Οἱ κατήγοροι γίνονται συνήγοροι
Παντοῦ ἡ πλάνη καταφέρεται ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της καί ἄθελά της γίνεται συνήγορος τῆς ἀλήθειας. Πρόσεξε· ἔπρεπε νά πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Χριστός πέθανε καί τάφηκε καί ἀναστήθηκε καί ὅλα αὐτά τά κάνουν ἀξιόπιστα οἱ ἐχθροί… Ἀφοῦ ὁ τάφος σφραγίσθηκε, δέν μποροῦσε νά γίνει καμιά κλοπή. Κι ἄν δέν ἔγινε καμία κλοπή ὁ τάφος ὅμως βρέθηκε ἄδειος, εἶναι φανερό ὅτι σίγουρα ἀναστήθηκε χωρίς καμία ἀντίρρηση. Εἶδες πῶς καί χωρίς νά τό θέλουν γίνονται συναγωνιστές γιά τήν ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας;
Πρόσεξε, σέ παρακαλῶ, καί τήν φιλαλήθεια τῶν μαθητῶν. Πῶς δέν ἀποκρύπτουν τίποτε ἀπό αὐτά πού ἔλεγαν οἱ ἐχθροί, ἄν καί ἦσαν εἰς βάρος τους. Πράγματι, καί «πλάνο» τόν ἀποκαλοῦν καί αὐτοί δέν τό ἀποσιωποῦν αὐτό. Ἐπιπλέον καί τό ἑξῆς δεἰχνει τήν σκληρότητα ἐκείνων ὅτι δέν σταμάτησε ἡ ὀργή τους μέ τό θάνατο. Ἀξίζει νά συζητήσουμε κι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς ὅτι «μετά τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι». Δέν μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ὅτι τό ἔχει πεῖ ἔτσι ξεκάθαρα παρά μόνο μέ τό παράδειγμα τοῦ Ἰωνᾶ, ὥστε οἱ ἀγνώμονες Ἰουδαῖοι καταλάβαιναν τά λόγια του καί θεληματικά ἔκαναν τό κακό. Τί τούς εἶπε ὁ Πιλᾶτος; «Ἔχετε κουστωδίαν ἀσφαλίσασθαι ὡς εἴδατε». Καί ἀσφάλισαν τόν τάφο καί σφράγισαν τόν λίθο μαζί μέ τή φρουρά. Ὁ Πιλᾶτος δέν ἀφήνει μόνο τούς στρατιῶτες νά τόν σφραγίσουν, ἀλλά λέει· Ἐσεῖς σφραγίστε τον ὅπως θέλετε, γιά νά μην ἔχετε νά κατηγορεῖτε ἄλλους.
Ἄν τόν ἐσφράγιζαν μόνο οἱ στρατιῶτες, θά μποροῦσαν νά λένε ἄν καί θά 'ταν ἀπίθανα καί ψεύτικα τά λόγια τους, ἐντούτοις ὅπως καί στ’ ἄλλα μιλοῦσαν ξεδιάντροπα ἔτσι καί γι’ αὐτό μποροῦσαν νά ποῦν ὅτι οἱ στρατιῶτες ἄφησαν νά κλαπεῖ τό σῶμα κι ἔδωσαν στούς μαθητές τή δυνατότητα νά πλάσουν τήν ὑπόθεση τῆς ἀναστάσεως. Τώρα ὅμως, πού οἱ ἴδιοι ἀσφάλισαν τόν τάφο, δέν μποροῦν νά ποῦν οὔτε αὐτό. Εἶδες πῶς φροντίζουν γιά τήν ἀλήθεια χωρίς νά θέλουν; Γιατί οἱ ἴδιοι παρουσιάσθηκαν στόν Πιλᾶτο, οἱ ἴδιοι ζήτησαν, οἱ ἴδιοι σφράγισαν τόν τάφο μαζί μέ τή φρουρά, ὥστε οἱ ἴδιοι κατηγοροῦν καί ἐλέγχουν τόν ἑαυτό τους.
Οἱ μαθητές οὔτε ἀπατήθηκαν οὔτε ἀπάτησαν
Ἀλλά καί πότε θά ἔκλεβαν τό σῶμα οἱ μαθητές; Τό Σάββατο; Μά πῶς, ἀφοῦ δέν ἐπιτρεπόταν οὔτε νά βγοῦν ἔξω; Κι ἄν ἀκόμη παρέβαιναν τό νόμο, πῶς θά τολμοῦσαν νά πλησιάσουν τόν τάφο αὐτοί, οἱ τόσοι δειλοί; Καί πῶς θά κατόρθωναν νά πείσουν τόν ὄχλο; Τί θά ἔλεγαν;
Τί θά ἔκαναν; Καί ποιά προθυμία θά εἶχαν νά ὑπερασπισθοῦν τόν νεκρό; Ποιά ἀνταπόδοση θά περίμεναν; Ποιά ἀμοιβή; Αὐτοί πού ὅταν ἦταν ἀκόμη ζωντανός, καί μόνο πού εἶδαν νά τόν συλλαμβάνουν ἔφυγαν, μετά τόν θάνατό του θά κήρυτταν μέ παρρησία ἄν δέν εἶχε ἀναστηθεῖ; Μποροῦν νά 'χουν αὐτά λογική; Ὅτι οὔτε θά ἤθελαν οὔτε θά μποροῦσαν νά πλάσουν τήν ἀνάσταση ἄν δέν εἶχε γίνει, γίνεται φανερό ἀπό ὅλα αὐτά. Πολλά τούς εἶχε πεῖ γιά τήν ἀνάσταση καί συνεχῶς τούς ἔλεγε, ὅπως τό λένε καί οἱ ἴδιοι, ὅτι «Μετά τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι».
Ἄν, λοιπόν, δέν ἀναστήθηκε, εἶναι φανερό ὅτι ἀφοῦ ἀπατήθηκαν καί πολεμήθηκαν ἀπό ἕνα ὁλόκληρο ἔθνος κι ἔχασαν σπίτια καί πόλεις ἐξ αἰτίας του, θά τόν μισοῦσαν καί δέν θά ἤθελαν νά τόν περιβάλλουν μέ τόση δόξα, ἀφοῦ ἦταν ἀπατημένοι καί εἶχαν πέσει ἐξ αἰτίας του στούς πιό μεγάλους κινδύνους.
Ὅσο γιά τό ὅτι, ἄν δέν ἦταν ἀληθινή ἡ ἀνάσταση, δέν θά μποροῦσαν νά τή φαντασθοῦν, δέν χρειάζεται νά γίνει λόγος. Σέ τί θά στηρίζονταν; Στή δύναμη τοῦ λόγου τους; Ἦταν οἱ πιό ἀμαθεῖς ἀπό ὅλους. Στά πολλά τους χρήματα; Αὐτοί δέν εἶχαν οὔτε ραβδί οὔτε ὑποδήματα. Στήν ἔνδοξη καταγωγή τους; Μά ἦταν ταπεινοί καί ἀπό ταπεινή γενιά. Μήπως στή μεγάλη τους πατρίδα; Ἀλλά ἦταν ἀπό ἀσήμαντα χωριά. Στό πλῆθος τους; Ἀλλά δέν ἦταν περισσότεροι ἀπό ἔνδεκα, κι αὐτοί διασκορπίσθηκαν. Μήπως στίς ὑποσχέσεις τῶν φίλων τους; Ποιές; Γιατί, ἄν δέν ἀναστήθηκε, οὔτε καί έκεῖνες θά ἦταν ἀξιόπιστες γι’ αὐτούς. Καί πῶς θά ἀντιμετώπιζαν ἕναν ἐξαγριωμένο λαό;
Ἄν ὁ κορυφαῖος τους δέν ὑπέφερε τόν λόγο μιᾶς γυναίκας θυρωροῦ κι ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅταν τόν εἶδαν δεμένο διασκορπίσθηκαν, πῶς θά σκέφτονταν νά τρέξουν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης καί νά φυτέψουν τήν πλαστή ὑπόθεση τῆς ἀναστάσεως; Ἄν ἐκεῖνος δέν μπόρεσε νά ἀντιμετωπίσει τήν ἀπειλή μιᾶς γυναίκας καί οἱ ἄλλοι οὔτε τή θέα τῶν δεσμῶν, πῶς θά μποροῦσαν νά σταθοῦν μπροστά σέ βασιλεῖς καί ἄρχοντες καί λαούς, ὅπου ξίφη καί τηγάνια καί καμίνια καί μύριοι θάνατοι καθημερινά, ἄν δέν εἶχαν ἀπολαύσει τή δύναμη καί τήν ἕλξη τοῦ Ἀναστημένου; Ἔγιναν τόσα σημεῖα καί τόσο μεγάλα καί κανένα ἀπ’ αὐτά δέν ντράπηκαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλά σταύρωσαν αὐτόν πού τά εἶχε κάνει· καί θά πείθονταν σ’ αὐτούς ἄν ἁπλῶς μιλοῦσαν γιά ἀνάσταση; Δέν γίνονται αὐτά. Ὄχι. Ἡ δύναμη τοῦ Ἀναστημένου τά κατόρθωσε.
Ἰω. Χρυσόστομος, Εἰς Ματθαῖον 89·
PG 58,781-783
Οἱ ψυχές πού ἀγάπησαν τόν Χριστό καί γεύθηκαν ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος», ποθοῦν καί λαχταροῦν τήν τέλεια ἕνωση μαζί του. Ἀπό τήν κοιλάδα αὐτή τοῦ κλαυθμῶνος συχνά στρέφουν γεμᾶτο νοσταλγία τό βλέμμα πρός τήν οὐράνια χώρα τῆς αἰωνιότητος, ὅπου θά γίνει ἡ ποθητή συνάντηση. Ἡ ἐνατένιση αὐτή τούς δίνει δύναμη καί κουράγιο γιά τούς ἀγῶνες τῆς ζωῆς ἀλλά καί θερμαίνει τήν ἐπιθυμία νά βρεθοῦν γρήγορα στήν αἰωνιότητα. Τά αἰσθήματα αὐτά ἐξομολογεῖται ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος σέ μιά προσευχή του, ἀπόσπασμα τῆς ὁποίας παραθέτουμε σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση.
Ἔλα Σωτήρα μας, ποθητέ σέ ὅλους. Φανέρωσε τό πρόσωπό σου καί θά σωθοῦμε. Ἔλα φῶς μου, λυτρωτή μου. Βγάλε με ἀπό τή φυλακή γιά νά δοξολογήσω τ’ ὄνομά Σου. Μέχρι πότε ὁ δυστυχής θά ρίχνομαι στά κύματα αὐτῆς τῆς θνητῆς ζωῆς; Σοῦ κραυγάζω, Κύριε, δέν θά μ’ ἀκούσεις; Ἄκουσέ με πού σέ κράζω ἀπό τήν μεγάλη αὐτή θάλασσα καί βγάλε με στό λιμάνι τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
Εὐτυχεῖς ἐκεῖνοι πού ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τούς κινδύνους αὐτῆς τῆς θάλασσας καί ἀξιώθηκαν νά φθάσουν σέ σένα, τό ἀσφαλέστατο λιμάνι. Ὤ, πράγματι, εἶναι εὐτυχεῖς ὅσοι ἔφθασαν ἀπ’ τό πέλαγος στό γιαλό, ἀπό τήν ξενιτιά στήν πατρίδα, ἀπό τήν φυλακή στά ἀνάκτορα!... Μακάριοι ἐκεῖνοι, πού ἀπό αὐτή τή ζωή, τή γεμάτη ναυάγια, ἀξιώθηκαν νά φθάσουν σέ τέτοια εὐφροσύνη, καί δυστυχισμένοι ἐμεῖς, πού σέρνουμε τό σκάφος μας ἀνάμεσα στά κύματα, στήν καταιγίδα καί τή φουρτούνα αὐτῆς τῆς μεγάλης θάλασσας. Δέν ξέρουμε ἄν μπορέσουμε νά φθάσουμε στό λιμάνι τῆς σωτηρίας. Δυστυχισμένοι, γιατί ἡ ζωή μας περνᾶ στήν ξενιτιά, σέ κίνδυνο κι ἔχει ἀμφίβολο τό τέλος της. Δέν ξέρουμε ποῦ θά καταλήξουμε, γιατί ὅλα τά μελλοντικά εἶναι ἄγνωστα, ἀλλά ἐνῶ ταλαιπωρούμαστε ἀπό τά κύματα μέσα στό πέλαγος, ἀγκαλιάζουμε μέ τή σκέψη μας τό λιμάνι. Ὦ πατρίδα μας, γεμάτη ἀσφάλεια, ἀπό μακριά σέ βλέπουμε, σέ χαιρετοῦμε ἀπό τή θάλασσα αὐτή· ἀπ’ αὐτή τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος ὑψώνουμε σέ σένα τό πνεῦμα μας καί ἀγωνιζόμαστε μέ δάκρυα, μήπως μπορέσουμε ν’ ἀράξουμε σέ σένα, ἐλπίδα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Χριστέ, Θεέ μας, δύναμη καί καταφύγιό μας, πού τό φῶς σου στέλνει τίς ἀκτῖνες του στά μάτια μας σάν ἄστρο μέσα στά σκοτεινά σύννεφα τῆς θαλασσοταραχῆς, ὁδήγησέ μας στό λιμάνι, κυβέρνησε τό πλοῖο μας μέ τό δεξί σου χέρι καί μέ τά καρφιά τοῦ σταυροῦ σου, γιά νά μή χαθοῦμε στά κύματα, γιά νά μή μᾶς βυθίσει ἡ ταραχή τοῦ νεροῦ καί νά μή μᾶς καταπιεῖ ὁ βυθός. Ἀλλά μέ τό ἀγκίστρι τοῦ σταυροῦ σου τράβηξέ μας ἀπ’ αὐτό τό πέλαγος. Σέ σένα, τή μόνη μας παρηγοριά, πού σάν ἄστρο τῆς αὐγῆς καί ἥλιος δικαιοσύνης στέκεσαι στό γιαλό τῆς πατρίδας μας καί μᾶς περιμένεις, ὑψώνουμε τά δακρυσμένα μάτια μας.
Δῶσ' μας, Κύριε, ἔτσι νά περάσουμε ἀνάμεσα ἀπό τή σκύλλα καί τή χάρυβδη, ὥστε ξεφεύγοντας καί τούς δύο κινδύνους, μαζί μέ τό σκάφος καί τήν πραμάτεια του, νά φθάσουμε μέ ἀσφάλεια στό λιμάνι.
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 21
Τό ἀνθρώπινο σῶμα, γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος, εἶναι ὅμοιο μέ βασιλικό ἀνάκτορο, τό βασιλικότερο τῶν ἀνακτόρων καθώς εἶναι κατασκευασμένο «τῇ ὑπερτάτῃ ἀρχιτεκτονικῇ ἀπειροσόφου τινός δημιουργοῦ».
Βασιλιάς τοῦ ἀνακτόρου αὐτοῦ εἶναι ἡ ψυχή ἤ ὁ νοῦς. Γιά νά μήν εἶναι ὅμως ἀποκλεισμένος στό σῶμα ὁ νοῦς, ὁ δημιουργός μερίμνησε ὥστε νά ὑπάρχουν «τά πέντε αἰσθητήρια», οἱ θυρίδες τοῦ σώματος. Κύριος λόγος τῆς ὕπαρξης τῶν διόδων αὐτῶν πρός τόν ἔξω κόσμο εἶναι ἡ «νοητή τροφή» καί «ἡδονή» τοῦ νοός. Δηλαδή, ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος, διά τῶν αἰσθήσεων ὁ νοῦς ἀντιλαμβάνεται τά τῆς αἰσθητῆς κτίσεως, καθώς ἐπίσης καί τίς θεῖες Γραφές, καί ὁδηγεῖται ἔτσι, μέ τή βοήθεια τῆς λογικῆς, στή σοφία, ἀγαθότητα, δύναμη, χάρη, ἀλήθεια, γλυκύτητα καί ὅλα τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ κανείς νά δεῖ μέσα στήν κτίση ἀλλά καί στήν ἁγία Γραφή.
Τέλος διά τῆς μελέτης τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ ἀνάγεται ὁ νοῦς, ἡ ψυχή, πρός τόν σοφό δημιουργό τῆς κτίσεως καί δοτήρα κάθε ἀγαθοῦ.
Συνεχίζοντας τή μελέτη τῶν φωτισμένων λόγων τοῦ ἁγίου, ἀντιλαμβανόμαστε πόσο μεγάλη εἶναι ἡ εὐλογία τῶν πέντε αὐτῶν αἰσθητηρίων, ἀλλά καί πόσο μεγάλη ἡ εὐθύνη μας γιά τή φυλακή αὐτῶν τῶν θυρίδων τοῦ πολυτιμότερου τῶν ἀνακτόρων. Ὅπως χαρακτηριστικά παρατηρεῖ ὁ ἅγιος, διά μέσου τῶν θυρίδων αὐτῶν «εἰσέρχεται εἰς τήν ψυχήν ἡ ζωή καί ὁ θάνατος».
Ἡ ἄφατος σοφία καί ἀγαθότης τοῦ δημιουργοῦ τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐδόκησε ὥστε, στό βασιλικότερο τῶν ἀνακτόρων, τό σῶμα μας, νά ὑπάρχουν θυρίδες γιά τήν ἐπικοινωνία, εὐχαρίστηση, τροφή τοῦ βασιλέως-νοός. Ἀπό τόν καθένα μας ὅμως, ἤ ἀπό τόν βασιλέα νοῦ μας, ἐξαρτᾶται κατά πόσον καθιστοῦμε τόν ἑαυτό μας κατοικητήριο τῆς Ζωῆς ἤ τοῦ θανάτου.
Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον, Βόλος 1983 σ. 31-34.
Ἀπόδοση Δέσποινα Καλογεράκη
Δρ. Θεολογίας
ΑΠ᾿ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟ...
Πρωί· κι ὑπόσχεση δίνω στόν Θεό μου:
σκοτεινό μήτε νά πράξω τίποτε μήτε νά ἐπαινέσω·
τή μέρα τούτη θυσία εὐάρεστη νά Σοῦ προσφέρω,
ἄσειστος μένοντας, κυρίαρχος στά πάθη.
Ντρέπομαι τ᾿ ἄσπρα μου μαλλιά, κακός σάν εἶμαι,
καί τήν ἁγία Τράπεζα πού ὑπηρετῶ.
Στούς πόθους μου, Χριστέ, ἐσύ τό δρόμο ἄνοιξε!
...ΩΣ ΤΟ ΔΕΙΛΙ
Μπροστά σου ψεύτης βρέθηκα, πού εἶσαι ἡ ἀλήθεια, Λόγε!
Σέ σένα θέλησα ἁγνή τούτη τή μέρα νά χαρίσω,
μά ἡ νύχτα δέν μέ βρῆκε ὁλόφωτο...
Ἐντούτοις προσευχήθηκα καί τό περίμενα νά γίνει·
μά κάπου μπλέχτηκαν τά πόδια μου καί σκόνταψα,
κι ἦρθε σκοτάδι καί μέ τύλιξε τῆς σωτηρίας μου ἐχθρός.
Λάμψε τό φῶς σου μέσα μου, Χριστέ, καί πάλι νά σέ δῶ!
...ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΠ᾿ ΤΗΝ ΑΡΧΗ!
Τήν ἔχασα, Χριστέ, τή μέρα μου τή χθεσινή·
ἦρθε ὁ θυμός καί μ᾿ ἅρπαξε ἀπρόοπτα.
Ἄς εἶναι τή σημερινή νά τή δεχτῶ ὁλοφώτεινη!
Πρόσεχε, ψυχή μου! Μήν ξεχνᾶς νά βλέπεις τόν Θεό!
Ὑπόσχεση ἔδωσες· φρόντιζε τή σωτηρία σου!
Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη εἰς ἑαυτόν ΚΔ΄, ΚΕ΄, ΚΣΤ΄,
Ε.Π.Ε. 10,266-269
Ἄς τούς μιμηθοῦμε! Κι ἄν ὄχι στά ἄλλα, τουλάχιστον στήν ταπείνωση καί τή μετάνοια, πού ἄλλαξε τή ζωή τους. Τά μεγάλα καί ὑψηλά κατορθώματα τῶν ἁγίων ἀποστόλων ἴσως δέν μποροῦν ὅλοι νά τά μιμηθοῦν· ἁρμόζουν στούς μεγάλους. Ἡ μετάνοια ὅμως πού ὁδηγεῖ στή διόρθωση ἁρμόζει κυρίως σέ μᾶς, πού καθημερινά πέφτουμε σέ πολλά παραπτώματα...
Εἶναι ἀνάγκη, βέβαια, νά προηγηθεῖ ἡ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτημάτων μας... Ἀκόλουθός της θά καταφτάσει ἡ αὐτομεμψία. Συνοδός αὐτῆς εἶναι ἡ κατά Θεόν λύπη. Ἡ συντριβή τῆς καρδιᾶς, ἡ ἐξαγόρευση καί ἡ θερμή προσευχή θά ἔλθουν ἀμέσως νά τίς συναντήσουν. Ἀναπόσπαστο μέλος μιᾶς τέτοιας συνοδίας εἶναι ἡ ὑπόσχεση τῆς ἀποχῆς ἀπό τίς κακίες. Νά, τί εἶναι μετάνοια...
Γρηγορίου Παλαμᾶ, Εἰς τήν ἑορτήν
τῶν ἁγίων καί κορυφαίων ἀποστόλων
Πέτρου καί Παύλου, ΕΠΕ 10,216-218
«Ὅτι ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις ἐμφανές τό ὄρος Κυρίου» (Ἠσ 2,2).
«Ὄρος» ὀνομάζει ὁ Ἠσαΐας τήν Ἐκκλησία καί τά ἀκαταμάχητα δόγματα. Τά ὄρη μένουν ἀκατάβλητα στίς προσβολές τῶν ἐχθρῶν. Κι ἄν μύρια στρατεύματα τεντώσουν ἐναντίον τους τά τόξα καί ἐξαπολύσουν τά δόρατα καί φέρουν κατά πάνω τους τίς πολιορκητικές τους μηχανές, θά ἀποχωρήσουν δίχως νά μπορέσουν νά προκαλέσουν τήν παραμικρή βλάβη σ᾿ ἐκεῖνα, ἐνῶ ἡ δική τους δύναμη θά καταλυθεῖ. Ὁμοίως καί ὅλοι ὅσοι πολέμησαν τήν Ἐκκλησία δέν κατόρθωσαν νά τήν κλονίσουν, ἐνῶ ἔχασαν τή δική τους δύναμη καί ἐξευτελίστηκαν. Χτυπώντας την διαλύονταν, ἐπιτιθέμενοι ἐξασθενοῦσαν. Σέ ὅλες τίς συγκρούσεις νικητές ἀναδεικνύονταν ἐκεῖνοι πού δέχονταν τίς ἐχθρικές προσβολές καί ὑπέφεραν. Παράδοξη στ’ ἀλήθεια νίκη! Ἀδύνατη στούς ἀνθρώπους, δυνατή μόνο στόν Θεό. Πραγματικά, αὐτό εἶναι τό θαυμαστό στήν Ἐκκλησία, ὄχι ἡ νίκη ἀλλά ὁ τρόπος τῆς νίκης. Ἐνῶ ὑπέμενε προσβολές, διωγμούς, ἀναρίθμητα βασανιστήρια, ὄχι μόνο δέν μειωνόταν ἡ δύναμή της, ἀλλά γινόταν ἰσχυρότερη. Τά ἴδια της τά παθήματα συνέτριβαν τούς ἐχθρούς της! Ἔτσι δέν συμβαίνει καί μέ τό διαμάντι; Διαλύει τή δύναμη τοῦ σιδήρου τήν ὥρα πού δέχεται τά σφυροκοπήματά του.
ΕΠΕ 8,258
Τί εἶναι ἄραγε ἡ ἁμαρτία;... Δέν εἶναι ἐξωτερικός ἐχθρός πού σέ πολεμᾶ, ἄνθρωπε, ἀλλά κακό βλάστημα, πού αὐξάνει μέσα σου ἀπό δική σου προαίρεση... Ὅταν ξεχάσεις τόν Θεό, τότε ἐμφανίζονται οἱ πονηροί λογισμοί καί συντελοῦνται οἱ παράνομες πράξεις.
...Ὑπάρχει, βέβαια, καί κάποιος ἄλλος πού σοῦ ὑπαγορεύει τό κακό, ὁ διάβολος. Δέν ἐπιβάλλεται ὅμως μέ τή βία, παρά μόνο μέ τή συγκατάθεσή σου. Ἄν τοῦ κλείσεις τήν πόρτα, δέν μπορεῖ νά σέ βλάψει ἀπό μακριά. Ἄν δεχτεῖς μέ ἀδιαφορία τήν πρώτη ὤθηση πρός τήν κακή ἐπιθυμία, ἁπλώνει ρίζες μέσα σου μέ τούς λογισμούς, δεσμεύει τή σκέψη σου καί σέ ρίχνει σέ βόθρο κακῶν. Ἀλλά ἴσως πεῖς: Εἶμαι πιστός καί δέν θά μέ νικήσει ἡ ἐπιθυμία, ἀκόμη κι ἄν ἡ σκέψη μου στρέφεται συχνότερα σ᾿ αὐτήν. Ἀγνοεῖς ὅτι μία ρίζα, βαθιά στό ἔδαφος στερεωμένη, μπορεῖ νά διαρρήξει ἀκόμη καί πέτρα; Μή δεχτεῖς τό σπόρο, διότι θά σοῦ κομματιάσει τήν πέτρα τῆς πίστεως. Πρίν ἀκόμη ἀνθίσει, ξερρίζωσε τό κακό. Μή ραθυμήσεις στήν ἀρχή· ἀργότερα θά σοῦ χρειαστοῦν τσεκούρια καί φωτιά. Δεῖξε ἐνδιαφέρον γιά τή θεραπεία τοῦ ματιοῦ σου ἔγκαιρα, μόλις παρουσιαστεῖ ἡ πρώτη ἐνόχληση· μήν περιμένεις νά τυφλωθεῖς, γιά νά ζητήσεις τότε τόν ἰατρό...
Κυρίλλου Ἰεροσολύμων, Κατήχηση Φωτιζομένων Β΄, β-γ.
Ἀπόδοση Β.Τ.
Σήμερα γεννήθηκε ἀνάμεσά μας ἡ Ἀλήθεια. Γεννήθηκε ἀπό τή γῆ, ἀπό τό χῶμα, ἀπό ἕναν ἄνθρωπο. Κι ὅμως, μέ τή γέννησή Της μᾶς ἔφερε τή δικαιοσύνη τοῦ οὐρανοῦ. Διότι πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ἀληθινά δίκαιος; Ἀπό μόνος του; Μπορεῖ ἕνας φτωχός νά χορτάσει ἀπό μόνος του; Μπορεῖ ἕνας γυμνός νά καλύψει τή γύμνια του χωρίς ροῦχα; Ἄλλο τόσο μπορεῖ καί ὁ ἄνθρωπος ν᾿ ἀποκτήσει τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μέ μόνες τίς δυνάμεις του.
Ἔρχεται, λοιπόν, ἡ Ἀλήθεια καί σέ ξυπνάει ἀπό ὕπνο βαθύ. Καί σοῦ στρώνει δρόμο τόν ἑαυτό Της, γιά νά μή χαθεῖς. Καί σύ τί κάνεις; Τό κραυγάζει ὁ οὐρανός μέ τόν ἀστέρα καί ἀναστατώνεται ὅλος ὁ κόσμος ἀπό τήν ὀργή τοῦ Ἡρώδη. Ἔρχονται οἱ Μάγοι γιά νά συμβουλευθοῦν τούς Ἰουδαίους, καί αὐτοί θορυβημένοι ἀρχίζουν νά ψάχνουν ποῦ γεννήθηκε. Ὄχι γιά νά τόν ἀναγνωρίσουν ὡς βασιλέα καί Θεό, ὄχι! Ἀλλά γιά νά τόν σκοτώσουν! «Ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο», κι ὅμως «ὁ κόσμος αὐτόν οὐκ ἔγνω»! (Ἰω 1,10). Ὦ κόσμε ἄκοσμε, βρόμικε καί ἄθλιε! Σοῦ Τόν φανερώνει ὁ οὐρανός γιά νά Τόν λατρεύσεις, κι ἐσύ ψάχνεις τό παιδί γιά νά τό σκοτώσεις. Σοῦ ἀναγγέλλει ὅτι ὁ Θεός ἔγινε γιά σένα ἄνθρωπος, κι ἐσύ θέλεις νά ἀφανίσεις Αὐτόν πού ἔρχεται γιά νά σέ λυτρώσει!...
Νά δεχόσουν τήν ἀναγέννηση πού σοῦ προσφέρει! Εἶσαι θνητός. Κουβαλᾶς τό ἀσήκωτο βάρος τῆς ἁμαρτίας ἀπό τή γέννησή σου. Ποιός ἄνθρωπος δέν τό νιώθει; Ποιός ἦλθε στή ζωή ἐλεύθερος ἀπ’ αὐτή τή δουλεία; Καί μή ζητᾶς νά σοῦ τό ποῦν αὐτό οἱ Γραφές καί οἱ προφῆτες. Ρώτα ὅποιον γεννιέται. Κοίταξέ τον: κλαίει... Γι’ αὐτό γεννήθηκε ὁ Χριστός, γι’ αὐτό ἔλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση· γιά νά μᾶς χαρίσει τήν εὐλογία τῆς ἀναγεννήσεως. Καινούργια βιοτή, ἄφθαρτη, θεϊκή! Ἄς κλείσουμε, ἀδελφοί, στήν ὕπαρξή μας τό ἔλεός Του. Καί ὅπως ἡ μητέρα Του Τόν ἔφερε στά σπλάχνα της, νά Τόν φέρουμε κι ἐμεῖς στίς καρδιές μας μέ τήν πίστη. Νά ξεχειλίσουν οἱ καρδιές μας ἀπό τήν πίστη Του! Ἡ Παρθένος γέννησε τόν Σωτήρα. Ἄς γεννήσει, λοιπόν, καί ἡ ψυχή μας τή σωτηρία... Ἀδελφοί, ἄς προσέξουμε, ἄς μήν εἴμαστε στεῖροι. Οἱ ψυχές μας νά εἶναι γόνιμες γιά τόν Θεό.
Ἁγ. Αὐγουστίνου, In natali Domini 6,2-3 PL 38,1005-6 καί In Symbolo 2,12 PL 40,643-4.
Ἀπόδοση Εὐ. Δάκας
Εἶναι καλό νά ζητᾶς καί νά ἔχεις τήν προσευχή τῶν ἁγίων, ἀλλά ὅταν κι ἐσύ κάνεις κάτι γιά τήν κατάσταση πού βρίσκεσαι. Βέβαια θά πεῖς, τότε τί μοῦ χρειάζεται ἡ προσευχή τῶν ἄλλων; ...Αὐτό ὅμως δέν τό εἶπε οὔτε ὁ Παῦλος (κι ἄς ἦταν κατώτεροί του αὐτοί τῶν ὁποίων ζητοῦσε τήν προσευχή), οὔτε ὁ Πέτρος (ὅταν ἡ Ἐκκλησία προσευχόταν ἐκτενῶς γιά αὐτόν), καί τό λές ἐσύ; Γι’ αὐτό ἀκριβῶς σοῦ χρειάζεται, διότι νομίζεις ὅτι δέν τήν ἔχεις ἀνάγκη. Κι ἄν γίνεις Παῦλος ἔχεις ἀνάγκη προσευχῆς. Μήν ὑψώνεις τόν ἑαυτό σου γιά νά μήν ταπεινωθεῖς. Ἀλλά πρόσεξε αὐτό πού εἶπα προηγουμένως: Θά ὠφελήσει ἡ προσευχή τῶν ἄλλων γιά μᾶς, ἄν δραστηριοποιηθοῦμε κι ἐμεῖς... Ἄν μένουμε ἀδρανεῖς, κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς ὠφελήσει. Τί ὠφέλησε ὁ Ἰερεμίας τούς Ἰουδαίους, πού γιά χάρη τους προσευχήθηκε τρεῖς φορές στόν Θεό καί τήν τρίτη ἄκουσε: «Μήν προσεύχεσαι καί μή ζητᾶς τίποτα γιά αὐτόν τό λαό, διότι δέν θά σ’ ἀκούσω»; Κι ὁ Σαμουήλ τί μπόρεσε νά κάνει στόν Σαούλ; Κι ἄς πενθοῦσε μέχρι τήν τελευταία μέρα γι’ αὐτόν καί ὄχι μόνο προσευχόταν... Ἄρα δέν ὠφελοῦν οἱ προσευχές; θ᾿ ἀναρωτηθεῖς. Καί πολύ μάλιστα, ἀλλά ὅταν κι ἐμεῖς κάνουμε κάτι... Διότι, ἐάν εἶχαν τή δύναμη οἱ προσευχές, ἐνῶ ἐμεῖς δέν ἐργαζόμαστε γιά τή σωτηρία μας, νά μᾶς βάλουν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιατί δέν γίνονται χριστιανοί ὅλοι οἱ εἰδωλολάτρες; Δέν προσευχόμαστε γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου; Κι ὁ Παῦλος τό ἴδιο δέν ἔκανε; Δέν ζητοῦμε νά ἐπιστρέψουν ὅλοι στόν Θεό; Γιατί δέν γίνονται οἱ κακοί καλοί χωρίς νά καταβάλουν καμία προσπάθεια; Πολύ, λοιπόν, ὠφελοῦν οἱ προσευχές, ἄν καί μεῖς προσφέρουμε τήν κατά δύναμιν προσπάθειά μας.
Ἰω. Χρυσοστόμου,
Εἰς Α΄ Θεσσαλονικεῖς 1,4·ΕΠΕ 22,366-368.
Ἀπόδοση Β.Σ.
Ἀπό τά ἀρχαῖα ἀκόμη χρόνια τῆς Ἐκκλησίας μας καθιερώθηκε ἡ παράδοση νά τιμᾶται ἡ μνήμη τῶν μαρτύρων. Οἱ πιστοί συγκεντρώνονταν στόν τάφο τοῦ ἁγίου τή γενέθλιο ἡμέρα καί τελοῦσαν τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. «Γενέθλιος ἡμέρα» ὀνομάζεται ἡμέρα πού ὁ ὁμολογητής τοῦ Χριστοῦ, διά τῶν μαρτυρικῶν του ἀγώνων, γεννιέται στήν αἰώνια ζωή καί καταγράφεται στή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, πού ἔζησε τόν περισσότερο χρόνο ὑπομένοντας τόν πόλεμο τῶν ἐχθρῶν του, τά βάσανα τῆς ἐξορίας καί πέθανε ὡς μεγαλομάρτυρας ἀπό τήν ταλαιπωρία καί τήν κακομεταχείριση τῶν φρουρῶν του, δέν ἔχανε τήν εὐκαιρία στίς γιορτές τῶν μαρτύρων νά προσκαλεῖ τούς πιστούς σέ μετάνοια, σέ ἀλλαγή ζωῆς, σέ ἁγιασμό. Ἄς τόν ἀκούσουμε:
«Ἦρθες νά δεῖς ἀνθρώπους πού τούς ξεσκίζουν, πού λούζονται στό ἴδιο τους τό αἷμα, πού ἔχουν γιά στολίδια τους πληθώρα πληγῶν. Ἀνθρώπους πού ἀπαλλάσσονται ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή καί ξανοίγονται στήν αἰώνια. Γίνε, λοιπόν, ἄξιος αὐτῶν τῶν ἀγωνιστῶν. Ἐκεῖνοι καταφρόνησαν τή ζωή, ἐσύ καταφρόνησε τίς ἀπολαύσεις· ἀρνήθηκαν ἐκεῖνοι τήν παροῦσα ζωή, ἀρνήσου ἐσύ τόν πόθο τῆς μέθης.
Ἄν ὅμως βλέπεις μέσα σου δυνατή τήν ὁρμή γιά τίς ἀπολαύσεις, μεῖνε κοντά στόν τάφο τοῦ μάρτυρα. Ἐκεῖ μέ συντετριμμένη τήν ψυχή καί ταπεινό φρόνημα χύσε πολλά δάκρυα καί πάρε εὐλογία ἀπό τόν τάφο. Αὐτή κράτησέ την ὡς ἐνίσχυση στίς προσευχές σου καί διάβαζε πάντοτε τήν ἐξιστόρηση τῶν ἀγωνισμάτων τοῦ μάρτυρα. Ἀγκάλιασε τή σωρό του, προσκολλήσου στή λειψανοθήκη του, διότι ὄχι μόνο τά ὀστᾶ τῶν μαρτύρων ἀλλά καί οἱ τάφοι τους καί οἱ λειψανοθῆκες τους ἀναβλύζουν εὐλογία.
Οἱ τάφοι τῶν μαρτύρων δέν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπό λιμάνια ἀσφαλῆ καί πηγές πνευματικῶν ὑδάτων καί ἀδαπάνητοι θησαυροί πλούτου. Κι ὅπως τά λιμάνια ὑποδέχονται τά θαλασσοδαρμένα καράβια καί τούς χαρίζουν ἀσφάλεια, ἔτσι καί οἱ τάφοι τῶν μαρτύρων ὑποδέχονται τίς ψυχές μας βασανισμένες ἀπό τά βιωτικά προβλήματα καί μᾶς χαρίζουν μεγάλη γαλήνη καί ἀσφάλεια. Κι ὅπως οἱ πηγές μέ τά δροσερά νερά τους ξεδιψοῦν τά καταπονημένα καί διψασμένα σώματα, ἔτσι καί οἱ τάφοι τῶν μαρτύρων δροσίζουν τίς ψυχές μας, πού κατακαίγονται ἀπό τά ἀνόητα πάθη καί τίς παράλογες ἐπιθυμίες καί ἀπό τό φθόνο πού μᾶς λειώνει κι ἀπ᾿ τό θυμό πού μᾶς κάνει νά βράζουμε κι ἀπ᾿ ὁτιδήποτε ἄλλο παρόμοιο μᾶς ἐνοχλεῖ, σβήνοντάς τα μόνο μέ τή θέα τους· καί εἶναι γι᾿ αὐτό προτιμότεροι ἀπό ὅλους τούς θησαυρούς».
Ὁμιλίες Α΄καί Β΄ «Εἰς Μάρτυρας»
Ἐλεύθερη ἀπόδοση Β.Σ.