zhmia-thisavrosΑὐτό εἶναι ἡ ζωή μας, αὐτό ὑγεία καί πλοῦτος μας, αὐτό τό ὕψιστο τῶν ἀγαθῶν: ἡ προσευχή μέ καθαρή καί ἁγνή ψυχή. Ὅ,τι εἶναι γιά τό σῶμα τό φῶς τοῦ ἥλιου, τό ἴδιο ἀκριβῶς εἶναι γιά τήν ψυχή ἡ προσευχή. Ἄν, λοιπόν, ὑποφέρει ὁ τυφλός πού δέν βλέπει τόν ἥλιο, πόσο ζημιώνεται ὁ χριστιανός, ὅ­ταν δέν προσεύχεται συνεχῶς καί στερεῖ τήν ψυχή του ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ; Κι ὅμως, ποιός δέν ἐκπλήσσεται καί δέν ἀ­πο­ρεῖ μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος χαρίζει ἕνα τόσο μεγά­λο προνόμιο στούς ἀνθρώπους, ὥστε ν᾿ ἀξιώνονται νά προσεύχονται καί νά συναναστρέφον­ται τόν ἴδιο; Διότι ἀληθινά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς συνομιλοῦμε μαζί Του...
 Ἄς πλησιάζουμε τόν Θεό μέ χαρά και φόβο· μέ φόβο, μήπως φανοῦμε ἀνάξιοι τῆς προσευχῆς, ἀλλά καί γεμάτοι χαρά γιά τό μέγεθος τῆς τιμῆς... Θησαυρούς ἐναποθέτει στίς ψυχές μας ἡ προσευχή καί αὐτή εἶναι πού μᾶς ὁδηγεῖ στή θεάρεστη ζωή. Πρα­γμα­τι­κά, εἴτε κανείς ἀγαπᾶ τήν παρθενία εἴτε τιμᾶ τήν κοινωνία τοῦ γάμου εἴτε ἀγωνίζεται νά κυριαρχήσει στό θυμό εἴτε νά μείνει καθαρός ἀπό τό φθόνο, ἡ προσευχή προηγεῖ­ται καί ἐξομαλύνει τό δρόμο τῆς εὐσεβείας, ὥστε νά τόν καταστήσει εὐ­κολοδιάβατο.

Ἰ. Χρυσοστόμου,
Περί προσευχῆς 1· ΕΠΕ 31,180-183­
Ἀπόδοση Β.Τ.

Κατηγορία Πατερικά
Σάββατο, 05 Ιούλιος 2014 03:00

Ὁ παράξενος ἔμπορος

paraxenos-emporosΣάν τόν καλό τεχνίτη πού ἀνακάλυψε πολύτιμο ὑλικό κι ἔσπευσε νά κατασκευάσει τό πιό ὡραῖο σκεῦος, ἔτσι καί ὁ Χριστός, μόλις βρῆκε τῆς Παρθένου τό ἅγιο σῶμα καί τήν ψυχή, κατασκεύασε γιά τόν ἑαυτό του ἕναν ἔμψυχο ναό, πλάθοντας μέσα στήν Παρθένο τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὅπως τόν θέλησε. Καί νά, μ᾿ αὐτόν ὡς ἔνδυμά του σήμερα ἔρχεται στόν κόσμο, δίχως νά ντραπεῖ τήν ἀσχήμια τῆς φύσεώς μας. Οὔτε τό θεώρησε προσβλητικό νά ἐνδυθεῖ τό ἔργο τό δικό του· τό πλάσμα, λοιπόν, ἔγινε ἔνδυμα τοῦ τεχνίτη, καρπώθηκε τήν πιό μεγάλη δόξα!
 Πραγματικά, ὅπως ἀκριβῶς κατά τήν πρώτη δημιουργία ἦταν ἀδύνατον νά πλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, πρίν πάρει ὁ Δημιουργός στά χέρια του τόν πηλό, ἔτσι καί τό φθαρμένο μας σκεῦος ἦταν ἀδύνατον νά μεταποιηθεῖ, ἄν δέν γινόταν πρῶτα ἔνδυμα τοῦ πλαστουργοῦ. ...
 Μέ ἀφήνει ἔκπληκτο τό θαῦμα! «Ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν» γίνεται παιδί· αὐτός πού καθόταν σέ θρόνο ὑψηλό καί μεγαλοπρεπῆ τοποθετεῖται σέ φάτνη· ὁ ἀναφής καί ἀσώματος βαστάζεται στά ἀνθρώπινα χέρια· αὐτός πού ἔσπασε τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας τυλίγεται σέ σπάργανα, ἐπειδή αὐτό θέλει. Θέλει, δηλαδή, νά μεταβάλει τήν ἀτιμία σέ τιμή, νά ἐνδύσει τήν ἀδοξία μέ δόξα... Γι᾿ αὐτό μπαίνει μέσα στή φύση μου, γιά νά χωρέσω ἐγώ μέσα μου τόν Λόγο του. Γι᾿ αὐτό παίρνει τή σάρκα μου, γιά νά μοῦ δώσει τό Πνεῦμα του, ὥστε μ᾿ αὐτή τή δοσοληψία ὁ παράξενος αὐτός ἔμπορος νά βάλει στά χέρια μου τό θησαυρό τῆς ζωῆς.

 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς τό Γενέθλιον
τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 2·
ΕΠΕ 35,470-472.
Ἀπόδοση Β.Τ.

Κατηγορία Πατερικά
Σάββατο, 05 Ιούλιος 2014 03:00

Χριστούγεννα

Πῶς νά δοξολογήσει τό στόμα μου τόν Κύριο! Τόν Κύριό του, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ δημιούργησε ὅλα τά κτίσματα, γεννήθηκε ἀνάμεσά τους σάν ἕνα ἀπό αὐτά!

Τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ πού, ἄν καί ὁ μέγιστος τοῦ οὐρανοῦ, ἔγινε μικρός καί μπῆκε στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων.

Τί φοβερό! Ὁ Θεός Λόγος, ὁ προαιώνιος καί ἄχρονος, γίνεται ἄνθρωπος τήν καθορισμένη καί κατάλληλη στιγμή. Παραδίδεται ἑκούσια στή ροή τοῦ φθαρτοῦ καί πεπερασμένου χρόνου!

Γιά χάρη μας ὁ ὕψιστος Θεός γίνεται δοῦλος!

Τί ἐκπληκτικό! Αὐτός, πού στερέωσε τόν ἥλιο, τώρα γεννιέται κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τῶν ἀκτίνων του!

Αὐτός, πού κυβερνᾶ τά ἄστρα, γίνεται βρέφος καί τρέφεται μέ μητρικό γάλα!

Τί παράδοξο! Ἐνῶ βασιλεύει στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων ἀπό τόν κόλπο τοῦ Πατρός, ἁγιάζει τή σημερινή ἡμέρα ἀπό τά σπλάγχνα μητέρας. Κι ὅμως! Καί στήν πρώτη Του θέση παραμένει καί στόν κόσμο μας ἔρχεται!

Ἀγαλλιᾶσθε, λοιπόν, ἄνδρες καί γυναῖκες! Διότι ὁ Χριστός ὡς ἄνδρας γεννημένος ἀπό γυναίκα τίμησε καί τά δύο φύλα. Κι ἄν ἀπό γυναίκα πέρασε σέ μᾶς ὁ θάνατος, ἀπό γυναίκα πάλι γεννιέται ἡ Ζωή!

Ἀγαλλιᾶσθε, δίκαιοι! Γεννήθηκε Αὐτός πού μᾶς δικαίωσε!

Ἀγαλλιᾶσθε, ἁμαρτωλοί καί ἀδύναμοι! Γεννήθηκε ὁ Σωτήρας μας!

Ἀγαλλιᾶσθε, αἰχμάλωτοι! Γεννήθηκε ὁ Λυτρωτής!

Ἀγαλλιᾶσθε, δοῦλοι! Γεννήθηκε ὁ Κύριος!

Ἀγαλλιᾶσθε, ἐλεύθεροι! Γεννήθηκε ὁ Ἐλευθερωτής!

Ἀγαλλιᾶσθε, ὅλοι οἱ χριστιανοί! Γεννήθηκε ὁ Χριστός!

(Ἁγίου Αὐγουστίνου, Στή Γέννηση τοῦ Κυρίου, λόγοι 1 καί 4· PL 38,996.1001.

Ἐλεύθερη ἀπόδοση Εὐ. Δάκας)

Κατηγορία Πατερικά
Πέμπτη, 31 Δεκέμβριος 2015 02:00

Χρόνος καί αἰωνιότητα

xronos aivniotitaὉ ἱερός Αὐγουστῖνος δέν ἦταν ἕνας ἁπλός διανοούμενος· ἦταν ἀγωνιστής τοῦ πνεύματος, ἐρευνητής τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Στά τελευταῖα βιβλία τῶν «Ἐξομολογήσεών» του παλεύει κυριολεκτικά νά ἑρμηνεύσει τήν ἀρχή τῆς Γενέσεως, γιά νά κατανοήσει τή σοφία καί τήν ἀγάπη τοῦ θείου Δημιουργοῦ. Στήν ἔρευνά του προσκρούει σ’ ἕνα μεγάλο θέμα: Τί εἶναι ὁ χρόνος; Ποιά ἡ σχέση του πρός τόν Δημιουργό καί τήν δημιουργία; Πῶς ἐννοεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν χρόνο καί πῶς ἐννοεῖται αὐτός στήν πορεία τοῦ χρόνου; Στό 11ο βιβλίο τῶν «Ἐξομολογήσεων» περιέχεται μία θαυμάσια ἀνάλυση τοῦ χρόνου, μοναδική στήν παγκόσμια φιλοσοφία. Βέβαια ἀνάλυση τῆς ἐννοίας τοῦ χρόνου μᾶς ἄφησε καί ὁ Ἀριστοτέλης στό τέταρτο βιβλίο τῶν «Φυσικῶν» του, ἀλλά καί ἡ κατεύθυνση τῆς σκέψεως καί οἱ συλλογισμοί εἶναι διαφορετικοί. Ἀπό ψυχολογικῆς πλευρᾶς συγκρινόμενος ὁ Ἀριστοτέλης μέ τόν Αὐγουστῖνο δέν μπορεῖ νά φτάσει τό ὕψος του καί νά προσεγγίσει τό βάθος του.
 «Τί εἶναι, λοιπόν, χρόνος; ρωτᾶ ὁ Αὐγουστῖνος. – Ποιός θά ἦταν ἱκανός νά τόν ἑρμηνεύσει εὔκολα καί σύντομα;». Στήν ἐρώτηση αὐτή ἀπαντᾶ: «Τόν γνωρίζω, ἀλλ’ ἄν θελήσω νά τόν ἑρμηνεύσω σ' αὐτόν πού μέ ρωτᾶ, τόν ἀγνοῶ». Ἐάν δέν παρερχόταν τίποτε, δέν θά ὑπῆρχε παρελθόν, ὅπως δέν θά ὑπῆρχε μέλλον, ἐάν δέν ἐπερχόταν τίποτε. Ἄν πάλι ὑπῆρχε πάντοτε τό παρόν, δέν θά ὑπῆρχε χρόνος, ἀλλά αἰωνιότης. Ἀλλά καί ἡ καταμέτρηση τοῦ χρόνου εἶναι κάτι τό σχετικό καί ἐπιτυγχάνεται μέ τή σύγκριση. «Μπορεῖ κανείς νά μετρήσει κάτι πού δέν ὑφίσταται; Ἑπομένως μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε καί νά μετρήσουμε τόν χρόνον, ἐφ’ ὅσον παρέρχεται, ἀλλά ὅταν ἤδη παρῆλθε δέν εἶναι δυνατόν νά τό κάνουμε πλέον. Ἀλλά μήπως μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ κανείς ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι; Τό μόνο πού πραγματικά ὑπάρχει εἶναι τό παρόν. Τό μέλλον, ἐφ’ ὅσον γίνεται παρόν, ἐξέρχεται ἀπό κάποιο κρυμμένο τόπο, καί τό παρόν, ἐφ’ ὅσον γίνεται παρελθόν, ἐξαφανίζεται ἐκ νέου σέ κάποιο σκοτεινό κρησφύγετο». Ὥστε τό παρελθόν καί τό μέλλον ὑφίστανται. Καί ὅμως ὑπάρχει καί τό παρελθόν καί τό μέλλον στή σκέψη μας καί συνδέονται μέ γεγονότα. Ὑπάρχει καί τό μέλλον; Ναί. «Σ' αὐτό τό σημεῖο ἐμφιλοχωρεῖ ἕνα μυστήριο, πού ὑπερβαίνει τήν δύναμη τῶν ὀφθαλμῶν μου. Ἀδυνατῶ νά τό πλησιάσω μέ τίς δυνάμεις τῆς διανοίας μου, ἀλλά θά μπορέσω νά τό κατορθώσω μέ τήν βοήθειάν Σου, ἐάν μοῦ δώσεις τήν δύναμη, Σύ, γλυκύ φῶς τῶν πνευματικῶν μου ὀφθαλμῶν. Ὅ,τι εἶναι τώρα φανερόν καί σαφές σέ μένα εἶναι τό ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε τό μέλλον, οὔτε τό παρελθόν, οὔτε εἶναι ὀρθό νά λέμε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι, τό παρόν τῶν παρελθόντων, τό παρόν τῶν παρόντων καί τό παρόν τῶν μελλόντων. Διότι τά τρία αὐτά βρίσκονται στό πνεῦμα καί δέν βλέπω ποῦ ἀλλοῦ θά ἦταν δυνατόν νά ὑπάρχουν. Τό παρόν τῶν παρελθόντων βρίσκεται στή μνήμη, τό παρόν τῶν παρόντων εἶναι ἡ ἐνόραση, τό δέ παρόν τῶν μελλόντων ἡ πρόβλεψη. Ἐάν μοῦ ἐπιτρέπεται νά μιλήσω μέ τόν τρόπον αὐτόν, θά πῶ ὅτι βλέπω τρεῖς χρόνους καί θά ὁμολογήσω ὅτι πράγματι εἶναι τρεῖς».
 Ἀλλά καί πάλι ὁ ἱερός πατήρ αἰσθάνεται ἀδυναμία νά ἐμβαθύνει περισσότερο στό θέμα τοῦ χρόνου. Στό σημεῖο αὐτό, ὅπως συχνά συνηθίζει, στρέφεται μέ ἐναγώνια σκέψη καί ὁλόθερμη ἀπό ἀγάπη καρδιά στόν Θεό καί ζητᾶ ἀπό αὐτόν τή λύση τοῦ βαθυτάτου προβλήματος. Ἀξίζει νά παραθέσουμε τή συνομολία του αὐτή μέ τόν Θεό:
 «Τό πνεῦμα μου διακαίεται ἀπό τόν πόθο νά διευκρινίσει τό τόσο πολύπλοκο αὐτό αἴνιγμα. Μή θελήσεις, Πάτερ ἀγαθέ, ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ Σου, Σέ ἱκετεύω. Μή θελήσεις ν’ ἀποκρύψεις στόν πόθο μου τά μυστήρια αὐτά, τά συγχρόνως τόσο οἰκεῖα καί τόσο σκοτεινά, γιά νά μπορέσω νά διεισδύσω ἐντός αὐτῶν, ὥστε νά μοῦ ἀποκαλυφθοῦν μέσα στό φῶς τῆς εὐσπλαγχνίας Σου, Κύριε! Ποιόν μπορῶ νά συμβουλευθῶ γι’ αὐτά; Καί σέ ποιόν θά ἐξομολογηθῶ τήν ἄγνοιά μου, ἐάν ὄχι σέ Σένα, στόν ὁποῖον εἶναι φορτικός ὁ ζῆλος μου, πού μέ πυρπολεῖ γιά τίς Γραφές Σου; Δῶσε μου ὅ,τι ἀγαπῶ, διότι ἀγαπῶ, Σύ δέ μέ ἔκανες νά ἀγαπῶ. Δῶσε μου, Πατέρα, Σύ πού γνωρίζεις «δόματα ἀγαθά διδόναι τοῖς τέκνοις Σου». Δῶσε μου ὅ,τι ἄρχισα ἤδη νά γνωρίζω καί τό ὁποῖο θά ἦταν κόπος ἐναντίον μου, ἄν δέν τό ἀπεκάλυπτες σέ μένα. Ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, Σέ ἱκετεύω. Ἐν ὀνόματι τοῦ ἁγίου αὐτοῦ τῶν ἁγίων, εὐδόκησον, ὅπως οὐδείς με συσκοτίσει. «Ἐπίστευσα, διό ἐλάλησα». Αὐτή εἶναι ἡ ἐλπίς μου, ζῶ μέ τήν ἐλπίδα «τοῦ θεωρεῖν με τήν τερπνότητα Κυρίου».
 Σ’ αὐτή τήν ἔρευνα καί ἐμβάθυνση ὁ Αὐγουστῖνος κουράζεται πολύ. Ἔρχονται στιγμές πού παραλύουν οἱ δυνάμεις του. Γονατιστός ἀπευθύνεται πότε πρός τόν Θεό καί ζητεῖ τή βοήθειά του, πότε πρός τήν ψυχή του, γιά νά τῆς δώσει κουράγιο: «Πρέπει νά ἐπιμείνεις, ὦ ψυχή μου, νά προσέξεις περισσότερο. "Ὁ Θεός βοηθός ἡμῶν", "αὐτός ἐποίησεν ἡμᾶς καί οὐχ ἡμεῖς". Στρέψε, ὅπου γλυκοχαράζει τῆς ἀληθείας τό φῶς!». Καί πιό κάτω μᾶς δίνει θαυμάσια συμπεράσματα πού κανένας ἀπό τούς φιλοσόφους δέν μπόρεσε νά πλησιάσει. «Τόν χρόνο μετρῶ ἐντός σου, ὦ ψυχή μου. Μή θελήσεις νά παρασυρθεῖς ἀπό τόν ψίθυρο τῶν θορυβωδῶν ἐπινοήσεών σου. Ἐντός σου, εἶπα, μετρῶ τήν ἐντύπωση, τήν ὁποία τά πράγματα, ὅταν παρέρχονται, ἀφήνουν σέ σένα, ἡ ὁποία καί ἀπομένει, ὅταν αὐτά παρέλθουν. Μετρῶ τήν ἐντύπωση αὐτή, πού μένει παροῦσα, καί ὄχι τά πράγματα, τά ὁποῖα τήν παρήγαγαν καί ἐξηφανίστηκαν. Αὐτήν τήν ἐντύπωση μετρῶ, ὅταν μετρῶ τόν χρόνο. Ἄρα αὐτή εἶναι ὁ χρόνος, τόν ὁποῖον μετρῶ· ἄλλως δέν μετρῶ κανένα χρόνο. Ὅταν δέ μετροῦμε τήν σιωπή καί λέμε «ἡ σιωπή αὐτή διήρκεσε τόσο χρόνο, ὅσο καί ὁ ἦχος ἐκεῖνος», τό πνεῦμα μας δέν ζητεῖ νά μετρήσει τόν μή ὑπάρχοντα πλέον ἦχο, σάν νά ἐξακολουθοῦσε ἀκόμα νά ἠχεῖ, μέ τόν σκοπό νά καθορίσουμε διά τῆς συγκρίσεως τά διαστήματα τῆς σιωπῆς, ἐφ’ ὅσον αὐτή ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει; Διότι, καί ὅταν ἀκόμη δέν ὑπάρχουν παρά μόνο οἱ ἦχοι λέξεων, δέν ἀναπαράγουμε στόν νοῦ μας ἄσματα, στίχους καί λέξεις ὁποιεσδήποτε καί τέλος μέτρα παντοειδῆ καί κινήσεις. Τήν ἀμοιβαία δέ σχέση τῶν χρονικῶν αὐτῶν διαστημάτων καθορίζουμε μέ ἀκρίβεια, σάν νά ἦσαν ἦχοι πραγματικοί».
 Ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω σκέψεις πού ἀντλήσαμε ἀπό τό ἑνδέκατο βιβλίο τῶν «Ἐξομολογήσεων», καί σέ ἄλλα ἔργα του μιλᾶ ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος γιά τόν χρόνο. Ἡ μελέτη του αὐτή, ὅπως γράφει ὁ Κ. Γεωργούλης, «ἀνεγνωρίσθη ὡς λαμπροτάτη συμβολή διά τήν διερεύνησιν τοῦ μεγάλου αὐτοῦ προβλήματος». Ἀλλά καί κάτι βαθύτερο καί σπουδαιότερο στηρίζεται θεολογικά στήν ἀνάλυση αὐτή: Ἀπό τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ στήν χρονικότητα τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό αὐτήν στήν αἰωνιότητα τοῦ μέλλοντος ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στήν μακαριότητα τοῦ Θεοῦ καί τῆς βασιλείας του θά ἐξέλθει ἀπό τά ὅρια τοῦ χρόνου καί θά εἰσέλθει στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.

 Εἰρήνη Πάνου
 Φιλόλογος - θεολόγος

Κατηγορία Πατερικά
Τρίτη, 25 Αύγουστος 2020 03:00

Γράμμα σ' ἕναν γιατρό

gramma-segiatroΠοῦ νά σέ βρίσκει ἄραγε αὐτή μου ἡ ἐπιστολή; Τούτη ἡ μεμβράνη εἶναι γραμμένη ἀπ’ τά γεροντικά, ἰσχνά πιά χέρια μου. Μελέτησέ την μέ προσοχή καί ἐπιμέλεια, μιά καί εἶναι «ἀνίκητος ἡ προθυμία μου διδάσκειν τι χρήσιμο». Στηριγμός καί παρηγοριά μου θέλω νά ’σαι, ἀγαπημένο μου παιδί! Γέροντας εἶμαι πιά «πυρετοί τό σῶμα κατεδαπάνησαν», ὥστε νά μή διαφέρω ἀπό ἕναν ἱστό ἀράχνης.
 Μ’ ἐνδιαφέρει, ἰατρέ μου, τόν ἄρρωστο θεραπεύοντας, ἀπό τή μιά ν’ ἀντικρύζεις τό «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ κι ἀπό τήν ἄλλη ἀνεπηρέαστα νά πλησιάζεις τόν πόνο καί μ’ ἐπιμέλεια νά τόν θεραπεύεις. «Ἐν πραΰτητι παιδεύειν τούς ἀντιδιατιθεμένους». Ταπεινά καί ἁπλά νά πλησιάζεις τόν ἀσθενῆ σου, διότι ὅσοι ὑπηρετοῦν τήν ἰατρική ὀφείλουν νά ἐργάζονται «μή μεθ’ ἡδονῆς πρός χρήματα βλέποντας καί περί τήν δόξαν».
 Μήπως ὅλα τοῦτα σέ φιλοσοφικό βιβλίο τά συνάντησα καί τ’ ἀναφέρω; Νύχτα μέρα περπατῶ στούς δρόμους τῆς Βασιλειάδας ἀνάμεσα σέ πονεμένους καί λεπρούς καί κουρασμένους. Τό πρῶτο φάρμακό μου εἶναι γιά τή «φλεγμονή» τῆς ψυχῆς τους. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι «κάμνουσα... ψυχή ἐγγίζει Θεῷ».Ἔπειτα ζητῶ νά δείξω στόν ἄρρωστο «τῆς νόσου τό μέγεθος», ὥστε κι ὁ ἴδιος νά φροντίσει νά συνεργαστεῖ ὅσο πιό καλά μπορεῖ.
 Στέκομαι κι ὁ ἴδιος προσωπικά «ἐπιτηρῶν τοῖς πᾶσιν». «Ἐπί λοιμικῶν νοσημάτων» ἀσφαλισμένος «τοῖς προφυλακτικοῖς βοηθήμασι», μά χωρίς φόβο καί ἄπωση. Θέλω ν’ ἀγγίζω τόν πάσχοντα καί στήν ψυχή μά καί στό σῶμα. Μά ... «ὅταν πᾶσα ἐλπίς ἀνακουφίσεως ἔχει ἀποκλεισθῇ», τότε «μεμνῆσθαι Θεοῦ καί τῶν ἐκεῖθεν ἐλπίδων» καί γίνεται ἡ ἐπιστήμη προσευχή καί ἡ προσευχή ἐπιστήμη.
  Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, Μελέτιε ἰατρέ μου, εἶναι ἀπό τήν πρόνοια τοῦ γιατροῦ. Παρ’ ὄλα αὐτά ζητῶ τή συμβουλή σου γιά τούς «λάβρους πυρετούς» μου, μήπως ὑποκύψω τελικά «ὑπό τοῦ κακοῦ τοῦ τοῖς σπλάχνοις ἐνιδρυμένου». Θά ἤθελα νά σέ εἶχα κοντά –φροντίδα καί ἀσφάλεια μές στό χειμώνα- μά καί συνεργό στό δύσβατό μου ἔργο.
 Πάνω ἀπ’ ὅλα ζητῶ τό χέρι τοῦ Θεοῦ μου «καρτερῶς φέρειν» ἀπό τή μιά τοῦ σώματος τήν ἀδυναμία κι ἀπό τήν ἄλλη τό βαρύ φορτίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἱκετεύω τόν Θεό καί τούς ἁγίους του νά μοῦ χαρίσουν τό «σύν αὐτοῖς αὐλίζεσθαι» μές στόν Παράδεισό του.

Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολή πρός ἀρχίατρον Μελέτιον,
ΕΠΕ 2,296.
 Ἀπόδοση Εὐγ. Χατζηιωαννίδου

Κατηγορία Πατερικά

 den-arkeiΠροσμένοντας τόν ἄρχοντα
 Σήμερα ἔχουμε λαμπρό πανηγύρι κι εἶναι πιό χαρούμενη ἀπό τό συνηθισμένο ἡ σύναξή μας. Ποιά λοιπόν εἶναι ἡ αἰτία; Τῆς νηστείας εἶναι αὐτό τό κατόρθωμα. Τό ξέρω κι ἐγώ· τῆς νηστείας, πού δέν εἶναι παροῦσα, ἀλλά τήν περιμένουμε. Ἐκείνη, λοιπόν, μᾶς συγκέντρωσε στό πατρικό σπίτι· ἐκείνη καί κείνους πού προηγουμένως ἦταν πιό ράθυμοι, σήμερα τούς ἔφερε καί πάλι στά χέρια τῆς μητέρας. Κι ἄν μόνο πού τήν περιμένουμε μᾶς ἔφερε τόση ἐγρήγορση, ὅταν θά φανεῖ καί θά φθάσει, πόση εὐλάβεια θά δημιουργήσει μέσα μας! Ἔτσι καί μιά πόλη, ὅταν πρόκειται νά μπεῖ σ’ αὐτήν κάποιος φοβερός ἄρχοντας, ἀφήνει κάθε ραθυμία καί γίνεται πολύ βιαστική. Ἀλλά μή φοβηθεῖτε πού ἀκούσατε ὅτι ἡ νηστεία εἶναι φοβερός ἄρχοντας. Γιατί δέν εἶναι γιά μᾶς φοβερή, ἀλλά γιά τή φύση τῶν δαιμόνων. Ἄν κάποιος εἶναι σεληνιαζόμενος, δεῖξε του τό πρόσωπο τῆς νηστείας. Θά μείνει πιό ἀκίνητος κι ἀπ’ αὐτές τίς πέτρες, γιατί θά παγώσει ἀπό τόν φόβο του καί θά ‘ναι σάν δεμένος μέ κάποιο δεσμό, ἰδιαίτερα δέ ὅταν δεῖ νά συνδέεται μέ τή νηστεία ἡ ἀδελφή καί ὁμόζυγος τῆς νηστείας, ἡ προσευχή. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός λέει· τό γένος αὐτό δέν βγαίνει παρά μέ προσευχή καί νηστεία. Ὅταν, λοιπόν, ἔτσι διώχνει τούς ἐχθρούς τῆς σωτηρίας μας κι εἶναι τόσο φοβερή στούς ἐχθρούς τῆς ζωῆς μας, πρέπει νά τήν ἀγαποῦμε καί νά τή δεχόμαστε καί ὄχι νά τή φοβόμαστε.
Φίλη καί εὐεργέτις
 Ἄν χρειάζεται φόβος, τή μέθη καί τήν πολυφαγία πρέπει νά φοβόμαστε, ὄχι τή νηστεία. Γιατί ἐκείνη δένοντάς μας τά χέρια πίσω, μᾶς παραδίδει δούλους καί αἰχμάλωτους στήν τυραννία τῶν παθῶν, σάν σέ κάποια φοβερή κυρία. Ἀντίθετα ἡ νηστεία, ἐνῶ μᾶς βρίσκει δούλους καί δεμένους, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν τυραννία καί μᾶς ἐπαναφέρει στήν πρώτη ἐλευθερία. Ὅταν, λοιπόν, καί ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας πολεμεῖ καί ἀπό τή δουλεία μᾶς ἀπαλλάσσει καί στήν ἐλευθερία μᾶς ἐπαναφέρει, ποιά ἄλλη μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς φιλίας της πρός τό γένος μας ζητᾶς; Ἡ πιό μεγάλη ἀπόδειξη φιλίας θεωρεῖται ὅτι εἶναι τό νά ἀγαπᾶ καί νά μισεῖ κάποιος τούς ἴδιους μ’ ἐμᾶς. Θέλεις νά μάθεις πόσο στολίδι γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ νηστεία, πόση πειριφρούρηση καί ἀσφάλεια παρέχει; Σκέψου τό μακάριο καί θαυμαστό γένος τῶν μοναχῶν. Αὐτοί πού διέφυγαν τούς σύγχρονους θορύβους κι ἔτρεξαν πάνω πρός τίς κορυφές τῶν βουνῶν κι ἔστησαν τίς καλύβες τους στήν ἡσυχία τῆς ἐρημιᾶς, σάν σέ κάποιο φιλόξενο λιμάνι, πῆραν αὐτήν σάν συνέμπορο καί συγκοινωνό ὅλης τῆς ζωῆς. Καί ἀγγέλους, λοιπόν, ἀπό ἀνθρώπους, τούς ἔκανε. Καί ὄχι μόνον ἐκείνους, ἀλλά καί στίς πόλεις ὅσους βρεῖ νά τήν προτιμοῦν τούς ἀνεβάζει σ’ αὐτό τό ὕψος τῆς φιλοσοφίας.
Ὅπλο ἀπαραίτητο
 Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, οἱ πύργοι τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἄν καί θεωροῦνταν ἀπό τούς ἄλλους λαμπροί καί μεγάλοι καί εἶχαν πολλή παρρησία, ὅταν ἤθελαν νά πλησιάσουν καί νά μιλήσουν στόν Θεό, ὅπως μποροῦσε ἄνθρωπος, σ’ αὐτήν κατέφυγαν καί μέ τά δικά της χέρια ἔκαναν προσφορά σ’ αὐτόν. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀπ’ τήν ἀρχή, ὅταν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, ἀμέσως τόν ἔφερε καί τόν ἐμπιστεύτηκε στά χέρια τῆς νηστείας, σάν σέ φιλόστοργη μητέρα καί ἄριστη δασκάλα, βάζοντας στά δικά της χέρια τή σωτηρία ἐκείνου. Γιατί τό «ἀπό παντός ξύλου τοῦ παραδείσου βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φάγεσθε» εἶναι ἕνα εἶδος νηστείας.
 Κι ἄν στόν παράδεισο ἦταν ἀναγκαία ἡ νηστεία, εἶναι πολύ περισσότερο ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. Ἄν πρίν πληγωθοῦμε ἦταν χρήσιμο τό φάρμακο, εἶναι πολύ περισσότερο μετά τό πλήγωμα. Ἄν μᾶς ἦταν κατάλληλο ὅπλο ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε ξεσηκωθεῖ ὁ πόλεμος τῶν ἐπιθυμιῶν, εἶναι πολύ περισσότερο ἀναγκαία ἡ συμμαχία τῆς νηστείας μετά ἀπό τήν τόσο μεγάλη μάχη, τήν ὁποία κινοῦν οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δαίμονες. Ἄν ἄκουγε αὐτή τή φωνή ὁ Ἀδάμ, δέν θά ἄκουγε τή δεύτερη, πού ἔλεγε: «Γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». Ἀλλά ἐπειδή παρήκουσε αὐτήν, γι’ αὐτό ὑπάρχει θάνατος καί φροντίδες καί κόποι καί ἀθυμίες καί ζωή μικρότερη κι ἀπό τόν θάνατο. Γι’ αὐτό ἀγκάθια καί τριβόλια, γι’ αὐτό κόποι καί πόνοι καί ζωή γεμάτη μόχθους…
Νηστεία παθῶν
 Γι’ αὐτό εἶναι ἡ νηστεία καί ἡ τεσσαρακοστή καί οἱ συνάξεις καί οἱ ἀκροάσεις καί οἱ προσευχές καί οἱ διδασκαλίες τόσων πολλῶν ἡμερῶν, ὥστε μέ κάθε τρόπο τά ἁμαρτήματα, πού ὅλο τό χρόνο κόλλησαν πάνω μας νά τά καθαρίσουμε μ’ αὐτή τή σπουδή τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν κι ἔτσι μέ παρρησία πνευματική καί μέ εὐλάβεια νά μετέχουμε στήν ἀναίμακτη ἐκείνη θυσία. Γιατί, ἄν δέν συμβεῖ αὐτό, ἄδικα, στά χαμένα καί ἐντελῶς ἀνώφελα ὑπομείναμε τόν τόσο μεγάλο κόπο. Καθένας, λοιπόν, ἄς ἀναλογισθεῖ μόνος του ποιό ἐλάττωμα διόρθωσε, ποιό κατόρθωμα ἀπέκτησε ἐπιπλέον, ποιά ἁμαρτία ἀπέβαλε, ποιά κηλίδα ξέπλυνε, σέ τί ἔγινε καλύτερος. Κι ἄν μέν βρεῖ ὅτι μέ τή νηστεία ἀπέκτησε κάτι παραπάνω γι’ αὐτό τό ὡραῖο ἐμπόριο, καί δεῖ ὅτι πολύ φρόντισε γιά τά τραύματά του, ἄς προσέλθει. Ἄν ὅμως ἔμεινε ἀμελής κι ἔχει μόνο τή νηστεία νά ἐπιδείξει ἐνῶ δέν κατόρθωσε τίποτε ἀπό τἀ ἄλλα, ἄς μείνει ἔξω καί τότε νά εἰσέλθει, ὅταν θά καθαρίσει ὅλα τά ἁμαρτήματα.
 Κανείς νά μή στηρίζεται μόνο στή νηστεία, ἄν ἔμεινε ἀδιόρθωτος στά κακά. Γιατί ἐκεῖνος μέν πού δέν νηστεύει εἶναι φυσικό καί νά βρεῖ συγχώρηση, ἄν προβάλλει τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος. Ἐκεῖνος ὅμως πού δέν διόρθωσε τά σφάλματά του, εἶναι ἀδύνατο νά βρεῖ ἀπολογία. Δέν νήστευσες, γιά τήν ἀσθένεια τῆς σαρκός. Μέ τούς ἐχθρούς σου γιατί δέν συμφιλιώθηκες; Πές μου. Μήπως κι ἐδῶ μπορεῖς νά προβάλεις τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος; Ἄν πάλι ἐπιμένεις νά ἔχεις κακία καί φθόνο, ποιά ἀπολογία θά ἔχεις; Πές μου. Γιατί, γι’ αὐτά τά ἐλαττώματα δέν μπορεῖς καθόλου νά καταφύγεις σέ ἀσθένεια σώματος.

Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ἀπό τούς λόγους εἰς τούς ἀνδριάντας
PG 49,197-198.305-308

Κατηγορία Πατερικά
Σάββατο, 31 Μάρτιος 2018 03:00

Ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν

12Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἔπαθε ποικιλοτρόπως γιά τή σωτηρία σου.
 Ἔπαθε κατά τά ὑπάρχοντα: γεννήθηκε φτωχικά μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Κατά τήν ἐπίγεια ζωή του δέν εἶχε «ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ» (Μθ 8,20). Πέθανε στήν ἔσχατη φτώχεια, χωρίς νά ὁρίζει τόπο δικό του γιά ἐνταφιασμό.
 Ἔπαθε κατά τήν τιμή: Ὑπέμεινε βαρύτατες συκοφαντίες. Πέρασε μιά ζωή γεμάτη καταφρόνια καί τή σφράγισε μέ τόν πιό ἀτιμωτικό θάνατο· «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φι 2,8).
 Ἔπαθε κατά τό σῶμα: Ὑπέφερε πόνους φοβερούς, φρικτά βασανιστήρια ἀπό σκληρούς δημίους. Ἀπ᾿ ὅλες του τίς φλέβες, θαρρῶ, ἔτρεξε ἄφθονο τό αἷμα του στή γῆ τῶν ἀνθρώπων.
 Ἔπαθε κατά τήν ψυχή: Δοκίμασε τόσο μεγάλη λύπη καί ἀγωνία, πού μόνη της θά ἦταν ἀρκετή, ὥστε νά τόν θανατώσει· «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Μθ 26,38).
 Βυθίστηκε ὁ Κύριος σ᾿ ἕνα πέλαγος βασάνων, γιά νά σβήσει ἐκεῖνες τίς φλόγες τῆς κόλασης, πού ἐσύ ἄναψες μέ τίς ἁμαρτίες σου. Αὐτόν τόν τρόπο οἰκονόμησε, γιά νά σέ ἀνεβάσει λυτρωμένο στόν οὐρανό!
 

Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πνευματικά Γυμνάσματα,
 Μελέτη Α΄, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου, σ. 14
 Ἀπόδοση Β. Τ.

Κατηγορία Πατερικά

staurosΤίποτε πιό ἀταίριαστο καί πιό ξένο γιά ἕναν χριστιανό ἀπό τό νά ἐπιζητεῖ τήν ἄνεση καί τήν ἀνάπαυση. Κι ὅμως ὑπάρχουν μερικοί πού ἐμφανίζονται ὡς χριστιανοί, ἐνῶ ζοῦν μιά ἄνετη καί τρυφηλή ζωή. Οἱ ἀνέσεις καί οἱ ἀπολαύσεις εἶναι ἀντίθετες ἀπό τό σταυρό.
 Ὁ σταυρός εἶναι χαρακτηριστικό ἀγωνιζόμενης ψυχῆς, πού εἶναι διατεθειμένη νά πεθάνει καί δέν ζητᾶ καμία ἄνεση. Ὅσοι ἀναζητοῦν ἀπολαύσεις καί ἐπιδιώκουν ἀνέσεις πολιτεύονται ἐνάντια στό σταυρό. Ἀκόμη κι ἄν λένε ὅτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐχθροί τοῦ σταυροῦ. Ἄν ἀγαποῦσαν τό σταυρό, θά προσπαθοῦσαν νά ζοῦν καί σταυρική ζωή. Δέν σταυρώθηκε ὁ Κύριός σου; Μιμήσου τον! Σταύρωσε τόν ἑαυτό σου, κι ἄν κανείς δέν σέ σταυρώνει· δέν ἐννοῶ νά αὐτοκτονήσεις (μή γένοιτο! αὐτό εἶναι ἀσέβεια), ἀλλά σταύρωσε τόν ἑαυτό σου, ὅπως ὁ Παῦλος πού ἔγραφε· «ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ».
 Ἄν ἀγαπᾶς, λοιπόν, τόν Δεσπότη σου, πέθανε κι ἐσύ μέ τόν δικό του θάνατο· μάθε πόση εἶναι ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ, πόσα κατόρθωσε καί πόσα κατορθώνει καί ἀσφαλίζει τή ζωή τοῦ πιστοῦ. Εἴτε βρισκόμαστε στό δρόμο εἴτε στό σπίτι ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ὁ σταυρός εἶναι μεγάλο ἀγαθό, σωτήριο ὅπλο, ἀκαταμάχητη ἀσπίδα, ἀντίπαλος τοῦ διαβόλου. Ὅταν ἀντιστρατεύεσαι σ᾿ αὐτόν τόν ἐχθρό, τότε βαστάζεις στ᾿ ἀλήθεια τόν σταυρό, ὄχι ἁπλῶς σημειώνοντάς τον πάνω σου σάν σφραγίδα, ἀλλά ζώντας τίς συνέπειες τοῦ σταυροῦ. Ὁ Χριστός ὀνόμασε, ὅπως ξέρεις, τά πάθη σταυρό, ὅταν εἶπε· «ἐάν μή τις ἄρῃ τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήσῃ μοι», ἐάν, δηλαδή, ἐκεῖνος πού θά τόν ἀκολουθήσει δέν εἶναι ἕτοιμος γιά θάνατο.
 Ὅσοι ὅμως ἀγαποῦν τήν ἄνετη ζωή καί τήν καλοπέραση τοῦ σώματός τους καί ἐκεῖνοι πού ἀγωνιοῦν γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς παρούσης ζωῆς καί γιά τήν κατάκτηση τῶν ἐπίγειων ἀπολαύσεων εἶναι ἐχθροί τοῦ σταυροῦ· τοῦ σταυροῦ, τόν ὁποῖο ὁ Παῦλος ἔχει γιά μοναδικό καύχημά του καί τόν ἐναγκαλίζεται καί ἐπείγεται νά κολλήσει πάνω του, γιά νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἐσταυρωμένο Κύριό του.

Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Φιλιππησίους 13,1
ΕΠΕ 22,8-10
Ἀπόδοση κειμένου Β.Σ.

Κατηγορία Πατερικά
Πέμπτη, 03 Δεκέμβριος 2020 03:00

Καί τί πειράζει αὐτό;

  DarkἌν ἕνας ἄνθρωπος παραδώσει τούς λογισμούς του στό μεθύσι καί στή μανία τοῦ πάθους, πρέπει νά ἔχει πολύ γενναία ψυχή γιά νά ἀντισταθεῖ στήν πτώση.
 Εἶναι φοβερά τά πάθη. Φοβερά! Γι᾿ αὐτό σᾶς παρακαλῶ νά κάνουμε τό πᾶν, ὥστε ὅταν μᾶς ἐπιτίθενται νά βρίσκουν τίς εἰσόδους ὀχυρωμένες καλά. Ἀλίμονο ἄν κυριαρχήσουν μέσα μας! Προκαλοῦν τέτοια καταστροφή, ἀνάβουν τέτοια πυρκαγιά, ὅπως ἡ φωτιά στό δάσος.
 Καί ἄς μήν ξεγελᾶμε τούς ἑαυτούς μας μέ τήν ψυχρή καί ὑπολογιστική ἐκείνη σκέψη «καί τί πειράζει αὐτό;», «καί τί πειράζει ἐκεῖνο;». Διότι ἐδῶ ἔχουν τή ρίζα τους ὅλα τά κακά. Δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε ὅτι ὁ διάβολος δουλεύει μέ σύστημα: δέν ἀρχίζει νά βάλλει ἐναντίον μας μέ τά μεγαλύτερα ὅπλα του, ἀλλά μέ τά μικρότερα. Αὐτά πού θεωροῦμε ἐμεῖς ἀσήμαντα. Σκέψου:

     Δέν παρακίνησε τόν Κάιν στό φόνο τοῦ ἀδελφοῦ του ἀμέσως, διότι ἀσφαλῶς θά τόν τρόμαζε, δέν θά τόν ἔπειθε. Ἀλλά τί ἔκανε; Τόν ὤθησε πρῶτα νά προσφέρει στόν Θεό θυσία εὐτελῆ μέ τή σκέψη: «Μή σέ νοιάζει· δέν εἶναι τίποτε αὐτό». Ἔπειτα ἄναψε μέσα του τό φθόνο κατά τοῦ Ἄβελ λέγοντάς του πάλι: «Δέν ἁμαρτάνεις· ὅλα εἶναι ἐντάξει». Μέχρι πού στό τέλος τόν ὁδήγησε στό τρομερό βάραθρο τῆς δολοφονίας.
    Μήπως καί μέ τόν Ἰούδα τό ἴδιο δέν ἔγινε; Διότι, ἄν αὐτός δέν θεωροῦσε μικρό πράγμα τό νά κλέβει τά χρήματα τῶν φτωχῶν, δέν θά ἔφθανε στό σημεῖο νά προδώσει τόν Κύριο.

  Ἀλλά δές τί συμβαίνει καί μεταξύ μας:

    Βλέπεις κάποιον νά γελᾶ ἄκαιρα καί προκλητικά καί τοῦ ἐφιστᾶς τήν προσοχή. Ἐπεμβαίνει τότε ἕνας ἄλλος, τρίτος, καί δικαιώνει ἐκεῖνον πού γελοῦσε, ὑποστηρίζοντας ὅτι τό γέλιο του δέν ἦταν κάτι τό κακό: «Καί τί πειράζει;», σοῦ λέει, «δέν βλάπτει σέ τίποτε αὐτό». Κι ὅμως· ὁ ἀνόητος ἀστεϊσμός, ἡ βωμολοχία, ἡ αἰσχρολογία καί κατόπιν ἡ αἰσχρή πράξη ἀπό τέτοιο γέλιο γεννιοῦνται.
    Ἄλλος πάλι σχολιάζει καί κατηγορεῖ τόν συνάνθρωπό του. Ἄν προσπαθήσεις νά τόν σταματήσεις, θά σοῦ πεῖ: «Καί τί ἔγινε; Λόγια εἶναι». Κι ὅμως, αὐτά τά λόγια γεννοῦν μίσος ἀπύθμενο, ἔχθρα ἀδιάλλακτη καί προσβολές καί ὕβρεις πάμπολλες. Οἱ ἀντίδικοι φθάνουν στό σημεῖο νά χτυπηθοῦν ἤ καί στό φόνο ἀκόμη.

 Ἄς προσέξουμε, λοιπόν! Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή διακρίνεται ἐκ φύσεως ἀπό κάποια αἰδῶ, ντροπή· δέν ὑποχωρεῖ ἀμέσως στό κακό, ἀλλά λίγο-λίγο, σταδιακά. Καί ὑποχωρεῖ, ὅταν ἀμελεῖ. Ὅταν δέν φροντίζει νά ξεριζώνει τήν ἁμαρτία ἀπό τήν πρώτη της κιόλας ἐκδήλωση. Ἀδιαφοροῦμε γιά ἕνα ἁμάρτημα, ἐπειδή τό θεωροῦμε μικρό, καί κοιμόμαστε μακαρίως· κι ὅμως, ἄν αὐτό τό «μικρό» δέν ἀντιμετωπισθεῖ ἀμέσως, θά γίνει γρήγορα μεγάλο καί θά μᾶς καταστρέψει, θά μᾶς παρασύρει στόν ὄλεθρο. Ὄχι συνεπῶς στή σκέψη «καί τί πειράζει αὐτό;». Εἶναι ἀπάτη καί παγίδα τρομερή. Ἀντιθέτως, νά ἀγωνιζόμαστε πάντοτε νηφάλιοι, μέ ὄρεξη καί ἀνυποχώρητα γιά τήν εὐσέβεια· γιά τήν ἀρετή, πού κινδυνεύει ἀπό τή ραθυμία μας.

 Ἰω. Χρυσόστομος,
Εἰς Ματθαῖον 86,34, PG 58,766770.
Ἀπόδοση Ε.
   

Κατηγορία Πατερικά
Τετάρτη, 24 Δεκέμβριος 2014 02:00

Μαζί μέ τούς μάγους

metous magousΤόν πρόσμεναν μέ λαχτάρα. Μές στά σκότη τῆς εἰδωλολατρίας τους διατηροῦσαν πάντα μιάν ἀχτίδα ἐλπίδας, ὅτι θά στείλει ὁ Θεός τόν ἀναμενόμενο, τόν μέγα Βασιλέα, τόν Λυτρωτή. Μελετώντας τά ἄστρα πῆραν τό μήνυμα τῆς γέννησής του. Ἑτοίμασαν τά δῶρα τους καί κίνησαν γιά νά ᾿ρθουν νά τόν προσκυνήσουν. Οἱ μάγοι, οἱ σοφοί τῆς Ἀνατολῆς, δίνουν τό παράδειγμα σέ κάθε ψυχή πού ἀναζητᾶ τόν Λυτρωτή. Νά πῶς μελετᾶ τήν πορεία τους καί τήν προτείνει σέ μᾶς ὡς ὑπόδειγμα ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης:
 «Συλλογίσου, ἀγαπητέ, τό στρατί πού σέ διδάσκουν οἱ μάγοι γιά νά βρεῖς τόν Χριστό. Ξεκίνησαν μέ προθυμία. Συνέχισαν τήν ὁδοιπορία τους μέ σταθερότητα καί μεγαλοψυχία. Τήν ὁλοκλήρωσαν προσφέροντας τά μυστηριώδη δῶρα τους. Σκέψου τήν ἐξαιρετική προθυμία μέ τήν ὁποία αὐτοί οἱ τρεῖς βασιλιάδες ὑπήκουσαν στή φωνή τοῦ Θεοῦ, πού τούς μίλησε μέ ἕνα ἀστέρι. Πράγματι ἡ προθυμία τους ξεπερνᾶ κατά κάποιο τρόπο τήν προθυμία καί τήν ὑπακοή τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ, στόν ὁποῖο ὁ ὕψιστος Θεός εἶχε μιλήσει ἄμεσα, μέ γλώσσα ξεκάθαρη καί ὄχι μέ ἀστέρι... Ἄφησαν παρευθύς πατρίδα καί σπίτια καί γυναῖκες καί παιδιά καί συγγενεῖς καί τήν περιουσία καί τήν ἐξουσία τους καί παραδόθηκαν σέ μία ὁδοιπορία ἄγνωστη, ἀσυνήθιστη, μακρά, κοπιαστική, γεμάτη κινδύνους, σέ ξένους τόπους. Καί τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὅλα αὐτά τά ὑπέμειναν γιά ἕνα τέλος ἀμφίβολο καί ἀβέβαιο...
 Σκέψου, ἀγαπητέ, πόσο μακριά βρίσκεσαι σύ ἀπό τό παράδειγμα τῶν μάγων. Ἀναρίθμητους φωτισμούς καί ἐλλάμψεις σοῦ ἔστειλε ὁ Θεός· πότε ἐσωτερικά, μέ τούς καλούς λογισμούς πού βάζει στήν καρδιά σου καί πότε ἐξωτερικά, μέ τίς ἅγιες Γραφές καί τά ἱερά βιβλία ἤ μέ τούς διδασκάλους καί πνευματικούς πατέρες μέ τούς ὁποίους συνομιλεῖς. Ἐσύ ὅμως δέν θέλησες νά ὁδηγηθεῖς ἀπό αὐτούς. Δέν θέλησες νά κάνεις ἕνα βῆμα γιά νά βρεῖς τόν Θεό, δηλαδή νά περπατήσεις στήν ὁδό τῶν ἐντολῶν του... Ὥς πότε, λοιπόν, θά περπατᾶς αὐτό τό δρόμο τῆς ἀπώλειας; Ἰδού, ἦλθε ὁ καιρός νά ἀρχίσεις τώρα· νά παραδώσεις τόν ἑαυτό σου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ...
 Ἔπειτα, οἱ μάγοι βρῆκαν στήν πορεία τους τόσα ἐμπόδια! Ὅλα τούς ἦρθαν ἀνάποδα μέσα στήν Ἰερουσαλήμ. Ἔλειψε τό ἀστέρι, πού τό εἶχαν παρηγοριά στήν ὁδοιπορία τους. Ταράχθηκε ὅλη ἡ πόλη μέ τήν εδηση πού ἔφεραν. Ὁ βασιλιάς Ἡρώδης, ἐχθρός θανάσιμος τοῦ νέου βασιλιᾶ, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε ἔξαλλος ἀπό τό θυμό. Οἱ μάγοι ὅμως δέν μικροψυχοῦν γιά ὅλα αὐτά. Οὔτε φοβοῦνται καθόλου πού αὐτοί εἶναι τόσο λίγοι καί βρίσκονται μέσα σ᾿ ἕνα ξένο βασίλειο. Τρέχουν καί ρωτοῦν τούς διδασκάλους γιά νά τούς ὁδηγήσουν αὐτοί. Πηγαίνουν στήν αὐλή ἑνός τυράννου ὑπερήφανου καί αἱμοβόρου· μέ τόλμη μεγάλη καί μεγαλοψυχία ζητοῦν νά μάθουν ποῦ γεννιέται ὁ νέος βασιλιάς. Ὤ τόλμη θαυμαστή! Ὤ μεγαλοψυχία οὐρανίων ἐπαίνων ἄξια!
 Καί σύ, ἀγαπητέ, μιά καί ἀποφάσισες νά εἶσαι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἑτοίμασε τόν ἑαυτό σου γιά νά δέχεσαι τούς πειρασμούς καί νά τούς ὑπομένεις μέ μεγάλη γενναιοψυχία... Μιμήσου τούς χαριτωμένους ἐκείνους μάγους καί μήν καθίσεις ν᾿ ἀκούσεις τά λόγια τοῦ πειρασμοῦ, μήν ἐμποδισθεῖς νά φέρεις εἰς πέρας τήν καλή σου ἀπόφαση.
 Συλλογίσου ἀκόμη τά δῶρα πού πρόσφεραν οἱ μάγοι στόν Χριστό, μόλις τόν βρῆκαν στήν «οἰκία» (Μθ 2,11). Δέν εἶδαν ἐκεῖ καμία ἑτοιμασία ἤ κανένα σημεῖο βασιλικό. Κι ὅμως ὁδηγούμενοι ἀπό τήν πίστη καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ γνώρισαν τόν Ἰησοῦ ὡς βασιλιά τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Τόν ἀναγνώρισαν ὡς λυτρωτή ὅλου τοῦ κόσμου καί γι᾿ αὐτό ἔπεσαν καί τόν προσκύνησαν. Τοῦ πρόσφεραν τά δῶρα τους καί μαζί μέ αὐτά ὑπέταξαν στόν νέο βασιλιά τό κάθε τι. Ὑπέταξαν σ᾿ αὐτόν ὅλο τό νοῦ καί τήν καρδιά μέ τήν πίστη. Ὑπέταξαν ὅλο τό σῶμα μέ τήν προσκύνηση. Ὑπέταξαν ὅλα τά ἐξωτερικά ἀγαθά μέ τό χρυσό, μέ τή σμύρνα καί μέ τό λιβάνι. Μ᾿ αὐτά τά τρία δείχνουν πώς προσφέρουν στόν νεογέννητο βασιλιά ἐπίγνωση, ὑπακοή καί ἀγάπη. Καί τούς δίνει ὁ Χριστός τρία χαρίσματα: ἀντί τοῦ χρυσοῦ λαμβάνουν τήν ἐλευθερία ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας· ἀντί τοῦ λιβάνου τήν ἐλευθερία ἀπό τήν εἰδωλολατρία· ἀντί τῆς σμύρνας τήν ἐλευθερία ἀπό τή νέκρωση τοῦ θανάτου τοῦ ψυχικοῦ. Ὤ τί μεγάλη φιλοτιμία ἔδειξαν οἱ μάγοι!
 Πόσο μακάριος θά ἤσουν καί σύ, ἀδελφέ, ἄν ἤξερες νά ἀφιερώνεις στόν Κύριο, καθώς οἱ μάγοι, ὅ,τι ἔχεις σέ τοῦτο τόν κόσμο, τά ἐσωτερικά καί τά ἐξωτερικά ἀγαθά σου, τά ψυχικά καί τά σωματικά!
Πρόσφερε στόν Χριστό μιά καρδιά καί θέληση καθαρή σάν τό χρυσάφι· ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε κακή ἐπιθυμία, μέ πόθο γιά τά οὐράνια, μέ ζῆλο γιά τά πνευματικά· μιά καρδιά φλεγόμενη ὅλη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μέ ὅλα της τά θελήματα.
 Πρόσφερε δῶρο στόν Ἰησοῦ σάν τή σμύρνα τή νέκρωση τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς σου. Ἀπομάκρυνε ἀπό τήν καρδιά σου κάθε ταραχή, ὀργή, θυμό, κάθε πικρία, μίσος καί κραυγή, κάθε λοιδορία.
 Κι ἄν εἶσαι πλούσιος, νά τοῦ προσφέρεις ἐπιπλέον καί τόν πλοῦτο καί τά ἀγαθά σου, διότι αὐτά εἶναι δῶρα δικά του. Σοῦ τά ἔδωσε ὄχι γιά νά τά ἔχεις μόνος καί νά τά ἀπολαμβάνεις σάν ἐκεῖνον τόν ἄφρονα πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά γιά νά τά διαχειρίζεσαι ὡς οἰκονόμος μοιράζοντάς τα σέ ὅσους τά ἔχουν ἀνάγκη».

 

Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης
(Ἐπιλογές ἀπό τό βιβλίο του
Πνευματικά Γυμνάσματα)

Ψηφιδωτό «Ταξίδι τῶν μάγων», 1315-1320 μ.Χ. Μονή τῆς Χώρας, Κων/πολη
   

Κατηγορία Πατερικά