ κοσμοπολίτικου διεθνισμοῦ ἀπό τήν «ἀνανεωτική» ἤ «ἐκσυγχρονιστική Ἀριστερά» ὥς τή «φιλελεύθερη Δεξιά», τήν ἀρκούντως καπηλευθεῖσα κατά τό παρελθόν τή δύσμοιρη πατρίδα. Εἶναι οἱ ὑπέρμαχοι τῶν πολυπολιτισμικῶν κοινωνιῶν τῆς νέας τάξης, πού ἐπιχειροῦν συστηματικά τήν ἄμβλυνση τοῦ πατριωτικοῦ αἰσθήματος μέ τήν ἀποδόμηση τῆς ἱστορικῆς μνήμης καί τῆς ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας. Τέλος, εἶναι ἐκεῖνοι πού «φοροῦν τό κλουβί» ἐθελοντικά περιορίζοντας τό βίο τους στόν καναπέ, συντροφιά μέ τή μικρή ὀθόνη τοῦ «συστήματος».
Ἀλλά, βέβαια, ἐσύ ὅλους αὐτούς τούς συνοδοιπόρους σου στό ἔργο τῆς κατεδάφισης τῆς πατρίδας τούς ἀγνοεῖς. Ἀντιλαμβάνομαι πολύ καλά ἐναντίον ποιῶν στρέφεσαι. Πρόκειται γιά ἐκείνους πού προβάλλουν τήν «ἀγάπη» τους γιά τήν πατρίδα παράλληλα πρός τήν ὁλοκληρωτική ἰδεολογία ἀπό τήν ὁποία ἐμφοροῦνται, ἰδεολογία πού ἔχει ἀπήχηση στούς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ σέ περιόδους οἰκονομικῆς ὕφεσης καί κοινωνικῆς κατάπτωσης. Συνεπῶς, ἄν τό καλοσκεφθεῖς, ὁ ὑποτιθέμενος ἐχθρός σου δέν εἶναι ταξικός, ἀφοῦ «στό ἴδιο μέ σένα καζάνι βράζει!». Μ᾿ αὐτούς θά συγκρούεσαι ὁλοένα καί πιό συχνά στά σταυροδρόμια τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων. Ἐκεῖ πού ἐσύ θά φορᾶς τήν κουκούλα καί θά κραδαίνεις τό ρόπαλο τῆς καταστροφῆς καί αὐτοί θά κραδαίνουν τό ρόπαλο τοῦ «πατριωτισμοῦ». Ἐσύ μέ συνθήματα ὑπέρ τῆς συναδέλφωσης τῶν λαῶν (ἀφανισμοῦ τῶν λαῶν, κατά τή νέα τάξη πραγμάτων) καί ἐκεῖνοι μέ ξενοφοβικά, στό ὄνομα τῆς ἐθνικῆς καθαρότητας. Ἐσύ δῆθεν ὡς ἐχθρός τοῦ κατεστημένου καί ἐκεῖνοι, κατ᾿ ἐσέ, ὡς βαθύ παρακράτος.
Ἀλήθεια, ἀναρωτήθηκες ποτέ πόσο τό «σύστημα», χρειάζεται καί σένα καί αὐτούς; Οἱ συγκρούσεις σας εἶναι τό καλύτερο ἄλλοθι γιά τήν ἔνταση τῆς ἀστυνόμευσης. Οἱ πολλοί, πού «φοροῦν κλουβιά», καθισμένοι στόν ἀναπαυτικό καναπέ δέν ἐπιλέγουν ἀνάμεσα σέ σᾶς ἤ τούς ἄλλους. Θέλουν ἁπλῶς τήν ἡσυχία τους. Καί τό «σύστημα» φροντίζει νά τήν ἐξασφαλίσει ὅταν ὑπερβαίνετε τά ἐσκαμμένα.
Κατάλαβες ὅτι τελικά εἴμαστε ὅλοι κατεδαφιστές; Ὁ τρόπος καί ἡ μέθοδος ἐργασίας διαφέρει ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλο. Ἀσφαλῶς ὅμως κάποιοι θά ἐπωφεληθοῦν ἀπό τά ἐρείπια καί αὐτοί δέν θά εἶστε οὔτε ἐσεῖς οὔτε ἐκεῖνοι ἐναντίον τῶν ὁποίων στρέφεται τό ὑποτιθέμενο ταξικό μίσος σας. Μήπως τελικά φορᾶτε καί σεῖς «κλουβιά»;
Ἠγαπημένοι μου... Ἤτανε φαίνεται ἀπό τό Θεό γραμμένο ν᾽ ἀδράξωμε τ ᾽ ἄρματα μία ἡμέρα καί νά χυθοῦμε καταπάνου στούς τυράννους μας, πού τόσα χρόνια ἀνελεήμονα μᾶς τυραγνεύουν. Τί τή θέλομε, βρέ ἀδέρφια, αὐτή τήν πολυπικραμένη ζωή, νά ζοῦμε ἀποκάτω στή σκλαβιά καί τό σπαθί τῶν Τούρκων νά ἀκονιέται στά κεφάλια μας;
Δέν τηρᾶτε πού τίποτα δέ μᾶς ἀπόμεινε; Αἱ ἐκκλησίες μας γενήκανε τζαμιά καί ἀχούρια τῶν Τούρκων, κανένας δέ μπορεῖ νά πῆ πώς τάχα ἔχει τίποτε ἐδικό του, γιατί τό ταχιά βρίσκεται φτωχός, σά διακονιάρης στή στράτα. Οἱ φαμελιές μας καί τά παιδιά μας εἶναι στά χέρια καί στή διάκριση τῶν Τούρκων. Τίποτε, ἀδέρφια, δέ μᾶς ἔμεινε. Δέν εἶναι πρέποντας νά σταυρώσωμε τά χέρια καί νά τηρᾶμε τόν οὐρανό· ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε χέρια, γνώση καί νοῦ, ἄς ρωτήσομε τήν καρδιά μας καί ὅ,τι μᾶς ἀπαντυχαίνει, ἄς τό βάλωμε γλήγορα σέ πράξη, καί ἄς εἴμεθα, ἀδέρφια, βέβαιοι πώς ὁ Χριστός μας ὁ πολυαγαπημένος θά βάλη τό χέρι ἀπάνου μας. Ὅ,τι θά κάμωμε, πρέποντας εἶναι νά τό κάμωμε μιά ὥρα ἀρχίτερα, γιατί ὕστερα θά χτυπᾶμε τά κεφάλια μας. Τώρα ἡ Τουρκία εἶναι μπερδεμένη σέ πόλεμους, καί δέν ἔχει ἀσκέρια νά στείλη καταπάνου μας. Ἄς ὠφεληθοῦμε ἀπό τήν περίσταση, ὅπου ὁ Θεός, ἀκούοντας τά δίκαια παράπονά μας, μᾶς ἔστειλε γιά ἐλόγου μας· μία ὥρα, πρέποντας εἶναι νά ξεσπάσει αὐτό τό μαράζι, ὅπου μᾶς τρώγει τήν καρδιά. Στ᾽ ἄρματα, ἀδέρφια! Ἤ νά ξεσκλαβωθοῦμε ἤ ὅλοι νά πεθάνομε, καί βέβαια καλλίτερο θάνατο δέ μπορεῖ νά προτιμήση κάθε Χριστιανός καί Ἕλληνας. Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος
|
Ἡ ἔκρηξη τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης βρῆκε πρόθυμους συμπαραστάτες στήν Εὐρώπη τόσο στίς τάξεις τῶν ἰδεολόγων καί ἀρχαιολατρῶν φοιτητῶν ὅσο καί σ᾿ ἕνα πλῆθος στρατιωτικῶν, πού μετά τούς ναπολεόντειους πολέμους ἦταν ἕτοιμοι νά ὑπηρετήσουν ἕνα σκοπό, γιά νά δώσουν νόημα στήν ἴδια τους τή ζωή.
Οἱ φιλέλληνες πρόσφεραν, ἀνάλογα μέ τήν τάξη στήν ὁποία ἀνῆκαν, πολλά στόν ἑλληνικό ἀγώνα: χρήματα, γνώσεις, ἐπιρροή, ἱκανότητες. Πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς ἔνιωθαν τιμή τους, ἄν ἀξιώνονταν νά δώσουν καί τή ζωή τους. Γνωστή περίπτωση ὁ Ἄγγλος Lord Byron. Ὑπάρχουν ὅμως καί τόσοι ἄλλοι ἀνώνυμοι φιλέλληνες ἀπό διάφορες χῶρες.
Στήν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους βρίσκεται ἕνας ἐνδιαφέρων στατιστικός πίνακας, πού παρουσιάζει ἀναλυτικά τό φιλελληνικό ρεῦμα κατά χῶρες καί περιόδους. Ἔτσι στό πλῆθος τῶν ἐθελοντῶν ξεχωρίζουν σέ ἀριθμό οἱ Γερμανοί. Ἀναφέρονται 265 πού ἔφτασαν στήν Ἑλλάδα τό 1821-1822. Κοντά στούς ἀξιωματικούς ἐπιστήμονες, ὑπάλληλοι, ἔμποροι, φοιτητές ἀκόμη καί μαθητές τρέχουν μέ αὐταπάρνηση νά ὑπηρετήσουν τήν ἑλληνική ὑπόθεση. Μέχρι τό τέλος τοῦ ἀγώνα συνολικά ἀναφέρονται 342 Γερμανοί. Οἱ 142 ἀπ᾿ αὐτούς ἄφησαν τήν τελευταία πνοή τους στά ἑλληνικά χώματα ὑπερασπιζόμενοι τό ἰδανικό τῆς ἐλευθερίας.
Στόν ἴδιο πίνακα ἄλλες ἕντεκα χῶρες σημειώνονται ἀπ᾿ τίς ὁποῖες ἄλλοτε λιγότεροι κι ἄλλοτε περισσότεροι φιλέλληνες ξεκίνησαν γιά τήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα. Κατά τήν περίοδο 1825 ὥς τό τέλος τοῦ ἀγώνα πρῶτοι ἔρχονται οἱ Γάλλοι μέ 114 ἄτομα· ἑξήντα ἀπ᾿ αὐτά ἔμειναν στά πεδία τῶν μαχῶν.
Στή χορεία τῶν φιλελλήνων -μέ μικρά ποσοστά βέβαια ἀλλά ὡστόσο δίνοντας τό «παρών»- κατατάσσεται καί ἡ μακρινή σκανδιναβική Σουηδία μέ ἐννιά ἄτομα.
Συγκινεῖται κανείς βλέποντας πόσοι ἀπ᾿ ὅλους αὐτούς τούς φιλέλληνες πολέμησαν μέχρι τέλους θυσιάζοντας τά νιάτα τους, τό μέλλον τους, τή ζωή τους γιά ἕνα Ἔθνος χωρίς ἐδαφική ὑπόσταση ἀλλά μέ τεράστια πολιτιστική κληρονομιά καί ἀκτινοβολία! Ἡ ἱστορία κατέγραψε 313 νεκρούς φιλέλληνες σέ σύνολο 940 ἀτόμων. Γρήγορα ὅμως ἡ συγκίνηση μεταποιεῖται σέ πίκρα, ὅταν ἀπό τά πράγματα διαπιστώνουμε στό πέρασμα τῆς ἱστορίας πώς ναί μέν φιλέλληνες ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν πάντα, φιλέλληνα κράτη ὅμως ποτέ!
Ὅταν, λίγο πρίν τήν Γ΄ Ἐθνοσυνέλευση (Ἀπρίλιος 1826), ὁ ἄγγλος πλοίαρχος Χάμιλτον, ἁγνός καί εἰλικρινής φιλέλληνας, ρώτησε τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη γιά τό ἐνδεχόμενο πρόσκλησης τοῦ Καποδίστρια ἀπό τήν Ἐθνοσυνέλευση, ἐκεῖνος ἀπάντησε κατηγορηματικά: «Ὅποιος σέ τό εἶπε σέ ἐγέλασε, διατί ὁ Καποδίστριας ἦτον μίνιστρος τῆς Ρωσίας... διατί κρεμώμαστε ἀπό τήν Ἀγγλίαν πού ὑπεσχέθη τήν διαφέντεψή μας». Βλέπουμε ἔτσι τόν Κολοκοτρώνη νά διακατέχεται ἀπό ρεαλισμό· ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ τύχη τῆς Ἑλλάδος ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπό τήν Ἀγγλία, ἄν καί ὁ ἴδιος συμπαθοῦσε περισσότερο τήν ὁμόδοξη Ρωσία. Ὡστόσο λίγο ἀργότερα, μετά τήν ἐκλογή τῶν Ἄγγλων Τσώρτς καί Κόχραν στήν ἡγεσία τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καί στόλου ἀντίστοιχα, καί συνεπῶς τήν ἱκανοποίηση τῶν ἀγγλόφιλων, ὁ Κολοκοτρώνης ἀντιλήφθηκε ὅτι οἱ πολιτικοί ἔπρεπε νά συμφωνήσουν σέ ἕναν ἰσχυρό ἄνδρα, ὁ ὁποῖος θά κυβερνοῦσε· καί δέν ὑπῆρχε ἄλλος ἀπό τόν Καποδίστρια.
Ὅμως ὁ Κουντουριώτης καί οἱ ἄλλοι νησιῶτες δέν ἤθελαν τόν Καποδίστρια. Ἐπειδή μάλιστα ἤξεραν τήν προηγούμενη συζήτηση τοῦ Κολοκοτρώνη μέ τόν Χάμιλτον, τοῦ ὑπέδειξαν ὅτι, πρίν πάρουν ὁποιαδήποτε ἀπόφαση, θά ἦταν καλό νά ρωτήσουν τόν Χάμιλτον γιά νά ἀκούσουν καί τή γνώμη τῶν Ἄγγλων. Ὁ Κολοκοτρώνης, πονηρότερος ὅμως, τό ἀντιλήφθηκε κι ἔτσι ἀποδέχτηκε τήν ἀποστολή. Πῆγε στό πλοῖο τοῦ Χάμιλτον ἀποφασισμένος νά πάρει τή συγκατάθεσή του γιά τήν ἐκλογή τοῦ Καποδίστρια.
Ἀρχικά ρώτησε τόν Χάμιλτον πῶς βρίσκει τήν ἕνωση τῆς Συνέλευσης. Ὁ μετριοπαθής Ἄγγλος ἀπάντησε: «Χαίρομαι τήν ἕνωσίν σας, ἐκάματε πολλά καλά». Τότε ὁ Κολοκοτρώνης πλησίασε στό θέμα. «Καπετάν Ἅμιλτον, ἤλθομεν νά πάρωμεν τήν συμβουλήν σου, ὡς μᾶς συμβούλευες πάντοτε διά τήν ἐλευθερίαν μας, σε γνωρίζομεν ὡς τόν καλύτερον εὐεργέτην». Στή συνέχεια τοῦ ἀνέφερε ὅτι ἡ Συνέλευση ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε. Διόρισε τόν Κόχραν «ἀρχιθαλάσσιον» καί τόν Τσώρτς ἀρχιστράτηγον. «Τώρα χρειαζόμεθα ἕναν πολιτικόν· τάχα δέν μᾶς δίδει ἡ Ἀγγλία ἕναν πρόεδρο, ἕναν βασιλέα;». Ὁ Χάμιλτον ἀπάντησε: «Ὄχι, ποτέ, δέν γίνεται». Ὁ Κολοκοτρώνης στή συνέχεια ρώτησε: «Δέν μᾶς δίδει ἡ Φράντζα· ἡ Ρωσία· ἡ Προυσία· ἡ Ἀνάπολι; (δηλ. ἡ Νεάπολη)· ἡ Ἰσπανία; Σάν δέν μᾶς δίδουν τούταις οἱ αὐλαῖς, τί θά γίνωμεν ἡμεῖς;». Καί ὁ Χάμιλτον ἀπάντησε ὅ,τι ἀκριβῶς ζητοῦσε ὁ Κολοκοτρώνης: «Τηρᾶτε νά εὑρῆτε κανέναν Ἕλληνα». Τότε ὁ Κολοκοτρώνης ἔφτασε στό σκοπό του: «Ἡμεῖς ἄλλον Ἕλληνα ἀξιώτερον δέν ἔχομεν, μόνον νά ἐκλέξωμεν τόν Καποδίστριαν». Ὁ Χάμιλτον ὑπενθύμισε τότε τί τοῦ εἶχε πεῖ παλαιότερα ὁ Κολοκοτρώνης. Αὐτός, προετοιμασμένος, ἀνταπάντησε: «...ἄλλοι καιροί ἦταν τότε καί ἄλλοι τώρα...», καί τοῦ ἐπανέλαβε τά προηγούμενα ἐπιχειρήματα καί ὅτι δέν ἔμενε ἄλλος ἀπό τόν Καποδίστρια. Ὁ Χάμιλτον τοῦ εἶπε τότε: «Πάρτε τόν Καποδίστρια ἤ ὅποιον διάβολο θέλετε, διατί χαθήκατε». Ὁ Κολοκοτρώνης, ἀφοῦ ἄκουσε αὐτό πού ἤθελε νά ἀκούσει, ἔφυγε. Μετά ἀπ᾿ αὐτή τή συζήτηση ἀναγκάστηκαν καί οἱ ὑπόλοιποι νά συμφωνήσουν κι ἔτσι ἡ ἀπόφαση τῆς Ἐθνοσυνέλευσης γιά τήν πρόσκληση τοῦ Καποδίστρια ἦταν ὁμόφωνη.
Ἁπλά μαθήματα διπλωματίας ἀπό τόν Γέρο τοῦ Μωριᾶ στούς σύγχρονους σπουδασμένους διπλωμάτες...
30 Μαρτίου 1822. Ὁ καπουδάν πασᾶς Καρά Ἀλῆς ζώνει μέ τήν ἀρμάδα του τή Χίο. Τά τούρκικα ἀσκέρια πατοῦν τό νησί καί σφάζουν ἀνελέητα τούς Χιῶτες. «Στή Χίο ὁ Χάρος δέν πέρασε διαβατάρικα, μά ἔμεινε καί θέρισε μέ τό δρεπάνι του κάθε χριστιανική ὕπαρξι», ὑπογραμμίζει ὁ Τάκης Λάππας. Ἀβάσταχτος ὁ πόνος τῶν Ψαριανῶν γιά τήν τραγωδία τῆς Χίου· «Ἡ Χίο, τ᾿ ὁλόμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα». Ποιός ὅμως θά τολμήσει ν᾿ ἀναμετρηθεῖ μέ τό θηρίο;
Ἕνας Ψαριανός μέ «μέτριο ἀνάστημα, μ᾿ ἀνοιχτές πλάτες καί μέ λιγνό πρόσωπο πού τό στόλιζε ἕνα μικρό μουστάκι... μέ παράξενα μάτια, ἔξυπνα, γεμάτα ἔκφραση, πού φανέρωναν ἄνθρωπο μέ θέληση κι ἀποφασιστικότητα», εἶναι βαθιά συλλογισμένος. Στούς δημογέροντες τοῦ νησιοῦ του ὁ Κωνσταντίνος Κανάριος ἤ Κανάρης ἀποκαλύπτει τό παράτολμο σχέδιό του. Καί νά, δύο πυρπολικά εἶναι ἕτοιμα ν᾿ ἀποπλεύσουν.
Ἡ Βουλή τῶν Ψαρῶν καλεῖ τούς δύο καπετάνιους τῆς ἐπικίνδυνης αὐτῆς ἀποστολῆς, τόν Κωνσταντίνο Κανάρη καί τόν Ἀνδρέα Πιπίνο ἀπό τήν Ὕδρα, γιά νά τούς δώσει μέ τόν ναύαρχο Μιαούλη τά ὄρντινα (διαταγές). Ὁ γραμματέας διαβάζει τό πόρισμα τῆς Βουλῆς: «... Εἰς τούς κυβερνήτας τῶν ἡφαιστείων, πυρπολιστάς καί τούς ναυκλήρους, οἵτινες διά τήν ἀγάπην καί ἐλευθερίαν τῆς φίλης ἡμῶν Πατρίδος ἀποφασίζουν νά θυσιάσουν τήν ἰδίαν ζωήν, παραβλέποντες γυναῖκας καί τέκνα, ἡ Βουλή τῶν Ψαρῶν ἀποφασίζει νά δώσει ὡς ἀμοιβήν τριάκοντα χιλιάδες γρόσια...». Ἀλλά ἡ ἀνιδιοτελής καρδιά τοῦ Κωσταντῆ ἐρεθίζεται ἀπό τέτοιες φιλοφρονήσεις, τή στιγμή πού οἱ ὧρες εἶναι κρίσιμες γιά τό Ἔθνος. Γι᾿ αὐτό ξεσπᾶ λέγοντας: «Ἐδῶ ἤρθαμε νά πάρουμε μέ σέβας τά ὄρντινα γιά τή δουλειά. Δέν ἤρθαμε νά μᾶς τάξετε χαρίσματα... Ἄν βάζουμε τά κεφάλια μας, δέν τό κάνουμε γιά γρόσια καί στρέμματα γῆς, μά γιά τή λευτεριά τοῦ Γένους μας. Χάρισμά σας τά ταξίματα! Ἐμεῖς τά ὄρντινα θέλουμε».
1 Ἰουνίου 1822. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ὁ μητροπολιτικός ναός τῶν Ψαρῶν, εἶναι κατάμεστος. Τό ἐκκλησίασμα δακρύβρεχτο, καθώς ἀντικρύζει τήν ἀποστολή «θανάτου», τούς καπεταναίους καί τούς ναῦτες νά προσεύχονται γονατιστοί καί νά κοινωνοῦν ὕστερα τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Τό ἡλιοβασίλεμα δύο πυρπολικά καί τέσσερα πλοῖα σαλπάρουν γιά τό λιμάνι τῆς Χίου. Μερικοί ναῦτες συνειδητοποιοῦν τή σοβαρότητα τῆς κατάστασης καί νοσταλγοῦν τά σπίτια τους. Φωτιά καί λάβα ξεχύνεται τότε ἀπό τά μάτια τοῦ Κωσταντῆ, καθώς στά ἴσια τούς ἐξηγιέται: «Τό καράβι θά τραβήξει μπροστά κι ὅποιος ἀπό σᾶς δέ θέλει ν᾿ ἀκολουθήσει, ἄς πέσει στό πέλαγος!». Μέ κατεβασμένο τό κεφάλι ἐπιστρέφουν στίς θέσεις τους.
Ἀσέληνη ἡ νύχτα τῆς 6ης Ἰουνίου. Φυσάει ἄνεμος εὐνοϊκός γιά τή μεγάλη ἐπιχείρηση. Φωταγωγημένο καί σημαιοστολισμένο τό λιμάνι τῆς Χίου. Ἔχει λαμπρό γιορτάσι. Οἱ μουσουλμάνοι γιορτάζουν τό μπαϊράμι τους. Γλεντοκοποῦν ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς ἀρμάδας στήν «καπιτάνα» (ναυαρχίδα) τοῦ Καρά Ἀλῆ. Δυό χιλιάδες τριακόσιοι Τοῦρκοι διασκεδάζουν πάνω στή ναυαρχίδα καί τό τσίπουρο δίνει καί παίρνει. Οἱ μεθυσμένοι πλαισιώνονται ἀπό τά κουφάρια τῶν Ἑλλήνων, πού ἀνεμίζουν στό κατάρτι τῆς πλώρης. Εἶναι Χιῶτες αἰχμάλωτοι πού τό χάραμα ὁ ἀρχιναύαρχος Καρά Ἀλῆς ἔσφαξε, γιά νά στολίσει τό πλοῖο του, προσδίδοντας ἔτσι πιότερη λάμψη στό χαροκόπι.
Ἀτρόμητος ὁ Κωσταντῆς κατευθύνει τό εὐτελές πυρπολικό του κατευθείαν πρός τήν ἐπιβλητική καί τεράστια ναυαρχίδα τοῦ πασᾶ. Ψιθυρίζοντας «Κωσταντῆ, ἦρθε ἡ ὥρα νά πεθάνεις!», κολλᾶ ἐπιδέξια τό μπουρλότο του. Τότε τό πολεμικό πλοῖο τοῦ Καρά Ἀλῆ «ἐβρυχᾶτο ὡς εἰς καιομένην κάμινον». Τήν ὥρα πού πετάγεται ὁ πασᾶς σέ μιά βάρκα νά σωθεῖ, πέφτει πάνω του τό φλεγόμενο κατάρτι -ἐκεῖνο μάλιστα πού εἶχε κρεμάσει τούς Χιῶτες- καί τόν τραυματίζει θανάσιμα.
Τά Ψαρά παιανίζουν τή νίκη. Δαφνοστεφανώνουν τόν ἥρωά τους. Ἐκεῖνος τραβᾶ κατά τήν ἐκκλησιά. Ἐναποθέτει εὐλαβικά τό στεφάνι στήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ὕστερα, κατά τόν ποιητή Γ. Δροσίνη, «τό χέρι πού ἄτρομο ἔσπειρε τό θάνατο μέ τό δαυλό, τό φοβερό τό χέρι, τώρα ταπεινωμένο καί τρεμάμενο στήν Παναγιά ἀνάφτει ἕνα ἁγιοκέρι». Ὁ ἀκατάβλητος μπουρλοτιέρης δέν ἐπαναπαύεται στίς δάφνες. Συνεχίζει τήν τιτάνια ἀναμέτρηση μέ τόν κατακτητή, ἀνατινάσσοντας πλοῖα του στά στενά Τενέδου καί Τρωάδας, στή Σάμο, στή Μυτιλήνη καί στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἕλληνες καί ξένοι μέ θαυμασμό προφέρουν τό ὄνομά του.Ὅταν ὁ Ἄγγλος πλοίαρχος Κλότς τόν ρωτᾶ «Πῶς κατασκευάζετε σεῖς οἱ Ἕλληνες τά πυρπολικά σας;», ἐκεῖνος ἀποκαλύπτει τήν τέχνη: «Ὅπως καί σεῖς, ἀρχηγέ. Ἀλλά ἔχουμε ἕνα μυστικό πού τό κρατοῦμε κρυμμένο ἐδῶ -καί ἔφερε τό χέρι ἐπί τῆς καρδίας. Ἡ ἀγάπη πρός τήν πατρίδα εἶναι πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἐπιτυχία».
Ὅταν οἱ ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς ἐπιτέλους σπάζουν κι ἡ Ἑλλάδα ἀποκτᾶ τήν πολιτική της ἀνεξαρτησία, ὁ Κανάρης ἀπολαμβάνει δόξες καί ἀξιώματα. Σέ διάφορες κυβερνήσεις ἀναδεικνύεται ὑπουργός, πρωθυπουργός, βάζοντας καί τό δικό του λιθαράκι γιά τήν ἀνόρθωση τῆς πατρίδας. Ὅσο ὅμως κι ἄν λαμπρύνεται, οἱ τιμές δέν μποροῦν ν᾿ ἁπαλύνουν τή ραγισμένη του καρδιά ἀπό τό θάνατο τῶν πέντε -ἀπό τά ἑπτά- παιδιῶν του κι ἀπό τό ἔγκλημα πού διαπράχθηκε κι ἀφάνισε τόν πρῶτο ἄξιο κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας, τόν Ἰωάννη Καποδίστρια. Μέσα στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἔχτισε δίπλα στό σπίτι του στήν Κυψέλη -στήν Ἀθήνα-, ὁ θεοσεβής πατέρας γαληνεύει τήν πονεμένη του ὕπαρξη.
Καθώς ἀντικρύζω σήμερα τό στασίδι τοῦ ἥρωα, δίπλα στόν δεσποτικό θρόνο καί τήν ἑλληνική σημαία πού τό στολίζει, μέ συγκίνηση καί εὐγνωμοσύνη σιγοψάλλω· «αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη».
Μαζί μέ τά πρῶτα μύρα τῆς ἄνοιξης καί μέ τήν εὐωδιά τῆς θείας χάριτος, πού ἐπισκίασε τήν Κεχαριτωμένη κατά τόν Εὐαγγελισμό της, ὁ μήνας αὐτός ἀποπνέει καί τά μύρα τῆς λευτεριᾶς, καθώς σημαδεύτηκε ἀπό τό ἀθάνατο ᾿21. Σεβαστικά στρέφεται ἡ σκέψη μας σ᾿ ἐκείνους πού μᾶς χάρισαν μιά ἐλεύθερη πατρίδα καί εὐγνώμονα σκύβει νά μαθητεύσει στήν ἔνδοξη θυσία τους. Ἐκεῖνοι φύγαν, πέρασαν, μά «τό ἔργο τους γιά τήν πατρίδα μένει». Αἰῶνες τώρα μᾶς σκέπουν τά δένδρα πού πρόβαλαν ἀπό τούς τάφους τῆς δικῆς τους θυσίας.
Μέ θυσίες πολλές καί μεγάλες οἱ πρόγονοί μας κράτησαν ζωντανή τήν ἐλευθερία μές στά σκελετωμένα κουφάρια τους κατά τούς αἰῶνες τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς. Ἔμειναν ἀπροσκύνητοι στίς φοβέρες καί στά καλοπιάσματα τοῦ ἐχθροῦ, ἄσκιαχτοι ἀπ᾿ τό χειροπιαστό σκοτάδι, πού αἰῶνες τούς πλάκωνε. Μέσα στή μαυροφόρα ἀπελπισιά, στίς τυράννιες καί στά βάσανα, πού πάσχιζαν νά ἐξοντώσουν «τήν ἀποσταμένη ἐλπίδα», κράτησαν τό πνεῦμα ἄγρυπνο καί λεβέντικη τήν ψυχή. Καί τοῦτο, διότι φύλαξαν στήν καρδιά τους ἄσβηστη «τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία». Ἡ πίστη ἦταν ἡ δύναμη πού, σάν ἦρθε ἡ ὥρα, ὅπλισε τούς ταπεινωμένους ἀλλά περήφανους ραγιάδες μέ ἡρωισμό· τούς ἔρριξε στήν περιπέτεια τῆς θυσίας, γιά νά κερδίσουν «τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία». Τό ὁμολογεῖ μέ τή σεμνή μεγαλοπρέπειά του ὁ πρωτομάστορας τῆς λευτεριᾶς, ὁ γέρος τοῦ Μωριᾶ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στό λόγοπαρακαταθήκη πού ἀπηύθυνε στά Ἑλληνόπουλα τῆς ἐλεύθερης πατρίδας: «Ὅταν ἐπήραμε τά ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως κι ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος». Τό ἐξομολογεῖται στήν προσευχή του ὁ Μακρυγιάννης, ὁ στρατηγός μέ τή σοφή ἁπλότητα: «... καί τότε μᾶς ἔσωσες, πανάγαθε Θεέ, μᾶς ἀνάστησες καί μᾶς σώνεις κάθε στιγμή...». Εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο τό μήνυμα πού φθάνει σέ μᾶς ἀπό τή μνήμη τῆς ἀνάστασης τοῦ ἑλληνικοῦ γένους. Σήμερα πού ὅλα μετριοῦνται μέ τήν ἀπολαβή κι ὅλα ὑπολογίζονται μέ κριτήρια ἰδιοτελῆ καί ἐγωκεντρικά, εἶναι ἀνάγκη νά θυμηθοῦμε ὅτι τίποτε τό μεγάλο κι ὄμορφο δέν γίνεται χωρίς θυσία. Πατρίδα, οἰκογένεια, σπουδές, ἐργασία, φιλία εἶναι ἀγαθά πού μέ θυσίες ἀποκτοῦνται καί μόνο μέ θυσίες διατηροῦνται. Δέν εἶναι θάνατος καί φθορά ἡ θυσία. Εἶναι σπορά ζωῆς. Ἄν δέν πεθάνει θαμμένος στή γῆ ὁ κόκκος τοῦ σιταριοῦ, μένει μόνος του· ἄν ὅμως πεθάνει, «πολύν καρπόν φέρει» (Ἰω 12,24). Τό ἐπισημαίνει τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος προσέφερε στήν ἀνθρωπότητα τήν ὑπέρτατη καί σωτήρια θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, πού ἔγινε ἡ πηγή τῆς χαρᾶς τοῦ κόσμου. Ἡ θυσία εἶναι ἡ ὕψιστη ἐπιλογή, στήν ὁποία ἑκούσια προβαίνει ὁ ἄνθρωπος. Καί δέν μπορεῖ νά τήν ἐμπνεύσει ἤ νά τή θρέψει τίποτε ἄλλο παρά μόνο ἡ πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό καί ἡ χάρη του πού χύνεται πλουσιοπάροχα μέσα στήν ἁγία του Ἐκκλησία. Νά μήν τό ξεχνοῦμε! Στέργιος Σάκκος
|